ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 141/2020)

 

12 Νοεμβρίου 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

Μεταξύ:

ΜΙΚΗ ΓΑΛΑΝΟΥ

Εφεσείοντα/Ενάγοντα

και

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ

Εφεσίβλητης/Εναγόμενης

 

-----------------------------

 

Εφεσείοντας εμφανίζεται προσωπικά.

Γ. Χαραλάμπους και Χρ. Κωνσταντίνου (κα) για Γεωργιάδης & Πελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

                            από τον κ. Κονή, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΟΝΗΣ, Δ:  Την 10.4.2020 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού («το πρωτόδικο Δικαστήριο») εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την απαίτηση του ενάγοντα/εφεσείοντα ενώ ταυτόχρονα εξέδωσε απόφαση υπέρ της εξ ανταπαιτήσεως ενάγουσας/ εφεσίβλητης και εναντίον του εξ ανταπαιτήσεως εναγομένου/ εφεσείοντα για το ποσόν των 13.646.527,41 Ιαπωνικών Γεν (JPY) ή το ισόποσο σε ευρώ πλέον τόκων. Περαιτέρω εξέδωσε διάταγμα εκποίησης της υποθήκης που αναφέρεται στην παράγραφο 38Δ της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Τα έξοδα της ανταπαίτησης επιδικάστηκαν υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα ενώ όσον αφορά τα έξοδα της απαίτησης, λόγω του ότι συνεκδικάστηκε με την ανταπαίτηση δεν εκδόθηκε οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

Παραθέτουμε στη συνέχεια τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των διαδίκων όπως παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση. Παρόλο που η παράθεση αυτή είναι εκτενής, εντούτοις κρίνουμε θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των θέσεων των δύο πλευρών:

«Με την παρούσα Αγωγή o Eνάγων αξιώνει (i) δήλωση ότι η υποθήκη Υ..78/08 είναι άκυρη και ή χωρίς αντάλλαγμα καθότι η Εναγομένη δεν κατέβαλε στον Ενάγοντα ταυτόχρονα με τη σύσταση της υποθήκης το ποσό των JPY27.500.000 σύμφωνα με το έγγραφο της υποθήκης και τη συμφωνία ημ. 2.4.08, (ii) διάταγμα διαγραφής της υποθήκης ως άκυρης εξ υπαρχής και χωρίς αντάλλαγμα και (iii) αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας ημ. 2.4.08.

 

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, κατόπιν προφορικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για την παραχώρηση δανείου εκ ΛΚ265.000, για αγορά ακινήτου στην Τριμίκληνη και ανέγερση τεσσάρων κατοικιών οι τρεις εκ των οποίων θα πωλούντο, και κατόπιν συμβουλής της Εναγομένης ότι θα ήταν καλύτερα αυτό (το δάνειο) να δινόταν σε Ιαπωνικά Γεν (JPY), στις 29.2.08 η Εναγομένη με επιστολή της πληροφόρησε τον Ενάγοντα ότι ενέκρινε δάνειο για JPY25.000.000, το οποίο κατόπιν συμφωνίας στις 2.4.08 μεταξύ των μερών διαφοροποιήθηκε σε JPY27.500.000 και για το οποίο προσφέρθηκε ως εξασφάλιση η υποθήκευση του εν λόγω ακινήτου του Ενάγοντος. Όπως αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης, ήταν ρητός όρος της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας ότι με την ταυτόχρονη υποθήκευση του ακινήτου ο Ενάγων θα λάμβανε το ποσό των JPY27.500.000 σε μία δόση. Ο Ενάγων ισχυρίζεται πως η Εναγομένη παρέλειψε να καταβάλει το συμφωνηθέν ποσό του δανείου ταυτόχρονα με την παραχώρηση της υποθήκης, παρά μόνο μετά από επίμονες προσπάθειες του Ενάγοντος, κατέβαλε σε δύο ξεχωριστές ημερομηνίες το συνολικό ποσό των €155.724,43, ισόποσο σε JPY25.000.000 σε λογαριασμό του Ενάγοντος, το οποίο μάλιστα η Εναγομένη δέσμευσε καθότι κατ΄ ισχυρισμόν της ο Ενάγων δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις εκχώρησης του δανείου, ήτοι έκδοση πολεοδομικής άδειας και ασφάλεια πυρός και ζωής. Τελικώς στις 21.4.08 ο Ενάγων κοινοποίησε στην Εναγομένη την πολεοδομική άδεια και οι όροι για ασφάλεια πυρός και ζωής διαγράφησαν. Αποτελεί ισχυρισμό του Ενάγοντος πως η Εναγομένη παρέλειψε να καταβάλει το συμφωνηθέν ποσό των JPY27.500.000 και αντ΄ αυτού κατέβαλε το ως άνω ποσό σε ευρώ, το οποίο ισοδυναμούσε με το μικρότερο ποσό των JPY25.000.000 και πως κατόπιν διαμαρτυρίας του Ενάγοντος η Εναγομένη απέρριψε το αίτημα του για κατάθεση του ποσού του δανείου σε λογαριασμό τρίμηνης προειδοποίησης και με δική της πρωτοβουλία κατέθεσε το ποσό των €150.626,92 σε λογαριασμό γραμματίου τρίμηνης διάρκειας. Παρά τις ενστάσεις του Ενάγοντος για τη μη τήρηση των συμφωνηθέντων, η Εναγομένη απέρριψε τις θέσεις του, ανέφερε ότι το ποσό του δανείου σε JPY είχε εκταμιευθεί σε ευρώ με την ισοτιμία της ημέρας και απέσυρε το κατατεθέν ποσό του γραμματίου. Tελικώς ο Ενάγων τερμάτισε τη συμφωνία μεταξύ τους. Λόγω της ισχυριζόμενης αθέτησης της συμφωνίας, ο Ενάγων ισχυρίζεται ότι υπέστη ζημιά, ήτοι τη χρέωση τόκων και δικαιωμάτων για ποσό σε JPY το οποίο ουδέποτε του δόθηκε, απώλεια εισοδημάτων από τη μη υλοποίηση του έργου, παράνομες χρεώσεις, ποσό οφειλόμενο στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού για το δάνειο το οποίο συνήψε για την αγορά του ως άνω ακινήτου, μείωση της αξίας του ακινήτου λόγω της εξακολούθησης υποθήκευσης αυτού προς όφελος της Εναγομένης και αποζημίωση λόγω απειλητικών επιστολών της Εναγομένης. 

 

Στην υπεράσπιση της η Εναγομένη ισχυρίζεται ότι ο Ενάγων αιτήθηκε δάνειο για την ανέγερση μόνιμης κατοικίας στην Τριμίκλινη και ότι η ίδια ουδέποτε συμβούλευσε ή παρότρυνε τον Ενάγοντα για τη λήψη δανείου σε JPY. Αντιθέτως ο ίδιος ο Ενάγων ζήτησε την παραχώρηση του δανείου σε JPY λόγω του ότι το επιτόκιο ήταν πιο συμφέρον για τον ίδιο και η Εναγομένη επέστησε την προσοχή του στους συναλλαγματικούς κινδύνους. Περαιτέρω η Εναγομένη ισχυρίζεται ότι η συμφωνία μεταξύ των μερών, όπως αποτυπώνεται στην επιστολή της ημ. 29.2.08, την οποία ο Ενάγων αποδέχθηκε στις 6.3.08, και στη γραπτή συμφωνία ημ. 6.3.08, προνοεί για την παροχή δανείου JPY25.000.000, ότι η παραχώρηση της υποθήκης αποτελούσε ουσιώδη όρο της συμφωνίας και ότι η υποθήκη αφορούσε ποσό JPY27.500.000 καθότι ήταν η πρακτική της Εναγομένης όπως δάνεια σε ξένο συνάλλαγμα διασφαλίζονται σε ποσοστό 110% του αρχικού κεφαλαίου. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της υπεράσπισης, η Εναγομένη κατέθεσε το αντίστοιχο ποσό των JPY25.000.000 σε ευρώ (ως προβλεπόταν στη συμφωνία) σε λογαριασμό του Ενάγοντος, με τη σύμφωνη γνώμη του, εφόσον έτσι αυτός επωφελείτο από ψηλότερο επιτόκιο, ενώ η έκδοση πολεοδομικής άδειας ήταν απαραίτητη προϋπόθεση εκ του Νόμου για την έναρξη των οικοδομικών εργασιών. Εξ ου και τα χρήματα ήταν πάντοτε στη διάθεση του Ενάγοντος για εκταμίευση, κατόπιν αίτησης του και για να χρησιμοποιηθούν για την ανέγερση της κατοικίας. Γι΄ αυτό η Εναγομένη ικανοποίησε αίτημα του Ενάγοντος και εκταμίευσε το ποσό των €1.540 για την πληρωμή εξόδων χωρομέτρη και εργολάβου χωματουργικών εργασιών αναφορικά με το υπό κρίση ακίνητο. Μάλιστα ο Ενάγων απαίτησε την κατάθεση του υπολοίπου σε λογαριασμό του με συγκεκριμένους όρους. Αποτελεί περαιτέρω ισχυρισμό της Εναγομένης ότι ο Ενάγων άρχισε να διαμαρτύρεται πολύ αργότερα, ήτοι το 2010, και ότι αυτή κατέθεσε το συμφωνηθέν ποσό και προέβη στις ορθές και νόμιμες χρεώσεις. Λόγω της ισχυριζόμενης παράβασης της συμφωνίας εκ μέρους του Ενάγοντος, την 1.11.10 η Εναγομένη προέβη σε τερματισμό της συμφωνίας και σε συμψηφισμό του χρεωστικού υπολοίπου με το ποσό στον καταθετικό λογαριασμό του Ενάγοντος. Η Εναγομένη αρνείται ότι ο Ενάγων υπέστη οποιαδήποτε ζημιά και εγείρει ανταπαίτηση με την οποία αξιώνει το ποσό των JPY10.862,515 ή το αντίστοιχο σε ευρώ ως χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού δανείου με τόκο ή διαζευκτικά το ως άνω ποσό ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, καθώς επίσης και διάταγμα εκποίησης της υποθήκης και διάθεσης του προϊόντος πώλησης προς ικανοποίηση της αξίωσης της Εναγομένης.

 

Στην απάντηση στην υπεράσπιση και υπεράσπιση στην ανταπαίτηση ο Ενάγων αρνείται τους ισχυρισμούς της Εναγομένης και βασικά επαναλαμβάνει τους δικούς του ισχυρισμούς.»

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία η πλευρά του εφεσείοντα παρουσίασε τρεις μάρτυρες, τον εφεσείοντα ο οποίος αναφέρθηκε στο όλο ιστορικό των γεγονότων  από την έναρξη της συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων μέχρι τη καταχώρηση της αγωγής, τον ΜΕ2 ο οποίος ετοίμασε τεχνοοικονομική μελέτη την οποία κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου και τον ΜΕ3 εκτιμητή ακινήτων, διευθυντή και ιδιοκτήτη εταιρείας διεθνών συμβούλων και εκτιμητών ακινήτων, η οποία ετοίμασε δύο εκτιμήσεις για την αξία του ενυπόθηκου ακινήτου, την πρώτη την 19.11.2007 προς την εφεσίβλητη και την δεύτερη την 24.2.2016 προς τον εφεσείοντα.  Η δεύτερη αφορούσε την αξία του ακινήτου κατά το έτος 2011. 

 

Η πλευρά της εφεσίβλητης παρουσίασε τέσσερις μάρτυρες.  Τον ΜΥ1 ο οποίος ήταν από το έτος 2018 Διευθυντής Δικτύου Καταστημάτων στην Πάφο και κατά τον ουσιώδη χρόνο ο διευθυντής του κεντρικού υποκαταστήματος της εφεσίβλητης στην Πάφο στο  οποίο ο εφεσειοντας είχε αποταθεί για την παραχώρηση του επίδικου δανείου.  Ο ΜΥ1 αναφέρθηκε τόσο στα γεγονότα της υπόθεσης όσο και γενικότερα στην τακτική και πολιτική της εφεσίβλητης σε σχέση με διάφορα ζητήματα ως επίσης στους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης που περιέχονται στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση της.  Η ΜΥ2 ήταν Διευθύντρια Υπηρεσιών Τραπεζικών Εργασιών από το έτος 2015 και κατά τον ουσιώδη χρόνο υπάλληλος και από το 2011 υποδιευθύντρια του υποκαταστήματος Διγενή Ακρίτα στη Λευκωσία.  Η μαρτυρία της ΜΥ2 περιστράφηκε γύρω από τα γεγονότα και ειδικότερα στις επαφές και συναντήσεις της με τον εφεσείοντα από το έτος 2010 όταν οι λογαριασμοί του τελευταίου μεταφέρθηκαν στο συγκεκριμένο υποκατάστημα στη Λευκωσία.  Ο ΜΥ3 εκτιμητής και σύμβουλος ακινήτων παρέθεσε την επαγγελματική του άποψη για την εκτίμηση του ΜΕ3 και τέλος η ΜΥ4 η οποία από το 2014 υπηρετούσε στην Υπηρεσία Ανάκτησης Χρεών και κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης στην Υπηρεσία Υποστήριξης Χορηγήσεων της εφεσίβλητης, κατέθεσε την αρχική και την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού του επίδικου δανείου εξηγώντας τον τρόπο ετοιμασίας της αναδομημένης κατάστασης και χρέωσης του τόκου.

 

Κατά το στάδιο αξιολόγησης της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αποτελούσε κοινό έδαφος ότι η εφεσίβλητη είναι δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δεόντως εγγεγραμμένη στην Κύπρο και ασκεί τραπεζικές εργασίες.

 

          Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτέλεσε επίσης κοινό έδαφος, η ετοιμασία, αποστολή και υπογραφή των ακόλουθων εγγράφων:

«1. Με επιστολή του ημ. 4.10.07 προς την Εναγομένη, Τεκμήριο 1, ο Ενάγων αιτείτο αρχικώς οικιστικό δάνειο συνολικού ύψους ΛΚ265.000, ήτοι ΛΚ115.000 για την αγορά του ακινήτου στην Τριμίκλινη και ΛΚ150.000 για κάλυψη των εξόδων ανέγερσης. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, ο Ενάγων προτίθετο να ανεγείρει τρεις κατοικίες τις οποίες θα πωλούσε για κάλυψη των εξόδων ανέγερσης και τέταρτη κατοικία για ιδιοκατοίκηση.

2. Ακολούθησε επιστολή ημ. 1.11.07, Τεκμήριο 2, στην οποία ο Ενάγων διαφοροποίησε το αίτημα του για την παραχώρηση «του μέγιστου δυνατού δανείου» με υποθήκευση του ακινήτου το οποίο, όπως αναφέρεται, αγοράστηκε στο όνομα του Ενάγοντος και είναι ελεύθερο προς υποθήκευση. Στην ίδια την επιστολή αναγράφεται επίσης ότι δεν αποκλείει την περίπτωση δανείου σε ξένο συνάλλαγμα αν αυτό επιτυγχάνεται με ευνοϊκότερους όρους από ό,τι σε ευρώ.

3. Με επιστολή ημ. 29.2.08, Τεκμήριο 3, η Εναγομένη πληροφορεί τον Ενάγοντα ότι έχει εγκριθεί η αίτηση του για την παραχώρηση δανείου για την ανέγερση κατοικίας για το ποσό των JPY25.000.000 και με υποθήκευση του ακινήτου για το ποσό των JPY27.500.000. Στην επιστολή ο Ενάγων προτρέπετο να υπογράψει τα συνημμένα έγγραφα, νοουμένου ότι συμφωνούσε με το περιεχόμενο τους, όπως και έπραξε. Ο Ενάγων υπέγραψε συνημμένη δήλωση ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αίτησης για την παραχώρηση δανείου εκ JPY27.500.000, πληροφορήθηκε για τους κινδύνους αναφορικά με την ισοτιμία του συναλλάγματος και του επιτοκίου μεταξύ των JPY και του ευρώ, και ότι αποφάσισε να προχωρήσει με αυτό το δάνειο σε JPY. Σημειώνεται ότι αντίγραφο της δήλωσης κατατέθηκε εκ νέου από τον Ενάγοντα ως Τεκμήριο 6. Συνημμένη επίσης είναι η συμφωνία δανείου ημ. 6.3.08, για το ποσό των JPY25.000.000, υπογεγραμμένη και από τα δύο μέρη.

4. Στις 2.4.08 υπεγράφη σύμβαση και δήλωση υποθήκευσης ακινήτου για το ποσό των JPY27.500.000, Τεκμήριο 4, στην οποία επισυνάπτεται το έγγραφο υποθήκης στο οποίο αναφέρεται ότι το δάνειο είναι για το ποσό των JPY27.500.000.

5. Το Τεκμήριο 5 είναι η εκτίμηση ημ. 19.11.07 του ακινήτου, από την εταιρεία του ΜΕ3 προς την Εναγομένη, στην οποία η αγοραία αξία εκτιμάται στο ποσό των ΛΚ117.000 και η αξία καταναγκαστικής πώλησης στο ποσό των ΛΚ93.000.» 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε αρχικά την μαρτυρία του εφεσείοντα από τη μια και των ΜΥ1 και ΜΥ2 από την άλλη η οποία αφορούσε το ιστορικό της συνεργασίας μεταξύ των διαδίκων.  Ο εφεσείων άφησε αρνητική εντύπωση στο Δικαστήριο για τους λόγους που λεπτομερώς επεξηγεί.  Αντίθετα οι ΜΥ1 και ΜΥ2 οποίοι άφησαν θετική εντύπωση με το Δικαστήριο και πάλι να προβαίνει σε λεπτομερή αιτιολόγηση της εντύπωσης του αυτής.

 

Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη θέση του εφεσείοντα πως η εφεσίβλητη σε οποιοδήποτε στάδιο τον συμβούλευσε ή παρότρυνε να αιτηθεί δάνειο σε ξένο συνάλλαγμα και ειδικότερα σε JPY αλλά αντίθετα δέχθηκε πώς αυτό το αίτημα προήλθε εξ ολοκλήρου και από πρωτοβουλία του ίδιου του εφεσείοντα. 

 

Δέχθηκε επίσης ότι η εσωτερική διεργασία σε σχέση με το επίδικο δάνειο ολοκληρώθηκε με την επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης ημερομηνίας 29.2.2008 η οποία υπογράφηκε από τον εφεσείοντα στις 6.3.2008 μαζί με την υπογραφή της δήλωσης ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου και της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 3.  Η υπογραφή της δήλωσης ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου, Τεκμήριο 3 ήταν παραδεκτή από τον εφεσείοντα ενώ οι συνθήκες υπογραφής της δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ειδικής αναφοράς από τον ίδιο ούτε αποτέλεσαν αντικείμενο εξέτασης ή αντίκρουσης της μαρτυρίας του ΜΥ1 με οποιοδήποτε τρόπο.  Ο ΜΥ1 κατέθεσε ότι επεξηγήθηκαν οι βασικοί όροι της επιστολής στον εφεσείοντα ο οποίος την υπέγραψε εν γνώσει του για το περιεχόμενο της και με την ελεύθερη βούληση του.  Έτσι, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι από τη στιγμή που δέχθηκε ότι ο ίδιος ο εφεσείοντας ζήτησε το δάνειο σε ξένο συνάλλαγμα, τότε δέχθηκε και ότι υπέγραψε την δήλωση εν γνώση του για το περιεχόμενο αυτής.  Δέχθηκε επίσης ότι η επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης και η σύμβαση δανείου περιείχαν πολύ διαφορετικούς όρους από τις επιστολές ημερομηνίας 4.10.2007 και 1.11.2007 με τις οποίες ο εφεσείων γνωστοποίησε στην εφεσίβλητη τις επιθυμίες του για δανειοδότηση.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε δεκτή τη θέση του ΜΥ1 ότι η εφεσίβλητη δεν γνώριζε για το δάνειο που σύναψε ο εφεσείοντας με το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού, εφόσον το θέμα του δανείου δεν αναφέρεται σε οποιοδήποτε έγγραφο προς την εφεσίβλητη μέχρι και την επιστολή της ίδιας ημερομηνίας 29.2.2008 και για σκοπούς χορήγησης του επίδικου δανείου.  Περαιτέρω, έκρινε λογική τη θέση του ΜΥ1 ότι αν η εφεσίβλητη γνώριζε κάτι τέτοιο, αυτό θα επενεργούσε αρνητικά στην αξιολόγηση της αίτησης του εφεσείοντα καθότι θα υπήρχε και άλλη υποχρέωση του προς άλλο οργανισμό. 

 

          Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τη θέση του εφεσείοντα και δεχόμενο τη θέση του ΜΥ1, δέχθηκε ότι το ποσό του δανείου ανερχόταν στο ποσό των JPY25.000.000 ενώ το ποσό της υποθήκης ήταν για το ποσό JPY27.500.000, αφού ήταν πρακτική της εφεσίβλητης η υποθήκη να δίδεται για το 110% του ποσού του δανείου.  Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το γεγονός ότι στη δήλωση ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου και στο έγγραφο υποθήκης γινόταν αναφορά σε ποσό δανείου JPY27.500.000, αναφορές τις οποίες προφανώς βασίστηκε ο εφεσείοντας για να ισχυριστεί ότι ουδέποτε συμφώνησε στην παροχή δανείου JPY25.000.000 και υποθήκης για ποσό JPY27.500.000,  εξου και επήλθε τροποποίηση της συμφωνίας για παροχή δανείου για JPY27.500.000.  Υπέδειξε ότι τόσο η επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης που αποτελεί τους όρους έγκρισης του δανείου όσο και η ίδια η σύμβαση του δανείου, που είναι τα ουσιώδη έγγραφα όσον αφορά την αποτύπωση της συμφωνίας των δύο μερών, αναφέρονται σε δάνειο ύψους JPY25.000.000, τόνισε ότι ο εφεσείοντας τα αποδέχθηκε και υπέγραψε τη συμφωνία δανείου και ότι η δήλωση ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου δεν είναι έγγραφο το οποίο περιγράφει τους όρους της συμφωνίας, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ΜΥ1.  Αντίστοιχες ήταν οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με την αναγραφή του ποσού των JPY27.500.000 στο έγγραφο της υποθήκης, ήτοι ότι πρόκειται και πάλι για τυπογραφικό λάθος εφόσον δεν σύναδε με την επιτολή ανειλημμένης υποχρέωσης και τη σύμβαση δανείου.  Απέρριψε επίσης την παραπομπή του εφεσείοντα στη φράση «νέο δάνειο τακτής προθεσμίας σε ξένο συνάλλαγμα» ως αβάσιμη και παραπλανητική καθότι αυτή αποτελούσε τίτλο του όρου 1.1.1. του εγγράφου της υποθήκης και αμέσως μετά ο όρος ξεκινούσε με την εξής φράση «Δάνειο τακτής προθεσμίας σε ξένο συνάλλαγμα για το ποσό των JPY27.500.000, σύμφωνα με τους όρους και τις πρόνοιες της Συμφωνίας Δανείου σε Ξένο Συνάλλαγμα ημερομηνίας 06 MAR 2008 .».  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε επίσης δεκτές τις θέσεις του ΜΥ1 πως αποτελούσε πάγια τακτική της τράπεζας ότι όλες οι γραπτές συμφωνίες δανείου τροποποιούνταν μόνο κατόπιν γραπτής έγκρισης της τράπεζας είτε με την υπογραφή επιστολής ανειλημμένης υποχρέωσης είτε με την υπογραφή προσθήκης και ότι ουδέποτε συμφωνίες δανείου τροποποιούνται με τα έγγραφα υποθήκης, ως επίσης πως οι αναγραφές του ποσού δανείου JPY27.500.000 στη δήλωση ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου  και στο έγγραφο υποθήκης ήταν καθαρά τυπογραφικά λάθη και πώς ουδέποτε οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε τροποποίηση του ποσού του δανείου των JPY25.000.000. 

 

          Σε σχέση με την επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης ημερομηνίας 29.2.2008 και την αναφορά στους όρους των εξασφαλίσεων για το επίδικο δάνειο ότι απαιτείτο ασφάλεια ζωής και πυρός, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι αποτελούσε κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών ότι οι όροι αυτοί τελικώς απαλείφθηκαν και προέβηκε σε εύρημα ότι αφού λήφθηκε τελική έγκριση για απάλειψη των δύο όρων για ασφάλεια, τελικώς στις 2.4.2008 ο εφεσείων μετέβηκε στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λεμεσού όπου παραχώρησε την επίδικη υποθήκη.  Υπέδειξε επίσης ότι ήταν κοινώς αποδεκτό ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο συγκεκριμένος υπάλληλος της εφεσίβλητης μετέβαινε στο Κτηματολόγιο και υπέγραφε όλες τις υποθήκες εκ μέρους της συμπεριλαμβανομένης και της επίδικης.  Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

«Αποτελεί κοινό έδαφος ότι στις 10.4.08 το ποσό των JPY25.000.000 το οποίο βρισκόταν κατατεθειμένο στον λογαριασμό δανείου του Ενάγοντος υπ΄ αρ. .98-03 εκταμιεύθηκε σε ευρώ και κατατέθηκε σε λογαριασμό ταμιευτηρίου του Ενάγοντος υπ΄ αρ. .98-00, όπως φαίνεται στην κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 7. Αυτό φαίνεται και στην κατάσταση του λογαριασμού υπ΄ αρ. .98-03, Τεκμήριο 15. Ειδικότερα, κατατέθηκε ποσό €155.101,55, το οποίο σύμφωνα με τον ΜΥ1 αποτελούσε το ισόποσο σε ευρώ και αφαιρουμένων των εξόδων μετατροπής συναλλάγματος. Ο ΜΥ1 ανέφερε επίσης ότι η συμφωνία ημ. 6.3.08 κάλυπτε μόνο τον λογαριασμό δανείου και ο λογαριασμός ταμιευτηρίου είναι ξεχωριστός λογαριασμός με όρους διαφορετικούς από αυτόν του λογαριασμού δανείου.»

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι ήταν αποδεκτό και από τις δύο πλευρές η επιστροφή στον εφεσείοντα του ποσού των €622,88 στις 9.5.2008 τα οποία ήταν τα έξοδα μετατροπής συναλλάγματος για τα οποία ο εφεσείων είχε διαμαρτυρηθεί έντονα στον ΜΥ1, ο οποίος με την σειρά του έλαβε εσωτερική έγκριση για επιστροφή.

 

Αποτέλεσε επίσης εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας είχε συνάντηση με την ΜΥ2 στην οποία εξέφρασε παράπονο για ισχυριζόμενη δέσμευση του ποσού του δανείου και μετατροπή αυτού από JPY σε ευρώ.  Μετά από μελέτη του φακέλου η ΜΥ2 του απάντησε ότι το παράπονο του δεν ευσταθούσε καθότι ο ίδιος είχε ζητήσει την μεταφορά του ποσού του δανείου σε ευρώ και συμφωνήσει σταδιακή αποδέσμευση με την προσκόμιση πιστοποιητικών για τις εργασίες στο έργο για το οποίο δόθηκε η δανειοδότηση. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε επίσης ότι ήταν κοινώς αποδεκτό ότι στις 29.10.2010 η εφεσίβλητη προχώρησε σε συμψηφισμό του πιστωτικού υπολοίπου του γραμματίου με το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του δανείου και την 1.11.2010 η εφεσίβλητη απέστειλε επιστολή τερματισμού του λογαριασμού δανείου (Τεκμήριο 22).  Η εφεσίβλητη απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 18.1.2011 (Τεκμήριο 34) προς τον εφεσείοντα εις απάντηση της επιστολής του ημερομηνίας 30.11.2010 στην οποία επαναλαμβάνει μεταξύ άλλων την θέση ότι το δάνειο αφορούσε ποσό JPY25.000.000. 

 

Ακολούθησε επιστολή του δικηγόρου του εφεσείοντα ημερομηνίας 1.3.2011, Τεκμήριο 20, προς την εφεσίβλητη στην οποία μεταξύ άλλων για πρώτη φορά γίνεται λόγος για δάνειο εκ JPY27.500.000 και για τερματισμό εκ μέρους του της συμφωνίας δανείου και της υποθήκης. Η ίδια επιστολή στάληκε εκ νέου στις 8.3.2011, Τεκμήριο 42. Η εφεσίβλητη απάντησε με επιστολή της ημερομηνίας 18.3.2011, Τεκμήριο 43, προς τον δικηγόρο με την οποία απέρριπτε το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 8.3.2011 και ζητούσε πλήρη εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου. Σε συνέχεια της εν λόγω επιστολής, η εφεσίβλητη απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 6.4.2011, Τεκμήριο 23, προς τον εφεσείοντα καλώντας τον εκ νέου να ξοφλήσει το υπόλοιπο και πως σε διαφορετική περίπτωση θα προχωρούσε με εκποίηση της υποθήκης και καταχώριση αγωγής.

 

Τέλος, αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου η αναντίλεκτη θέση του εφεσείοντα ότι λόγω αδυναμίας και παράλειψης αποπληρωμής της οφειλής του, το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού τερμάτισε τη συμφωνία δανείου και απαίτησε εξόφληση. Αυτή η θέση επιβεβαιώνεται από την επιστολή τερματισμού ημερομηνίας 17.6.2010, Τεκμήριο 28. Μάλιστα παρέμεινε αναντίλεκτη και η θέση του ότι ο ίδιος κίνησε αγωγή εναντίον του Συνεργατικού με την οποία αμφισβητεί την οφειλή.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο με λεπτομέρεια στην μαρτυρία, δεν έκανε δεκτή τη θέση του εφεσείοντα ότι η έναρξη αποπληρωμής του δανείου ήταν η 31.10.2020 αποδεχόμενο τη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2 και με αναφορά σε διάφορα τεκμήρια ότι η έναρξη αποπληρωμής του δανείου ήταν η 31.3.2010 με τελευταία δόση πληρωτέα την 28.2.2018.

 

Μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης των 3 αυτών μαρτύρων και την εξαγωγή των ευρημάτων του για τα γεγονότα της υπόθεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι:

«Μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης των τριών αυτών μαρτύρων και την εξαγωγή των ευρημάτων του Δικαστηρίου για τα γεγονότα της υπόθεσης, κρίνεται σκόπιμο να λεχθεί ότι η ουσία της εκδοχής του Ενάγοντος ήταν ότι η συμφωνία έγινε για το ποσό των JPY27.500.000, το οποίο έπρεπε να δοθεί σε μία δόση ταυτόχρονα με την παραχώρηση της υποθήκης, στο ίδιο νόμισμα και όχι σε ευρώ, και πως η κατάθεση ποσού JPY25.000.000 σε λογαριασμό σε ευρώ, το οποίο παρέμενε δεσμευμένο, συνιστά παραβίαση και μη εκτέλεση των συμφωνηθέντων. Θεωρώ ότι όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, καταδεικνύουν την ανακρίβεια, λανθασμένη αντίληψη γεγονότων και παραπλανητική εκδοχή του Ενάγοντος, ο οποίος έφθασε μέχρι σημείου να αναφέρει στην αντεξέταση του ότι με το αίτημα του για παροχή μέγιστου δανείου, συνάγεται ότι με την ανέγερση των κατοικιών και την αύξηση της αξίας αυτών η Εναγομένη θα του έδινε και άλλο δάνειο, θέση η οποία στερείται κάθε λογικής και πειστικότητας.»

 

Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού υπενθύμισε ότι ο τρόπος μεταφοράς του ποσού των JPY25.000.000, η μετατροπή του σε ευρώ και η χρέωση των διαφόρων λογαριασμών αποτέλεσε κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών, υπέδειξε ότι αυτά τα στοιχεία αντικατοπτρίζονται στις καταστάσεις λογαριασμού που κατατέθηκαν από την ΜΥ4.  Η μάρτυρας αυτή κατέθεσε την αρχική και την αναδομημένη κατάσταση του επίδικου λογαριασμού δανείου (Τεκμήριο 56 και 57 αντίστοιχα).  Η ΜΥ4 άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο και κρίθηκε αξιόπιστη αφού χαρακτήρισε την μαρτυρία της ως σαφή και συνεπή και κατά την αντεξέταση της οι απαντήσεις της χαρακτηρίζοντο από αμεσότητα, πειστικότητα και λεπτομέρεια.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο για λόγους που λεπτομερώς επεξηγεί αποδέχθηκε πλήρως το περιεχόμενο της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού (Τεκμήριο 57) και συγκεκριμένα τις χρεώσεις, πιστώσεις, το επιτόκιο μέχρι 2% επί των καθυστερημένων δόσεων κλπ.  Δέχθηκε επίσης ότι στην αναδομημένη κατάσταση ότι όλα τα ποσά που καταβλήθηκαν στο λογαριασμό προήλθαν από λογαριασμούς του εφεσείοντα σε ευρώ, αυτά μετατράπηκαν από ευρώ σε JPY με την ισοτιμία που ίσχυε κατά την καταβολή του ποσού στον λογαριασμό του δανείου.  Αντίστοιχα είχε εφαρμοστεί η ισοτιμία  JPY 160,54 προς €1 για την μετατροπή του ποσού των JPY 25.000.000 το οποίο πιστώθηκε στο λογαριασμού του εφεσείοντα σε ευρώ. 

 

Σε σχέση με τον ΜΕ3 η εταιρεία του οποίου προέβη σε δύο εκτιμήσεις του ενυπόθηκου δανείου, η πρώτη στις 19.11.2007, Τεκμήριο 5, η οποία είχε  υποβληθεί στην εφεσίβλητη στα πλαίσια της αίτησης για την χορήγηση του δανείου και η δεύτερη στις 24.2.2016 (Τεκμήριο 27) για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε αρχικά ότι η ειδικότητα του ΜΕ3 ως εκτιμητή δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης και έτσι έγινε αποδεκτή από αυτό.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναλύει με λεπτομέρεια το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 27 προσδιορίζει τα στοιχεία που περιέχονται στην έκθεση και τα οποία θεώρησε ότι δημιουργούσαν αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία της εκτίμησης και κατέληξε ότι αδυνατούσε να δεχθεί ότι το Τεκμήριο 27 παρείχε μια ασφαλή και ορθή εκτίμηση του ενυπόθηκου ακινήτου κατά το έτος 2011 και επομένως αδυνατούσε να δεχθεί και στηριχθεί στην εν λόγω έκθεση.  Στον αντίποδα το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού υπέδειξε ότι η ειδικότητα του ΜΥ3 ως εκτιμητή δεν αμφισβητήθηκε και επομένως έγινε δεκτή, κατέληξε ότι η μαρτυρία του για τους λόγους που επεξηγεί αναλυτικά ήταν αξιόπιστη.

 

Τέλος, όσον αφορά τον ΜΕ2 επίσης ανέφερε ότι τα προσόντα και ειδικότητα του ως λογιστή δεν είχαν αμφισβητηθεί και έτσι έγιναν δεκτά.  Όσον αφορά όμως την μαρτυρία του και τα στοιχεία που περιέχονται στην γραπτή του δήλωση Τεκμήριο 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι υπήρχαν σε αυτή στοιχεία παντελώς αβάσιμα και αυθαίρετα και δεν είχε παρουσιαστεί οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να τα υποστηρίζει.  Υπέδειξε ότι και ο ίδιος ο ΜΕ2 αναγνώρισε κατά την αντεξέταση του ότι υπήρχαν λανθασμένες καταγραφές αριθμών, ως αποτέλεσμα λάθος υπολογισμού μαθηματικών πράξεων, ως επίσης μη ακριβείς υπολογισμοί.  Ως εκ τούτου, η μελέτη του ΜΕ2 δεν κρίθηκε αξιόπιστη και δεν έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

 

Στρεφόμενο στην εξέταση της νομικής πτυχής της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στα ευρήματα του κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία δανείου ημερομηνίας 6.3.2008 ήταν η μοναδική συμφωνία η οποία υπεγράφη μεταξύ των δύο μερών και αποτυπώνει τα όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ των μερών, όπως αυτά καταγράφονται στην επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης ημερομηνίας 29.2.2008 ως επίσης ότι δεν χωρούσε αμφιβολία ότι η συμφωνία των δύο μερών συμπεριλαμβάνεται στην επιστολή ημερομηνίας 29.2.2008, τη δήλωση συναλλαγματικού κινδύνου και τη συμφωνία ημερομηνίας 6.3.2008.

 

Τόνισε ότι οι όποιες λανθασμένες καταγραφές του ποσού του δανείου και του χρόνου έναρξης αποπληρωμής, όπως αναλύονται ανωτέρω, αποτελούν απλά τυπογραφικά λάθη ενώ σαφώς ήταν σε πλήρη γνώση και των δύο μερών ότι το δάνειο αφορούσε σε JPY25.000.000 και ότι η πρώτη δόση θα ήταν πληρωτέα δύο έτη μετά την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας ημερομηνίας 6.3.2008, ήτοι στις 31.3.2010, όπως ρητώς αναφέρεται στη συμφωνία (όροι 1 και 5). Άλλωστε ο εφεσείων υπέγραψε όλα τα έγγραφα και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε είτε για το ποσό του δανείου είτε για τους όρους αυτού παρά μόνο, πολύ αργότερα, και συγκεκριμένα για τους όρους δύο έτη αργότερα, ήτοι το 2010 και για το ποσό τρία έτη αργότερα, ήτοι το 2011.

 

Υπέδειξε επίσης ότι αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι ουδεμία πρόοδος ή εργασία τελικώς έγινε αναφορικά με τον σκοπό του δανείου και πως ουδεμία πληρωμή είχε γίνει έναντι αυτού μετά την έναρξη της περιόδου αποπληρωμής του, ήτοι από τις 31.3.2010, πλην κάποιων ποσών μεταξύ 2.9.2008 μέχρι και 7.5.2010, τα οποία αντιπροσώπευαν τους τόκους του γραμματίου όπως φαίνονταν στην κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 57. Εξ ου και στα πλαίσια της αλληλογραφίας μεταξύ των μερών, με επιστολές της ημ. 6.8.2010 και 27.8.2010, Τεκμήρια 14 και 19 αντίστοιχα, η εφεσίβλητη κάλεσε τον εφεσείοντα να ξοφλήσει το οφειλόμενο υπόλοιπο και λόγω της μη συμμόρφωσης του στις 29.10.2010 προέβη σε συμψηφισμό, Τεκμήριο 57, και την 1.11.2010 απέστειλε στον εφεσείοντα επιστολή τερματισμού του δανείου, Τεκμήριο 22.

 

Η δυνατότητα συμψηφισμού έναντι του οφειλόμενου υπόλοιπου με οποιοδήποτε ποσό σε άλλο λογαριασμό του εφεσείοντα προβλεπόταν ρητώς στον όρο 18 της συμφωνίας δανείου, και επομένως η εφεσίβλητη είχε κάθε δικαίωμα να προβεί σε αυτόν.

 

Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης πως από τη στιγμή που η συμφωνία δανείου είχε τερματιστεί από την 1.11.2010 από την εφεσίβλητη, τότε δεν μπορούσε να επέλθει άλλος τερματισμός αυτής και ειδικότερα από πλευράς εφεσείοντα μέσω της επιστολής του δικηγόρου του ημ. 1.3.2011, Τεκμήριο 20. Με άλλα λόγια δεν νοείται τερματισμός μιας συμφωνίας από ένα μέρος, της ήδη τερματισθείσας από το άλλο μέρος. Αλλά και αν υπάρξει, αυτονόητο είναι πως δεν επιφέρει έννομες συνέπειες στις περιπτώσεις που έχει προηγηθεί νόμιμος τερματισμός από αντισυμβαλλόμενο.

 

Το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε επίσης ότι η συμφωνία υποθήκης ήταν και εξακολουθούσε να είναι έγκυρη και δεσμευτική εξασφάλιση για το επίδικο δάνειο. Αυτή αφορούσε το μέγιστο ποσό των JPY27.500.000 πλέον τόκο και έξοδα.

 

Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι η εφεσίβλητη είχε εκπληρώσει πλήρως τις υποχρεώσεις της δυνάμει της συμφωνίας δανείου προς τον εφεσείοντα και ότι σε σχέση με την ανταπαίτηση της είχε καταδειχθεί (i) η σύναψη της συμφωνίας παροχής δανείου, (ii) η παράβαση των όρων αυτής από πλευράς εφεσείοντα και (iii) ο τερματισμός της, στοιχεία ούτως ή άλλως απαραίτητα για απόδειξη αξίωσης τραπεζικού χρέους, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Χαραλάμπους κ.ά. (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 829.

 

Με βάση την πιο πάνω μαρτυρία, το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι η αναδομημένη κατάσταση του επίδικου λογαριασμού δανείου περιείχε τις ορθές χρεώσεις και επομένως το παρουσιαζόμενο ποσό ήταν ορθό και νομίμως οφειλόμενο.  Το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι το ύψος του οφειλόμενου ποσού ήταν αυτό που περιέχετο στην αναδομημένη κατάσταση, Τεκμήριο 57, το οποίο και παρέμενε απλήρωτο.

 

Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, και αφού εξέτασε τις εκατέρωθεν θέσεις των δύο πλευρών, δεχόμενο τις θέσεις της εφεσίβλητης και απορρίπτοντας τις θέσεις του εφεσείοντα, το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείοντας απέτυχε να αποδείξει την απαίτηση του ενώ η εφεσίβλητη ως εξ ανταπαιτήσεως ενάγουσα κατάφερε να αποδείξει την ανταπαίτηση της στον απαιτούμενο βαθμό.

 

Συνεπεία των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη της απαίτησης του εφεσείοντα και στην έκδοση απόφασης υπέρ της εφεσίβλητης ως εξ ανταπαιτήσεως ενάγουσας και διατάγματος εκποίησης της αναφερόμενης υποθήκης με διαταγή για έξοδα ως αναφέρεται πιο πάνω.

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με 18 λόγους έφεσης.  Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των λόγων έφεσης αφορά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι γνωστή η αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα θέματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Στην πρόσφατη απόφαση μας, AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024 σημειώσαμε τα ακόλουθα σχετικά με το θέμα αυτό:

«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιoν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.

 

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:

«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»

         

          Με τον πέμπτο λόγο έφεσης η πλευρά του εφεσείοντα προβάλλει ότι λανθασμένα ή και αυθαίρετα το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ2, λογιστή, ο οποίος ετοίμασε τεχνοοικονομική μελέτη και η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 24 χαρακτηρίζοντας την λανθασμένη και μη ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα γιατί υπολόγιζε ζημία του εφεσείοντα η οποία προερχόταν από την απώλεια εισοδημάτων από τις υπό ανέγερση κατοικίες ως επίσης υπέστη τεράστια απώλεια ποσών και ζημία λόγω του ότι αναγκάστηκε να προβεί στην αγορά του αναφερόμενου ακινήτου Τεκμήριο 26 και της μείωσης της αξίας του καθώς επίσης μείωση της αξίας του ευρώ έναντι του ιαπωνικού Γεν (JPY).  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα δεν έλαβε υπόψη του καν τα όσα ανέφερε ο ΜΕ2 ο οποίος είναι λογιστής εμπειρογνώμονας για το θέμα και την εργασία την οποία ετοίμασε και κατέθεσε στο Δικαστήριο βασιζόμενος στο έγγραφο ημερομηνίας 4.10.2007 το οποίο αποτελούσε μέρος των συμφωνιών καθώς επίσης λανθασμένα και αυθαίρετα κατέληξε σε συμπεράσματα τα οποία απέρριψαν την μαρτυρία του ΜΕ2 εξ ολοκλήρου ή και δεν λήφθηκε καν υπόψη.  Σύμφωνα με την πλευρά του εφεσείοντα ο ΜΕ2 «υπολόγισε τα καθαρά εισοδήματα από τις κατοικίες βάση του εγγράφου 4.10.2007 Τεκμήριο 1, παράγραφος Δ, Οικονομική Μελέτη, το οποίο έγγραφο αποτελούσε μέρος των συμφωνιών, σύμφωνα με την επιστολή συνημμένης υποχρέωσης 29.2.2008 Τεκμήριο 3 και είναι καθόλα αξιόπιστη».

 

          Ο λόγος αυτός έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

          Θα πρέπει καταρχάς να υποδείξουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υποδεικνύει στην απόφαση του ότι τα προσόντα και η ειδικότητα του ΜΕ2 ως λογιστή δεν αμφισβητήθηκαν και έτσι έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο. 

 

Σημειώνουμε επιπρόσθετα με τα όσα αναφέρουμε πιο πάνω, ότι οι εμπειρογνώμονες υπόκεινται στους ίδιους κανόνες αξιολόγησης όπως και οι λοιποί μάρτυρες, με επιπρόσθετο της αξιοπιστίας, να εξετάζεται η εν γένει εμπειρογνωμοσύνη τους, η τεκμηρίωση και η πειστικότητα των λεγομένων τους, αλλά και η σαφήνεια της διαβιβασθείσας άποψης τους, στοιχεία βαρυσήμαντα ώστε να μπορεί το Δικαστήριο, στηριζόμενο σ΄ αυτή τη μαρτυρία, να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα και να διαμορφώνει ιδίαν άποψη, επί του επίμαχου, επίδικου θέματος (βλ. Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 298 και Novichkova v. Βλάβη (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1111, Μαρκίδου ν. Παπαμάρκου, Πολιτική Έφεση Αρ. 228/2018, ημερ. 16/7/2024).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την μαρτυρία του ΜΕ2 και ειδικότερα την γραπτή του δήλωση έγγραφο 2 που αποτέλεσε την κυρίως εξέταση του, διαπίστωσε ότι όλοι οι υπολογισμοί του μάρτυρα έγιναν στη βάση στοιχείων που δόθηκαν από τον εφεσείοντα, όπως π.χ. τα καθαρά εισοδήματα από τις κατοικίες και με απλές μαθηματικές πράξεις, χωρίς ο ίδιος να τα ελέγξει για την ορθότητα τους.  Αυτά τα στοιχεία, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εντελώς αβάσιμα και αυθαίρετα και δεν είχε παρουσιαστεί οποιαδήποτε μαρτυρία που να τα υποστηρίζει.  Συνεπεία τούτου οι υπολογισμοί του μάρτυρα δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτοί αφού στηρίζονταν σε αυθαίρετα δεδομένα.  Όπως εξάλλου παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο ο ΜΕ2 αναγνώρισε κατά την αντεξέταση του ότι υπήρχαν και λανθασμένες καταγραφές αριθμών, ως αποτέλεσμα λάθους υπολογισμού των μαθηματικών πράξεων και ακόμα μη ακριβείς υπολογισμοί όπως ο υπολογισμός επιτοκίου και η ισοτιμία κατά προσέγγιση, με αποτέλεσμα η μελέτη του να μην κριθεί τεκμηριωμένη  και ορθή.  Ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε ως αξιόπιστη και επομένως δεν έκανε δεκτή την μελέτη του ΜΕ2. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε με προσοχή και με τον ορθό τρόπο την μαρτυρία του ΜΕ2 και αιτιολόγησε πλήρως τους λόγους για τους οποίους δεν έκανε αποδεκτή την μαρτυρία του.  Οι εισηγήσεις της πλευράς του εφεσείοντα κρίνονται ως αβάσιμες. 

 

Με βάση τα πιο πάνω ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Τα ίδια ισχύουν και για τον έκτο λόγο έφεσης όπου η πλευρά του εφεσείοντα προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα προέβη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ3, εκτιμητή ακινήτων, διευθυντή και ιδιοκτήτη εταιρείας διεθνών συμβούλων εκτιμητών και ακινήτων ο οποίος κατέθεσε για την ετοιμασία δύο εκτιμήσεων για την αξία του επίδικου ενυπόθηκου ακινήτου ημερ. 19.11.2007, Τεκμήριο 5 προς την εφεσίβλητη και ημερομηνίας 24.2.2016, Τεκμήριο 27 προς τον εφεσείοντα η οποία αφορούσε την αξία του ακινήτου για το 2011.  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης η πλευρά του εφεσείοντα υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα δεν έλαβε υπόψη του καν τα όσα ανέφερε και κατέθεσε ο ΜΕ3 και οποιοδήποτε τεκμήριο κατέθεσε δεν λήφθηκε υπόψη και απέρριψε την μαρτυρία του ως αναξιόπιστη. 

 

Πέραν των όσων αναφέρουμε πιο πάνω σε σχέση με την αξιολόγηση μαρτυρίας από το Δικαστήριο ως επίσης την αξιολόγηση εμπειρογνωμόνων μαρτύρων παρατηρούμε ότι ο λόγος αυτός έφεσης είναι ασαφής, γενικός και αόριστος ως επίσης στην αιτιολογία του δεν αναφέρεται οτιδήποτε που να τον υποστηρίζει. Επισημαίνουμε ακόμα πως στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα αναφέρεται ότι δεν χρειάζεται επιπλέον επιχειρηματολογία.  Κρίνουμε ότι τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι ο λόγος αυτός έφεσης στερείται ερείσματος.  Επιπρόσθετα, επισημαίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 34 μέχρι 37 εξηγεί αναλυτικά και τεκμηριωμένα τους λόγους για τους οποίους ο ΜΕ3 δεν του άφησε καλή εντύπωση και ότι αδυνατούσε να δεχθεί ότι η έκθεση του ημερομηνίας 24.2.2016 παρείχε μια ασφαλή και ορθή εκτίμηση της αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου κατά το έτος 2011 και επομένως αδυνατούσε να δεχθεί και να στηριχθεί στην εν λόγω έκθεση.  Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε το σημαντικό στοιχείο ότι η εκτίμηση έγινε στη βάση του ότι το ακίνητο ήταν ελεύθερο από οποιουσδήποτε περιορισμούς ή δεσμεύσεις έναντι τρίτων, στοιχείο που σαφώς δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα εφόσον το ακίνητο βαρύνετο με την υποθήκη προς όφελος της εφεσίβλητης.  Περαιτέρω, το Δικαστήριο στις σελίδες 37 έως 40 εξηγεί γιατί δέχθηκε την μαρτυρία του ΜΥ3 η οποία επικεντρώθηκε στο σχολιασμό της έκθεσης ημερομηνίας 24.2.2016 που ετοιμάστηκε από τον ΜΕ3 ως επίσης την επιστημονική του άποψη την οποία έκρινε καθόλα αξιόπιστη ως πλήρη και τεκμηριωμένη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε μάλιστα ότι τα πλείστα σχόλια του ΜΥ3 αφορούσαν ζητήματα τα οποία το ίδιο το Δικαστήριο εντόπισε και ασχολήθηκε στα πλαίσια της αξιολόγησης του ΜΕ3, χωρίς οποιαδήποτε διασύνδεση και αναφορά στην μαρτυρία του ΜΥ3, δηλαδή θεώρησε ότι η αξιολόγηση του ΜΕ3 μπορούσε να γίνει με βάση την κοινή λογική και τις γενικές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας και χωρίς την αναγκαιότητα συσχετισμού αυτής με άλλο ειδικό ήτοι τον ΜΥ3.

 

Με βάση τα πιο πάνω, ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον δέκατο έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η στάση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την διάρκεια της ακρόασης ήταν πολύ αρνητική απέναντι στον εφεσείοντα διαγράφοντας κείμενα της γραπτής δήλωσης του με την εσφαλμένη δικαιολογία ότι δεν αναφέρονταν στα δικόγραφα.  Προς υποστήριξη του πιο πάνω λόγου έφεσης αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διέγραψε μεταξύ άλλων πολλών παραγράφων και την παράγραφο 58 της γραπτής δήλωσης του εφεσείοντα η οποία αναφερόταν στην είσπραξη του ποσού των €163.301,22 έναντι δεσμευμένης κατάθεσης €155.724,43 η οποία αναφερόταν στην τροποποιημένη Απάντηση στην Υπεράσπιση ημερομηνίας 4.4.2017 παράγραφος 25, η οποία έγινε δεκτή από το Δικαστήριο. 

 

          Ο λόγος αυτός έφεσης δεν ευσταθεί. 

 

Θα πρέπει κατ΄ αρχάς να επισημάνουμε ότι από την μελέτη των πρακτικών της διαδικασίας δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε μεμπτό σε σχέση με τη στάση του πρωτόδικου Δικαστηρίου απέναντι στον εφεσείοντα.  Ούτε εντοπίσαμε οποιαδήποτε αναφορά ή παράπονο από την πλευρά του εφεσείοντα προς το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με τη συμπεριφορά του.

 

          Πέραν των πιο πάνω, η μελέτη των πρακτικών της διαδικασίας καταδεικνύει ότι κατά την έναρξη της ακρόασης της αγωγής, την 4.3.2019, όταν επιχειρήθηκε να κατατεθεί γραπτή δήλωση του εφεσείοντα ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, η πλευρά της εφεσίβλητης προέβαλε ένσταση στην κατάθεση της ως είχε υποστηρίζοντας ότι το περιεχόμενο συγκεκριμένων παραγράφων σε αυτή δεν περιλαμβανόταν στη δικογραφία.  Διευκρινίζουμε ότι στις 6.7.2017 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, υπό διαφορετική σύνθεση αποφάσισε, κατόπιν αίτησης της εφεσίβλητης, την διαγραφή μέρους της τροποποιημένης Απάντησης και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση του εφεσείοντα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τις δύο πλευρές αποφάσισε στις 8.3.2019 την διαγραφή μέρους της γραπτής δήλωσης του ενάγοντα με την αιτιολογία ότι δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα. Το περιεχόμενο της παραγράφου 58 της γραπτής δήλωσης, αποτελούσε μέρος των διαγραφέντων ισχυρισμών από την τροποποιημένη Απάντηση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση του εφεσείοντα.  Η παράγραφος 25 του εν λόγω δικογράφου είχε διαγραφεί από σημείο της 3ης γραμμής μέχρι το τέλος, δηλαδή σχεδόν ολόκληρη. Επισημαίνουμε ότι η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 6.7.2017 δεν προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο έφεσης. Επομένως δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε αρνητική στάση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έναντι του εφεσείοντα ούτε ότι η αιτιολογία που δόθηκε για την διαγραφή της συγκεκριμένης παραγράφου από την γραπτή δήλωση του εφεσείοντα ήταν εσφαλμένη. 

 

          Με βάση τα πιο πάνω ο δέκατος έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας προβάλλει ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείοντας δεν ήταν φιλαλήθης και ότι προσπάθησε με την μαρτυρία του να εξυπηρετήσει το δικό του ίδιο συμφέρον και ότι επανέλαβε μόνο τα όσα περιέχονται στην Έκθεση Απαίτησης και Απάντηση του είναι λανθασμένο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, όφειλε να καταλήξει ακριβώς στο αντίθετο εύρημα καθότι ο εφεσείοντας με την μαρτυρία του αλλά και τα τεκμήρια που κατέθεσε στο Δικαστήριο τεκμηρίωσε και απέδειξε ότι ήταν φιλαλήθης και ότι από τα τεκμήρια αποδεικνύεται η δέσμευση της εφεσίβλητης ή και ότι η εφεσίβλητη ενέκρινε το δάνειο του σε Λίρες Κύπρου αρχικά καθώς επίσης αποδεικνύεται η τροποποίηση της αρχικής αίτησης δανείου, παραπέμποντας στα Τεκμήρια 1 και 2.  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης ο εφεσείοντας αναφέρει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα την ενώπιον του μαρτυρία και κατέληξε σε λανθασμένα και αυθαίρετα συμπεράσματα ειδικότερα σε σχέση με τα Τεκμήρια 1 και 2.  Ακόμα και στην βάση των ευρημάτων στα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε, δεν δικαιολογείται το συμπέρασμα ή και κατάληξη του ότι ο εφεσείοντας ενήργησε κακόπιστα ή και υποκινούμενος από ίδιο συμφέρον ενώ τα τεκμήρια στο σύνολο τους υποδείκνυαν ακριβώς το αντίθετο.  Σύμφωνα επίσης με τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ ορθά ανέφερε ότι ο εφεσείοντας αρχικά αποτάθηκε στην εφεσίβλητη για εξασφάλιση δανείου ύψους ΛΚ265.000 ήτοι ΛΚ115.000 για την αγορά του κτήματος και ΛΚ150.000 για κάλυψη των εξόδων ανέγερσης κατοικιών δεν έλαβε υπόψη του ότι η διαφοροποίηση της αίτησης ημερομηνίας 4.10.2007, Τεκμήριο 1, έγινε μετά από δήλωση ή και προτροπή της εφεσίβλητης προς τον εφεσείοντα ότι θα έπρεπε να επιδείξει συνεισφορά στο έργο και έτσι ουσιαστικά αναγκάστηκε και προχώρησε και αγόρασε το κτήμα το οποίο αναφέρεται στην επιστολή ημερομηνίας 1.11.2007, Τεκμήριο 2, με δάνειο από το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού Λτδ και στην πορεία ζήτησε διαφοροποίηση του ποσού του δανείου με την παραχώρηση του μέγιστου δυνατού δανείου με υποθήκευση του ακινήτου και ζήτησε εάν ήταν δυνατό περίπτωση δανείου σε ξένο συνάλλαγμα εάν αυτό επιτυγχάνετο με ευνοϊκότερους όρους απ΄ ότι σε ευρώ. 

 

Ο λόγος αυτός έφεσης είναι επίσης αβάσιμος. 

 

Πέραν των όσων αναφέρουμε πιο πάνω σχετικά με τις αρχές που ισχύουν για την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με προσοχή την μαρτυρία του εφεσείοντα ως επίσης τα τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του και κατέληξε σε συμπεράσματα τα οποία ήταν εύλογα και δικαιολογούνταν από την προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 10 της απόφασης του  αναφέρει ότι:

«Τα ίδια τα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 1-4 δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του Ενάγοντος αναφορικά με τους όρους της συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών. Κατ΄ αρχάς ο ισχυρισμός του Ενάγοντος περί αρχικής συμφωνίας στις 4.10.07 και τροποποίησης αυτής την 1.11.07 δεν βρίσκει έρεισμα στις αντίστοιχες επιστολές του, Τεκμήρια 1 και 2, οι οποίες αποτελούν απλώς αιτήματα του Ενάγοντος για την παραχώρηση δανείου. Το τι ενέκρινε τελικώς η Εναγομένη φαίνεται στην επιστολή ημ. 29.2.08, Τεκμήριο 3, ενώ η υπογεγραμμένη δήλωση από τον Ενάγοντα με την οποία πληροφορήθηκε τους συναλλαγματικούς κινδύνους του δανείου σε JPY καταρρίπτει από μόνη της την όποια κατ΄ ισχυρισμόν του παρότρυνση ή και συμβουλή από πλευράς Εναγομένης πως η παροχή δανείου σε JPY θα ήταν πιο επωφελής λόγω χαμηλότερου επιτοκίου.»

 

Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι οι πιο πάνω διαπιστώσεις του στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό στην μαρτυρία του ΜΥ1 την οποία το Δικαστήριο έκανε αποδεκτή, ο οποίος παρουσίασε μια καθόλα ολοκληρωμένη και πειστική εκδοχή ως προς τα γεγονότα.  Έκανε δεκτή ως λογική και βάσιμη τη θέση του ΜΥ1 πως ενόψει της διαφοροποίησης του αιτήματος του εφεσείοντα, λειτουργός της εφεσίβλητης συνέταξε νέο αίτημα δανείου και η εσωτερική διεργασία ολοκληρώθηκε με την επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης ημερομηνίας 29.2.2008 η οποία υπεγράφη από τον εφεσείοντα στο κεντρικό υποκατάστημα στις 6.3.2008 μαζί με την υπογραφή της δήλωσης ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου και τη σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο υποδεικνύει στη σελίδα 17 της απόφασης του ότι η θέση του εφεσείοντα περί τροποποίησης της συμφωνίας στις 2.4.2008 αναιρείται από το Τεκμήριο 3 αφού δεν νοείται τροποποίηση συμφωνίας με την απλή καταγραφή άλλου ποσού στο έγγραφο υποθήκης το οποίο δεν αποτελεί τη συμφωνία δανείου αλλά αντιθέτως το ίδιο το έγγραφο υποθήκης παραπέμπει στη συμφωνία ημερομηνίας 6.3.2008.  Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο παρουσίασε και άλλες διαφοροποιημένες και αντιφατικές εκδοχές του εφεσείοντα ήτοι την τοποθέτηση της τροποποίησης της συμφωνίας ενωρίτερα της 2.4.2008 και μάλιστα καθ΄ον χρόνο υπέγραψε τη συμφωνία και τη δήλωση ημερομηνίας 6.3.2008 ως επίσης υποστήριξε ότι θα του διδόταν ποσό εκ JPY25.000.000 ως δάνειο για τα κατασκευαστικά έργα και ποσό JPY2.500.000 για την πληρωμή των δόσεων μέχρι την συμπλήρωση των 3 ετών που θα άρχιζε κατ΄ ισχυρισμόν δικό του η αποπληρωμή με δόσεις.  Αυτές οι θέσεις απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο ως αβάσιμες και χωρίς λογική.  Δέχθηκε τη θέση του ΜΥ1 ότι η εφεσίβλητη δεν γνώριζε για το δάνειο του εφεσείοντα με το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού, αφού πέραν της αποδοχής της μαρτυρίας του μετά την αξιολόγηση της, το θέμα του δανείου δεν αναφερόταν σε οποιοδήποτε έγγραφο προς την εφεσίβλητη μέχρι και την επιστολή της ίδιας ημερομηνίας 29.2.2008 και για σκοπούς χορήγησης του επίδικου δανείου.  Έκρινε μάλιστα λογική τη θέση του ΜΥ1 ότι αν η εφεσίβλητη γνώριζε κάτι τέτοιο θα ενεργούσε αρνητικά στην αξιολόγηση της αίτησης του εφεσείοντα καθότι θα υπήρχε και άλλη υποχρέωση σε άλλο οργανισμό (σελ. 15 της πρωτόδικης απόφασης).  Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ίδιος ο εφεσείων ζήτησε προφορικά την παραχώρηση του δανείου σε JPY, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του ΜΥ1, είναι εύλογο και αναμενόμενο αφού συνάδει με την επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης ημερομηνίας 29.2.2008, τη δήλωση ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου και τη σύμβαση δανείου τα οποία υπέγραψε ο εφεσείων και αποτέλεσαν το Τεκμήριο 3 ως ανωτέρω αναφέρεται.  Τα Τεκμήρια 1 και 2 είναι απλώς επιστολές-αιτήματα του εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη αλλά δεν αποτέλεσαν μέρος της συμφωνίας αφού ακολούθησε η επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης και η σύμβαση του επίδικου δανείου.

 

Συνεπεία των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι το αίτημα του εφεσείοντα για λήψη δανείου ήτο JPY25.000.000 με υποθήκευση του ακινήτου (Τεκμήριο 3) ενώ στην υποθήκη του ακινήτου φαίνεται ότι το ποσό που εγκρίθηκε ήταν JPY27.500.000, ήτοι JPY2.500.000 περισσότερα για κάλυψη δόσεων 6 μηνών προς την εφεσίβλητη και επιπλέον 2,5 χρόνια για την έναρξη της αποπληρωμής, ήτοι θα ήτο καλυμμένος για 3 χρόνια ως αναφέρεται στην δήλωση Τεκμήριο 6 ημερομηνίας 6.3.2008.  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης ο εφεσείων αναφέρει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα δεν έλαβε υπόψη του ότι συμφωνήθηκε να δοθούν JPY25.000.000 για σκοπό κατασκευής σπιτιού σύμφωνα με την επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης ημερομηνίας 29.2.2008 και JPY2.500.000 επιπλέον για σκοπό αποπληρωμής δόσεων για 6 μήνες ανερχόμενο το δάνειο συνολικά σε JPY27.500.000 ως αναφέρεται στη δήλωση ημερομηνίας 6.3.2008, Τεκμήριο 6, το έγγραφο υποθήκης ημερομηνίας 2.4.2008, Τεκμήριο 4, που αποτελούσε μέρος της συμφωνίας ή και επιπρόσθετη συμφωνία και στην μαρτυρία του εφεσείοντα.  Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα την ενώπιον του μαρτυρία σε σχέση με την τροποποίηση για αύξηση του δανείου του εφεσείοντα από JPY25.000.000 σε JPY27.500.000 και κατέληξε σε λανθασμένα και αυθαίρετα συμπεράσματα αναφορικά με την μαρτυρία του εφεσείοντα ενώ παράλληλα θεώρησε ορθή τη μαρτυρία του ΜΥ1 και λανθασμένα και αυθαίρετα θεώρησε ότι η αναγραφή του ποσού των JPY27.500.000 οφείλετο σε τυπογραφικό λάθος την στιγμή που αυτό αναγράφετο σε δύο διαφορετικά τεκμήρια και παραγνώρισε το γεγονός ότι είναι γενικός νομικός κανόνας ότι μια συμφωνία που είναι γραπτή δεν μπορεί να τροποποιηθεί ή αλλοιωθεί με προφορική μαρτυρία ή και η προφορική μαρτυρία να αντικρούσει τους γραπτούς όρους ενός εγγράφου.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος.

 

Θα πρέπει καταρχάς να σημειώσουμε ότι με την ίδια σχολαστικότητα που εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο την μαρτυρία του εφεσείοντα και των μαρτύρων που παρουσίασε το ίδιο έπραξε και με την μαρτυρία του ΜΥ1 και των υπόλοιπων μαρτύρων της εφεσίβλητης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 15-16 της απόφασης του αναφέρει τα ακόλουθα:

«Έχει ήδη λεχθεί ότι ο Ενάγων επικαλέστηκε τροποποίηση της συμφωνίας μεταξύ των μερών στις 2.4.08 για την παροχή ποσού JPY27.500.000 ενώ ο ΜΥ1 επέμενε ότι το δάνειο αφορούσε το ποσό των JPY25.000.000 και ουδέποτε τροποποιήθηκε. Σαφώς το ποσό του δανείου, όπως αυτό περιγράφεται στην επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης, αφορά στο ποσό δανείου εκ JPY25.000.000 ενώ το ποσό της υποθήκης είναι για JPY27.500.000. Ο ΜΥ1 έδωσε εξήγηση γι΄ αυτή τη διαφορά, ήτοι πως είναι πρακτική της Τράπεζας η υποθήκη να δίδεται για το 110% του ποσού του δανείου και πως αν επέρχετο αύξηση του ποσού του δανείου θα αυξάνετο αναλόγως και το ποσό εξασφάλισης μέσω της υποθήκης. Αυτή η εξήγηση κρίνεται καθόλα βάσιμη και πειστική εφόσον και τα αντίστοιχα ποσά αντικατοπτρίζονται στην επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης.

 

Είναι γεγονός ότι η δήλωση ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου και το έγγραφο υποθήκης αναφέρονται σε ποσό δανείου JPY27.500.000. Προφανώς είναι σε αυτές τις αναφορές που βασίζεται ο Ενάγων για να ισχυρίζεται πως ουδέποτε συμφώνησε την παροχή δανείου JPY25.000.000 και υποθήκης για ποσό JPY27.500.000, εξ ου και επήλθε τροποποίηση της συμφωνίας για παροχή δανείου εκ JPY27.500.000. Ο ΜΥ1 βασίστηκε στην επιστολή και ανέφερε ότι η αναγραφή στο ποσό του δανείου στη δήλωση και στο έγγραφο υποθήκης είναι σαφώς λανθασμένη.

 

Κατ΄ αρχάς η θέση του Ενάγοντος πως επήλθε τροποποίηση της συμφωνίας στις 2.4.08 για την παραχώρηση μεγαλύτερου ποσού δανείου αναιρείται από την υπογραφή του ιδίου της δήλωσης ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου η οποία φέρει ημ. 6.3.08 όταν μάλιστα υπεγράφη και η ίδια η σύμβαση δανείου για το ποσό των JPY25.000.000. Επομένως δεν νοείται η τροποποίηση της συμφωνίας από τις 6.3.08 όταν η επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης που αποτελεί τους όρους έγκρισης του δανείου και η ίδια η σύμβαση δανείου ημ. 6.3.08 αναφέρονται σε δάνειο ύψους JPY25.000.000. Αυτά τα δύο έγγραφα είναι τα ουσιώδη όσον αφορά την αποτύπωση της συμφωνίας μεταξύ των μερών και αν πράγματι δεν ήταν έτσι, τότε είναι άξιον απορίας γιατί ο Ενάγων να τα αποδέχθηκε και μάλιστα να υπέγραψε τη συμφωνία δανείου. Σαφώς η δήλωση ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου δεν είναι έγγραφο το οποίο περιγράφει τους όρους της συμφωνίας και επομένως κρίνεται καθόλα βάσιμη και πειστική η θέση του ΜΥ1 πως η αναγραφή εκεί του ποσού των JPY27.500.000 είναι λανθασμένη.

 

Αντίστοιχες είναι οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με την αναγραφή του ποσού των JPY27.500.000 στο έγγραφο της υποθήκης, ήτοι ότι και πάλι πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. Η επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης καταδεικνύει σαφώς την έγκριση ποσού δανείου και του ποσού υποθήκης, η ίδια η σύμβαση δανείου καταδεικνύει επίσης σαφώς το ποσό του δανείου και ακόμα η σύμβαση υποθήκης συνάδει πλήρως με αυτά τα έγγραφα εφόσον η υποθήκη αφορά το μεγαλύτερο ποσό, ως η εξήγηση του ΜΥ1. Το γεγονός της αναγραφής του μεγαλύτερου ποσού ως δανείου στο έγγραφο της υποθήκης προφανώς οφείλεται σε λάθος, εφόσον αυτό δεν συνάδει με την επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης, τη σύμβαση δανείου, τη σύμβαση υποθήκης και κυρίως δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε βάσιμη μαρτυρία περί των συνθηκών τροποποίησης της συμφωνίας. Ιδιαίτερα σημαντικό, όπως άλλωστε επισήμανε και ο ΜΥ1, είναι το γεγονός ότι στο ίδιο το έγγραφο υποθήκης γίνεται αναφορά στη συμφωνία δανείου ημ. 6.3.08, επομένως δεν τίθεται ζήτημα αμφιβολίας πως δεν επήλθε τροποποίηση της συμφωνίας δανείου ούτε και αλλαγή του ποσού. Η δε παραπομπή του Ενάγοντος στη φράση «νέο δάνειο τακτής προθεσμίας σε ξένο συνάλλαγμα» είναι αβάσιμη και παραπλανητική καθότι αυτή αποτελεί τον τίτλο του όρου 1.1.1. του εγγράφου της υποθήκης και αμέσως μετά ο όρος ξεκινά με την εξής φράση «Δάνειο τακτής προθεσμίας σε ξένο συνάλλαγμα για το ποσό των JPY27.500.000, σύμφωνα με τους όρους και τις πρόνοιες της Συμφωνίας Δανείου σε Ξένο Συνάλλαγμα ημερομηνίας 06 MAR 2008.», επομένως ουδόλως αναφέρεται σε νέο δάνειο αλλά στο δάνειο της συμφωνίας ημ. 6.3.08. Με άλλα λόγια, πέραν του ότι η θέση του Ενάγοντος περί τροποποίησης της συμφωνίας στις 2.4.08 αναιρείται από το Τεκμήριο 3, δεν νοείται τροποποίηση συμφωνίας με την απλή καταγραφή άλλου ποσού στο έγγραφο υποθήκης, το οποίο δεν αποτελεί τη συμφωνία δανείου αλλά αντιθέτως το ίδιο το έγγραφο παραπέμπει στη συμφωνία ημ. 6.3.08.»

 

Τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αναγραφή του ποσού των JPY27.500.000 στη δήλωση ανάληψης συναλλαγματικού κινδύνου ως επίσης στο έγγραφο υποθήκης ήταν εσφαλμένη, ήταν εύλογο με βάση τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του και έγινε αποδεκτή.

 

Η διαφοροποιημένη εκδοχή που παρουσίασε ο εφεσείων κατά την αντεξέταση του όπου τοποθέτησε την τροποποίηση της συμφωνίας ενωρίτερα της 2.4.2008 και μάλιστα καθ΄ον χρόνο υπέγραψε τη συμφωνία και τη δήλωση ημερομηνίας 6.3.2008 ότι δηλαδή την 6.3.2008 ο ΜΥ1 του ανέφερε ότι δεν θα διαγράφετο το ποσό των JPY25.000.000 αλλά η αλλαγή του ποσού θα γινόταν στο έγγραφο υποθήκης καθότι το όλο ζήτημα θα έπρεπε να περάσει από την νομική υπηρεσία της τράπεζας και θα έπαιρνε χρόνο, εξετάστηκε και απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 17 της απόφασης του όπου χαρακτήρισε την τοποθέτηση αυτή ως άκρως αβάσιμη επειδή αφενός μεν απέδιδε τέτοια επιπόλαια δράση εκ μέρους του διευθυντή του κεντρικού υποκαταστήματος της εφεσίβλητης αφετέρου δε  από την ίδια τη στάση του εφεσείοντα να προχωρήσει να υπογράψει συμφωνία δανείου για ένα ποσό στηριζόμενος σε μια τέτοια κατ΄ισχυρισμόν παράλογη θέση του ΜΥ1 για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα και ποσό. 

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό της πλευράς του εφεσείοντα ότι  συγκεκριμένος υπάλληλος της εφεσίβλητης ο οποίος μετέβαινε στο κτηματολόγιο και υπέγραφε όλες τις υποθήκες εκ μέρους της συμπεριλαμβανομένης και της επίδικης πληροφόρησε τον εφεσείοντα για τροποποίηση του δανείου του με την προσθήκη όρου για νέο δάνειο εξετάστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 19-20 της απόφασης του και δεν έγινε πιστευτός.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό ως εξωπραγματικό αφενός μεν γιατί προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά το στάδιο της αντεξέτασης του εφεσείοντα και αφετέρου δε γιατί στερείτο κάθε λογικής ένας απλός υπάλληλος ο οποίος μετέβαινε στο κτηματολόγιο για την υπογραφή των υποθηκών να γνωρίζει τις λεπτομέρειες των συμφωνιών του κάθε πελάτη με την τράπεζα, πόσω μάλλον να έχει εξουσία να προβαίνει σε συμφωνίες δανείου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε επίσης στη μαρτυρία του ΜΥ1, την οποία αποδέχθηκε, ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος είχε καθαρά τυπικό ρόλο και δεν είχε γνώση του περιεχομένου των εγγράφων της συμφωνίας μεταξύ των μερών.

 

Όσον αφορά τους λοιπούς ισχυρισμούς του εφεσείοντα στο περίγραμμα αγόρευσης του κρίνουμε ότι δεν καλύπτονται από τον δεύτερο λόγο έφεσης και δεν θα εξεταστούν.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η απόρριψη του πρώτου και δεύτερου λόγου έφεσης συμπαρασύρει τον τρίτο λόγο έφεσης όπου ο εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα έκρινε ότι η μοναδική συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων είναι η συμφωνία δανείου ημερομηνίας 6.3.2008, Τεκμήριο 3, παραγνωρίζοντας τη σύμβαση και δήλωση υποθήκευσης ακινήτου και το έγγραφο υποθήκης ημερομηνίας 2.4.2008 (Τεκμήριο 4) που αποτελούν μέρος των συμφωνιών.  Συμπαρασύρει επίσης τον τέταρτο λόγο έφεσης όπου ο εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τα Τεκμήρια 1 και 2 που φέρουν ημερομηνία 4.10.2007 και 1.11.2007 αντίστοιχα τα οποία ήταν μέρος της συμφωνίας που αναφέρεται στο Τεκμήριο 3 (επιστολή ημερομηνίας 29.2.2008) το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως αίτημα του εφεσείοντα ενώ στο Τεκμήριο 3 αναφέρεται ρητά ότι τα έγγραφα που έχει υπογράψει ο εφεσείοντας, νοείται πριν την 29.2.2008, αποτελούν μέρος των ρηθέντων εγγράφων συμφωνιών και περιλαμβάνουν όλους τους όρους που διέπουν την σχέση μεταξύ των μερών.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του κατέστησε σαφές (σελ. 40) ότι η συμφωνία δανείου ημερομηνίας 6.3.2008 ήταν η μοναδική συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ των μερών εννοώντας ότι ήταν η μοναδική συμφωνία δανείου που υφίστατο μεταξύ των μερών αιτιολογώντας πλήρως το εύρημα του αυτό ενώ είχε αναφερθεί εκτενώς στο περιεχόμενο των Τεκμηρίων 1 έως 4 και τα αξιολόγησε ως αναφέρεται πιο πάνω.  Αμέσως πριν την πιο πάνω αναφορά του το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι «είναι κοινώς αποδεκτή η υπογραφή της συμφωνίας δανείου ημ. 6.3.2008 και η παραχώρηση της υποθήκης».  Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παραγνώρισε οποιοδήποτε Τεκμήριο.

 

Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 3 και 4 απορρίπτονται.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης ο εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα δεν προέβη και δεν αξιολόγησε σωστά το γεγονός ότι το δάνειο που εγκρίθηκε για παραχώρηση ήταν σε JPY και η εφεσίβλητη κατά παράβαση των συμφωνηθέντων μεταξύ του εφεσείοντα και αυτής παραχώρησε και κατακράτησε ουσιαστικά το δάνειο σε ευρώ (€155.724,43) το οποίο δέσμευσε και το μόνο που επέτρεψε στον εφεσείοντα ήταν να λάβει το ποσό των €1.540 το οποίο εξανάγκασε να επιστρέψει αμέσως, πράγμα το οποίο ο εφεσείων έπραξε και δεν έλαβε υπόψη του ότι το δάνειο που αιτήθηκε ο εφεσείοντας ήταν σε JPY ενώ η εφεσίβλητη κατέθεσε το ποσό σε ευρώ (σε γραμμάτιο) το οποίο είχε πιστωτικό τόκο και ανήλθε στο ποσό των €163.301,22 το οποίο η εφεσίβλητη απέσυρε και κράτησε για ίδιο σκοπό και ίδιο όφελος και ο εφεσείων δεν έλαβε ούτε σεντ σε ευρώ.  Επαναλαμβάνονται τα πιο πάνω στην αιτιολογία του λόγου έφεσης ενώ προστίθεται ότι το Δικαστήριο αρνήθηκε να παραλάβει σχετικό τεκμήριο το οποίο έγινε μετά την αποκάλυψη εγγράφων με το οποίο αποδεικνυόταν επιστροφή του εν λόγω ποσού.  Περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα δεν έλαβε υπόψη του το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 31 που πιστοποιούσε το γεγονός της επιστροφής του ποσού των €1.540 αλλά και του ποσού των €5,64 το οποίο επιστράφηκε ή και χρέωσε η εφεσίβλητη ως δικαιώματα.

 

Αδυνατούμε να αντιληφθούμε ποιο είναι το παράπονο του εφεσείοντα σε σχέση με τον λόγο αυτό έφεσης.  Το γεγονός της επιστροφής του εν λόγω ποσού στην εφεσίβλητη δεν αφορά οποιονδήποτε επίδικο ζήτημα.  Παρόλα αυτά το Δικαστήριο στη σελίδα 25 της απόφασης του αναφέρει ότι αποτελούσε κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών ότι στις 5.8.2009 το ποσό αυτό αποδεσμεύτηκε και μεταφέρθηκε σε τρεχούμενο λογαριασμό του εφεσείοντα, στοιχείο που κατέρριπτε την εκδοχή του εφεσείοντα πως ουδέποτε έλαβε το εν λόγω ποσό εννοώντας προφανώς ότι δεν το παρέλαβε αλλά μεταφέρθηκε σε άλλο λογαριασμό του.  Τονίζεται περαιτέρω στη σελίδα 26 της πρωτόδικης απόφασης ότι το ποσό του δανείου ήταν διαθέσιμο στον εφεσείοντα εφόσον είχε εκταμιευτεί στο λογαριασμό του σε ευρώ αλλά απλώς παρέμεινε δεσμευμένο και μπορούσε να παραχωρηθεί με την παρουσίαση των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων, καθότι διεφάνη ότι το ως άνω ποσόν των €1.540 κατέληξε στο εξωτερικό και όχι σε εργολάβο.  Τονίζεται περαιτέρω ότι ο ίδιος ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι οι εργασίες για την ανέγερση των κατοικιών δεν προχώρησαν καθόλου και ποτέ, ούτε καν ετοιμάστηκαν αρχιτεκτονικά σχέδια.  Προσθέτουμε σε σχέση με το ποσό των €1.540 ότι ο ΜΥ1 του οποίου η μαρτυρία έγινε δεκτή, ανέφερε κατά την αντεξέταση του, όπως αποκαλύπτουν τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας ημερομηνίας 12/7/2019, ότι ακριβώς επειδή το ποσό των €1.540 δεν χρησιμοποιήθηκε από τον εφεσείοντα για το σκοπό για τον οποίο δόθηκε, ζήτησε από τον εφεσείοντα να το επιστρέψει και αυτός το επέστρεψε, παραδεχόμενος προφανώς το λάθος του.

 

Όσον αφορά την θέση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αρνήθηκε να παραλάβει σχετικό έγγραφο με το οποίο αποδεικνυόταν η επιστροφή του εν λόγω ποσού, αυτή δεν σχετίζεται με τον λόγο έφεσης, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί την κατάθεση του εν λόγω εγγράφου δεν έχει προσβληθεί με αυτοτελή λόγο έφεσης και ως εκ τούτου δεν θα εξεταστεί.  Το όσα περαιτέρω αναφέρει ο εφεσείοντας στο περίγραμμα αγόρευσης του δεν υποστηρίζουν τον πιο πάνω λόγο έφεσης, ούτε σχετίζονται με την αιτιολογία του. 

 

Με βάση τα πιο πάνω ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα αξιολόγησε την μαρτυρία του ΜΥ1 ο οποίος ήταν διευθυντής Δικτύου Καταστημάτων Πάφου το έτος 2018 και υπάλληλος της εφεσίβλητης από το έτος 1992 και ενώ κατέθεσε ότι δεν γνώριζε για το πώς παραχωρείτο δάνειο σε ξένο συνάλλαγμα και ισχυρίστηκε ότι ουσιαστικά καθοδηγήθηκε ως ένα βαθμό από τον εφεσείοντα, κατά τα λοιπά αξιολογήθηκε η μαρτυρία του ως θετική και ότι παρουσίαζε πλήρη συνέπεια και συνοχή.  Προβάλλεται περαιτέρω ότι ενώ ήταν παραδεκτό ότι το αίτημα του εφεσείοντα, πριν από την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας, ήταν η παραχώρηση σε αυτόν δανείου σε ευρώ, στη συνέχεια διαφοροποιήθηκε από ευρώ σε JPY και αντί αυτού όμως κατατέθηκαν αρχικά σε τρεχούμενο λογαριασμό του εφεσείοντα ο οποίος δεσμεύτηκε, «ευρώ και μάλιστα στο τεκμήριο 7 αναφέρετε ένδειξη ότι είναι μεταφορά TRF/APPL.N.37223-08 χωρίς να φαίνεται οποιαδήποτε διασύνδεση αυτής με το δάνειο σε Γιέν ΟΔΗΓΙΑ 2007/64/ΕΚ αθρ.36 και τελικά σε λογαριασμό γραμματίου σε Ευρώ και επέστρεψαν πίσω €622.88 προμήθεια συναλλαγματικής ισοτιμίας παραδεχόμενοι ουσιαστικά την απευθείας κατάθεση σε ευρώ.» Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι η εφεσίβλητη επέστρεψε στον εφεσείοντα ποσό €622,88 ως προμήθεια συναλλαγματικής ισοτιμίας χωρίς να παρουσιάσει οποιοδήποτε έγγραφο βάσει της υποχρέωσης που είχε που να υποδηλώνει την πράξη πληρωμής της εκταμίευσης βάση της Οδηγίας 2007/64/ΕΚ αρθ.39 ήτοι που να φαίνεται η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιήθηκε, το ποσό των τυχόν επιβαρύνσεων και κ.ά.

 

Ο λόγος αυτός έφεσης επίσης στερείται ερείσματος. 

 

Σε σχέση με την αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του ΜΥ1, επαναλαμβάνουμε τα όσα έχουμε αναφέρει πιο πάνω.  Τα όσα αναφέρονται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης σχετικά με το ποσό των €622,88 δεν διαπιστώνουμε να συνδέονται με την αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΥ1.  Εν πάση περιπτώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 22 της απόφασης του ρητά αναφέρει ότι ήταν αποδεκτό και από τις δύο πλευρές η επιστροφή του ποσού των €622,88 στον εφεσείοντα ως έξοδα μετατροπής συναλλάγματος, για τα οποία ο εφεσείων είχε διαμαρτυρηθεί έντονα στον ΜΥ1 ο οποίος με τη σειρά του έλαβε εσωτερική έγκριση για την επιστροφή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η μετατροπή του ποσού του δανείου σε ευρώ, η κατάθεση του σε λογαριασμό ταμιευτηρίου και η διαμαρτυρία του εφεσείοντα για την χρέωση των εξόδων μετατροπής συναλλάγματος, σαφώς επιβεβαιώνονταν από το ότι στις 30.5.2008 ο εφεσείων απέστειλε την επιστολή, Τεκμήριο 10, προς την εφεσίβλητη και ειδικότερα στον ΜΥ1 και ακόμα μία λειτουργό με την οποία ζητούσε όπως «τα λεφτά της εκταμίευσης από το δάνειο σε Γεν να τοποθετηθούν σε λογαριασμό τρίμηνης προειδοποίησης με αναδρομική ισχύ από την ημερ. μετατροπής τους από Γεν σε Ευρώ με επιτόκιο το προσφερθέν για σήμερα από την Τράπεζα 4.30%».  Το εν λόγω τεκμήριο σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδείκνυε περίτρανα αφενός την γνώση και έγκριση του εφεσείοντα για την εκταμίευση του ποσού του δανείου κατόπιν μετατροπής του σε ευρώ και αφετέρου την ενασχόληση του με τον τρόπο χειρισμού του ποσού διασφαλίζοντας  ότι το ποσό θα κρατείτο στο όνομα του με τον πιο επωφελή για τον ίδιο τρόπο.  Η διαμαρτυρία του εφεσείοντα αφορούσε μόνο την χρέωση της προμήθειας και όχι την οποιαδήποτε παρανομία σε σχέση με την μετατροπή των JPY σε ευρώ. Εν πάση περιπτώσει από τη στιγμή που το ποσό αυτό επιστράφηκε στον εφεσείοντα δεν υπήρχε υποχρέωση παρουσίασης οποιουδήποτε εγγράφου στην πλευρά του εφεσείοντα.

 

Όσον αφορά τη θέση του εφεσείοντα ότι η εν λόγω μεταφορά έγινε με την ένδειξη TRF/APPL. N. 37223-08 χωρίς να φαίνεται η όποια διασύνδεση αυτού με το δάνειο σε Ιαπωνικά Γεν, το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε αφού έρχετο σε αντίφαση με την θέση του εφεσείοντα κατά την αντεξέταση του ότι αντιλήφθηκε πως επρόκειτο για μεταφορά του αντίστοιχου ποσού των JPY25.000.000 καθότι ο ίδιος το είχε υπολογίσει με βάση την ισοτιμία στο διαδίκτυο.  Παράλληλα ο ΜΥ1, την μαρτυρία του οποίου δέχθηκε το Δικαστήριο, δήλωσε σαφώς ότι η συγκεκριμένη εντολή συνιστούσε καθαρά εσωτερικό έγγραφο της εφεσίβλητης (σελ. 21-22).

 

Με βάση τα πιο πάνω ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον ένατο λόγο έφεσης ο εφεσείων προσβάλλει ως λανθασμένη την αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας των ΜΥ2 και ΜΥ3 και της αποδοχής τους ως αξιόπιστων, ειδικότερα της ΜΥ2 η οποια ανέφερε κατά τη μαρτυρία της ότι είχε επικοινωνία με τον εφεσείοντα από το έτος 2010 όταν οι λογαριασμοί του εφεσείοντα μεταφέρθηκαν στο υποκατάστημα Διγενή Ακρίτα στη Λευκωσία όπου εργαζόταν η ίδια και ο εφεσείων είχε συναντήσεις μαζί της και εξέφραζε την αντίθεση του και τη διαμαρτυρία του για τον τρόπο χειρισμού των λογαριασμών του ή και ότι ενώ ζήτησε δάνειο σε JPY η εφεσίβλητη κατέθεσε το ποσό του δανείου σε ευρώ και το δέσμευσε χωρίς ο εφεσείοντας να μπορεί να πάρει οποιοδήποτε ποσό σε αντίθεση με τους όρους της συμφωνίας δανείου η οποία προνοούσε ότι θα μπορούσε να πάρει το ποσό σε μία δόση ελεύθερα με την ταυτόχρονη παραχώρηση  υποθήκης.  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι ο εφεσείοντας δικαιολογημένα διαμαρτυρόταν για τον τρόπο χειρισμού των λογαριασμών του και ότι εφόσον ανοίχθηκε λογαριασμός σε ευρώ θα έπρεπε να χρεώνεται και πάλι σε ευρώ, κρίνοντας τη συμπεριφορά του ως ενοχλητική και αβάσιμη ως επίσης λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι παρά το ότι η επίδικη συμφωνία δανείου ήταν σε JPY η εφεσίβλητη κατέθεσε απευθείας το ποσό του δανείου σε ευρώ.

 

Ο λόγος αυτός έφεσης είναι πλήρως αβάσιμος. 

 

Κατ΄ αρχάς επαναλαμβάνουμε τα όσα αναφέρουμε πιο πάνω σε σχέση με την αξιολόγηση μαρτύρων.  Υποδεικνύουμε περαιτέρω ότι ο εφεσείοντας δεν προβάλλει, τόσο στην αιτιολογία του λόγου έφεσης όσο και στο περίγραμμα αγόρευσης του, οποιοδήποτε λόγο για μη αποδοχή της μαρτυρίας των ΜΥ2 και ΜΥ3 ή οποιοδήποτε σημείο της μαρτυρίας τους το οποίο δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτό.  Αντίθετα εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι θα έπρεπε η δική του μαρτυρία να γίνει αποδεκτή, ζήτημα το οποίο εξετάστηκε και απορρίφθηκε στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης. 

 

Με βάση τα πιο πάνω ο ένατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον δέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα προέβη σε εύρημα ότι προνοείτο στη σύμβαση δανείου ημερομηνίας 6.3.2008 ότι το ξένο συνάλλαγμα θα μπορούσε να μετατραπεί από JPY σε ευρώ.  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης η πλευρά του εφεσείοντα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι στην παράγραφο 10 της επίδικης σύμβασης δανείου παρέχεται η δυνατότητα σε οποιοδήποτε μέρος σε οποιοδήποτε στάδιο να αιτηθεί γραπτώς την μετατροπή του δανείου σε ένα επιλεγμένο νόμισμα («optional currency», USD, JPY, Ελβετικά Φράγκα, Αγγλικές Στερλίνες) και προνοεί ότι δεν δύναται η μετατροπή αυτού σε πέραν του ενός νομίσματος κατά τον ίδιο χρόνο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι ούτε ο εφεσείων ούτε η εφεσίβλητη υπέβαλαν γραπτώς οποιοδήποτε αίτημα μετατροπής του δανείου από JPY σε ευρώ και δεν γινόταν να γίνει κατάθεση σε ευρώ και χρέωση σε JPY πράγμα που αποτελεί πέραν του ενός νομίσματος κατά τον ίδιο χρόνο.  Αντίθετα στη δήλωση του εφεσείοντα Τεκμήριο 6 αναφέρεται στην τελευταία παράγραφο, ότι έχει δοθεί γραπτώς προς την εφεσίβλητη απόφαση να προχωρήσουν σε δάνειο ύψους JPY27.500.000.  Τέλος, υποστηρίζεται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα θεώρησε ότι στην παράγραφο 27 της επίδικης συμφωνίας δανείου διδόταν η πιθανότητα μετατροπής του νομίσματος του δανείου από JPY σε ευρώ.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να γίνει δεκτός. 

 

Η μελέτη της πρωτόδικης απόφασης καταδεικνύει ότι ουδέποτε έγινε μετατροπή του νομίσματος του επίδικου δανείου από JPY σε ευρώ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 45-48 της απόφασης του αναφέρει ότι με βάση τα ευρήματα του προέκυπτε αβίαστα πως ο εφεσείων είχε πλήρη γνώση του δανείου σε ξένο συνάλλαγμα και τους συναλλαγματικούς κινδύνους καθώς επίσης για τους όρους της  μεταξύ των μερών συμφωνίας κάτι το οποίο αντικατοπτριζόταν από την όλη συμπεριφορά του.  Ειδικότερα ο ίδιος ο εφεσειόντας υπέβαλε αίτημα όπως το ποσό του δανείου σε JPY αμέσως με την παραχώρηση του, μετατραπεί σε ευρώ και κατατεθεί σε λογαριασμό στο όνομα του με ψηλότερο επιτόκιο και οδηγίες όπως ο τόκος πιστώνεται έναντι του οφειλόμενου ποσού του δανείου και τέλος έδωσε οδηγίες για την μετατροπή του ποσού σε περίπτωση συγκεκριμένης ισοτιμίας και αποδέσμευση ποσού για σκοπούς πληρωμής εργασιών αξιοποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα, αναφέρει στη σελίδα 43 της απόφασης του ότι ο όρος 10 παρείχε τη δυνατότητα σε οποιοδήποτε μέρος σε οποιοδήποτε στάδιο να αιτηθεί γραπτώς την μετατροπή του δανείου σε ένα επιλεγόμενο νόμισμα ως επίσης προνοούσε ότι δεν ήταν δυνατή η μετατροπή αυτού σε πέραν του ενός νομίσματος κατά τον ίδιο χρόνο, χωρίς όμως αυτό να απόκλειε την δυνατότητα μετατροπής του ποσού δανείου (το οποίο είχε ήδη παραχωρηθεί στον εφεσείοντα σε JPY) σε ευρώ και κατάθεσης του σε άλλο λογαριασμό.  Εν πάση περιπτώσει, πρόσθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, από τη στιγμή που ο ίδιος ο δανειολήπτης αιτήθηκε την μετατροπή του ποσού του δανείου σε ευρώ και η εφεσίβλητη εκπλήρωσε αυτό το αίτημα, τότε θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπήρχε τροποποίηση του συγκεκριμένου όρου της συμφωνίας κατόπιν της σύμφωνης γνώμης και των δύο πλευρών.  Κρίνουμε ότι το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογο και ορθό και ως εκ τούτου δεν υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο παρέμβασης μας.  Τα όσα περαιτέρω αναφέρονται στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα και αφορούν την επιστολή ημερομηνίας 23.7.2010, Τεκμήριο 18, ως επίσης το άνοιγμα λογαριασμού γραμματίου τρίμηνης διάρκειας και οι αναφορές του στα Τεκμήρια 14, 31 και 32 δεν σχετίζονται με τον λόγο έφεσης και ως εκ τούτου δεν θα εξεταστούν. 

 

Με βάση τα πιο πάνω ο δέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον εντέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα προέβη στο εύρημα ότι ο εφεσείων γνώριζε την μετατροπή από JPY σε ευρώ στηριζόμενο στην επιστολή ημερομηνίας 30.5.2008, Τεκμήριο 10, παραγνωρίζοντας ότι αυτή ήταν με «ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ».  Με την αναφορά «ΕΠΙΦΥΛΑΞΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ» ο εφεσείων υποστηρίζει ότι διατηρούσε το δικαίωμα να τροποποιήσει το περιεχόμενο της επιστολής, πράγμα που έπραξε με την επιστολή ημερομηνίας 25.8.2010, Τεκμήριο 9. Τέλος, υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι η αποδοχή θα έπρεπε να ήταν απόλυτη και ανεπιφύλακτη βάσει του άρθρου 7* του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149 ως όφειλε να πράξει. 

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.  Πράγματι όπως αναφέρουμε και πιο πάνω στα πλαίσια του όγδοου λόγου έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες, 22-23 κάνει αναφορά στην εν λόγω επιστολή και βασιζόμενο σε αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω επιστολή καταδείκνυε αφενός την γνώση και έγκριση του εφεσείοντα για την εκταμίευση του ποσού κατόπιν μετατροπής του σε ευρώ, αφετέρου την ενασχόληση του με τον τρόπο χειρισμού του ποσού διασφαλίζοντας ότι το ποσό θα κρατείτο στο όνομα του με τον πιο επωφελή για τον ίδιο τρόπο.  Το γεγονός ότι η επιστολή στάλθηκε με επιφύλαξη δικαιωμάτων δεν αποκλείει ούτε ακυρώνει το εύλογο συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι το ποσό του δανείου είχε εκταμιευτεί και είχε κατόπιν μετατραπεί από JPY σε ευρώ με την γνώση και έγκριση του εφεσείοντα.  Με λίγα λόγια αποτελεί ξεχωριστό ζήτημα κατά πόσο ο εφεσείοντας γνώριζε και ενέκρινε κάποιες ενέργειες της εφεσίβλητης από το κατά πόσο επιφύλαξε τα δικαιώματα του.  Περαιτέρω, κρίνουμε ότι το άρθρο 7 του περί Συμβάσεων Νόμου που προνοεί ότι η αποδοχή πρότασης θα πρέπει να είναι απόλυτη και ανεπιφύλακτη και να εκδηλώθηκε κατά τον συνήθη και εύλογο τρόπο ώστε να οδηγήσει στη σύναψη σύμβασης, δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση, αφού δεν αφορά ζήτημα σύναψης σύμβασης.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο εντέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον δωδέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα δεν έλαβε υπόψη του ότι ο εφεσείων ζήτησε το άνοιγμα λογαριασμού τρίμηνης προειδοποίησης με αναδρομική ισχύ μέσω της επιστολής του ημερομηνίας 30.5.2008, Τεκμήριο 10, την οποία η εφεσίβλητη αγνόησε και άνοιξε εσφαλμένα ή και αυθαίρετα λογαριασμό γραμματίου τρίμηνης διάρκειας και «μετέφεραν τα Ευρώ από τον τρεχούμενο λογαριασμό Τεκμήριο 7».  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα δεν έλαβε υπόψη του την Οδηγία 2007/64/ΕΚ αρθ.58,60,75, τίτλος ΙΙΙ, αρθ.41(2.α.), σύμφωνα με την οποία για μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής, η εφεσίβλητη ως πάροχος υπηρεσιών πληρωμών είχε υποχρέωση να επαναφέρει αμέσως τον χρεωθέντα λογαριασμό στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχαν πραγματοποιηθεί οι εσφαλμένες πράξεις πληρωμής. Η εφεσίβλητη άνοιξε μη εγκεκριμένο τρεχούμενο λογαριασμό και μετέφερε σε λογαριασμό γραμματίου τρίμηνης διάρκειας σε ευρώ.  Σύμφωνα με την πλευρά του εφεσείοντα ο χρεωστικός λογαριασμός θα έπρεπε, βάσει της πιο πάνω Οδηγίας, να μηδενιστεί ή και να ακυρωθεί. Ο εφεσείοντας απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στην εφεσίβλητη ημερομηνίας 2.6.2008, Τεκμήριο 35 ότι οι τόκοι ανα τρίμηνο του λογαριασμού θα έπρεπε να μεταφέρονται στο δάνειο σε JPY.  Ο λογαριασμός σε ευρώ ουδεμία σχέση έχει με το δάνειο σε JPY, Τεκμήριο 16. 

 

Ο λόγος αυτός έφεσης επίσης δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Το ζήτημα αυτό απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο το αναλύει στις σελίδας 23 και 24 της απόφασης του.  Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτελούσε κοινό έδαφος ανάμεσα στις δύο πλευρές ότι με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 2.6.2008, Τεκμήριο 35, ο εφεσείων ζήτησε όπως οι τόκοι του λογαριασμού ανά τρίμηνο μεταφέρονται στο δάνειο σε JPY. Αποτελούσε επίσης κοινώς παραδεκτό γεγονός ότι ο ΜΥ1 απάντησε με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 2.6.2008, Τεκμήρια 11 και 35, στο οποίο αναφέρει ότι η εφεσίβλητη είχε αποφασίσει πως δεν δικαιολογείτο οποιαδήποτε πληρωμή επιπλέον επιτοκίου σε αναδρομική ισχύ για το προϊόν του δανείου και ότι είχε λάβει έγκριση και προχώρησαν σε μεταφορά του προϊόντος (€152.626,92) σε τρίμηνο γραμμάτιο με επιτόκιο 4,4% αντί 4,3% ως οι αρχικές οδηγίες του εφεσείοντα.  Έτσι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως πλήρως βάσιμη και αξιόπιστη την θέση του ΜΥ1 ότι ο εφεσείων έδινε οδηγίες για το ποσό του δανείου και ότι η εφεσίβλητη εκτελούσε τις εντολές του ή και προσπαθούσε να ικανοποιεί τα αιτήματα του ούτως ώστε η οποιαδήποτε ενέργεια να ήταν προς όφελος του.  Σύμφωνα με την μαρτυρία του ΜΥ1, την οποία το Δικαστήριο αποδέχθηκε, ο καταθετικός λογαριασμός της εφεσίβλητης δεν απέφερε το ζητούμενο επιτόκιο του 4,3% και επειδή ο εφεσείων ήταν απαιτητικός πελάτης ο ΜΥ1 προσπάθησε να τον εξυπηρετήσει με το πλησιέστερο τέτοιο προϊόν, ήτοι γραμμάτιο τρίμηνης διάρκειας και ζήτησε εσωτερική έγκριση για να του δοθεί ψηλότερο επιτόκιο από αυτό που συνήθως πρόσφερε η τράπεζα, ήτοι γραμμάτιο τρίμηνης προθεσμίας με επιτόκιο 4,4% και ότι ο ΜΥ1 ενημέρωσε σχετικά τον εφεσείοντα μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος ημερομηνίας 2.6.2008, Τεκμήριο 39, ο οποίος δεν διαμαρτυρήθηκε ως προς τούτο.  Αντίθετα έδωσε οδηγίες όπως οι τόκοι του γραμματίου στη λήξη του να μεταφέρονται στο λογαριασμό του δανείου.  Επομένως, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η προσπάθεια του εφεσείοντα να αναδείξει πως με αυτή την ενέργεια της εφεσίβλητης ο ίδιος υπέστη ζημιά εφόσον σε περίπτωση διακοπής ή λήξης του γραμματίου το επιτόκιο θα ήταν ψηλότερο παρέμεινε παντελώς σε θεωρητικό επίπεδο.  Τα ίδια αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο και στη σελίδα 47 της απόφασης του αναφέροντας περαιτέρω ότι απόδειξη της αποδοχής από τον εφεσείοντα του χειρισμού της εφεσίβλητης είναι το ηλεκτρονικό μήνυμα του εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη ημερομηνίας 2.6.2008, Τεκμήριο 35 με το οποίο υπενθυμίζεται ότι ζητά όπως οι τόκοι του λογαριασμού ανά τρίμηνο μεταφέρονται στο δάνειο σε JPY. Αναφέρεται περαιτέρω από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι με επιστολή  ημερομηνίας 8.10.2008, Τεκμήριο 33 προς τον ΜΥ1 και ακόμη μία λειτουργό της τράπεζας, ο εφεσείων τους έδινε εντολή για μεταφορά από τον λογαριασμό του γραμματίου του ποσού των €76.000 στο λογαριασμό του δανείου με ρητές οδηγίες όπως αυτή η μεταφορά εκτελεστεί «μόνον όταν η ισοτιμία Γεν ανά Ευρώ γίνει μεγαλύτερη από 164,5Υ/€».  Τέτοια μεταφορά δεν έγινε λόγω του ότι δεν επήλθε η ζητηθείσα ισοτιμία.  Παραπέμπουμε ακόμη και στην επιστολή του εφεσειόντα που παραλήφθηκε από την εφεσίβλητη την 5.8.2009, Τεκμήριο 32, με την οποία ο εφεσείων ζητούσε την αποδέσμευση από το λογαριασμό του γραμματίου του ποσού των €1.540 για σκοπούς πληρωμής χωρομέτρη (τοποθέτηση συνόρων) και εργολάβου χωματουργικών στο ακίνητο, (βλ. έβδομο λόγο έφεσης) στοιχείο που επίσης καταδεικνύει ότι όχι μόνο δεν υπήρχε διαμαρτυρία εκ μέρους του εφεσείοντα αλλά αντίθετα αποδέχθηκε τον τρόπο χειρισμού της εφεσίβλητης.

 

Εύκολα διαπιστώνεται από τα πιο πάνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεόντως έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων ζήτησε το άνοιγμα λογαριασμού τρίμηνης προειδοποίησης ως επίσης ότι η εφεσίβλητη άνοιξε λογαριασμό γραμματίου τρίμηνης διάρκειας, αξιολόγησε την μαρτυρία που αφορούσε τα πιο πάνω και κατέληξε σε εύλογα συμπεράσματα.  Κατά συνέπεια οι θέσεις του εφεσείοντα για το ζήτημα αυτό δεν γίνονται δεκτές και η οποιαδήποτε προσπάθεια του να αναδείξει ότι οι ενέργειες της εφεσίβλητης προκάλεσαν σε αυτόν ζημιά εφόσον σε περίπτωση διακοπής ή λήξης του γραμματίου το επιτόκιο θα ήταν ψηλότερο παρέμεινε παντελώς σε θεωρητικό επίπεδο.  Υπενθυμίζουμε ότι με βάση τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου το γραμμάτιο ποτέ δεν «έσπασε» πρόωρα.

 

Με βάση τα πιο πάνω ο δωδέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον δέκατο τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα δεν προέβη σε ορθή αξιολόγηση της επιστολής του εφεσείοντα ημερομηνίας 10.5.2010, Τεκμήριο 16, που απέστειλε προς την εφεσίβλητη με την οποία ζητούσε διορθώσεις ήτοι:

Ι) Οι χρεώσεις και δόσεις γίνοντο λανθασμένα επί ποσού JPY25.000.000

ΙΙ) Η κατακράτηση του γραμματίου ήταν παράνομη ή και παράλογη και κατά παράβαση των συμφωνηθέντων και ότι

ΙΙΙ) Το γραμμάτιο ή και το ποσό του δανείου παρέμεινε υπό τον πλήρη έλεγχο της εφεσίβλητης.

 

          Σύμφωνα με την πλευρά του εφεσείοντα αυτός δεν προέβη σε οποιαδήποτε πράξη με το εν λόγω λογαριασμό που να συνιστά αποδοχή του, η εφεσίβλητη λανθασμένα μετέφερε από το λογαριασμό του γραμματίου χρήματα των τόκων ανά τρίμηνο, από μόνη της ή και σε αντίθεση των εντολών του εφεσείοντα (Τεκμήριο 35) για πληρωμή δόσεων χρεωστικών τόκων για λογαριασμό που δεν επιτρεπόταν καθώς ο λογαριασμός ήταν σε JPY και έπρεπε να πληρώνεται με το ίδιο νόμισμα και καθ΄ υπόδειξη του εφεσείοντα η εφεσίβλητη παραδέχθηκε την λανθασμένη μεταφορά και σταμάτησε την μεταφορά χρημάτων στις 5.8.2010, Τεκμήριο 17. Έχοντας υπόψη ότι οι ΜΥ2 και ΜΥ4 δήλωσαν ότι δεν γνώριζαν για το θέμα αυτό, τότε θα έπρεπε το πρωτόδικο Δικαστήριο να υιοθετήσει τις θέσεις του εφεσείοντα. 

 

          Ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.

 

          Όπως αναφέρουμε και πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ενδελεχώς και επιμελώς την εκδοχή του εφεσείοντα όπως αυτή διεφάνηκε μέσα από τη μαρτυρία του και τα τεκμήρια τα οποία κατέθεσε.  Το Δικαστήριο σε διάφορα σημεία της απόφασης του αναφέρει τις διαπιστώσεις του ότι αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι στις 10.4.2008 το ποσό των JPY25.000.000 βρισκόταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό του δανείου του εφεσείοντα, εκταμιεύτηκε σε ευρώ και κατατέθηκε σε λογαριασμό ταμιευτηρίου του εφεσείοντα όπως φαίνεται στην κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 7 αλλά και στο Τεκμήριο 15 όπου φαινόταν η κατάθεση του ποσού των €155.101,55 το οποίο σύμφωνα με τον ΜΥ1 αποτελούσε το ισόποσο σε ευρώ αφαιρουμένων των εξόδων μετατροπής συναλλάγματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραπέμπει επίσης στην μαρτυρία του ΜΥ1 ο οποίος αναφέρθηκε στους όρους της επιστολής ανειλημμένης υποχρέωσης - Τεκμήριο 3 και εξήγησε ότι το ποσό ήταν διαθέσιμο στον εφεσείοντα εφόσον είχε εκταμιευθεί στο λογαριασμό του σε ευρώ αλλά απλώς παρέμεινε δεσμευμένο και μπορούσε να παραχωρηθεί με την παρουσία των απαραίτητων αποδεικτικών στοιχείων.  Αναφέρει επίσης σε άλλο σημείο της απόφασης του ότι η συμφωνία δανείου η οποία αφορούσε το ποσό των JPY25.000.000 για το σκοπό ανέγερσης κατοικίας είχε εκπληρωθεί από την εφεσίβλητη σύμφωνα με τις οδηγίες του εφεσείοντα με την εκταμίευση του ποσού σε JPY και ακολούθως τη μετατροπή και κατάθεση του αντίστοιχου ποσού σε ευρώ ενώ ακολούθως η εφεσίβλητη ικανοποιούσε τα αιτήματα του εφεσείοντα με την μεταφορά του ποσού σε άλλο λογαριασμό που απέφερε ψηλότερο τόκο για τον ίδιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιλήφθηκε την εκδοχή του εφεσείοντα στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η επιστολή του, Τεκμήριο 16, μέσω της οποίας καταβάλλει κάποια παράπονα πλην όμως, ορθά, την απέρριψε θεωρώντας την ανακριβή βασιζόμενη σε λανθασμένη αντίληψη γεγονότων και παραπλανητική.  Ούτε η θέση του εφεσείοντα ότι δεν προέβη σε οποιαδήποτε πράξη που να συνιστά αποδοχή του λογαριασμού μπορεί να γίνει δεκτή από τη στιγμή που με δική του παραδοχή έδωσε οδηγίες μεταφοράς  ανά τρίμηνο των τόκων του γραμματίου προς το λογαριασμό του δανείου. 

 

          Με βάση τα πιο πάνω ο δέκατος τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

          Με τον δέκατο τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα θεώρησε ότι ο αντιλογισμός ή και συμψηφισμός ημερομηνίας 29.10.2010 σωστά έγινε παραγνωρίζοντας ότι έγινε γιατί δεν πληρώνονταν οι δόσεις έναντι του δανείου.  Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι οι όποιες δόσεις έπρεπε να προέρχονται από πωλήσεις των υπό ανέγερση κατοικιών σύμφωνα με την «συμφωνία» ανειλημμένης υποχρέωσης ημερομηνίας 29.2.2008, Τεκμήριο 3, και οι οποίες δεν υπήρχαν γιατί δεν δόθηκε δάνειο για την ανέγερση κατοικιών.  Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη ότι οι δόσεις θα άρχιζαν την 31.10.2010 όπως αναφέρεται στην επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης, Τεκμήριο 3, το οποίο θεωρήθηκε ως τυπογραφικό λάθος και τέτοιο τυπογραφικό λάθος θα μπορούσε να διορθωθεί με γραπτή συμφωνία ή και αποδοχή πράγμα που δεν έγινε. 

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στη σελίδα 49 της απόφασης του ότι η δυνατότητα συμψηφισμού έναντι του οφειλόμενου υπολοίπου με οποιοδήποτε ποσό σε άλλο λογαριασμό του εφεσείοντα προβλεπόταν ρητώς στο όρο 18 της συμφωνίας δανείου και επομένως η εφεσίβλητη είχε κάθε δικαίωμα να προβεί σε αυτόν.  Κρίνουμε ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ζήτημα αυτό είναι ορθή.  Όσον αφορά το χρόνο που οι δόσεις του δανείου θα καθίσταντο πληρωτέες το θέμα απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 28-29 της απόφασης του το οποίο ανέφερε τα ακόλουθα με τα οποία τεκμηριώνει το ορθό εύρημα του ότι οι δόσεις θα άρχιζαν στις 31.3.2010:

«Είναι κοινώς αποδεκτό ότι στις 29.10.10 η Εναγομένη προχώρησε σε συμψηφισμό του πιστωτικού υπολοίπου του γραμματίου με το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του δανείου και την 1.11.10 η Εναγομένη απέστειλε επιστολή τερματισμού του λογαριασμού δανείου, Τεκμήριο 22. Η Εναγομένη έστειλε επιστολή ημ. 18.1.11, Τεκμήριο 34,  προς τον Ενάγοντα εις απάντηση της επιστολής του ημ. 30.11.10, στην οποία επαναλαμβάνει μεταξύ άλλων τη θέση ότι το δάνειο αφορούσε ποσό JPY25.000.000.

 

            ....................................

 

Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να λεχθεί ότι στην επιστολή ανειλημμένης υποχρέωσης, αναγράφεται η έναρξη αποπληρωμής του δανείου στις 31.10.10 με την τελευταία δόση στις 28.2.18, εξ ου και ο Ενάγων ισχυρίστηκε ότι η αποπληρωμή θα ξεκινούσε εντός δυόμιση ετών κατόπιν αιτήματος για τρία έτη. Προφανώς και πάλι ο Ενάγων στήριξε αυτή τη θέση του στην αναγραφή στην επιστολή της ημερομηνίας «31.10.10», η οποία όπως ορθώς επισημαίνει η ΜΥ2, δεν συνάδει με τα δύο έτη και σαφώς πρόκειται για λανθασμένη αναγραφή αντί της ημερομηνίας 31.3.10. Αυτή η παρατήρηση της ΜΥ2 συνάδει και με τον όρο 5 της συμφωνίας δανείου ο οποίος προνοεί για την έναρξη αποπληρωμής των δόσεων στις 31.3.10 με την τελευταία δόση πληρωτέα στις 28.2.18. Την ίδια θέση υποστήριξε βάσιμα και ο ΜΥ1, με αναφορά στα διάφορα έγγραφα. Εδώ κρίνεται σκόπιμο να λεχθεί ότι στην ίδια την επιστολή ημ. 29.2.08 ακριβώς πριν από τη φράση για το σχέδιο αποπληρωμής αναγράφεται η φράση για την πηγή αποπληρωμής, η οποία είναι η πώληση κατοικίας μετά από δύο έτη, επομένως και στην ίδια την επιστολή διαφαίνεται σαφώς ότι η έναρξη αποπληρωμής θα ήταν μετά από δύο έτη.» 

 

          Την διαπίστωση του αυτή, η οποία είναι ορθή, το πρωτόδικο Δικαστήριο την επαναλαμβάνει στη σελίδα 42 της απόφασης του όπου αναφέρει ότι οι όποιες λανθασμένες καταγραφές του ποσού του δανείου και του χρόνου έναρξης αποπληρωμής αφορούσαν απλά τυπογραφικά λάθη τα οποία ήταν σε πλήρη γνώση των δύο πλευρών, ότι δηλαδή το δάνειο αφορούσε σε JPY25.000.000 και ότι η πρώτη δόση θα ήταν πληρωτέα δύο έτη μετά την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 6.3.2008 δηλαδή στις 31.3.2010 όπως ρητώς αναφέρεται στους όρους 1 και 5 της συμφωνίας.  Σημειώνουμε ότι στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα αναφέρεται ότι ο λόγος έφεσης υπ΄ αρ.14 δεν χρειάζεται επιπλέον επιχειρηματολογία. 

 

Με βάση τα πιο πάνω ο δέκατος τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η απόρριψη των λόγων έφεσης υπ΄αρ. 1 έως 14 συμπαρασύρει και τον  δέκατο πέμπτο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα δεν έλαβε υπόψη του ότι ουσιαστικά ο εφεσείοντας δεν έλαβε οποιοδήποτε ποσό ή και ότι η εφεσίβλητη δεν χορήγησε στην πράξη οποιοδήποτε ποσό στον εφεσείοντα αφού όλα τα ποσά που κατατέθηκαν προς όφελος του εφεσείοντα ήταν δεσμευμένα και ουσιαστικά ο εφεσείοντας δεν είχε πρόσβαση και στη συνέχεια η εφεσίβλητη τα πήρε πίσω και χρέωσε περίπου JPY8.500.000 (τεκμήρια 17 και 23). Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι η εφεσίβλητη δεν παρουσίασε οποιοδήποτε πιστοποιητικό ή κατάσταση λογαριασμού που να αποδεικνύει την παραλαβή και χρησιμοποίηση από τον εφεσείοντα ή οποιοδήποτε εργολάβο οποιουδήποτε ποσού είτε σε JPY είτε σε ευρώ.  Τα λεφτά του δανείου παρέμειναν εξ ολοκλήρου στα ταμεία της εφεσίβλητης.

 

Υποδεικνύουμε πάντως ότι αποτέλεσε κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών ότι ο εφεσείων έλαβε το ποσό των €1.540 όπως αναφέρεται πιο πάνω. 

 

Με βάση τα πιο πάνω ο δέκατος πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον δέκατο έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη του ότι η εφεσίβλητη παραχώρησε δάνειο ή και κατάθεσε σε λογαριασμό του εφεσείοντα το ποσό των €155.724,43, Τεκμήριο 7, και το οποίο δέσμευσε (Τεκμήριο 12 και 14) και στη συνέχεια υποχρέωσε ή και χρέωσε ή και εισέπραξε πίσω από τον εφεσείοντα το ποσό των €163.301,22, Τεκμήρια 17 και 21, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων αλλά και των εμπορικών και τραπεζιτικών συναλλαγών.  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης ο εφεσείων αναφέρει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την ζημιά που η εφεσίβλητη προκάλεσε με τη συμπεριφορά της και τις ενέργειες της στον εφεσείοντα.  Στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα διατυπώνεται παράπονο σε σχέση με την ισοτιμία 111,32 JPY ανά ευρώ που χρησιμοποιήθηκε και ότι αυτό ήταν ενάντια σε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, εννοώντας προφανώς την Árpád Kásler, Hajnalka Káslerné Rábai v. OTP Jelzálogbank Zrt, C-26/13, ημ. 30.4.14 που επικαλέστηκε πρωτοδίκως.  Επαναλαμβάνει τον ισχυρισμό ότι η αποπληρωμή του δανείου θα έπρεπε να αρχίζει από την 31.10.2010 και ότι το έγγραφο υποθήκης είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου, παραπέμποντας στο άρθρο 80 του περί Συμβάσεως Νόμου Κεφ. 149 και επομένως το συμπέρασμα του Δικαστηρίου περί τυπογραφικού λάθους σε αυτό είναι λανθασμένο.

 

Παρόλο που θεωρούμε ότι η τύχη του λόγου αυτού έφεσης έχει ουσιαστικά κριθεί μέσα από την εξέταση και την κατάληξη μας σε σχέση με τους λόγους έφεσης υπ΄αρ. 1 έως 15, εντούτοις αναφέρουμε τα ακόλουθα. 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο, στις σελίδες 44-45 της απόφασης του, στην υπόθεση Árpád Kásler, Hajnalka Káslerné Rábai (ανωτέρω), υποδεικνύει ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε σύμβαση δανείου σε ξένο συνάλλαγμα όπου λέχθηκε ότι οι συμβάσεις μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή δυνάμει της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ περιέχουν καταχρηστική ρήτρα όταν αυτή αφορά την ισοτιμία του συναλλάγματος και δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό στον δανειζόμενο, παραθέτοντας σχετικό απόσπασμα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο δάνειο δεν αποτελούσε σύμβαση με καταναλωτή εντός της ερμηνείας του όρου στο άρθρο 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ καθότι αυτό έγινε για σκοπούς αξιοποίησης και πώλησης κατοικιών, κάτι το οποίο παραπέμπει σε επαγγελματική δραστηριότητα, όπως άλλωστε παραδέχθηκε ο εφεσείων κατά την αντεξέταση του.  Το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με αυτοτελή λόγο έφεσης. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, υπέδειξε ότι ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη του, με βάση τα ευρήματα του, προέκυπτε αβίαστα ότι ο εφεσείων είχε πλήρη γνώση για την φύση του δανείου σε ξένο συνάλλαγμα και τους συναλλαγματικούς κινδύνους καθώς επίσης για τους όρους της μεταξύ των μερών συμφωνίας, κάτι το οποίο αντικατοπτρίζετο από την όλη συμπεριφορά του, την οποία παραθέτουμε στα πλαίσια των προηγούμενων λόγων  έφεσης και ειδικότερα των λόγων έφεσης υπ΄ αριθμό 10 έως 13.

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, ορθά κρίνουμε, ότι τα πιο πάνω δεδομένα διαφοροποιούσαν την παρούσα υπόθεση με αυτά της προαναφερόμενης ευρωπαϊκής υπόθεσης παραθέτοντας και σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Ruxandra Paula Andriciuc κ.ά. v. Banca Românească SΑ, C-186/16, ημ. 20.9.17.  Είναι με βάση τα πιο πάνω που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμη την εισήγηση του εφεσείοντα, ότι η επίδικη συμφωνία δανείου σε ξένο συνάλλαγμα περιείχε καταχρηστικές ρήτρες.

 

Το ζήτημα του χρόνου έναρξης της αποπληρωμής του επίδικου δανείου έχει αναλυθεί πιο πάνω και δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε τα όσα έχουμε ήδη αναφέρει. 

 

Τέλος, όσον αφορά τη θέση του εφεσείοντα ότι το έγγραφο υποθήκης είναι γραμμάτιο συνήθους τύπου, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την θέση αυτή ως παντελώς αβάσιμη (σελ.49).  Ούτε αυτό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει προσβληθεί  με αυτοτελή λόγο έφεσης.  Βέβαια, το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι η συμφωνία υποθήκης ήταν και εξακολουθούσε να ήταν έγκυρη και δεσμευτική για το επίδικο δάνειο και ότι αφορούσε το μέγιστο ποσό των JPY27.500.000 πλέον τόκους και έξοδα.

 

Παρόλα αυτά, υποδεικνύουμε ότι το άρθρο 80 του Κεφ. 149** προνοεί ότι σε κάθε δικαστικό μέτρο που λήφθηκε βάσει γραμματίου συνήθους τύπου, το περιεχόμενο του εν λόγω γραμματίου συνιστά αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό.  Όμως ο  εφεσείων δεν βάσισε την αγωγή του στο έγγραφο υποθήκης αλλά  σε αθέτηση συμφωνίας, δηλαδή της επίδικης συμφωνίας δανείου και αξίωνε μεταξύ άλλων ακύρωση της υποθήκης.  Ομοίως, η εφεσίβλητη στήριξε την ανταπαίτηση της σε παράβαση της επίδικης συμφωνίας δανείου και αξίωνε εκποίηση της υποθήκης.

 

Με βάση τα πιο πάνω οι εισηγήσεις της πλευράς του εφεσείοντα κρίνονται αβάσιμες και ο δέκατος έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η απόρριψη των λόγων έφεσης υπ΄αρ. 1 έως 17 συμπαρασύρει και τον δέκατο όγδοο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αυθαίρετα έκρινε ότι ο εφεσείοντας απέτυχε να αποδείξει την απαίτηση του ενώ η εφεσίβλητη εξ ανταπαιτήσεως ενάγουσα κατάφερε να αποδείξει την ανταπαίτηση της και επιδίκασε προς όφελος της το ποσό των JPY13.646.524,41 ή το ισόποσο ευρώ πλέον τόκους, ως επίσης εξέδωσε διάταγμα για εκποίηση της υποθήκης.

 

Ως εκ τούτου, ο δέκατος όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ως εκ των ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται με €4.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ της εφεσίβλητης και σε βάρος του εφεσείοντα.

 

Π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

__________________________

* 7. Για να μετατραπεί η πρόταση σε υπόσχεση, η αποδοχή πρέπει-

(α) να είναι απόλυτη και ανεπιφύλακτη~

(β) να εκδηλώθηκε κατά το συνήθη και εύλογο τρόπο, εκτός αν η πρόταση καθορίζει συγχρόνως και τον τρόπο της αποδοχής. Αν η πρόταση καθορίζει τον τρόπο της αποδοχής, και η αποδοχή δεν έγινε σύμφωνα με τον τρόπο που καθορίστηκε, το πρόσωπο που προτείνει δύναται, εντός εύλογου χρόνου από την κοινοποίηση της αποδοχής σε αυτό, να εμμείνει όπως η πρόταση του γίνει αποδεκτή κατά τον τρόπο που καθορίστηκε και όχι με άλλο τρόπο~ αν όμως δεν εμμείνει, αποδέχεται την αποδοχή.

 

** 80. Σε κάθε δικαστικό μέτρο που λήφθηκε βάσει γραμματίου συνήθους τύπου, το περιεχόμενο του εν λόγω γραμματίου συνιστά αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που εκτίθενται σε αυτό:

Νοείται ότι σε οποιοδήποτε τέτοιο δικαστικό μέτρο, αποτελεί επαρκή υπεράσπιση το γεγονός ότι η υπογραφή του οφειλέτη χρέους ή άλλου που υπόγραψε το γραμμάτιο δεν είναι στην πραγματικότητα η υπογραφή του, ή ότι η έκδοση του γραμματίου επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης ή υπό περιστάσεις που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή απάτη.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο