ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ.: 142/23)

 

29 Νοεμβρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Α. Β.

Εφεσείων

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 166/23)

                            

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσείων

v.

 

Α. Β.

Εφεσιβλήτου

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Χ. Α. Κωνσταντίνου (κα), για τον Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφ. 142/23 και Εφεσίβλητο στην Ποιν. Έφ. 166/23

Μ. Πασιαρδή (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη στην Ποιν. Έφ.142/23 και Εφεσείοντα στην Ποιν. Έφ. 166/23

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων στην Ποιν. Έφ. 142/23 και Εφεσίβλητος στην Ποιν. Έφ. 166/23 (εφεξής «ο Κατηγορούμενος») μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Κακουργοδικείου Λεμεσού κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού κατά παράβαση του ’ρθρου 6(3) του περί Πρόληψης και Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης και Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών Ν.91(Ι)/14 (Κατηγορίες 1, 2) και στην κατηγορία της Απαγωγής Νεαρής Γυναίκας κατά παράβαση του ’ρθρου 149 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Κατηγορία 3). Επίσης, μετά από παραδοχή βρέθηκε ένοχος σε μία κατηγορία Κατοχής Ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως Α, δύο κατηγορίες Χρήσης Ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως Α και μία κατηγορία Χρήσης Ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως Β, κατά παράβαση των  ’ρθρων 6 και 10 και του Τρίτου Πίνακα του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Ν.29/77 (Κατηγορίες 5 έως 8). Στον Κατηγορούμενο επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης σε όλες τις κατηγορίες, με μεγαλύτερη την ποινή των 2,5 ετών στην 1η Κατηγορία.

 

        Το Κακουργοδικείο, αφού έκρινε τη μαρτυρία της Παραπονούμενης αξιόπιστη και απέρριψε την εκδοχή του Κατηγορούμενου στην ολότητα της, κατέληξε σε ευρήματα, σύνοψη των οποίων παρατίθεται πιο κάτω.

 

        Ο Κατηγορούμενος ηλικίας 22 ετών και η Παραπονούμενη ηλικίας 15 ετών συνομιλούσαν μέσω μηνυμάτων και ο Κατηγορούμενος άρεσε στην Παραπονούμενη. Οι γονείς της Παραπονούμενης είναι χωρισμένοι και κατά τον ουσιώδη χρόνο αυτή διέμενε με τη γιαγιά της ένεκα του ότι η αδελφή της είχε διαγνωστεί με κορωνοϊό.  Πριν το επίδικο συμβάν ο Κατηγορούμενος και η Παραπονούμενη είχαν συναντηθεί ακόμα μία φορά και ο Κατηγορούμενος την είχε φιλήσει. Ο πατέρας της, όταν ανακάλυψε τη σχέση, επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Κατηγορούμενο και του είπε να σταματήσει να βλέπει την κόρη του λόγω της διαφοράς ηλικίας, λέγοντας του ότι σε αντίθετη περίπτωση θα τον κατήγγελλε στην Αστυνομία.

 

        Στις 16.2.2022 περί ώρα 00:30 η Παραπονούμενη έφυγε από την μπαλκονόπορτα του σπιτιού της γιαγιάς της χωρίς να ενημερώσει κανένα με σκοπό να συναντηθεί με τον Κατηγορούμενο. Συναντήθηκαν σε συγκεκριμένο σημείο απ' όπου ο Κατηγορούμενος την παρέλαβε με το αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαινε και ο Ρ.Μ. Όλοι μαζί μετέβησαν στο  Πελένδρι όπου ο Κατηγορούμενος προέβη σε χρήση κοκαΐνης στην παρουσία της ανήλικης. Τις πρωινές ώρες, και αφού ο Κατηγορούμενος είχε αφήσει τον Ρ.Μ. στην οικία του, μετέβησαν με την Παραπονούμενη στη δική του οικία. Εκεί, στην παρουσία της, ξαναέκαμε χρήση κοκαΐνης. Επειδή δεν ήταν σε θέση να την πάρει στο σπίτι της, πήγαν στο δωμάτιο του όπου αυτός κοιμήθηκε. Όταν ο Κατηγορούμενος ξύπνησε κατά το μεσημέρι, μετέφερε την Παραπονούμενη στην οικία της γιαγιάς της αλλά, λόγω του ότι η μπαλκονόπορτα ήταν κλειδωμένη, επέστρεψαν στο σπίτι του Κατηγορούμενου. Εκεί ο Κατηγορούμενος μιλούσε στην Παραπονούμενη για έρωτες και ότι την αγαπά και την πίεσε να του κάνει στοματικό έρωτα, πράγμα που αυτή έκανε. Επίσης ο ίδιος άγγιζε τα γεννητικά της όργανα πάνω από τα ρούχα αφού η Παραπονούμενη ήθελε να μείνουν ντυμένοι. Μετά ξανακοιμήθηκαν.

 

        Οι γονείς της Παραπονούμενης άρχισαν να την ψάχνουν μετά που ειδοποιήθηκαν για την απουσία της από το σχολείο της, ενώ ειδοποιήθηκε και η Αστυνομία. Ο πατέρας της μετέβη στην οικία του Κατηγορούμενου όπου ο πατέρας αυτού, μετά που μίλησε με τον Κατηγορούμενο, του είπε να πάει σε περίπτερο να τους περιμένει. Τότε ο Κατηγορούμενος πήρε τηλέφωνο ένα φίλο του να μεταφέρει την Παραπονούμενη στην Επισκοπή. Στο περίπτερο μετέβησαν ο Κατηγορούμενος με τον Ρ.Μ. και ισχυρίστηκαν ότι δεν γνωρίζουν πού είναι η Παραπονούμενη, προσφέρθηκαν μάλιστα να βοηθήσουν τους γονείς της να τη βρουν. Εν τέλει η Παραπονούμενη εντοπίστηκε από τη θεία της να περπατά στην Επισκοπή κατά τις 20:00.

 

        Ο Κατηγορούμενος με την Ποιν. Έφ. 142/23 προσβάλλει την καταδίκη του με δύο Λόγους Έφεσης. Συγκεκριμένα με τον Πρώτο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Παραπονούμενης και με τον Δεύτερο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη κατάληξη πως δεν ετίθετο ζήτημα παράλειψης των Αρχών να λάβουν κατάθεση από τον Ρ.Μ. ως μάρτυρα στην υπόθεση. Με την Ποιν. Έφ. 166/23 ο Γενικός Εισαγγελέας (εφεξής «Γ.Ε.») προσβάλλει τις επιβληθείσες στις Κατηγορίες 1 και 2 ποινές ως έκδηλα ανεπαρκείς.

 

Έφεση κατά της καταδίκης

 

        Με την αγόρευση της η ευπαίδευτος συνήγορος για τον Κατηγορούμενο εισηγείται ότι η εφαρμογή από μέρους του Πρωτόδικου Δικαστηρίου του «κανόνα πρακτικής» (ενόψει της σεξουαλικής φύσης των αδικημάτων) προς αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας, αντικρούεται με την κατάληξη του ότι δεν είχε κανένα ενδοιασμό «.ότι πρόκειται για μια γνήσια και αληθή καταγγελία και ότι τα γεγονότα έλαβαν χώρα όπως η παραπονούμενη ανέφερε στο Δικαστήριο».

 

        Σύμφωνα με το ’ρθρο 21(1) του Ν.91(Ι)/14, για σκοπούς απόδειξης των αδικημάτων που προβλέπονται στον εν λόγω Νόμο (όπως εν προκειμένω αυτά που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος με τις Κατηγορίες 1 και 2) δεν απαιτείται πλέον ενισχυτική μαρτυρία. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην πιο πάνω πρόνοια, όπως και στο ’ρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Ν.14(Ι)/09.

 

        Εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Κατηγορούμενο αποτέλεσε ότι το γεγονός πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία απέκλειε την κατάληξη του ότι η εκδοχή της Παραπονούμενης ήταν καθόλα γνήσια. Η πιο πάνω θέση φαίνεται να εδράζεται σε αναφορά που γίνεται στην Ε.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 231/18, ημερ. 19.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B473, ήτοι ότι:

 

«.Προκειμένου να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια το δικαστήριο για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας θα πρέπει να υπάρχει έρεισμα στη συγκεκριμένη μαρτυρία που να υποδηλώνει ότι η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα δυνατόν να μην είναι αξιόπιστη.».

 

        Τα πιο πάνω, όμως, δεν είναι ορθό να ιδωθούν απομονωμένα. Σφαιρική μελέτη της Νομολογίας οδηγεί στο ότι ο χειρισμός του Κακουργοδικείου ήταν εντός του ενδεδειγμένου πλαισίου.

 

        Όπως προκύπτει από την Σ.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 147/16, ημερ. 20.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:B477, δεδομένης της κατάργησης της υποχρέωσης για ενισχυτική μαρτυρία εγείρεται προβληματισμός κατά πόσο διατηρείται σε ισχύ ο κανόνας πρακτικής για αναζήτηση τέτοιας, ή κατά πόσο τούτο θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση της πολιτικής και του σκοπού του Νόμου, υπό την έννοια που εξηγήθηκε στην Ε.Α. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω). Εκεί είχαν αναφερθεί τα εξής:

 

«Με δεδομένη τη ρητή νομοθετική πρόνοια ότι δεν απαιτείται πλέον ενισχυτική μαρτυρία, το ζήτημα που τίθεται αφορά στην ερμηνεία της πρόνοιας αυτής και τις συνέπειες της. Ως προς τούτο καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από άλλες χώρες του κοινού δικαίου όπου επίσης καταργήθηκε δια νόμου ο κανόνας πρακτικής.[2]  Τα δικαστήρια έχουν αποσυνδέσει τους, εν δυνάμει, κινδύνους μιας μαρτυρίας χωρίς ενίσχυση από την έννοια μιας ολόκληρης κατηγορίας μαρτύρων συλλήβδην, όπως είναι οι παραπονούμενοι για σεξουαλικά αδικήματα, θέτοντας πλέον ως κριτήριο τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, το συγκεκριμένο μάρτυρα και τα προβλήματα της συγκεκριμένης μαρτυρίας (Makanjuola, (ανωτέρω)). Όπως χαρακτηριστικά διατυπώθηκε στην έκθεση της Australian Law Reform Commission, Family Violence - A National Legal Response (ALRC Report, 114, 11.11.2010, 28.13:

 

«Corroboration warnings about the potential unreliability of categories of witnesses are now recognized as discriminatory and based on prejudice rather than empirical evidence».

 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Οι προειδοποιήσεις σε σχέση με την έλλειψη ενισχυτικής μαρτυρίας αναφορικά με την εν δυνάμει αναξιοπιστία μιας κατηγορίας μαρτύρων αναγνωρίζεται πλέον ως δυσμενής διάκριση βασισμένη σε προκατάληψη παρά ως εμπειρική τεκμηρίωση».

 

Συνεπώς η υποχρέωση για αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας δεν δημιουργείται, όπως συνέβαινε με βάση τον καταργηθέντα κανόνα πρακτικής, από το γεγονός και μόνο ότι ο μάρτυρας είναι παραπονούμενος σε σεξουαλικό αδίκημα. Ένας ακριβώς  από τους λόγους που οδήγησαν στην κατάργηση του κανόνα ήταν ότι θεωρήθηκε προσβλητική για τις γυναίκες, νοουμένου ότι οι γυναίκες είναι κατά κανόνα παραπονούμενα πρόσωπα σε τέτοιου είδους υποθέσεις, η αντίληψη ότι η μαρτυρία τέτοιων προσώπων είναι εγγενώς επισφαλής (Archbold, Criminal Pleading, Evidence and Practice, 2020 ed., 4-469). Επίσης αποφασίστηκε ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας και αποτελεί εκδήλωση δυσμενούς διάκρισης με βάση το φύλο (Balelala v. State [2004] FJCA 49)».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Επομένως δεν αναζητείται ως κανόνας ενισχυτική μαρτυρία για αδικήματα βάσει του Ν.91(Ι)/14 εξαιτίας του γεγονότος και μόνο ότι πρόκειται για σεξουαλικά αδικήματα. Ούτε αμφισβητείται ότι Δικαστήριο δύναται  να καταδικάσει στην απουσία τέτοιας. Όπως, όμως, ξεκαθαρίστηκε στην Ν.Σ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 99/21, ημερ. 11.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:B183:

 

«.Εκείνο το οποίο εγείρεται με το λόγο έφεσης 5 είναι ότι, στις περιστάσεις της υπόθεσης δεν ήταν ασφαλές για το Κακουργιοδικείο να προχωρήσει στην καταδίκη του Εφεσείοντα χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, λόγω της καθυστέρησης στην υποβολή του παραπόνου, των αντιφάσεων που υπήρχαν στην ίδια τη μαρτυρία της παραπονούμενης, αλλά και αντιπαραβάλλοντας την με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων. Ουσιαστικά επανεγείρονται τα ίδια ζητήματα που ο Εφεσείων επικαλέστηκε για να υποστηρίξει τη θέση του ότι η παραπονούμενη δεν θα έπρεπε να είχε κριθεί αξιόπιστη.  Αυτό μπορεί να γίνει, εφόσον ζητήματα που άπτονται της αξιοπιστίας μάρτυρα δυνατό να είναι σχετικά με το κατά πόσο η αξιόπιστη μαρτυρία του μπορεί να αποτελέσει από μόνη της το υπόβαθρο για μια ασφαλή καταδίκη.  Το ζητούμενο, σε όλες τις περιπτώσεις, είναι κατά πόσο από το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό, είτε αυτό συνίσταται σε ένορκη μαρτυρία, είτε ανώμοτη κατάθεση, με ή χωρίς ενίσχυση, το εκδικάζον δικαστήριο αισθάνεται τη βεβαιότητα ότι είναι ασφαλές να καταδικάσει.  Κρίνει δηλαδή κατά πόσο αξιόπιστη μαρτυρία είναι της ποιότητας εκείνης που του επιτρέπει να προχωρήσει σε ευρήματα γεγονότων στη βάση της, χωρίς ενίσχυση ή ότι, παρά το αξιόπιστο της, εγγενή χαρακτηριστικά της δεν του επιτρέπουν να αισθάνεται την αναγκαία προς τούτο ασφάλεια.  Απόφαση καθοριστική για την έκβαση κάθε τέτοιας υπόθεσης, που πρέπει να αιτιολογείται δεόντως. Όπως αναφέρεται στη Σ.Σ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ.147-148/2016, ημερ. 20.11.2019, «Αυτά όμως πρέπει να εξετάζονται κατά συγκεκριμένο τρόπο και πρέπει να φαίνονται κατά τρόπο πειστικό μέσα στην απόφαση, ως αποτέλεσμα ενός συμπαγούς και συγκεκριμένου σκεπτικού, εδραζομένου στα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου». 

 

        Αυτό έπραξε εν προκειμένω και το Κακουργοδικείο. Παρά την αρχική διαπίστωση ότι αποκόμισε καλή εντύπωση από την Παραπονούμενη, επισήμανε ότι η Παραπονούμενη δεν είχε αναφέρει κάποιες λεπτομέρειες στην αρχική της κατάθεση, τις οποίες όμως ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου, ειδικά όσον αφορά στην χρονική περιγραφή των επίμαχων γεγονότων. Επιπλέον, παρά την επίμονη άρνηση της ότι είχε προβεί σε χρήση ναρκωτικών ενόσω ήταν με τον Κατηγορούμενο, η Παραπονούμενη είχε βρεθεί θετική σε σχετική ανάλυση. Ως εκ τούτου το Κακουργοδικείο κατέγραψε τα εξής:

 

«Θα πρέπει να λεχθεί ότι τα πιο πάνω αλλά και κάποιες άλλες ανακρίβειες στη μαρτυρία της παραπονούμενης αναφορικά με το πόσες φορές αυτή είχε προηγουμένως συναντήσει τον κατηγορούμενο αρ. 1, μας έχει θέσει σε εγρήγορση και κατάσταση εξονυχιστικής εξέτασης της μαρτυρίας της παραπονούμενης αναφορικά με την βαρύτητα των όσων έχει περιγράψει ότι συνέβηκαν μεταξύ της ίδιας και του κατηγορούμενου αρ. 1 κατά την παραμονή της στην οικία του και κατά πόσο όντως έλαβαν χώρα».

 

        Το ότι δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου ενισχυτική μαρτυρία δεν αποτελούσε εμπόδιο στο να καταλήξει ότι τα γεγονότα είχαν λάβει χώρα όπως τα ανέφερε στο Δικαστήριο η Παραπονούμενη. Ούτε και το γεγονός ότι αναζητήθηκε ενισχυτική μαρτυρία οδηγεί στο ότι, στην απουσία εξεύρεσης τέτοιας, η μαρτυρία της Παραπονούμενης δεν μπορούσε να γίνει δεκτή. Εξάλλου το Κακουργοδικείο κατέγραψε ότι η γενική αναφορά της Παραπονούμενης στην κατάθεση της δεν συγκρούετο με τα όσα με λεπτομέρεια ανέφερε στο Δικαστήριο. Διαπίστωσε ότι η Παραπονούμενη είχε δώσει εξήγηση ως προς τον λόγο για τον οποίο βρέθηκε θετική σε ναρκωτικές ουσίες η οποία δεν καταρρίφθηκε, η  δε θέση της περί εξαναγκασμού της να προβεί σε πεολειχία στον Κατηγορούμενο υποστηρίχθηκε και από τη Μ.Κ.2. Κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Έχοντας υπόψη μας όλα τα πιο πάνω, το συγκροτημένο της σκέψης της παραπονούμενης, τη λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων που εκτυλίχθηκαν με χρονική αλληλουχία και γενικά την ποιότητα της μαρτυρίας, αφού συνυπολογίσαμε και όλη την υπόλοιπη μαρτυρία που έχει δοθεί, περιλαμβανομένης και των θέσεων των κατηγορουμένων, δεν έχουμε οποιαδήποτε(sic) αμφιβολία ότι πρόκειται για αξιόπιστη μαρτυρία στην οποία μπορούμε να βασιστούμε και να εξάξουμε ασφαλή ευρήματα ακόμη και χωρίς ύπαρξη ενίσχυσης».

 

        Όπως λέχθηκε στην πρόσφατη απόφαση Z.H. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 137/22 κ.ά., ημερ. 7.11.2024:

 

«Σημειώνουμε και πάλι την καλά εδραιωμένη στη νομολογία αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο γενόμενο από το πρωτόδικο Δικαστήριο έργο της αξιολόγησης (βλ. Αναστάση ν Φυσέντζου, Πολ. Εφ. 354/14 ημερ. 5.10.2023, Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 705, Δ.Β.Γ.Κ. ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 3/22, ημερ. 29.2.2024). Όπως λέχθηκε στην Ν.Σ. ν Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 99/21, ημερ. 11.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:B183:

 

«Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες. Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, αναφέρεται ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του ΅άρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επε΅βαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επε΅βαίνει. Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.

 

Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, για τα οποία γίνεται ιδιαίτερος λόγος στην έφεση, αναφέρθηκε στην xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ότι επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος, ενώ στην xxx Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 166/2015, ημερ. 8.7.2016, ότι χρειάζονται ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας και ότι το Εφετείο επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη».

 

        Μελέτη της Πρωτόδικης Απόφασης οδηγεί στο ότι η αξιολόγηση από μέρους του Κακουργοδικείου της μαρτυρίας της Παραπονούμενης ήταν εντός των ορθών πλαισίων και δεν έχουμε διαπιστώσει οτιδήποτε το οποίο να δικαιολογεί επέμβαση μας σε αυτή.

 

        Ο Πρώτος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

        Με τον Δεύτερο Λόγο Έφεσης προβάλλεται η θέση ότι ο Ρ.Μ. ήταν μάρτυρας «κλειδί» στην υπόθεση και εσφαλμένα έκρινε το Κακουργοδικείο ότι δεν είχαν επηρεαστεί τα δικαιώματα του Κατηγορούμενου  από την παράλειψη της Αστυνομίας να τον καλέσει να δώσει κατάθεση.

 

        Συγκεκριμένα, η Αστυφύλακας Μ.Κ.3 είχε ερωτηθεί κατά πόσο λήφθηκε κατάθεση από τον Ρ.Μ. και απάντησε ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν επιθυμούσε να δώσει κατάθεση, αλλά επιθυμούσε να αναφέρει προφορικά το τι γνώριζε. Σε σχέση με αυτά ετοιμάστηκε το ημερολόγιο ενεργείας, Τεκμήριο 19. Θα πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι η προσπάθεια της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα να παρουσιάσει ως τεκμήριο το συγκεκριμένο έγγραφο προσέκρουσε στην έντονη ένσταση της τότε συνηγόρου για τον Κατηγορούμενο, η οποία προέβαλε τη θέση ότι το έγγραφο ήταν άσχετο. Ως αποτέλεσμα το ημερολόγιο ενεργείας κατατέθηκε μόνο ως προς τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί η Μ.Κ.3 (ήτοι για περιορισμένο σκοπό). Παραθέτουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την αντεξέταση του Κατηγορούμενου:

 

        «Ε.   Κυρία μάρτυς, σχετικά με τον Ρ.Μ., συμφωνείτε μαζί μου ότι  ήταν το πρόσωπο το οποίο ήταν μαζί με τον κατηγορούμενο και την ανήλικη σε όλη τη διαδρομή τους από τη Λεμεσό, από το χωριό Επισκοπή μέχρι το Πελένδρι και ακολούθως πίσω;

        Α.    Ήταν μαζί τους από την Επισκοπή μέχρι το Πελένδρι και μετά το Πελένδρι το εν λόγω πρόσωπο το πήρε ο 1ος κατηγορούμενος στην οικία του.

        ......

        Ε.    Κυρία μάρτυς, εγώ σας υποβάλλω ότι ο Ρ.Μ. ήταν πρόσωπο κλειδί στην υπόθεση και θα οφείλατε να πάρετε κατάθεση από αυτόν, είτε ήθελε είτε δεν ήθελε να δώσει κατάθεση.

        Α.    Υπάρχει το άρθρο 5 το οποίο είναι ξεκάθαρο και αναφέρει ότι ένας πολίτης όταν κληθεί από την Αστυνομία είναι υπόχρεος να παρουσιαστεί σε τόπο και χρόνο που τον καλεί η Αστυνομία, αλλά δεν είναι υπόχρεος να πει οτιδήποτε. Οπότε, αν ο Ρ. δεν ήθελε να δώσει κατάθεση, δεν μπορεί να τον εξαναγκάσει η Αστυνομία να προβεί σε κατάθεση.

        Ε.    Εξετάσατε το ενδεχόμενο ότι πιθανόν να υπήρχε ποινική ευθύνη του Ρ.Μ. για κάποια αδικήματα;

        Α.    Δεν υπήρχε τέτοια μαρτυρία».   

       

        Σημειώνουμε ότι δεν υπήρξε κάποια αμφισβήτηση ότι ο Ρ.Μ. ήταν μαζί με τον Κατηγορούμενο και την Παραπονούμενη στη διαδρομή που αναφέρεται πιο πάνω. Ούτως ή άλλως όμως, τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζονταν οι κατηγορίες επεσυνέβησαν μετά που ο Κατηγορούμενος άφησε τον Ρ.Μ. στην οικία του τελευταίου.  Όπως επισημάνθηκε και από το Κακουργοδικείο, «το ζητούμενο δεν ήταν κατά πόσο ο (Ρ.Μ.) είχε ή δεν είχε δεσμό με την ανήλικη αλλά το κατά πόσο ο (Κατηγορούμενος) προέβηκε μαζί της στις πράξεις που του καταλογίζονται». Ειδικά εφόσον το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος ευρίσκετο ο ίδιος στο σπίτι του μαζί με την ανήλικη Παραπονούμενη αποτέλεσε κοινό έδαφος.

 

        Συμφωνούμε με τη θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Γ.Ε. ότι δεν έχει εξηγηθεί με την απαιτούμενη  σαφήνεια το πώς η μη κλήτευση του Ρ.Μ. επηρέασε το δικαίωμα του Κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη. Ως εκ τούτου ο Δεύτερος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται ως αλυσιτελής.

 

        Η Ποιν. Έφ. 142/23 απορρίπτεται.

 

Έφεση κατά της Ποινής στις Κατηγορίες 1 και 2

 

        Το Κακουργοδικείο επέβαλε στον Κατηγορούμενο ποινές φυλακίσεως 2,5 ετών και 18 μηνών στις Κατηγορίες 1 και 2 αντίστοιχα, ποινές τις οποίες ο Γ.Ε. προσβάλλει ως έκδηλα ανεπαρκείς. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Κατηγορούμενο δήλωσε απλώς τη διαφωνία της με τη θέση αυτή και ότι δεν έχει οτιδήποτε να προσθέσει για το ζήτημα της ποινής.

 

        Επαναλαμβάνουμε την πάγια θέση της Νομολογίας ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής αλλά απλώς εξετάζει κατά πόσον αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο που καθορίζεται από τη Νομολογία και που αρμόζει στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Terzelaki, Ποιν. Έφ. 6/23 κ.ά., ημερ. 4.6.2024).

 

        Για το αδίκημα της Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού που δεν είχε φτάσει στην ηλικία συναίνεσης στο ’ρθρο 6(3) του Ν.91(Ι)/14 προβλέπεται ποινή φυλακίσεως μέχρι 20 χρόνια. Η σοβαρότητα των αδικημάτων είναι εμφανής και από την προβλεπόμενη αυτή ποινή.

 

        Η Νομολογία έχει επανειλημμένως τονίσει την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ανηλίκων θυμάτων. Αυτό ένεκα του ότι προσβάλλουν τα ήθη γενικά αλλά και συνθλίβουν την προσωπικότητα των θυμάτων (βλ. Λευκαρίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 1165). Όπως λέχθηκε πρόσφατα στην D.G.S. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 148/23, ημερ. 20.9.2024:

 

«Είναι επίσης πολύ γνωστή η νομολογία ότι σεξουαλικής φύσης αδικήματα τα οποία στρέφονται κατά παιδιών αντιμετωπίζονται με αυστηρές και αποτρεπτικές ποινές και ότι οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου είναι δευτερεύουσας σημασίας (βλ. Γ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 178/17, ημερ. 24.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B457). Από την άλλη όπως λέχθηκε στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14, «η ανάγκη για αποτροπή όσο και αν μειώνει ανάλογα τη δυνατότητα εξατομίκευσης της ποινής δεν την καταργεί ως υπαρκτή επιδίωξη στο πλαίσιο του συνόλου των στοιχείων ούτε εξουδετερώνει τους ιδιαίτερους παράγοντες που κατά περίπτωση δικαιολογούν μείωση της ποινής» [βλ. Μ.C.T. v. Δημοκρατίας, (ανωτέρω].

 

Στην υπόθεση Ν.Δ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 184/15, ημερ. 13.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:B72, με αναφορά στην ανάγκη επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών σε τέτοιας φύσης αδικήματα, επισημαίνεται ότι «όσο νεαρότερο είναι ένα παιδί, εξ αντικειμένου, το αδίκημα καθίσταται σοβαρότερο».

 

        Το Κακουργοδικείο έλαβε υπόψη την ηλικία του Κατηγορούμενου (22 ετών κατά τον ουσιώδη χρόνο) και τη φύση των σεξουαλικών πράξεων στις οποίες αυτός προέβη με την 15χρονη Παραπονούμενη. Κατέληξε ότι ο Κατηγορούμενος εκμεταλλεύθηκε τα αισθήματα που η Παραπονούμενη έτρεφε για το πρόσωπο του. Συμφωνούμε με τη θέση του Κακουργοδικείου πως:

 

«Το γεγονός ότι η παραπονούμενη κατά κάποιο τρόπο συναίνεσε στις σεξουαλικές πράξεις δεν μπορεί να είναι καθοριστικός παράγοντας διότι όπως υποδεικνύεται και ανωτέρω ένα παιδί δεν μπορεί να έχει μια τέτοια συναίνεση».

       

        Σημείωσε, περαιτέρω πως ο Κατηγορούμενος αγνόησε τις συστάσεις του πατέρα της Παραπονούμενης, συνεχίζοντας να έχει επικοινωνία μαζί της και συνέβαλε στο να εγκαταλείψει η ανήλικη την οικία της γιαγιάς της και να αποχωριστεί από τους γονείς της για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Προέβηκε δις σε χρήση σκληρών ναρκωτικών στην παρουσία της ανήλικης. Την μετέφερε στην οικία του όπου προέβη στις προαναφερόμενες σεξουαλικές πράξεις μαζί της και, όταν η Παραπονούμενη αναζητείτο από τους γονείς της, επιχείρησε να αποποιηθεί οποιασδήποτε ευθύνης κοροϊδεύοντας τους ότι δεν γνώριζε που είναι, αδιαφορώντας έτσι για την αγωνία που αυτοί περνούσαν.

 

        Προς όφελος του Κατηγορουμένου λήφθηκε υπ' όψιν το λευκό του ποινικό μητρώο, το νεαρό της ηλικίας του και το γεγονός ότι πρόκειται για πρόσωπο με χρόνια ουσιοεξάρτηση. Είναι πάγια νομολογημένο ότι σε άτομα νεαρής ηλικίας η ανάγκη για αποτροπή μετριάζεται από το συμφέρον της κοινωνίας στην αναμόρφωση (βλ. Sentencing in Cyprus, Γ.Μ. Πικής, 2η έκδοση, σελ. 88-90). Το Κακουργοδικείο ορθώς υπέδειξε ότι σε αδικήματα ιδιαίτερα σοβαρά, όπως αυτά που είχε ενώπιον του και τα οποία χρήζουν αποτροπής, η σημασία των προσωπικών περιστάσεων έναντι της ανάγκης για αποτελεσματική προστασία του παιδιού και του κοινωνικού συνόλου γενικότερα, είναι μειωμένη. Η θέση αυτή συνάδει με τη Νομολογία. Παραθέτουμε ενδεικτικώς  απόσπασμα από την Φραγκούδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 239/23, ημερ. 11.7.2024 όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Στο νεαρό της ηλικίας του Εφεσείοντος γίνεται ειδική αναφορά, κατάγράφεται δε ότι «.Πρόκειται, συνεπώς για πρόσωπα νεαρής ηλικίας ή και εκείνης της ωριμότητας, στους οποίους, για τους προαναφερόμενους λόγους, θα επιδείξουμε και την ανάλογη επιείκεια κατά την ποινική αντιμετώπιση τους». Όπως, όμως, επισήμανε το Κακουργοδικείο δεν μπορούσε να παραγνωριστεί εκ του νεαρού της ηλικίας τους και μόνο το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, η φύση και η σοβαρότητα των αδικημάτων. Η αντιμετώπιση αυτή βρίσκεται σε συμφωνία με τη Νομολογία. Παραθέτουμε ενδεικτικά απόσπασμα από την απόφαση Cotorceanu v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 84/20, ημερ. 17.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:B48:

 

«Δεν μας αφήνει αδιάφορους το πολύ νεαρό της ηλικίας του Εφεσείοντος. Λήφθηκε όμως υπόψη αυτό το γεγονός τόσο στην επιλογή της ποινής όσο και στον καθορισμό του ύψους της. Ούτε σχετίζεται το διαπραχθέν έγκλημα με την εκδήλωση νεανικής έξαρσης ώστε να διαχωρίζει τα κίνητρα από εκείνα που κατά κανόνα επιδρούν στην διάπραξη αυτής της κατηγορίας εγκλημάτων. Το έγκλημα σχεδιάστηκε εν ψυχρώ και εκτελέστηκε με την ίδια αποφασιστικότητα. Το νεαρό της ηλικίας του παραβάτη δεν προσδίδει στη διάπραξη του εγκλήματος ιδιάζοντα χαρακτήρα».

 

        Στην απόφαση Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 59/16, ημερ. 23.3.2017 όπου το θύμα ήταν 13 ετών και ο εφεσείων 24 και μεταξύ τους δημιουργήθηκε σχέση μετά από συνομιλίες που είχαν διαδικτυακά και εν τέλει υπήρξε ολοκληρωμένη σεξουαλική πράξη, επικυρώθηκε η επιβολή ποινής φυλακίσεως 2,5 ετών για παράβαση του ’ρθρου 6(3) του Ν.91(Ι)/14.

 

        Στην υπόθεση Δ.Σ.Δ. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/22, ημερ. 20.12.2023, η οποία αφορούσε σε κατηγορία σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού κατά παράβαση των προνοιών του Ν.87(Ι)/07, ο εκεί εφεσείων ηλικίας 30 ετών διατηρούσε ολοκληρωμένη εξωσυγική σχέση με την 15χρονη Παραπονούμενη. Η επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως 18 μηνών επικυρώθηκε αλλά χαρακτηρίστηκε ως πολύ επιεικής.

 

        Έχοντας υπόψη μας τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση όπως αυτά καταγράφονται πιο πάνω, την ηλικία του θύματος αλλά και του Κατηγορούμενου καθώς και το λευκό του ποινικό μητρώο, καταλήγουμε ότι οι επιβληθείσες ποινές στις Κατηγορίες 1 και 2, αν και επιεικείς, εντούτοις δεν εκφεύγουν του ενδεδειγμένου πλαισίου. Κατ' επέκταση δεν δικαιολογείται η όποια επέμβαση μας στο ύψος αυτών.

 

        Οι Ποινικές Εφέσεις αρ. 142/23 και 166/23 αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.

 

 

                                                                               Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                               Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο