ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.18/2021)
28 Νοεμβρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΕΜΠΟΡΙΟΥ,
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Εφεσείουσα,
v.
1. ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ «ΙΔΡΥΜΑ ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΟΥ ΛΑΝΙΤΗ ΛΤΔ»
2. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
3. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
4. ΑΘΗΝΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
Εφεσίβλητων.
--------------------
Κ. Παπαδοπούλου (κα), με Φ. Χριστοδούλου (κα) & Χ. Θεοδότου (κα) (ασκούμενες δικηγόρους), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείoυσα.
Μ. Κούρος-Λοῒζίδης, με Ε. Λοῒζου (κα), για Γ. Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από την υποφαινόμενη και με αυτή συμφωνεί ως προς το αποτέλεσμα ο Δικαστής Γ. Σεραφείμ, με δικό του σκεπτικό. Διϊστάμενη είναι η απόφαση του Δικαστή Δ. Λυσάνδρου που ακολουθεί.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Πλειοψηφίας)
ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Το Διοικητικό Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 22/12/2020, έκανε αποδεκτή την Προσφυγή Αρ. 1434/2016 και ακύρωσε το διάταγμα απαλλοτρίωσης το οποίο είχε δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 23/09/2016. Με το προαναφερόμενο διάταγμα είχε απαλλοτριωθεί αριθμός τεμαχίων, μεταξύ αυτών και μέρος του τεμαχίου αρ. 141, Φ/Σχ 55/42, ιδιοκτησίας των Εφεσίβλητων, με σκοπό τη δημιουργία Επιστημονικού Τεχνολογικού Πάρκου στο Πεντάκωμο, της Επαρχίας Λεμεσού.
Ειδικότερα, το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα από την Εφεσείουσα πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, κυρίως λόγω του μη επαρκούς και αβέβαιου προγραμματισμού απαλλοτρίωσης, κατά τρόπο ώστε κατέστη ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης.
Εναντίον της πρωτόδικης Απόφασης η Εφεσείουσα Δημοκρατία προβάλλει τέσσερις Λόγους Έφεσης.
Πρώτος Λόγος Έφεσης:
Με τον Πρώτο Λόγο Έφεσης, η Εφεσείουσα προβάλλει ότι, «Εσφαλμένα και/ή υπό πλάνη το Σεβαστό Δικαστήριο επιλήφθηκε της προσφυγής, καίτοι τα νομικά σημεία αυτής δεν δικογραφήθηκαν επαρκώς και/ή δεν πληρούσαν τις απαιτήσεις που θέτει ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (στο εξής «ο Κανονισμός») και/ή η επί του θέματος πάγια και διαχρονική νομολογία ως προς την ορθή δικογράφηση των λόγων ακύρωσης».
Οι Εφεσίβλητοι είχαν δικογραφήσει στην Αίτηση Ακύρωσής τους ότι:
«Η απόφαση των Καθ'ων η Αίτηση είναι άκυρη και παράνομη, διότι λήφθηκε [.] Δ. Χωρίς τη δέουσα έρευνα».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε δεκτό τον πιο πάνω λόγο και ακύρωσε το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης. Σημειώνεται ότι πρωτόδικα δεν προέβαλε η πλευρά της Εφεσείουσας ζήτημα ελλιπούς δικογράφησης, είτε στην Ένσταση της είτε στη γραπτή ή προφορική της αγόρευση.
Προς υποστήριξη των θέσεών της, η Εφεσείουσα παραπέμπει στις πιο κάτω αποφάσεις, οι οποίες θα τύχουν ανάλυσης (με έμφαση όπου απαιτείται).
(α) Μιχαήλ κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 112/2017, ημερομηνίας 19.3.2019.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να μην εξετάσει τον κύριο ισχυρισμό των Εφεσειόντων «περί κανονιστικής διάταξης που βρίσκεται εκτός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου (ultra vires)», καθώς επίσης και ζητήματος αντισυνταγματικότητας νόμου. Κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι στα νομικά σημεία «ουδεμία αναφορά έγινε στους Κανονισμούς και, δη, ότι αυτοί ήταν ultra vires», καθώς και ότι η δικογράφηση νομικών σημείων περί αντισυνταγματικότητας δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις που θέτει ο Κανονισμός 7. Η πρωτόδικη κρίση επικυρώθηκε κατ' έφεση.
(β) Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598.
Προέβαλε η προσφεύγουσα στη γραπτή της αγόρευση ισχυρισμούς που αφορούσαν στην παραβίαση των προνοιών του Νόμου 92(Ι)/2003 (Ελεύθερη Διακίνηση Ευρωπαίων Υπηκόων και των Μελών των Οικογενειών τους), καθώς και ζητήματος σε σχέση με τον όρο που τέθηκε στην άδεια παραμονής της. Οι ισχυρισμοί ενώ «δεν περιλαμβάνονταν στους νομικούς λόγους για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης» εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού υπέδειξε τη μη δικογράφηση και τις συνέπειες που επιφέρει, σημείωσε τα ακόλουθα:
«Κατ' αρχάς, όπως έχουμε υποδείξει, δεν ενδείκνυτο η εξέταση των δύο θεμάτων όπως τα ήγειρε ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης, στην αγόρευσή του πρωτοδίκως, αφού δεν καλύπτονταν επαρκώς από το νομικό σημείο 3 της προσφυγής, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, ήταν παντελώς αναιτιολόγητο και ασαφές. Πέραν τούτου, η αγόρευση δεν αποτελεί ούτε μέσο προσδιορισμού νέων επίδικων θεμάτων, ούτε μέσο έγερσης νέων λόγων ακύρωσης, εκτός εάν αυτοί μπορούν να εξεταστούν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Όμως ακόμα και αν θεωρηθεί ότι με την απλή αναφορά σε «πλάνη» στο νομικό σημείο 3 της προσφυγής, υπάρχει κάποια χαλαρή διασύνδεση με τα όσα στη συνέχεια διατύπωσε στη γραπτή αγόρευσή του ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης, και πάλιν διαφωνούμε, με κάθε σεβασμό, με την κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή. Για το λόγο ακύρωσης που αφορούσε στην πλάνη, δύο ήταν τα θέματα που εν πάση περιπτώσει ηγέρθηκαν πρωτοδίκως στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης: (α) πλάνη ως προς την έλλειψη αρμοδιότητας του κ. Πηλαβά και (β) έλλειψη δέουσας έρευνας σε σχέση με την ύπαρξη έγκυρου γάμου. Σε σχέση με το πρώτο θέμα, έγινε αναφορά στο Άρθρο 71 του Νόμου 92(Ι)/2003. Όμως καμιά άλλη διασύνδεση του πιο πάνω Νόμου δεν έγινε με άλλα ζητήματα και κατά την άποψή μας δεν έπρεπε η υπόθεση να κριθεί στη βάση του πιο πάνω Νόμου. Δεν υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου ένα τέτοιο επίδικο θέμα, αφού όχι μόνο δεν τέθηκε ως νομικό σημείο στην προσφυγή, αλλά ούτε και υπήρξε οποιαδήποτε αιτιολόγηση που έστω και χαλαρά να θεωρηθεί ότι εγείρει ένα τέτοιο ζήτημα. Ούτε στην γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης υπήρξε πρωτοδίκως οποιαδήποτε αναφορά (πλην του Άρθρου 71) στο ότι ο Νόμος εφαρμόζεται στην περίπτωση της Εφεσίβλητης και ότι η διοίκηση παρέβη συγκεκριμένες πρόνοιές του.
Ανεξάρτητα της μη δικογράφησης των συγκεκριμένων νομικών σημείων, που τελικά αφέθηκαν να κρίνουν την προσφυγή, διατηρούμε αμφιβολίες κατά πόσον ο συγκεκριμένος εναρμονιστικός Νόμος 92(Ι)/2003 εφαρμόζεται αυτόματα στην προκειμένη περίπτωση. Χωρίς να θέλουμε να αποφασίσουμε τελεσίδικα το θέμα, εφόσον δεν εγείρεται, σημειώνουμε ότι ακόμη και αν ο Νόμος εφαρμοζόταν στην περίπτωση συζύγου κύπριου πολίτη [.]».
(γ) Ζωή Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 178/18, ημερομηνίας 13/5/2024.
Αφορούσε λόγο ακύρωσης περί παραβίασης του Άρθρου 9 του Συντάγματος, τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αόριστο, καθότι οι αιτητές παρέλειψαν να τον υποστηρίξουν έτσι ώστε να διαφανεί ότι δεν είχαν απομείνει περιθώρια αξιοπρεπούς διαβίωσής τους. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και σημείωσε τα ακόλουθα:
«Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, υφίσταται τεκμήριο συνταγματικότητας των νόμων και το βάρος είναι στους προσφεύγοντες να αποδείξουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός( βλ. Investylia Ltd v. Ταμπουρή 2006 1 Β Α.Α.Δ 1325).
Για το σημαντικό ζήτημα της κατ' ισχυρισμό παράβαση της πιο πάνω συνταγματικής διάταξης, που σχετίζεται με την αξιοπρεπή διαβίωση τους, οι εφεσείοντες παρέλειψαν να θέσουν στην αίτηση ακύρωσης τους όλα εκείνα τα δεδομένα που να την υποστηρίζουν. Τα όσα έθεσαν ήταν γενικά, αόριστα, χωρίς εξειδίκευση σε πραγματικά δεδομένα που θα επέτρεπαν τον δικαστικό έλεγχο. Συνεπώς, ορθά έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης.»
(δ) Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012, ημερομηνίας 6/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:C344.
Αφορούσε το δικαίωμα ακρόασης και τους Κανόνες Λειτουργίας του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου, για τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποδείξει ότι δεν εγείρονταν στην Προσφυγή και δεν θα εξετάζονταν επειδή υπήρχαν πολύ γενικές αναφορές για παράβαση των γενικών αρχών διοικητικού δικαίου, με τρόπο που δεν δικαιολογούσαν την ενασχόληση του Δικαστηρίου με τα ζητήματα αυτά. Παρά ταύτα όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα ζητήματα και «έκρινε, έστω συνοπτικά, ότι το δικαίωμα ακρόασης [.]».
Κατ' έφεση, το Ανώτατο Δικαστήριο υπέδειξε ότι, δεν ήταν αρκετό να τεθεί στα νομικά σημεία της προσφυγής με γενικότητα η παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης κάτω από τη γενικότερη σφαίρα παραβίασης των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου. Κατέληξε ότι, «ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν καλύπτονταν τα θέματα, από τη δικογραφία, η δε απάντηση που έδωσε επ' αυτών ήταν εν πάση περιπτώσει ορθή».
Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι, προς υποστήριξη των θέσεών τους, παραπέμπουν στα νομολογηθέντα στην Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ 281, η οποία υιοθετήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.ά (2005) 3 Α.Α.Δ. 257.
Στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ευγενίου (ανωτέρω), απασχόλησε την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπό πενταμελή σύνθεση) το ζήτημα της ορθής δικογράφησης των προβαλλόμενων σε προσφυγή λόγων ακύρωσης. Ειδικότερα, αν ο λόγος ακύρωσης για την «προηγούμενη παράνομη διαδικασία» μπορεί να συμπεριλάβει και την αναρμοδιότητα του Γενικού Διευθυντή Υπουργείου να προβεί σε συστάσεις. Αφού έγινε αναφορά στις διατάξεις του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και παραπομπή στη μέχρι τότε νομολογία επί του θέματος (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281, Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1997) 4 Α.Α.Δ. 237, Γρηγορίου ν. ΑΗΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 728), η Ολομέλεια κατέληξε ότι, προβαλλόμενοι σε προσφυγή λόγοι ακύρωσης διοικητικής πράξης, δεν πρέπει να ερμηνεύονται μέσα στα δικά τους στενά πλαίσια. Μεταφέρεται το σχετικό απόσπασμα:
«Από τα πιο πάνω μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι λόγοι ακύρωσης μιας διοικητικής πράξης που προβάλλονται στην προσφυγή δεν πρέπει να ερμηνεύονται μέσα στα δικά τους στενά πλαίσια. Έτσι και στην παρούσα περίπτωση το νομικό πλαίσιο που αναφέρεται σε προηγούμενη παράνομη διαδικασία μπορεί να συμπεριλάβει και τον ισχυρισμό για την αναρμόδια ανάμειξη του Γενικού Διευθυντή στη διαδικασία πλήρωσης της θέσης, αντί του οικείου Προϊσταμένου.».
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούν και σχολιαστούν και οι πιο κάτω αποφάσεις του Νέου Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, στις οποίες τέθηκε το ζήτημα της δικογράφησης (με έμφαση όπου απαιτείται), έτσι ώστε να εξαχθούν ασφαλέστερα συμπεράσματα.
(α) Cypra Ltd και Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 11/2018, ημερομηνίας 01/12/2023.
Επρόκειτο για λόγους έφεσης που άπτοντο του λόγου ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αν και θεώρησε ότι δεν καλύπτεται ο λόγος ακύρωσης δικογραφικά, τον εξέτασε και τον απέρριψε. Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο θεώρησε ότι το ζήτημα της δικογράφησης, με δεδομένο ότι ο λόγος εξετάστηκε πρωτόδικα, μόνο ακαδημαϊκή σημασία θα είχε και δεν το εξέτασε. Έκρινε δε τελικά εύλογη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του πιο πάνω λόγου ακύρωσης. Μεταφέρεται το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Λόγοι ΄Εφεσης 1 και 2:
Οι λόγοι αυτοί άπτονται του λόγου ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Οφείλουμε, εν πρώτοις, να επισημάνουμε ότι, αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως δεν καλύπτεται δικογραφικά ο λόγος αυτός, προχώρησε στην εξέταση του, απορρίπτοντας τον. Συνεπώς, το μέρος του παραπόνου των Εφεσειόντων που αφορά τη δικογραφική ή μη κάλυψη του λόγου έχει μόνο ακαδημαϊκή σημασία και δεν θα εξεταστεί.».
(β) Αναφορικά με την Αίτηση της ΤΕΤΥΑΝΑ ΠΑΣΕΝΥΟΥΚ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ ν. Αναφορικά με την απόφαση του Εφετείου στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 100/2019, ημερομηνίας 20/2/2024, Αίτηση Αρ. 6/2024, ημερομηνίας 26/6/2024.
Το Εφετείο είχε κρίνει ότι ο ισχυρισμός περί ασυμβατότητας του Άρθρου 37(3) του περί Συντάξεως Νόμου του 1997 (Ν. 97(Ι)/1997) με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ «αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στην πρωτόδικη αγόρευση της Εφεσείουσας/Αιτήτριας, αλλά όχι στην πρωτόδικη αίτηση ακύρωσης» και άρα δεν ηγέρθη παραδεκτώς κατ' έφεση, παρά το ότι εξετάστηκε και απορρίφθηκε πρωτόδικα. Το ζήτημα που απασχόλησε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ήταν αν υπήρξε απόκλιση του Εφετείου από «πάγια νομολογία» για το κατά πόσο εκμηδενίζεται η δικαστική απόφαση από την παρατυπία στην πρωτόδικη διαδικασία και κατέληξε ως ακολούθως:
«Δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις, κάποιος να ισχυρισθεί πως πρόκειται για «πάγια νομολογία». Αντιθέτως πρόκειται για δύο γραμμές διαφορετικής προσέγγισης. Ενώ είναι πάγια η νομολογία που δεν επιτρέπει εξέταση λόγων ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν υπάρχει αντίστοιχη παγιωμένη γραμμή νομολογίας ότι αφής στιγμής λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ένα τέτοιο λόγο, το Εφετείο στο δευτεροβάθμιο του έλεγχο θα πρέπει να ασχοληθεί με τέτοιο θέμα».
(γ) Nestoras Hotels Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 169/2018, ημερομηνίας 20/3/2024.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υποδείξει ότι σε κανένα από τα σημεία της Αίτησης Ακύρωσης δεν ηγέρθη ισχυρισμός, ο οποίος προβλήθηκε μόνο στις γραπτές αγορεύσεις των Εφεσειόντων. Επαναβεβαιώθηκε η αρχή ότι «η μη δικογράφηση δεν μπορεί να οδηγήσει σε εξέταση» λόγου ακύρωσης, ενόψει του περιεχομένου του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962.
(δ) Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Μαρίας Κουτσελίνη-Ιωαννίδου, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 127/2016, ημερομηνίας 10/1/24.
Προβλήθηκαν λόγοι κατ' έφεση οι οποίοι δεν είχαν προβληθεί πρωτόδικα. Αναφέρθηκαν τα εξής:
«Παρεμβάλλουμε, χάριν ολοκληρωμένης θεώρησης, ότι όσα προώθησαν οι Εφεσείοντες διά επιστράτευσης του Άρθρου 7 του Περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1 [4] για τα περί φερόμενης (και οφειλόμενης) δικαστικής γνώσης του Διοικητικού Δικαστηρίου εν σχέσει προς τον Ν.43(ΙΙ)/13 (έστω στην απουσία ειδικής αναφοράς στο νομοθέτημα αυτό πρωτοδίκως εκ πλευράς Εφεσειόντων), δεν θα μπορούσαν κειμένως, τουλάχιστον υπό το πλέγμα γεγονότων της περίπτωσης, να υπερισχύσουν της αρχής στην οποία αναφερθήκαμε, αφού αυτά δεν κατέστησαν επίμαχα από τους Εφεσείοντες.
Τούτο, γιατί, ως προείπαμε, δεν ανέπτυξαν τις θέσεις αυτές (είτε στην Ένσταση είτε στη γραπτή τους αγόρευση, ή ακόμη στις προφορικές διευκρινίσεις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου την 7.11.16), τοσούτω δε μάλλον ευθέως κατά τα ισχύοντα δικονομικά (Αριστοκλέους ν Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 673, 677, Μιχαηλίδης ν Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 135, 140, Σωκράτους ν Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 440/98, ημ. 15.11.99).».
(ε) Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ολυμπίας Τσιγαρίδα, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 134/18, ημερομηνίας 5/6/2024.
Δεν περιλαμβάνονταν καν στους λόγους ακύρωσης οι λόγοι που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο να ακυρώσει την επίδικη απόφαση και ούτε συζητήθηκαν πρωτόδικα, γεγονός καθοριστικό για την έκβαση της έφεσης. Μεταφέρεται το σχετικό απόσπασμα:
«Πέραν τούτου, διαπιστώνουμε ότι οι λόγοι που οδήγησαν το Δικαστήριο να ακυρώσει την επίδικη απόφαση ήτοι η παράλειψη της διοίκησης να προβεί σε τελική αξιολόγηση της εφεσίβλητης και να λάβει τα μέτρα που προνοούνται στο άρθρο 30Α(3) του Νόμου, ως ετροποποιήθη δεν περιλαμβάνονται καν στους λόγους ακύρωσης της Αίτησης, ούτε αποτέλεσαν αντικείμενο προς συζήτηση στα πλαίσια της προσφυγής, γεγονός καθοριστικό για την έκβαση της έφεσης.».
(στ) Prana Co Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 20/18, ημερομηνίας 7/3/2024. Κρίθηκαν τα ακόλουθα:
«Τα πιο πάνω ζητήματα, περί Πρωτοκόλλου, δεν περιλαμβάνονται στους λόγους ακύρωσης της προσφυγής, ηγέρθηκαν για πρώτη φορά με την υπό κρίση έφεση και ως εκ τούτου δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης. Καθοδηγητική επί τούτου είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, A.E. 95/2012, ημερομηνίας 6.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου τονίσθηκε η ανάγκη ορθής δικογράφησης των νομικών ισχυρισμών με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.».
(ζ) Makhlouf κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 21/17, ημερομηνίας 10/09/2024.
Οι Εφεσείοντες είχαν εγείρει ότι η διοίκηση δεν προέβη σε έλεγχο αναλογικότητας πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και ισχυρίστηκαν ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν «προς το συμφέρον των παιδιών.» ». Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι πέραν του γεγονότος ότι δεν καλυπτόταν ο συγκεκριμένος λόγος στην Αίτηση Ακύρωσης, οι γενικές και αόριστες θέσεις «ηγέρθηκαν, για πρώτη φορά, στα πλαίσια της έφεσης». Παρατηρήθηκε επίσης, ότι ούτε είχε τεθεί τέτοιος ισχυρισμός στην αρμόδια Επιτροπή Έρευνας που είχε εξετάσει το θέμα. Έγινε επίσης παραπομπή στην Crown Resorts Ltd ν. Δήμου Παραλιμνίου (2012) 3 Α.Α.Δ. 174 (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 115/2009, ημερομηνίας 11/04/2012), στην οποία λέχθηκε ότι οι προβληθέντες λόγοι ακύρωσης «δεν έχουν εγερθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και συνεπώς» δεν μπορούσε το Δικαστήριο να ασχοληθεί με αυτούς.
(η) Φάρμα Α/φών Κωνσταντίνου Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 125/16, ημερομηνίας 14/11/2023.
Διαπιστώθηκαν παραλείψεις από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στη δικογράφηση, με παραπομπή και στην Έφεση Αρ. 19/17(ανωτέρω) και στην Shalaeva (ανωτέρω) και σημειώθηκαν τα εξής:
«Παρά το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε εν εκτάσει με τις πιο πάνω παραλείψεις εν τέλει ορθά αποφάνθηκε ότι σε ότι αφορά τα βοοειδή, οι εφεσείοντες δεν καθόρισαν ως προς το ποια ακριβώς ήταν η δέσμια αρμοδιότητα των εθνικών διοικητικών οργάνων της Κύπρου προς τους εφεσείοντες, που επιβαλλόταν από τον Κανονισμό ώστε να μπορεί να τίθεται ζήτημα παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ερμήνευσε τον σχετικό Κανονισμό και ορθά αποφάνθηκε ότι δεν υφίστατο οποιαδήποτε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από μέρους των εφεσιβλήτων που να αποτελεί αντικείμενο προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 1 και 3 απορρίπτονται.».
(θ) Δήμος Λευκωσίας ν. Κοινοπραξίας Cybarco Ltd- A. Aristotelous Construction Ltd, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.19/17, ημερομηνίας 31/10/2023.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εξετάσει λόγους ακυρότητας οι οποίοι δεν προβλήθηκαν δεόντως στην Αίτηση Ακύρωσης, οι οποίοι συναρτώντο με το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος. Κρίθηκε ότι:
«Στην προκείμενη περίπτωση, δεν ήταν αρκετό να τεθεί στα νομικά σημεία της αίτησης ακύρωσης, με γενικότητα, η παραβίαση των πιο πάνω αρχών, χωρίς καμία εξειδίκευση. Η εφεσίβλητη παρέλειψε να καθορίσει με ακρίβεια και πληρότητα, όπως απαιτεί ο Κανονισμός 7, σε τί συνίσταντο οι συγκεκριμένες παραβιάσεις που προβάλλονται στη νομική βάση. Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο λαθεμένα προχώρησε στην εξέταση των συγκεκριμένων λόγων, αφού όπως έχει ήδη επισημανθεί δεν υφίστατο η στοιχειώδης δικογράφηση στην αίτηση ακύρωσης και κατ' επέκταση η εφεσίβλητη παρέλειψε, ως όφειλε, να στοιχειοθετήσει το έννομο συμφέρον της ώστε, να νομιμοποιείται να εγείρει τα συγκεκριμένα ζητήματα.
Έτσι, ο λόγος έφεσης αρ. 5 ότι λαθεμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε λόγους ακυρότητας οι οποίοι δεν προβλήθηκαν δεόντως στην αίτηση ακύρωσης, επιτυγχάνει. Η πιο πάνω προσέγγιση δεν κατατάσσεται ως φορμαλιστική, όπως εν αντιθέσει αποφάνθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Χέυς ν. Φιλιππίδης, Έφεση αρ. 41/15, ημερ. 18.2.2020 με παραπομπή σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αντιθέτως, πρόκειται για ζήτημα ουσιαστικό αφού, όπως έχει ήδη επισημανθεί, ο προσφεύγων θα πρέπει να τεκμηριώσει ότι έχει έννομο συμφέρον για να νομιμοποιείται να προωθήσει την προσφυγή του.».
Έχοντας σκιαγραφήσει την επικρατούσα νομολογία επί του ζητήματος, δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε διάσταση της προηγούμενης νομολογίας επί του ζητήματος, όπως αυτή εκφράστηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ευγενίου (ανωτέρω), με τη νεότερη.
Και τούτο διότι, από τα όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, είναι πάγια η νομολογία που δεν επιτρέπει εξέταση λόγων ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής, αλλά όχι παγιωμένη γραμμή νομολογίας ότι, αν λανθασμένα εξετάστηκε ένας τέτοιος λόγος πρωτόδικα το Εφετείο πρέπει να ασχοληθεί με το θέμα (βλ. Αίτηση Αρ. 6/2024 - ανωτέρω).
Εν προκειμένω, έχει εγερθεί στο δικόγραφο της Προσφυγής ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης που αφορά το ζήτημα της έλλειψης δέουσας έρευνας, τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο με το υλικό και τα δεδομένα που είχε ενώπιόν του έκρινε ότι ήταν σε θέση να εξετάσει τη νομιμότητα της διοικητικής απόφασης, που σε τελική ανάλυση είναι το ζητούμενο. Σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε και πραγματεύτηκε για να εξαγάγει τα συμπεράσματά του σε σχέση με τον εγειρόμενο λόγο ακύρωσης περί ελλιπούς δέουσας έρευνας, την ακυρωτική απόφαση στην Αδάμος Αδαμίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1635/2007, ημερομηνίας 11/09/2009, που αφορούσε το προηγούμενο διάταγμα απαλλοτρίωσης ημερομηνίας 07/09/2007, στην ίδια περιοχή, για τη δημιουργία Επιστημονικού Τεχνολογικού Πάρκου και στην οποία είχε διαπιστωθεί ανεπαρκής έρευνα.
Σημειώνεται επίσης ότι, ουδέποτε τέθηκε οποιαδήποτε αμφισβήτηση για το ζήτημα της ελλιπούς δικογράφησης από την αντίπαλη πλευρά ή από το Δικαστήριο, έτσι ώστε κατ΄εφαρμογή των προνοιών του Κανονισμού 7Α του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 («7Α. Το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να διατάξη όπως έγγραφος πρότασις μη συμμορφούμενη προς τας πρόνοιας των κανονισμών 4, 5 και 7 διαγραφή, τροποποιηθή ή συμπληρωθή ούτως ώστε να συμμορφούται προς τους τοιαύτας προνοίας ή να εκδώσει οιανδήποτε άλλην διαταγήν την οποίαν ήθελε θεωρήσει αρμόζουσαν.»), να παρείχετο η δυνατότητα στους προσφεύγοντες να ζητήσουν την άδεια από το Δικαστήριο όπως τροποποιήσουν ή συμπληρώσουν την αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης.
Ούτε πρόκειται για ζήτημα που άπτεται παράβασης συνταγματικής διάταξης, που συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται συγκεκριμένα και επακριβώς στα δικόγραφα (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598).
Ούτε επίσης πρόκειται για λόγο ακύρωσης που άπτεται του έννομου συμφέροντος του προσφεύγοντος ως ζητήματος ουσίας, το οποίο θα πρέπει ο προσφεύγων να τεκμηριώσει για να νομιμοποιείται να προωθεί την προσφυγή του (βλ. Δήμος Λευκωσίας - ανωτέρω). Ούτε επίσης πρόκειται για ζήτημα που δεν ηγέρθη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στα πλαίσια της έφεσης (Makhlouf, Prana Co Ltd - ανωτέρω).
Πρόκειται για ζήτημα το οποίο οι προσφεύγοντες Εφεσίβλητοι δικογράφησαν στην Προσφυγή τους, ανέπτυξαν στη γραπτή και προφορική τους αγόρευση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποτέλεσε αντικείμενο προς συζήτηση και κατέστη επίμαχο ζήτημα (βλ. Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Μαρίας Κουτσελίνη-Ιωαννίδου - ανωτέρω).
Εν τέλει δε, υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων και υπό τα δεδομένα της περίπτωσης, εφόσον ο συγκεκριμένος δικογραφηθείς λόγος ακύρωσης εξετάστηκε και έγινε αποδεκτός από το πρωτόδικο Δικαστήριο, μόνο ακαδημαϊκή σημασία έχει η περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα της δικογράφησης, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στην Cypra Ltd (ανωτέρω).
Χωρίς να αναιρείται η υποχρέωση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων επί των οποίων βασίζεται μία Προσφυγή, όπως αυτή προνοείται στον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και έχοντας κατά νου ότι, όπως λέχθηκε στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή (ανωτέρω):
«Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης που άπτονται του θεμελίου της δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθούν αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και να αποτελέσουν λόγους ακύρωσης»,
ουδεμία διάσταση παρατηρείται μεταξύ της νεότερης νομολογίας με την παλαιότερη στο ζήτημα της oρθής δικογράφησης και της αιτιολόγησης των νομικών σημείων επί των οποίων εδράζεται μία Προσφυγή, αφού είναι υπό το πρίσμα των συγκεκριμένων δεδομένων και περιστατικών της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά, καθώς επίσης και της φύσης του συγκεκριμένου προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης που εξετάζεται η επάρκειά της, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υπάρχει παγιωμένη γραμμή νομολογίας ότι αφ' ης στιγμής εξετάστηκε πρωτόδικα τέτοιος λόγος, το Εφετείο θα πρέπει να ασχοληθεί με τέτοιο θέμα.
Για τους πιο πάνω λόγους απορρίπτεται η προδικαστική ένσταση της Εφεσείουσας και θα εξεταστεί η υπόθεση στην ουσία της.
Δεύτερος Λόγος Έφεσης:
Προβάλλεται από την Εφεσείουσα ότι, «Εσφαλμένα και/ή υπό πλάνη, το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο βάσισε τα ευρήματα του στην απόφαση Αδάμος Αδαμίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1635/2007, κρίνοντας ότι υπάρχει παραβίαση του δικαστικού δεδικασμένου και των διαπιστώσεων του ακυρωτικού Δικαστή στην ανωτέρω αναφερόμενη υπόθεση και/ή προβαίνοντας σε σύγκριση και/ή στάθμιση των ευρημάτων της ανωτέρω αναφερόμενης απόφασης με τις συνθήκες και/ή τα πραγματικά γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και/ή προβαίνοντας σε διαπιστώσεις ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι ίδιες πραγματικές συνθήκες, χωρίς να υπάρχει σχετικός δικογραφημένος λόγος ακύρωσης».
Στην Απόφασή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο προηγούμενο διάταγμα απαλλοτρίωσης ημερομηνίας 07/09/2007 στην ίδια περιοχή για τη δημιουργία Επιστημονικού Τεχνολογικού Πάρκου, το οποίο είχε με την απόφαση στην Αδάμος Αδαμίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1635/2007, ημερομηνίας 11/09/2009, ακυρωθεί λόγου μη επαρκούς δέουσας έρευνας. Σημειώνεται ότι η πιο πάνω απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε.
Εξετάζοντας τον ισχυρισμό των Εφεσίβλητων περί μη διενέργειας δέουσας έρευνας της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση, κατέληξε ως ακολούθως:
«Έχω την άποψη ότι παρόμοια με τα ως αμέσως ανωτέρω μπορούν να λεχθούν και όσον αφορά στην υπό κρίση περίπτωση, με αποτέλεσμα να υφίσταται και εν προκειμένω κενό έρευνας και/ή ζήτημα ελλιπούς και/ή μη διενέργειας της δέουσας έρευνας αναφορικά με τον σχεδιασμό και/ή προγραμματισμό πριν από την έκδοση της επίδικης πράξης απαλλοτρίωσης.
Μετά την απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής για παραμονή του ΕΤΠ στην ίδια περιοχή και την μετατόπιση της δεσμευθείσας γης ελαφρώς νοτιότερα, ως έχει εξηγηθεί πιο πάνω, μετά την απόφαση της ίδιας Επιτροπής αναφορικά με τη μέθοδο υλοποίησης του έργου με ενοικίαση γης σε Στρατηγικό Επενδυτή, καθώς και την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 29.7.2015 με την οποία εγκρίθηκε το Πλαίσιο Δημιουργίας και Λειτουργίας του ΕΤΠ, δεν προκύπτει, στη βάση των όσων έθεσαν ενώπιον μου οι συνήγοροι των δυο πλευρών, ποιες ενέργειες έχουν λάβει χώρα εκ μέρους της Διοίκησης που θα μπορούσε να λεχθεί ότι καθιστούν τον όλο προγραμματισμό της απαλλοτρίωσης επαρκή και βέβαιο. Τα δεδομένα εξακολουθούν να είναι εν πολλοίς τα ίδια με αυτά που ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης της πιο πάνω ακυρωτικής δικαστικής απόφασης: εξακολουθεί να παραμένει απαλλοτριωμένη μια πολύ μεγάλη έκταση γης, η οποία κρίθηκε αναγκαία για κάλυψη των διαχρονικών αναγκών ενός πράγματι φιλόδοξου και πολλαπλής φύσης έργου, με μόνη δεδομένη παράμετρο ότι όλα τα ερευνητικά και εργαστηριακά κέντρα στην Κύπρο θα ανεγερθούν, στο μέλλον, στα πλαίσια του έργου αυτού. Ωστόσο, από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ο απαιτούμενος σχεδιασμός και/ή ο προγραμματισμός οποιουδήποτε καινούριου έργου, ούτε και η ύπαρξη οποιασδήποτε αρχιτεκτονικής και χωροταξικής μελέτης των εγκαταστάσεων.
Νέο δεδομένο, βεβαίως, αποτελεί η απόφαση για υλοποίηση του έργου μέσω Στρατηγικού Επενδυτή. Ωστόσο, ενδεικτικό της αβεβαιότητας του όλου προγραμματισμού είναι το γεγονός ότι τέσσερα και πλέον χρόνια μετά τη δημοσίευση της επίδικης απαλλοτρίωσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δεν έχει ακόμη εξευρεθεί Στρατηγικός Επενδυτής για την υλοποίηση του έργου (ούτε και έχει τεθεί οτιδήποτε περί του αντιθέτου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου), ενώ και η απόφαση για μείωση της απαλλοτριωθείσας έκτασης και η μετατόπιση του έργου νοτιότερα στην ίδια περιοχή, «είναι αποκαλυπτική της αβεβαιότητας που περιβάλλει τη μορφή και την έκταση του έργου», όπως είχε διαπιστώσει και ο ακυρωτικός Δικαστής στην Αδάμος Αδαμίδης κ.α., ανωτέρω.
Περαιτέρω, δεν διαπιστώνω να έχει γίνει οποιαδήποτε τεχνοοικονομική μελέτη βιωσιμότητας, ενώ και η σχετική στρατηγική μελέτη περιβαλλοντικής εκτίμησης προκύπτει ότι χρήζει αναθεώρησης. Επ' αυτού γίνεται αναφορά κατωτέρω. Επιπρόσθετα, δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μου που να καταδεικνύει την εκπόνηση μελέτης για το απαιτούμενο οδικό δίκτυο ή μελέτης για την υδροδότηση του έργου.
Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, σαφώς και δεν μπορεί να γίνεται λόγος για επαρκή και βέβαιο προγραμματισμό του όλου έργου και, σε άμεση βεβαίως συνάρτηση, της επίδικης απαλλοτρίωσης. Πόσω δε μάλλον από τη στιγμή που δεν φαίνεται να έχει ακόμη εξευρεθεί, τουλάχιστον στη βάση των όσων έχουν θέσει οι συνήγοροι των δυο πλευρών ενώπιον μου, ο Στρατηγικός Επενδυτής για την υλοποίηση του έργου. Απαιτείτο, ωστόσο, η κατάρτιση και η διενέργεια ενός επαρκούς και βέβαιου προγραμματισμού, ιδιαίτερα ενόψει της φύσης και της έκτασης του έργου. Διαφορετική προσέγγιση αναπόφευκτα οδηγεί σε επίταση της αβεβαιότητας και ανασφάλειας, εφόσον, όπως λέχθηκε στην Αδάμος Αδαμίδης κ.α., ανωτέρω, θα επέτρεπε στη Διοίκηση «να προβαίνει σε απαλλοτριώσεις, τεραστίων μάλιστα εκτάσεων, στη βάση πολιτικών αποφάσεων για έργα τα οποία θα συγκεκριμενοποιούντο και θα εγίνοντο σε μεγάλο βάθος χρόνου».
Διαπιστώνεται από τα προαναφερθέντα, ότι ουδέποτε το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε τα αποφασισθέντα στην Αδάμος Αδαμίδης (ανωτέρω) ως δεδικασμένο το οποίο παραβιάστηκε στην υπό κρίση περίπτωση, αλλά ότι παρόμοια με τα εκεί αποφασισθέντα μπορούσαν να λεχθούν και στην εξεταζόμενη περίπτωση. Άρα δεν ετίθετο ζήτημα παραβίασης δικαστικού δεδικασμένου και συνεπώς τα όσα επικαλείται η πλευρά της Εφεσείουσας περί μη δικογράφησης στερούνται νομικού υπόβαθρου και απορρίπτονται.
Ούτε επίσης ευσταθεί η θέση της Εφεσείουσας, ότι υπό πλάνη το πρωτόδικο Δικαστήριο βάσισε τα ευρήματα του στην απόφαση στην Αδάμος Αδαμίδης (ανωτέρω).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στα γεγονότα που επακολούθησαν της πιο πάνω απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και διαπίστωσε ότι στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιόν του, δεν προέκυπτε ποιες ενέργειες έλαβαν χώρα εκ μέρους της διοίκησης, που θα μπορούσε να λεχθεί ότι κατέστησαν επαρκή και βέβαιο τον όλο προγραμματισμό του έργου. Τα δε δεδομένα, εξακολουθούσαν να είναι εν πολλοίς τα ίδια με αυτά που ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης στην Αδάμος Αδαμίδης (ανωτέρω).
Συνεπώς, δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε το μεμπτό στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε το ζήτημα, αφού κατά την ιστορική αναδρομή του στα γεγονότα της περίπτωσης, επεσήμανε τα όσα αφορούσαν το προηγούμενο διάταγμα απαλλοτρίωσης στην ίδια περιοχή, για τον ίδιο σκοπό καθώς και στα όσα είχαν δικαστικά κριθεί σε σχέση με τη νομιμότητα του προηγηθέντος διατάγματος απαλλοτρίωσης.
Συνεπώς απορρίπτεται ο Δεύτερος Λόγος Έφεσης.
Τρίτος και Πέμπτος Λόγος Έφεσης (Ο Τέταρτος Λόγος Έφεσης θεωρείται εγκαταλειφθείς, εφόσον δεν προωθήθηκε τελικά):
«Εσφαλμένα και/ή υπό πλάνη το σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο, σχημάτισε την κρίση του και/ή βάσισε τα ευρήματα του όσον αφορά την δέουσα έρευνα και/ή τον επαρκή και βέβαιο προγραμματισμό έργου, σε γεγονότα τα οποία έπονταν του ουσιώδους χρόνου, ήτοι του χρόνου καταχώρησης της προσφυγής».
«Εσφαλμένα και/ή υπό πλάνη το σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν διεξήχθη η δέουσα και/ή επαρκής έρευνα και/ή ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για επαρκή και/ή βέβαιο σχεδιασμό του έργου».
Λόγω της συνάφειάς τους, οι λόγοι έφεσης θα τύχουν ενιαίας αντιμετώπισης.
Προς υποστήριξη της θέσης της ότι διεξήχθη η δέουσα έρευνα, η Εφεσείουσα αναφέρεται σε ανάκληση προηγούμενου διατάγματος απαλλοτρίωσης και έκδοση του επίδικου, καθώς επίσης και σε ενέργειες της διοίκησης που πραγματοποιήθηκαν με σκοπό την εξεύρεση Στρατηγικού Επενδυτή, ο οποίος θα αναθεωρούσε συγκεκριμένα κεφάλαια της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικής Εκτίμησης του σχεδίου της περιοχής. Τονίζει δε την πολυπλοκότητα του έργου και την ιδιαιτερότητα της φύσης του. Όλα τα πιο πάνω, κατά την Εφεσείουσα, δεν συνοπολογίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση της Εφεσείουσας για υλοποίηση του έργου μέσω Στρατηγικού Επενδυτή. Περαιτέρω διαπίστωσε ότι δεν είχε γίνει οποιαδήποτε τεχνοοικονομική μελέτη βιωσιμότητας. Επίσης, ότι τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του δεν κατεδείκνυαν την εκπόνηση μελέτης για το απαιτούμενο οδικό δίκτυο ή μελέτης για την υδροδότηση του έργου. Γίνεται επίσης αναφορά σε επιστολή που η Εφεσείουσα παρουσίασε, μεταγενέστερη του ουσιώδους χρόνου, που όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «απαραδέκτως» η Εφεσείουσα επιχείρησε να εισαγάγει ως μαρτυρία, στην οποία αναφέρεται η ανάγκη αναθεώρησης της Στρατηγικής μελέτης Περιβαλλοντικής Εκτίμησης, καθώς επίσης και ότι γίνονται προσπάθειες για εξεύρεση επενδυτή. Αναφέρθηκε επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο σε κατάρτιση και διενέργεια επαρκούς και βέβαιου προγραμματισμού «ιδιαίτερα ενόψει της φύσης και έκτασης του έργου» και κατέληξε ως ακολούθως:
«Τα πιο πάνω συνηγορούν υπέρ της διαπίστωσης περί απουσίας ενός βέβαιου και επαρκούς σχεδιασμού και/ή προγραμματισμού του έργου και της απαλλοτρίωσης, δεικνύοντας ότι πράγματι εξακολουθούν να υπολείπονται πολλά προκειμένου ο όλος προγραμματισμός να καταστεί επαρκής.
Εν πάση δε περιπτώσει, τονίζεται ότι ο χαρακτηρισμός και η αξιολόγηση του προγραμματισμού και/ή σχεδιασμού ενός τόσο μεγάλου και φιλόδοξου έργου ως επαρκούς και βέβαιου δεν θα κριθεί και δεν μπορεί να κριθεί μόνο από την διενέργεια περιβαλλοντικής μελέτης, η οποία, ούτως ή άλλως, ως οι ίδιοι οι καθ' ων η αίτηση αναφέρουν, χρήζει αναθεώρησης σε σημαντικό βαθμό, αλλά από σωρεία ενεργειών και παραγόντων, ως αυτά που έχουν εκτεθεί πιο πάνω και τα οποία δεν φαίνεται να έχουν γίνει.
Ούτε και έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μου από τους καθ' ων η αίτηση, είτε δια της ενστάσεως, είτε δια της αγορεύσεως του δικηγόρου τους, είτε ακόμη δια σχετικής παραπομπής στους οικείους διοικητικούς φακέλους, που να συνηγορεί υπέρ του αντιθέτου και να στοιχειοθετεί, μέσω της διενέργειας συγκεκριμένων ενεργειών, την ύπαρξη ενός τέτοιου προγραμματισμού. Επαναλαμβάνω στο σημείο αυτό, ότι κατά πάγια νομολογία, δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου, προκειμένου αυτό να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου στερείται δέουσας έρευνας ή αιτιολογίας ή αν, αντιθέτως, μια τέτοια έρευνα έλαβε χώρα και ήταν η σχετική αιτιολόγηση λογικά εφικτή».
Κρίνονται εύλογες οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου χωρίς να παρίσταται ανάγκη εφετειακής παρέμβασης, λαμβανομένου υπόψη ότι σύμφωνα με τη νομολογία, προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης είναι, μεταξύ άλλων, το περιεχόμενο της μελέτης που οδηγεί στην έκδοση του διατάγματος απαλλοτρίωσης. Εν προκειμένω, δεν φαίνεται η Εφεσείουσα να παρουσίασε ολοκληρωμένη μελέτη αναφορικά με τον σκοπό της απαλλοτρίωσης με παραπομπή στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, τα οποία βρίσκονταν ενώπιόν της κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Χαρακτηριστικό για το ζήτημα της αναγκαιότητας ύπαρξης μελέτης πριν την έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Χωματένος ν. Δήμου Ιδαλίου (2009) 3 Α.Α.Δ. 13:
«Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Καραολή ν. Υπουργείου Εσωτερικών (2004) 3 Α.Α.Δ. 76:
«. οι σκοποί που αναφέρονται στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης εξετάζονται μαζί με, και επηρεάζονται και από, άλλους παράγοντες όπως το περιεχόμενο της μελέτης που οδηγεί στο επίδικο Διάταγμα. Μια τέτοια μελέτη ή σχέδιο, σύμφωνα με τη νομολογία, αποτελεί και προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος απαλλοτρίωσης. (Glyki v. Municipal Corporation of Famagusta (1967) 3 C.L.R. 677).»
Περαιτέρω, στη Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών (1998) 3 Α.Α.Δ. 307, αναφέρθηκε ότι η διοίκηση δεν προχωρά σε απαλλοτρίωση «... προτού εξετάσει τα σχέδια του έργου που δείχνει τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες του έργου για το οποίο γίνεται η απαλλοτρίωση .. Η απαλλοτριούσα αρχή έχει την υποχρέωση να εξετάζει τις δυνατότητες πραγμάτωσης του σκοπού της απαλλοτρίωσης και μέσα σε αυτά τα πλαίσια επιβάλλεται η ετοιμασία μιας ολοκληρωμένης μελέτης.».
Πρόσθετα, όπως αναφέρεται στον Τάχο: «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» 7η έκδ. 2003 σελ. 901, παρ. 158, δεν επαρκεί για τη νομιμότητα της πράξης, η απλή μνεία του σκοπού που από το νόμο θεωρείται ως δημοσίας ωφελείας, αλλά χρειάζεται εμπεριστατωμένη μελέτη από την οποία να προκύπτει η ανάγκη της απαλλοτρίωσης. (δέστε και το σύγγραμμα του Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος ΙΙ, 12η έκδ., 2006, σελ. 144, παρ. 517).
Όπως έχει αναφερθεί και πολύ πρόσφατα στην Ολυμπία Πιερίδη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 543, η επιλογή της γης, η προώθηση της απαλλοτρίωσης και η κρίση της αρμοδίας αρχής σε σχέση με την αναγκαιότητα του έργου, αποτελούν θέματα, κατ΄ εξοχήν διοικητικά, στα οποία κατά κανόνα δεν επεμβαίνει το Δικαστήριο. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί υποχρέωση της απαλλοτριούσας αρχής προτού προχωρήσει στη λήψη της απόφασης για απαλλοτρίωση, να έχει και διαθέσιμη ολοκληρωμένη μελέτη αναφορικά προς το σκοπό της απαλλοτρίωσης».
(βλ. επίσης Κική Είκοσι, ως διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιώσασας Πίτσας Είκοσι κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 42/2017, ημερομηνίας 10/04/2024).
Κατά συνέπεια κρίνονται αβάσιμοι οι συναφείς Λόγοι Έφεσης.
Για τους πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη Απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται 3.500 ευρώ (πλέον Φ.Π.Α.) έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Κρίσιμα γεγονότα για τους σκοπούς της παρούσης αποφάσεως συνιστούν τα ακόλουθα:
Στο δικόγραφο της Προσφυγής Αρ. 1434/2016 οι Εφεσίβλητοι παρέθεσαν, ως λόγο ακυρώσεως της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, μεταξύ άλλων και τον εξής:
«Η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση είναι άκυρη και παράνομη, διότι λήφθηκε [...]
Δ. Χωρίς τη δέουσα έρευνα.».
Από την Εφεσείουσα δεν εγέρθηκε πρωτόδικα οποιοδήποτε ζήτημα μη δέουσας δικογράφησης, είτε του ανωτέρω λόγου ακύρωσης, είτε οποιουδήποτε άλλου που προβλήθηκε. Ούτε τέτοιο ζήτημα εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτεπάγγελτα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τον ισχυρισμό των Εφεσίβλητων σε σχέση με την έλλειψη δέουσας έρευνας, προφανώς υπό το πρίσμα που αυτός αναπτύχθηκε στις γραπτές αγορεύσεις των Εφεσίβλητων, τον έκρινε βάσιμο και ακύρωσε, γι' αυτόν τον λόγο, την επίδικη διοικητική απόφαση, μη εξετάζοντας, ενόψει αυτής της κρίσεως του, οτιδήποτε περαιτέρω.
Με δεδομένα ως ανωτέρω, η Εφεσείουσα, με τον πρώτο λόγο Έφεσης της, εγείρει για πρώτη φορά ζήτημα μη δέουσας δικογράφησης του λόγου ακύρωσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας και, άρα, λανθασμένης εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου ενασχόλησης του με αυτόν και, κατ' επέκταση, λανθασμένης κατάληξης του να τον αποδεχθεί ως βάσιμο.
Δύο είναι, από την οπτική γωνία που προσεγγίζω το ζήτημα, τα κρίσιμα ερωτήματα προς απάντηση:
1. Πληροί η συγκεκριμένη δικογράφηση του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας (βλ. ανωτέρω) τις απαιτήσεις της νομολογίας περί του θέματος, ήτοι της πλήρους αιτιολόγησης του;
2. Αν ήθελε κριθεί ότι αυτή δεν τις πληροί, επηρεάζει, ως προς την κατάληξη σε σχέση με τον προβαλλόμενο πρώτο λόγο Έφεσης, το γεγονός ότι το Δικαστήριο εξέτασε, παρά ταύτα, τον εν λόγω λόγο ακύρωσης και εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση στη βάση των ευρημάτων του, κατόπιν τέτοιας εξέτασης;
Όσον αφορά στο πρώτο πιο πάνω ερώτημα, η απάντηση μου είναι αρνητική, έχοντας υπόψη και υπάγοντας τα δεδομένα της υπό εξέταση περίπτωσης στις απαιτήσεις της νεότερης, αυστηρότερης, ομολογουμένως, σε σχέση με παλαιότερη, νομολογίας περί του θέματος, ως αυτή έχει εκτεθεί (και) από τον δικαστή Λυσάνδρου, Δ. Επ' αυτού του ζητήματος, ας μου επιτραπούν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:
-Ανεξαρτήτως της όποιας τυχόν χρησιμότητας ή αξίας θα είχε η παράθεση άποψης ή/ και επιχειρημάτων ως προς το ποια νομολογία, η παλαιότερη ή η νεότερη, θα ήταν προτιμητέο να ακολουθείται, γεγονός παραμένει ότι, το παρόν Δικαστήριο δεσμεύεται αυστηρά από τη νεότερη απόφαση ή αποφάσεις ανώτερου του Δικαστηρίου, κατ' εφαρμογή των παραμέτρων του κανόνα stare decisis, (βλ. ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (1998) 3 Α.Α.Δ. 490 και πολλές μεταγενέστερες.).
-Έχοντας υπόψη τον ανωτέρω κανόνα και κατ' εφαρμογή του, η νεότερη νομολογία περί του θέματος (βλ. παραπομπές στο σκεπτικό Λυσάνδρου, Δ.), δεν περιορίζεται, κατά την κρίση μου, μόνο στις περιπτώσεις της παντελούς έλλειψης δικογράφησης λόγου ακυρώσεως (πάντα, εννοείται, τέτοιου που δεν εξετάζεται αυτεπάγγελτα, ως είναι και η παρούσα περίπτωση), αλλά εκφέρει (δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο) κρίση και για τις περιπτώσεις της μη πλήρους ή επαρκούς δικογράφησης του. Επίσης, η νεότερη νομολογία δεν προκύπτει να εξαιρεί οποιουσδήποτε λόγους ακυρώσεως, συμπεριλαμβανομένου και του εδώ υπό εξέταση, από την αναγκαιότητα πλήρους δικογράφησης τους, με την παρατήρηση, βέβαια, ότι, σε περίπτωση έγερσης ισχυρισμών περί αντισυνταγματικότητας ή ανάλογης αυτών σπουδαιότητας, τέτοια απαίτηση πλήρους δικογράφησης εξετάζεται, κατά τη νομολογία, έτι αυστηρότερα.
Όσον αφορά στο δεύτερο ερώτημα, η απάντηση μου είναι καταφατική, κατ' εφαρμογή και πάλιν της αρχής stare decisis και της υποχρέωσης του παρόντος Δικαστηρίου να ακολουθεί την τελευταία, χρονικά, απόφαση ανώτερου του Δικαστηρίου. Και εξηγώ:
Στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 1.12.2023 στην Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.11/2018 CYPRA LTD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως κ.α. εκφράστηκε, κατά την αντίληψη μου, η θέση ότι, άπαξ το πρωτόδικο Δικαστήριο επεισήλθε και αποφάνθηκε επί λόγου ακυρώσεως επί της ουσίας του, ακόμη και αν δεδηλωμένα είχε θεωρήσει αυτόν ως μη επαρκώς δικογραφημένο, η έγερση σε δευτεροβάθμιο επίπεδο του ζητήματος κατά πόσο ο εν λόγω λόγος ακύρωσης δεόντως δικογραφήθηκε συνιστά, πλέον, ακαδημαϊκό ζήτημα, μη εξεταζόμενο. Παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα της εν λόγω απόφασης, για του λόγου το ασφαλές:
«Οι λόγοι αυτοί άπτονται του λόγου ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Οφείλουμε, εν πρώτοις, να επισημάνουμε ότι, αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως δεν καλύπτεται δικογραφικά ο λόγος αυτός, προχώρησε στην εξέταση του, απορρίπτοντας τον. Συνεπώς, το μέρος του παραπόνου των Εφεσειόντων που αφορά τη δικογραφική ή μη κάλυψη του λόγου έχει μόνο ακαδημαϊκή σημασία και δεν θα εξεταστεί.»
Ακολούθησε έξι, περίπου, μήνες μετά και, συγκεκριμένα, στις 26.6.2024, η απόφαση (πλειοψηφίας) του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου συνερχόμενου ως Ολομέλεια στην Αίτηση Αρ. 6/2024 ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΤΕΤΥΑΝΑ ΠΑΣΕΝΥΟΥΚ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ v. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 100/2019, ΗΜΕΡ. 20.02.2024. Σ' αυτήν η πλειοψηφία, εξετάζοντας στα συγκεκριμένα γεγονότα της περίπτωσης και για σκοπούς ανάληψης ή μη δικαιοδοσίας από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ως τριτοβάθμιο, τη σχέση (κυρίως) μεταξύ της προσέγγισης στην Γεώργιος Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 135 και της νεότερης Γιασουμή ν. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 27 τοποθετήθηκε-δεσμευτικά για το παρόν Δικαστήριο- ότι, δεν υφίσταται πάγια νομολογία επί αυτού του ζητήματος. Ανέφερε, συγκεκριμένα, με δική μου υπογράμμιση και τονισμό:
«Δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις, κάποιος να ισχυρισθεί πως πρόκειται για «πάγια νομολογία». Αντιθέτως πρόκειται για δύο γραμμές διαφορετικής προσέγγισης. Ενώ είναι πάγια η νομολογία που δεν επιτρέπει εξέταση λόγων ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν υπάρχει αντίστοιχη παγιωμένη γραμμή νομολογίας ότι αφής στιγμής λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ένα τέτοιο λόγο, το Εφετείο στο δευτεροβάθμιο του έλεγχο θα πρέπει να ασχοληθεί με τέτοιο θέμα.»
Το ζήτημα απολήγει, στο κατά πόσο σε νεότερη απόφαση ή αποφάσεις του ίδιου του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ακολουθήθηκε ευκρινώς και σαφώς διαφορετική προσέγγιση απ' αυτήν στην CYPRA LTD, supra, η οποία έστω και αν δεν δύναται αυτή να χαρακτηριστεί ως παγιωμένη γραμμή νομολογίας, κατά την απόφαση στην Αίτηση Αρ. 6/2024, supra, ως κατά την οπτική μου αυτή ερμηνεύεται, δεν παύει, σε περίπτωση μη νεότερης υιοθέτησης άλλης γραμμής, να είναι δεσμευτική για κατώτερα δικαστήρια ως το παρόν Δικαστήριο, ως επεξηγήθηκε ανωτέρω.
Η απάντηση μου είναι στο πιο πάνω ερώτημα αρνητική.
Συγκεκριμένα, χρήζουν σχολιασμού, εν σχέση με το πιο πάνω ερώτημα, οι ακόλουθες αποφάσεις:
Η απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 13.5.2024 (ήτοι έξι, περίπου, μήνες μεταγενέστερα της απόφασης στην CYPRA LTD) στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 178/2018 Χριστοδουλίδου v. Δημοκρατίας, αφορούσε περίπτωση στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε εκ προοιμίου, ως γενικό και αόριστο, λόγο ακύρωσης που δεν είχε, ως κρίθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, δεόντως δικογραφηθεί και όχι, όπως στην περίπτωση της CYPRA LTD, supra, που το εκεί πρωτόδικο δικαστήριο όχι μόνο τον εξέτασε στην ουσία του, αλλά και τον αποδέχθηκε. Για του λόγου το ασφαλές, παραπέμπω στη σχετική περικοπή από την εν λόγω απόφαση, στην οποία το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, αφού παρέθεσε εκτενώς τη νομολογία περί της αναγκαιότητας πλήρους δικογράφησης των λόγων ακυρότητας (σημειώνεται ότι, εκεί το ζήτημα αφορούσε δικογράφηση αντισυνταγματικότητας και, κατά συνέπεια, οι απαιτήσεις πλήρους δικογράφησης είναι ακόμη πιο αυστηρές) σημείωσε τα ακόλουθα, με δικές μου υπογραμμίσεις:
«Στην υπό εξέταση περίπτωση, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι:
«Ο λόγος αυτός ακυρώσεως θα πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου ως αόριστος, καθότι οι αιτητές παρέλειψαν να υποστηρίξουν αυτόν με αναφορές στα πραγματικά τους δεδομένα πριν και μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης, ώστε να διαφανεί κατά πόσο οι επίδικες αποκοπές ευθύνονταν για την επέλευση των κατ' ισχυρισμό τόσο δραστικών μειώσεων στις απολαβές των αιτητών ώστε τα εναπομείναντα μηνιαία ποσά να μην επαρκούσαν (εννοείται για καθένα από τους αιτητές και τους εξαρτωμένους τους) ώστε να διαβιούν αξιοπρεπώς. Εναπόκειτο στους 211 αιτητές να προσκομίσουν στο Δικαστήριο και να επικαλεστούν, ο καθένας από αυτούς, τα πραγματικά τους δεδομένα ως προς τις οικονομικές τους υποχρεώσεις, για να υποστηρίξουν πως δεν απέμειναν περιθώρια αξιοπρεπούς διαβιώσεως, για την ευημερία τους και την κάλυψη των προσωπικών και πνευματικών τους αναγκών. (Βλ. απόφαση ΕΔΔΑ, Κουφάκης κατά Ελλάδας, υπόθ. αρ. 57665/12, ημερομηνίας 7/5/2013,§ 45-47)».
Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, υφίσταται τεκμήριο συνταγματικότητας των νόμων και το βάρος είναι στους προσφεύγοντες να αποδείξουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός( βλ. Investylia Ltd v. Ταμπουρή 2006 1 Β Α.Α.Δ 1325). Για το σημαντικό ζήτημα της κατ' ισχυρισμό παράβαση της πιο πάνω συνταγματικής διάταξης, που σχετίζεται με την αξιοπρεπή διαβίωση τους, οι εφεσείοντες παρέλειψαν να θέσουν στην αίτηση ακύρωσης τους όλα εκείνα τα δεδομένα που να την υποστηρίζουν. Τα όσα έθεσαν ήταν γενικά, αόριστα, χωρίς εξειδίκευση σε πραγματικά δεδομένα που θα επέτρεπαν τον δικαστικό έλεγχο. Συνεπώς, ορθά έπραξε το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης.
Ούτε, η απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 10.9.2024 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 21/2017 Makhlouf κ.ά. v. Δημοκρατίας, κατά την κρίση μου, προσομοιάζει στα πραγματικά της περιστατικά με αυτά της απόφασης CYPRA LTD, supra. Η Makhlouf, supra αφορούσε περίπτωση, στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο (σε αντίθεση με τα δεδομένα της CYPRA LTD, supra) δεν είχε ασχοληθεί καν με συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης στην απόφαση του, πόσω μάλλον να αποφάνθηκε επί τούτου, ο οποίος κρίθηκε από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ως μη επαρκώς δικογραφημένος, λόγω γενικότητας και αοριστίας. Αναφέρθηκαν, χαρακτηριστικά, τα εξής, με δικές μου υπογραμμίσεις και τονισμό:
«Οι εφεσείοντες εγείρουν και θέμα παράβασης της αρχής της αναλογικότητας, λόγος έφεσης 10. Προβάλλουν τη θέση ότι η διοίκηση δεν προέβη σε «έλεγχο αναλογικότητας» πριν τη λήψιν της προσβαλλομένης απόφασης και δεν έλεγξε τις συνέπειες της προσβαλλομένης απόφασης στους εφεσείοντες 2 μέχρι 6................................................................................................
..................................................................................................
Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 7 προβάλλεται η θέση ότι οι εφεσείοντες «.στερήθηκαν την ιδιότητα του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ενώ στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 10, ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο η προσβαλλομένη απόφαση ήταν «.προς το συμφέρον των παιδιών, δεδομένου ότι οι εφεσείοντες 3 μέχρι 6, ήταν ανήλικοι».
Πρόκειται για θέσεις διατυπωμένες με γενικό και αόριστο τρόπο, χωρίς να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία γιατί η στέρηση από τους εφεσείοντες της ιδιότητας του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τους επηρέασε δυσμενώς ιδιαίτερα τους ανήλικους, εφεσείοντες 3 μέχρι 6.»
Ανεξαρτήτως τούτου, διαπιστώνουμε ότι αυτές οι γενικές και αόριστες θέσεις, ηγέρθηκαν, για πρώτη φορά, στα πλαίσια της έφεσης δεν καλύπτονται από την Αίτηση στην προσφυγή και ως εκ τούτου δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης (Βλέπετε Crown Resorts Ltd v. Δήμου Παραλιμνίου (2012) 3 Α.Α.Δ. 174). Στην Αίτηση γίνεται αναφορά στην παραβίαση «των αρχών της αναλογικότητας», ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι «δυσανάλογα επαχθής και ή ακατάλληλη», χωρίς όμως να τίθονται οποιαδήποτε στοιχεία προς υποστήριξη των πιο πάνω θέσεων. Δεν διευκρινίζεται με ποιο τρόπο η προσβαλλομένη απόφαση ήταν επαχθής και ή ακατάλληλη για τους εφεσείοντες.»
Σημειώνεται ότι η Crown Resorts Ltd, supra, στην οποία η πιο πάνω απόφαση παραπέμπει, επίσης διαφέρει από την περίπτωση της CYPRA LTD, supra, αφού αφορούσε σε περίπτωση έγερσης νέων λόγων ακύρωσης κατ' έφεση, που δεν είχαν εγερθεί πρωτόδικα. Για του λόγου το ασφαλές, παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω δικαστική απόφαση, με δικές μου υπογραμμίσεις:
«Την απορριπτική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου οι εφεσείοντες προσέβαλαν με την παρούσα έφεση. Με τα επιχειρήματά τους, όπως αυτά εμφαίνονται στο περίγραμμα αγόρευσής τους, εγείρουν, λίγο πολύ, τους ίδιους λόγους ακύρωσης, που ήγειραν πρωτοδίκως, αλλά και νέους.
Με τον τέταρτο και πέμπτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η πρωτόδικη απόφαση παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο και δη το ΄Αρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης που προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα, αφού η επιβολή διπλής φορολογίας αντίκειται στο θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας που προστατεύεται τόσο από τη Συνθήκη, όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Υποστηρίζουν, ακόμα, ότι η πρωτόδικη απόφαση παραβιάζει το ΄Αρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Ατομικών Ελευθεριών, όπως έχει τροποποιηθεί από το Πρωτόκολλο 11.
Οι δύο αυτοί λόγοι ακύρωσης δεν έχουν εγερθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και συνεπώς δεν μπορούμε να ασχοληθούμε με αυτούς.»
Συνεπώς, συνοψίζοντας τα ανωτέρω, αν και αποφαίνομαι ότι σύμφωνα με τη νεότερη δεσμευτική νομολογία του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου ο λόγος ακύρωσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας δεν έχει δεόντως δικογραφηθεί, το γεγονός ότι αυτός εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ουσία του, το οποίο και αποφάνθηκε επ' αυτού, καθιστά το ζήτημα της ορθής δικογράφησης του μόνο ακαδημαϊκής σημασίας και δεν εξετάζεται, κατ' εφαρμογή των αποφασισθέντων στην CYPRA LTD, supra, ως η νεότερη, μέχρι σήμερα, επί τούτου του σημείου (έστω και αν δεν συνιστά πάγια νομολογία, βλ. ανωτέρω) νομολογία ανώτερου του παρόντος Δικαστηρίου με παρόμοια δεδομένα ως η παρούσα περίπτωση και, ως εκ τούτου, δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, στη βάση των αρχών του stare decisis (βλ. ανωτέρω). Συνεπώς, σε σύμπνοια με την κατάληξη της Ευσταθίου-Νικολετοπούλου, Δ., ο πρώτος λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Κατά τα λοιπά, η προσέγγιση και η κατάληξη της Ευσταθίου-Νικολετοπούλου, Δ. επί των υπόλοιπων ζητημάτων που εγέρθηκαν με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης απηχούν και τη δική μου προσέγγιση και κατάληξη.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.18/2021)
28 Νοεμβρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
3. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΕΜΠΟΡΙΟΥ,
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Εφεσείουσα,
v.
1. ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ «ΙΔΡΥΜΑ ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΟΥ ΛΑΝΙΤΗ ΛΤΔ»
2. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
3. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
4. ΑΘΗΝΑΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
Εφεσίβλητων.
--------------------
Κ. Παπαδοπούλου (κα), με Φ. Χριστοδούλου (κα) & Χ. Θεοδότου (κα) (ασκούμενες δικηγόρους), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείoυσα.
Μ. Κούρος-Λοῒζίδης, με Ε. Λοῒζου (κα), για Γ. Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους.
--------------------
A Π Ο Φ Α Σ Η
(ΔΙΪΣΤΑΜΕΝΗ)
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Με κάθε σεβασμό προς την πλειοψηφική απόφαση των αδελφών μου Δικαστών, θα αποδεχόμουν την έφεση με το εξής σκεπτικό:
Οι Εφεσίβλητοι (πρωτόδικα, οι Αιτητές) προσέβαλαν, διά της Προσφυγής Aρ. 1434/2016, διάταγμα απαλλοτρίωσης βάσει του οποίου συγκεκριμένο τεμάχιο απαλλοτριώθηκε μερικώς για τον σκοπό της δημιουργίας Επιστημονικού Τεχνολογικού Πάρκου στο Πεντάκωμο της Επαρχίας Λεμεσού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την Προσφυγή βάσιμη, διά της εφεσιβαλλόμενης απόφασής του ημερ. 22.12.2020, ακυρώνοντας το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης. Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση προβάλλεται από την Εφεσείουσα (πρωτόδικα, η Καθ' ης η Αίτηση) ως εσφαλμένη.
Κατά τον πρώτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επιλήφθηκε της Προσφυγής, διότι οι εκ των Εφεσίβλητων προωθούμενοι λόγοι ακύρωσης δεν ήταν δεόντως δικογραφημένοι.
Υπόψιν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης διότι διαπίστωσε ότι υφίσταται κενό έρευνας ή/και ζήτημα ελλιπούς ή/και μη διενέργειας δέουσας έρευνας αναφορικά με τον σχεδιασμό ή/και προγραμματισμό πριν την έκδοση της επίδικης πράξης απαλλοτρίωσης (σελ.16 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης) και ότι απουσιάζει ο βέβαιος και επαρκής σχεδιασμός ή/και προγραμματισμός του έργου και της απαλλοτρίωσης (σελ.24 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης).
Με δεδομένο ότι οι λόγοι ακύρωσης (για να εξεταστούν και να πετύχουν) πρέπει να εγείρονται στο δικόγραφο της πρωτόδικης Αίτησης ακύρωσης εκτός αν απηχούν αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα ζητήματα δημόσιας τάξης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 199/2019 HERMES AIRPORTS LTD ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, απόφαση ημερ. 6.6.2024) και ότι η ελλιπής δέουσα έρευνα δεν έχει νομολογιακά κατηγοριοποιηθεί ως θέμα δημόσιας τάξης, η διά της πρωτόδικης Αίτησης ακύρωσης δέουσα δικογράφηση της ελλιπούς δέουσας έρευνας (ως λόγου ακύρωσης) συνιστά όντως προϋπόθεση για την ορθότητα της εφεσιβαλλόμενης απόφασης.
Συναφώς, οι Εφεσίβλητοι βάσισαν την πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσής τους επί νομικών σημείων που δηλώνουν ότι «Η απόφαση των Καθ'ων η Αίτηση είναι άκυρη και παράνομη, διότι λήφθηκε: [.]
Δ. Χωρίς τη δέουσα έρευνα.».
Συνάγεται ότι η πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης περιέλαβε την ελλιπή/ανεπαρκή έρευνα ως λόγο ακύρωσης. Δεδομένου ότι η επιταγή για τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας απορρέει από τις (νομολογιακά αναγνωρισμένες) γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, όταν η παράβαση αυτής της επιταγής εγείρεται -ως λόγος ακύρωσης- δεν απαιτείται η Αίτηση ακύρωσης να περιλάβει ειδική μνεία στη σχετική διάταξη (Άρθρο 45) των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων οι οποίοι κωδικοποιούν αυτές τις γενικές αρχές (G.P.IRON & WOOD MAKERS LTD ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ.155).
Παράλληλα όμως, ο παρατιθέμενος στην Αίτηση ακύρωσης λόγος ακύρωσης πρέπει να αιτιολογείται στην εν λόγω Αίτηση και δη πλήρως (κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962) και η Αίτηση ακύρωσης να περιλαμβάνει σύνοψη των ουσιωδών γεγονότων επί των οποίων αυτή βασίζεται (κατά τα προβλεπόμενα στον Κανονισμό 4(2)(β)(i) του ίδιου Διαδικαστικού Κανονισμού).
Ο προρρηθείς Διαδικαστικός Κανονισμός του 1962 διέπει τις ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου Προσφυγές, ως προβλέπει ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών. Ο δε προρρηθείς Κανονισμός 7 ρητά προβλέπει κατ' εξαίρεση ότι δεν εφαρμόζεται από διάδικο εμφανιζόμενο άνευ συνηγόρου, που δεν είναι όμως η ενώπιόν μας περίπτωση.
Στη βάση του ως άνω δικονομικού υπόβαθρου, δεν δύνανται να εξεταστούν λόγοι ακύρωσης που παρατίθενται στην Αίτηση ακύρωσης και που αφορούν την παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των διοικούμενων προς τη διοίκηση, της συνεπούς συμπεριφοράς της διοίκησης, της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας, χωρίς να καταγράφεται στα γεγονότα της Αίτησης ακύρωσης σε τι συνίσταται η παραβίαση των πιο πάνω αρχών που καθορίζονται στη νομική βάση, καθότι ελλείπει η πλήρης αιτιολόγηση των νομικών σημείων η οποία απαιτείται από τον προρρηθέντα Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 19/2017 Δήμος Λευκωσίας ν. ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ CYBARCO LTD - A. ARISTOTELOUS CONSTRUCTIONS LTD, απόφαση ημερ. 31.10.2023). Ως αποτέλεσμα, στην προαναφερθείσα Δήμος Λευκωσίας ν. ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ CYBARCO LTD - A. ARISTOTELOUS CONSTRUCTIONS LTD, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε την έφεση ως βάσιμη και παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση, διότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εξέτασε λόγους ακύρωσης που δεν δικογραφήθηκαν κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο στην Αίτηση ακύρωσης.
Πρόσθετα, στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 21/2017 Makhlouf κ.ά. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 10.9.2024, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει την εκ των Εφεσειόντων/Αιτητών ισχυριζόμενη παράβαση της Αρχής της αναλογικότητας κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων, διότι δεν εγέρθηκε δεόντως στην πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης. Συγκεκριμένα, λέχθηκαν τα εξής:
«Οι εφεσείοντες εγείρουν και θέμα παράβασης της αρχής της αναλογικότητας, λόγος έφεσης 10. Προβάλλουν τη θέση ότι η διοίκηση δεν προέβη σε «έλεγχο αναλογικότητας» πριν τη λήψιν της προσβαλλομένης απόφασης και δεν έλεγξε τις συνέπειες της προσβαλλομένης απόφασης στους εφεσείοντες 2 μέχρι 6.
Η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει όπως υπάρχει εύλογη σχέση μεταξύ του μέτρου που λαμβάνεται και του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού. Η διοίκηση πρέπει να επιλέγει τη λιγότερο επαχθή λύση για τον πολίτη όταν και με τη λύση αυτή μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός του νόμου. (Βλέπετε άρθρο 52 του Νόμου 158(Ι)/1999 και αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, Λουξεμβούργο κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2011, σ. Ι-3727, σκέψη 61. 13.03.2012, Melli Bank κατά Συμβουλίου, C-380/09P, σκέψη 52 και Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Βασίλειο των Κάτω Χωρών κατά Al-Aqsa, Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-539/10P και C-550/10P, σκέψη 122).
Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 7 προβάλλεται η θέση ότι οι εφεσείοντες «. στερήθηκαν την ιδιότητα του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης», ενώ στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 10, ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο η προσβαλλομένη απόφαση ήταν «. προς το συμφέρον των παιδιών, δεδομένου ότι οι εφεσείοντες 3 μέχρι 6, ήταν ανήλικοι».
Πρόκειται για θέσεις διατυπωμένες με γενικό και αόριστο τρόπο, χωρίς να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία γιατί η στέρηση από τους εφεσείοντες της ιδιότητας του πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τους επηρέασε δυσμενώς ιδιαίτερα τους ανήλικους, εφεσείοντες 3 μέχρι 6.
Ανεξαρτήτως τούτου, διαπιστώνουμε ότι αυτές οι γενικές και αόριστες θέσεις, ηγέρθηκαν, για πρώτη φορά, στα πλαίσια της έφεσης δεν καλύπτονται από την Αίτηση στην προσφυγή και ως εκ τούτου δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης (Βλέπετε Crown Resorts Ltd v. Δήμου Παραλιμνίου (2012) 3 Α.Α.Δ. 174). Στην Αίτηση γίνεται αναφορά στην παραβίαση «των αρχών της αναλογικότητας», ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι «δυσανάλογα επαχθής και ή ακατάλληλη», χωρίς όμως να τίθονται οποιαδήποτε στοιχεία προς υποστήριξη των πιο πάνω θέσεων. Δεν διευκρινίζεται με ποιο τρόπο η προσβαλλομένη απόφαση ήταν επαχθής και ή ακατάλληλη για τους εφεσείοντες.».
Ομοίως, στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 178/2018 Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 13.5.2024, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν δικονομικά απαράδεκτος λόγος ακύρωσης περί παράβασης του Άρθρου 9 του Συντάγματος, διότι η Αίτηση Ακύρωσης δεν εξειδίκευε τα δεδομένα που υποστήριζαν τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης.
Επίσης, στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012 Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, απόφαση ημερ. 6.7.2018, το (τότε) Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν δικονομικά απαράδεκτος λόγος ακύρωσης περί παράβασης του δικαιώματος ακρόασης, ο οποίος τέθηκε μεν στην Αίτηση ακύρωσης αλλά χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω εξειδίκευση.
Στη δε Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, το (τότε) Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα που αφορούν και λόγο ακύρωσης περί ελλιπούς δέουσας έρευνας:
«Στην προκειμένη περίπτωση, ο τρόπος που διατυπώθηκαν οι λόγοι ακύρωσης στην προσφυγή, ήταν κατά παράβαση του Κανονισμού 7 των Κανονισμών του 1962, αφού ελλείπει παντελώς οποιαδήποτε αιτιολογία. Πρόκειται για μια εξαιρετικά λακωνική διατύπωση την οποία και παραθέτουμε:-
«Η αίτηση αυτή βασίζεται πάνω στα πιο κάτω νομικά σημεία:-
1. Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα.
2. Η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη και/ή ανεπαρκώς αιτιολογημένη.
3. Η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και/ή τον νόμο.
4. Η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά κατάχρηση εξουσίας και/ή κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και/ή παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα της αιτήτριας και τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και/ή αποτελεί κακόπιστη και λανθασμένη άσκηση διακριτικής ευχέρειας.
5. Η απόφαση και/ή πράξη των καθ' ων η αίτηση παραβιάζει το Σύνταγμα συγκεκριμένα τα Άρθρα 6, 9, 11, 12, 13, 15, 26, 26, 28, 29, 30, 32, 35 και την Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών συγκεκριμένα τα Άρθρα 1, 5, 6, 8, 13 και 14.
6. Η απόφαση και/ή πράξη των καθ' ων η αίτηση παραβιάζει το Πρωτόκολλο υπ' αρ. 7 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
7. Περαιτέρω λόγοι θα δοθούν κατά την δικάσιμο.»
Παρά την πιο πάνω γενική και ασαφή διατύπωση των συγκεκριμένων νομικών σημείων και την έλλειψη οποιασδήποτε αιτιολογίας, ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης στη γραπτή αγόρευση του πρωτοδίκως, διατυπώνει τους πιο κάτω δύο λόγους ακύρωσης, οι οποίοι δεν καλύπτονται από το δικόγραφο της προσφυγής:-
«Πρώτο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης η αιτήτρια προβάλλει σωρευτικά (διότι είναι αλληλένδετοι) την πλάνη περί το νόμο, υπέρβαση εξουσίας και παράβαση ουσιώδους τύπου που υπέπεσε ο κ. Πηλαβάς κατά την έκδοση της απόφασής του (Παρ. 2).
........................
Δεύτερο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης η αιτήτρια προβάλλει την πλάνη περί τα πράγματα και ταυτόχρονα την μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας από τον κ. Πηλαβά κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.»
[.]
Κατ' αρχάς, όπως έχουμε υποδείξει, δεν ενδείκνυτο η εξέταση των δύο θεμάτων όπως τα ήγειρε ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης, στην αγόρευσή του πρωτοδίκως, αφού δεν καλύπτονταν επαρκώς από το νομικό σημείο 3 της προσφυγής, το οποίο, εν πάση περιπτώσει, ήταν παντελώς αναιτιολόγητο και ασαφές. Πέραν τούτου, η αγόρευση δεν αποτελεί ούτε μέσο προσδιορισμού νέων επίδικων θεμάτων, ούτε μέσο έγερσης νέων λόγων ακύρωσης, εκτός εάν αυτοί μπορούν να εξεταστούν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.».
Με το περίγραμμά τους, οι Εφεσίβλητοι παραπέμπουν σε παλαιότερες αποφάσεις με διαφορετική προσέγγιση.
Παραπέμπουν, καταρχάς, στην Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281, όπου η ελλιπής έρευνα -ως λόγος ακύρωσης- παρατέθηκε στην Αίτηση ακύρωσης χωρίς εξειδίκευση και χωρίς να παρατεθεί στα διατυπωθέντα γεγονότα οτιδήποτε το επιμέρους. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ως άνω λόγος ακύρωσης ήταν δεόντως δικογραφημένος, διότι αυτός παρέπεμπε αναπόφευκτα και κατ' ευθείαν στα προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους (η υπόθεση αφορούσε τη νομιμότητα διορισμού του από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας - εφεξής «η ΕΔΥ») ως το κατ΄εξοχήν, αν όχι το μόνο, ζητούμενο της έρευνας, οπότε συνιστούσε αυτονόητο και αυθυπόστατο λόγο ακύρωσης. Πρόσθεσε ότι -ακόμα και αν υφίστατο δικονομική παρατυπία- θα μπορούσε να θεραπευτεί βάσει των εξουσιών του Δικαστηρίου, όμως δεν εγέρθηκε τέτοιο ζήτημα.
Η Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) στηρίχτηκε στην Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 237 όπου κρίθηκε ότι ο παρατεθείς -στην Αίτηση ακύρωσης- λόγος ακύρωσης περί του ότι «Η απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα» ήταν δικονομικά παραδεκτός χωρίς να χρειάζεται η εξειδίκευσή του στα γεγονότα που αναφέρονται στην Αίτηση ακύρωσης.
Οι δύο προαναφερόμενες αποφάσεις επικροτήθηκαν στην Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 257 όπου απασχόλησε ο λόγος ακύρωσης ο οποίος παρατέθηκε στην Αίτηση ακύρωσης ως εξής, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση: «Η παρούσα απόφαση πάσχει γιατί προηγήθηκε διαδικασία ή ενέργειες που έγιναν αντίθετα στη χρηστή διοίκηση, την αξιοκρατία, την ίση μεταχείριση και/ή αντίθετα στο Νόμο - Κανονισμούς, που οδηγούν στην ακύρωση της τελικής απόφασης.» . Το τεθέν ερώτημα ήταν κατά πόσο ο ως άνω λόγος ακύρωσης κάλυπτε την αιτίαση των προσφεύγοντων ως προς το ότι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ήταν αρμόδιος να προβεί σε συστάσεις ενώπιον της ΕΔΥ, στο πλαίσιο διαδικασίας πλήρωσης δημοσιοϋπαλληλικών θέσεων. Κρίθηκε ότι ο επίδικος λόγος ακύρωσης δεν ερμηνεύεται στενά και, ως αναφερθείς σε προηγούμενη παράνομη διαδικασία, κάλυπτε και την κατ' ισχυρισμόν αναρμόδια ανάμειξη του Γενικού Διευθυντή.
Ομοίως, στην Γρηγορίου ν. ΑΗΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 728 κρίθηκε ότι η -παρατεθείσα στην Αίτηση ακύρωσης, ως λόγος ακύρωσης- κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας, κάλυπτε και την αιτίαση του εφεσείοντα ως προς το ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου -στο πλαίσιο διαδικασίας πλήρωσης θέσης μέσω προαγωγής- έδρασε παράνομα με το να επιλέξει για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος στη βάση εξωγενών στοιχείων.
Ενόψει των ανωτέρω, συμφωνώ με τους Εφεσίβλητους ότι ο επίδικος λόγος ακύρωσης περί ανεπαρκούς/ελλιπούς έρευνας κρινόταν (από την παλαιότερη νομολογία στην οποία παραπέμπουν) ελαστικότερα ως προς το δικονομικά παραδεκτό του, αν και η Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) δεικνύει ότι αυτό ισχύει μόνο αν η κατ' ισχυρισμόν ελλιπής έρευνα, ως συγκεκριμενοποιείται στην πρωτόδικη αγόρευση του προσφεύγοντα, είναι η μόνη αυτονόητη.
Πλην όμως, δεν μπορεί να αγνοηθεί ο λόγος της προαναφερόμενης νεότερης νομολογίας ο οποίος δεσμεύει το Εφετείο, υπερισχύοντας κατά κανόνα της παλαιότερης (ελαστικότερης) προσέγγισης ως νεότερος (Πολιτική Έφεση Αρ. 31/2012 F.N. & A.G. DEVELOPERS LTD v. KERMIA PROPERTIES & INVESTEMENTS LTD κ.ά., απόφαση ημερ. 11.6.2018) αλλά και ως λόγος αρυόμενος από αποφάσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (Δήμος Λευκωσίας ν. ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ CYBARCO LTD - A. ARISTOTELOUS CONSTRUCTIONS LTD (ανωτέρω)· Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας ανωτέρω·Makhlouf κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)) οι οποίες είναι δεσμευτικές επί του Εφετείου (Αναφορικά με την Αίτηση 9/2024 της FIVE OCEANS FOOD LTD, απόφαση ημερ. 23.5.2024).
Η προσέγγισή μου ενδέχεται να ήταν διαφορετική άνευ αυτής της δέσμευσης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι Εφεσίβλητοι καταχώρησαν την Προσφυγή τους σε χρόνο (7.12.2016) στον οποίο δεν είχαν ακόμα θεσπιστεί και τεθεί σε ισχύ οι (οριζόντιας εφαρμογής) περί του Δικαιώματος Πρόσβασης σε Πληροφορίες του Δημοσίου Τομέα Νόμοι του 2017 και 2018 (Νόμος 184(Ι) του 2017 και τροποποιητικός Νόμος 156(Ι) του 2018) οι οποίοι ενδεχομένως διευκολύνουν τους προσφεύγοντες στην εξειδίκευση των λόγων ακύρωσης επί του δικογράφου της Αίτησης ακύρωσης, ομού με άλλες (ειδικές) νομοθετικές διατάξεις (όπως, για παράδειγμα, το Άρθρο 50(6) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων).
Εντούτοις, δεσμεύομαι από την δικονομικά αυστηρότερη προσέγγιση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, ενόψει της σημασίας της αρχής της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων (Αναφορικά με την Αίτηση 9/2024 της FIVE OCEANS FOOD LTD (ανωτέρω)).
Εν προκειμένω, ο λόγος ακύρωσης (περί ελλιπούς/ανεπαρκούς έρευνας) παρατίθεται στην πρωτόδικη Αίτηση Ακύρωσης κατά τον λακωνικό τρόπο που αναφέρθηκε, χωρίς να συμπληρώνεται από οποιαδήποτε άλλη αναφορά προς αιτιολόγησή του.
Η Εφεσείουσα δεν προέβαλε πρωτόδικα την ενώπιόν μας (με τον πρώτο λόγο Έφεσης) θέση περί του ότι ο περί ελλιπούς/ανεπαρκούς έρευνας λόγος ακύρωσης είναι δικονομικά απαράδεκτος, ως ελλιπώς δικογραφηθείς.
Συγκεκριμένα, δεν υπάρχει τέτοια ευκρινής θέση στην πρωτόδικη ένσταση της Εφεσείουσας ή στις γραπτές ή προφορικές αγορεύσεις της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τέτοιο ζήτημα αυτεπάγγελτα, ενώ είχε αυτή τη δυνατότητα, έχοντας μάλιστα την εξουσία (βάσει του Κανονισμού 7Α του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962) να διατάξει τους Εφεσίβλητους να τροποποιήσουν ή/και συμπληρώσουν την πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσής τους ώστε να συνάδει με τις απαιτήσεις του Κανονισμού 7 του ίδιου Διαδικαστικού Κανονισμού.
Παρότι η Εφεσείουσα ενδείκνυται να υποβάλλει πρωτόδικα τις ενστάσεις της, ως προς το δικονομικά απαράδεκτο της Προσφυγής ή των λόγων ακύρωσης (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 146/2013 Δημοκρατία ν. GRUPΟ MECHNICA DEL VUELO SISTEMAS A.E., απόφαση ημερ. 3.2.2020), το δικονομικά παραδεκτό λόγου ακύρωσης δύναται να εξεταστεί και από το Εφετείο αυτεπάγγελτα (Δημοκρατία ν. CHINA WANBAO ENGINEERING CORPORATION (2000) 3 Α.Α.Δ. 406). Ως ενδεικτικά αναφέρθηκε στη Δημοκρατία ν. Shalaeva (ανωτέρω):
«Είναι γεγονός ότι πρωτοδίκως η δικηγόρος για τους Εφεσείοντες, όχι μόνο δεν διατύπωσε οποιαδήποτε ένσταση για την παράβαση του Κανονισμού 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, αλλά ούτε ήγειρε οποιαδήποτε ένσταση στην αγόρευσή της, σχετικά με τον τρόπο που ο συνήγορος της Εφεσίβλητης ανέπτυξε τους λόγους ακύρωσης, ξεφεύγοντας από τα νομικά σημεία που διατύπωσε στην προσφυγή του. Συνήθως η μη έγερση του ζητήματος πρωτοδίκως, δημιουργεί εμπόδιο στην πλευρά που ευθύνεται, να εγείρει το θέμα κατ' έφεση. Όμως αυτό, δεν είναι πάντα αρκετό για να δικαιολογήσει την ενασχόληση του πρωτόδικου δικαστηρίου με θέματα που δεν ήταν επίδικα. Ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δεν καταργεί τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουμά (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530 και Ostman Spices Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1573/06, ημερ. 30.9.2008). Ούτε και εμποδίζει τους Εφεσείοντες από του να προβάλουν το θέμα κατ' έφεση, εφόσον η καταστρατήγηση των θεσμών ως θέμα δημόσιας τάξης, δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί ως εκ του γεγονότος ότι η αντίδικη πλευρά δεν ήγειρε ένσταση, εκτός και αν υπάρχουν ιδιαίτερες περιστάσεις οι οποίες θα πρέπει να αξιολογηθούν από το δικαστήριο.».
Με δεδομένο ότι το Εφετείο οφείλει να ακολουθεί την εκάστοτε νεότερη προσέγγιση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 11/2018 CYPRA LTD ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 1.12.2023, με την οποία εφεσιβλήθηκε η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ημερ. 14.12.2017 στις ομότιτλες συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 576/2013, 577/2013, 578/2013, 579/2013 και 580/2013.
Στο πλαίσιο των εν λόγω συνεκδικαζόμενων Υποθέσεων, το Διοικητικό Δικαστήριο πρωτόδικα απέρριψε (κατ' επίκληση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962), τον ενώπιόν του προωθούμενο λόγο ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ως μη δεόντως δικογραφημένο, αποφαινόμενο τα εξής:
«Συνεπώς, από τη στιγμή που ο συγκεκριμένος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης δεν περιλήφθηκε στην αίτηση ακυρώσεως, δεν θα τύχει εξέτασης, υποκείμενος ωσαύτως σε απόρριψη.
Εν πάση όμως περίπτωσει, ακόμη και αν προχωρούσα στην εξέτασή του, η κατάληξή μου θα ήταν η ίδια, αφού, για τους λόγους που εκτίθενται αμέσως πιο κάτω, ο υπό αναφορά προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος.».
Στο πλαίσιο της εν λόγω Έφεσης, τo Aνώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τους συναφείς λόγους έφεσης, σημειώνοντας τα εξής:
«Οι λόγοι αυτοί άπτονται του λόγου ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου. Οφείλουμε, εν πρώτοις, να επισημάνουμε ότι, αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως δεν καλύπτεται δικογραφικά ο λόγος αυτός, προχώρησε στην εξέταση του, απορρίπτοντας τον. Συνεπώς, το μέρος του παραπόνου των Εφεσειόντων που αφορά τη δικογραφική ή μη κάλυψη του λόγου έχει μόνο ακαδημαϊκή σημασία και δεν θα εξεταστεί.».
Δηλαδή, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι, αφ' ης στιγμής εξετάζεται πρωτόδικα λόγος ακύρωσης (ακόμα και αν εξετάζεται μετά που το πρωτόδικο Δικαστήριο τον απέρριψε ως δικονομικά απαράδεκτο, ώστε να καταδείξει ότι είναι απορριπτέος και επί της ουσίας του), τότε κατ' έφεση δεν εξετάζεται το δικονομικά παραδεκτό του λόγου ακύρωσης.
Αυτή δε η προσέγγιση έχει ευρύτερες διαστάσεις από την ενώπιόν μας περίπτωση, διότι στην CYPRA LTD ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) ο λόγος ακύρωσης ήταν δικονομικά απαράδεκτος διότι δεν είχε καν περιληφθεί στην πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης (ενώ, εν προκειμένω, περιλήφθηκε αλλά δεν αιτιολογήθηκε).
Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η CYPRA LTD ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) επανέφερε την προσέγγιση της παλαιότερης νομολογίας την οποία επικαλούνται οι Εφεσίβλητοι, υπήρξαν μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου οι οποίες επαναφέρουν την προσέγγιση της Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (ανωτέρω) και της Δημοκρατία ν. Shalaeva (ανωτέρω). Αυτές οι μεταγενέστερες αποφάσεις είναι, όχι μόνο η Χριστοδουλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) που αφορούσε τη μη δέουσα δικογράφηση κατ' ισχυρισμό παράβασης συνταγματικής διάταξης (η οποία δικογράφηση ανέκαθεν κρινόταν με αυστηρά κριτήρια) αλλά και η Makhlouf κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) όπου ο επίδικος λόγος ακύρωσης αφορούσε παράβαση της Αρχής της αναλογικότητας (η οποία συνιστά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου: Άρθρο 52 των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαστηρίου) και όχι παράβαση του Συντάγματος.
Κατά την επίκαιρη νομολογία, λοιπόν, λόγος ακύρωσης δεν εξετάζεται από το Δικαστήριο εκτός εάν η πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης, αφενός, τον παραθέτει και, αφετέρου, τον αιτιολογεί.
Καταληκτικά, κρίνω ότι η ανεπαρκής δέουσα έρευνα εγέρθηκε μεν ως λόγος ακύρωσης στην πρωτόδικη Αίτηση ακύρωσης, αλλά χωρίς να αιτιολογηθεί κατά τον τρόπο που επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ως ερμηνεύεται από τη νεότερη νομολογία.
Ενόψει των ανωτέρω, εκτιμώ ότι ο πρώτος λόγος είναι βάσιμος και, συνεπώς, θα αποδεχόμουν την έφεση χωρίς τον επιδικασμό κατ' έφεση εξόδων υπέρ της Εφεσείουσας, επειδή αυτή δεν προέβαλε πρωτόδικα τη δικονομική ένστασή της η οποία στοιχειοθετεί τον επιτυχόντα λόγο έφεσης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 174/2019 CHRISANMARI ENTERPISES LTD ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 31.10.2024).
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.