ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 114/2018)
29 Νοεμβρίου 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[TOYMAZH, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
1. ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
2. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Εφεσείουσες/Εναγόμενες
v.
ΟΛΓΑΣ ΟΔΥΣΣΕΩΣ
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
-----------------------------
Θεόδωρος Ιωαννίδης για Θεόδωρος Μ. Ιωαννίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσείουσες.
Παναγιώτης Μαυρής για Ελένη Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση αφορά τροχαίο ατύχημα κατά το οποίο το όχημα που οδηγούσε η εφεσείουσα 1, κτύπησε το πίσω μέρος του οχήματος που οδηγούσε η εφεσίβλητη ενώ ανέμενε να εισέλθει σε κυκλικό κόμβο. Οι εφεσείουσες αποδέχθηκαν πλήρη ευθύνη για το ατύχημα (η εφεσείουσα 2 εκ προστήσεως ευθύνη), επομένως, το κύριο επίδικο ζήτημα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ενώπιόν μας, συνίσταται στο κατά πόσον, το πλήρες εύρος της σωματικής βλάβης που παρουσίαζε η εφεσίβλητη, προκλήθηκε από το ατύχημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη απέδειξε διαταραχή λειτουργίας του κατώτερου αυχενικού πλέγματος, η οποία προκλήθηκε από το ατύχημα. Απότοκο δε της εν λόγω κάκωσης ήταν η ατροφία της παλάμης του αριστερού της χεριού και η παράλυση των τριών δαχτύλων αυτού. Η ως άνω κατάσταση κατέστη μόνιμη και μη αναστρέψιμη. Ως εκ τούτου επιδικάστηκαν υπέρ της εφεσίβλητης γενικές και ειδικές αποζημιώσεις σε σχέση με αυτή τη ζημιά. Οι γενικές αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν ανέρχονται στις €18.000 και σε σχέση με αυτές καταχωρίστηκε αντέφεση από την εφεσίβλητη, επιδιώκοντας αύξησή τους.
Κατά την ακρόαση της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών, επικεντρώθηκε στο επιχείρημα ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη, κυρίως επειδή είναι αντίθετη με το περιεχόμενο του ιατρικού πιστοποιητικού που κατέθεσε ως τεκμήριο ο θεράπων ιατρός της εφεσίβλητης, ΜΕ2. Ο ΜΕ2, νευροχειρουργός, εξέτασε την εφεσίβλητη μετά την προσκόμιση της στο τμήμα επειγόντων περιστατικών ιδιωτικού νοσοκομείου, την ημέρα του ατυχήματος, στις 6/4/2009. Στη συνέχεια, προέβη σε κλινικό έλεγχο της εφεσίβλητης στις 19/6/2009 και εξέδωσε το εν λόγω πιστοποιητικό στις 22/6/2009. Σε αυτό ανέφερε ότι η εφεσίβλητη υπέστη κάκωση αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης και εγκεφαλική διάσειση, καθώς και ότι τα συμπτώματα της θα υποχωρούσαν σταδιακώς εντός εξαμήνου. Αυτά, περιλάμβαναν εύκολη κόπωση και δυσαισθησίες των άνω άκρων.
Το πιο πάνω επιχείρημα των εφεσειουσών, περιέχεται στον δεύτερο λόγο έφεσης, όπου υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τη θέση τους ότι η εφεσίβλητη υπέστη συνεπεία του ατυχήματος, μόνο τα όσα αναφέρονται στο εν λόγω πιστοποιητικό. Με την αιτιολογία αυτού, υποστηρίζεται συναφώς, ότι ο ΜΕ2 επιβεβαίωσε το εν λόγω πιστοποιητικό με τη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου και ότι η έκθεση αναφορικά με τη μαγνητική τομογραφία (MRI) ημερομηνίας 7/4/2009, επιβεβαίωσε τους τραυματισμούς, όπως αναφέρονται στο εν λόγω πιστοποιητικό.
Στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσειουσών, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέβλεψε τα πιο πάνω τεκμήρια και δέχθηκε, αντ' αυτών, τις πιθανολογήσεις του ΜΕ1, νευρολόγου, ο οποίος εξέτασε για πρώτη φορά την εφεσίβλητη στις 9/12/2009. Ουσιαστικά, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε αξιολόγηση των πιο πάνω τεκμηρίων και ότι η όλη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αντίθετη με τα εν λόγω τεκμήρια.
Με κάθε σεβασμό, θα διαφωνήσουμε με τον συνήγορο των εφεσειουσών για τους εξής λόγους: Το πρωτόδικο Δικαστήριο ρητώς αποδέχθηκε, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, ότι η εφεσείουσα παρουσίασε τα όσα αναφέρονται στο εν λόγω πιστοποιητικό του ΜΕ2 κατά τον χρόνο που αυτό εκδόθηκε. Δεν παρέβλεψε το περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης του ΜΕ2, ωστόσο, αξιολόγησε το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας αναφορικά με τα όσα έλαβαν χώρα μετά την έκδοση της και στήριξε το εύρημα του ότι το ατύχημα ήταν η αιτία τη μόνιμης και μη αναστρέψιμης επιδείνωσης της κατάστασης της εφεσίβλητης που περιγράφεται πιο πάνω, σε συγκεκριμένες πτυχές αυτής.
Συγκεκριμένα, αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ΜΕ1, ο οποίος όπως καταγράφεται κατά την αξιολόγηση αυτής, εξήγησε ότι η ως άνω ατροφία και αδυναμία στα δάχτυλα προκλήθηκε από την κάκωση του κατώτερου αυχενικού πλέγματος, την οποία απέδωσε στο ατύχημα. Εντόπισε δε και αποδέχτηκε τους λόγους για τους οποίους ο ΜΕ1, ήταν της γνώμης ότι η εν λόγω κάκωση οφειλόταν στο ατύχημα: Πρώτον, ο ΜΕ1 έλαβε ως δεδομένο ότι η εφεσίβλητη δεν είχε οποιοδήποτε σύμπτωμα πριν το ατύχημα που να δεικνύει ότι η πιο πάνω εξέλιξη των συμπτωμάτων της, οφειλόταν σε άλλη αιτία. Εν όψει τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο συνέδεσε το πιο πάνω συμπέρασμα του ΜΕ1, με το δικό του εύρημα ότι πράγματι, η εφεσίβλητη δεν είχε πριν το ατύχημα οποιαδήποτε τέτοια συμπτώματα, εύρημα που στηρίχθηκε στη μαρτυρία της ίδιας της εφεσίβλητης (η οποία κρίθηκε αξιόπιστη). Δεύτερον, σύμφωνα με τον ΜΕ1, οι κακώσεις των μαλακών μορίων του αυχένα αναπτύσσονται μετά από ατύχημα, και συγκεκριμένα, «μετά από καιρό». Τρίτον, σύμφωνα με τον ΜΕ1, η ως άνω ατροφία και η παράλυση των τριών δαχτύλων ήταν απότοκο της κάκωσης του κατώτερου αυχενικού πλέγματος και εμφανίστηκε κάποιο διάστημα μετά το ατύχημα, όπως ακριβώς ήταν αναμενόμενο. Το Δικαστήριο επεσήμανε περαιτέρω, ότι δεν αμφισβητήθηκε η θέση του ΜΕ1 ότι, βλάβες του αυχενικού πλέγματος, ως η επίδικη, εμφανίζονται αρκετούς μήνες μετά το δυστύχημα, εξ ου και η επίσκεψη της εφεσίβλητης σε αυτόν τον Δεκέμβριο του 2009.
Επίσης, το Δικαστήριο υπέδειξε ότι η γνώμη του ΜΕ1 αναφορικά με την εξέλιξη της κατάστασης της εφεσίβλητης υποστηρίχθηκε ιατρικά και από τον ΜΕ2.
Θα επικεντρωθούμε στο σημείο αυτό γιατί είναι σχετικό με το επιχείρημα του ευπαίδευτου συνηγόρου ότι η αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αντίθετη με την έκθεση του ΜΕ2 και ότι η κατάληξή του στηρίχθηκε αποκλειστικά στην πιθανολόγηση του ΜΕ1. Για τον σκοπό αυτό, μελετήσαμε με προσοχή τα πρακτικά της ακρόασης όπου καταγράφεται η δια ζώσης μαρτυρία του ΜΕ2. Αντεξεταζόμενος, ο ΜΕ2, ανέφερε ότι τα συμπτώματα της κάκωσης παρουσιάζονται πολύ μεταγενέστερα και όχι άμεσα. Σε σχέση με τη θέση των εφεσειουσών ότι τα συμπτώματα της εφεσίβλητης δεν οφείλονταν στο τραυματισμό της από το ατύχημα, αλλά στο σύνδρομο θωρακικής εξόδου, ανέφερε ότι αν υπήρχε σύνδρομο θωρακικής εξόδου στην εφεσίβλητη, αυτό θα μπορούσε να είναι μετατραυματικής αιτιολογίας και σε τέτοια περίπτωση, δεν θα παρουσιαζόταν κατά τη δεύτερη εξέταση, στην οποία αυτός προέβη περίπου δύο μήνες μετά το ατύχημα, αλλά πολύ αργότερα.
Επομένως, από την δια ζώσης μαρτυρία του ΜΕ2, προκύπτει ότι είναι ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί συγκλήσεων στη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2.
Ουσιωδώς όμως, προκύπτει επιπλέον ότι σύμφωνα με τον ίδιο τον ΜΕ2, το επίδικο πιστοποιητικό του δεν είναι όπως υποστηρίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών, «αντίθετο» με τη αξιολόγηση της υπόλοιπης μαρτυρίας περί της μετέπειτα εξέλιξης της κατάστασης της εφεσίβλητης. Παραθέτουμε επ' αυτού, αυτούσια τη σχετική στιχομυθία κατά την αντεξέταση του ΜΕ2:
«E: Και αυτό το συμπέρασμα το λέτε, κάνατε και δεύτερη εξέταση γιατρέ μου 19/6, έλεγχο;
A: Ναι.
Ε: Δηλαδή επιβεβαιώσατε το δικό σας συμπέρασμα με τον έλεγχο;
A: Μέχρι σε εκείνη την εποχή.
Ε: Ε ναι για αυτό το δυστύχημα.
Α: Όχι. Μέχρι σε εκείνη την εποχή. Εάν υπήρχε κάτι το οποίο μπορεί να εξελισσόταν δεν μπορούσα να το ξέρω τότε.»
Εν όψει των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λανθασμένη για τους λόγους που εξειδικεύονται στην αιτιολογία αυτού. Αρκετοί από αυτούς, είναι, όπως επισημαίνεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειουσών στη γραπτή του αγόρευση, επάλληλοι και συναφείς με τον τρίτο λόγο έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε αξιόπιστο τον ΜΕ1. Εξ ου και στην αγόρευσή τους, αναπτύχθηκαν μαζί.
Όπως προαναφέραμε, οι εφεσείουσες, δια της αντεξέτασης των μαρτύρων της εφεσίβλητης, καθώς και με τη μαρτυρία κυρίως του ΜΥ2 νευροχειρουργού, προώθησαν τη θέση ότι η διαταραχή λειτουργίας του κατώτερου αυχενικού πλέγματος η οποία διαπιστώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν ήταν απόρροια του ατυχήματος, αλλά του συνδρόμου θωρακικού εξόδου (άλλως καλούμενο σύνδρομο της εξόδου του θωρακικού στομίου), το οποίο ήταν απόρροια της 7ης αυχενικής πλευράς που υπήρχε εκ γενετής στην εφεσίβλητη. Ουσιαστικά, με τους δύο υπό εξέταση λόγους έφεσης, υποστηρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριζόμενο στη μαρτυρία του ΜΕ1 και της εφεσίβλητης, δεν δέχθηκε πιο πάνω αναφερόμενη θέση.
Υπενθυμίζεται ότι η εφεσίβλητη φέρει το βάρος απόδειξης να αποδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι η ζημιά η οποία υπέστη οφειλόταν στο ατύχημα. Στην υπό κρίση υπόθεση, είμαστε της άποψης ότι, η εφεσίβλητη απέσεισε το ως άνω βάρος απόδειξης εφόσον, διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολογημένα αποδέχθηκε την ιατρική μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσίβλητη, καθώς και τη δική της μαρτυρία, και προέβη σε δικά του ευρήματα αναφορικά με τη συσχέτιση του ατυχήματος και της σωματικής βλάβης για την οποία επεδίκασε αποζημιώσεις.
Η δε εκδοχή των εφεσειουσών απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο για δύο ανεξάρτητους και παράλληλους λόγους. Αφενός, απορρίφθηκε στο σύνολό της η μαρτυρία που προσκόμισαν οι εφεσείουσες προς υποστήριξη της θέσης τους, εφόσον αμφότεροι οι μάρτυρες υπεράσπισης κρίθηκαν αναξιόπιστοι. Αφετέρου, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή που προώθησαν οι εφεσείουσες, στηριζόμενο στη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2, οι οποίοι με τη δια ζώσης μαρτυρία τους τοποθετήθηκαν σχετικά με την πιο πάνω θέση και την αντέκρουσαν. Δέχθηκε επίσης ως σχετική, με το ζήτημα την μαρτυρία της εφεσίβλητης ότι δεν παρουσίαζε συμπτώματα σχετιζόμενα με το εν λόγω σύνδρομο πριν το ατύχημα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ως ακολούθως την τοποθέτηση των εν λόγω μαρτύρων σχετικά με την πιο πάνω θέση της υπεράσπισης:
«Ως προς τη θέση της υπεράσπισης ότι η ατροφία προέκυψε συνεπεία του συνδρόμου της εξόδου του θωρακικού στομίου, που ήταν η απόρροια της ύπαρξης 7ης αυχενικής πλευράς που υπήρχε εκ γενετής στην ενάγουσα, ο μάρτυρας αυτός [ΜΕ1] αντέκρουσε τη θέση αυτή με απόλυτα πειστικό και τεκμηριωμένο τρόπο. Συγκεκριμένα τόνισε ότι ο ίδιος είχε δει το MRI που είχε γίνει κατά το χρόνο του δυστυχήματος και δεν υπήρχε 7η αυχενική πλευρά, ούτε γινόταν σχετική αναφορά στη σχετική έκθεση του MRI για κάτι τέτοιο. Ανάλογη εξάλλου ήταν και η μαρτυρία του ΜΕ2 επί τούτου ο οποίος ήταν ο ιατρός που εξέτασε την ενάγουσα το χρόνο του δυστυχήματος και ο οποίος ρητώς ανέφερε ότι στη μαγνητική τομογραφία που διενεργήθηκε στην ενάγουσα την επομένη του δυστυχήματος δεν φαινόταν οτιδήποτε που να παραπέμπει στο σύνδρομο ή να του δίδει ένδειξη για να το διερευνήσει, ούτε ο ίδιος είχε εντοπίσει συμπτώματα που να παραπέμπουν στο συγκεκριμένο σύνδρομο.»
Με την προφορική αγόρευσή του ενώπιόν μας, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών, υποστήριξε ότι οι ΜΕ1 και ΜΕ2, κατέθεσαν με τη μαρτυρία τους ότι δεν ήξεραν αν το ως άνω σύνδρομο ήταν μετατραυματικό ή εκ γενετής. Προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, ότι η θέση αυτή αποτελεί υπεραπλούστευση της μαρτυρίας των ΜΕ1 και ΜΕ2 επί του ζητήματος. Έγινε επίσης εισήγηση από τον συνήγορο των εφεσειουσών, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, εν αντιθέσει με τη μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων, ότι εν προκειμένω το σύνδρομο από το οποίο έπασχε η εφεσίβλητη ήταν μετατραυματικό. Με κάθε σεβασμό θα διαφωνήσουμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα ότι η εφεσίβλητη έπασχε από το εν λόγω σύνδρομο και ότι αυτό ήταν μετατραυματικό. Αντιθέτως, προέβη σε εύρημα ότι δεν αποδείχθηκε ύπαρξη του συνδρόμου, και σχολίασε ότι εν πάση περιπτώσει, αυτό μπορεί να εμφανισθεί και μετατραυματικά. Τα πιο πάνω λέχθηκαν, αφότου με βάση τη μαρτυρία που ήδη αποδέχθηκε, προέβη σε εύρημα ότι η σωματική βλάβη της εφεσίβλητης προκλήθηκε από το ατύχημα στη βάση της ιατρικής μαρτυρίας που η ίδια προσκόμισε.
Εν όψει των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 και 3 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε την εφεσίβλητη ως αξιόπιστη. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στην άρνησή της να υποβληθεί σε MRI στο πλαίσιο της αξιολόγησης της κατάστασης της από τον ΜΥ2 κατά το έτος 2016, με την αιτιολογία της κλειστοφοβίας. Γίνεται εισήγηση ότι η άρνησή της θα έπρεπε να πλήξει την αξιοπιστία της. Επισημαίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, προβληματίστηκε επ' αυτού και λαμβάνοντας υπόψη τη θέση της εφεσίβλητης ότι η κλειστοφοβία της προέκυψε λόγω κακής εμπειρίας που είχε όταν υπεβλήθη για πρώτη φορά μετά το δυστύχημα σε MRI, θεώρησε ότι η στάση της δεν υπεδείκνυε ότι σκόπευε να αποκρύψει κάτι. Δεν θεωρούμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία της εφεσίβλητης, πληροί τα κριτήρια που τίθενται από τη νομολογία, ώστε το Εφετείο να ανατρέψει εύρημα σε σχέση με αξιοπιστία μάρτυρα, βλ. Adamko Developers Ltd κ.α. v. Χριστίνας Θεμιστοκλέους κ.α., Πολιτική Έφεση 25/19, 30/1/2024.
Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Όπως προαναφέραμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την πιο πάνω υπεράσπιση των εφεσειουσών, επειδή έκρινε αμφότερους τους μάρτυρες που κάλεσαν για να την υποστηρίξουν αναξιόπιστους, καθώς επίσης και στηριζόμενο στη μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσίβλητη. Ο ΜΥ2 είναι νευροχειρουργός και εξέτασε την εφεσίβλητη επτά και μισό έτη μετά το ατύχημα ως ιατρός της ασφαλιστικής εταιρείας των εφεσειουσών. Η ΜΥ1 είναι γιατρός ακτινολόγος στην οποία παρέπεμψε την εφεσίβλητη ο ΜΥ2 για ακτινογραφία. Εξέδωσε σε σχέση με την εν λόγω ακτινογραφία δύο πιστοποιητικά που κατατέθηκαν ως τεκμήρια. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των εν λόγω μαρτύρων προσβάλλεται με τους λόγους έφεσης 5 και 6 αντιστοίχως. Με την αγόρευση του συνηγόρου των εφεσειουσών, υποστηρίζεται ότι η λανθασμένη αξιολόγηση έγκειται στο ότι το Δικαστήριο δεν αντιπαρέθεσε τα ευρήματα των εν λόγω μαρτύρων με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και του ΜΕ1.
Με κάθε σεβασμό, θα διαφωνήσουμε με τη θέση αυτή. Όσον αφορά την ΜΥ1, το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιπαρέθεσε ρητώς τη μαρτυρία της με αυτή του ΜΕ1 και της εφεσίβλητης. Επίσης, όσον αφορά τον ΜΥ2, η μαρτυρία του εξετάστηκε εκτεταμένα σε σχέση τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, καθώς και των ΜΕ1 και ΜΕ2. Τονίζεται, ως παράδειγμα, ότι επί του ζητήματος του μετατραυματικού συνδρόμου του θωρακικού στομίου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ρητώς ανέφερε ότι η μαρτυρία του ΜΥ2 δεν συνάδει με όσα ο ΜΕ1 και ΜΕ2 ανέφεραν.
Έπεται ότι αμφότεροι οι λόγοι έφεσης 5 και 6 δεν ευσταθούν κα απορρίπτονται.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται η επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεων για τα πραγματικά έξοδα που υπέστη η εφεσίβλητη, πέραν της αμοιβής του ΜΕ2, με το επιχείρημα ότι αυτά δεν σχετίζονται με τον τραυματισμό που υπέστη η εφεσίβλητη συνεπεία του ατυχήματος, όπως αυτός περιγράφεται στην έκθεση του ΜΕ2. Δεδομένου ότι απορρίφθηκαν οι λόγοι έφεσης με τους οποίους προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το εύρος της βλάβης της εφεσίβλητης, ο παρών λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται στην ολότητά της.
Με τον πρώτο λόγο αντέφεσης προσβάλλεται η απόρριψη της ένστασης της εφεσίβλητης όπως προσαχθεί μαρτυρία από τις εφεσείουσες σε σχέση με την πιο πάνω αναφερόμενη γραμμή υπεράσπισής τους. Εν όψει της αποτυχίας της έφεσης, δεν θα εξετάσουμε τον λόγο αυτό. Αυτός ο λόγος αντέφεσης κρίνεται αλυσιτελής και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Με τους λοιπούς λόγους αντέφεσης προσβάλλεται το ύψος των γενικών αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν ως «πολύ χαμηλό» και ζητείται αύξησή τους. Με τη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειουσών υποστήριξε, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά σε νομολογία, ότι το επιδικασθέν ποσό των γενικών αποζημιώσεων είναι υπερβολικό και γενναιόδωρο.
Στην υπόθεση Ανδρέου Παναγιώτης v. Iacovou Brothers (Constructions) Ltd και Άλλοι (2014) 1 ΑΑΔ 2851, λέχθηκαν τα εξής σχετικά με το υπό εξέταση ζήτημα:
«Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα πρωτόδικα ευρήματα αναφορικά με το ύψος των γενικών αποζημιώσεων εκτός εάν πεισθεί είτε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε κάτω από λανθασμένη αντίληψη του νόμου είτε ότι το επιδικασθέν ποσό είναι τόσο υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων των οποίων ο ενάγων δικαιούται (Βλ. Σολομωνίδης ν. Ζεβλού κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 228)».
Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι υφίσταται μη αναστρέψιμη μονιμότητα της ατροφίας του αριστερού χεριού της εφεσίβλητης και επηρεασμός των δαχτύλων της, σε βαθμό που αντιμετωπίζει δυσκολία σε οτιδήποτε αφορά δραστηριότητα στην οποία χρειάζονται δύο χέρια (όπως η μαγειρική) και ειδικά σε δραστηριότητες που απαιτούν τη χρήση δακτύλων, όπως στέγνωμα μαλλιών, κούμπωμα κουμπιών, σφουγγάρισμα κ.λπ. Εντούτοις, διαπιστώνουμε ότι απέδωσε κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης, μικρότερη του δέοντος σημασία στα μόνιμα κατάλοιπα και στη σωματική ανικανότητα της, και ως εκ τούτου δικαιολογείται η επέμβασή μας (βλ. Ανδρέου Ειρήνη v. Αντώνη Θεμιστοκλέους (2004) 1 ΑΑΔ 355).
Δεν παραβλέπουμε ότι στην Ανδρέου, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής σχετικά με την καθοδήγηση από τη νομολογία επί του ζητήματος του καθορισμού των γενικών αποζημιώσεων:
«Προηγούμενες αποφάσεις προσφέρουν μόνο βοηθητική καθοδήγηση στον καθορισμό του ορθού μέτρου αποζημίωσης στη βάση των ιδιαίτερων δεδομένων της ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεσης και δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis. Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος. Παράλληλα σημειώνουμε ότι η αυξητική τάση στις αποζημιώσεις ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης εξισορρόπησης υπερβολικά χαμηλών αποζημιώσεων σε κατάλληλες περιπτώσεις και δεν τάσσεται ως χάρτης για αιτιολόγηση παροχής συνεχώς αυξανόμενων ποσών σε κάθε περίπτωση (Σπύρος Μελάς και Ελένη Λτδ ν. Πολίτη (2003) 1 Α.Α.Δ. 590).»
Στην παρούσα υπόθεση, είμαστε της άποψης, ότι δικαιολογείται αύξηση των επιδικασθέντων αποζημιώσεων, επειδή δεν αντικατοπτρίζουν τη βαρύτητα που προσδίδεται από τη νομολογία σε μια μόνιμη απώλεια, όπως είναι στην παρούσα υπόθεση, η απώλεια της χρήσης του χεριού της εφεσίβλητης.
Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, ΣΑΒΒΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΜΙΧΑΗΛ v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 8/2018, 6/3/2024, επιδοκιμάστηκε η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων, εφόσον εξέτασε ειδικότερα, μεταξύ άλλων, τη μονιμότητα του επίδικου τραυματισμού και τα κατάλοιπά του. Έγινε δε αναφορά στην υπόθεση
Δήμος Λεμεσού ν. Aνδρέα Tομάζου (1999) 1 ΑΑΔ 847, όπου επισημάνθηκαν τα εξής αναφορικά με το ζήτημα της μόνιμης βαρηκοΐας του εκεί αποζημιωθέντος θύματος ατυχήματος:
«Δεν χρειάζεται, νομίζουμε, να τονίσουμε την αξία της αίσθησης ακοής στον άνθρωπο, και το μέγεθος της απώλειας και μειονεξίας που συνοδεύει κάποιο, που δεν διαθέτει το ζωτικό και φυσικό τούτο χάρισμα.»
Στην υπόθεση Χατζηθεοδοσίου ν. Διονυσίου (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1121, μόνιμο κατάλοιπο παρέμεινε κύφωση της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, η οποία του προκαλούσε στο θύμα ατυχήματος πόνο ανάλογα με τις δραστηριότητες που διενεργούσε, κατά την ορθοστασία, ανεβοκατέβασμα σκαλιών, μεταφορά βάρους με το χέρι, γονάτισμα κλπ. Το Εφετείο αύξησε τις επιδικασθείσες πρωτόδικα γενικές αποζημιώσεις από £10.000 σε £15.000 (€25.629).
Στην Ανδρέου, ανωτέρω, το Ανώτατο Δικαστήριο αύξησε τις γενικές αποζημιώσεις, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων τα μόνιμα συμπτώματα, τη μόνιμα χωλότητα και τους περιορισμούς της κινητικότητας του δεξιού ποδιού του εφεσείοντα.
Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την ηλικία της εφεσίβλητης κατά τον επίδικο χρόνο, (54 ετών), καθώς και τις πιο πάνω αναφορές μας στη νομολογία, θεωρούμε δίκαιο όπως το ποσό των €18,000 αυξηθεί σε €30,000.
Η αντέφεση επιτυγχάνει μερικώς και η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται δυνάμει του Μέρους 41.2 (α) και (δ) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 ως ακολούθως:
«Εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και σε βάρος των εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για το ποσό των €30,000 πλέον τον εκάστοτε νόμιμο τόκο από 6/4/2009 μέχρι εξόφλησης.»
Η πρωτόδικη απόφαση κατά το υπόλοιπο μέρος της παραμένει ως έχει. Η έφεση απορρίπτεται για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω.
Εν όψει της της επιτυχίας των κύριων λόγων αντέφεσης, επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειουσών αλληλέγγυα και κεχωρισμένα ύψους €2.500, πλέον Φ.Π.Α εάν υπάρχει. Καμία διαταγή για έξοδα της έφεσης λόγω συνεκδίκασής της με την αντέφεση.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
TOYMAZH, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.