ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 66/2022)
30 Οκτωβρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
DEEPAK KUMAR
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Γ. Γεωργίου, για Γ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για τον Εφεσείουσα.
Ρ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
-------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη ως προς την κατάληξη της, όχι όμως ως προς το σκεπτικό της. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ. και μ' αυτή συμφωνώ και εγώ. Απόφαση με το ίδιο αποτέλεσμα μ' αυτό της πλειοψηφίας, αλλά με διαφορετικό σκεπτικό θα δοθεί από τον Λυσάνδρου, Δ..
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ημερομηνίας 14.12.2022, απορρίφθηκε η Προσφυγή Αρ. 558/2022, την οποία άσκησε ο Εφεσείων εναντίον απόφασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 29.1.2022, με την οποία απορρίφθηκε μεταγενέστερη αίτηση του για επανάνοιγμα του φακέλου του για παροχή διεθνούς προστασίας.
Ο Εφεσείων πρόβαλε τους ακόλουθους λόγους Έφεσης:
Με τον πρώτο λόγο Έφεσης τίθεται ο ισχυρισμός ότι «Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι έγινε επαρκής και/ή δέουσα έρευνα από τους Καθ' ων η αίτηση/Εφεσίβλητους.»
Με τον δεύτερο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο
«κακώς και/ή λανθασμένα έκρινε ότι ο Αιτητής/ Εφεσείοντας δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης και ότι η περίπτωση του δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα.».
Με τον τρίτο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων εισηγείται ότι «Το πρωτόδικο Δικαστήριο κακώς και/ή εσφαλμένα θεώρησε ότι καλώς δεν εφαρμόστηκε το «ευεργέτημα της αμφιβολίας» αναφορικά με τους ισχυρισμούς του Αιτητή/ Εφεσείοντα.»
Με τον τέταρτο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή ελλιπώς ερμήνευσε τον ορισμό του πρόσφυγα με τρόπο που να μην αναγνωρίζεται η ανάγκη του Αιτητή/ Εφεσείοντα για Διεθνή Προστασία και η ερμηνεία αυτή είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη και/ ή προϊόν μη ορθής απόδοσης της έννοιας του νόμου.»
Τέλος με τον πέμπτο λόγο Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι «Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή εσφαλμένα θεώρησε ότι ο Αιτητής/ Εφεσείοντας δεν εμπίπτει στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπει το άρθρο 19 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου.».
Έχουμε μελετήσει τις εκατέρωθεν θέσεις και τα ενώπιον μας στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της πρωτόδικης απόφασης. Η κρίση μας είναι η ακόλουθη:
-Αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας ήταν, ως προαναφέρθηκε ανωτέρω, απόφαση της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 29.1.2022, με την οποία απορρίφθηκε μεταγενέστερη αίτηση του Εφεσείοντα για επανάνοιγμα του φακέλου του για παροχή διεθνούς προστασίας. Προσθέτουμε, στο σημείο αυτό, το ουσιώδες ότι, αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
-Σημειώνοντας-ορθά- στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο το πιο πάνω γεγονός, όφειλε να εξετάσει τη νομιμότητα και ορθότητα των προϋποθέσεων παραδεκτού (και μόνο) τέτοιας μεταγενέστερης αίτησης σε συνάρτηση με τους σχετικούς, περί τούτου, ισχυρισμούς του Εφεσείοντα. Και όντως, στις σελ. 7 μέχρι και 11 της απόφασης του, εκεί παραγράφους 15 έως και 30, το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτό-και ορθά- πράττει, απορρίπτοντας, εν τέλει, τους σχετικούς ισχυρισμούς του Εφεσείοντα. Ενδεικτικά παρατίθενται τα ακόλουθα αποσπάσματα από τις παραγράφους 24 και 26 της πρωτόδικης απόφασης:
«24. Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως προαναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της αίτησης αφήνεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.»
«26. Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι ορθώς η αρμόδια αρχή κατέληξε ότι δεν δικαιολογείται το επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησης του Αιτητή για άσυλο καθώς τα όσα ανέφερε ο Αιτητής, από δική του υπαιτιότητα δεν προβλήθηκαν σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του καίτοι αφορούσαν σε κατ' ισχυρισμό γεγονότα (που συνέτρεχαν ήδη κατά το χρόνο υποβολής της πρώτης αίτησης του για άσυλο). Ο Αιτητής δεν προέβαλε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας και δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που να ανατρέπουν το εν λόγω συμπέρασμα. Ο Αιτητής είχε πολλές ευκαιρίες (έντυπο αίτησης ασύλου, συνέντευξη, προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου) να εγείρει τον καινοφανή αυτό ισχυρισμό περί δανεισμού χρημάτων και απειλής λόγω της παραπάνω οφειλής. Σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω ισχυρισμοί περί δανεισμού εγείρονται κατά τρόπο γενικό και έρχονται σε αντίθεση με προηγούμενες αναφορές του Αιτητή, δεδομένα που θίγουν περαιτέρω την αξιοπιστία των εν λόγω ισχυρισμών και κατ' επέκταση δεν αυξάνουν τις πιθανότητες υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.»
- Πλην όμως, προδήλως, εσφαλμένα και αναρμόδια το πρωτόδικο Δικαστήριο επέκτεινε στη συνέχεια την κρίση του, ασχολήθηκε και αποφάσισε στην παράγραφο 31 επ. της απόφασης του και επί του ζητήματος, κατά πόσο ο Εφεσείων πληροί τις προϋποθέσεις για απόκτηση καθεστώτος πρόσφυγα ή υπάγεται η περίπτωση του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, καθώς και επεκτάθηκε σε σχετικούς της διαδικασίας εξέτασης (και απόρριψης) της αρχικής αίτησης του Εφεσείοντα για χορήγηση ασύλου ισχυρισμούς. Αυτή, όμως, η απόφαση δεν ήταν αντικείμενο της εδώ υπό εξέταση πρωτόδικης προσφυγής και, ως εκ τούτου, δεν ήταν και επίδικο ζήτημα προς κρίση. Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε και οποιαδήποτε δικαιοδοσία να ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα, πόσο μάλλον να το κρίνει, αφού κάτι τέτοιο συνιστά νομολογιακά και δικονομικά ανεπίτρεπτο (στην κυπριακή έννομη τάξη) παρεμπίπτοντα έλεγχο άλλης από την επίδικη πράξης. Σχετική, εν προκειμένω, είναι η πιο κάτω αναφορά από το «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Ε. Σπηλιωτόπουλου, 14η έκδοση, σελ. 113, όπου καταγράφονται τα ακόλουθα:
«.Κατ' εφαρμογή του τεκμηρίου νομιμότητας, (με εξαίρεση την περίπτωση της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, κατ 157 και 482), αποκλείεται η παρεμπίπτουσα έρευνα από το αρμόδιο δικαστήριο (ΣΕ,ΔΕ ή ΔΠ) του κύρους της ατομικής διοικητικής πράξης (ή ατομικής πράξης γενικού περιεχομένου, ΣΕ 333/1983, 1733/1986, 2813/1990, 1157/1991, 2281/1992, 264/2005) μετά την παρέλευση της προθεσμίας προσβολής της με αίτηση ακυρώσεως, σε δίκη που έχει αρχίσει με αίτηση ακυρώσεως η οποία στρέφεται κατ' άλλης ατομικής διοικητικής πράξης26(ΣΕ 3971/1984, 4338/1986, 4465/1987, 493/1992, 2757/1994, 61/1997), εκτός αν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη (ΣΕ 412/1993, 2753/1984). Το ίδιο ισχύει και για τα διοικητικά δικαστήρια (ΔΠ, ΔΕ), τα οποία κατά την εκδίκαση διοικητικής διαφοράς ουσίας, μετά από άσκηση προσφυγής κατά ατομικής διοικητικής πράξης, δεν μπορούν παρεμπιπτόντως να κρίνουν την νομιμότητα άλλης ατομικής διοικητικής πράξης διάφορη από εκείνη η οποία παραδεκτώς προσβάλλεται με το ένδικο βοήθημα το οποίο έχει ασκηθεί ενώπιον τους..
26. Ο παρεμπίπτων έλεγχος αποκλείεται και αν ακόμη οι ατομικές πράξεις είναι συναφείς (ΣΕ 2711/1983, 1026, 4123/1988).»
(βλ. και Ξενής Λάρκος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 745)
Ούτε, εξάλλου, ο ίδιος ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018, Ν. 73(I)/2018 ορίζει κάτι διαφορετικό από τα ανωτέρω. Ως εμφανέστατα προκύπτει από το Άρθρο 11του Ν. 73(Ι)/2018 (βλ., ιδιαίτερα εκεί παραγράφους (2), (3) και (4)), η δικαιοδοσία του εν λόγω Δικαστηρίου αφορά την πράξη εναντίον της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή και ο έλεγχος νομιμότητας και ορθότητας που ασκείται αφορά αυτή (και μόνο).
Οποιαδήποτε άλλη οπτική του θέματος, θα οδηγούσε στην εξής μη αποδεκτή συνέπεια: Όποιος/όποια υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου για παροχή διεθνούς προστασίας και αυτή κριθεί απαράδεκτη, θα δικαιούται να καταφύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας εναντίον τέτοιας απόφασης και αυτό (θα) έχει αρμοδιότητα να κρίνει, όχι μόνο την νομιμότητα και ορθότητα της διοικητικής κρίσης περί μη παραδεκτού τέτοιας αίτησης επανανοίγματος, αλλά και κατά πόσο ο αιτών/αιτούσα έχει δικαίωμα ασύλου επί της ουσίας. Δηλαδή, ο αιτητής με την όποια μεταγενέστερη αίτηση του για επανάνοιγμα του φακέλου του και ανεξαρτήτως εάν αυτή ήθελε κριθεί ως μη παραδεκτή, εξασφαλίζει (δικαστική, μάλιστα) επανεξέταση του αρχικού του αιτήματος για χορήγηση ασύλου επί της ουσίας. Αυτό, βεβαίως, πέραν του ότι συγκρούεται, ως προαναφέρθηκε, με πάγιες δικονομικές διατάξεις και νομολογία περί μη δυνατότητας παρεμπίπτοντα ελέγχου άλλων ή πρόσθετων από την προσβλητέα πράξεων, συγκρούεται και με τις σαφείς διατάξεις του Άρθρου 12Β τετράκις (1) του περί Προσφύγων Νόμου, 6(Ι)/2000, το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα (με δικούς μας τονισμούς):
«Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.»
Έχοντας, τώρα, αναφέρει τα ανωτέρω, παρατηρούμε, καταρχάς, ότι όλοι οι λόγοι εφέσεως που προβλήθηκαν, πλην του λόγου Έφεσης 1, με τον οποίο αναπτύχθηκε ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας κατά τη λήψη της επίδικης διοικητικής απόφασης και του λόγου Έφεσης 3, σε σχέση με ισχυριζόμενη παραβίαση του ευεργετήματος της αμφιβολίας, καθώς και η συνοδεύουσα αυτούς αιτιολογία, στρέφονται εναντίον του μέρους της πρωτόδικης κρίσης, με την οποία, για τους λόγους που επεξηγήθηκαν, αναρμόδια το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε.
Για τους λόγους που επεξηγήσαμε ανωτέρω, δεν δυνάμεθα, συνεπώς, να εξετάσουμε επί της ορθότητας τους τους λόγους Έφεσης 2, 4 και 5 που προωθήθηκαν, αφού η έλλειψη της αρμοδιότητας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκφέρει κρίση επί του περιεχομένου αυτών, επεκτείνεται και σε έλλειψη αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου να πράξει το ίδιο. Τα πιο πάνω, δίνουν λαβή στη σκέψη περί αλυσιτέλειας της παρούσης εφέσεως σε σχέση με τους υπό αναφορά λόγους εφέσεως. Όμως, ενόψει του πιθανού δεδικασμένου που δημιουργούν τα καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως αυτά αναφέρθηκαν ανωτέρω, αυτά παραμερίζονται.
Επανερχόμενοι, όσον αφορά τους εναπομείναντες λόγους Έφεσης 1 και 3, παραπέμπουμε, για σκοπούς απόρριψης τους, στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως αυτά καταγράφονται στις παραγράφους 24 έως και 30 (σελ. 9 έως και 11) της πρωτόδικης απόφασης, τα οποία κρίνουμε ως ορθά και υιοθετούμε ως τέτοια. Και τα οποία σφραγίζουν και την τύχη της παρούσας Έφεσης.
Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, η Έφεση απορρίπτεται στην ολότητα της. Η πρωτόδικη κρίση επικυρώνεται, εκτός στο μέρος που επεξηγήθηκε ανωτέρω και για το λόγο που αναφέρθηκε.
Ενόψει των άνω δεδομένων της περίπτωσης, θεωρούμε δίκαιο, όπως εκάστη πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. Λυσάνδρου, Δ.: Απορρίπτω την έφεση με το εξής διακριτό σκεπτικό:
Εν προκειμένω, ο Εφεσείων υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ως απαράδεκτη στη βάση του Άρθρου 16Δ(3)(δ) και 12Βτετράκις(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων, ως ρητά αναφέρει η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 7.1.2022.
Το εδάφιο (3) του Άρθρου 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 73(Ι) του 2018») προβλέπει (μεταξύ άλλων) ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας απόφασης ή πράξης η οποία αποτελεί αντικείμενο ενώπιόν του Προσφυγής και η οποία (απόφαση ή πράξη) αναφέρεται στο εδάφιο (4) του ίδιου Άρθρου. Μεταξύ άλλων, το ως άνω εδάφιο (4) αναφέρεται σε απόφαση η οποία κρίνει αίτηση ως απαράδεκτη σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 12τετράκις των περί Προσφύγων Νόμων (σχετικό είναι το Άρθρο 11(4)(γ)(ii)).
To συμπέρασμα ότι απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (με την οποία κρίνεται αίτηση ως απαράδεκτη βάσει του Άρθρου 12Βτετράκις των περί Προσφύγων Νόμων) υπόκειται, άπαξ προσβάλλεται ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας από το τελευταίο επιβεβαιώνεται από το Άρθρο 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[1], το οποίο Άρθρο 46 ενσωματώνεται στο Άρθρο 11 του Νόμου 73(Ι) του 2018, ως δεικνύει η μεταξύ τους εννοιολογική ταυτοσημότητα αλλά και το προοίμιο του Νόμου 73(Ι) του 2018 το οποίο δηλώνει (στην παράγραφο (α) αυτού) ότι ο εν λόγω Νόμος αποσκοπεί στην εναρμόνιση (μεταξύ άλλων) με το Άρθρο 46(1), (2) και (3) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.
Συγκεκριμένα, η παράγραφος 1 του Άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ απαιτεί από τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν όπως οι αιτούντες (ο όρος «αιτών» ερμηνεύεται στο Άρθρο 2.γ) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ) έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά (μεταξύ άλλων) απόφασης με την οποία αίτηση διεθνούς προστασίας κρίνεται απαράδεκτη σύμφωνα με το Άρθρο 33.2 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (το οποίο Άρθρο 33.2 ενσωματώνεται στο Άρθρο 12Βτετράκις των περί Προσφύγων Νόμων).
Εν συνεχεία, η παράγραφος 3 του Άρθρου 46 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ προβλέπει τα εξής:
«Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την Οδηγία 2011/95/ΕΕ, τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.».
Ενόψει των ανωτέρω, όταν προσβάλλεται ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίπτεται μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη βάσει του Άρθρου 12Βτετράκις των περί Προσφύγων Νόμων, το πρωτόδικο Δικαστήριο διενεργεί έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας όπως επιβεβαιώνει η νομολογία (απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης -εφεξής «το ΔΕΕ»- ημερ. 8.2.2024 στην Υπόθεση C-216/22 A.Α., σκέψεις 56-58).
O έλεγχος ορθότητας, ο οποίος διενεργείται στο πλαίσιο Προσφυγής κατά απόρριψης μεταγενέστερης αίτησης, συνίσταται στην προβλεπόμενη -στο Άρθρο 46.3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ- πλήρη και ex nunc εξέταση, στοιχείο που προϋποθέτει ότι το αρμόδιο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που του παρέχουν τη δυνατότητα να προβεί σε επικαιροποιημένη εκτίμηση της ενώπιόν του περίπτωσης (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 13.6.2024 στην Υπόθεση C-563/22 SN κ.ά., σκέψη 76).
Κατά τη νομολογία (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 25.7.2018 στην Υπόθεση C-585/16 Alheto, σκέψη 103), ναι μεν το αρμόδιο εθνικό Δικαστήριο (στη Δημοκρατία, το πρωτόδικο Δικαστήριο) διενεργεί έλεγχο ορθότητας, αλλά ακολουθώντας διακριτή διαδικασία από την αποφαινόμενη αρχή (στη Δημοκρατία, η Υπηρεσία Ασύλου).
Κατά τη νομολογία (Υπόθεση C-585/16 Alheto ανωτέρω, σκέψη 115), η πλήρης και ex nunc δικαστική εξέταση δεν απαιτείται κατ' ανάγκη να αφορά την επί της ουσίας εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας και μπορεί, συνεπώς, να αφορά το παραδεκτό της αίτησης διεθνούς προστασίας, εφόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει κάτι τέτοιο κατ' εφαρμογή του Άρθρου 33.2 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.
Συνάγεται ότι η νομολογία επιτρέπει στο πρωτόδικο Δικαστήριο να διενεργεί έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας μόνο επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας (όταν η ενώπιόν του Προσφυγή προσβάλλει απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου που απορρίπτει τέτοια αίτηση ως απαράδεκτη), χωρίς όμως να απαγορεύει στο Δικαστήριο να εξετάσει τη μεταγενέστερη αίτηση επί της ουσίας της.
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο διευκρίνισε (στην παράγραφο 14 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης) ότι θα διεξήγαγε έλεγχο νομιμότητας και ουσίας ως προς το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησης, στη δε παράγραφο 26 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης διεξήγαγε αυτό τον έλεγχο ομογνωμώντας με την Εφεσίβλητη ως προς το απαράδεκτο της αίτησης.
Εν συνεχεία, παρότι στην παράγραφο 29 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης το πρωτόδικο Δικαστήριο διευκρινίζει ότι στο ενώπιόν του στάδιο δεν εξετάζει την ουσία της αίτησης διεθνούς προστασίας αλλά το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησης, στις παραγράφους 31 και 32 της εν λόγω απόφασης φαίνεται να διενεργεί και έλεγχο ουσίας επί της αίτησης διεθνούς προστασίας. Εφόσον το αντικείμενο της ενώπιόν του Προσφυγής ήταν η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, θεωρώ ότι αυτός ο έλεγχος ουσίας έγινε επί της μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας και όχι επί της αρχικής αίτησης διεθνούς προστασίας. Ενδεικτικά, στην παράγραφο 35 της εφεσιβαλλόμενης απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι είναι (δικονομικά) απαράδεκτες οι αιτιάσεις του Εφεσείοντα στην έκταση που αφορούν την απόρριψη της πρώτης αίτησης διεθνούς προστασίας την οποία είχε υποβάλει ο Εφεσείων.
Ενόψει των ανωτέρω, εκτιμώ ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδρασε εντός της δικαιοδοσίας του, παρότι θα μπορούσε να περιοριστεί στην εξέταση (νομιμότητας και ορθότητας) του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, (Υπόθεση C-585/16 Alheto ανωτέρω, σκέψεις 126-127).
Υπομνύοντας ότι το Εφετείο δεν διενεργεί έλεγχο ορθότητας όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο και, συνεπώς, δεν υποκαθιστά την κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου ή του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τη δική του (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 64/2023 Ο.Ε. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 18.7.2024), δεν εντοπίζω νομικό σφάλμα στην πρωτόδικη προσέγγιση, ώστε να χωρεί η παρέμβαση του Εφετείου.
Δεδομένου ότι-
(α) η προσβαλλόμενη απόφαση καλύπτεται από τεκμήριο νομιμότητας, όπερ σημαίνει ότι ο Εφεσείων βαρύνεται να αποδείξει την παρανομία της, και όχι η Υπηρεσία Ασύλου τη νομιμότητά της (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/2021 Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, απόφαση ημερ. 15.10.2024), και
(β) ο Εφεσείων βαρύνεται να αποδείξει την αίτηση διεθνούς προστασίας του (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 64/2023 Ο.Ε. ν. Δημοκρατίας ανωτέρω), και
(γ) ο Εφεσείων έχει το βάρος απόδειξης να πείσει το Εφετείο πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε (Πολιτική Έφεση Αρ. 134/2015 Σωκράτους ν. SUPHIKE (VENTURE CAPITAL) LTD κ.ά., απόφαση ημερ. 8.11.2023), και
η εξέταση των λόγων έφεσης δεν απολήγει -κατά τη γνώμη μου- σε διαπίστωση σφάλματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αντιθέτως φρονώ ότι η προσέγγιση και κατάληξή του είναι εύλογα επιτρεπτή.
Επιγραμματικά, αναφορικά με την επίδικη διοικητική διαδικασία, δεν εντοπίζω κενό στην έρευνα την οποία δημιούργησε η Υπηρεσία Ασύλου (πρώτος λόγος έφεσης), πόσο μάλλον που το πρωτόδικο Δικαστήριο διενήργησε έλεγχο ορθότητας επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, οπότε αυτή η αιτίαση καθίσταται αλυσιτελής.
Περαιτέρω, αναφορικά με την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης επί του παραδεκτού (από την Υπηρεσία Ασύλου και, εν συνεχεία, από το πρωτόδικο Δικαστήριο) και επί της ουσίας της (από το πρωτόδικο Δικαστήριο) (δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης), ομοίως δεν εντοπίζω περιθώριο παρέμβασης.
Τέλος, ως προς τον πέμπτο λόγο έφεσης όπως τον παραθέτει το σκεπτικό των αδελφών μου Δικαστών, φρονώ ότι είναι προδήλως αβάσιμος καθότι το Άρθρο 19 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου δεν προβλέπει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.
Δ. Λυσάνδρου, Δ.
[1] Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.