ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                            (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/2021)

 

15 Οκτωβρίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

                                                                                                            Εφεσείουσα,

v.

 

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

                                                                                                          Εφεσίβλητης.

 

--------------------

Ι. Μιχαήλ (κα) μαζί με Μ. Λάρκου (κα) (ασκούμενη δικηγόρος), για                         Τ. Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσείουσα.

Σ. Ανδρέου μαζί με Ε. Βακή (κα) (ασκούμενη δικηγόρος), για Εφεσίβλητη.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του                 Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

-----------------------------

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.:  Στις 12.1.2015, ώρες 19:00 - 21:00, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (πρωτοδίκως η Αιτήτρια και ενώπιόν μας η Εφεσείουσα),  η οποία λειτουργεί την πλατφόρμα συνδρομητικής τηλεόρασης CYTAVISION,  προέβη μέσω της πλατφόρμας σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση εγχώριου ποδοσφαιρικού αγώνα.

 

Με αποφάσεις της ημερ. 25.5.2016 και 13.6.2016, αντίστοιχα, η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (πρωτοδίκως η Καθ'ης η Αίτηση και ενώπιόν μας η Εφεσίβλητη) έκρινε ότι η Εφεσείουσα παρέβη -διά της προρρηθείσας μετάδοσης- τον Κανονισμό 21(4) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (εφεξής «η ΚΔΠ 10/2000»), επιβάλλοντας στην Εφεσείουσα πρόστιμο ύψους 1000 ευρώ.  Αυτό, διότι στο πλαίσιο της μετάδοσης (η οποία λάμβανε χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο ενδεχομένως να παρακολουθούσαν και ανήλικοι) ακούστηκαν κατά τη διάρκεια του ποδοσφαιρικού αγώνα λέξεις/φράσεις οι οποίες ήταν απρεπείς και ακαλαίσθητες και οι οποίες, ως εκ τούτου, δεν ήταν (κατά την κρίση της Εφεσίβλητης) επιτρεπτό να προβληθούν.

 

Παρά το γεγονός ότι η μετάδοση ήταν ζωντανή, η Εφεσίβλητη έκρινε ότι η Εφεσείουσα μπορούσε με τη δέουσα επιμέλεια να αποτρέψει τη μετάδοση των επίμαχων λέξεων/φράσεων, δια της εφαρμογής τεχνικών συστημάτων καθυστέρησης/μεταφοράς ήχου.

 

Η Εφεσείουσα προσέβαλε, διά της Προσφυγής Αρ. 1014/2016, τις δύο αποφάσεις της Εφεσίβλητης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, διά της εφεσιβαλλόμενης απόφασής του ημερ. 19.2.2021, απέρριψε την Προσφυγή με το εξής σκεπτικό:

 

Πρώτον, η ΚΔΠ 10/2000 δεν απαλλάσσει τις ζωντανές μεταδόσεις προγραμμάτων από την υποχρέωση του τηλεοπτικού σταθμού να λαμβάνει μέτρα για την τήρηση των γενικά παραδεκτών κανόνων της ευπρέπειας και της καλαισθησίας στη γλώσσα και τη συμπεριφορά.

 

Δεύτερον, οι επίδικες αποφάσεις ήταν αιτιολογημένες, λόγω της διοικητικής κρίσης περί του ότι υπήρχε τεχνική δυνατότητα αποφυγής της μετάδοσης του απρεπούς οπτικοακουστικού υλικού, παρότι μεταδιδόταν ζωντανό πρόγραμμα.  Αυτή η διοικητική κρίση δεν αντικρούστηκε από την Εφεσείουσα με δικονομικά παραδεκτό  τρόπο και συνιστά τεχνικό θέμα στο οποίο το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται.  Ομοίως, η Εφεσείουσα δεν απέδειξε με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τη θέση της περί του ότι οι επίδικες αποφάσεις προσβάλλουν την Αρχή της Ισότητας (υπό την έννοια ότι η Εφεσίβλητη ανέχτηκε τη ζωντανή μετάδοση ποδοσφαιρικών αγώνων από άλλους τηλεοπτικούς σταθμούς στους οποίους ακούστηκαν βωμολοχίες χωρίς η προβολή τους να εμποδιστεί με τεχνολογικό μέσο) ούτε και τα Δικαστήρια αναγνωρίζουν ισότητα στην παρανομία.

 

Τρίτον, το ύψος του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου δεν ελέγχεται δικαστικώς. 

 

Ενόψει του πρωτόδικου αποτελέσματος, η Εφεσείουσα καταχώρησε την παρούσα έφεση με την οποία προσβάλλει την πρωτόδικη κρίση ως εσφαλμένη με τους ακόλουθους λόγους έφεσης (εκ των πέντε λόγων έφεσης, η Εφεσείουσα απέσυρε τελικώς τον πρώτο, τέταρτο και πέμπτο):

 

Τρίτος Λόγος Έφεσης:

Εκ των εναπομείναντων λόγων έφεσης, θα μας απασχολήσει πρώτα ο τρίτος, αφού αφορά την ερμηνεία της νομοθετικής διάταξης (ο Κανονισμός 21(4) της ΚΔΠ 10/2000) η οποία εφαρμόστηκε και, εν συνεχεία, θα ενδιατρίψουμε επί του δεύτερου λόγου έφεσης ο οποίος αφορά την εφαρμογή της.

Ο Κανονισμός 21(4) της ΚΔΠ 10/2000, ο οποίος -κατά την κρίση της Εφεσίβλητης- παραβιάστηκε από την Εφεσείουσα στη βάση των επίδικων γεγονότων, προβλέπει τα εξής:

«(4) Οι σταθμοί λαμβάνουν μέτρα για την τήρηση των γενικά παραδεκτών κανόνων της ευπρέπειας και της καλαισθησίας στη γλώσσα και στη συμπεριφορά λαμβάνοντας υπόψη το είδος και το πλαίσιο της εκάστοτε εκπομπής.  Ιδιαίτερη μέριμνα επιβάλλεται στα προγράμματα που μεταδίδονται σε χρόνο κατά τον οποίο ενδεχομένως παρακολουθούν ανήλικοι.».

 

Όταν η Εφεσίβλητη εφαρμόζει νομοθετική διάταξη, έχει καταρχάς το δικαίωμα της ερμηνείας αυτής της διάταξης και της υπαγωγής των γεγονότων στο πεδίο εφαρμογής της, με το αναθεωρητικής δικαιοδοσίας Δικαστήριο να περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας, ήτοι στον έλεγχο του εύλογα επιτρεπτού της διοικητικής κρίσης στη βάση της αιτιολογίας που δόθηκε για την προσβαλλόμενη πράξη και του περιεχομένου του οικείου διοικητικού φακέλου (ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης (Αρ.2) (2011) 3 Α.Α.Δ. 691).

 

Στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας το οποίο ασκεί, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη καλύπτεται από τεκμήριο νομιμότητας, όπερ σημαίνει ότι η Εφεσίβλητη δεν υποχρεούται να αποδείξει τη νομιμότητα της διοικητικής της κρίσης.  Τουναντίον, είναι ο προσφεύγων που βαρύνεται να αποδείξει (βάσει των στοιχείων του διοικητικού φακέλου ή προσάγοντας δικονομικά αποδεκτή μαρτυρία) ότι η Εφεσίβλητη υπέπεσε σε παρανομία, ώστε να πείσει το Δικαστήριο να άρει το πέπλο νομιμότητας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 160/2019 POP LIFΕ SHOPS LTD ν.  Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.3.2024).

 

Ως προς την (εκ της Εφεσίβλητης) ερμηνεία του Κανονισμού 21(4) της ΚΔΠ 10/2000 επί των επίμαχων γεγονότων, δεν εντοπίζουμε περιθώριο επέμβασης μας επί της πρωτόδικης προσέγγισης, την οποία κρίνουμε ως ορθή.  Ναι μεν τα μέτρα που οφείλει να λάβει ο σταθμός (για την τήρηση των γενικά παραδεκτών κανόνων της ευπρέπειας και της καλαισθησίας στη γλώσσα και στη συμπεριφορά) εξαρτώνται από το είδος και πλαίσιο της εκάστοτε εκπομπής, αλλά, εν πάση περιπτώσει, ο Κανονισμός 21(4) επιβάλλει (ως γενικό κανόνα)  την ιδιαίτερη μέριμνα σε σχέση με προγράμματα που μεταδίδονται σε χρόνο κατά τον οποίο ενδεχομένως παρακολουθούν ανήλικοι (οι οποίοι ορίζονται στον Κανονισμό 2(1) της ΚΔΠ 10/2000 ως άτομα κάτω των δεκαοκτώ ετών).

 

Η κρίση της Εφεσίβλητης πως το ωράριο (19:00-21:00) της επίδικης ζωντανής μετάδοσης ποδοσφαιρικού αγώνα συνιστά «χρόνο κατά τον οποίο ενδέχεται να παρακολουθούν ανήλικοι» είναι όχι μόνο εύλογο αλλά και δεν αντικρούεται από την Εφεσείουσα με παραπομπή σε στοιχεία του διοικητικού φακέλου ή έχοντας προσαγάγει δικονομικά παραδεκτή μαρτυρία.

 

Έτσι, αναδεικνύεται ως εύλογη και αναντίλεκτη η κρίση της Εφεσίβλητης πως     -κατά την επίδικη ζωντανή μετάδοση- η Εφεσείουσα όφειλε να επιδείξει ιδιαίτερη μέριμνα.  Εξάλλου, στην αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης, η Εφεσείουσα αναγνωρίζει ότι ο Κανονισμός 21(4) της ΚΔΠ 10/2000 δεν εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του τις ζωντανές εκπομπές.

 

Ενόψει των ανωτέρω, ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης:

Κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης «Το Διοικητικό Δικαστήριο εσφαλμένα αναζητά μαρτυρία αναφορικά με τα συστήματα καθυστέρησης ήχου και κατά πόσο αντιμετώπιζαν το πρόβλημα που προέκυπτε και εσφαλμένα το αναγάγει σε τεχνικό ζήτημα.». 

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

Ο τρόπος επίδειξης της (κατά τον Κανονισμό 21(4) της ΚΔΠ 10/2000) ιδιαίτερης μέριμνας τον οποίο ανέμενε η Εφεσίβλητη από την Εφεσείουσα, ήτοι η εφαρμογή του τεχνικού συστήματος καθυστέρησης μεταφοράς ήχου, δεν προσβάλλεται επιτυχώς από την Εφεσείουσα με κατάλληλη μαρτυρία, ώστε να πείσει το Δικαστήριο (πρωτόδικα και κατ' έφεση) να άρει το τεκμήριο νομιμότητας που καλύπτει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις.  Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι εντός αγορεύσεων αντεγκλήσεις και αμφισβητήσεις του εύλογου και της νομιμότητας των διοικητικών ενεργειών δεν συνιστούν επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο και -στην απουσία αποδεικτικού υπόβαθρου- παραμένουν λόγος χωρίς αντίκρισμα (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 47/2021 Miah ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 25.9.2024).

 

Στην πρωτόδικη αγόρευσή της (σελ.5), η Εφεσείουσα παραπέμπει σε άλλη απόφαση της Εφεσίβλητης (την οποία δηλώνει ότι επισυνάπτει ως «Παράρτημα Χ»), ως απόδειξη του ότι η εφαρμογή τεχνικού συστήματος καθυστέρησης/μεταφοράς ήχου στην πραγματικότητα ήταν τεχνικά ανέφικτος (τουλάχιστον σε ζωντανές μεταδόσεις, όπως η επίδικη).

 

Πλην όμως, πέραν του ότι η πρωτόδικη αγόρευση της Εφεσείουσας (ως παρατίθεται στον πρωτόδικο δικαστικό φάκελο) δεν επισυνάπτει «Παράρτημα Χ», η τυχόν επισύναψή του θα ήταν εν πάση περιπτώσει δικονομικά απαράδεκτη (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015 Χατζηγεωργίου ν. Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς, απόφαση ημερ. 2.2.2022), οπότε και το πρωτόδικο Δικαστήριο θα υποχρεούτο να το αγνοήσει, αφού τέτοια πρακτική καταστρατηγεί τη νομική αρχή κατά την οποία η προσαγωγή (εκτός οικείου διοικητικού φακέλου) μαρτυρίας προϋποθέτει την πρότερη άδεια του Δικαστηρίου (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 26/2020 Δημοκρατία ν. Singh, απόφαση ημερ. 10.9.2024).

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Η έφεση απορρίπτεται.

Επιδικάζεται το ποσό των 3000 ευρώ, ως κατ' έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσίβλητης και κατά της Εφεσείουσας.

 

 

                                                        Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                  

                                                         Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                         Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο