ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 299/19)
5 Νοεμβρίου, 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ‑ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
Α.Ε.
Εφεσείοντας /Αιτητής
ΚΑΙ
E.D.S. PLC, προηγούμενα ονομαζόμενη
E.D.S. PUBLIC LTD
Εφεσίβλητη /Καθ' ης η αίτηση
-----------------------------
Μάριος Παναγίδης μαζί με Όμηρο Κκαϊλή για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσείοντα,
Μάριος Ηλιάδης για Τάσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την εφεσίβλητη.
-----------------------------
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Ο αιτητής‑εφεσείοντας ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του βασίστηκε σε αστήριχτη και/ή κατασκευασμένη και/ή κακόβουλη καταγγελία και/ή δικαιολογία χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθεί. Επίσης ότι δεν του καταβλήθηκε φιλοδώρημα (bonus) για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και γι' αυτό αιτήθηκε την καταβολή του φιλοδωρήματος (bonus), αποζημιώσεις ίσες με ημερομίσθια δύο ετών για παράνομη και παράτυπη απόλυση και/ή απώλεια σταδιοδρομίας και/ή καριέρας, αποζημιώσεις για ηθική βλάβη και ταλαιπωρία και βλάβη στα έννομα συμφέροντα του συνεπεία της παράνομης απόλυσης του, καθώς και επ' αυξημένες τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές και άλλες αποζημιώσεις.
Συγκεκριμένα ήταν η θέση του αιτητή‑εφεσείοντα ότι ενώ ήταν υψηλόβαθμος εργοδοτούμενος στην καθ' ης η αίτηση/εφεσίβλητη, τερματίστηκαν παράνομα οι υπηρεσίες του χωρίς καμία ειδοποίηση και η συμπεριφορά που έχει επιδείξει η εφεσίβλητη στον εφεσείοντα ήταν υπερβολικά μειωτική.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο εκδίκασε την υπόθεση, άκουσε μαρτυρία από τον αιτητή και τον Διευθυντή Εσωτερικού Ελέγχου του Ομίλου Εταιρειών στον οποίο ανήκει η καθ' ης η αίτηση/εφεσίβλητη. Ενώπιόν του κατατέθηκαν επίσης ως Τεκμήρια διάφορα έγγραφα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τα παραδεχτά και/ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης όπως προέκυψαν από τις έγγραφες προτάσεις, τις δηλώσεις των μερών και το ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικό υλικό, ως ακολούθως:
Ο αιτητής εργοδοτείτο από την καθ' ης η αίτηση στη θέση Διευθυντή Marketing με ακαθάριστες απολαβές €4.105 μηνιαίως. Ημέρα εργοδότησης του ήταν ο Μάιος 1995. Στις 17.9.2012, όταν ο αιτητής προσήλθε κανονικά στην εργασία του, βρήκε την πόρτα του γραφείου του κλειδωμένη, του ζητήθηκε από υπαλλήλους της καθ' ης η αίτηση να τους ακολουθήσει σε μικρή αίθουσα συνεδριάσεων, όπου του ανακοίνωσαν ότι ήθελε να τον δει ο Διευθύνων Σύμβουλος της καθ' ης η αίτηση. Αφού ανέμενε εκεί περί της μιας ώρας, προσήλθε στον χώρο ο επικεφαλής του εσωτερικού ελέγχου της καθ' ης η αίτηση και τον συνόδευσαν στη μεγάλη αίθουσα συνεδριάσεων όπου συνάντησε αριθμό αξιωματούχων της καθ' ης η αίτηση, συμπεριλαμβανομένου του Εκτελεστικού Προέδρου της και του δικηγόρου της. Εκεί του ανακοινώθηκε ότι περιήλθαν στην προσοχή τους στοιχεία για παράνομες ενέργειες του εις βάρος της καθ' ης η αίτηση, περιλαμβανομένης της είσπραξης παράνομων προμηθειών από προμηθευτές που ανέρχονταν στο ποσό του €1.000.000 ‑ €1.500.000 και ότι κατάγγειλαν το θέμα στην Αστυνομία. Του ζητήθηκε να παραδώσει το τηλέφωνο που του είχε δοθεί για σκοπούς υπηρεσίας και του παραδόθηκε επιστολή με την οποία τίθετο σε αναγκαστική άδεια. Του ζητήθηκε επίσης μέσω της επιστολής να παραδώσει προσωρινά το αυτοκίνητο και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή που του είχαν παραχωρηθεί από την καθ' ης η αίτηση, όπως και τα κλειδιά πρόσβασης στις εγκαταστάσεις της καθ' ης η αίτηση.
Ο συνήγορος του αιτητή την ίδια μέρα έστειλε επιστολή προς τον δικηγόρο της καθ' ης η αίτηση αναφέροντας ότι ο πελάτης του (αιτητής/εφεσείοντας) αρνείτο κατηγορηματικά την εμπλοκή του σε οποιαδήποτε πειθαρχική ή αξιόποινη πράξη, ότι πάντοτε ενεργούσε προς το συμφέρον της καθ' ης η αίτηση και ουδόλως αντιλαμβανόταν για ποια ποινικά αδικήματα καταγγέλθηκε στην Αστυνομία.
Στις 28.9.2012 ο αιτητής κλήθηκε από τον Οικονομικό Διευθυντή της καθ' ης η αίτηση σε αυθημερόν συνάντηση στα γραφεία της καθ' ης η αίτηση, όπου ο αιτητής εξέφρασε αδυναμία να παρευρεθεί λόγω απουσίας του δικηγόρου του.
Στις 2.10.2012 ο δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση απέστειλε επιστολή προς τον τότε δικηγόρο του αιτητή, με την οποία τον ενημέρωνε ότι η εσωτερική έρευνα της καθ' ης η αίτηση είχε καταδείξει ότι ο ίδιος είχε υποπέσει σε σοβαρά πειθαρχικά και ποινικά αδικήματα και σε σοβαρές παραβιάσεις των κανονισμών εργοδότησης του και του ζητούσε να τον ενημερώσει κατά πόσο μπορεί να παραστεί σε συνάντηση στις 4.10.2012 για να τοποθετηθεί επί των ευρημάτων της έρευνας.
Στις 3.10.2012, ο δικηγόρος του αιτητή ενημέρωσε την καθ' ης η αίτηση ότι ο πελάτης του αγνοούσε παντελώς τις κατηγορίες και παραβάσεις στις οποίες γινόταν αναφορά και ζητούσε όπως τα γεγονότα για τα οποία κατηγορείτο τεθούν γραπτώς για να έχει την ευκαιρία (ο πελάτης του) να τοποθετηθεί επ' αυτών. Υπενθυμιστική επιστολή με το ίδιο περιεχόμενο απέστειλε και την επόμενη μέρα 4.10.2012.
Στις 4.10.2012 σε συνάντηση που έγινε στα γραφεία των δικηγόρων της καθ' ης η αίτηση στην παρουσία του δικηγόρου της καθ' ης η αίτηση, του τότε δικηγόρου του αιτητή, του ιδίου του αιτητή και εκπροσώπων της καθ' ης η αίτηση, παραδόθηκε στον αιτητή επιστολή απόλυσης ημερομηνίας 28.9.2012. Το περιεχόμενο της επιστολής έχει ως ακολούθως:
«28 Σεπτεμβρίου, 2012
Κύριον
Α.Ε. Λευκωσία
Κύριε Ε.,
Σε συνέχεια της επιστολής της εταιρείας ημερομηνίας 17.9.2012 με την οποίαν είχατε τεθεί σε αναγκαστική άδεια, επιβεβαιώνουμε εγγράφως όσα σας έχουν αναφερθεί σήμερα το πρωί, δηλαδή ότι η έρευνα της εταιρείας έχει καταδείξει ότι έχετε υποπέσει σε σοβαρότατα παραπτώματα και/ή ποινικά αδικήματα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων σας και την συνεργασία σας με προμηθευτές υπηρεσιών προς την εταιρεία τα οποία, μεταξύ άλλων, έχουν προκαλέσει τεράστια οικονομική ζημιά στην εταιρεία. Επίσης, έχετε υποπέσει σε πειθαρχικά παραπτώματα στον χώρο της εργασίας σας και παραβάσεις των κανονισμών λειτουργίας της εταιρείας που είναι μέρος των όρων απασχόλησης σας. Τα πιο πάνω σας εξηγήθηκαν στην σημερινή συνάντηση με σκοπό τον σχολιασμό τους από εσάς γι' αυτό και δεν επαναλαμβάνονται στην παρούσα.
Δυστυχώς δεν έχετε παράσχει ικανοποιητικές και/ή οποιεσδήποτε εξηγήσεις.
Η εταιρεία, αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που προέκυψαν από τις έρευνες της δεν έχει άλλη επιλογή από τον άμεσο τερματισμό των υπηρεσιών σας.
Συνεπώς, με την παρούσα, η εργοδότηση σας τερματίζεται με άμεση ισχύ.
Οποιαδήποτε εκ του νόμου ωφελήματα σας θα σας καταβληθούν.
Η εταιρεία επιφυλάσσει πλήρως όλα της τα νόμιμα δικαιώματα για τις ζημιές και την απώλεια που οι πράξεις σας έχουν προκαλέσει σ' αυτήν και τις οποίες θα διεκδικήσει δικαστικά.
Γ.Α.
Εκτελεστικός Πρόεδρος»
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του αναφέρει την κατάθεση του μάρτυρα για την καθ' ης η αίτηση που κατέθεσε ενώπιόν του, η οποία συνοπτικά ήταν ότι η καθ' ης η αίτηση έλαβε πληροφορία από πελάτη της ότι ο αιτητής λάμβανε μίζες για σειρά ετών από τον συνέταιρο της ύψους €800.000 ‑ €1.000.000. Τούτο έγινε στις 13.9.2012 και στις 16.9.2012 διεξήχθη έρευνα στο γραφείο του αιτητή από το κλιμάκιο της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου μετά από οδηγίες του Προέδρου του Ομίλου, όπου λήφθηκαν αντικείμενα και στοιχεία. Μεσολάβησαν τα γεγονότα των 16.9.2012, 28.9.2012 και τέλος 4.10.2012 όπου δόθηκε στον αιτητή η επιστολή απόλυσης ημερομηνίας 28.9.2012, επιταγές για τα δεδουλευμένα του μέχρι την 4.10.2012, πλην του Ταμείου Προνοίας, όπως και τα προσωπικά του αντικείμενα. Αναφέρει επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι λόγοι απόλυσης όπως αναφέρονται στην εν λόγω επιστολή προέκυψαν μετά από έρευνα που προέβη το Τμήμα Εσωτερικού Ελέγχου της καθ' ης η αίτηση μετά από σχετική καταγγελία συνεργάτη τους, ότι η έρευνα περιέλαβε τον λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εργασίας του αιτητή, ότι από την έρευνα προέκυψαν και πρόσθετα στοιχεία πέραν της καταγγελίας που αφορούσαν αλληλογραφία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ του αιτητή και συνεργατών της καθ' ης η αίτηση στους οποίους προωθούσε εμπιστευτικές εσωτερικές πληροφορίες και αλληλογραφία της καθ' ης η αίτηση ή στελεχών αυτής, όπως επίσης και επανειλημμένη αποστολή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου άσεμνου και αισχρού υλικού, τόσο εντός όσο και εκτός της εταιρείας. Επίσης, ότι από την έρευνα στον λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου εργασίας του αιτητή και των μηνυμάτων που υπήρχαν στους servers της εταιρείας, ανακαλύφθηκαν e‑mail τα οποία σαφώς καταδεικνύουν ότι ο αιτητής απέστελλε εμπιστευτικές πληροφορίες της εταιρείας και άλλων προσώπων για να προσδώσει στους αποδέκτες ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις δοσοληψίες τους με την καθ' ης η αίτηση. Επίσης προέβηκαν σε σύγκριση τιμολογίων υπεργολάβων πελατών τους προς την καθ' ης η αίτηση και διαπίστωσαν τεράστιες υπερχρεώσεις, έγινε έλεγχος δείγματος τιμολογίων που εγκρίνονταν από τον αιτητή, όπου διαφάνηκε ότι χρεώνονταν υψηλότερες τιμές με την έγκριση του αιτητή, εξηγώντας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου πώς κατέληξαν σε αυτά τα συμπεράσματα τους.
Ο αιτητής κατά την ακροαματική διαδικασία ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην πρώτη συνάντηση που είχε στις 17.9.2012 με στελέχη της καθ' ης η αίτηση, με έκπληξη διαπίστωσε ότι απούσα ήταν η άμεση προϊσταμένη του, παρέδωσε το τηλέφωνο του χωρίς δεύτερη σκέψη μετά που αυτό του ζητήθηκε με επιθετικό τρόπο και στην προσπάθεια του να μιλήσει βρήκε «ώτα μη ακουόντων». Μετά που του παραδόθηκε η επιστολή ημερομηνίας 17.9.2012 και χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να εξηγήσει οτιδήποτε, οι λειτουργοί του εσωτερικού ελέγχου της καθ' ης η αίτηση τον συνόδευσαν μέχρι το γραφείο του όπου του ζήτησαν να μαζέψει όλα τα προσωπικά του αντικείμενα, κάτι που έπραξε στην παρουσία και υπό τον έλεγχο τους. Ήταν η θέση του ότι ουδέποτε πριν την έναρξη των δικαστικών διαδικασιών έλαβε γνώση του περιεχόμενου της δήθεν μαρτυρίας εναντίον του, ουδέποτε του δόθηκε η ευκαιρία να τοποθετηθεί πριν να τεθεί σε διαθεσιμότητα, και η επιστολή απόλυσης ημερομηνίας 28.9.2012 που του παραδόθηκε στις 4.10.2012 καταδεικνύει, κατά τον ίδιο, με εμφαντικό τρόπο το ειλημμένο της απόφασης.
Ανάφερε επίσης ότι οι δύο επιστολές του δικηγόρου του προς τον δικηγόρο της καθ' ης η αίτηση ημερ.3.10.2012 και 4.10.2012, με τις οποίες ζητούσε όπως τα γεγονότα και τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείτο τεθούν συγκεκριμένα και γραπτώς για να μπορεί να τοποθετηθεί επί αυτών, ουδέποτε απαντήθηκαν και έδωσε τις δικές του εξηγήσεις για τα θέματα για τα οποία κατηγορείτο.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προβλήθηκε η βασική θέση του αιτητή ότι η καθ' ης η αίτηση προχώρησε σε τερματισμό της απασχόλησης του χωρίς προηγουμένως να του γνωστοποιήσει τους λόγους επί των οποίων στήριξε την απόφαση της και να του δώσει το δικαίωμα να ακουστεί και ότι επρόκειτο για ειλημμένη απόφαση, καθώς κατά τη συνάντηση που είχε ο αιτητής με διευθυντικά στελέχη της καθ' ης η αίτηση στις 17.9.2012, δεν τέθηκαν ενώπιόν του συγκεκριμένα στοιχεία για να απαντήσει, ενώ τέθηκε σε αναγκαστική άδεια του ζητήθηκε να πάρει όλα τα προσωπικά του αντικείμενα από το γραφείο του και εισηγήθηκε επίσης ότι οι ισχυρισμοί περί των παραπτωμάτων του έμειναν μετέωροι και έωλοι, καθώς δεν κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου το πρόσωπο που υποτίθεται κατάγγειλε τα γεγονότα και δεν είχε έτσι την ευκαιρία η πλευρά του να αντεξετάσει τον μάρτυρα της καθ' ης η αίτηση. Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι ισχυρισμοί περί κυκλοφορίας άσεμνου υλικού είναι αβάσιμοι και ότι η καθ' ης η αίτηση δεν αντιμετώπισε με τον ίδιο τρόπο άλλους υπαλλήλους της που υποτίθεται πως συμμετείχαν και αυτοί στην κατ' ισχυρισμό κυκλοφορία.
Αναφορικά με το θέμα διαρροής πληροφοριών που αφορούν συνεργάτες της καθ' ης η αίτηση, υποστήριξε ότι η καθ' ης η αίτηση συνεχίζει τη συνεργασία της με αυτούς, άρα δεν υπήρχε καμία ζημιά.
Ο συνήγορος της καθ' ης η αίτηση εισηγήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι θα έπρεπε να κρίνει τις ενέργειες και τη συμπεριφορά του αιτητή υπό το πρίσμα της υψηλής ευθύνης που έφερε ως Διευθυντής Marketing, εισηγήθηκε ότι ο αιτητής με τις ενέργειες του προκάλεσε μεγάλη οικονομική ζημιά στην καθ' ης η αίτηση με την επιλογή του να συνεργάζεται με πρόσωπα από τα οποία είχε οικονομικό όφελος και να μην ακολουθεί την κοινή εμπορική τακτική πρόσκλησης προσφορών, ότι παραβίασε το καθήκον εχεμύθειας και το κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ του και της καθ' ης η αίτηση στέλνοντας παράνομα εμπιστευτικές πληροφορίες και αλληλογραφία της καθ' ης η αίτηση σε επιλεγμένους φίλους και συνεργάτες του και έστελλε άσεμνο φωτογραφικό υλικό εντός και εκτός της εταιρείας κατά παράβαση του Κώδικα Επιχειρηματικής Συμπεριφοράς, που αποτελεί μέρος του εγχειριδίου προσωπικού, και/ή βιντεοσκόπησε άσεμνα συνεργάτιδα της εταιρείας χωρίς τη συγκατάθεση της, συμπεριφορά ιδιαίτερα σοβαρή και ανεπίτρεπτη για ένα διευθυντικό στέλεχος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε θετικά τον μάρτυρα της καθ' ης η αίτηση, αναφέροντας ότι η αποστολή εμπιστευτικών πληροφοριών, από τον αιτητή σε τρίτα πρόσωπα μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της εργασίας του ανταποκρίνεται πλήρως προς την αλήθεια με βάση το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Αντίθετα, θεώρησε τη δικαιολογία που προέβαλε ο αιτητής (σημειώνουμε ότι η αποστολή των μηνυμάτων δεν είχε αμφισβητηθεί από αυτόν, απλά ισχυρίστηκε ότι αποτελούσε πάγια τακτική της καθ' ης η αίτηση η παροχή πληροφοριών σε συνεργάτες της μέσα στα πλαίσια εξάσκησης πίεσης και/ή παροχής πληροφοριών, ένθεν και ένθεν για εξασφάλιση κέρδους), ως μη ανταποκρινόμενη στην αλήθεια.
Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε ότι παρέμεινε αδιαμφισβήτητη η θέση του μάρτυρα της καθ' ης η αίτηση και για την κυκλοφορία άσεμνου υλικού (θέση του αιτητή ήταν ότι δεν γινόταν μαζικά, αλλά μεταξύ συγκεκριμένων ατόμων που εργάζονταν στην υπηρεσία του Ομίλου της καθ' ης η αίτηση), ενώ αναφορικά με τη βιντεοσκόπηση εξωτερικής συνεργάτιδας της καθ' ης η αίτηση, η θέση του αιτητή ήταν ότι δεν θυμόταν εκείνο το βίντεο. Επίσης, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει, προφανώς στη συνάντηση ημερ.17.9.2012 δεν υπήρξε αναφορά για κυκλοφορία άσεμνου υλικού ή για εμπιστευτικές πληροφορίες που ανευρέθηκαν στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του αιτητή, γιατί αυτές προέκυψαν μετά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραθέτει εκτεταμένα τον σχετικό νόμο και τη νομολογία, κλήθηκε να αντιμετωπίσει το ερώτημα κατά πόσο με το μέτρο του λογικού εργοδότη η καθ' ης η αίτηση στοιχειοθέτησε σε λογικές αιτίες την πεποίθηση της ότι ο αιτητής υπήρξε ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς και/ή σοβαρού παραπτώματος και/ή αδικήματος ή υπέπεσε σε σοβαρή παράβαση ή παραγνώριση κανόνων της εργασίας του ή/και του καθήκοντος του σε σχέση με την απασχόληση του και/ή επέδειξε συμπεριφορά ασυμβίβαστη με το επίπεδο εμπιστοσύνης που πρέπει να καλλιεργείται στις σχέσεις εργοδότη και εργοδοτούμενου. Επίσης έπρεπε να απαντήσει το ερώτημα κατά πόσο η διερεύνηση του ζητήματος από την καθ' ης η αίτηση ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη, τονίζοντας ότι το κριτήριο είναι αντικειμενικό και σε καμία περίπτωση δεν εξαρτάται από την υποκειμενική κρίση του εργοδότη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι:
«...ο Αιτητής, εκμεταλλευόμενος την υπεύθυνη θέση εργασίας που κατείχε και τα διευθυντικά καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί, εν αγνοία των Εργοδοτών του απέστελλε εμπιστευτικές πληροφορίες της Εταιρείας και αλληλογραφία από συνεργάτες ή εν δυνάμει συνεργάτες, σε άτομα τα οποία ο ίδιος επέλεγε ή με τα οποία συνδεόταν φιλικά, με σκοπό να προσδώσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στις δοσοληψίες τους με την Εταιρεία, θέτοντας με τον τρόπο αυτό σε κίνδυνο τα συμφέροντα της Εταιρείας, την εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία της, που ως δημόσια Εταιρεία οφείλει να διατηρεί και να καλλιεργεί στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δράσης με τρίτα πρόσωπα ή συνεργάτες. Η θέση του Αιτητή ότι αποτελούσε πάγια τακτική της Εταιρείας η παροχή πληροφοριών σε συνεργάτες της, μέσα στα πλαίσια εξάσκησης πίεσης και ή παροχής πληροφοριών ένθεν και ένθεν για εξασφάλιση κέρδους, όχι μόνο δεν ακούγεται λογική από το Δικαστήριο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αλλά τείνει εισέτι να καταδείξει τη μη συνειδητοποίηση ή τον υποβιβασμό της σοβαρότητας των εν λόγω πράξεων από τον Αιτητή ή την έλλειψη εκτίμησης της σοβαρότητάς μιας κατάστασης που θα οδηγούσε σε αρνητικά αποτελέσματα για την Εταιρεία. Υπενθυμίζεται ότι η φύση των καθηκόντων του Αιτητή ως Διευθυντή Marketing της Εταιρείας ήταν τέτοια ώστε να αναφέρεται σε ένα τομέα εμπιστοσύνης όπου απαιτείται σωστή προσέγγιση και ιδιαίτερα καλή συνεργασία με συνεργάτες. Ο Αιτητής όφειλε να ενεργεί καλόπιστα, να μην επωφελείται από τη θέση εμπιστοσύνης που του ανάθεσε η Εταιρεία, να μη τοποθετεί τον εαυτό του σε θέση όπου το καθήκον του συγκρούεται με τα προσωπικά του συμφέροντα και να μην ενεργεί για το δικό του συμφέρον ή τον συμφέρον τρίτων.
Περαιτέρω η αποστολή άσεμνου και αισχρού υλικού μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, δεν αποτελεί απλώς αντιεπαγγελματική και ή ανάρμοστη συμπεριφορά από ένα διευθυντικό στέλεχος της Εταιρείας, αλλά συγχρόνως αντιβαίνει των ρητών εσωτερικών κανονισμών της Εταιρείας και συγκεκριμένα του άρθρου 18 του Κώδικα Επιχειρηματικής συμπεριφοράς που αποτελεί μέρος του εγχειριδίου προσωπικού (staff manual) της Εταιρείας (Τεκ.11), όπου ρητά αναφέρει ότι:
i. Η αποστολή εντός αλλά και εκτός της Εταιρείας αισχρού, ανήθικου, αποτρόπαιου, πορνογραφικού, προκλητικού και προσβλητικού περιεχομένου μηνύματος απαγορεύεται αυστηρά.
...............................................
Επιπλέον η Εταιρεία θεωρεί ότι τέτοιου είδους πράξεις αποτελούν λόγο τερματισμού εργοδότησης.
Μπορεί η Εργοδότρια Εταιρεία να μην προχώρησε στην απόλυση και άλλων ατόμων με τα οποία ο Αιτητής αντάλλασε τα εν λόγω ηλεκτρονικά μηνύματα, εν τούτοις η αποστολή των εν λόγω μηνυμάτων από ένα διευθυντικό στέλεχος που όφειλε να επιδεικνύει την πρέπουσα επαγγελματικής συμπεριφορά και να αποτελεί υπόδειγμα για το υπόλοιπο προσωπικό της Εταιρείας, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα. Έτι σοβαρότερη η βιντεοσκόπηση που προέβη ο Αιτητής, του κάτω μέρους του σώματος εξωτερικής συνεργάτιδας, σε συνάντηση που είχε μαζί της και εν αγνοία της, η οποία επίσης αποτελεί ανάρμοστη και ανεπίτρεπτη συμπεριφορά που ήθελε εκθέσει την ίδια την Εταιρεία και το κάλο όνομα της προς τα έξω, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται και το αξιόποινο μιας τέτοιας συμπεριφοράς.
Θέτοντας λοιπόν τα γεγονότα της υπόθεσης υπό το φως των πιο πάνω αρχών, θα πρέπει να πούμε ότι η εν γένει συμπεριφορά του Αιτητή δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστεί απαράδεκτη. Μη εκτιμώντας τη σοβαρότητα της όλης κατάστασης και επιδεικνύοντας μια κακόπιστη συμπεριφορά, κατ' αντικειμενική εκτίμηση, ο Αιτητής κλόνισε την εμπιστοσύνη των Εργοδοτών στο πρόσωπο του σε τέτοιο βαθμό, που δεν αναμενόταν πλέον η συνέχιση της εργασιακής σχέσης μαζί του. Υπό το πρίσμα αυτών των δεδομένων η Εργοδότρια Εταιρεία δεν είχε άλλη επιλογή από το να τερματίσει άμεσα την απασχόληση του.
Τονίζουμε ότι το δικαίωμα για απόλυση του Αιτητή, η Εργοδότρια Εταιρεία άσκησε εντός ευλόγου χρόνου από τη μέρα που περιήλθαν σε γνώση της τα πιο γεγονότα, συμμορφούμενη με την επιφύλαξη του άρθρου 5(ε) του Νόμου.»
Αναφορικά με την εισήγηση του συνηγόρου του αιτητή ότι η καθ' ης η αίτηση αποστέρησε από τον αιτητή το δικαίωμα ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε τα ακολούθα:
«Η εισήγηση ωστόσο του ευπαίδευτου συνηγόρου για τον Αιτητή, όπως την εκθέτουμε ανωτέρω, είναι ότι η Εργοδότρια Εταιρεία στέρησε από τον Αιτητή το δικαίωμα ακρόασης. Είναι φανερό από τα γεγονότα της υπόθεσης στα οποία έχουμε καταλήξει, ότι ο Αιτητής στις 17.9.2012 κλήθηκε σε συνάντηση παρουσία του Προέδρου του Ομίλου κ. Ν. Σ. Και άλλων εκτελεστικών συμβούλων όπου μετά από συζήτηση του δόθηκε επιστολή (Τεκ.5) με την οποία τίθετο σε αναγκαστική άδεια για σκοπούς έρευνας για ενδεχόμενη διάπραξη πειθαρχικών ή ποινικών αδικημάτων. Στις 28.9.2012 ο Αιτητής κλήθηκε από τον Οικονομικό Διευθυντή της Εταιρείας σε αυθημερόν συνάντηση στα γραφεία της Εταιρεία, όπου εξέφρασε αδυναμία να παρευρεθεί λόγω απουσίας του δικηγόρου του. Ακολούθησε επιστολή του δικηγόρου της Εταιρείας προς τον δικηγόρο του Αιτητή (Τεκ.9) με την οποία τον ενημέρωνε, σε γενικές γραμμές, για το αποτέλεσμα της έρευνας και του ζητούσε όπως τον ενημερώσει κατά πόσο ο Αιτητής μπορούσε να παραστεί εάν επιθυμούσε, σε συνάντηση στις 4.10.2012 για να τοποθετηθεί επί των ευρημάτων της έρευνας. Με δύο απαντητικές επιστολές που ακολούθησαν (Τεκ.28 και Τεκ.29) ο δικηγόρος του Αιτητής αναφέρθηκε σε παντελή άγνοια του πελάτη του για τις καταλογιζόμενες σ' αυτόν κατηγορίες και παραβάσεις και ζητούσε όπως τα γεγονότα και αδικήματα για τα οποία κατηγορείτο τίθεντο γραπτώς, ώστε να είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί επ' αυτών. Το αίτημα του Αιτητή, δεν έγινε αποδεκτό από την Εταιρεία. Στη συνάντηση που ακολούθησε, στις 4.10.2012, ο Αιτητής μέσω του δικηγόρου του κατέστησε ξεκάθαρη τη θέση του ότι δεν επρόκειτο να πει οτιδήποτε σε περίπτωση που δεν του δίδονταν γραπτώς, με επακόλουθο να του παραδοθεί η επιστολή απόλυσης ημερ. 28.9.2012 (Τεκ.10).
Για όλα τα πιο πάνω δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Αιτητής στερήθηκε του δικαιώματος να ακουστεί. Η μόνη υποχρέωση που είχε η Εταιρεία έναντι του Αιτητή, όπως προκύπτει από την υπόθεση Κακοφεγγίτου (ανωτέρω), ήταν να διερευνήσει την καταγγελία μέσα σε εύλογο χρόνο ακολουθώντας μια λογική διαδικασία και, πριν καταλήξει σε απόφαση τερματισμού της απασχόλησης του, να του δώσει την ευκαιρία να προβάλει τη δική του θέση. Την υποχρέωση αυτή η Εταιρεία την εκπλήρωσε στο ακέραιο, με το να καλέσει τον Αιτητή σε συνάντηση για να ακούσει τη δική του εκδοχή επί των ευρημάτων της. Δεν αναμένετο ότι η Εταιρεία θα προχωρούσε σε διαδικασία ως εάν επρόκειτο περί πειθαρχικής διαδικασίας. Η διαδικασία που όφειλε να ακολουθήσει εναπόκειτο στη δική της κρίση και πρακτική. Το γεγονός ότι ο Αιτητής, ενώ παρευρέθη στη συνάντηση προτίμησε να μην δώσει καμία απάντηση, καθιστώντας ξεκάθαρη τη θέση του μέσω του συνηγόρου του, ότι δεν επρόκειτο να πει οτιδήποτε εκτός εάν τα γεγονότα και οι κατηγορίες του δίνονταν γραπτώς, δεν μπορεί να θέσει την Εταιρεία σε δυσμενέστερη θέση. Αντίθετα, σε μια τέτοια περίπτωση, η αποτυχία του εργοδοτούμενου να προβάλει την άποψη του ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί εναντίον του, καθώς ο εργοδότης θα στηριχθεί αποκλειστικά στα υπόλοιπα ενώπιον του στοιχεία που προέκυψαν μέσα από την έρευνα την οποία διεξήγε (Harris v. Courage (Eastern) Ltd [1981] IRLR 153). Επομένως το παράπονο του Αιτητή ότι δεν του δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.»
Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το παράπονο του αιτητή ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του ήταν αποτέλεσμα προειλημμένης απόφασης σημειώνοντας τα ακολούθα:
«Παραπονείται εισέτι ο Αιτητής ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του ήταν το αποτέλεσμα ειλημμένης απόφασης καθώς η επιστολή απόλυσης που του δόθηκε στις 4.10.2012 έφερε ημερομηνία 28.9.2012. Η επιστολή αυτή ωστόσο, έστω και προχρονολογημένη ετοιμάστηκε και δόθηκε στον Αιτητή αφού επιβεβαιώθηκε και στη συνάντηση η θέση του συνηγόρου του ότι δεν επρόκειτο να τοποθετηθεί ο πελάτης του εάν δεν του δίνονταν γραπτώς τα στοιχεία. Επομένως η μη τοποθέτηση του Αιτητή δεν επέφερε καμία αλλαγή επί των αρχικών ευρημάτων της Εταιρεία για να θεωρηθεί ότι η απόφαση ήταν ειλημμένη και ότι δεν λήφθηκε υπόψη τυχόν τοποθέτηση του Αιτητή.
Για όλα τα πιο πάνω, ομόφωνα καταλήγουμε ότι η Εργοδότρια Εταιρεία, με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, ενέργησε υπό τις περιστάσεις ως λογικός εργοδότης και ότι νόμιμα τερμάτισε την απασχόληση του Αιτητή, ικανοποιώντας έτσι τους όρους του άρθρου 5 (ε) και (στ) του Νόμου. »
Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση του αιτητή για αποζημιώσεις λόγω παράνομου και παράτυπου τερματισμού της απασχόλησης του, ενώ τον δικαίωσε και εξέδωσε απόφαση υπέρ του και εναντίον της καθ' ης η αίτηση για την αξίωση του για φιλοδώρημα που ισούται με μισθούς δύο μηνών, επιδικάζοντας υπέρ του το ποσό των €8.210 με νόμιμο τόκο από 28.2.2013 μέχρι εξόφλησης, πλέον €2.500 ως δικηγορικά έξοδα με νόμιμο τόκο από 28.2.2013 μέχρι τελικής εξόφλησης πλέον ΦΠΑ επί των εξόδων.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν άφησε ικανοποιημένο τον αιτητή, o οποίος καταχώρισε έφεση προσβάλλοντας την πρωτόδικη απόφαση με δύο λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά τη λανθασμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πάντοτε σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτητή‑εφεσείοντα, ότι τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 του περί της Σύμβασης περί του Τερματισμού της Απασχόλησης (Κυρωτικού) Νόμου του 1985 (Ν.45/85) αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθείται πριν ή κατά τον τερματισμό απασχόλησης του εργοδοτούμενου. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, o οποίος είναι αλληλένδετος με τον πρώτο, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψη επιπρόσθετα γεγονότα πέραν από αυτά που ήταν γνωστά στην καθ' ης η αίτηση‑εφεσίβλητη κατά τον χρόνο απόλυσης του.
Σημειώνουμε ότι αρχικά η καθ' ης η αίτηση‑εφεσίβλητη είχε καταχωρίσει αντέφεση με μοναδικό λόγο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ή/και αποφάσισε ότι το φιλοδώρημα το οποίο κατέβαλλε η καθ' ης η αίτηση‑εφεσίβλητη στον αιτητή‑εφεσείοντα, αποτελούσε μέρος των μισθολογικών του απολαβών και ότι αυτό «εμπίπτει στην έννοια του όρου ημερομίσθιο... που αντιστοιχεί με δύο μηνών μισθούς», ήτοι το ποσό των €8.210, το οποίο και επιδίκασε υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ' ης η αίτηση.
Η αντέφεση της καθ' ης η αίτηση απεσύρθη από την εφεσίβλητη στο στάδιο της ακρόασης της έφεσης.
Προτού ασχοληθούμε με την εξέταση των λόγων έφεσης, κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε το νομικό πλαίσιο που διέπει τη διαδικασία έφεσης κατά απόφασης Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών όπως έχει πρόσφατα τεθεί από το Εφετείο στην απόφαση VOUROS HEALTHCARE LTD v. ΒΑΣΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ, Πολ. Έφ. Αρ. 196/18, ημερ.20.5.2024. Συγκεκριμένα έχει λεχθεί ότι:
«Εν πρώτοις θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με το Άρθρο 12 (11Α) του περί Ετήσιων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου Ν8/1967, οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών υπόκειται σε έφεση βάσει οποιουδήποτε λόγου που συνεπάγεται νομικό σημείο μόνο. Όπως λέχθηκε στην Spinneys Cyprus Ltd v Χρίστου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1883 λόγοι έφεσης που στόχο έχουν την ανατροπή των γεγονότων και των επ' αυτών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης εργοδοτούμενου δεν θα πρέπει να εξετάζονται, ακριβώς λόγω του πιο πάνω περιορισμού του δικαιώματος έφεσης σε νομικά σημεία μόνο. (βλ. και In re HjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1 Α.Α.Δ. 980). Όπως δε λέχθηκε στην Αντέννα ν Κωνσταντίνου (2010) 1 Α.Α.Δ. 392 λόγος έφεσης που στρέφεται κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα που περιβάλλουν τον τερματισμό της απασχόλησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου, όπως ούτε μπορεί Λόγος Έφεσης να θεωρηθεί ότι είναι επί νομικού σημείου όταν η αιτιολογία που παρέχεται προς υποστήριξη αυτού απολήγει σε αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου αναφορικά με τις περιβάλλουσες τον τερματισμό συνθήκες.
Πιο πρόσφατα, με τις αποφάσεις στις Kallinika Developments Limited ν Γεωργίου, Πολ. Εφ. 383/14 ημερ. 12.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A451, Πολλύς Γρηγορίου Λτδ ν Μιχαήλ Κονναφή, Πολ. Εφ. 321/12 ημερ. 25.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A44, Terra Santa College v Παπαπαρασκευά κ.α., Πολ. Εφ. 93/13 ημερ. 21.12.2020 και Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή Κύκκου ν Μιχάλη Κτίστη, Πολ. Εφ. 384/18 ημερ. 30.11.2023 διασαφηνίστηκε ότι δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου επί της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Εργατικό Δικαστήριο είναι επιτρεπτή μόνο όπου η αξιολόγηση είναι προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης. Όπως αναφέρεται στην Terra Santa College (πιο πάνω):
«Το τι συνθέτει νομικό σημείο, δεν είναι πάντα εύκολο να οριστεί και να προσδιοριστεί. Κατά τη νομολογία δεν φαίνεται να εντάσσονται στον όρο νομικό σημείο δικαστικά ευρήματα πρωτογενών γεγονότων (Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν Γεωργίου (2003) 1 (Β) ΑΑΔ 980, 983), σε αντίθεση με τα δικαστικά συμπεράσματα που βασίζονται επί των ευρημάτων αυτών (In Re HadjiCostas (1984) 1 CLR 513, 519). Ως εξάγεται και από την Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν Παπαχριστοδούλου (2006) 1(Α) ΑΑΔ 625, 629, δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός του όρου νομικό σημείο. Ωστόσο, ο περί ου ο λόγος όρος εμφανίζεται να περιλαμβάνει, εφαρμογή του νόμου σε αναντίλεκτα γεγονότα, ερμηνεία και οριοθέτηση του νομοθετικού σκοπού, λανθασμένη άσκηση δικαστικής διακριτικής ευχέρειας ή διακριτικής εξουσίας με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία, συμπεράσματα που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία αλλά και η άποψη του Δικαστηρίου επί πρωτογενών γεγονότων που δεν μπορεί ευλόγως να υποστηριχθεί. Κατ' ακολουθίαν, είναι σημαντικό να κατορθώνεται στην κάθε περίπτωση η διαφοροποίηση μεταξύ δικαστικού ευρήματος και δικαστικού συμπεράσματος, με το πεδίο πάντως να μην προσφέρεται για δογματικές προσεγγίσεις (βλ. γενικώς, Πολύβιος Γ. Πολυβίου, Το Εργατικό Δίκαιο της Κύπρου: Θεωρία και Πράξη, 2018, σελ. 780-785)».
Στο σημείο αυτό τονίζουμε ότι στην αιτιολογία που συνοδεύει Λόγους Έφεσης αφορώντες στην αξιολόγηση θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται σε ποιο σημείο η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτέλεσε προϊόν εσφαλμένης νομικής καθοδήγησης, με παραπομπή στην νομική αρχή που κατ' ισχυρισμό παρερμηνεύθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό ως απόρροια του ότι δεν πρέπει συγκαλυμμένα να προβάλλονται Λόγοι Έφεσης που αποσκοπούν ουσιαστικά στην προσβολή της αξιολόγησης και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου κάτι που δεν επιτρέπεται σύμφωνα με τις πιο πάνω νομοθετικές διατάξεις και νομολογία.»
Είναι βασική θέση του αιτητή‑εφεσείοντα μέσα από το εμπεριστατωμένο περίγραμμα αγόρευσης που καταχώρισαν οι δικηγόροι του, αλλά και κατά την αγόρευση τους στο στάδιο ακρόασης της έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει σωστά τα γεγονότα που οδήγησαν στη συνεδρία ημερομηνίας 17.9.2012 και στην ειλημμένη απόφαση για τερματισμό των υπηρεσιών του εφεσείοντα, η οποία βασίστηκε σε μία ψευδή καταγγελία που μέχρι και σήμερα δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Είναι ειδικά η θέση των συνηγόρων του αιτητή‑εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να περιοριστεί στα γεγονότα που έλαβαν χώρα μέχρι και τις 17.09.2012 και όχι να βασιστεί στα όσα παρουσίασε η καθ' ης η αίτηση‑εφεσίβλητη για να δικαιολογήσει την απόλυση του εφεσείοντα.
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδουν οι συνήγοροι του εφεσείοντα στο γεγονός ότι στην επιστολή απόλυσης ημερ.28.9.2012 που παραδόθηκε στον εφεσείοντα στις 4.10.2012, δεν γίνεται καμία συγκεκριμένα αναφορά ως προς τα ποια είναι τα υποτιθέμενα πειθαρχικά και/ή ποινικά αδικήματα που διερευνώνται εναντίον του. Επίσης, υπογραμμίζουν ότι υπήρξε καταγγελία στις Αστυνομικές Αρχές από την εφεσίβλητη για ισχυριζόμενη διάπραξη ποινικών αδικημάτων στις 17.9.2012 και είναι παραδεχτό γεγονός ότι καμία ποινική υπόθεση δεν καταχωρήθηκε εναντίον του εφεσείοντα για τα υποτιθέμενα ποινικά αδικήματα και ότι ο εφεσείοντας ούτε καν κλήθηκε στην Αστυνομία για να δώσει κατάθεση για τα κατ' ισχυρισμό διαπραχθέντα υπ' αυτού ποινικά αδικήματα.
Θέση τους είναι ότι πρόκειται για ειλημμένη απόφαση, εξ' ου και οι υπάλληλοι της καθ' ης η αίτηση πήγαν στη συνάντηση 4.10.2012 παραδίδοντας του επιστολή προγενέστερης ημερομηνίας ενώ αποδείχθηκε, όπως αποδέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η πλευρά της εφεσίβλητης πήγε στη συνάντηση με πρόθεση να παρουσιάσουν τα ευρήματα τους και να λάβουν τη θέση του αιτητή‑εφεσείοντα, εξ' ου και πήγαν με 4 box files. Εν τέλει όπως έχει προκύψει, δεν υπήρξε συζήτηση επί της ουσίας καθώς η εφεσίβλητη δεν συμφώνησε με την απαίτηση του συνηγόρου του εφεσείοντα να τοποθετηθούν γραπτώς από προηγουμένως, επικαλούμενη εσωτερική πρακτική που ακολουθεί για τους υπαλλήλους της.
Οι λόγοι που δικαιολογούν την απόλυση εργοδοτούμενου και κατ' επέκταση απαλλάσσουν τον εργοδότη από την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης όπως έγινε στην παρούσα περίπτωση, αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 5 του νόμου, ειδικότερα στα εδάφια (ε) και (στ) του εν λόγω άρθρου όπου προνοούνται τα ακολούθα:
«5. Τερματισμός απασχολήσεως δι' οιονδήποτε των ακολούθων λόγων δεν παρέχει δικαίωμα εις αποζημίωσίν:
(α)................................................................................................................
(β).................................................................................................................
(γ).................................................................................................................
(δ).................................................................................................................
(ε) Όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως.
Νοείται ότι όταν ο εργοδότης δεν ασκεί το δικαίωμα του προς απόλυσιν εντός λογικού χρονικού διαστήματος από του γεγονότος το οποίον του παρέσχε το δικαίωμα τούτο, θεωρείται ούτος ως εγκαταλείψας το δικαίωμα του να απολύση τον εργοδοτούμενον.
(στ) Άνευ επηρεασμού της γενικότητας τη αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ' όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:
(i) διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή
(ii) διάπραξιν σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του
(iii) διάπραξιν ποινικού αδικήματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει του καθήκοντος του, άνευ της ρητής ή σιωπηράς συγκαταθέσεως του εργοδότη του
(iv) απρεπής διαγωγή του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνον της εκτελέσεως των καθηκόντων του
(v) σοβαρά ή επαναλαμβανομένη παράβασις ή παραγνώρισης κανόνων της εργασίας ή άλλων κανόνων εν σχέσει προς την απασχόλησιν.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 26 μέχρι και 32 της πρωτόδικης απόφασης παραθέτει τα σχετικά άρθρα του νόμου και τη νομολογία που τα έχει ερμηνεύσει και από την οποία πρέπει να καθοδηγηθεί και να ερωτήσει κατά πόσο με το μέτρο του λογικού εργοδότη η εφεσίβλητη‑καθ' ης η αίτηση στοιχειοθετεί σε λογικές αιτίες την πεποίθηση της ότι ο αιτητής‑εφεσείοντας υπήρξε ένοχος ανάρμοστης συμπεριφοράς και/ή σοβαρού παραπτώματος και/ή αδικήματος ή υπέπεσε σε σοβαρή παράβαση ή παραγνώριση κανόνων της εργασίας του και/ή του καθήκοντος του σε σχέση με την απασχόληση του και/ή επέδειξε συμπεριφορά ασυμβίβαστη με το επίπεδο εμπιστοσύνης που πρέπει να καλλιεργείται στις σχέσεις εργοδότη και εργοδοτουμένου. Ειδικότερα, παραπέμπει στις υποθέσεις Pattikis v. Nicosia Municipal Committee (1988) 1C.L.R. 103,
Demstar Information Group Ltd v. Ανδρέα Αναστασιάδη (2008) 1Β Α.Α.Δ. 1146 και British Leyland (U.K.) Ltd v. Swing (1981) 1RLR 91 (σ.93), στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα από τον Lord Denning Μ.R.:
«Τhe correct test is this: Was it reasonable for the employers to dismiss him‽ If no reasonable employer would have dismissed him, then the dismissal was unfair. But if a reasonable employer might reasonably have dismissed him, then the dismissal was fair. It must be remembered in all these cases there is a bank of reasonableness, within which one employer might reasonable take one view: another quite reasonably take a different view».
(Σε ελεύθερη μετάφραση):
«Το ορθό κριτήριο είναι αυτό: Ήταν λογικά αναμενόμενο από τον εργοδότη να τον απολύσει; Εάν κανένας λογικός εργοδότης δεν θα τον απέλυε τότε η απόλυση είναι αδικαιολόγητη. Αλλά εάν ένα λογικός εργοδότης μπορούσε να τον απολύσει τότε η απόλυση ήταν δικαιολογημένη. Θα πρέπει πάντα να έχουμε υπόψη μας ότι σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχει μια γραμμή λογικής, στα πλαίσια της οποίας ένας εργοδότης μπορεί δικαιολογημένα να πάρει μια θέση και ένας άλλος εντελώς διαφορετική.»
Επίσης, προσθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσο η διερεύνηση του ζητήματος από την καθ' ης η αίτηση‑εφεσίβλητη ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη τονίζοντας ότι το κριτήριο είναι αντικειμενικό και σε καμία περίπτωση δεν εξαρτάται από την υποκειμενική κρίση του εργοδότη. (Galatariotis Tele/cations Ltd v. Σωτήρη Βασιλείου (2003) 1 Α.Δ.Δ. 318, Post Office v. Folley & HSBC Bank plc (formerly Midland Bank pcl) v. Madden [2001] 1 All ER 550, L. Papaphilippou & Co Ltd v. Δήμητρας Λουκά, Πολ. Έφ. 59/2010 20.6.2014, Μ. Γεωργίου ν. Columbia World Wide Movers Ltd, Πολ. Έφ. 103/2012 ημερ.7.7.2017).
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει σε σχέση με τα θέματα αυτά ως ακολούθως στις σελίδες 32 και 33 της απόφασης του:
«Από τα γεγονότα στα οποία έχουμε καταλήξει, φαίνεται ότι ο Αιτητής, εκμεταλλευόμενος την υπεύθυνη θέση εργασίας που κατείχε και τα διευθυντικά καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί, εν αγνοία των Εργοδοτών του απέστελλε εμπιστευτικές πληροφορίες της Εταιρείας και αλληλογραφία από συνεργάτες ή εν δυνάμει συνεργάτες, σε άτομα τα οποία ο ίδιος επέλεγε ή με τα οποία συνδεόταν φιλικά, με σκοπό να προσδώσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στις δοσοληψίες τους με την Εταιρεία, θέτοντας με τον τρόπο αυτό σε κίνδυνο τα συμφέροντα της Εταιρείας, την εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία της, που ως δημόσια Εταιρεία οφείλει να διατηρεί και να καλλιεργεί στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δράσης με τρίτα πρόσωπα ή συνεργάτες. Η θέση του Αιτητή ότι αποτελούσε πάγια τακτική της Εταιρείας η παροχή πληροφοριών σε συνεργάτες της, μέσα στα πλαίσια εξάσκησης πίεσης και ή παροχής πληροφοριών ένθεν και ένθεν για εξασφάλιση κέρδους, όχι μόνο δεν ακούγεται λογική από το Δικαστήριο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αλλά τείνει εισέτι να καταδείξει τη μη συνειδητοποίηση ή τον υποβιβασμό της σοβαρότητας των εν λόγω πράξεων από τον Αιτητή ή την έλλειψη εκτίμησης της σοβαρότητάς μιας κατάστασης που θα οδηγούσε σε αρνητικά αποτελέσματα για την Εταιρεία. Υπενθυμίζεται ότι η φύση των καθηκόντων του Αιτητή ως Διευθυντή Marketing της Εταιρείας ήταν τέτοια ώστε να αναφέρεται σε ένα τομέα εμπιστοσύνης όπου απαιτείται σωστή προσέγγιση και ιδιαίτερα καλή συνεργασία με συνεργάτες. Ο Αιτητής όφειλε να ενεργεί καλόπιστα, να μην επωφελείται από τη θέση εμπιστοσύνης που του ανάθεσε η Εταιρεία, να μη τοποθετεί τον εαυτό του σε θέση όπου το καθήκον του συγκρούεται με τα προσωπικά του συμφέροντα και να μην ενεργεί για το δικό του συμφέρον ή τον συμφέρον τρίτων.»
Επομένως προκύπτει σαφής κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση τα ευρήματα στα οποία έχει καταλήξει και τα οποία δεν αμφισβητούνται με τους λόγους έφεσης.
Είναι γεγονός ότι τόσο στο πιο πάνω απόσπασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και στα όσα αναφέρονται στη σελίδα 33 της απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην απoστολή από πλευράς αιτητή‑εφεσείοντα εμπιστευτικών πληροφοριών της εταιρείας και αλληλογραφία από συνεργάτες σε άτομα της δικής του επιλογής, με σκοπό να προσδώσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στις δοσοληψίες τους με την καθ' ης η αίτηση‑εφεσίβλητη όπως και στην αποστολή άσεμνου και αισχρού υλικού μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη βιντεοσκόπηση στην οποία προέβη ο αιτητής‑εφεσείων του κάτω μέρους του σώματος εξωτερικής συνεργάτιδας της καθ' ης η αίτηση‑εφεσίβλητης σε συνάντηση που είχε μαζί της και εν αγνοία της, και όχι στην αρχική υπόθεση η οποία διερευνείτο από την καθ' ης η αίτηση‑εφεσίβλητη η οποία αφορούσε, όπως του είχε αναφερθεί στις 17.9.2012, ότι η καθ' ης η αίτηση εταιρεία κατείχε στοιχεία για παράνομες ενέργειες του εις βάρος της εταιρείας, περιλαμβανομένης της είσπραξης παράνομων προμηθειών από προμηθευτές που ανέρχονταν στο ποσό του €1.000.000 ‑ €1.500.000. Το θέμα της προμήθειας αυτής φαίνεται ότι τελικά δεν απασχόλησε την καθ' ης η αίτηση‑εφεσίβλητη ενόψει των άλλων θεμάτων που προέκυψαν με αποδειχτικά στοιχεία κατά τη διάρκεια της διερεύνησης και ορθά, εφόσον είχε γίνει καταγγελία στην Αστυνομία. Στην επιστολή η οποία δόθηκε στον εφεσείοντα στις 17.9.2012 (Τεκμήριο 5 στην πρωτόδικη διαδικασία) με την οποία τίθετο σε αναγκαστική άδεια, γίνεται αναφορά σε διεξαγωγή και ολοκλήρωση έρευνας από την εταιρεία για την ενδεχόμενη διάπραξη πειθαρχικών ή/και ποινικών αδικημάτων όπως του είχε εξηγηθεί και προφορικά το πρωί. Η δε επιστολή απόλυσης ημερ.28.9.2012 (Τεκμήριο 10 στην πρωτόδικη διαδικασία), κάνει αναφορά σε έρευνα της εταιρείας που έχει καταδείξει ότι είχε υποπέσει σε σοβαρότατα παραπτώματα και/ή ποινικά αδικήματα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και τη συνεργασία του με προμηθευτές υπηρεσιών προς την εταιρεία, τα οποία έχουν προκαλέσει τεράστια οικονομική ζημιά στην εταιρεία και επίσης ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικά παραπτώματα στον χώρο εργασίας του και παραβάσεις των κανονισμών λειτουργίας της εταιρείας που είναι μέρος των όρων απασχόλησης του.
Επομένως, τόσο η επιστολή τερματισμού, όσο και η επιστολή με την οποία τίθετο σε αναγκαστική άδεια δεν περιορίστηκαν μόνο στο θέμα που του είχε αναφερθεί προφορικά στις 17.9.2012, δηλαδή για είσπραξη παράνομων προμηθειών από προμηθευτές, για την οποία υπήρξε καταγγελία στην Αστυνομία.
Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αποφάσισε, ότι από τη στιγμή που «Ο αιτητής κλόνισε την εμπιστοσύνη των εργοδοτών στο πρόσωπο του σε τέτοιο βαθμό που δεν αναμενόταν πλέον η συνέχιση της εργασιακής σχέσης μαζί του», και έχοντας χαρακτηρίσει την εν γένει συμπεριφορά του αιτητή ως απαράδεκτη, κατέληξε ότι η καθ' ης η αίτηση‑εφεσίβλητη δεν είχε άλλη επιλογή από το να τερματίσει άμεσα την απασχόληση του και το δικαίωμα της αυτό το άσκησε εντός εύλογου χρόνου από την ημέρα που περιήλθαν σε γνώση της τα γεγονότα που αποτέλεσαν και τη βάση για την απόφαση της για απόλυση, συμμορφούμενη με την επιφύλαξη του άρθρου 5 (ε) του νόμου. Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι καθόλα ορθή.
Επομένως ο δεύτερος λόγος έφεσης που αφορά ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έλαβε υπόψη του γεγονότα που ήταν γνωστά στην καθ' ης η αίτηση κατά τον χρόνο απόλυσης και στήριξε την απόφαση της στα γεγονότα αυτά, καθ' ότι τα μοναδικά γεγονότα που ήταν γνωστά κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης ήταν η ισχυριζόμενη οικειοποίηση χρημάτων από τον αιτητή που τελικά δεν αποδείχθηκε, δεν έχει βάση γιατί από αναντίλεκτα γεγονότα, τα οποία υπενθυμίζουμε ότι υπήρξαν ευρήματα του Δικαστηρίου και δεν αμφισβητούνται με την έφεση, προέκυψαν κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του αιτητή τέτοια στοιχεία που δικαιολογούσαν τον άμεσο τερματισμό των υπηρεσιών του.
Επίσης μέρος του δεύτερου λόγου έφεσης αναφέρεται και σε προειλημμένη απόφαση της καθ' ης η αίτηση, κάτι που τα ίδια τα γεγονότα ως έχουν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου φαίνεται να μην υποστηρίζουν, διότι τουλάχιστον από τις 17.9.2012 μέχρι τις 28.9.2012 που είναι η ημερομηνία που φέρει η επιστολή τερματισμού η οποία του παραδόθηκε στις 4.10.2012, προκύπτει σαφώς ότι έγινε διερεύνηση κατά την οποία διαφάνηκαν τα γεγονότα που δικαιολογούσαν την απόλυση του και αν με τη λέξη «προειλημμένη απόφαση» ο αιτητής‑εφεσείων αναφέρεται μόνο στο διάστημα 28.9.2012‑4.10.2012, όπως ορθά απαντά το πρωτόδικο Δικαστήριο το θέμα αυτό, η επιστολή του δόθηκε ενόψει της στάσης που τήρησε στη συνεδρία‑συνάντηση ημερ.4.10.2012, ενώ η καθ' ης η αίτηση‑εφεσίβλητη πήγε στη συνάντηση με τα box files έχοντας σκοπό να δώσει στον αιτητή‑εφεσείοντα την ευκαιρία να παραθέσει τις απόψεις του.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Σε ό,τι αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο πέραν του ότι ορθά κατέληξε, αιτιολογημένα ότι η απόφαση της εφεσίβλητης‑καθ' ης η αίτηση ήταν τεκμηριωμένη αφού η συμπεριφορά του αιτητή κλόνισε την εμπιστοσύνη των εργοδοτών στο πρόσωπο του σε τέτοιο βαθμό που δεν αναμενόταν πλέον η συνέχιση της εργασιακής σχέσης μαζί του και δικαιολογεί την απόφαση του αυτή, τόσο στην αποστολή εμπιστευτικών πληροφοριών της εταιρείας και αλληλογραφία από συνεργάτες σε άτομα δικής του επιλογής, στην αποστολή άσεμνου και αισχρού υλικού μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και στη βιντεοσκόπηση που προέβη ο αιτητής του κάτω μέρους του σώματος εξωτερικής συνεργάτιδας σε συνάντηση που έχει μαζί της και εν αγνοία της, ασχολήθηκε επίσης στις σελίδες 34 και 35 της απόφασης του και με τη θέση του αιτητή ότι του στέρησε το δικαίωμα ακρόασης αποφασίζοντας αρνητικά σε αυτό το επιχείρημα του αιτητή. Δικαιολόγησε δε τη θέση του ότι ο αιτητής δεν στερήθηκε του δικαιώματος να ακουστεί, παραπέμπουμε σχετικά στη σελίδα 15 πιο πάνω όπου παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση.
Η πρώτιστη υποχρέωση του εργοδότη είναι να συζητήσει με τον ίδιο τον εργοδοτούμενο και να ακούσει τις απόψεις του. Το δικαίωμα αυτό του εργοδοτούμενου διασφαλίζεται από το άρθρο 7 του περί της Συμβάσεως περί του Τερματισμού Απασχολήσεως (Κυρωτικού) Νόμου, Ν.45/85, το οποίο προνοεί ότι:
«Η απασχόληση εργαζομένου δεν μπορεί να τερματίζεται για λόγους σχετιζόμενους με την συμπεριφορά του ή την εργασία του πριν να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπίσει τον εαυτό του από τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί σε βάρος του, εκτός αν δεν μπορεί λογικά να αναμένεται από τον εργοδότη να του δώσει αυτή τη δυνατότητα.»
Από το περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης καθίσταται φανερό ότι η παροχή του δικαιώματος ακρόασης αποτελεί τον κανόνα. Δεν είναι όμως απόλυτο. Όπως είναι νομολογημένο, η γνωστοποίηση των λόγων της απόλυσης μπορεί ακόμη και να παραλειφθεί, αν ο εργαζόμενος είναι εκ των πραγμάτων σε θέση να γνωρίζει απόλυτα την κατηγορία και, γενικότερα, τους λόγους της απόλυσης (Roberts and Ellison v. Short Bros and Harlon Ltd (1976) EAT 318/1976). Όπως τέθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην απόφαση West Midlands Cooperative Society Ltd v. Tipton (1986) W.C.R. 306, 316, η συζήτηση με τον εργοδοτούμενο μπορεί να παραλειφθεί μόνο εάν τα υπάρχοντα εναντίον του στοιχεία ομολογούνται από τον ίδιο ή είναι τόσο έκδηλα, ώστε να μη μπορούν αντικειμενικά να αμφισβητηθούν. Όπως, δε, εντοπίζεται στην απόφαση Κακοφεγγίτου (ανωτέρω), στις σελίδες 1483-1484:
«Στη διαπίστωση του εύλογου της απόφασης για απόλυση είναι που έχει τη θέση της η αρχή του άρθρου 7, καθ' όσον συμπέρασμα βασισθέν σε στοιχεία, όσο αδιάσειστα και αν φαίνονται, που δεν έχουν απαντηθεί από τον υπάλληλο με την προβολή και της δικής του θέσης υπόκεινται σε ανάλογη αδυναμία και αμφιβολία. Η παροχή της δυνατότητας στον υπάλληλο να υπερασπίσει τον εαυτό του και να προβάλει τη θέση του όμως δεν συναρτάται προς την τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας προνοούμενης σε κανονισμούς ή ταυτιζόμενης με πειθαρχικές διαδικασίες. Είναι, όπως ορθά αντελήφθη το Δικαστήριο, θέμα ουσίας.»
Ο πιο πάνω Νόμος, ως νομοθέτημα κοινωνικού περιεχομένου, αποβλέπει στην προστασία του δικαιώματος εργασίας. Συνακόλουθα, και ως αποτέλεσμα της ανάγκης για πλήρη σεβασμό των δικαιωμάτων εργοδοτούμενου προτού ληφθεί απόφαση απόλυσής του, είναι επιτακτική η υποχρέωση τήρησης μιας σωστής διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας και θα πρέπει να παραχωρείται στον εργοδοτούμενο το δικαίωμα να ακουστεί και να αναπτύξει τις θέσεις του. [βλ. L. Papaphilippou & Co Ltd (ανωτέρω)].
Στην Louies v. Coventry Hood and Seating Co Ltd [1990] IRLR 324, [1990] ICR 54, ο εργοδότης απέλυσε τον εργοδοτούμενο για κλοπή, βασίζοντας σε μεγάλο βαθμό τον ισχυρισμό του, σε δύο γραπτές δηλώσεις οι οποίες ανέφεραν ότι ο εργοδοτούμενος εμπλεκόταν στην κλοπή. Το Εmployment Appeal Tribunal (EAT), αφού επανέλαβε το όσα ανέφερε ο δικαστής Harman στην υπόθεση Byrne σχολίασε ότι «το θέμα της φυσικής δικαιοσύνης προέχει των λέξεων που αναφέρονται», σημειώνοντας περαιτέρω ότι είναι πράγματι πολύ σπάνιο οι διαδικασίες να θεωρηθούν δίκαιες στις περιπτώσεις όπου ο εργοδότης βασίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου σε γραπτές δηλώσεις, χωρίς να δίδονται στον εργοδοτούμενο οι εν λόγω δηλώσεις ή να του αναγιγνώσκονται (παρά να του δοθούν), όπως αυτό κρίθηκε επαρκές στην Vauxhall Motors Ltd v Ghafoor [1993] ICR 376. Όπως ανέφερε το EAT, το κριτήριο που καθιερώθηκε στην British Home Stores Ltd v Burchell [1980] ICR303 έχει να κάνει με το αποτέλεσμα της αποτυχίας να ακολουθηθεί η ορθή διαδικασία, αλλά πέραν τούτου, σημείωσε ότι οι διαδικαστικές εγγυήσεις είναι απαραίτητες ούτως ώστε να διασφαλιστούν τα δικαιώματα του εργοδοτούμενου.
Είναι η θέση μας ότι στην παρούσα περίπτωση δόθηκε στον αιτητή-εφεσείοντα η ευκαιρία να ακουστεί, την οποία ο αιτητής-εφεσείοντας δεν εκμεταλλεύτηκε προβάλλοντας στις ευκαιρίες που του δόθηκαν ότι ο δικηγόρος του δεν μπορούσε να παρευρεθεί σε συναντήσεις ή ότι έπρεπε να του είχαν δοθεί γραπτώς «οι καταγγελίες» και όσες φορές παρευρέθηκε σε συναντήσεις που κλήθηκε, αρνήθηκε να τοποθετηθεί ή να απαντήσει σε όσα του καταλογίζονταν.
Επομένως και ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Έχει ήδη αναφερθεί ότι η αντέφεση έχει αποσυρθεί, επομένως η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της, η έφεση που καταχώρισε ο εφεσείων‑αιτητής έναντι της εφεσίβλητης‑καθ' ης η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €2.400.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.