ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 193/2023)

Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών

 

16 Οκτωβρίου 2024

 

[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

Εφεσειόντων/Αιτητών

και

 

ILONA HURSKAYA

Εφεσίβλητη/Καθ΄ης η Αίτηση

 

-----------------------------

 

Αχιλλέας Αιμιλιανίδης με Γιώργο Διογένους, Αναστασία Παπαμιχαήλ (κα) και Παναγιώτη Βασιλείου για Α.&Α. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.

Χρίστος Π. Αδάμου, για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

                     από τον κ. Κονή, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΟΝΗΣ, Δ:  Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού («το πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερομηνίας 27/6/23 με την οποία απέρριψε την αίτηση  των εφεσειόντων (δικηγορικής εταιρείας) ημερομηνίας 2/11/2022 με την οποία εξ αιτούντο, μεταξύ άλλων, την έκδοση απόφασης με την οποία:

(α)  Να αναγνωρίζεται η εγκυρότητα ή και λογικότητα ή και εκτελεστότητα της ειδικής συμφωνίας (special retainer) ημερομηνίας 23/7/2020 που υπογράφηκε μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης και

(β)  Να διατάζεται η εφεσίβλητη να καταβάλει στους εφεσείοντες το ποσό των €452.000 πλέον ΦΠΑ (αν εφαρμόζεται) πλέον πραγματικά έξοδα, ως δικηγορικά έξοδα βάσει της πιο πάνω ειδικής συμφωνίας («η Συμφωνία»).

 

Η Αίτηση  ημερομηνίας 2/11/2022 («η Αίτηση») καταχωρήθηκε στο πλαίσιο της αίτησης υπ' αρ. 10/2020 Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Δικαιοδοσία Περιουσιακών Διαφορών, την οποία είχε καταχωρήσει ο σύζυγος της εφεσίβλητης εναντίον της τελευταίας. Η εφεσίβλητη εκπροσωπείτο από τους εφεσείοντες στην πιο πάνω αίτηση. Όσον αφορά τη δικηγορική αμοιβή των εφεσειόντων υπογράφηκε η Συμφωνία. Κατά την ως άνω ημερομηνία (2/11/2022), λόγω του ότι η εφεσίβλητη είχε εξεφράσει την επιθυμία της να τερματίσει τις υπηρεσίες των δικηγόρων της,  το Δικαστήριο έδωσε άδεια στους εφεσείοντες  να αποσυρθούν. Την ίδια ημερομηνία τόσο η αίτηση 10/2020 όσο και η ανταπαίτηση απορρίφθηκαν ως αποσυρθείσες. 

 

Η εφεσίβλητη εκπροσωπείτο από τους εφεσείοντες και στο πλαίσιο της αίτησης υπ' αρ. 88/2020 Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Δικαιοδοσία Διαζυγίων, που επίσης καταχώρησε ο σύζυγος της εφεσίβλητης αιτούμενος τη διάλυση του γάμου τους. 

 

Η Αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του Γ. Διογένους, δικηγόρου και διευθυντή των εφεσειόντων.  Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα η εφεσίβλητη περί τον Μάρτιο του έτους 2020, αποτάθηκε στους εφεσείοντες, προκειμένου να λάβει νομική συμβουλή σε σχέση με τη διατροφή της ίδιας και του παιδιού της. Εν συνεχεία στο πλαίσιο επίλυσης των περιουσιακών τους διαφορών, η εφεσίβλητη επιδίωκε να λάβει ποσοστό επί των μετοχών τις οποίες κατείχε ο σύζυγος της στην εταιρεία Hurski Ltd. Όλες οι μετοχές της πιο πάνω εταιρείας βρίσκονταν επ' ονόματι του συζύγου της, ήταν το κύριο περιουσιακό του στοιχείο και η εφεσίβλητη στόχευε σε ένα ποσοστό περί του 25% το οποίο αντιστοιχούσε, μέσα από μια μαθηματική πράξη, σε €58.400.000. Λόγω οικονομικής στενότητας που αντιμετώπιζε η εφεσίβλητη, συνάφθηκε, κατόπιν διαβούλευσης και απαίτησης της ίδιας, την 23/7/2020 η  Συμφωνία για την αμοιβή των εφεσειόντων. Εν συνεχεία οι εφεσείοντες προχώρησαν στη καταχώρηση υπεράσπισης και ανταπαίτησης στο πλαίσιο της αίτησης υπ' αρ. 10/2020. Καταχώρησαν επίσης μονομερή αίτηση στη βάση της οποίας εκδόθηκε διάταγμα απαγόρευσης αποξένωσης του συνόλου των μετοχών της εταιρείας Hurski Ltd. Επιπλέον καταχώρησαν υπεράσπιση στο πλαίσιο της αίτησης διαζυγίου.

 

Εν συνεχεία ο ενόρκως δηλών περιέγραφε στις παραγράφους 10-15 της ένορκης δήλωσης του με λεπτομέρεια τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε, τα μέτρα που έλαβε και τη στρατηγική την οποία ακολούθησε με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, να εξασφαλιστεί συμφωνία για απόκτηση προς όφελος της εφεσίβλητης ποσοστού 25% των μετοχών που κατείχε ο σύζυγος της στην εταιρεία Hurski Ltd. Συγκεκριμένα περί τις 17/3/2022 ενημερώθηκε από τον συνάδελφο του που αντιπροσώπευε τον σύζυγο της εφεσίβλητης ότι ο πελάτης του αποδέχθηκε να δώσει ποσοστό 25% στην εφεσίβλητη σε σχέση με τις μετοχές της εν λόγω εταιρείας ως επίσης ότι ο πελάτης του είχε ενημερώσει απ' ευθείας την εφεσίβλητη σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Όταν όμως επιχείρησε να ενημερώσει τηλεφωνικώς την εφεσίβλητη για την επίτευξη της πιο πάνω συμφωνίας, η τελευταία του απάντησε ψευδώς, όπως φάνηκε στην πορεία, μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος ότι δεν είχε επέλθει συμφωνία μεταξύ των μερών, αλλά ότι τα διάδικα μέρη αποφάσισαν μεταξύ τους να σταματήσουν τις δικαστικές διαδικασίες και ότι θα έβρισκαν λύση μεταξύ τους μακριά από τους δικηγόρους  και τις δικαστικές διαδικασίες. Δηλαδή η εφεσίβλητη προσπάθησε, κακόβουλα, στο παρασκήνιο να αποσύρει τις δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να πληρώσει τη δικηγορική αμοιβή στη βάση της ανά ώρας εργασίας των εφεσειόντων (παράγραφος 2.3.iii  της Συμφωνίας) και να μην πληρώσει το συμφωνηθέν ποσό των €500.000 (παράγραφος 2.3.i της Συμφωνίας). Εν συνεχεία σε επικοινωνία που είχε με την εφεσίβλητη μέσω Skype η εφεσίβλητη του παραδέχθηκε ότι ο σύζυγος της αποδέχθηκε να της παραχωρήσει το 25% της εταιρείας Hurski Ltd, όμως θεωρούσε ότι η συμφωνία είχε επέλθει από την ίδια και όχι μέσω των προσπαθειών των εφεσειόντων και συνεπώς η δικηγορική αμοιβή θα έπρεπε να ήταν στη βάση της συμφωνίας με την ώρα και όχι στη βάση του συνολικού ποσού που προέβλεπε η Συμφωνία, δηλαδή του ποσού των €500.000. Ο ίδιος διαφώνησε και εξήγησε στην εφεσίβλητη ότι για να επέλθει η συμφωνία είχε συμβάλει καταλυτικά η όλη διαδικασία και οι προσπάθειες που είχαν προηγηθεί από τον ίδιο και τους εφεσείοντες.

 

Ο ενόρκως δηλών ανέφερε περαιτέρω, μεταξύ άλλων, ότι μετά από μελέτη των εγγράφων διαπίστωσε ότι το ποσοστό των μετοχών  που θα παραχωρείτο στην εφεσίβλητη από το σύζυγο της θα ανερχόταν σε 24,75% και όχι στο 25% και περιέγραφε τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε ώστε να παραχωρηθεί το 25% των μετοχών στην εφεσίβλητη επισυνάπτοντας σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα (Τεκμήριο 12) στο οποίο διαφαίνεται, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ο καθοριστικός του ρόλος στην επίτευξη της συμφωνίας που επιζητούσε η εφεσίβλητη αλλά και άλλα τεκμήρια που επιβεβαιώνουν την επίτευξη συμφωνίας.  Ο ενόρκως δηλών περιέγραφε στην ένορκη δήλωση του περαιτέρω ενέργειες του και επικοινωνίες που είχε με την εφεσίβλητη (ή και αντιπροσώπους της) η οποία τερμάτισε τη Συμφωνία (Τεκμήριο 3) στις 25/8/2022 και ότι τελικά οι εφεσείοντες αποσύρθηκαν, μετά από άδεια του Δικαστηρίου, από δικηγόροι της εφεσίβλητης αφού προηγουμένως της απέστειλαν σχετικό τιμολόγιο (Τεκμήριο 37). Γινόταν επίσης αναφορά στην ένορκη δήλωση ότι η εφεσίβλητη έναντι των δικηγορικών εξόδων των εφεσειόντων κατέβαλε σε διάφορες ημερομηνίες το  συνολικό ποσόν των €48.000 πλέον Φ.Π.Α.

 

Εν όψει των πιο πάνω και με δεδομένο ότι η εφεσίβλητη δεν είχε ανταποκριθεί στο κάλεσμα των εφεσειόντων προκειμένου να καταβάλει το συμφωνηθέν ποσό και αφού είχαν εξαντλήσει όλα τα περιθώρια συμβιβασμού, οι εφεσείοντες αποτάθηκαν στο Δικαστήριο για να προστατεύσουν αρχικά το δικηγορικό επάγγελμα και ακολούθως τα συμφέροντα τους.

 

Η εφεσίβλητη στην ένσταση της πρόβαλε ότι (α) δεν πληρούνταν  οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων θεραπειών αφού η Αίτηση δεν μπορούσε να εξεταστεί από το Δικαστήριο εν όψει του ότι τόσο η εναρκτήρια αίτηση (10/2020) όσο και η ανταπαίτηση είχαν απορριφθεί υπό του Δικαστηρίου ως αποσυρθείσες, με αποτέλεσμα η Αίτηση να στερείται του αναγκαίου υπόβαθρου για να αποφασίσει επί των αιτούμενων θεραπειών, (β) η Αίτηση αποτελούσε κατάχρηση διαδικασίας εκ μέρους των εφεσειόντων, (γ) το Δικαστήριο εμποδιζόταν στην έκδοση των αιτούμενων θεραπειών από τους ίδιους τους όρους της Συμφωνίας, (δ) η Αίτηση δεν υποστηριζόταν από την σωστή νομική βάση ή και η νομική βάση της ήταν ελλιπής και (ε) η Αίτηση είχε λανθασμένα καταχωρηθεί στο πλαίσιο της εναρκτήριας αίτησης υπ' αρ. 10/2020.

 

Η ένσταση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση δικηγόρου που εργαζόταν μαζί με τον νέο δικηγόρο της εφεσίβλητης και ανέφερε ότι ήταν πλήρως εξουσιοδοτημένη από την εφεσίβλητη να προβεί στην ένορκη δήλωση της, αφού η τελευταία διέμενε μόνιμα στο εξωτερικό. Η ενόρκως δηλούσα ουσιαστικά επαναλάμβανε τους λόγους ένστασης και αναφέροντας ότι καμία συμφωνία δεν είχε επιτευχθεί ή διευθετηθεί ή ακόμα είχε εκδοθεί σχετική απόφαση από το Δικαστήριο αφού τόσο η εναρκτήρια αίτηση (10/2020) όσο και η ανταπαίτηση είχαν απορριφθεί από το Δικαστήριο ως αποσυρθείσες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αναφερόμενο στη νομική βάση της Αίτησης, υπέδειξε ότι αυτή στηριζόταν στους περί Δικηγόρων Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 1927 (Advocates Rules 1927) παραθέτοντας τα σχετικά άρθρα 9, 10, 11(1)(2)(3)(4) και 15* και αφού έκανε αναφορά σε νομολογία, κατέληξε ότι ορθά η Αίτηση καταχωρήθηκε στο Οικογενειακό Δικαστήριο ενώπιον του οποίου καταχωρήθηκε η αίτηση περιουσιακών διαφορών 10/2020 και για την οποία υπογράφηκε η Συμφωνία για τα δικηγορικά έξοδα.  

 

Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα :

«Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι μεταξύ δικηγόρου και Καθ' ης η αίτηση υπεγράφη η επίδικη συμφωνία αναφορικά με τα έξοδα (Τεκμ. 3).

Οι σχετικές πρόνοιες της συμφωνίας είναι οι ακόλουθες:

«2. FEES:

2.1. Subject to paragraph 2.3 of the present Engagement Letter, the contracting parties agree the following in relation to the professional fees and disbursements to be paid to the Advocate in relation to the services to be rendered:

2.2. The Advocate upon its absolute discretion may cooperate with other external legal partners in order to deal with any specific legal matter with relation to the present agreement in order to act on the benefit of the Client and the latter will be charged according to the designated charging rates mentioned in the present agreement.

2.3. The parties agree the following formula of payment in relation to the aforementioned assignment:

i.             In relation to the action and the interim order the Client aqree to pay the Advocate in the followinq way. If the Advocate reach to a solution and/or settle and/or issue a decision before the court in relation to the aforementioned action with a consequent result that the Client increase her property by acquiring between 20%- 33% of the shares owned by Mr Hurski Yuri to the company called Hurski Ltd, then the client will pay legal fees the fixed amount of 500.000 EURO plus VAT plus actual expenses.

ii.             In relation to the action and the interim order the Client agree to pay the Advocate in the following way. If the Advocate reach to a solution and/or settle and/or issue a decision before the court in relation to the aforementioned action with a consequent result that the Client increase her property by acquiring between 33% and more of the shares owned by Mr Hurski Yuri to the company called Hurski Ltd, then the client will pay legal fees the fixed amount of 1.000.000 EURO plus VAT plus actual expenses.

iii.           In relation to the action and the interim order the Client agree to pay the Advocate in a form of hourly rate of 300 euro per hour.  This case will be handled by the sole partner of the office Georgios Diogenous with the assistance of Junior lawyers and administration staffThe hourly rate of Junior Lawyer is agreed to be 100 euro per hour and the administration rate is agreed to be 50 euro per hour. The hourly rates will apply to all work done on the matters of the Assignment including time spent on the telephone, dealing with incoming post, outgoing letters, liaison with any third parties on the Assignment, meetings with the Clients and the Clients' representatives in the capacity of advocate or legal consultant, etc. The minimum billable time for the purposes of this Engagement Agreement is 6 minutes. This way of payment is Subject to paragraph 2.3 i and ii and it will be applicable only if the latter paragraphs are not applicable. Therefore, the parties aqree that the Advocate subject to the paraaraphs 2.3 i and ii will be paid in an hourly rate as it is mentioned in the present paragraph. Subsequently the parties agree that the payment pethood mentioned in this paragraph will be applicable in case where the Client receives less than 20% of the shares owned by Mr Hurski Yuri to the company called Hurski Ltd.

iv.            The parties agree that for any interim application filed before the court from either party within the boundaries of the action or the interim order mentioned above, the client will pay the fix amount of 5.000 EURO plus Vat plus actual expenses as a deposit. In case where the legal fees based on the calculation of paragraph 2.3 iii are more than 5.000 Euro the Advocate agree to be paid upon the final outcome of the action and the Client agrees to pay this amount based on the calculation of paragraph 2.3 iii. The amount of 5.000 EURO shall be paid in January 2021 but the actual expenses are payable prior the submission of each application.

v.              Disbursements, will be charged analytically and separately and will be accompanied (if required by the Client) by either the primary documentation confirming the expenses incurred or a certified copy thereof;

The Advocate's fees in relation to any work that may be requested by the Clients to be carried out abroad shall be agreed when this becomes necessary.

vi.            As soon as practicable after signing hereof the Clients will advance to the Advocate the amount of €10.000 (ten thousand euro) plus VAT (if applicable), which shall be paid as a deposit against the work to be done in relation to the Assignment. This deposit shall be held by the Advocate and deducted from the final invoice to be issued for the Advocate's services hereunder.

vii.          Disbursements, if any, will be charged analytically and separately and will be accompanied (if required by the Clients) by either the primary documentation confirming the expenses incurred οr a certified copy thereof and this amount shall be paid in by the client irrespective of the content of the paragraph 2.3 i-iii.

viii.        ΑΙΙ fees that are chargeable with VΑΤ under the law shall be so charged».

Για να μπορέσει το Δικαστήριο να επιβάλει τη συμφωνία θα πρέπει οι όροι της να έχουν εκπληρωθεί.

Ο Αιτητής θεμελιώνει την αξίωση του στην πρόνοια 2.3(i) της συμφωνίας και προβάλλει ότι έχουν εκπληρωθεί οι όροι της συμφωνίας εφόσον με δικές του προσπάθειες, διαπραγματεύσεις και μελέτη επιτεύχθη συμφωνία μεταξύ των συζύγων και η πελάτιδα του πήρε αυτό που ζητούσε, δηλαδή το 25% της εταιρείας του συζύγου. Από την άλλη, η Καθ' ης η αίτηση προβάλλει ότι καμία συμφωνία δεν έχει επιτευχθεί εφόσον τόσο η εναρκτήρια αίτηση όσο και η ανταπαίτηση έχουν απορριφθεί στις 2.11.2022 ως αποσυρθείσες.

Στην υπό κρίση υπόθεση πουθενά δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οι διάδικοι στην κυρίως αίτηση κατέληξαν σε οριστική λύση ή συμφωνία. Είναι γεγονός ότι γίνοντο διαπραγματεύσεις και ετοιμάστηκε προσχέδιο συμφωνίας, αλλά δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε συμφωνία υπογεγραμμένη από τους διαδίκους. Ούτε καταγράφηκε οποιαδήποτε συμφωνία επί Δικαστηρίω, ούτε έγιναν δηλώσεις στις 2/11/2022 ότι οι διάδικοι έχουν λύσει τις περιουσιακές τους διαφορές εξωδικαστικά και γι' αυτό επιθυμούν να αποσύρουν αίτηση και ανταπαίτηση, ούτε βεβαίως έγινε ακρόαση της κυρίως αίτησης και συνακόλουθα δεν εκδόθηκε οποιαδήποτε απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης. Στις 2/11/2022 η Καθ' ης η αίτηση ανέφερε ότι τερμάτισε τις υπηρεσίες του δικηγόρου της και ότι δεν επιθυμεί να την εκπροσωπεί πλέον. Αίτηση και ανταπαίτηση αποσύρθηκαν ανεπιφύλακτα. Καταλήγω ότι ο όρος 2.3.i της συμφωνίας ημερομηνίας 23/7/2020 δεν έχει εκπληρωθεί.»

 

Μετά την πιο πάνω κατάληξη του το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην απόρριψη της Αίτησης με οδηγίες, λόγω της «σπανιότητας έγερσης τέτοιου θέματος», όπως η κάθε πλευρά επιβαρυνθεί τα έξοδα της.

 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με πέντε λόγους έφεσης. Οι λόγοι έφεσης υπ' αρ. 1, 2 και 5 θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν υπήρχε ενώπιον του μαρτυρία που να δεικνύει ότι πληρούνταν οι όροι της Συμφωνίας μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης ή και προέβη σε νομικό σφάλμα ή και εσφαλμένη νομική ερμηνεία των όρων της Συμφωνίας. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης προβάλλουν ότι η Αίτηση βασιζόταν στη Συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ των εφεσειόντων και της εφεσίβλητης για την καταβολή της δικηγορικής αμοιβής.  Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της εν λόγω σύμβασης και του όρου 2.3.i αυτής, η δικηγορική αμοιβή καθίστατο πληρωτέα από την εφεσίβλητη προς τους εφεσείοντες, με τρεις διαζευκτικούς τρόπους, ήτοι με την επίτευξη λύσης (solution), ή με την επίτευξη συμβιβασμού (settlement) ή με την έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο (issue a decision). Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν υπήρχε μαρτυρία ότι οι διάδικοι είχαν καταλήξει σε οριστική λύση ή συμφωνία και πως αυτή δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου υπογεγραμμένη από τους διαδίκους, δεν ήταν κρίσιμο για την εκπλήρωση του επίδικου όρου εφόσον υπήρχε αναντίλεκτη μαρτυρία ότι τα μέρη είχαν καταλήξει σε συμφωνία διευθέτησης της υπόθεσης ή και πέτυχαν λύση της υπόθεσης και κατ' επέκταση πληρούνταν πλήρως οι προϋποθέσεις του επίδικου όρου της Συμφωνίας.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία ή και δεν προέβη στα ενδεδειγμένα ευρήματα δυνάμει της ενώπιον του μαρτυρίας, ώστε να καταλήξει ότι είχαν εκπληρωθεί οι όροι της Συμφωνίας.  Η πλευρά των εφεσειόντων υποστηρίζει ότι στην εκκαλούμενη απόφαση παρατίθεται αυτούσιο το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την Αίτηση και στο οποίο αναφερόταν ρητά πως ο δικηγόρος του συζύγου της εφεσίβλητης είχε ενημερώσει τους εφεσείοντες πως ο πελάτης του αποδέχθηκε να παραχωρήσει ποσοστό 25% στην εφεσίβλητη σε σχέση με τις μετοχές που κατείχε στην εταιρεία Hurski Ltd, πως οι εφεσείοντες και η εφεσίβλητη επικοινώνησαν μέσω Skype και η εφεσίβλητη παραδέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι όντως ο σύζυγος της είχε αποδεχθεί να της παραχωρήσει το ως άνω ποσοστό μετοχών της εν λόγω εταιρείας, ότι στις 16/6/2022 ο δικηγόρος του συζύγου της εφεσίβλητης απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στους εφεσείοντες με το οποίο επισύναψε τόσο τη συμφωνία διευθέτησης περιουσιακών στοιχείων, όσο και σχετικά έγγραφα και περαιτέρω με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 22/6/2022 ανέφερε στους εφεσείοντες ότι ο πελάτης του έκανε αποδεκτό το αίτημα τους προς παραχώρηση στην εφεσίβλητη του πιο πάνω ποσοστού των μετοχών της εν λόγω εταιρείας, καθώς επίσης οι εφεσείοντες εξασφάλισαν (για λογαριασμό της εφεσίβλητης) το ποσό των €1.500.000 το οποίο αναλογούσε στα αναφερόμενα μερίσματα από το έτος 2019 μέχρι τον ως άνω χρόνο, ενώ σε σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 2/5/2022 επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη της κατ' αρχήν συμφωνίας ή και της ως άνω  διευθέτησης της υπόθεσης και στις 16/9/2022 οι εφεσείοντες ανέφεραν εκ νέου ότι είχε επέλθει η ως άνω συμφωνία. Τα πιο πάνω ουδέποτε αμφισβητήθηκαν από την εφεσίβλητη ή και σε κάθε περίπτωση μέσω της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την ένσταση δεν παρατέθηκε με την αναμενόμενη λεπτομέρεια οποιαδήποτε άλλη εκδοχή ως προς το τί διαμείφθηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ευρήματα γεγονότων, ως όφειλε, στη βάση της ως άνω αναντίλεκτης μαρτυρίας ή και δεν αξιολόγησε αυτή ή και την αξιολόγησε εσφαλμένα, παραγνωρίζοντας  πως τα όσα είχαν τεθεί ενώπιον του επαρκούσαν για την απόδειξη της εκπλήρωσης των όρων της Συμφωνίας.

 

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι ο όρος 2.3.i της  Συμφωνίας βάσει της μαρτυρίας που προσφέρθηκε είχε εκπληρωθεί και οι εφεσείοντες δικαιούνταν σε δικηγορική αμοιβή βάσει του εν λόγω όρου και, συνεπώς, η περί αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσειόντων ότι η Αίτηση βασιζόταν στην Συμφωνία για την καταβολή της δικηγορικής αμοιβής. Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία της  Συμφωνίας και του όρου 2.3.i αυτής, η δικηγορική αμοιβή καθίστατο πληρωτέα από την εφεσίβλητη στους εφεσείοντες με τους τρεις διαζευκτικούς τρόπους οι οποίοι παρατίθενται στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης. Ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχε αναντίλεκτη μαρτυρία ότι τα μέρη είχαν καταλήξει σε συμφωνία διευθέτησης της υπόθεσης  ή και πέτυχαν λύση της υπόθεσης και κατ' επέκταση πληρούνταν πλήρως οι προϋποθέσεις του επίδικου όρου της συμφωνίας. Περαιτέρω η Συμφωνία είναι δίκαιη (fair) και λογική (reasonable) ως οι όροι έχουν νομολογιακά ερμηνευθεί.

 

Έχουμε μελετήσει με προσοχή τις θέσεις των εφεσειόντων όπως τις έχουν αναπτύξει και προφορικά ενώπιον μας ως επίσης αυτές της εφεσίβλητης η πλευρά της οποίας υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση χαρακτηρίζοντας την ως πλήρως αιτιολογημένη.

 

Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 5 αφορούν την αξιολόγηση  από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του και τα ευρήματα του.

 

Στην σχετικά πρόσφατη απόφαση μας Παπαλλής ν. Ζαχαρίου κ.α. Πολ. Έφεση Αρ. 365/2018 ημερ. 29/3/2024 επαναλάβαμε τον νομολογιακό κανόνα ότι:     

         

«το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιόν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.»

 

Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:


«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων.
(Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»

 

Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705)

         

            Περαιτέρω στην υπόθεση Ευσταθίου ν. Alpha Bank Ltd (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1682 η παράλειψη αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της μαρτυρίας του ίδιου του ενάγοντος (εφεσείοντα), την οποία αξιολόγησε παρεμφερώς και μόνο προς υποστήριξη του απορριπτικού σκεπτικού του, που είχε ήδη προαποφασιστεί, αποτέλεσε ένα από τους λόγους για επέμβαση του εφετείου το οποίο διέταξε επανεκδίκαση της αγωγής.  Στην Αγρότου κ.α. ν. Αγρότου (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1325 η πλημμέλεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει έγγραφη μαρτυρία που άγγιζε κύριες πτυχές των υπερασπιστικών θέσεων των εφεσειουσών, επίσης αποτέλεσε ένα από τους λόγους για επέμβαση του εφετείου και διατάχθηκε επανεκδίκαση.

    

Κρίνουμε ότι οι πιο πάνω λόγοι έφεσης είναι βάσιμοι.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του την εκδοχή των εφεσειόντων ότι είχαν εκπληρωθεί οι προϋποθέσεις του όρου 2.3.i της Συμφωνίας και την εκδοχή της εφεσίβλητης ότι καμία συμφωνία δεν είχε επιτευχθεί εφόσον τόσο η εναρκτήρια αίτηση όσο και η ανταπαίτηση απορρίφθηκαν την 2/11/2022 ως αποσυρθείσες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τη μαρτυρία που προσφέρθηκε από πλευράς εφεσειόντων μέσω της ένορκης δήλωσης του Γ. Διογένους που συνόδευε την Αίτηση. Η ένορκη δήλωση αποτελείται από 31 παραγράφους και επισυνάπτονται σ' αυτή 37 τεκμήρια τα οποία ούτε σχολιάζονται ούτε φαίνεται στην απόφαση να λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Επομένως είναι δικαιολογημένο το παράπονο της πλευράς των εφεσειόντων ότι το ζήτημα που έγειραν, ότι δηλαδή οι προϋποθέσεις του πιο πάνω όρου της σύμβασης είχαν εκπληρωθεί, δεν εξετάστηκε στο σύνολο του.

 

Η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει την πιο πάνω μαρτυρία και να προβεί σε ευρήματα, επιβάλλει την παρέμβαση μας.

 

          Η παρέμβαση μας επιβάλλεται και για τον λόγο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε σε ξεκάθαρη ερμηνεία των επίμαχων όρων της Συμφωνίας. Όπως έχει λεχθεί στην Αργύρη v. Χρυσοστόμου (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1362, «.το δικαστήριο έχει καθήκον, ερμηνεύοντας μια συμφωνία, να ανεύρει την πρόθεση των συμβληθέντων και να ερμηνεύσει τα αναγραφόμενα στη συμφωνία κατά τρόπο που να συνάδει, να εφαρμόζει και να υλοποιεί, την πρόθεση των συμβληθέντων». Θα έπρεπε δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει ξεκάθαρα επί των επίμαχων όρων και να προχωρήσει στη συνέχεια στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσφέρθηκε εκ μέρους των εφεσειόντων ως επίσης της υπόλοιπης μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του. Αν μετά την πιο πάνω διεργασία κατέληγε ότι ο όρος 2.3 i δεν είχε πληρωθεί, το θέμα θα έπρεπε να λήξει εκεί. Σε περίπτωση όμως που κατέληγε ότι ο όρος είχε πληρωθεί, τότε θα έπρεπε να προχωρήσει πάρα πέρα και να αποφασίσει κατά πόσο η αναφερθείσα αμοιβή και η Συμφωνία ευρύτερα ήταν δίκαιη και λογική.

 

Συνεπεία των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 5 κρίνονται βάσιμοι.   

 

Μετά την εξέλιξη αυτή, κρίνουμε ότι παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της Αίτησης από άλλο Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Η διαταγή για τα έξοδα πρωτοδίκως ακυρώνεται και αντικαθίσταται με έξοδα δίκης στην επανεκδίκαση.

 

Επιδικάζονται €4.200 πλέον ΦΠΑ έξοδα της έφεσης υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης.   

 

 

ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.

 

 

 

 

Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

 

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

___________________

*

«9. Subject to the conditions and provisions contained in these rules, an advocate may make αny agreement in writing with his client respecting the amount and manner of payment for the whole, on any part, of any services, fees, charges or disbursements in respect of business to be done by such advocate, either by a gross sum, or by commission or percentage, or salary, οr otherwise, and either at the same, or a greater rate, or at a less rate as, or than, the rate at which he would otherwise be entitled to be remunerated; but every such agreement shall be subject to the conditions and provisions contained in these rules, which shall be impliedly incorporated in such agreement.

 

10. (1) Such an agreement shall be deemed to exclude any further claim of the advocate, beyond the terms of the agreement, in respect of any service, fees, charges or disbursements in relation to the conduct and completion of the business in reference to which the agreement was made, except such services, fees, charges or disbursements (if any) as are expressly excepted by the agreement.

(2) Such agreement must not contain any term that an advocate shall not be liable for negligence, or that he shall be relieved from any responsibility to which he would otherwise be subject as such advocate.

11. (1) Any such agreement may be enforced by application, made by the advocate after notice to the client, to the Court in which the business in respect of which such agreement was made was conducted, and, if it shall appear to the Court that such agreement was fair and reasonable, the Court shall order the client to pay the sum due under the agreement.

(2)                Any such order shall be drawn up and enforced in the same way end subject to the same conditions as a judgment of the Court in an action.

(3)                If on any such application it shall appear to the Court that the agreement was not fair and reasonable, the Court may set the same aside and direct that the costs and fees and charges payable in respect of the matters included in such agreement be taxed.

(4)                It shall be lawful for the Court to make any such order as to the costs of any application made under this rule as to the Court shall seem fit.

 

..................................

 

15. Save as provided in rule 11 hereof no action shall be brought on any such agreement until its validity and effect have been determined on application in manner aforesaid or to recover any sum under any such agreement except such sum as shall have been found to be due by the Court of Judge on such application as aforesaid».

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο