ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε6/2022)

(i-justice)

 

17 Οκτωβρίου 2024

 

[Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ]

 

          1. AMERICAN UNIVERSITY OF CYPRUS (AUCY) LTD,

          2. MARC ANTONIE ZABBAL,

          3. TAREK SADEK,

          4. ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΡΑΣ,

          5. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΡΟΥΛΑΣ

Εφεσείοντες

 

v.

 

S.C.F.B. LTD,

Εφεσιβλήτων

 

Δ. Καρά (κα) με Π. Δανιήλ (κα) για Αντώνης Κ. Καρά ΔΕΠΕ για Εφεσείοντες

Λ. Παρπαρίνος με Θ. Δρόσου (κα) για Λούκας & Βίας Λ. Παρπαρίνος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους

 

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ:      Η οριστικοποίηση μονομερώς εκδοθέντων προσωρινών διαταγμάτων οδήγησε στην καταχώρηση, από τους εφεσείοντες 1, της παρούσας έφεσης στη βάση εννέα λόγων, ενώ ο δέκατος λόγος έφεσης εγείρεται από τους εφεσείοντες 2 - 5, εναντίον των οποίων η ως άνω πρωτόδικη διαδικασία απορρίφθηκε, χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

Παρά το ότι προηγήθηκαν ακρόαση αίτησης των εφεσιβλήτων για ασφάλεια εξόδων και δύο αιτήματα αναβολής της ακρόασης της έφεσης εκ μέρους των εφεσιβλήτων για λόγους που αφορούσαν τον συνήγορο τους, ο εν λόγω συνήγορος, κατά την ημερομηνία ακρόασης της έφεσης, ζήτησε την εξαίρεση μου από τη σύνθεση του Εφετείου που θα εκδικάσει αυτήν, λόγω πιθανής προκατάληψης μου.

 

Κρίνω χρήσιμο, σε αυτό το στάδιο της απόφασης μου, να παραθέσω τις νομολογιακές αρχές επί του θέματος, ως αυτές συνοψίστηκαν στην DE. T. DOMIKI INVESTMENT LTD v. IRON MOUNTAIN CYPRUS LIMITED κ.α, Αίτηση Αρ. 1/2024, ημερομηνίας 18.1.2024. Ως εξηγήθηκε:

 

«Η αμεροληψία και ανεξαρτησία του δικαστή, αποτελεί μια από τις βασικότερες αρχές, αν όχι τη βασικότερη αρχή δικαίου, με θεμελιακή σημασία στην απονομή της δικαιοσύνης.  Συνδέεται με τη γνωστή αρχή δικαίου, ότι η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να απονέμεται, αλλά και να φαίνεται ότι απονέμεται.  

    Εξηγήθηκε στην Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 268, 274, ότι «Το κριτήριο για εξαίρεση Δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα.  Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές».  Εν προκειμένω, ότι υπάρχει πιθανότητα η Δικαστής να μεροληπτήσει υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση επειδή είναι πελάτισσες του δικηγορικού γραφείου στο οποίο η ίδια εργαζόταν και η υπόθεση τους εκκρεμούσε από την περίοδο που εργαζόταν εκεί ή και επειδή την υπόθεση τους χειρίζεται δικηγόρος που ήταν συνάδελφος της στο ίδιο δικηγορικό γραφείο.

 Το κριτήριο είναι κατά πόσο δημιουργείται φαινομενική  προκατάληψη στα μάτια του μέσου εχέφρονα πολίτη που είναι ταυτόχρονα ένας δίκαια σκεπτόμενος και πληροφορημένος παρατηρητής, που «δεν είναι ασφαλώς ο τυχαίος απληροφόρητος άνθρωπος που θα μπορούσε να σχηματίσει μια βεβιασμένη εντύπωση παρασυρόμενος από την υποκειμενική του μονομερή και αποσπασματική αντίληψη, αλλά εκείνος ο οποίος, με ολοκληρωμένη πληροφόρηση και κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των διαδικασιών στα πλαίσιά τους, μπορεί έτσι να καταλήξει σε μια αντάξια της αντικειμενικότητας του άποψη ως προς το ζητούμενο» (Typye v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 279, 286).

 

Ο αντικειμενικός αυτός παρατηρητής, έχει ολοκληρωμένη πληροφόρηση και κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των διαδικασιών και, ειδικότερα, έχει γνώση ότι δικαστές και δικηγόροι είναι πεπαιδευμένοι και έμπειροι επαγγελματίες από τους οποίους εύλογα αναμένεται να ανταποκριθούν στο καθήκον τους (Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ.125/2017 και άλλες, ημερ.26.4.2018).»

 

Παράλληλα, όμως, ως περαιτέρω εξηγήθηκε:

 

«Τελειώνουμε με την υπόμνηση στη Μιχαηλίδης, ότι η εγρήγορση για διασφάλιση των δικαιωμάτων ενός διαδίκου και η αδιαμφισβήτητη ανάγκη για διαφάνεια στην απονομή της δικαιοσύνης δεν είναι επιτρεπτό να οδηγήσουν το δικαστή σε αβασάνιστη ή, εν πάση περιπτώσει, αδικαιολόγητη παραίτηση από το καθήκον του να εκδικάσει την υπόθεση που του αναλόγισε και σε αναγνώριση δικαιώματος ενός διαδίκου να επιλέγει το δικαστή που θα τον δικάσει, κάτι που χαρακτηρίστηκε ως συνέπεια ολέθρια για το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης.»

 

 Προς υποστήριξη του αιτήματος του, ο συνήγορος των εφεσιβλήτων έθεσε το ακόλουθο πραγματικό υπόβαθρο, το οποίο μεταφέρω αυτούσιο από τα πρακτικά της εν λόγω ημερομηνίας:

 

«Το 2012, Απρίλιο, ήμουν διοικητικός Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Κατά τον ίδιο χρόνο ο κ. Αμπίζας υπηρετούσε στο ίδιο Δικαστήριο, μου διαφεύγει αν ήταν Επαρχιακός ή Ανώτερος.  Ο κ. Αμπίζας, χωρίς να με ειδοποιήσει, είτε γραπτώς είτε προφορικώς, ως όφειλε, σύμφωνα με τους Κανονισμούς, δεν παρουσιάστηκε στην εργασία του και από έρευνα στην οποία προέβηκα, διαπίστωσα ότι ο κ. Αμπίζας μετέβη στην Ισπανία προκειμένου να παρακολουθήσει τον αγώνα Real - ΑΠΟΕΛ.  Καθηκόντως κατήγγειλα, νομίζω ήταν στις 4.4.2012, δεν είμαι σίγουρος, ήταν κατά τον Απρίλιο σίγουρα, καθηκόντως κατήγγειλα τον κ. Αμπίζα στο Ανώτατο.  Το Ανώτατο ανέλαβε, αλλά διεφάνη ότι πίσω από την πλάτη μου, κάποιος Δικαστής του Ανωτάτου, πίσω από την πλάτη μου ως διοικητικός, κάποιος Δικαστής πίσω από την πλάτη μου είχε δώσει άδεια στον κ. Αμπίζα.»

 

Σε ερώτηση του Δικαστηρίου αν άδεια δόθηκε από προηγουμένως, ο συνήγορος απάντησε ότι:

 

«Δεν ξέρω ακριβώς τι έγινε αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επιθυμούσε να προχωρήσει στη διερεύνηση της καταγγελίας και το θεώρησε ότι ήταν κάτι μεταξύ μου εμένα και του κ. Αμπίζα, το οποίο δεν ήταν αληθές.»

 

          Υποστήριξε, περαιτέρω, ότι υπάρχουν κι άλλα τα οποία όμως δεν μπορεί να τεκμηριώσει, και έτσι δεν θα επεκταθεί, για να προχωρήσει με τις σχετικές νομολογιακές αρχές, με την εισήγηση ότι υφίσταται πιθανότητα προκατάληψης από μέρους μου. Ανέφερε, επίσης, ότι η αίτηση γίνεται τόσο προσωπικά, όσο και εκ μέρους των πελατών του, οι οποίοι γνωρίζουν τα γεγονότα, τα οποία είναι όπως τα είπε. Οι πελάτες του, πρόσθεσε, έχουν έντιμους ενδοιασμούς να εκδικαστούν από την παρούσα σύνθεση έχοντας υπόψη και την απόφαση που βγήκε και την οποία έγραψα εγώ, για τα έξοδα, για την οποία έχει επιστημονική άποψη, αλλά δεν θα επεκταθεί.

 

          Σε ερώτηση του Δικαστηρίου για τη σχετικότητα του ότι πρόκειται για τριμελές Δικαστήριο, ο συνήγορος προέβηκε στις εξής τοποθετήσεις, προς υποστήριξη του αιτήματος του:

 

«Όχι δεν υπάρχει σημασία γιατί ένας, όπως ξέρουμε πολύ καλά, ξέρω και εγώ, ότι μπορεί να επηρεάσει την απόφαση.»

 ...

«Δεν θέλω να πω πως εκδίδονται οι αποφάσεις. Ένας την γράφει, εδώ είναι.»

...

«Ένας την γράφει και δίνει στους άλλους οι οποίοι συμφωνούν.  Έτσι δεν είναι;»

        ....

«Όπως ξέρετε πολύ καλά, υπάρχει νομολογία και επεξηγά, εκείνος που κάνει τον κόπο και βρίσκει τη νομολογία παρουσιάζει εκείνο που θέλει να παρουσιάσει, που πιστεύει ότι είναι σωστό.  Έτσι δεν είναι;»

 

            Σε διευκρινιστική ερώτηση του Δικαστηρίου αν είχα άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο, ο συνήγορος είπε:

 

«Δεν το ξέρω.  Γραπτώς δεν είδα ποτέ μου ούτε μου παρουσιάστηκε.»

..

«Απλώς ένας δικαστής του Ανωτάτου ανέλαβε να λύσει το θέμα.  Το έλυσε χωρίς οτιδήποτε περαιτέρω. Δεν ήθελαν να δώσουν έκταση πιστεύω.»

 

            Τέλος, σε διευκρινιστική ερώτηση του Δικαστηρίου αν αιτήθηκα άδειας, ο συνήγορος είπε:

 

«Δεν μου είπε. Δεν έδωσα γραπτή, δεν πήρε την συγκατάθεση μου, οτιδήποτε.  Δεν ήξερα τίποτε και είναι εντελώς τυχαία που το έμαθα σαν διοικητικός, δηλαδή ήμουν στα τυφλά.»

 

            Είναι με αυτό το υπόβαθρο που ζητείται η εξαίρεση μου.

 

            Από την πλευρά της, η συνήγορος για τους εφεσείοντες παρέπεμψε σε προσπάθεια εκφοβισμού του Δικαστηρίου από τον συνήγορο των εφεσιβλήτων, στη βάση εικασιών και καχυποψιών του παρελθόντος.

 

            Η παρούσα περίπτωση δεν αποτελεί μία εξ εκείνων όπου, στη βάση κάποιων υπαρκτών δεδομένων, τίθεται υπό αξιολόγηση ενδεχόμενη ύπαρξη λόγου εξαίρεσης ενός Δικαστή. Παράλληλα δε, δεν αρκεί τοποθέτηση, από μέρους μου, απλής διαφωνίας με τα γεγονότα στα οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος ως υπαρκτά και τα οποία ουδόλως ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Είμαι υποχρεωμένος να παραθέσω τα γεγονότα και στοιχεία που καταδεικνύουν, δυστυχώς, ότι ο συνήγορος δεν δίστασε να καταφύγει σε παράθεση ψευδών αναφορών προς υποστήριξη ενός τέτοιου αιτήματος του.

 

            Αφετηρία θα πρέπει να αποτελέσει το ότι ουδέποτε απουσίασα από τα καθήκοντα μου κατά τον Απρίλιο του 2012, ούτε μετέβηκα, οποτεδήποτε στη ζωή μου, στη Μαδρίτη, Ισπανίας, ούτε ήμουν παρών στον ποδοσφαιρικό αγώνα ΡΕΑΛ ν ΑΠΟΕΛ. Οι αναφορές του συνηγόρου είναι παντελώς ψευδείς. Έπεται ότι παντελώς ψευδείς είναι και οι υπόλοιπες αναφορές του σχετικά με καταγγελία μου, από τον ίδιο, και, με την όποια διαχείριση της από το Ανώτατο Δικαστήριο. Προφανώς, άλλα είχε στο μυαλό του ο συνήγορος, τα οποία, όμως, επέλεξε να παρουσιάσει εντελώς παραποιημένα για να εξυπηρετήσει τον σκοπό του. Και εξηγώ.

 

            Άδεια απουσίας από τα καθήκοντα μου, έλαβα από το Ανώτατο Δικαστήριο, ως αρμόδια Αρχή, για το διάστημα 22 - 24 Νοεμβρίου 2011. Προς τούτο, υπέβαλα, γραπτώς, το αίτημα μου, ως είθισται, προς τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μέσω της Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου και μέσω του Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στο οποίο υπηρετούσα ως Επαρχιακός Δικαστής. Καθήκοντα Προέδρου του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, τότε, εκτελούσε ο συνήγορος. Πρόκειται για την επιστολή μου, ημερομηνίας 13.9.2011, η οποία τέθηκε στον συνήγορο, ως Πρόεδρο, τότε, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, την ίδια μέρα. Αυτός προσυπέγραψε τη λήψη της, στην παρουσία μου και, μάλιστα, ανέγραψε, ως τοποθέτηση του, τη φράση «ο.κ έγιναν διευθετήσεις». Την ίδια μέρα, η επιστολή μου προωθήθηκε στην Αρχιπρωτοκολλητή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία προσυπέγραψε λήψη της στις 13.9.2011. Στις 14.9.2011, η αιτούμενη άδεια μου εγκρίθηκε από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ενημερώθηκα για τούτο.

 

            Όταν, με την επιστροφή μου από την άδεια μου, έτυχα, από μέρους του συνηγόρου, ως Προέδρου, τότε, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, φραστικής επίθεσης, έκρινα ορθό να εκφράσω το παράπονο μου, απευθύνοντας προς αυτόν, με κοινοποίηση στα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σχετική επιστολή, ημερομηνίας 29 Νοεμβρίου 2011. Υπό τας περιστάσεις, επιβάλλεται η παράθεση της εν λόγω επιστολής, αυτούσιας, καθότι περιλαμβάνει όλα τα σχετικά γεγονότα, ως διαδραματίστηκαν τότε.

«

    Μιχάλης Αμπίζας

Επαρχιακός Δικαστής

Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας

Έντιμο

Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας

Λευκωσία

29 Νοεμβρίου 2011

Έντιμε κύριε Πρόεδρε,

Είναι με μεγάλη μου λύπη που αναγκάζομαι να σας απευθύνω αυτή την επιστολή κατόπιν του τηλεφωνήματός σας της περασμένης Παρασκευής 25.11.2011, από το οποίο αισθάνομαι ιδιαίτερα θιγμένος και προσβεβλημένος.  Επειδή δε, το όλο θέμα αφορά την άδεια την οποία μου παραχώρησε το Ανώτατο Δικαστήριο, έκρινα ορθό όπως κοινοποιήσω την επιστολή μου αυτή στον Πρόεδρο και τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Όπως κάθε άνθρωπος έχει ή δικαιούται να έχει αγαπημένες ενασχολήσεις στη ζωή του, έτσι και εγώ παρακολουθώ, μεταξύ άλλων, το ποδόσφαιρο.  Ουδέποτε άφησα την ενασχόλησή μου αυτή να με επηρεάσει ώστε να συμπεριφέρομαι με τρόπο ασυμβίβαστο προς τον τρόπο συμπεριφοράς ενός συνετού ανθρώπου, ή μετέπειτα ενός δικηγόρου, ή μετέπειτα ενός δικαστή.  Όπως σε όλα τα αθλήματα ή άλλα καλλιτεχνικά δρώμενα, υπάρχουν κάποια γεγονότα που ο ασχολούμενος με το θέμα θεωρεί εξαιρετικά ώστε να παρευρίσκεται στην τέλεσή τους.  Στον τομέα του ποδοσφαίρου, ένα τέτοιο γεγονός σίγουρα είναι ένας εκτός έδρας σημαντικός αγώνας στο υψηλότερο διασυλλογικό επίπεδο.

Όταν, λοιπόν, πριν δύο χρόνια η ομάδα που τυγχάνει να υποστηρίζω κατάφερε να συμμετέχει σε τέτοια διοργάνωση, όντας μέλος του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, θεώρησα ότι δεν θα έπρεπε να αναζητήσω άδεια για να μεταβώ στο εξωτερικό σε τέτοιο γεγονός μήπως και επηρεάσω το πρόγραμμα.  Σημειωτέον ότι έμαθα ότι τουλάχιστον ένας συνάδελφος παρευρέθηκε σε τέτοιο αγώνα στο Λονδίνο έχοντας εξασφαλίσει, προφανώς, άδεια απουσίας από το Δικαστήριο χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα.

Όταν φέτος ξαναπαρουσιάστηκε μια τέτοια ευκαιρία, αποφάσισα να προσπαθήσω να οργανώσω τη μετάβαση μου σε ένα από τα σημαντικά αυτά παιχνίδια.  Οι ημερομηνίες των αγώνων ήταν γνωστές από πριν την έναρξη της δικαστικής χρονιάς, η οποία θα με έβρισκε να επιλαμβάνομαι αστικών υποθέσεων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.  Επιλογή για μένα ουσιαστικά δεν υπήρχε, αφού το μόνο ταξίδι που προσφερόταν ώστε να μπορώ να ρυθμίσω το πρόγραμμα του Δικαστηρίου μου ήταν αυτό στην Αγία Πετρούπολη στις 23.11.2011.

Συνεπώς, από τις 13.9.2011 αιτήθηκα όπως ". μου παραχωρηθεί άδεια απουσίας από τα καθήκοντά μου κατά τις 22 - 24 Νοεμβρίου 2011, ώστε να μπορώ να μεταβώ στο εξωτερικό για προσωπικούς μου λόγους."  Σημείωνα δε την πρόθεση μου να μεριμνήσω όπως μη αναταραχθεί το πρόγραμμα των υποθέσεών μου.  Η άδεια μου αυτή εγκρίθηκε στις 14.9.2011.  Εγκαίρως ζήτησα τις λίγες υποθέσεις που ήταν ήδη ορισμένες που ας σημειωθεί δεν ήταν τόσο παλαιές ώστε να εμπίπτουν στις χρονολογίες που θέσαμε ως στόχο να εκδικαστούν μέσα στη χρονιά.  Φυσικά, επειδή κάθε υπόθεση δικαιούται να εκδικαστεί εφόσον έχει σειρά, όλες μετατέθηκαν από εμένα στις 28, 29 και 30 Νοεμβρίου 2011ώστε να μπορώ να τους επιληφθώ εγώ στην παρουσία των εμπλεκομένων συνηγόρων και εφόσον συντρέχει λόγος, να τύχουν της δέουσας προτεραιότητας.  Παράλληλα, δεν είχαν οριστεί προηγουμένως, ούτε από εμένα ορίστηκαν εξ αναβολής υποθέσεις κατά τις ημερομηνίες απουσίας μου.  Με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζα τη μη θυματοποίηση οποιασδήποτε υπόθεσης αλλά και τη μη επιβάρυνση άλλων συναδέλφων μου. Οι μόνες διαδικασίες που τέθηκαν ενώπιον συναδέλφων μου ήταν πολύ λίγες καινούριες αιτήσεις που το Πρωτοκολλητείο μου είπε ότι δεν μπορούσε να μην ορίσει εκείνες τις μέρες.  Οπόταν ομιλούμε για πολύ μικρό αριθμό αιτήσεων που, έχοντας συχνά επιληφθεί πλήρους προγράμματος συναδέλφων που απουσίαζαν, γνωρίζω ότι ουδόλως επηρεάζει τη λειτουργία οποιουδήποτε δικαστηρίου.

Έχοντας συνεπώς προβεί σε όλο αυτό τον προγραμματισμό ακριβώς για να μην επηρεαστεί οποιοσδήποτε, είτε διάδικος, είτε συνάδελφος, ήταν με δυσάρεστη έκπληξη που σας άκουσα, πρωί - πρωί της ημέρας επιστροφής μου, να μου αποδίδεται ότι σας «ξεγέλασα», ότι «άφησα τις υποθέσεις και επιβάρυνα τους συναδέλφους μου για να πάω στη μάππα».  Ο δε απαξιωτικός τρόπος και το ύφος με το οποίο μου μιλήσατε ήταν, με όλο το σέβας, επίσης άκρως προσβλητικός. Όπως άκρως προσβλητικό ήταν και το ότι η προσπάθειά μου να εξηγήσω τη θέση μου αντικρούστηκε με το ότι δεν έχετε χρόνο να με ακούσετε γιατί έχετε κι άλλες δουλειές.

Έντιμε κύριε Πρόεδρε, την εκτίμηση μου προς το πρόσωπο σας, είμαι σίγουρος, τη γνωρίζετε.  Όμως, διανύω το 13ο έτος άσκησης αυτού του λειτουργήματος και ουδέποτε έδωσα δικαίωμα σε οποιονδήποτε είτε να αμφισβητήσει την αφοσίωσή μου στο καθήκον μου, είτε να μου μιλήσει με τέτοιο τρόπο.  Ιδιαίτερα όταν σε δικαστικά συνέδρια αναλύουμαι ότι ακόμα και ο διάδικος ή ο δικηγόρος που παραφέρεται δικαιούται του σεβασμού μας και της ήπιας με ευγένεια αντιμετώπισης.

Δεν ξεγέλασα κανέναν.  Ούτε έκρυψα την αλήθεια από κανέναν.  Άλλωστε, τέτοια συμπεριφορά δεν μου επιτρέπει η ανατροφή μου. Ούτε άφησα τις υποθέσεις μου για να απουσιάσω. Ούτε επιβάρυνα οποιονδήποτε. Διερωτούμαι πράγματι, προβαίνουν όλοι όσοι εξασφαλίζουν άδεια απουσίας σε τέτοιες ρυθμίσεις;  Στα 13 χρόνια της υπηρεσίας μου, έτυχε πολλές φορές να προσέλθω στη δουλειά μου άρρωστος για να μη λείψω.  Στην Πάφο έτυχε να οδηγήσω μόνος με 40 βαθμούς πυρετό για να μην λείψω.  Έντονα θυμάμαι τον έντιμο κ. Παμπαλλή που με παρατήρησε γιατί έθεσα τον εαυτό μου σε κίνδυνο πηγαίνοντας δουλειά σε τέτοια κατάσταση. Στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού, πέρσι, πήγα με βαριά πνευμονία και με δυσκολία στην αναπνοή για να μην απαιτηθούν άλλες ρυθμίσεις που θα επηρέαζαν άλλους.

Όταν λοιπόν νιώθω τόσο έντονα τη σημασία του καθήκοντος και έχοντας απουσιάσει με άδεια μόνο μια φορά με την άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να συνοδεύσω την εντεκάχρονη τότε θυγατέρα μου σε ταξίδι που αντιπροσώπευσε το σχολείο της, έχω κάθε δικαίωμα να αισθάνομαι θιγμένος και προβεβλημένος από το τηλεφώνημά σας.

Δυστυχώς, όμως, το θέμα δεν περιορίζεται στα ανωτέρω, αφού ακόμη πιο προσβεβλημένος ένιωσα όταν αργότερα την ίδια μέρα μου στείλατε απόσπασμα της μελέτης του έντιμου Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως ήταν τότε από συνέδριο του Δικαστικού Σώματος το έτος 1991, με τη σημείωση να αντιληφθώ τη διάσταση με αυτά που είπα το πρωί.

Highlighted από το απόσπασμα ήταν το εξής μέρος:

"(στ) Ο χρόνος του Δικαστηρίου.

Αποτυχία δικαστή να εμφανίζεται και να αναλαμβάνει τα καθήκοντα του έχει θεωρηθεί στο παρελθόν στην Αγγλία ως λόγος για να χάσει τη θέση του.  Είναι καθήκον κάθε δικαστή να εμφανίζεται κανονικά στο δικαστήριο και να χρησιμοποιεί ολόκληρο του το χρόνο για τους σκοπούς της εργασίας του.  Ο δικαστής πρέπει να αποφεύγει να σπαταλά το δημόσιο του χρόνο για να διεκπεραιώνει προσωπικές του υποθέσεις, γιατί ο χρόνος αυτός πρέπει να είναι αποκλειστικά αφιερωμένος στην εργασία της απονομής της δικαιοσύνης και είναι βασικό καθήκον η χρήση του προς όφελος των διαδίκων.  Αποτυχία στον τομέα αυτό προκαλεί δυσμενή σχόλια του κοινού που αντανακλούν γενικά σε όλη τη δικαστική υπηρεσία.  Όπως αναφέρει ο Αυστραλός δικαστής Thomas, "a failure to work, if sufficiently pronounced, would be ground for dismissal.In practice one would think that the usual remedy would be a word or two from the Chief Justice"."

Λυπούμαι, αλλά μου διαφεύγει η σχέση των ως άνω με εμένα.  Δεν απέτυχα να εμφανιστώ και να αναλάβω τα καθήκοντα μου.  Αιτήθηκα και μου δόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο "άδεια απουσίας από τα καθήκοντα μου κατά τις 22 - 24 Νοεμβρίου 2011, ώστε να μπορώ να μεταβώ στο εξωτερικό για προσωπικούς μου λόγους."  Αν αυτό εμπίπτει στην ως άνω παράγραφο από τη μελέτη του έντιμου Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τότε, με όλο το σέβας, το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για άδεια που έχει ως σκοπό π.χ. την επίσκεψη παιδιού/φοιτητή στο εξωτερικό, ή τη διεκπεραίωση προσωπικών δουλειών στο εξωτερικό, ή ακόμη τη συμμετοχή σε συνέδρια αντιπροσωπεύοντας την Ένωση Δικαστών.  Σε όλες τις περιπτώσεις απουσίας δικαστή με άδεια, το αποτέλεσμα στο διάδικο είναι το ίδιο. Τουλάχιστον εγώ, στη μεμονωμένη περίπτωση που ζήτησα και έλαβα άδεια, νιώθω ότι έλαβα όλα τα μέτρα να μην επηρεάσω δυσμενώς τον οποιονδήποτε.

Είναι για τους ως άνω λόγους, έντιμε κύριε Πρόεδρε, που τις τελευταίες μέρες αισθάνομαι βαθιά στενοχωρημένος, θιγμένος και προσβεβλημένος και είναι γι' αυτό που έκρινα ορθό να σας απευθύνω αυτή την επιστολή για να εξηγήσω τη θέση μου.

Με τιμή

Μιχάλης Αμπίζας

Επαρχιακός Δικαστής

Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας

Κοιν. Έντιμους Πρόεδρο και Μέλη Ανωτάτου Δικαστηρίου

        (Μέσω Αρχιπρωτοκολλητή)                                        »

 

          Τόσο η επιστολή για παραχώρηση άδειας απουσίας, ημερομηνίας 13.9.2011, όσο και η πιο πάνω επιστολή, ημερομηνίας 29.11.2011, προφανώς, βρίσκονται στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αντίγραφα έχω στην κατοχή μου.

 

          Δεν είμαι σε θέση να κατανοήσω ποια προβληματική αντίληψη οδήγησε τον συνήγορο να παραθέσει τέτοια αναληθή γεγονότα, ανατρέχοντας τόσο μακριά στο παρελθόν. Η ουσία του πράγματος παραμένει ότι ουδέποτε απουσίασα χωρίς άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο ίδιος γνώριζε και προσυπέγραψε, συστήνοντας, μάλιστα, την άδεια μου και ουδέποτε με κατάγγειλε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ούτε το Ανώτατο Δικαστήριο απέφυγε να επιληφθεί καταγγελίας εναντίον μου, που άλλωστε, ουδέποτε υπήρξε. Το, κατά τον εν λόγω χρόνο, παράπονο μου, αναφορικά με τη συμπεριφορά του συνηγόρου, τέθηκε δεόντως και πλέον, από μέρους μου, το ζήτημα είχε λήξει.

 

          Καθίσταται προφανές, από τα ως άνω, ότι τόσο στη δική μου κρίση, όσο και στην κρίση του αντικειμενικού παρατηρητή, του μέσου εχέφρονα πολίτη που είναι ταυτόχρονα δίκαια σκεπτόμενος και πληροφορημένος ορθά για τα γεγονότα αλλά και έχει πλήρη κατανόηση του τρόπου λειτουργίας των διαδικασιών και έχει γνώση ότι οι δικαστές είναι πεπαιδευμένοι και έμπειροι επαγγελματίες που μπορούν να ανταποκριθούν στο καθήκον τους, ουδεμία πιθανότητα προκατάληψης θα μπορούσε να δικαιολογηθεί υπό τας περιστάσεις. Ούτε, φυσικά, θα πρέπει να αφεθεί να φανεί ότι επιτυγχάνει η προσπάθεια του συνηγόρου για επιλογή δικαστή. Με αυτά τα δεδομένα, κρίνω ότι το αίτημα του συνηγόρου στερείται ερείσματος .

 

          Δυστυχώς, όμως, η παρούσα περίπτωση δεν εξαντλείται από τα πιο πάνω. Δεν αποτελεί, η παρούσα, απλώς μία περίπτωση εσφαλμένης αντίληψης διάδικης πλευράς για πιθανή προκατάληψη ενός Δικαστή. Δυστυχώς, αποτελεί περίπτωση που αφορά άκρως σοβαρά ζητήματα.

 

          Αφορά τον από μέρους του συνηγόρου ψευδή καταλογισμό πράξεων σε Μέλος του Εφετείου, με σκοπό να εξασφαλίσει την εξαίρεση του από τη σύνθεση στην οποία ανατέθηκε η υπόθεση του. Προσβάλλοντας την υπόληψη του Μέλους αυτού, ως Δικαστή.

 

          Αφορά την από μέρους του συνηγόρου ψευδή αναφορά σε  καταγγελία Δικαστή, την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο συγκάλυψε και δεν επιθυμούσε να επιληφθεί. Προσβάλλοντας την υπόληψη ενός Μέλους ή και όλων των Μελών, του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

          Αφορά την από μέρους του συνηγόρου γενικόλογη και αόριστη αναφορά σε ύπαρξη και άλλων στοιχείων που δεν μπορεί να τεκμηριώσει, εμφανώς για δημιουργία εντυπώσεων, και πάλι προσβάλλοντας Μέλος του Εφετείου, ατεκμηρίωτα.

 

          Αφορά, μετά από δική του αναφορά, την από μέρους του συνηγόρου δυσφήμιση Μέλους του Εφετείου στους πελάτες του, με αποτέλεσμα εκείνοι να έχουν έντιμους ενδοιασμούς να εκδικαστούν από τη συγκεκριμένη σύνθεση.

 

          Αφορά την από μέρους του συνηγόρου προσβολή των Μελών της σύνθεσης του Εφετείου, με την αναφορά ότι θα επηρεαστούν και όλων των Μελών του Εφετείου, με την αναφορά για τον τρόπο, κατά τον ίδιο, λήψεως απόφασης από το Εφετείο. Η δε παραπομπή του στην προσωπική του γνώση, μπορεί αφενός να αφορά τον ίδιο, αλλά, αφετέρου προσβάλλει και τους πρώην συναδέλφους του στο Ανώτατο Δικαστήριο.

 

          Προσβάλλοντας, με όλα τα πιο πάνω, το κύρος της Δικαιοσύνης.

 

          Η σοβαρότητα των πιο πάνω καθιστά εύκολα αντιληπτή τη βεβαιότητα το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Δικηγόρων και ο Γενικός Εισαγγελέας, ως Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων, να επιθυμούν να εξετάσουν τα ως άνω. Στη διάθεση των οποίων είναι τόσο τα πρακτικά της διαδικασίας όσο και η παρούσα απόφαση.

 

          Κατά συνέπεια, παρόλο που δεν θα ενέκρινα το αίτημα του συνηγόρου των εφεσιβλήτων και των ιδίων των εφεσιβλήτων, στην ψευδή, και συνεπώς, ανύπαρκτη βάση που τέθηκε, κρίνω ότι, υπό τα δεδομένα, ως έχουν τροχιοδρομηθεί, επιβάλλεται να αυτοεξαιρεθώ από τη σύνθεση που θα εκδικάσει την έφεση. Ανάλογη είναι η απόφαση μου.

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο