ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 337/2019)

 

25 Νοεμβρίου 2024

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ,  Δ/στες]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων

v.

 

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ,

Εφεσιβλήτων

 

Α. Κυπρίζογλου για Ν. Ε. Νεοκλέους ΔΕΠΕ για Εφεσείοντα

Θ. Καουτζάνη για Χρυσαφίνης και Πολυβίου ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο

 

[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς την παρουσία δικηγόρων, κατόπιν σχετικής παράκλησης που διαβιβάστηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης Κανονισμού του 2021]

 

------------------------------

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ:  Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης του υπό κρίση παραμένοντος θέματος, είναι χρήσιμη η παράθεση της από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταγραφής του παραδεκτού και του μη αμφισβητούμενου πραγματικού υποβάθρου της υπόθεσης. Κατέγραψε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα εξής:

 

«Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήτοι το 2004, ο ενάγοντας εργαζόταν στην εταιρεία Omiros & Sons (Constructions) Ltd εκ Λεμεσού σε οικοδομικές εργασίες. Η εταιρεία Omiros & Sons (Constructions) Ltd κατά το έτος 2004 διατηρούσε με τους εναγομένους, ασφαλιστική εταιρεία εγγεγραμμένη στην Κύπρο, ασφαλιστήριο συμβόλαιο Ευθύνης Εργοδότη σύμφωνα με τον περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης της Ευθύνης των Εργοδοτών Νόμο Ν.174/1989(εφ' εξής ο Νόμος), με μέγιστο ποσό κάλυψης το ποσό των £50.000 (€85.430) για κάθε απαίτηση (Τεκ.2). Κατά ή περί την 18/11/2004 ο ενάγοντας τραυματίσθηκε κατά την διάρκεια της εργασίας του. Το ατύχημα γνωστοποιήθηκε στους εναγόμενους από την Omiros στις 26/11/04 με την υποβολή σχετικού εντύπου, με το οποίο η τελευταία εξουσιοδότησε τους πρώτους όπως χειριστούν και διευθετήσουν άνευ περαιτέρω εξουσιοδότησης ή έγκρισης, κάθε λογική απαίτηση που ενδεχομένως να προέκυπτε αναφορικά με το ατύχημα  (Τεκ.1). Στη συνέχεια και μεταξύ 09/05/05 - 17/11/06, ακολούθησε ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ των δικηγόρων του ενάγοντα και των εναγομένων για το σκοπό εξεύρεσης, αν ήταν δυνατό, μιας εξώδικης διευθέτησης της απαίτησης που ισχυρίζετο ότι είχε ο ενάγοντας εναντίον του ασφαλιζόμενου των τελευταίων, ήτοι της Omiros. Οι προσπάθειες διευθέτησης δεν καρποφόρησαν εφόσον οι εναγόμενοι, υιοθετώντας της θέσεις της Omiros, απέρριψαν κάθε ισχυρισμό περί ευθύνης της τελευταίας για το ατύχημα του ενάγοντα (βλ. επιστολές κατά χρονολογική σειρά Τεκ.7, 8, 9, 10, 11, 15, 12 και 13). Εν τω μεταξύ η Omiros τέθηκε από τις 06/04/06 σε εκκαθάριση κατόπιν σχετικού Διατάγματος Δικαστηρίου και ως εκκαθαριστής της διορίστηκε αρχικά ο Επίσημος Παραλήπτης και στη συνέχεια συγκεκριμένος ιδιώτης εκκαθαριστής (Τεκ.4). Στις 29/05/07 ο ενάγοντας καταχώρησε εναντίον του Επίσημου Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή της περιουσίας της εταιρείας Omiros & Sons (Constructions) Ltd και εναντίον του xxxxx Μάρκου ως υπευθυνου για την πρόκληση του εργατικού δυστυχήματος, την αγωγή με αριθμό 2887/2007 του Ε.Δ. Λεμεσού αξιώνοντας αποζημιώσεις για το εργατικό ατύχημα που υπέστη. Το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα όμως είχε εν τω μεταξύ παραγραφεί, εφόσον η αγωγή δεν είχε εγερθεί εντός 2 ετών από την ημέρα του ατυχήματος ως προνοούσε τότε το αρ. 19 του Νόμου το οποίο ήταν τότε σε ισχύ. Η Omiros, μέσω του Επίσημου Παραλήπητη, διόρισε το δικό της δικηγόρο για να την υπερασπιστεί. Η αγωγή υπ' αρ. 2887/07 ουδέποτε επιδόθηκε στους εναγόμενους ως ασφαλιστές της Omiros και η πρώτη φορά που οι εναγόμενοι πληροφορήθηκαν για την ύπαρξη της ήταν στις 22/03/2010, ήτοι τρία περίπου χρόνια μετά την καταχώρηση της, όταν ο δικηγόρος της Omiros απέστειλε στους εναγόμενους σχετική ενημερωτική επιστολή στην οποία επεσύναψε όλη την μέχρι τότε καταχωρηθείσα δικογραφία (Τεκ. 16). Οι εναγόμενοι απάντησαν στον δικηγόρο της Omiros ότι επειδή ουδέποτε ενημερώθηκαν για την καταχώρηση της αγωγής εντός των 14 ημερών που προνοεί ο Νόμος και επειδή το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα είχε, κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής, παραγραφεί δυνάμει των προνοιών του Νόμου, δεν προτίθεντο ούτε να εμπλακούν στο χειρισμό της υπόθεσης αλλά ούτε και να καλύψουν το όποιο τυχόν ποσό ήθελε επιδικασθεί εναντίον της Omiros (Τεκ. 14). Τελικά η αγωγή 2887/07 οδηγήθηκε σε ακρόαση και το θέμα της παραγραφής ουδέποτε ηγέρθη είτε ως υπεράσπιση είτε άλλως πώς. Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου διεξήχθη η ακρόαση, εξέδωσε στις 10/11/2011 απόφαση εναντίον της Omiros του Μάρκου και υπέρ του ενάγοντα, για το ποσό των €84.905,25 πλέον τόκους και έξοδα, απόφαση η οποία ούτε εφεσιβλήθηκε ούτε αναστάληκε (Τεκ.3). Υπεβλήθη τότε νέα απαίτηση από πλευράς ενάγοντα προς τους εναγόμενους, αυτή τη φορά για ικανοποίηση της υπέρ του απόφασης στην αγωγή 2887/2007 πλην όμως οι τελευταίοι, επαναλαμβάνοντας τα όσα είχαν αναφέρει στο δικηγόρο της Omiros το 2010, αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημα του πρώτου (Τεκ. 5 και 6).»

Ακολούθησε η καταχώρηση της υπό κρίση αγωγής, με την οποία ο εφεσείων αξίωσε το ποσό το ποσό το οποίο επιδικάσθηκε υπέρ του και εναντίον της εργοδότριας του εταιρείας, ως ανωτέρω. Δεν επικαλέστηκε την ιδιότητα του θύματος εργατικού ατυχήματος ή την ιδιότητα προσώπου υπέρ του οποίου εκδόθηκε δικαστική απόφαση αναφορικά με ευθύνη ασφαλιζόμενου των εφεσιβλήτων, αλλά την ιδιότητα που δημιουργεί το Άρθρο 10(1)(β) του περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης της Ευθύνης των Εργοδοτών Νόμος του 1989, Ν. 174/1989 στην περίπτωση όπου ο ασφαλιζόμενος εργοδότης που έχει ευθύνη απέναντι στο θύμα - εργοδοτούμενο είναι εταιρεία, η οποία όμως έχει τεθεί υπό εκκαθάριση δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου. Ήταν η δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα ότι είχε υπεισέλθει στα συμβατικά δικαιώματα που είχε η εργοδότρια του εταιρεία έναντι των εφεσιβλήτων ως ασφαλιζόμενος τους, με την άρνηση τους για πληρωμή του να αποτελεί παράβαση των όρων του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Μεταξύ των υπερασπίσεων που οι εφεσίβλητοι προέβαλαν ήταν και η παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος που είχε προωθηθεί με την ως άνω αγωγή 2887/2007.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, λόγω της ως άνω παραδεκτής παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος του εφεσείοντα κατά την καταχώρηση της αγωγής 2887/2007, η ασφαλισμένη εταιρεία είχε ουσιαστικά απωλέσει το συμβατικό δικαίωμα που είχε με βάση το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και, εφόσον ο εφεσείων δεν δικαιούτο να διεκδικήσει περισσότερα από αυτά που η ασφαλισμένη εταιρεία θα δικαιούτο, αυτός απέτυχε να αποδείξει ότι οι εφεσίβλητοι παρέβηκαν το ασφαλιστήριο συμβόλαιο και ότι είχαν ευθύνη να του καταβάλουν το αξιούμενο ποσό. Συνεπώς, απέρριψε την αγωγή και αποφάσισε, για τους λόγους που εξήγησε, ότι ορθό και δίκαιο ήταν η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της.

 

Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση, στη βάση έξι λόγων έφεσης, ενώ οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν ειδοποίηση αντέφεσης, με δύο λόγους που προσβάλλουν την ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τα έξοδα.

 

Κατά την ημερομηνία ακρόασης, η πλευρά του εφεσείοντα, μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος, ζήτησε την άδεια του Εφετείου να αποσύρει ανεπιφύλακτα την έφεση, ενώ σε ό,τι αφορά την αντέφεση, δεδομένης της μη συμφωνίας ως προς τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, άφησε το θέμα στην κρίση του Εφετείου. Στην αποδοχή της αντέφεσης επέμεινε η πλευρά των εφεσιβλήτων, μέσω δικού της απαντητικού ηλεκτρονικού μηνύματος.

 

Συνακόλουθα, στις 15.11.2024 (ημερομηνία ακρόασης της έφεσης), η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα €3.000.-, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα. Παρέμεινε προς κρίση το εγειρόμενο, με την αντέφεση, θέμα των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

Προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα εναντίον των εφεσιβλήτων, εσφαλμένα αποφάσισε όπως η κάθε πλευρά επωμισθεί τα έξοδά της (1ος λόγος). Περαιτέρω, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να δώσει ικανοποιητική αιτιολογία για τη μη επιδίκαση εξόδων υπέρ των εφεσιβλήτων και δεν άσκησε ούτε ορθά, ούτε δικαστικά, τη διακριτική του εξουσία στο θέμα των εξόδων (2ος λόγος). Λόγω της συνάφειας των προβαλλόμενων, θα εξετάσουμε αυτά παράλληλα.

 

Έχουμε εστιάσει την προσοχή μας σε καθετί σχετικό με τα υπό κρίση θέματα, περιλαμβανομένων των τοποθετήσεων αλλά και της επιχειρηματολογίας της κάθε πλευράς, ως προβάλλεται στα σχετικά περιγράμματα αγόρευσης. Με δεδομένο, επί του προκειμένου, ότι, όπως έχει νομολογηθεί, εφόσον η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται εντός του πλαισίου που παρέχεται από το Νόμο και δεν προκαλείται πασιφανής αδικία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (NTR BEACH DINERS LTD κ.α ν. ADAMOU CONSTRUCTION AND MAINTENANCE LTD, ECLI:CY:AD:2018:A18, Πολιτική Έφεση 373/2012, ημερομηνίας 15.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A18, ΑΡΕΣΤΗ ν. ΗΛΙΑ (1991) 1 ΑΑΔ 984).

 

Η ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επί των εξόδων, ήταν ότι:

 

 «Αναφορικά με τα έξοδα, λαμβανομένου υπόψη ότι η υπόθεση περιστράφηκε ουσιαστικά γύρω από καινοφανή νομικά θέματα που ως προκύπτει από τις αγορεύσεις των συνηγόρων αλλά και την έρευνα του Δικαστηρίου, παρόμοιο θέμα δεν φαίνεται να απασχόλησε ξανά το Ανώτατο Δικαστήριο από το 1989 που θεσπίστηκε ο Νόμος και ενόψει του ότι αμφότερες πλευρές, έστω και αν προσκόμισαν μάρτυρες, εντούτοις περιορίστηκαν στα νομικά θέματα της υπόθεσης, θεωρώ ορθό και δίκαιο όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της και εκδίδω ανάλογη διαταγή.»

 

           Όπως λέχθηκε στην Ζαβρού ν. Μιχαηλίδου (1996) 1ΑΑΔ 477:

 

«Η έκδοση διαταγής για έξοδα εμπίπτει στη διακριτική εξουσία του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Στην άσκηση αυτής της εξουσίας προέχει ο κανόνας λογικής σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Τόσο μάλιστα είναι ισχυρός που από μόνος του παρέχει την αιτιολόγηση στην κάθε αντίστοιχη εξέλιξη χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξειδίκευσης. Παρέκκλιση δικαιολογείται μόνο εφόσον συντρέχει άλλη επαρκής περίσταση που πρέπει βέβαια να εκτίθεται. Χρήσιμη υπόμνηση περί τούτου γίνεται στην Χάσικος Μιχαήλ ν. Ανδρέα Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 389

 

          (Βλ. επίσης την πολύ πρόσφατη ΜΑΤΘΑΙΟΥ ν. ΠΑΣΙΟΥΡΤΙΔΗΣ, Πολιτική Έφεση 325/2018, ημερομηνίας 15.11.2024)

 

          Με κάθε σεβασμό στον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, εντοπίζουμε σφάλμα στην προσέγγιση του, σφάλμα το οποίο τον οδήγησε σε εσφαλμένη τελική κρίση του θέματος των εξόδων.

Αν αναφερθούμε πρώτα στην αναφορά σε κλήση μαρτύρων, ενώ απασχόλησαν νομικά θέματα, δεν εντοπίζουμε να υπήρξε τέτοια εκτροπή της διαδικασίας από τη μία ή την άλλη πλευρά, ώστε να κριθεί αυτό ως λόγος απόκλισης από τον κανόνα ότι ο επιτυχών διάδικος δικαιούται τα έξοδα του. Ούτε, όμως, η αναφορά σε καινοφανή νομικά θέματα, είτε από μόνη της, είτε σε συνδυασμό με τα ανωτέρω, θα μπορούσε να δικαιολογήσει τέτοια απόκλιση.

 

          Πέραν του ότι η έλλειψη νομολογίας επί ενός ζητήματος δεν εξυπακούει, από μόνη της, ύπαρξη πολύπλοκου νομικού ζητήματος, η οποία να δικαιολογεί συγκρουόμενες νομικές απόψεις, στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσείων δεν φαίνεται να μη γνώριζε τι ζητούσε και πως το ζητούσε. Ως το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε, εξετάζοντας την ουσία της διαφοράς, ήταν επιλογή του εφεσείοντα, να επιλέξει τη συγκεκριμένη βάση αγωγής. Ο λόγος της αποτυχίας του εφεσείοντα, ως προβάλλεται στην απόφαση, ήταν η ύπαρξη συμβατικού όρου στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο που απάλλασε την ασφαλιστική εταιρεία από ευθύνη έναντι του ασφαλισμένου, τη θέση του οποίου επικαλείτο ο εφεσείων, σε περίπτωση παραγραφής. Επομένως, δεν εντοπίζουμε το καινοφανές ή μη του θέματος, να επέδρασε με τρόπο ώστε να αποτελούσε ικανό λόγο απόκλισης από τη συνήθη αντιμετώπιση του θέματος των εξόδων.

 

          Ως εκ των ως άνω, κρίνουμε ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των εξόδων δεν ασκήθηκε ορθά, οδηγώντας, με τη διαταγή αναφορικά με τα έξοδα σε πασιφανή αδικία για τους εφεσίβλητους, οι οποίοι, ως επιτυχόντες διάδικοι, δικαιούνταν τα έξοδα τους.

 

          Βάσιμοι κρίνονται οι λόγοι αντέφεσης 1 και 2, καθιστώντας επιβεβλημένη την παρέμβαση μας.

 

Η αντέφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση επί των εξόδων παραμερίζεται και αντικαθίσταται με διαταγή με την οποία τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ των εναγομένων (εφεσιβλήτων) και εναντίον του ενάγοντα (εφεσείοντα) όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του πρωτόδικου Δικαστηρίου και εγκριθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Όσον αφορά τα έξοδα της αντέφεσης, δεδομένης της διαταγής για τα έξοδα της απορριφθείσας έφεσης, περιορίζουμε την επιπρόσθετη διαταγή μας, στο τι επιπρόσθετα αφορά η αντέφεση. Επιδικάζονται, συναφώς, επιπρόσθετα, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα €400, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, ως έξοδα αντέφεσης.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο