ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

    (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 20/2021)

 

        12 Νοεμβρίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

  ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ

 

                                                                                                                   Εφεσείουσα,

  

  v.

 

 

  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,

            ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

-------------------

Ξ. Ευγενίου (κα), για ΑΝΔΡΕΑΣ Σ. ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για την Εφεσείουσα.

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με ε. Ιωάννου (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.

-------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:

­­--------------------

 

    ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με την -απορριπτική- απόφαση ημερομηνίας 28.12.2020 στην Προσφυγή Αρ. 658/2018 επικυρώθηκε η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, κας Κ. Κάττου-Ελευθερίου (εφεξής το «Ενδιαφερόμενο Μέρος»), στη μόνιμη θέση Ανώτερου Φαρμακοποιού, Φαρμακευτικές Υπηρεσίες (εφεξής η «επίδικη θέση»). Η υπό εξέταση έφεση καταχωρήθηκε από την αποτυχούσα προσφεύγουσα και εδώ Εφεσείουσα, για τους ακόλουθους δύο λόγους έφεσης:

 

«Λόγος Έφεσης 1

 

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας Φαρμακευτικών Υπηρεσιών υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου είναι νόμιμη και ότι η υπεροχή της Εφεσείουσας σε αρχαιότητα δέκα μηνών είναι περιορισμένης σημασίας και ότι η αναφορά της Αν. Διευθύντριας στα καθήκοντα που είχαν ανατεθεί και εκτελούσε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και στην εμπειρία της, δεν την καθιστά τρωτή.

 

Αιτιολογία

 

Τούτο γιατί:

 

(α) ενώ με βάση το κριτήριο της αξίας η Εφεσείουσα είναι ίση σε αξία με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, η Αναπλ. Διευθύντρια κατά τη σύσταση της επικεντρώθηκε και υπερτόνισε επιλεκτικά τα καθήκοντα που εκτελούσε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στο Τομέα Προσφορών κατόπιν διαταγής και ανάθεσης της Προϊσταμένης αρχής, παρουσιάζοντας τα ως εξειδικεύσεις ή λόγους υπεροχής ή λόγους που την καθιστούσαν, δήθεν καταλληλότερη.

 

Ο τρόπος που περιέγραψε η Αν. Διευθύντρια τα καθήκοντα στα οποία ασχολείτο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και η αναφορά της ότι η Εφεσείουσα εργάζεται στο φαρμακείο του Νοσοκομείου Πάφου, όπου η υπεύθυνη είναι Ανώτερη Φαρμακοποιός, ουσιαστικά, και αντίθετα προς τη νομολογία φωτογράφισε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο για την επίδικη θέση, καθώς εμφάνισε την υπηρεσία της ότι δήθεν ήταν κάτι ως «πρόσθετο προσόν» που οι άλλοι υποψήφιοι (συμπεριλαμβανομένου και της Εφεσείουσας) δεν ήταν ικανοί να εκτελέσουν ή δεν κατείχαν.

 

Η παρασιώπηση των καθηκόντων των υπόλοιπων υποψηφίων και ειδικά της

Εφεσείουσας, με την ταυτόχρονη εκθείαση των καθηκόντων του ενδιαφερομένου προσώπου επέφερε προφανή και άδικη θυματοποίηση και/ή μία εικόνα ανισότητας σε αξία, με πλασματική και/ή ανύπαρκτη υπεροχή δηλαδή του ενδιαφερομένου προσώπου τη στιγμή που στο κριτήριο αξία έχουν ήδη βαθμολογηθεί εξαίρετοι και είναι ισάξιοι τα τελευταία δέκα χρόνια.

 

Μετάπλασε αναξιοκρατικά και μη αντικειμενικά η Αν. Διευθύντρια με τη σύσταση της την εικόνα των φακέλων απλώς για να στηρίξει την άδικη σύσταση της υπέρ του ενδιαφερόμενου προσώπου.

 

Το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διατάχθηκε τυχαία να εκτελεί τα συγκεκριμένα καθήκοντα δεν σημαίνει ότι απέκτησε «πλεονέκτημα».

 

Τούτο γιατί ο κάθε υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται κατόπιν εντολών Προϊστάμενης Αρχής.

 

(β) Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για προαγωγή σύμφωνα με το άρθρο 35(3) του Νόμου 1/90 είναι η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα.

 

Λαμβανομένου υπόψη ότι η Εφεσείουσα είναι ίση σε αξία και προσόντα με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, θα έπρεπε η υπεροχή της κατά δέκα μήνες σε αρχαιότητα στην προηγούμενη της θέση να αποτελέσει το ρυθμιστικό κι καταλυτικό ρόλο για τη σύσταση της, αφού ως νομολογιακό αξίωμα μπορεί να δοθεί αποφασιστική βαρύτητα στο κριτήριο της αρχαιότητας (άσχετα εάν είναι απομακρυσμένη) όταν στα υπόλοιπα κριτήρια οι υποψήφιοι είναι ίσοι, ως εν προκειμένω.

 

 

 

 

Λόγος Έφεσης 2

 

Εσφαλμένα κρίθηκε Πρωτόδικα ότι η απόφαση της ΕΔΥ είναι νόμιμη, ότι εντόπισε τη διαφορά μεταξύ της Εφεσείουσας και ενδιαφερομένου προσώπου αλλά αιτιολόγησε επαρκώς την επιλογή του ενδιαφερομένου προσώπου.

 

Αιτιολογία

 

Τούτο γιατί η ΕΔΥ όφειλε να διεξάγει δική της δέουσα και πλήρη έρευνα και όχι

να υιοθετήσει την πάσχουσα, αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων σύσταση της Αν. Διευθύντριας.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία των φακέλων η Εφεσείουσα είναι ίση σε αξία και προσόντα με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και υπερέχει δέκα μήνες σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση του Φαρμακοποιού ενώ υπερέχει σε πείρα λόγω και της έκτακτης υπηρεσίας της.».

 

 

Το περίγραμμα αγόρευσης για την Εφεσείουσα ανέπτυξε σωρευτικά τους άνω λόγους Εφέσεως, διανθίζοντας την ανωτέρω, σαφή εκτιμούμε, αιτιολογία τους (η οποία αναπτύχθηκε περαιτέρω με το περίγραμμα) με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά και πρόσφατης, του παρόντος Εφετείου.

 

Η πλευρά της Εφεσίβλητης, με το δικό της περίγραμμα αγόρευσης, υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης κρίσης. Τονίστηκε, συναφώς, ότι, η σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας «είναι καθόλα νόμιμη και σε πλήρη σύμπνοια με τα στοιχεία των φακέλων», δεν προσθέτει ή αφαιρεί από την εικόνα των φακέλων, αναφέρει ρητά γιατί επέλεξε να συστήσει το Ενδιαφερόμενο Μέρος για προαγωγή και έλαβε υπόψη ποιος υποψήφιος είναι κατάλληλος για τη θέση κρίνοντας ότι, καταλληλότερη για τη θέση είναι το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Η δε, αναφορά στη σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας ότι η θέση η οποία θα πληρωθεί είναι αυτή του υπεύθυνου Τομέα Προσφορών σύμφωνα με το οργανόγραμμα και, ως εκ τούτου, θεώρησε το Ενδιαφερόμενο Μέρος καταλληλότερη υποψήφια για τη πλήρωση της θέσης, δεν είναι μεμπτό στην παρούσα σύσταση. Η απλή αναφορά, κατά την Εφεσίβλητη, για το που θα πληρωθεί η θέση δε θυματοποιεί τους υποψηφίους, ούτε είναι αντίθετη στην αρχή της ίσης μεταχείρισης, καθότι η Αναπληρώτρια Διευθύντρια ανέφερε και για την Εφεσείουσα τα καθήκοντα που ασκεί. Επιχειρηματολογώντας περαιτέρω, η πλευρά της Εφεσίβλητης, υποστήριξε και ότι, όπως προκύπτει από τη σύσταση, «τα καθήκοντα που εκτελούσε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν τα έλαβε υπόψη ώστε να τους απέδωσε τέτοια βαρύτητα για να συστήσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εξ αιτίας των καθηκόντων που ασκούσε. Αντίθετα σύστησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο διότι θεώρησε ότι είναι καταλληλότερη για την πλήρωση της θέσης διότι ως ανέφερε συνεκτίμησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία και έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι καταλληλότερο για την πλήρωση της θέσης.». Τέλος, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, η πλευρά της Εφεσίβλητης υποστήριξε την περιορισμένη σημασία της απομακρυσμένης αρχαιότητας, πόσο μάλλον που αυτή στην περίπτωση αφορά το  έτος 1985 στη θέση πρώτου διορισμού των εδώ ανθυποψηφίων και ανάγεται σε δέκα μήνες. Η πλευρά της Εφεσίβλητης έκλεισε τη γραπτή τοποθέτηση της, παραπέμποντας σε γνωστή στο παρόν Δικαστήριο νομολογία αναφορικά με τον ορθό τρόπο λήψης απόφασης εκ μέρους της ΕΔΥ, ήτοι κατόπιν αξιολόγησης του συνόλου των ενώπιον της στοιχείων (με καθολική συνεκτίμηση τους και όχι ως μηχανιστικό υπολογισμό), απόφαση η οποία δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο, εάν αυτή δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.

 

Εξετάσαμε τους πιο πάνω λόγους έφεσης σωρευτικά, ως, εξάλλου, σωρευτικά αναπτύχθηκαν στα περιγράμματα αγόρευσης των μερών.

 

Το περιεχόμενο της σύστασης της Αναπληρώτριας Διευθύντριας έχει ως ακολούθως (με δικές μας υπογραμμίσεις):

 

«Προάξιμοι θεωρούνται οι υποψήφιοι με α/α 2, Σταυρινού Χρυσάνθη, α/α 3 Ελευθερίου-Κάττου Κυριακή, και ..., εφόσον διαθέτουν όλοι τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα.

 

Ουδείς από τους πιο πάνω υποψηφίους κατέχει το προβλεπόμενο από το Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονέκτημα «Μεταπτυχιακό προσόν ή μεταπτυχιακές σπουδές στη Φαρμακευτική ή σε κλάδο της Φαρμακευτικής ή σε θέματα σχετικά με τις ευθύνες και αρμοδιότητες των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών» ........

.......

 

Σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, όλοι οι υποψήφιοι θεωρούνται ίσοι, εφόσον έχουν αξιολογηθεί ως εξαίρετοι σε όλα τα σημεία τα δέκα τελευταία χρόνια, στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα.

 

Όσον αφορά την αρχαιότητα, οι τρεις υποψήφιοι έχουν την ίδια ημερομηνία διορισμού στην παρούσα τους θέση (Φαρμακοποιός Α')».

 

Η Κυριακή Κάττου-Ελευθερίου με α/α 3, υστερεί σε αρχαιότητα κατά δέκα μήνες στην προηγούμενη θέση (Φαρμακοποιός) έναντι της Χρυσάνθης Σταυρινού με α/α 2 και υπερτερεί του.....

 

Γνωρίζω προσωπικά και έχω συνεργαστεί με όλους τους υποψηφίους. Προκειμένου να προβώ σε σύσταση μελέτησα τόσο τους Προσωπικούς όσο και Υπηρεσιακούς Φάκελους των υποψηφίων.

 

Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους-αξία, προσόντα, αρχαιότητα- όπως αυτά ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο, τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης καθώς και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι' αυτή, συστήνω για προαγωγή για την πιο πάνω θέση την υποψήφια Ελευθερίου-Κάττου Κυριακή (α/α 3), την οποία θεωρώ καταλληλότερη.

 

Στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι η αξιολόγηση του κάθε λειτουργού γίνεται σε σχέση με τα καθήκοντα που του ανατέθηκαν. Ωστόσο, κάθε προϊστάμενος αναθέτει καθήκοντα και υπευθυνότητες ανάλογα με τις ικανότητες, την εμπειρία, τις γνώσεις και τις δυνατότητες του λειτουργού.

 

Έλαβα υπόψη τη θέση που κατέχει η Ελευθερίου-Κάττου Κυριακή (α/α 3) ως

υπεύθυνη του Τομέα Προσφορών, τα εξειδικευμένα καθήκοντα, την εμπειρία, τις γνώσεις και τις ικανότητες που απαιτεί η σχετική θέση.

 

Στο Οργανόγραμμα της Διεύθυνσης Προσφορών Φαρμάκων υπάρχει θέση Ανώτερου Φαρμακοποιού υπεύθυνου Τομέα Προσφορών, η οποία παραμένει κενή.

 

Η Σταυρινού Χρυσάνθη (α/α 2) εργάζεται στο φαρμακείο του Νοσοκομείου Πάφου, όπου η υπεύθυνη είναι Ανώτερη Φαρμακοποιός.»

 

Ενόψει της πιο πάνω σύστασης η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάσισε ως ακολούθως (και πάλι με δικές μας υπογραμμίσεις):

 

«Η Επιτροπή εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, και έλαβε επίσης υπόψη τη

σύσταση της Αν. Διευθύντριας.

 

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολο τους, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια.

 

Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητα τους, η οποία φαίνεται στον ενώπιον της κατάλογο των υποψηφίων.

 

Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τα τρία κριτήρια-αξία, προσόντα, αρχαιότητα, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολο τους και αποδίδοντας σ' αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα, και αφού έλαβε υπόψη και τη σύσταση της Αν. Διευθύντριας, έκρινε ότι η ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ-ΚΑΤΤΟΥ Κυριακή υπερέχει των άλλων υποψηφίων, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτήν προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Φαρμακοποιού, Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, από 1.4.18.

 

Επιλέγοντας την πιο πάνω υποψήφια, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτή έχει την ίδια αξία με τους δύο μη επιλεγέντες, όπως η αξία αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων χρόνων στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, και διαθέτει την υπέρ της σύσταση της Αν. Διευθύντριας.

 

Σ' ό,τι αφορά την αρχαιότητα, η Επιτροπή σημείωσε ότι και οι τρεις υποψήφιοι κατέχουν την παρούσα τους θέση Φαρμακοποιού Α' από την ίδια ημερομηνία. Ωστόσο, η επιλεγείσα υστερεί έναντι της Σταυρινού Χρυσάνθης ως προς την προηγούμενη τους θέση, η οποία είναι η θέση πρώτου διορισμού τους, στη δεκαετία του 1980, κατά δέκα περίπου μήνες, δεν υστερεί όμως αυτής ούτε σε αξία, ούτε σε προσόντα και διαθέτει την υπέρ της σύσταση της Αν. Διευθύντριας. Ως εκ τούτου, η επιλεγείσα κρίνεται καταλληλότερη για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση...

.............»

 

Από το πιο πάνω απόσπασμα της επίδικης απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας είναι σαφές ότι, για την επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους συνυπολογίστηκε (προφανώς ως ορθή και νόμιμη) η σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας (βλ. ανωτέρω) υπέρ του.

 

Το υπό εξέταση ζήτημα, συνεπώς, εστιάζει, όντως, στο κατά πόσο η εν λόγω σύσταση είναι νόμιμη, εξεταζόμενη στο πλαίσιο που το εν λόγω ζήτημα τέθηκε με τον πρώτο λόγο Έφεσης (βλ. ανωτέρω) και έτυχε αντίλογου από την Εφεσίβλητη (βλ. ανωτέρω). Αναλόγως της απαντήσεως σ' αυτό το ερώτημα, είναι, ευνόητα, ευθέως ανάλογη και η κατάληξη επί του δεύτερου λόγου Έφεσης, ως (και) αυτός έχει οριοθετηθεί από την Εφεσείουσα.

 

Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ανωτέρω σημείου ήταν η ακόλουθη:

 

 

«Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω αναφορές, η μοναδική διαφορά που παρουσιάζει η αιτήτρια από το ενδιαφερόμενο μέρος είναι η υπεροχή της σε αρχαιότητα δέκα περίπου μηνών στην προηγούμενη τους θέση. Αν και η αρχαιότητα αποτελεί ένα από τα τρία κριτήρια επιλογής, έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι απομακρυσμένη αρχαιότητα έχει περιορισμένη βαρύτητα.

 

Αντιθέτως, η νομολογία αναγνώρισε τη σύσταση προϊσταμένου ως ξεχωριστό και σημαντικό στοιχείο κρίσης εφόσον δίδεται από το πρόσωπο που γνωρίζει καλύτερα τις ανάγκες της θέσης και την αξία εκάστου υποψηφίου. Η αναφορά - στα πλαίσια της σύστασης - στα καθήκοντα και εμπειρία εκάστου υποψηφίου δεν καθιστά, κατά την άποψή μου, τρωτή τη σύσταση εφόσον θα πρέπει να προκύπτουν από την εν λόγω σύσταση οι λόγοι που συστήνεται ένας υποψήφιος και όχι άλλος.»

 

 

Εκκινώντας, λοιπόν, από το ζήτημα της νομιμότητας της δοθείσας σύστασης, είναι καταρχάς, ορθό να τονισθεί η εξέχουσα σημασία, την οποία αυτή υπέχει, σε τέτοιες διαδικασίες, ως η επίδικη (βλ. Παναγή v. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 639, 647, απόφαση ημερομηνίας 16.2.2023 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 8/2016 Αναστασιάδης v. Δημοκρατίας). Ως συνοψίστηκε και στην απόφαση ημερομηνίας 20.12.2018 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 266/2012 ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ:

 

«...Όπως αναφέρεται στη Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 38:

 

″Η νομολογία μας έχει αναγνωρίσει ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως. (Βλ. Makrides v. Republic (1983) 3 C.L.R., 622, 632, Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996)3 Α.Α.Δ. 267, Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485, Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422).

 

Οι πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου 35(4) του Νόμου έχουν αναβαθμίσει σημαντικά την αξία των συστάσεων. Το άρθρο αυτό σε αντίθεση με το προϊσχύσαν του - άρθρο 44(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου 1967 (33/67) - απαιτεί αιτιολογημένες συστάσεις από το Διευθυντή.

 

Στην Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι η σημασία που αποδίδεται από το διοικητικό δίκαιο στις συστάσεις του Διευθυντή στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι κατά τη διαδικασία της επιλογής η Ε.Δ.Υ. λαμβάνει καθοδήγηση από λειτουργό ο οποίος βρίσκεται στην καλύτερη θέση να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης. Τονίζεται, επίσης, ότι ο Διευθυντής βρίσκεται σε μοναδική θέση για να συμβουλεύσει την Ε.Δ.Υ. επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφισταμένων του (βλ. και Ψωμά, πιο πάνω).

 

Όπως υποδεικνύεται πιο πάνω η ανάγκη για αιτιολόγηση της σύστασης του Διευθυντή πηγάζει από τη ρητή επιταγή του πιο πάνω άρθρου 35(4). Στην Στυλιανού κ.ά. ν. Χατζηκωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399, τονίζεται ότι σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι ο Προϊστάμενος του οικείου Τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασης του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψήφιους είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης.

 

Ωστόσο, με δεδομένα και νομολογιακώς σταθερά τα πιο πάνω περί της αυξημένης σημασίας δοθείσης συστάσεως υπέρ υποψηφίου, ταυτόχρονα και εξίσου σταθερά η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν έχει επιτρέψει την προσθήκη ή αφαίρεση από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων διαμέσου της σύστασης του προϊσταμένου. Οι συστάσεις του Διευθυντή πρέπει να εναρμονίζονται με τα στοιχεία των φακέλων διαφορετικά δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, διατηρούν δε την εγκυρότητα τους, όταν δεν αντιμάχονται τα στοιχεία των φακέλων (βλ. ΡΟΥΣΟΣ Ν. ΙΩΑΝΝΙΔΗ v. ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ κ.ά. v. ΑΓΓΕΛΗ κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161, ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗΣ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2000) 3 Α.Α.Δ. 145, ΣΟΛΩΜΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2001) 4(Β) Α.Α.Δ. 881). Στην απόφαση του (τότε) Ανώτατου Δικαστηρίου ημερομηνίας 29.11.2012 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 112/2008 ΝΙΚΟΣ ΑΤΤΑ κ.ά. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ λέχθηκαν, χαρακτηριστικά και τα εξής:

 

«Η διάσταση ως προς τις αρχές που μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, όντως χαρακτήριζε τη νομολογία μας και η οποία διάσταση δικαιολογημένα θα λέγαμε είχε δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς το ποιο είναι το ορθό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι συστάσεις του προϊσταμένου, με προεξάρχοντα ρόλο την προσωπική του άποψη, μπορούν να διαμορφωθούν, εξαλείφθηκε με την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695. Στην εν λόγω υπόθεση, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάμνοντας εκτενή αναφορά στη μέχρι τότε νομολογία μας, αφού επεσήμανε το γεγονός της διάστασης που χαρακτήριζε τη νομολογία μας επί του συγκεκριμένου ζητήματος και την «υποβόσκουσα», όπως την χαρακτηρίζει, αμφιβολία που δημιουργήθηκε, έθεσε το σχετικό πλαίσιο ως εξής:

 

"Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ' αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά."»

 

Η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν έχει επιτρέψει, με διαχρονική συνέπεια, ούτε την πρόκριση υποψηφίου στη βάση της φύσης των καθηκόντων που

του ανατέθηκαν στις προηγούμενες θέσεις που αυτός κατείχε, εις βάρος των συνυποψηφίων του, στους οποίους είχαν τυχόν ανατεθεί άλλης φύσεως καθήκοντα, είτε κατ' επίκληση ότι αυτά ήταν υποδεέστερα των καθηκόντων που ο επιλεχθείς ασκούσε, είτε ότι ήταν ολιγότερο σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης απ' αυτά που εκτελούσε ο συστηνόμενος. Αυτό, με το σκεπτικό ότι, η ανάθεση, αφαίρεση ή αναδιοργάνωση και η εκτέλεση καθηκόντων δεν εξαρτάται από τη βούληση και δεν αποτελεί επιλογή του ενδιαφερόμενου, αλλά ευθύνη και επιλογή των αρμόδιων διευθυντών του και η οποία, μάλιστα, έχει κριθεί από πολύ νωρίς στη νομολογία ότι δεν ελέγχεται δικαστικώς (βλ. ενδεικτικά, Chrystalla Yiallourou v. Republic (Minister of Interior and Another) (1976) 3 C.L.R. 214, Costea v. Republic (1983) 3 C.L.R. 115). Η μόνη εξαίρεση που έχει νομολογιακά θεωρηθεί αποδεκτή στον πιο πάνω κανόνα (αλλά σαφώς δεν είναι η ενώπιον μας)  αφορά στις περιπτώσεις, στις οποίες στον υπάλληλο ανατίθενται περιορισμένα καθήκοντα λόγω ανεπάρκειας του.

 

Ως επεξηγήθηκε και στην ΝΙΚΟΣ ΑΤΤΑ κ.ά., supra:

 

«Έχει νομολογηθεί ότι, με κάποιες εξαιρέσεις, η φύση των καθηκόντων που ανατίθενται σε υπάλληλο δεν αποτελεί νόμιμο κριτήριο για την προτίμηση υπαλλήλου έναντι συναδέλφου του, γιατί αυτό ισοδυναμεί ουσιαστικά με θυματοποίηση και άνιση μεταχείριση των υποψηφίων. (Βλ. Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145, στην οποία κρίθηκε ότι το είδος ή η φύση των καθηκόντων δεν αποτελούν νόμιμο μέτρο κρίσης της αξίας τους και Γεωργίου ν. Α.Η.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 674, στην οποία κρίθηκε ότι η ικανότητα

των υποψηφίων κρίνεται από την αντικειμενική αξία που εξάγεται από τις βαθμολογίες των εμπιστευτικών εκθέσεων. Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει στις υποθέσεις Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 249, Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρου (1997) 3 Α.Α.Δ. 540, Κούλη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 852, Κουρσάρος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 345, Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. (2009) 3 Α.Α.Δ. 362 και Νίκος Αττάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 55/2008, ημερομηνίας 18/1/2012).»

 

 

Στην Αλεξάνδρου, supra (βλ. ΝΙΚΟΣ ΑΤΤΑ κ.ά., supra) λέχθηκαν και τα εξής:

 

 

«Η Ελληνική νομολογία σταθερά ορίζει ότι οι διεκδικήσεις υπαλλήλου για προαγωγή δεν μπορεί να επηρεαστούν δυσμενώς από το γεγονός ότι ο κύκλος των καθηκόντων που του ανατίθεντο, μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας του, ήταν περιορισμένος. Αντίθετη θέση θα απέληγε σε θυματοποίησή του για λόγους ανεξάρτητους από την ετοιμότητα να εκτελέσει κάθε πτυχή των καθηκόντων της θέσης που κατέχει. (Βλ., Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελίδα 267). Επίσης, θα άφηνε στη διακριτική ευχέρεια του Προϊσταμένου την παροχή της πρέπουσας ευκαιρίας στους υπαλλήλους του Τμήματος να αποκτήσουν τα δέοντα για προαγωγή, γεγονός που θα είχε δυσμενείς προεκτάσεις στη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακολουθεί κατά γράμμα την Ελληνική νομολογία στο επίμαχο ζήτημα. (Βλ., Ανδρούλλα Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, Υπ. αρ. 524/88 - 31.8.1990, Ανδρόνικου Γεωργίου και Άλλοι ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπ. αρ. 1040/87 και 46/88 - 12.12.1990, Γρηγόρη Φιλιαστίδη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπ. αρ. 633/94 - 27.4.1995.)»

 

 

Μέτρο κρίσης της αξίας των υποψηφίων είναι η επάρκεια και αποτελεσματικότητα με την οποία ασκούν τα καθήκοντα τους, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές τους εκθέσεις και όχι η φύση ή το είδος της εργασίας που εκτελούν κατ' εντολή των ανωτέρων τους. (βλ. Papadopoulos v. R. (1982) 3 C.L.R. 1070, R. v. Papaonisiforou (1984) 3 C.L.R. 370 και απόφαση ημερομηνίας 20.6.1991 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 878 Αντώνιος Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας.

 

Ο υπάλληλος στον οποίο ανατέθηκαν περιορισμένα ή υποδεέστερα καθήκοντα δεν μπορεί να τίθεται σε μειονεκτική θέση έναντι συναδέλφου του στον οποίο παρασχέθηκε η ευκαιρία για πλήρη ανάπτυξη των ικανοτήτων του.

 

Ως αναφέρεται και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου τους Επικρατείας (1929-1959), εκεί σελίδα 357:

 

«(9) Αντιθέτως εκρίθη ότι δεν αποτελεί νόμιμον στοιχείον δυσμενούς κρίσεως ή απασχόλησις του υπαλλήλου εις ωρισμένα αποκλειστικώς καθήκοντα 1192 (58), 1349, 1414 (52), 447 (50), 248 (49), 2409 (46), 346 (43), 508 (42), το είδος τους υπό του υπαλλήλου κατόπιν εντολής τους προϊσταμένης αυτού υπηρεσίας ασκουμένης εργασίας: 1883 (58), 227, 228 (56), το ότι ούτος δεν ητήσατο τους ανατεθή αυτώ ωρισμένη υπηρεσία, εφ' όσον εκ του νόμου δεν προκύπτει τοιαύτη υποχρέωσις του υπαλλήλου αλλ' απόκειται εις την Διοίκησιν η τοποθέτησις αυτού: 447 (50). Τους ούτε το ότι ο υπάλληλος δεν διηύθυνεν ωρισμένην υπηρεσίαν ίνα εντεύθεν κριθή η ικανότης αυτού, διότι η Διοίκησις οφείλει να παρέχει εις τους υπ' αυτήν υπαλλήλους την ευκαιρίαν ν' αναπτύξωσι τας ικανότητος αυτών, αναθέτουσα εις τούτους την άσκησιν αρμοδιότητος αναλόγου τους τον βαθμόν αυτών: 2015 (49).»

 

Τέλος, στην Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ., supra υποδείχθηκε ότι:

 

 

«.οι αρχές τους χρηστής διοίκησης επιβάλλουν την ίση μεταχείριση των υποψηφίων για προαγωγή, αρχή η οποία απαιτεί την αξιολόγηση του κάθε υποψηφίου σύμφωνα με τα καθήκοντα τα οποία του ανατίθενται στο πλαίσιο του σχεδίου υπηρεσίας. Διαφορετικά, θα αφήνετο στη Διοίκηση να επαυξάνει τους πιθανότητες για προαγωγή υπαλλήλων που υπηρετούν στην ίδια θέση, ανάλογα με τα καθήκοντα τα οποία τους ανατίθενται (Βλ. Ioannides v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1089, 1095, Δρουσιώτη ν. Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2907, Στεφάνου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3004)

 

 

Όπως, τέλος, επαναεπιβεβαιώθηκε και στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 21.11.2023 στην Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 77/2017 ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΥΓΕΙΑΣ v. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΛΥΝΕΙΚΗΣ κ.α:

 

«΄Οπως δε ορθώς παρατηρεί η πλευρά του Εφεσείοντα, δεν είναι δυνατό η απόφαση αυτή του διορίζοντος οργάνου να συναρτάται ή να επηρεάζεται από τα καθήκοντα που μπορεί να ασκούσε στο παρελθόν ένας μεμονωμένος υποψήφιος.»

 

 

Όλα τα πιο πάνω νομολογηθέντα, εφαρμοζόμενα στην παρούσα συγκεκριμένη περίπτωση οδηγούν, αναπόδραστα κατά την κρίση μας, στο ακόλουθο αποτέλεσμα:

 

Η Αναπληρώτρια Διευθύντρια, με τη σύσταση της (βλ. ανωτέρω) αν και ορθώς ή, εν πάση περιπτώσει, εύλογα κατέληξε σε ευρήματα περί ισοδυναμίας των εδώ διαδίκων σε προσόντα και σε βαθμολογημένη αξία, καθώς και ορθώς διέγνωσε την υπεροχή σε αρχαιότητα της εδώ Εφεσείουσας ως προς το Ενδιαφερόμενο Μέρος, κατέληξε σε εισήγηση της δεύτερης προς πλήρωση της επίδικης θέσης για κανένα άλλο λόγο, τον οποίο να έχει επικαλεστεί προς υποστήριξη της προτίμησης της, παρά επικαλούμενη, εμμέσως πλην σαφέστατα, τη θέση που κατείχε το Ενδιαφερόμενο Μέρος ως υπεύθυνη του Τομέα Προσφορών και λαμβάνοντας υπόψη, ως οι σχετικές αναφορές της, «τα εξειδικευμένα καθήκοντα, την εμπειρία, τις γνώσεις και τις ικανότητες που απαιτεί η σχετική θέση», αυτά σε συνδυασμό με την αναφορά της Αναπληρώτριας Διευθύντριας ότι, «Στο Οργανόγραμμα της Διεύθυνσης Προσφορών Φαρμάκων υπάρχει θέση Ανώτερου Φαρμακοποιού υπεύθυνου Τομέα Προσφορών, η οποία παραμένει κενή.». Ταυτόχρονα, η Αναπληρώτρια Διευθύντρια ανέφερε στη σύσταση της ότι, η Εφεσείουσα «εργάζεται στο φαρμακείο του Νοσοκομείου Πάφου, όπου η υπεύθυνη είναι Ανώτερη Φαρμακοποιός.», αφήνοντας αβίαστα έτσι να εννοηθεί όχι μόνο ότι, το Ενδιαφερόμενο Μέρος έχει επαυξημένες (ένατι των ανθυποψηφίων της) ικανότητες, γνώση και εμπειρία, λόγω των καθηκόντων που εκτελούσε ως υπεύθυνη στον Τομέα Προσφορών, για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων της επίδικης θέσης (ενόψει και ότι υπάρχει κενή προς πλήρωση θέση Ανώτερου Φαρμακοποιού Υπεύθυνου Τομέα Προσφορών), αλλά και αντίθετα ότι, η Εφεσείουσα τέτοιες ικανότητες δεν κατείχε, διότι αυτή εργαζόταν στο φαρμακείο του Νοσοκομείου Πάφου. Αυτή, βρίσκουμε, είναι η κλασσική περίπτωση κριθείσας νομολογιακά ως παράνομης επαύξησης των πιθανοτήτων προαγωγής υποψηφίου (εδώ του Ενδιαφερόμενου Μέρους) ένεκα των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί, αλλά και εξίσου παράνομης απομείωσης των πιθανοτήτων επιλογής άλλου υποψηφίου (εδώ της Εφεσείουσας), ένεκα των καθηκόντων που σ' αυτήν είχαν ανατεθεί, τα οποία, εν πάση περιπτώσει και ως διαφαίνεται μέσα από τις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις τους, η Εφεσείουσα ασκούσε εξίσου επαρκώς και αποτελεσματικά, ως τα ασκούσε και το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Η πιο πάνω εμφανής παρανομία στην σύσταση της Αναπληρωτρίας Διευθύντριας συνιστά, ταυτόχρονα και μη νόμιμη ανάπλαση των στοιχείων των φακέλων, ενόψει του συγκεκριμένου συσχετισμού της αξίας προσόντων και αρχαιότητας μεταξύ των εδώ διαδίκων, τον οποίο ορθά, κατά τα άλλα, η Αναπληρώτρια Διευθύντρια κατέγραψε και σύμφωνα με τον οποίο, η Εφεσείουσα ήταν ισοδύναμη του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε προσόντα και αξία, ενώ υπερτερούσε έναντι αυτού σε αρχαιότητα. Η πιο πάνω κρίση μας καθιστά τη δοθείσα σύσταση, για τον λόγο που αναφέρθηκε, παράνομη. Ως, επίσης, προαναφέρθηκε (βλ. ανωτέρω νομολογία), η σύσταση, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι ουσιώδους σημασίας και, κατ' επέκταση, η λήψη της επίδικης απόφασης καθ' υπολογισμό και αυτής, μολύνθηκε (αναλόγως ουσιωδώς) στη νομιμότητα της, αφού πεπλανημένα, ως επεξηγήθηκε, λήφθηκε υπόψη η εν λόγω σύσταση ως νόμιμη. Υπενθυμίζεται ότι, η θεμελίωση ακόμα και ενδεχομένου πλάνης στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας (βλ. Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228, υιοθετηθείσα και στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 21.9.2023 στην Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 110/2016 ΓΕΩΡΓΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΟΥΤΣΟΦΤΑ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ). Όσον αφορά στην απαίτηση η πλάνη να είναι ουσιώδης, ως βρίσκουμε (ως προαναφέρθηκε) στην παρούσα περίπτωση να είναι, παραπέμπουμε στα αποφασισθέντα στην απόφαση ημερομηνίας 4.10.2021 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 10/2015 ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ:

 

«Επιλαμβανόμενο του λόγου τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως «όταν εγείρεται πλάνη, και έλλειψη δέουσας έρευνας - όπως στην παρούσα - αρκεί απλή πιθανολόγηση και όχι απόδειξη για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, αφού η ύπαρξη πλάνης ανατρέπει το βάθρο της αιτιολογίας (βλ. Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228)Ταυτόχρονα όμως συμφωνώ με την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ' ων η αίτηση ότι η πλάνη επιφέρει ακυρότητα μόνο όταν είναι ουσιώδης (βλ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 411) και το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο όντως η Επιτροπή υπέπεσε στα λάθη που της καταλογίζει ο αιτητής ως προς τα κριτήρια επιλογής και, εάν ναι, κατά πόσο τα λάθη αυτά είναι ουσιώδη και προσλαμβάνουν την καταλυτική σημασία που εισηγείται.

Ως προς το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, η απάντηση κατά την άποψη μου είναι θετική μόνο σ' ότι αφορά τη βαθμολογία του για το έτος 2005-2006, δηλαδή αντί η Επιτροπή να καταγράψει 39 μονάδες κατέγραψε 38.»

 

Κρίνουμε ως ορθή και επικροτούμε την πρωτόδικη κρίση πως η πλάνη της Επιτροπής για να είναι καταλυτικής σημασίας θα πρέπει να είναι ουσιώδης άλλως πως, αποτελεί παράλειψη, η οποία δεν επιδρά στην κρίση της, ούτε επιφέρει ακυρότητα, αλλά ούτε θα άλλαζε τη θέση του εφεσείοντα. (Σουρουλλά κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ, Α.Ε. 74/2013 ημερ. 10/10/2019).»

 

 

Στην απόφαση ημερομηνίας 1.11.2021 στην Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 11/2015 ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ v. ΔΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ κ.ά. αναφέρθηκαν και τα εξής:

 

«.της εξηγήθηκε στην Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 546:

 

«Δεδομένου ότι και η πιθανότητα πλάνης οδηγεί σε ακύρωση, αφού δεν μπορεί το Δικαστήριο να πιθανολογήσει ή να υποθέσει ποια θα ήταν η άποψη της διοίκησης, αν είχε ενώπιόν της τα ορθά δεδομένα, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να θεωρήσουμε ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και, κατ' επέκταση, η απόφαση της Επιτροπής είναι τρωτή, ως προϊόν ουσιώδους πλάνης, πλημμελούς έρευνας και έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας - (βλ. Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 ΑΑΔ 228)» »

 

 

Συνεπώς, για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, ο λόγος Έφεσης 1 επιτυγχάνει. Η δε επιτυχία του εν λόγω λόγου Έφεσης, οδηγεί σε επιτυχία και τον δεύτερο λόγο Έφεσης, αφού η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας λανθασμένα συνυπολόγισε ως νόμιμη την παράνομη, ως κρίνουμε, (ουσιώδη) σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας.

 

Ως εκ των ανωτέρω, η Έφεση επιτυγχάνει στην ολότητα της.

 

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, συμπεριλαμβανομένου και των εξόδων αυτής. Η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται, για τους ανωτέρω αναφερθέντες λόγους.

 

Επιδικάζονται έξοδα, πρωτόδικα και κατ' έφεση, ύψους 4000 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον της Εφεσίβλητης.

 

 

Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

 

Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο