ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 135/2018)
28 Νοεμβρίου, 2024
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
Εφεσείοντα /Ενάγοντα
και
1. ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΛΛΙΚΑ,
2. ΠΕΤΡΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσιβλήτων /Εναγομένων
------------------------------
Α. Σαουρής για Α. Σαουρής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Μ. Φιλίππου για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
-------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα
δοθεί από τον κ. Κονή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο) ημερομηνίας 20/3/2018 με την οποία απέρριψε την αγωγή του ενάγοντος/εφεσείοντος εναντίον των εναγομένων/εφεσίβλητων.
Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις του εφεσείοντος ήταν ο ιδιοκτήτης οχήματος με αγγλικούς αριθμούς εγγραφής και συγκεκριμένο αριθμό πλαισίου μάρκας Ferrari (το επίδικο όχημα). Ο εφεσίβλητος 2 ήταν κατά την 13/2/2009 ο οδηγός φορτηγού/απορριμματοφόρου οχήματος (τύπου Skip) με συγκεκριμένους αριθμούς εγγραφής το οποίο οδηγούσε με τη συγκατάθεση ή και εξουσιοδότηση του εφεσίβλητου 1. Ο εφεσίβλητος 2 σταμάτησε το απορριμματοφόρο μπροστά από το επίδικο όχημα το οποίο ήταν σταθμευμένο. Στη συνέχεια ο εφεσίβλητος 2 επιχείρησε με όπισθεν ταχύτητα χωρίς να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα και χωρίς να έχει την ορθή παρατηρητικότητα στο δρόμο για να μπορέσει να εισέλθει στην προκείμενη οδό με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το επίδικο όχημα το οποίο υπέστη «ανεπανόρθωτες ζημιές και έξοδα». Λόγω των εκτεταμένων ζημιών και παραμορφώσεως του αμαξώματος η επιδιόρθωση θεωρήθηκε ασύμφορη και μη ενδεικνυόμενη. Ο εφεσείων αξίωσε εναντίον των εφεσίβλητων το συνολικό ποσό των €98.085,00 που αφορούσε την ολοκληρωτική απώλεια της αξίας του επίδικου οχήματος πριν από το ατύχημα (€97.000,00), τα έξοδα λήψης αστυνομικής έκθεσης (€85,00) και απώλεια χρήσης του οχήματος για 20 μέρες προς €50,00 ημερησίως (€1000,00) πλέον τόκους και έξοδα. Παρόλο που στις λεπτομέρειες ειδικών ζημιών αναφέρεται η εναπομείνασα αξία (salvage) του επίδικου οχήματος μετά το ατύχημα (€12.000,00) εντούτοις αυτή δεν αφαιρέθηκε από την αξίωση του εφεσείοντος.
Οι εφεσίβλητοι δεν καταχώρησαν εμφάνιση στη διαδικασία. Κατόπιν αίτησης της ασφαλιστικής εταιρείας που παρείχε κάλυψη προς αυτούς, δόθηκε άδεια από το Δικαστήριο σε αυτήν να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης χωρίς να συνοδεύεται από τύπο διορισμού δικηγόρου.
Μετά τη καταχώρηση Υπεράσπισης από την πλευρά των εφεσιβλήτων προέκυψε ότι αποτελούσε κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών ότι το όχημα που υπέστη ζημιές ήταν το επίδικο όχημα, ο εφεσίβλητος 2 ήταν ο οδηγός του απορριμματοφόρου και ότι περί την 13/2/2009 στον τόπο που αναφερόταν στην Έκθεση Απαίτησης επεσυνέβη σύγκρουση μεταξύ του απορριμματοφόρου και του επίδικου οχήματος.
Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν τους υπόλοιπους ισχυρισμούς στην Έκθεση Απαίτησης και ιδιαίτερα ότι η επιδιόρθωση του επίδικου οχήματος ήταν ασύμφορη και μη ενδεικνυόμενη και ότι επήλθε ολοκληρωτική απώλεια του οχήματος υποστηρίζοντας ότι ο εφεσείων αξίωνε ως ολοκληρωτική απώλεια ποσό υψηλότερο από την αξία του οχήματος. Πρόβαλαν επίσης τον ισχυρισμό ότι ο τρόπος με τον οποίο κατ΄ ισχυρισμό επεσυνέβη το ατύχημα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για κάλυψη οποιασδήποτε αξίωσης από την ασφαλιστική εταιρεία ή και ενέπιπτε στις εξαιρέσεις του ασφαλιστηρίου. Οι εφεσίβλητοι μέσω της Ανταπαίτησης τους αξίωναν δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν δικαιούτο να αποζημιωθεί από τους εφεσίβλητους κατ΄ επίκληση των όρων ή και εξαιρέσεων του ασφαλιστηρίου.
Κατά την ακροαματική διαδικασία η πλευρά του εφεσείοντος παρουσίασε πέντε μάρτυρες, τον ίδιο τον εφεσείοντα (Μ.Ε.1), τον Μ.Ε.2 ως εμπειρογνώμονα, εκτιμητή μηχανοκινήτων οχημάτων ο οποίος προέβηκε σε εκτίμηση του επίδικου οχήματος, τον Μ.Ε.3 αστυνομικό ο οποίος διερεύνησε το επίδικο ατύχημα, τον Μ.Ε.4 «ισιωτή» στο επάγγελμα ο οποίος επιθεώρησε το επίδικο όχημα πριν και μετά το ατύχημα και τελικά το αγόρασε όπως ήταν κτυπημένο χωρίς να επισκευαστεί και τον Μ.Ε.5 ο οποίος ήταν το πρόσωπο που είχε στην κατοχή του και οδηγούσε το επίδικο όχημα περί την 13/2/2009. Η πλευρά των εφεσίβλητων παρουσίασε ένα μάρτυρα (Μ.Υ.1), τελωνειακό λειτουργό ο οποίος ουσιαστικά παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να καταθέσει τη διασάφηση (δήλωση εισαγωγής) σε σχέση με το όχημα.
Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος ο οποίος δεν του άφησε καλή εντύπωση αφού οι αναφορές του για τα επίδικα ζητήματα παρέμειναν γενικές και αόριστες, δεν είχαν συνέπεια, δεν στηρίζονταν σε τεκμήρια ενώ τα όσα επιδίωξε μέσω της κατάθεσης εγγράφων και τεκμηρίων ουδόλως έπειθαν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναλύει με λεπτομέρεια τη μαρτυρία του εφεσείοντος στην απόφαση του. Απορρίπτοντας τη μαρτυρία του, το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του επίδικου οχήματος κατά το επίδικο χρόνο.
Διευκρινίζουμε στο σημείο αυτό ότι η πλευρά των εφεσίβλητων αμφισβήτησε μέσω της τελικής αγόρευσης της τη θέση του εφεσείοντος ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του επίδικου οχήματος, την αξία του οχήματος και τη ζημιά που κατ΄ ισχυρισμό υπέστη.
Όσον αφορά τον ΜΕ2 ούτε ο μάρτυρας αυτός άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο για τους λόγους που αναλυτικά εξηγεί στην απόφαση του. Κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ2 αναφορικά με την αξία του επίδικου οχήματος ως επίσης αναφορικά με την αξία των ζημιών που αυτό υπέστη. Από τη μαρτυρία του αποδέχθηκε μόνο ότι το εν λόγω όχημα έφερε ζημιές στο μπροστινό μέρος, η οροφή του οχήματος είχε «κάνει κλίση» προς τα κάτω, είχε καταστραφεί το αριστερό φτερό, ο αριστερός μπροστινός τροχός, η ανάρτηση, ο προφυλακτήρας, ο ανεμοθώρακας, η οροφή, ο ουρανός εσωτερικά ενώ υπήρχε επίσης ζημιά στη δεξιά του πλευρά και στο δεξί μπροστινό πλευρό.
Ούτε ο ΜΕ3 άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο για τους λόγους που επίσης εξηγεί αναλυτικά στην απόφαση του. Συνεπεία των πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εκτός από το ότι όταν επισκέφθηκε τη σκηνή του δυστυχήματος του αναφέρθηκε ότι ο οδηγός του απορριμματοφόρου κινούμενος με όπισθεν ταχύτητα προκάλεσε ζημιά στο επίδικο όχημα, θέση η οποία παρέμενε σταθερή καθόλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του και η οποία ενισχύθηκε από τη μαρτυρία του ΜΕ5.
Ο ΜΕ4 άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο το οποίο αποδέχθηκε ότι ήταν «ισιωτής» στο επάγγελμα και διατηρούσε γκαράζ για «ισιώματα και μπογιατίσματα αυτοκινήτου» για πολλά χρόνια. Δέχθηκε επίσης ότι περί τα τέλη του 2008 όταν το επίδικο όχημα επιθεωρήθηκε από τον ίδιο, ήταν σε καλή κατάσταση και με «λίγα μίλια». Αποδέχθηκε επίσης από τη μαρτυρία του ότι ο τύπος του οχήματος δυσκόλευε τον εντοπισμό εξαρτημάτων και ανταλλακτικών και ότι αυτά ήταν ακριβά χωρίς όμως επί τούτου να εξαχθεί οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα. Η τελευταία αυτή θέση εξάλλου δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε όμως το μέρος της μαρτυρίας του ΜΕ4 ότι για να επιδιορθωθεί το συγκεκριμένο όχημα θα στοίχιζε πάνω από την αξία του αφού ο ΜΕ4 δεν παρουσίασε οποιοδήποτε στοιχείο στο Δικαστήριο για να υποστηρίξει τη θέση αυτή, ενώ παρόλο που ανέφερε ότι είχε ετοιμάσει έκθεση στην οποία κατέγραψε «πόσα θέλει το ίσιωμα, το μπογιάντισμα, ο μηχανικός, τα εξαρτήματα και βγαίνει η εκτίμηση» αυτή δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο ενώ δεν ανέφερε ειδικότερα ποσά για το καθένα από αυτά ή και την πηγή πληροφόρησης του αναφορικά με αυτά. Το Δικαστήριο υπέδειξε ότι ο ΜΕ4 ασχολείτο σύμφωνα με τη μαρτυρία του, με το «ίσιωμα και μπογιάντισμα» αυτοκινήτων και όχι μηχανικά με αυτά.
Τέλος, ο ΜΕ5 άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο για τους λόγους που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε συνεπώς τη θέση του ΜΕ5 ότι είδε το απορριμματοφόρο πάνω στο επίδικο όχημα που οδηγούσε ο ίδιος και είδε τον οδηγό του απορριμματοφόρου να βάζει μπροστινή ταχύτητα και να κατεβαίνει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι σε υποβολή που τέθηκε στον μάρτυρα ότι ο εφεσείων δεν ήταν ο ιδιοκτήτης του επίδικου οχήματος, ο μάρτυρας απάντησε ότι δεν γνώριζε.
Όσον αφορά τον ΜΥ1 αυτός άφησε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο και η μαρτυρία του έγινε αποδεκτή στην ολότητα της. Η αξιοπιστία του εξάλλου δεν αμφισβητήθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διευκρίνισε ότι δεν υιοθετούνται οι πληροφορίες που περιέχονται στη διασάφηση (δήλωση εισαγωγής) την οποία κατέθεσε ο ΜΥ1 ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξία του επίδικου οχήματος αφού οι πληροφορίες αυτές τέθηκαν από τον εισαγωγέα ο οποίος δεν κλήθηκε στο Δικαστήριο για να δώσει μαρτυρία.
Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι την 13/2/2009 ο εφεσίβλητος 2 ήταν ο οδηγός του απορριμματοφόρου το οποίο οδηγούσε με την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη του, εφεσίβλητου 1. Ο εφεσίβλητος 2 σταμάτησε το απορριματοφόρο μπροστά από το επίδικο όχημα το οποίο ήταν σταθμευμένο. Όταν ο εφεσίβλητος 2 εκκίνησε το όχημα του, επιχείρησε με όπισθεν ταχύτητα, χωρίς να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα και χωρίς να έχει την ορθή παρατηρητικότητα με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το επίδικο όχημα το οποίο ήταν σταθμευμένο ακριβώς πίσω του.
Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν μπορούσε να προβεί σε ασφαλές εύρημα αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου οχήματος αφού η μαρτυρία του εφεσείοντος δεν έγινε αποδεκτή για τους λόγους που επεξηγούνται στην απόφαση του.
Παρά την κατάληξη του αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει τις ζημιές που το όχημα υπέστη συνεπεία του δυστυχήματος και παρέθεσε τις αρχές που διέπουν το θέμα των αποζημιώσεων σε τέτοιες περιπτώσεις όπου υπάρχει ισχυρισμός ότι το όχημα καταστράφηκε ολοσχερώς, παραθέτοντας απόσπασμα από τη Ζεβεδαίος ν. Κουντούρη κ.ά. (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1114.
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Δεν μπορώ να καταλήξω σε εύρημα ότι το όχημα υπέστη ολοκληρωτική καταστροφή αφού η μαρτυρία του ΜΕ2 αναφορικά με την αξία των ανταλλακτικών κρίθηκε ανεπαρκής για να καταδειχθεί ότι η αξία των εξαρτημάτων που χρειάζονταν για την επιδιόρθωση του οχήματος υπερέβαιναν την αξία του οχήματος ως ήταν η θέση του εκτιμητή χωρίς να χρειάζεται o ίδιος να αναφερθεί περαιτέρω ως ήταν η θέση του σε εργατικά κόστη που ουδέν ανεφέρθη από τον εκτιμητή επί τούτου. Σε αντίθεση με τη Ζεβεδαίος (ανωτέρω), στην υπό κρίση περίπτωση ουδεμία αναφορά συγκεκριμένη [ ] σε εξάρτημα έστω 1 ή 2 εξαρτήματα έγινε για να μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι είναι ασύμφορο να επιδιορθωθεί το εν λόγω όχημα. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να στηριχθεί στο πώς ο μάρτυς αντιλήφθηκε και μετέφερε στο Δικαστήριο από τι του ελέχθη από κάποιον με τον οποίο τηλεφωνικά συνομίλησε από την Μοτοκίνιση αντιπρόσωπο ως ο μάρτυς ανέφερε της Ferrari στην Κύπρο.
Πέραν της θέσης του η οποία στηρίχθηκε στην εμπειρία του ότι τα εξαρτήματα των οχημάτων Ferrari είναι ιδιαιτέρως ακριβά, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή οιαδήποτε άλλη θέση του ΜΕ2 αναφορικά με την αξία του οχήματος είτε πριν το δυστύχημα είτε αναφορικά με την εναπομείνασα αξία του και τούτο αφού οι θέσεις και εισηγήσεις του δεν φαίνεται να έχουν στηριχθεί επί στέρεου υποβάθρου και δεν έχουν παρατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τα στοιχεία εκείνα επί των οποίων το Δικαστήριο θα μπορούσε να ασκήσει την αξιολογική του κρίση. Πώς λ.χ. ο μάρτυρας κατέληξε στην εναπομείνασα αξία του οχήματος. Όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, o πραγματογνώμονας εφοδιάζει το δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του έτσι που να είναι δυνατόν για το δικαστήριο να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία (Βλ. Pouris and Another ν. Republic (1983) 2 CLR 170, Philippou v. 0dysseos (1989) 1 CLR 1.)
Αναφορικά με αυτήν καθαυτή την αξία του οχήματος θα πρέπει να αναφέρω ότι δεν μπορώ να καταλήξω σε αυτή με βάση την τιμή που ο αγοραστής αγόρασε το όχημα και τούτο αφού ως έχει λεχθεί στην Νικολάου v. Σταύρου (1992) 1 ΑΑΔ 746, η γνώμη του αγοραστή του οχήματος ως προς την αξία της πριν και μετά το δυστύχημα δεν είναι αποδεκτή μαρτυρία, διότι ο αγοραστής δεν ήταν ειδικός. Για να είναι δυνατός ο προσδιορισμός της ζημίας έπρεπε να είχε προσαχθεί αποδεκτή μαρτυρία ως προς την αξία του οχήματος αμέσως πριν και μετά από το δυστύχημα.
Σε εύρημα προβαίνω αναφορικά με τις ζημιές που ανέφερε ο μάρτυς ότι εντόπισε στο εν λόγω όχημα ήτοι ότι αυτό υπέστη ζημιές στο μπροστινό μέρος, η οροφή του οχήματος είχε «κάνει κλίση» προς τα κάτω, είχε καταστραφεί το αριστερό φτερό, o αριστερός, μπροστινός τροχός, η ανάρτηση, ο προφυλακτήρας, ο ανεμοθώρακας, η οροφή, o ουρανός εσωτερικά και ενώ υπήρχε επίσης ζημιά στη δεξιά του πλευρά στο δεξί μπροστινό φτερό. Προβαίνω δε σε εύρημα ότι οι ζημιές αυτές προκλήθηκαν από το επίδικο δυστύχημα και τούτο αφού έχω αποδεχθεί τη μαρτυρία του ΜΕ4 ο οποίος ισχυρίστηκε ότι είδε το όχημα πριν το δυστύχημα αλλά και μετά σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του ΜΕ5 ο οποίος ήταν παρών κατά το δυστύχημα ή οποία επίσης έγινε αποδεκτή και ειδικά στο μέρος αυτής που αναφέρεται ότι είδε το όχημα Τύπου SKIP να «κατεβαίνει» από τη Ferrari.
Έχοντας αποδεκτή την μαρτυρία του ΜΕ4 αναφορικά με τον έλεγχο στον οποίο προέβη επί του υπό αναφορά οχήματος προβαίνω σε εύρημα ότι περί τα τέλη του 2008 όταν το υπό αναφορά όχημα μάρκας Ferrari επιθεωρήθηκε ήταν σε καλή κατάσταση [ ] χωρίς κτυπήματα και με λίγα μίλια. Προβαίνω επίσης σε εύρημα ότι ο τύπος του οχήματος δυσκόλευε τον εντοπισμό εξαρτημάτων και ανταλλακτικών και ότι αυτά ήταν ακριβά χωρίς όμως επί τούτου να μπορεί να εξαχθεί οιονδήποτε άλλο συμπέρασμα.»
Έχοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση ως επίσης τα ευρήματα και συμπεράσματα του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του επίδικου οχήματος κατά τον ουσιώδη χρόνο και ότι εξ αυτού και μόνον η αγωγή του ήταν απορριπτέα. Προχωρώντας στη συνέχεια στο ζήτημα της αξίας του οχήματος αλλά και της μη δυνατότητας επιδιόρθωσης του επανέλαβε ότι η μαρτυρία που παρουσιάστηκε δεν ήταν ικανή να καταδείξει ότι το όχημα δεν μπορούσε να τύχει επιδιόρθωσης και τούτο αφού δεν υπήρχε ικανή μαρτυρία που να αποδεικνύει την αξία του οχήματος κατά το χρόνο του ατυχήματος αλλά ούτε επαρκής μαρτυρία αναφορικά με το κόστος αποκατάστασης των ζημιών για να μπορεί να υπάρξει εύρημα ότι το όχημα ήταν ασύμφορο να επισκευαστεί. Συνεπεία των πιο πάνω προχώρησε στην απόρριψη της αγωγής με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και σε βάρος του εφεσείοντος.
Όσον αφορά την ανταπαίτηση, παρόλο που δεν αναφέρεται ξεκάθαρα στην πρωτόδικη απόφαση, αυτή φαίνεται να κατέστη άνευ αντικειμένου και να απορρίφθηκε χωρίς να εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Ο εφεσείοντας ο οποίος δεν έμεινε ικανοποιημένος με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την προσέβαλε αρχικά με πέντε λόγους έφεσης τους οποίους στη συνέχεια περιόρισε σε τέσσερεις.
Οι λόγοι έφεσης υπ΄ αριθμό 1, 2 και 3 θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης παραπονείται ότι το πρωτοδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αναιτιολόγητα δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο εφεσείων αναφέρθηκε αναντίλεκτα και χωρίς να αμφισβητηθεί στο ποσό που αγόρασε το επίδικο αυτοκίνητο και ο ΜΕ4 στο ποσό που το αγόρασε μετά το ατύχημα, επίσης αναντίλεκτα. Αν λάμβανε υπόψη αυτή την μαρτυρία δεν θα κατέληγε ότι δεν αποδείχθηκε καθόλου ειδική ζημιά έστω και αν ήταν μικρότερη από αυτή που δικογραφήθηκε από τον εφεσείοντα. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης η πλευρά του εφεσείοντος αναφέρει ότι παρά την απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΕ2, εμπειρογνώμονα, ως προς την απόδειξη της ζημιάς του επίδικου οχήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε ότι υπήρχε η αναντίλεκτη μαρτυρία του εφεσείοντος και του ΜΕ4 σχετικά με την αξία του οχήματος πριν και μετά το ατύχημα προς απόδειξη αυτής της ζημιάς και δεν προχώρησε να εξετάσει καθόλου το ζήτημα κάτω από αυτό το πρίσμα. Η διαφορά της αξίας της αγοράς του οχήματος από τον εφεσείοντα (€90.000) με την αξία της αγοράς του οχήματος από τον ΜΕ4 (€8.000) αποδείκνυε το ποσό της αποζημίωσης που δικαιούτο ο εφεσείων, έστω και αν με την Έκθεση Απαίτησης διεκδικούσε μεγαλύτερο ποσό. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή και αναιτιολόγητα δεν αποδέχθηκε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος στη μαρτυρία του παρότι τους μόνους ισχυρισμούς του που σχολίασε είναι αυτοί που αφορούσαν το Τεκμήριο 2 του οποίου μάλιστα αποδέχθηκε την κατάθεση και τους ισχυρισμούς του για το δάνειο. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης η πλευρά του εφεσείοντος αναφέρει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο σε μια ανορθόδοξη αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος κατέληξε να μην δεχθεί τους ισχυρισμούς του λόγω των γενικών και αόριστων αναφορών του και των αντιφάσεων του στην έγγραφη μαρτυρία που προσκόμισε, χωρίς όμως να συγκεκριμενοποιήσει ούτε ποιες αναφορές ούτε ποιες αντιφάσεις εννοεί. Τους μόνους ισχυρισμούς που έβαλε κάτω από το μικροσκόπιο της αξιολόγησης του ήταν του τρόπου που απωλέσθηκε το πρωτότυπο του αγοραπωλητηρίου εγγράφου του οχήματος από τον εφεσείοντα, που τελικά αφού χαρτοσημάνθηκε σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2 και άρα θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη και του δανείου που έγινε από τον εφεσείοντα για να πληρωθεί μέρος του ποσού αγοράς του οχήματος, ζητήματα που ήταν έτσι κι αλλιώς περιφερειακά και επουσιώδη. Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα ή και αναιτιολόγητα εξέτασε μικροσκοπικά το θέμα με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου οχήματος και δεν προχώρησε να εξετάσει με βάση την αναντίλεκτη μαρτυρία αν αποδείχθηκε ότι ο εφεσείων ήταν δικαιούχος να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης ή και ως δικαιούχος ως αγοραστής ή και ως κάτοχος και ότι σε κάθε περίπτωση ο λόγος που δεν κατέληξε σε εύρημα σχετικά με αυτό είναι εσφαλμένος. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης η πλευρά του εφεσείοντος αναφέρει ότι σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία ο εφεσείων είχε αγοράσει το επίδικο όχημα με σκοπό τη μεταπώληση του, το είχε στην κατοχή του (ο ΜΕ5 το οδηγούσε απλώς την επίδικη ημερομηνία) και το μόνο που αμφισβητήθηκε ουσιαστικά από πλευράς εφεσίβλητων ήταν αν ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του οχήματος κάτι που δεν ανέφερε ο εφεσείων στην ένορκη του μαρτυρία. Ακόμα και η αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης περί ιδιοκτησίας είναι συγκεχυμένη και σε κάθε περίπτωση δεν αναγράφεται ότι ο εφεσείων ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης. Επομένως θα έπρεπε να εξεταστεί αν ο εφεσείοντας βάσει της αναντίλεκτης μαρτυρίας δεν ήταν μεν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης, αλλά δικαιούχος να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης ή και δικαιούχος ως αγοραστής ή και ως κάτοχος και κάθε μικροσκοπική εξέταση αυτού του θέματος θα απέληγε σε άδικο ή και εσφαλμένο αποτέλεσμα όπως και έγινε.
Επισημαίνουμε κατ' αρχάς ότι οι λόγοι αυτοί έφεσης αφορούν την αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του και τα συνακόλουθα ευρήματα του.
Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση μας Παπαλλής ν. Ζαχαρίου κ.α. Πολ. Έφεση Αρ. 365/2018 ημερ. 29/3/2024 επαναλάβαμε τον νομολογιακό κανόνα ότι:
«το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.»
Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»
Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Κρίνουμε ότι οι λόγοι αυτοί έφεσης στερούνται ερείσματος.
Επισημαίνουμε καταρχάς ότι η ιδιοκτησία του επίδικου οχήματος αμφισβητήθηκε έντονα από πλευράς εφεσίβλητων όπως έντονα αμφισβητήθηκε και η αναφορά του εφεσείοντος ότι αγόρασε το επίδικο αυτοκίνητο. Κατά την αντεξέταση του εφεσείοντος του ζητήθηκε απόδειξη αγοράς του αυτοκινήτου και αυτός απάντησε ότι δεν μπορούσε να παρουσιάσει τέτοιο έγγραφο. Σε σχέση με τον ισχυρισμό του ότι έλαβε δάνειο για την αγορά του επίδικου αυτοκινήτου ανέφερε ότι δεν θυμόταν αν είχε στην κατοχή του απόδειξη ανάληψης χρημάτων από την τράπεζα και απόδοσης τους στον πωλητή του οχήματος. Στη συνέχεια ανέφερε ότι το δάνειο που έλαβε από την τράπεζα δεν χρησιμοποιήθηκε για την αγορά του αυτοκινήτου, θέση την οποία ακολούθως μετέβαλε αναφέροντας ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν όλα τα λεφτά για την αγορά του οχήματος. Το μόνο έγγραφο το οποίο παρουσίασε για απόδειξη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του αυτοκινήτου ήταν το Τεκμήριο 2 το οποίο ήταν φωτογραφία εγγράφου το οποίο ο ίδιος χαρακτήρισε ως το αγοραπωλητήριο έγγραφο που σύνηψε με το πρόσωπο που εισήγαγε το όχημα στην Κύπρο. Ο εφεσείοντας δεν μπόρεσε να δώσει κάποια λογική εξήγηση γιατί δεν παρουσίασε το πρωτότυπο έγγραφο του κατ΄ισχυρισμού αγοραπωλητηρίου εγγράφου. Ανέφερε ότι έλαβε φωτογραφία του εν λόγω εγγράφου «για να έχουμε τα έγγραφα» και ότι το πρωτότυπο του είχε κατατεθεί σε φάκελο υπόθεσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού το οποίο στη συνέχεια εξαφανίστηκε. Σε ερώτηση της δικηγόρου του εάν είχε προβεί σε έρευνα ο εφεσείοντας απάντησε γενικά «Όχι, απλά μου ειπώθηκε ότι δεν υπήρχε στον φάκελο και αναγκαστήκαμε να βγάλουμε το αντίγραφο.» Εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο διερωτήθηκε τι αφορούσε η υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού που καθιστούσε απαραίτητη την καταχώρηση του εγγράφου. Προσθέτουμε με τη σειρά μας, πώς φωτογραφήθηκε το έγγραφο αφού προηγήθηκε υποτίθεται η εξαφάνιση του από τον φάκελο της υπόθεσης; Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικεντρώθηκε στην αποδεικτική αξία του Τεκμηρίου 2 και εύλογα διερωτήθηκε γιατί δεν παρουσιάστηκε το πρόσωπο, που σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσείοντος, πώλησε το επίδικο όχημα σ' αυτόν.
Σε σχέση με τον ισχυρισμό του ότι έλαβε δάνειο για την αγορά του επίδικου αυτοκινήτου (το τίμημα αγοράς ανερχόταν στις €90,000, είχε ήδη τις €30.000 και συνήψε δάνειο για τις υπόλοιπες €60,000) ο εφεσείων κατέθεσε το τεκμήριο 5 προς υποστήριξη των πιο πάνω ισχυρισμών του στο οποίο περιέχεται έγγραφο που φέρει τίτλο «Συμφωνία Δανείου» μεταξύ τραπεζικού ιδρύματος και του εφεσείοντος ύψους €59730 για σκοπούς ανακαίνισης κατοικίας. Δεν γίνεται δηλαδή αναφορά σε δάνειο για αγορά οχήματος ή έστω επιχειρηματικό δάνειο, έχοντας υπόψη ότι ο εφεσείοντας είχε αναφέρει κατά τη μαρτυρία του ότι στο παρελθόν είχε αγοράσει και πωλήσει οχήματα. Περαιτέρω το εν λόγω έγγραφο έφερε ημερομηνία 13/9/2007 δηλαδή 13 μήνες πριν την άφιξη του οχήματος στη Κύπρο (23/10/2008) σύμφωνα με το έγγραφο του Τμήματος Τελωνείων, Τεκμήριο 3 και σχεδόν 14 μήνες από την κατ΄ ισχυρισμό αγορά του οχήματος (3/11/2008) σύμφωνα με το τεκμήριο 2 τη στιγμή που αντεξεταζόμενος ο εφεσείων ανέφερε ότι αποφάσισε να αγοράσει το επίδικο όχημα την ημέρα που έγινε η αγορά και όχι νωρίτερα. Περαιτέρω δεν ήταν λογική η θέση του εφεσείοντος ότι θα πωλούσε το όχημα στην τιμή των €92.000, θα αποκόμιζε δηλαδή κέρδος €2.000 τη στιγμή που το δάνειο που ισχυρίστηκε ότι έλαβε από το τραπεζικό ίδρυμα ως ο ίδιος ανάφερε έφερε τόκο 5% (σύμφωνα με το τεκμήριο 5 ο τόκος ανερχόταν σε 5,25%).
Όλα τα πιο πάνω εντοπίστηκαν και σχολιάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο κατάληξε να απορρίψει τη μαρτυρία του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το σύνολο της μαρτυρίας με προσοχή και όχι μικροσκοπικά όπως εισηγείται η πλευρά του εφεσείοντος. Οι αναφορές του εφεσείοντος ότι αγόρασε το όχημα έναντι συγκεκριμένου ποσού και ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του οχήματος ή το πρόσωπο δικαιούμενο να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης του, αμφισβητήθηκαν έντονα από τους εφεσίβλητους. Η πλευρά των εφεσίβλητων υπέβαλε στον εφεσείοντα κατά την αντεξέταση του ότι ουδέποτε ήταν ιδιοκτήτης του εν λόγω οχήματος και ότι δεν είχε αγώγιμο δικαίωμα σε σχέση με το όχημα αυτό. Όσον αφορά τη θέση της πλευράς του εφεσείοντος ότι δικαιούται αποζημίωση ως κάτοχος του επίδικου οχήματος κατά τον ουσιώδη χρόνο, παρατηρούμε ότι δεν υπήρχε τέτοιος δικογραφημένος ισχυρισμός. Όπως έχει νομολογηθεί τα επίδικα θέματα περιορίζονται σ΄ εκείνα τα οποία προσδιορίζονται στις έγγραφες προτάσεις. Συναφώς η δίκη διεξάγεται με βάση τις έγγραφες προτάσεις (βλ. μεταξύ άλλων Καθητζιώτης v. Μέλιος & Παφίτης (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 252, Πιττάλης κ.α. v. Ianira Enter.Ltd κ.ά. (1997) 1(B) A.A.Δ. 814, Καζάκου v. Αβρααμίδου κ.ά. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1626, Εταιρεία Bulk Oil AG v. Α.Η.Κ. κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1277, Τσαγγάρη v. Γαβριηλίδου κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ.472 και Τ&Μ Οικονόμου και Υιός Λτδ κ.ά. ν. SCY CAC Limited, Πολ. Έφ. Αρ. 353/2018, ημερ. 28/3/2024).
Από τη στιγμή που η μαρτυρία του εφεσείοντος απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, οι αναφορές από τη μαρτυρία του που επικαλείται η πλευρά του δεν διαφοροποιούν τα δεδομένα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τη μαρτυρία του εφεσείοντος στο σύνολο της και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2 και στην απουσία οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας που να επιβεβαιώνει το περιεχόμενο του, δεν του προσέδωσε αποδεικτική βαρύτητα (βλ. Σάουρος κ.ά. ν. Φιλίππου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 203).
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω κρίνουμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε αποδειχθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου οχήματος ήταν ορθό υπό τις περιστάσεις.
Όπως αναφέρεται πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα Μ.Ε.2. Η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβλήθηκε αρχικά μέσω του τέταρτου λόγου έφεσης ο οποίος όμως έχει αποσυρθεί. Ο Μ.Ε.2 είχε δώσει μαρτυρία μεταξύ άλλων και για την αξία του επίδικου οχήματος πριν από το ατύχημα όσο και για την αξία του μετά από αυτό.
Έχοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντος και του Μ.Ε.2 (για την αξία του επίδικου οχήματος πριν και μετά το ατύχημα), η κατάληξη του ότι δεν είχε αποδειχθεί η αξία του επίδικου οχήματος πριν από το δυστύχημα και η μη δυνατότητα επιδιόρθωσης του, κρίνουμε ότι ήταν επίσης ορθή. Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.4 και η αναφορά του ότι αγόρασε το επίδικο όχημα μετά το ατύχημα (16/1/2013) και χωρίς αυτό να επισκευαστεί στην τιμή των €8000 (Τεκμήριο 6) δεν μπορούσε να το βοηθήσει να καταλήξει στην αξία του επίδικου οχήματος πριν και μετά από το ατύχημα, αφού δεν ήταν ειδικός επί του θέματος, παραπέμποντας πολύ εύστοχα στην Νικολάου ν. Σταύρου (ανωτέρω). Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ΜΕ4 δεν ήταν ειδικός επί του θέματος δεν έχει προσβληθεί με αυτοτελή λόγο έφεσης.
Υποδεικνύουμε περαιτέρω ότι η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνάδει με τον κανόνα που προβλέπει αυστηρή απόδειξη των ειδικών αποζημιώσεων ως ήταν η αξίωση του εφεσείοντος.
Όπως έχει λεχθεί στην Αντωνίου ν. Α. Panayides Contracting Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 259/2011, ημερ.4/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:A333:
«Οι ειδικές αποζημιώσεις πέραν του ότι πρέπει να εξειδικεύονται στην απαίτηση με λεπτομέρεια πρέπει να αποδεικνύονται με αυστηρότητα, σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία (βλ. Παναγιώτου ν. Φραγκίσκου κ.α. (1999) 1 ΑΑΔ 687, Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 ΑΑΔ 1157, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1977) 1 ΑΑΔ 396, Ηρακλέους ν. Πίτρου (1994) 1 ΑΑΔ 239, Λοϊζου ν. Μουρτζή (1999) 1 ΑΑΔ 883, Μουττά ν. Γεωργίου κ.α. (1998) 1 ΑΑΔ 1, Ζήνων Μερκής Λτδ. ν. Ελληνικής Τράπεζας (1999) 1 ΑΑΔ 1923, Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1 (Β) ΑΑΔ 1083, Ismail v. Αντωνίου κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 333/2009, 12.2.2014).»
Με βάση τα πιο πάνω οι λόγοι έφεσης υπ' αρ. 1, 2 και 3 απορρίπτονται.
Απομένει ο πέμπτος λόγος έφεσης.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της αγωγής και στην έκδοση της πρωτόδικης απόφασης με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το συνταγματικό δικαίωμα του εφεσείοντος για δίκη εντός εύλογου χρόνου. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης η πλευρά του εφεσείοντος αναφέρει ότι από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής στις 20/5/2010 έως την έκδοση της απόφασης στις 20/3/2018 παρήλθε χρονικό διάστημα 8 ετών λόγω των πολλών και αδικαιολόγητων αναβολών της υπόθεσης με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το δικαίωμα του εφεσείοντος για δίκαιη δίκη, δηλαδή δίκη εντός εύλογου χρόνου. Αναφέρεται τέλος ότι παρήλθαν σχεδόν 10 μήνες από την επιφύλαξη έως την έκδοση της απόφασης.
Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προνοεί ως ακολούθως:
«30.2. Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ' αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.»
Παραβίαση της συνταγματικής επιταγής του εύλογου χρόνου δύναται να διαρρήξει το δικαίωμα δίκαιης δίκης.
Η έννοια του εύλογου χρόνου συναρτάται με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Για το σκοπό αυτό λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά, το περίπλοκο της υπόθεσης, η συμπεριφορά των ανακριτικών και δικαστικών Αρχών, καθώς και εκείνη του κατηγορούμενου και σε αστικές υποθέσεις των διαδίκων γενικά (βλ. Παναγιώτης Α. Παναγή, άλλως Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203, 222, σύγγραμμα Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ν. Λοΐζου, έκδοση 2001, σελ.189-190).
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΑΔ κατά την εκτίμηση του εύλογου χρόνου η χρονική περίοδος της διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης (ECtHR König v. Germany No. 6232/73, 28.06.1978, para. 99, Buchholz v. Germany No. 7759/77, 06.05.1981, para.49, Zimmermann and Steiner v. Switzerland No. 8737/79, 13.07.1983, para. 24, σύγγραμμα Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα & Ελευθερίες, Δρ. Κώστα Παρασκευά, 2η έκδοση, σελ. 769-770).
Επομένως ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μιας διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται υπό το φως των ιδιαίτερων συνθηκών της συγκεκριμένης υπόθεσης στο σύνολο τους και με αναφορά στα πιο πάνω κριτήρια που η νομολογία έχει καθορίσει. Διαπίστωση ενδεχόμενης παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος για δίκη εντός ευλόγου χρόνου δεν εξετάζεται αόριστα ή αφηρημένα (in abstracto) αλλά κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο (in concreto) στη βάση, όπως λέχθηκε, των ειδικών περιστάσεων της κάθε περίπτωσης (Nielsen v. Denmark [1989] 11 E.H.R.R. 175, Αντωνίου v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 746, A.A. v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 140). Όπως χαρακτηριστικά έχει λεχθεί στην «Αλήθεια» Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν. Thamira Food Manufacturers Ltd (2012) 1(Γ) A.Α.Δ. 2276:
«Το κατά πόσο η δίκη ήταν δίκαιη αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104, 135), ενώ ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται με τρόπο αφηρημένο (in abstracto) (Kouppis ν. The Republic (1977) 2 C.L.R. 361, 388). Ο παραπονούμενος θα πρέπει πράγματι να αποδείξει ότι έχει επηρεαστεί δυσμενώς (Re Κορέλλης (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718).»
Θα πρέπει κατ΄αρχάς να τονίσουμε ότι η έκδοση απόφασης (20/3/2018) 7 έτη και 10 μήνες μετά την καταχώρηση της αγωγής (20/5/2010) και 8½ μήνες μετά την επιφύλαξη της (4/7/2017) καταδεικνύει καθυστέρηση η οποία είναι όντως μεγάλη και ανησυχητική. Τέτοια φαινόμενα θα πρέπει να αποφεύγονται. Η συλλογική προσπάθεια θα πρέπει να οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση (βλ. Αντωνίου v. A. Panayides Contracting Ltd (ανωτέρω)).
Όμως η πλευρά του εφεσείοντος προβάλλει το ζήτημα της καθυστέρησης κατά τρόπο αόριστο και αφηρημένο και όχι κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο όπως επιβάλλει η νομολογία που παραθέτουμε πιο πάνω.
Η πλευρά του εφεσείοντος δεν επεξηγεί πώς η πάροδος αυτού του χρονικού διαστήματος επηρέασε το δικαίωμα του εφεσείοντος για δίκαιη δίκη. Παρατίθεται δηλαδή ένας αόριστος και ασαφής ισχυρισμός χωρίς να επεξηγείται πώς ακριβώς επηρεάστηκε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη. Παρατηρούμε επίσης ότι η μελέτη των πρακτικών της διαδικασίας καταδεικνύει ότι η πλευρά του εφεσείοντος δεν έθεσε τέτοιο ζήτημα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δηλαδή η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι την εκδίκαση της, επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο την παρουσίαση ή τον χειρισμό της υπόθεσης του. Η πλευρά του εφεσείοντος θέτει για πρώτη φορά αυτή τη θέση, του επηρεασμού του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη, μέσω της παρούσας έφεσης.
Στη Χαρούς ν. Χαρούς κ.ά. (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 267 η αγωγή καταχωρήθηκε το 1998 και η υπόθεση άρχισε να ακούγεται στις 16/3/2005. Η ακρόαση ολοκληρώθηκε στις 2/8/2005 οπότε και επιφυλάχθηκε η απόφαση η οποία εκδόθηκε στις 26/10/2006, δηλαδή μετά από 14 μήνες. Το Εφετείο με αναφορά στην Πουγιούκα ν. Θρασυβούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2014 υπέδειξε ότι για να επέμβει το Εφετείο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω της καθυστέρησης, δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει την ενώπιον του μαρτυρία και να προβεί σε συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, κάτι που δεν είχε γίνει. Ομοίως στην Λοΐζου κ.ά. ν. Πατσαλίδη (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1379 όπου η έκδοση της πρωτόδικης απόφασης 8½ περίπου έτη μετά την καταχώρηση της αγωγής και 2½ έτη μετά την επιφύλαξη της, παρόλο που λέχθηκε ότι ο χρόνος που είχε παρέλθει ήταν απαράδεκτα μεγάλος ενώ ο χρόνος μεταξύ της επιφύλαξης της απόφασης και της έκδοσης της υπέρμετρα μακρύς, το Εφετείο αρνήθηκε να επέμβει αφού δεν προέκυπτε ότι οι εφεσείοντες είχαν καθοιονδήποτε τρόπο επηρεαστεί ή υποστεί ζημιά από την καθυστέρηση.
Στην παρούσα υπόθεση δεν έχουμε διαπιστώσει ότι λόγω της καθυστέρησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει την ενώπιον του μαρτυρία και να προβεί σε συμπεράσματα ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Ούτε έχει προκύψει ότι ο εφεσείων έχει επηρεαστεί ή έχει υποστεί ζημιά από την καθυστέρηση. Εξάλλου, δεν υπήρξε εισήγηση ότι έχει συμβεί οποιοδήποτε από τα πιο πάνω ενδεχόμενα.
Προσθέτουμε ότι η νομολογία την οποία επικαλείται η πλευρά του εφεσείοντος στηρίζεται σε γεγονότα που ουδεμία σχέση έχουν με τα γεγονότα της υπόθεσης. Στην Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294 η καταδίκη του εφεσείοντος για οδικό παράπτωμα ακυρώθηκε επειδή η ποινική του ευθύνη διαπιστώθηκε έξω από τα πλαίσια του εύλογου χρόνου. Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης το αδίκημα καταγγέλθηκε στις 3/10/1987, ο εφεσείων κλητεύθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου 11 μήνες περίπου αργότερα (20/9/1988) και η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε 2 φορές λόγω ανετοιμότητας της κατηγορούσας αρχής. Η δίκη αποπερατώθηκε στις 3/1/1990 με την καταδίκη του κατηγορουμένου. Σχετιζόταν δηλαδή με τη φύση και τον χαρακτήρα της υπόθεσης ως επίσης με τη συμπεριφορά των ανακριτικών αρχών και της εισαγγελικής αρχής. Στη Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512 η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου παραμερίστηκε και διατάχθηκε η επανεκδίκαση της αγωγής, πρωτίστως, λόγω του χρόνου ο οποίος διέρρευσε μεταξύ της αποπεράτωσης της δίκης και της έκδοσης απόφασης (5 έτη και 3 μήνες). Τέλος, η Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222 αφορούσε στέρηση δικαιώματος διαδίκου να υποβάλει τελική αγόρευση, λόγω μη αιτιολογημένης άρνησης χορήγησης αναβολής, γεγονός που καθιστούσε το αποτέλεσμα της δίκης άκυρο αφού αποτελούσε παρέκκλιση από τα θέσμια της δίκαιης δίκης.
Με βάση τα πιο πάνω ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Συνεπεία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με €3000 έξοδα πλέον ΦΠΑ υπέρ των εφεσίβλητων και σε βάρος του εφεσείοντος.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.