ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 29/2023)

 

26 Νοεμβρίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

                               WIRANDA DARSHANA GUINIYAGODA

 

                                                                                                         Εφεσείων,

   v.

 

 

1.   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

2.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

                                                                                                    Εφεσίβλητων.

-------------------

Μ. Ανδρέου (κα), δικηγόρος για ΑΝΔΡΕΟΥ  & ΠΟΣΝΑΚΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείοντα.

Σ. Πιτσιλλίδου (κα), δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.

-------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

­­--------------------

 

 

 

 

 ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Ο Εφεσείων είναι υπήκοος Σρι Λάνκα και εισήλθε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 19.9.2016, ως κάτοχος άδειας εργασίας. Τέσσερα και πλέον χρόνια αργότερα και αφού, εν τω μεταξύ, η άδεια εργασίας του είχε λήξει, υπέβαλε αίτηση για απόκτηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η οποία, μετά από συνέντευξη του από λειτουργό στις 19.7.2022, απορρίφθηκε και του ζητήθηκε να αναχωρήσει από την Κυπριακή Δημοκρατία. Εναντίον της εν λόγω απόφασης, ο Εφεσείων άσκησε την Προσφυγή Αρ. 6547/22 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. O Εφεσείων, με την ως πιο πάνω έφεση, στρέφεται εναντίον της ορθότητας της απόφασης ημερομηνίας 21.3.2023, με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω προσφυγή του.

 

Τρεις λόγους Έφεσης πρόβαλε ο Εφεσείων εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, συγκεκριμένα:

 

-         1ος λόγος Έφεσης

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αυθαίρετα δεν εξέτασε ουσιαστικά, κατά πόσο υπήρξε παράβαση από τους λόγους προσφυγής για έλλειψη επαρκούς και/ή δέουσας έρευνας ή/και αιτιολόγηση αναφορικά με την αξιολόγηση της περίπτωσης του Αιτητή, από τους Καθ' ων η Αίτηση.»

 

-         2ος λόγος Έφεσης

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στην απόφαση του ότι οι

Καθ' ων η Αίτηση δεν τελούσαν υπό πλάνη περί τα πράγματα κατά την εξέταση της αίτησης του ως πρόσφυγας Διεθνούς Προστασίας.»

 

-         3ος λόγος Έφεσης

 

«Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 11 της απόφασης του κατέληξε ότι ο Εφεσείων-Αιτητής ήτο οικονομικός μετανάστης και ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας.»

 

 

Προς υποστήριξη του πιο πάνω πρώτου λόγου Έφεσης του και σε επέκταση των όσων ανέφερε στην αιτιολογία αυτού, ο Εφεσείων, στο περίγραμμα αγόρευσης του, επεξηγεί ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο υπήρξε παράβαση των διαδικασιών εξέτασης αιτήσεων ασύλου στην περίπτωση του Εφεσείοντα. Ισχυρίζεται, συναφώς, ο Εφεσείων ότι, η Εφεσίβλητη δεν διεξήγαγε καμία έρευνα (εξατομικευμένη, κατά παράβαση του Άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ -εφεξής η «Οδηγία»- και της συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης-εφεξής «ΔΕΕ») σε σχέση με τους ισχυρισμούς που ο Εφεσείων πρόβαλε με τα έγγραφα, τα οποία είχε προσκομίσει προς υποστήριξη του πυρήνα του αιτήματος του, όσο και όλων των σχετικών μ' αυτόν παραμέτρων. Παράλειψη εντοπίζει ο Εφεσείων από το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει και κατά πόσο παραβιάστηκε το Άρθρο 3 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής «ΕΣΔΑ») και, γενικότερα, η Οδηγία, καθώς και η Οδηγία 2005/85/ΕΚ, η Σύμβαση της Γενεύης του 1951, ο περί Προσφύγων Νόμος, Ν.6(Ι)/2000 και οι δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμοί. Επικαλούμενος τα αποφασισθέντα στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (εφεξής «ΕΔΑΔ») ημερομηνίας 23.7.2013 στην Αίτηση 41872/10 M.A. v. Cyprus, ο Εφεσείων ισχυρίζεται και ότι, η Εφεσίβλητη όφειλε να εξετάσει εξονυχιστικά τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα περί παραβίασης των δικαιωμάτων του, ως αυτά διασφαλίζονται με τα Άρθρα 2 και 3 της ΕΣΔΑ, εξέταση η οποία, κατά τον Εφεσείοντα, δεν έλαβε χώρα. Ισχυριζόμενος ο Εφεσείων ότι, η συνέντευξη και η έρευνα οι οποίες έλαβαν χώρα διεξήχθησαν με επιπολαιότητα και επιφανειακό τρόπο με μόνη πηγή το διαδίκτυο και την ιστοσελίδα Wikipedia, υποστήριξε και ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε εκ προοιμίου ότι η χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα είναι, συμφώνως των σχετικών κανονιστικών πράξεων του Υπουργού Εσωτερικών (Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021 και 202/2022), ασφαλής, καθ' ότι, κατά τον Εφεσείοντα, «αυτό που εξετάζεται είναι η περιοχή διαμονής του Αιτητή-Εφεσείοντος και τα ιδιαίτερα προσωπικά, οικογενειακά περιστατικά και πεποιηθήσεις (sic) του Εφεσείοντος, γεγονός που το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε στην απόφαση του.»

 

Σε σχέση με τον πιο πάνω δεύτερο λόγο Έφεσης, η πλευρά του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι, η Εφεσίβλητη (λανθασμένα) καθοδήγησε τον Εφεσείοντα σε ερωτήσεις που αφορούσαν οικονομικά ζητήματα, με αποτέλεσμα η έρευνα και η προσβαλλόμενη απόφαση να πάσχει λόγω πλάνης, ήτοι λόγω μη εξακρίβωσης των πραγματικών λόγων που ώθησαν τον Εφεσείοντα να εγκαταλείψει την χώρα του, ως ήταν καθήκον της Εφεσίβλητης να εξακριβώσει.

 

Σε σχέση με τον πιο πάνω τρίτο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι,  τόσο στην αίτηση του για ένταξη στο καθεστώς πρόσφυγα, όσο και στην προσφυγή του στο Δικαστήριο ανέφερε γεγονότα, τα οποία «τόσο ο εξεταστής της αίτησης του όσο και το Πρωτόδικο δικαστήριο παρεγνώρισαν δίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στις ερωτήσεις της συνέντευξης από τον εξεταστή. Ο εξεταστής της αίτησης περιορίστηκε σε ερωτήσεις οικονομικής φύσεως και παρέλειψε ως είχε υποχρέωση να διερευνήσει τους λόγους και γεγονότα που προβλήθηκαν από τον Αιτητή-Εφεσείοντα ως πρόσφυγας Διεθνούς Προστασίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο την κατάληξη της διοίκησης εσφαλμένα απεφάσισε ότι ο Αιτητής-Εφεσείων εγκατέλειψε τη χώρα του για οικονομικούς λόγους.»

 

Στον αντίποδα, η πλευρά της Εφεσίβλητης, σε σχέση με τον πρώτο λόγο Έφεσης, επισημαίνει, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, την ασάφεια, έλλειψη ανάλυσης και θεμελίωσης, καθώς και επιχειρηματολογίας και/ή πραγματικής βάσης προς υποστήριξη του εν λόγω λόγου Έφεσης, αλλά και της μη επαρκούς δικογράφησης του στο δικόγραφο της προσφυγής, προτείνοντας ότι, αυτός δεν δύναται, ως εκ τούτου, να εξεταστεί από το Εφετείο. Παράλληλα, η πλευρά της Εφεσίβλητης εγείρει και ζήτημα αλυσιτέλειας της προβολής (πρωτόδικα και κατ' έφεση) του εν λόγω λόγου ακύρωσης (και, γενικότερα, ζητημάτων νομιμότητας ή επάρκειας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξεως, πλάνης περί τα πράγματα, κακής χρήσης διακριτικής ευχέρειας κ.λ.π.) σε δίκη επί διοικητικής προσφυγής ουσίας, ως η παρούσα, κατά την οποία ο Εφεσείων είχε κάθε ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέτρα προς υποστήριξη τους. Η Εφεσίβλητη διατείνεται, περαιτέρω, ότι υπό τις περιστάσεις η έρευνα, η οποία διεξήχθη, συμπεριλαμβανομένης και της συνέντευξης του Εφεσείοντα, ήταν, εν πάση περιπτώσει, η δέουσα και σε αρμονία με τη νομολογία επί του θέματος. Τονίζει, επί τούτου, η Εφεσίβλητη το γεγονός της αοριστίας των τοποθετήσεων του Εφεσείοντα κατά τη συνέντευξη ενώπιον λειτουργού της, το οποίο οδήγησε σε εύρημα μη απόδειξης των ισχυρισμών του Εφεσείοντα και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, ενώ τονίζει ως αξιοσημείωτο το ότι, ο Εφεσείων υπέβαλε την αίτηση ασύλου τέσσερα χρόνια μετά την είσοδο του στην Κυπριακή Δημοκρατία και μετά την λήξη της άδειας εργασίας που κατείχε, γεγονός το οποίο ορθά επιμετρήθηκε τόσο από την Εφεσίβλητη, όσο και από το πρωτόδικο Δικαστήριο προς διαμόρφωση των κρίσεων τους. Όσον αφορά στους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα περί έρευνας στη βάση πληροφοριών από την Wikipedia, η πλευρά της Εφεσίβλητης τονίζει και πάλι, μεταξύ άλλων, ότι ο Εφεσείων είχε κάθε ευκαιρία να υποστηρίξει τους δικούς του ισχυρισμούς κατά την πρωτόδικη διαδικασία, κάτι το οποίον ουδέποτε έπραξε. Όσον αφορά στο ότι η χώρα καταγωγής του Εφεσείοντα χαρακτηρίζεται με σχετικές Κ.Δ.Π. (βλ. ανωτέρω) ως ασφαλής χώρα, η Εφεσίβλητη σημειώνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει, δεν αρκέστηκε προς διαμόρφωση της κρίσης του μόνο σ' αυτές, αλλά επισήμανε και ότι, δεν προσκομίστηκε ούτε οποιοδήποτε στοιχείο από τον Εφεσείοντα, το οποίο να ανατρέπει το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Καταληκτικά, η πλευρά της Εφεσίβλητης υποστήριξε ότι, ορθά χαρακτηρίστηκε ο Εφεσείων τόσο από την Εφεσίβλητη, όσο και από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως οικονομικός μετανάστης, μη δικαιούμενος διεθνούς προστασίας.

 

Υιοθετώντας πλείστα εκ των ανωτέρω (συμπεριλαμβανομένου και του ισχυρισμού περί ανεπαρκούς δικογράφησης) ως απάντηση και στον δεύτερο λόγο Έφεσης, η πλευρά της Εφεσίβλητης τον απορρίπτει, υποστηρίζοντας ότι, ο Εφεσείων δεν απόσεισε το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του, το οποίο, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία επί του θέματος, υπέχει. Συναφώς και/ή επικουρικά η Εφεσίβλητη ισχυρίζεται και ότι, υποβλήθηκαν αρκετές ερωτήσεις στον Εφεσείοντα κατά τη συνέντευξη, αυτές ήταν λεπτομερείς και διευκρινιστικές, κατά τρόπο που δεν αφήνουν περιθώριο βάσιμης αμφισβήτησης της πληρότητας της διεξαχθείσας έρευνας, ούτε εμφιλοχώρησης έστω πιθανολογούμενης πλάνης.

 

Όσον αφορά στον τρίτο λόγο Έφεσης, η Εφεσίβλητη υποστηρίζει την ορθότητα του ευρήματος ότι ο Εφεσείων ήταν οικονομικός μετανάστης και ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. Η Εφεσίβλητη τονίζει ιδιαίτερα τη δήλωση του ίδιου του Εφεσείοντα κατά τη συνέντευξη του, ότι, αν τελούσε σε ισχύ η άδεια εργασίας του, την οποία δεν μπορούσε πλέον να ανανεώσει, δεν θα υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, καθώς και τις δηλώσεις του ότι εγκατέλειψε τη Σρι Λάνκα για να εργαστεί και να βοηθήσει οικονομικά την αδελφή του, προκειμένου να σπουδάσει η τελευταία. Πρόσθετα η Εφεσίβλητη τονίζει ότι, ο Εφεσείων δήλωσε ότι επιθυμεί να διαμείνει για δύο ακόμη χρόνια στην Κυπριακή Δημοκρατία, ώστε να έχει τη δυνατότητα να εργαστεί και να στηρίξει οικονομικά την αδελφή του. Κατά την εισήγηση της Εφεσίβλητης, οι δηλώσεις αυτές του Εφεσείοντα καταδεικνύουν εξόφθαλμα τους πραγματικούς λόγους που ο Εφεσείων υπέβαλε αίτηση ασύλου, αφού εάν, κατά την επιχειρηματολογία, πράγματι αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πραγματικό κίνδυνο στη χώρα του, δεν θα ήταν εφικτό να επιστρέψει σ' αυτήν ούτε μετά από δύο χρόνια.

 

Εξετάσαμε τους λόγους Έφεσης σωρευτικά, αφού οι ισχυρισμοί περί έλλειψης δέουσας έρευνας (κατά παράβαση των όποιων ημεδαπών ή ενωσιακών διατάξεων παντελώς γενικά και αόριστα, επισημαίνουμε, επικαλείται ο Εφεσείων) ή πλάνης, καθώς και ο ισχυρισμός περί- κατά εσφαλμένη διοικητική και δικαστική κρίση- ταξινόμησης του Εφεσείοντα ως οικονομικού μετανάστη και όχι ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας, έχουν κοινό ή αλληλοσυμπληρούμενο πραγματικό και αιτιολογικό υπόβαθρο. Μελετήσαμε δε, με τη δέουσα προσοχή τα ενώπιον μας έγγραφα, συμπεριλαμβανομένης της πρωτόδικης απόφασης, καθώς και τον κατατιθέμενο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, με έμφαση στο πρακτικό της συνέντευξης, στην οποία υποβλήθηκε ο Εφεσείων από την Εφεσίβλητη και το περιεχόμενο της έκθεσης-εισήγησης της λειτουργού για απόρριψη της αίτησης του Εφεσείοντα, η οποία έγινε, εν τέλει, αποδεκτή και οδήγησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Καταρχάς, θεωρούμε ότι, οι ισχυρισμοί περί έλλειψης δέουσας έρευνας, πλάνης και ελλιπούς αιτιολογίας (όχι, ως προαναφέρθηκε, οι ημεδαπές ή ενωσιακές διατάξεις που, όντως, δεν δικογραφήθηκαν) που προβλήθηκαν πρωτοδίκως αλλά και με τους λόγους Έφεσης έχουν δικογραφηθεί (βλ. νομικά σημεία 2, 3, 5,10, 13, 14, 15, 16, 18, 19, 20 στην αίτηση ακυρώσεως), ιδωμένοι και σε συνάρτηση και με τα γεγονότα ως εκτίθενται στην αίτηση ακυρώσεως.

 

Έκρινε, σχετικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο (με δικές μας υπογραμμίσεις), στην εκκαλούμενη απόφαση του:

 

 

«Στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης, ο συνήγορος προώθησε ισχυρισμούς περί μη δέουσας έρευνας, ελλιπούς αιτιολογίας, παράβασης της αρχής της καλής πίστης και του δικαιώματος σε ακρόαση του αιτητή.

 

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς αβάσιμους.

 

Σε σχέση με τους ισχυρισμούς περί παράβασης της αρχής της καλής πίστης και των αρχών χρηστής διοίκησης, σημειώνω ότι, καθότι δεν αναπτύσσονται επαρκώς και δεν συναρτώνται με τα εν προκειμένω επίδικα θέματα, δεν μπορούν βεβαίως να εξεταστούν (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 A.A.Δ. 598).

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί παράβασης του δικαιώματος του αιτητή σε ακρόαση, αυτός καταρρίπτεται καταφανώς από τα στοιχεία του φακέλου, εκ των οποίων προκύπτει ότι ο αιτητής κλήθηκε και παρέστη σε συνέντευξη

αναφορικά με το αίτημά του, όπου του δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρει τα όσα το στηρίζουν.

 

Προχωρώ με την εξέταση των ισχυρισμών που αφορούν την μη διενέργεια δέουσας έρευνας αλλά και το κατ' ισχυρισμό αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης απόφασης.....................

......Εν προκειμένω οι καθ'ων η αίτηση εξέτασαν όλους τους ισχυρισμούς του αιτητή, ως αναφέρθηκαν κατά τη συνέντευξη και καταγράφηκαν στην επίδικη αίτηση. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς που αφορούν απειλητικά τηλεφωνήματα που δέχεται ο αιτητής κατέληξαν ότι, δύνανται να γίνουν αποδεκτοί, όμως, λόγω της καθυστέρησης στην υποβολή της επίδικης αίτησης αλλά και του ότι στο τέλος της συνέντευξης ανέφερε ότι υπέβαλε αυτή γιατί δεν μπορούσε να ανανεώσει την άδεια του, τους απέρριψαν.

 

Τα όσα είπε ο αιτητής, πέραν της αοριστίας και της παντελούς έλλειψης λεπτομερειών που τα χαρακτηρίζουν, τα οποία πλήττουν μοιραία τον πυρήνα της αξιοπιστίας τους, ως μη έχοντα εσωτερική συνοχή και ευλογοφάνεια, δε θα μπορούσαν σε κάθε περίπτωση να τεκμηριώσουν συμπέρασμα ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα αυτός να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του. Οι όποιες γενικές αναφορές περί απειλητικών τηλεφωνημάτων, χωρίς καμία επί τούτου λεπτομέρεια και χωρίς ίχνος αναφοράς στους λόγους που αυτά γίνονταν, δε θα μπορούσαν να στηρίξουν άλλο συμπέρασμα.

 

Στα ανωτέρω προστίθεται, ως ορθώς οι καθ' ων η αίτηση καταγράφουν, η καθυστέρηση στην υποβολή της επίδικης αίτησης, εδώ 4 έτη από την είσοδο του αιτητή στη Δημοκρατία, η οποία θέτει εν αμφιβόλω από μόνη της την αξιοπιστία των λεγομένων του (βλ. Mahfuja Akter v. Δημοκρατίας, υπ. αρ.1669/2011, ημ.22/03/13 και Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπ. αρ.2319/06, ημ.16/07/08).

 

Ενόψει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, θεωρώ ότι οι καθ' ων η αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και διά τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

 

Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή άλλης ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και το ότι δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/2000) αντίστοιχα.

 

Σημειώνεται ότι η Σρι Λάνκα έχει καθοριστεί δυνάμει των Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021 και 202/2022, οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις(6).»

 

 

Η πιο πάνω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί διεξαγωγής δέουσας έρευνας από την Εφεσίβλητη και παροχής δέουσας αιτιολόγησης στην παρούσα περίπτωση, καθώς και το καταληκτικό συμπέρασμα του ότι, ο Εφεσείων δεν πληροί τις προϋποθέσεις για χορήγηση σ' αυτόν καθεστώτος ασύλου, μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Συγκεκριμένα, ως προκύπτει από τα πρακτικά της συνέντευξης ημερομηνίας 19.7.2022 (η οποία, σημειώνεται, φέρει τις υπογραφές του αρμόδιου λειτουργού, του διερμηνέα και του Εφεσείοντα, σε έκαστη σελίδα, καθώς και υπογραμμένη από τον Εφεσείοντα δήλωση για την ορθότητα των πρακτικών), ο Εφεσείων όντως ερωτήθηκε για ποιο λόγο αιτήθηκε διεθνούς προστασίας και η απάντηση του ήταν «Δεν μπορούσα να ανανεώσω την άδεια μου και θέλω χρήματα». Στην δε, ερώτηση εάν η άδεια εργασίας του δεν έληγε θα έκανε αίτηση για άσυλο απάντησε αρνητικά. Αυτές, βεβαίως, δεν ήταν και οι μόνες ερωτήσεις, στις οποίες υποβλήθηκε ο Εφεσείων, αφού ερωτήθηκε, μεταξύ άλλων και για τα απειλητικά τηλεφωνήματα που παλαιότερα δεχόταν, ενώ σε σχετική ερώτηση δήλωσε ότι ο ίδιος δεν ανήκει σε κάποιο πολιτικό κόμμα στη χώρα καταγωγής του. Στο ερώτημα «Υπάρχει κάτι άλλο που θέλετε να προσθέσετε πριν να κλείσουμε τη συνέντευξη;» ο  Εφεσείων απάντησε «να μείνω ακόμη ένα δύο χρόνια ώστε να υποστηρίξω οικονομικά την αδελφή μου.».

 

Όλοι οι βασικοί ισχυρισμοί του Εφεσείοντα καταγράφηκαν ξεχωριστά, αξιολογήθηκαν και αναλύθηκαν, ως προκύπτει από την έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, ως προς την εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία τους, έλαβε χώρα εξατομικευμένη ρητή αξιολόγηση κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής του Εφεσείοντα στη χώρα προέλευσης του και εξέταση των δεδομένων της παρούσας περίπτωσης ως προς τις απαιτήσεις για χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος και συμπληρωματικής προστασίας. Η αιτιολογημένη, βρίσκουμε, εισήγηση για απόρριψη της αίτησης του Εφεσείοντα βασίστηκε στα ευρήματα που καταγράφηκαν στην εν λόγω, άρτια ως προς την επάρκεια της, έκθεση-εισήγηση. Συνεπώς, ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τις επισημάνσεις που αναφέρονται στην απόφαση του (βλ. ανωτέρω) και τις οποίες χαρακτηρίζουμε εύλογες και ορθές, ότι διεξήχθη η δέουσα έρευνα στην παρούσα περίπτωση, δόθηκε η δέουσα αιτιολογία και  ότι Εφεσείων «δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή άλλης ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων», αλλά και το ότι δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/2000) αντίστοιχα». Προσθέτουμε και ότι, οι νομολογικές παραπομπές του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθές και εφαρμόσιμες στην περίπτωση, ενώ ορθή, τέλος, κρίνουμε ότι είναι και η παρατήρηση της Εφεσίβλητης, ότι, ο Εφεσείων βάλλει γενικώς και αόριστα εναντίον του χαρακτηρισμού, με σχετικές Κ.Δ.Π. (βλ. ανωτέρω) της χώρας καταγωγής του ως (κατά μαχητό τεκμήριο) ασφαλούς χώρας, χωρίς να αντιπαραβάλει οτιδήποτε συγκεκριμένο που να ανατρέπει αυτό τον χαρακτηρισμό. Ως χαρακτηριστικά διατυπώθηκε και στην απόφαση (επί προδικαστικής παραπομπής) ημερομηνίας 25.7.2018 του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑404/17:

 

«40. Κομβικό κριτήριο για το βάσιμο μιας αίτησης διεθνούς προστασίας είναι η ασφάλεια του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του. Όταν μια τρίτη χώρα μπορεί να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα καταγωγής, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να τη χαρακτηρίσουν ως ασφαλή για το συγκεκριμένο αιτούντα, εκτός αν αυτός προβάλει αντεπιχειρήματα.»

 

Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, ουδείς εκ των λόγων Έφεσης ευσταθεί. Η έφεση αποτυγχάνει στην ολότητα της, με έξοδα ύψους €2000 υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

Η πρωτόδικη απόφαση και, κατ' επέκταση η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνονται ως ορθές.

 

Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο