ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 150/2024)
29 Νοεμβρίου, 2024
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ
ΣΤΕΦΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσείοντας /Κατηγορούμενος Αρ.2
και
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητος /Κατηγορούσα Αρχή
------------------------------
Κύπρος Τούμπας για Τούμπας & Τούμπας Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Νεόβη Γεωργίου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.
-------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Ο εφεσείοντας ήταν κατηγορούμενος μαζί με άλλο πρόσωπο στην υπόθεση 7195/23 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου. Η υπόθεση αφορούσε κατηγορίες για την παράνομη κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια, ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α και συγκεκριμένα κοκαΐνη (γενεσιουργά αδικήματα).
Ο εφεσείοντας παραδέχθηκε ενοχή σε γενεσιουργά αδικήματα που αντιμετώπιζε και του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 9 ετών (κατηγορίες 5 και 11). Μετά την ομολογία ενοχής και πριν την επιβολή ποινής, καταχωρήθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, Αίτηση δήμευσης με την οποία επιζητείτο η έκδοση διατάγματος δήμευσης ποσού €67.465 ως έσοδα από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος.
Η Αίτηση, η οποία τελικώς οδηγήθηκε σε ακρόαση, περιλάμβανε τα εξής στοιχεία: Την έκθεση ισχυρισμών της Κατηγορούσας Αρχής που υπέγραψε ο αστυφύλακας Σ.Κ., την έκθεση αντίκρουσης ισχυρισμών, μαζί με ένορκη δήλωση του εφεσείοντος καθώς και δυο συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις, (μια για κάθε πλευρά) που κατατέθηκαν κατόπιν άδειας που έδωσε το Κακουργιοδικείο. Κατά την ακροαματική δε διαδικασία, οι δύο πλευρές περιορίστηκαν στην κατάθεση και υιοθέτηση γραπτών αγορεύσεων. Μετά την εξέταση των πιο πάνω δεδομένων, το Κακουργιοδικείο στις 15.5.2024 εξέδωσε διάταγμα δήμευσης για ποσό €48.900,00. Στη συνέχεια, με ξεχωριστό κείμενο «Ποινή», ίδιας ημερομηνίας (15.5.2024), επέβαλε στον εφεσείοντα τις προαναφερθείσες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 9 ετών.
Ο εφεσείοντας δεν έμεινε ικανοποιημένος από το εκδοθέν διάταγμα δήμευσης και καταχώρησε κατά της απόφασης του Κακουργιοδικείου ημερ.15.5.2024 (η προσβαλλόμενη απόφαση) την παρούσα, πολιτική έφεση. Κατά τον ορισμό της έφεσης για προδικασία, εκφράσαμε τον προβληματισμό μας κατά πόσο ήταν ορθό το διάβημα να καταχωρηθεί πολιτική έφεση αντί ποινική έφεση, και δώσαμε χρόνο στους συνηγόρους να παραθέσουν την επ' αυτού θέση και επιχειρηματολογία τους. Κατά την ορισθείσα δικάσιμο, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσίβλητου κατάθεσε γραπτή αγόρευση, η οποία υιοθετήθηκε και από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος, ως η κοινή και ομόγνωμη τους θέση επί του θέματος. Η θέση αυτή είναι ότι ορθώς καταχωρήθηκε πολιτική έφεση και τούτο διότι (α) στο άρθρο 72 των περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμων 188(1)/2007 (ο Νόμος) προβλέπεται ότι, σε τέτοιες αιτήσεις, τυγχάνουν εφαρμογής ο περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος και οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας και (β) η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά καταδίκη ή ποινή που δύναται να προσβληθεί με ποινική έφεση συμφώνως του άρθρου 133(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155. Η θέση αυτή στηρίχθηκε και σε δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τις οποίες θα σχολιάσουμε στη συνέχεια.
Ας ξεκινήσουμε όμως από το προαναφερθέν άρθρο 72 του Νόμου. Διαλαμβάνει τα εξής:
«Εφαρμογή πολιτικής διαδικασίας
72. (1) Κατά την έκδοση οποιωνδήποτε διαταγμάτων, δυνάμει του παρόντος Νόμου, στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ρητή πρόνοια στον παρόντα Νόμο, εφαρμόζονται κατ' αναλογίαν οι σχετικές διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εξαιρουμένων των διατάξεων του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, που αφορά την έκδοση διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση:
Νοείται ότι δικαστήριο που επιλαμβάνεται αιτήσεων για την έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος, που προβλέπεται στο παρόντα Νόμο, εφαρμόζει το μέτρο απόδειξης που εφαρμόζεται σε πολιτική διαδικασία.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου, διατάγματα που εκδίδονται ή/και αποφάσεις του Δικαστηρίου που λαμβάνονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, με εξαίρεση το διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 45 και 46 αυτού, υπόκεινται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, με εφαρμογή κατ' αναλογίαν των σχετικών διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας στο βαθμό που δεν υπάρχει σχετική πρόνοια στον παρόντα Νόμο.»
Συνάγεται από την πιο πάνω διάταξη, ότι τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, διατάγματα - πλην καθορισμένων εξαιρέσεων - που εκδίδονται δυνάμει του προαναφερθέντος Νόμου, διέπονται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6 και τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας. Το δε μέτρο απόδειξης που εφαρμόζεται είναι εκείνο που ισχύει σε πολιτικές διαδικασίες, δηλαδή το ισοζύγιο των πιθανοτήτων (balance of probabilities) ή με άλλα λόγια - το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα να είναι πιο πιθανό παρά όχι (more probable than not).
Η Αίτηση δήμευσης υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 8 του Νόμου, το οποίο, στον βαθμό που ενδιαφέρει προβλέπει τα εξής:
«Διάταγμα δήμευσης
8. (1) Σε περίπτωση όπου το δικαστήριο μετά τη διεξαγωγή έρευνας δυνάμει του Μέρους αυτού διαπιστώσει ότι ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα, προτού επιβάλει ποινή είτε για το αδίκημα για το οποίο έχει καταδικαστεί είτε για άλλα αδικήματα τα οποία το δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη στην επιβολή της ποινής-
(α) Εκδίδει διάταγμα δήμευσης του προϊόντος του αδικήματος, το οποίο βρίσκεται στην κατοχή του κατηγορουμένου ή τρίτου προσώπου, όπως καθορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 13 ή/και για την είσπραξη του ποσού των εσόδων όπως αυτά υπολογίζονται και εξακριβώνονται δυνάμει του άρθρου 7˙
(β) εκδίδει διάταγμα δήμευσης μέσων˙
και ακολούθως επιβάλλει οποιαδήποτε από τις ποινές τις οποίες έχει αρμοδιότητα να επιβάλει.
(2) Η έκδοση διατάγματος δήμευσης δεν επηρεάζεται από οποιαδήποτε πρόνοια άλλων νόμων η οποία περιορίζει την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην επιβολή χρηματικών ποινών.»
(η υπογράμμιση είναι δική μας)
Το Κακουργιοδικείο, εφαρμόζοντας τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 72, εκδίκασε την Αίτηση υποβληθείσα δυνάμει του άρθρου 8, εφαρμόζοντας ακριβώς «πολιτική διαδικασία». Δηλαδή, μετά την καταχώρηση των δικογράφων, ήτοι της Αίτησης και Έκθεσης Ισχυρισμών και της Έκθεσης Αντίκρουσης Ισχυρισμών, η ακρόαση διεξήχθη στη βάση των εγγράφων αυτών, αλλά και των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων που καταχωρήθηκαν, χωρίς επί του προκειμένου, την αντεξέταση οποιουδήποτε, θέτοντας τελικώς ως μέτρο απόδειξης, αυτό που ισχύει σε πολιτικές υποθέσεις. Μετά δε την ετυμηγορία του με την έκδοση διατάγματος δήμευσης, προχώρησε αμέσως και στην επιβολή ποινής φυλάκισης στον εφεσείοντα.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το Κακουργιοδικείο κατά την εκδίκαση της Αίτησης δήμευσης δεν μετατράπηκε σε Δικαστήριο πολιτικής δικαιοδοσίας. Συνέχισε να ασκεί την εκ του Νόμου, ποινική του δικαιοδοσία, εφαρμόζοντας απλώς στην υπό εκδίκαση Αίτηση, πολιτική διαδικασία. Τούτο προκύπτει ρητά και από το άρθρο 2 του Νόμου όπου κατά την αναφορά στα δικαστήρια που επιλαμβάνονται (και) τέτοιων αιτήσεων αναφέρεται, «δικαστήριο σημαίνει κακουργιοδικείο ή επαρχιακό δικαστήριο κατά την άσκηση της ποινικής του δικαιοδοσίας».
Σύμφωνα με το άρθρο 25(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60:
«Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, σε έφεση ενώπιον, ως νόμος ήθελε ορίσει του Εφετείου, του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπόκειται-
(α) Κάθε τελική απόφαση ή διαταγή δικαστηρίου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία.»
(η υπογράμμιση είναι δική μας)
Η απλή σύζευξη των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων, καταδεικνύει ότι διατάγματα δήμευσης εκδοθέντα από το Κακουργιοδικείο ή το Επαρχιακό Δικαστήριο, δεν εφεσιβάλλονται με την καταχώρηση πολιτικής έφεσης, η οποία εκ των πραγμάτων, τίθεται ενώπιον Εφετείου που ασκεί πολιτική δικαιοδοσία για εκδίκαση. Επί του προκειμένου, η σημασία του άρθρου 72(2) του Νόμου επενεργεί στο να καθορίσει τη διαδικασία ελέγχου που θα ακολουθήσει mutatis mutandis το Εφετείο - Ποινικής Δικαιοδοσίας που θα επιληφθεί εφέσεως επί διατάγματος δήμευσης εκδοθέντος από το Κακουργιοδικείο ή το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Ας δούμε όμως το ζήτημα και υπό το πρίσμα της δεύτερης θέσης των μερών, ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση (το διάταγμα δήμευσης), δεν αποτελεί καταδίκη ή ποινή που να δύναται να προσβληθεί με ποινική έφεση. Με κάθε εκτίμηση, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη θέση αυτή.
Στην υπόθεση Pal κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ.600, που αφορούσε συνεκδικαζόμενες ποινικές εφέσεις κατά διατάγματος δήμευσης, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Έχει αποφασιστεί ότι η διαδικασία για την έκδοση διατάγματος δήμευσης δυνάμει του Νόμου δεν αποτελεί κατηγορία για την οποία ο κατηγορούμενος πρέπει να εκδικαστεί, αλλά θεωρείται μέρος της διαδικασίας επιβολής ποινής. (R. V. Benjafield [2002] UKHL 2 και Phillips v. The United Kingdom ‑ ανωτέρω). Σχετικά είναι και τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα των Millington and Sutherland Williams on The Proceeds of Crime 3η έκδ. Σελ. 220‑222, ιδιαίτερα στην παρ. 9.191‑192. Περαιτέρω, είναι σαφές από την ίδια και άλλη συναφή νομολογία, ότι ακριβώς επειδή η διαδικασία της δήμευσης αποτελεί μέρος της επιβολής ποινής και έπεται της καταδίκης μετά από ακρόαση, δεν τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ούτε βέβαια το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος όσον αφορά το Τεκμήριο της αθωότητας. Αυτό διότι η διαδικασία δήμευσης δεν δημιουργεί νέο ποινικό αδίκημα που προστίθεται επί των ώμων του κατηγορουμένου. Όπως αναφέρεται και στην παρ. 9.200 του πιο πάνω συγγράμματος:
«Rather, confiscation is really no more than a sentencing procedure for an offence that has already been proven. The sole purpose of such hearings is to assess the level of penalty.»
Τα ίδια επαναλήφθηκαν στην υπόθεση Δημοκρατία v. Περδίκη κ.α. Ποινική Έφεση 98/2020 (σχ. με 140/2020 και 142/2020) ημερ.27.5.2021 που επίσης αφορούσε εφέσεις (ποινικές) που ασκήθηκαν (και) κατά διατάγματος δήμευσης που εκδόθηκε από το Κακουργιοδικείο. Στην υπόθεση Θεοχάρους v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 22, βασικό, αλλά ανεπιτυχές υπό τις περιστάσεις, επιχείρημα του εφεσείοντος κατά του ύψους της ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε, ήταν το γεγονός ότι στο πλαίσιο της ποινής εκδόθηκε εναντίον του και διάταγμα δήμευσης. Το ίδιο και στις υποθέσεις Θεοδώρου v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 376 και Θεμιστοκλέους v. Αστυνομίας (2016) 2Α Α.Α.Δ. 154.
Στη υπόθεση Βασιλείου κ.α. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 12/2015 - 17/2015, ημερ. 4.7.2017, η έφεση κατά της ποινής που ασκήθηκε από τον εφεσείοντα της 12/2015 και εξετάστηκε κανονικά από το Ανώτατο Δικαστήριο, αφορούσε τόσο το διάταγμα δήμευσης που εκδόθηκε εναντίον του όσο και το ύψος της επιβληθείσας σ' αυτόν, ποινής φυλάκισης.
Η ενσωμάτωση του διατάγματος δήμευσης στο πλαίσιο της ποινής προκύπτει και από τον ίδιο το Νόμο, όπου στο άρθρο 8(2) αποσαφηνίζεται ότι η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος δήμευσης δεν επηρεάζεται από τυχόν πρόνοιες άλλων νόμων που περιορίζουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στην επιβολή χρηματικών ποινών. Ομοίως, στο άρθρο 8(9) διευκρινίζεται ότι οι συνέπειες του διατάγματος δήμευσης είναι οι ίδιες με τις συνέπειες της επιβολής χρηματικής ποινής. Αντικαθίσταται μάλιστα ο σχετικός πίνακας του άρθρου 128 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, εξισώνοντας στην πρώτη στήλη τα ποσά που επιβάλλονται ως χρηματικά πρόστιμα με τα ποσά που υπόκεινται σε δήμευση βάσει διατάγματος και παραθέτοντας στη δεύτερη στήλη την αντίστοιχη περίοδο φυλάκισης προς έκτιση, σε περίπτωση μη καταβολής.
Τέλος, σε σχέση με το ζήτημα αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι το διάταγμα δήμευσης (κατάσχεσης) λογίζεται ως μορφή ποινής και όταν εκδίδεται δυνάμει άλλων νομοθετημάτων όπως για παράδειγμα ο περί Εκθέσεως Διαφημίσεων (Έλεγχος) Νόμος Κεφ.50 (βλ. Δήμος Αγλαντζιάς v. GML GUERILLA MARKETING LTD κ.α. Ποινική Έφεση 181/2021, ημερ. 14.10.2022).
Σε ό,τι αφορά τώρα την άσκηση έφεσης κατά αποφάσεων του Κακουργιοδικείου σχετικά είναι τα άρθρα 131, 132 και 135 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155. Στο άρθρο 135(α) που εδώ ενδιαφέρει, προβλέπονται τα ακόλουθα:
«Έφεση μετά από ομολογία ενοχής
135. Πρόσωπο το οποίο βρέθηκε ένοχο και καταδικάστηκε από οποιοδήποτε Δικαστήριο βάσει ομολογίας ενοχής δικαιούται να ζητήσει άδεια για άσκηση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου [τώρα Εφετείου]
(α) κατά της ποινής εκτός αν η ποινή είναι καθορισμένη από το νόμο»
Στην περίπτωση επομένως όπου γίνεται παραδοχή ενοχής (όπως εδώ), και δεδομένου του γεγονότος ότι το διάταγμα δήμευσης αποτελεί μέρος της διαδικασίας επιβολής ποινής, η προσβολή ολόκληρης της ποινής ή του μέρους που αποτελεί το διάταγμα δήμευσης, γίνεται με την άσκηση ποινικής έφεσης συμφώνως του άρθρου 135(α) ανωτέρω, τηρουμένης πάντοτε της ταχθείσας προθεσμίας που προβλέπεται στο Κεφ.155.
Πέραν της νομολογιακής και νομοθετικής πρόβλεψης, η πιο πάνω κατάληξη έχει και λογική συνάφεια, δηλαδή οι αποφάσεις και τα διατάγματα του Κακουργιοδικείου - του κατ' εξοχήν ποινικού Δικαστηρίου της χώρας - να υπόκεινται σε έλεγχο, με την καταχώρηση ποινικής έφεσης που τίθεται για εκδίκαση ενώπιον Εφετείου - Ποινικής Δικαιοδοσίας που ασκεί συναφώς, δευτεροβάθμια, ποινική δικαιοδοσία. Και σε αντιδιαστολή, το στερούμενο λογικής σενάριο, δυο χρονικά διαδοχικές και άρρηκτα συνδεδεμένες αποφάσεις του Κακουργιοδικείου, αφορώσες τον ίδιο κατηγορούμενο που ομολόγησε ενοχή στις ίδιες κατηγορίες, στην ίδια υπόθεση, η μεν πρώτη που διατάσσει τη δήμευση περιούσιας του, να προσβάλλεται με πολιτική έφεση, και η δε δεύτερη που του επιβάλλει το υπόλοιπο μέρος της ποινής του, να προσβάλλεται με ποινική έφεση με διαφορετική μάλιστα, ολιγοήμερη προθεσμία καταχώρησης.
Η υπόθεση Chryslalis Holdings Ltd v. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 8 στην οποία τα μέρη στήριξαν κατά μείζονα λόγο την επιχειρηματολογία τους σαφώς και διακρίνεται. Στην υπόθεση αυτή είχε εκδοθεί προσωρινό διάταγμα δέσμευσης τραπεζικών λογαριασμών πριν καν ασκηθεί ποινική δίωξη. Μετά την οριστικοποίηση του από το πρωτόδικο Δικαστήριο (θα ίσχυε μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης) προσβλήθηκε από τον κατηγορούμενο με την άσκηση ποινικής έφεσης. Το Εφετείο, με παράθεση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, υπέδειξε ότι το διάταγμα δέσμευσης, ενόψει ακριβώς της προσωρινότητας του, αλλά και του γεγονότος ότι εκδόθηκε πριν ακόμα ξεκινήσει η ποινική δίωξη, δεν αποτελούσε είτε μέρος της καταδίκης είτε μέρος της ποινής, ώστε να υπόκειτο σε προσβολή και έλεγχο με την καταχώρηση ποινικής έφεσης. Στην εδώ περίπτωση συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Το διάταγμα δήμευσης είναι μόνιμο. Εκδόθηκε μετά από ομολογία ενοχής και αποτελεί, ως προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε ανωτέρω, μέρος της επιβληθείσας ποινής.
Τέλος, στην υπόθεση Παπαλεξάνδρου v. Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας Πολιτική Έφεση 183/2020 ημερ.14.12.2022, ECLI:CY:AD:2022:A482 που επίσης επικαλούνται τα μέρη, προσβλήθηκε και εξετάστηκε όντως στο πλαίσιο πολιτικής έφεσης, διάταγμα δήμευσης που είχε εκδώσει το Επαρχιακό Δικαστήριο. Στην υπόθεση αυτή ωστόσο τα ζητήματα που εδώ συζητούνται, δεν τέθηκαν από τα διάδικα μέρη, ούτε φαίνεται να απασχόλησαν το Δικαστήριο. Αναγνωρίζεται πάντως και σε αυτή την απόφαση, ότι, η διαδικασία της δήμευσης αποτελεί μέρος της διαδικασίας επιβολής της ποινής.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνουμε ότι εσφαλμένα ασκήθηκε πολιτική έφεση στην προκειμένη περίπτωση. Υπάρχει επομένως επιτακτικός λόγος για διαγραφή και απόρριψη της έφεσης ως προδήλως αβάσιμη συμφώνως του Μέρους 41.9 (1) - (3) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (βλ. Χρυσοστόμου v. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316 και TRICOR LTD ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ (ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ) v. EUROBANK CYPRUS LTD (ΠΡΩΗΝ EUROBANK EFG CYPRUS LTD), ΠΟΛΙΤΙΚΗ EΦΕΣΗ Ε66/2020, ημερ.12.1.2023).
Η έφεση επομένως απορρίπτεται. Ενόψει της ιδιαιτερότητας του θέματος και της συνακόλουθης κατάληξης, αλλά και της περί του αντιθέτου κοινής θέσης των μερών, δεν θα εκδώσουμε διαταγή για έξοδα.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.