ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ.16/2022)
30 Οκτωβρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
KYΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΑΝ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσείουσα,
v.
MINA ADHIKARI
Εφεσίβλητης.
--------------------
Σ. Πλατής, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείουσα.
Π. Πιερίδης, για ΠΙΕΡΙΔΗΣ & ΠΙΕΡΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από την υποφαινόμενη.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με απόφασή του ημερομηνίας 14/3/2022, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έκανε αποδεκτή την Προσφυγή (ΔΚ) Αρ. 8/2022 της Εφεσίβλητης, η οποία στρεφόταν εναντίον του διατάγματος κράτησής της. Αυτό είχε ως συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο να διατάξει την άμεση απελευθέρωση της Εφεσίβλητης.
Για πληρέστερη κατανόηση του σκεπτικού και της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απαιτείται η καταγραφή σε συντομία, των πραγματικών γεγονότων της περίπτωσης, τα οποία παρατίθενται αναλυτικά στην πρωτόδικη Απόφαση.
Εναντίον της Εφεσίβλητης, η οποία είναι υπήκοος Νεπάλ, εκδόθηκαν στις 27/7/2021 διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του Άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. Κρίθηκε παράνομη η παραμονή της Εφεσίβλητης από τις 23/11/2020, ημερομηνία κατά την οποία έπρεπε να είχε διευθετήσει την παραμονή της.
Κατά τη διάρκεια της κράτησής της στα Κρατητήρια της Μενόγειας, η Εφεσίβλητη υπέβαλε στις 14/9/2021 αίτηση για να της παραχωρηθεί διεθνής προστασία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, το εκδοθέν στις 27/7/2021 εναντίον της διάταγμα απέλασης να ανασταλεί και το διάταγμα κράτησης, ίδιας ημερομηνίας, να ακυρωθεί.
Εκδόθηκε δε από την Εφεσείουσα στις 14/9/2021 νέο διάταγμα κράτησης, δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000, το οποίο η Εφεσίβλητη προσέβαλε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (Προσφυγή (ΔΚ) Αρ. 94/2021(ΔΚ)).
Ακολούθησε στις 12/11/2021 η απόρριψη από την Υπηρεσία Ασύλου του αιτήματος της Εφεσίβλητης για χορήγηση διεθνούς προστασίας, την οποία προσέβαλε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (Προσφυγή Αρ. 8611/2021). Στη συνέχεια, στις 21/12/2021 εκδόθηκε εναντίον της Εφεσίβλητης διάταγμα κράτησης δυνάμει του Κεφ. 105 και αποφασίστηκε η προώθηση του διατάγματος απέλασης ημερομηνίας 27/7/2021, το οποίο είχε ανασταλεί λόγω της υποβολής από την Εφεσίβλητη αίτησης για διεθνή προστασία.
Την απόφαση αυτή η Εφεσίβλητη αμφισβήτησε με την Προσφυγή Αρ. 1/2022(Κ) ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο με απόφασή του ημερομηνίας 25/2/2022 ακύρωσε τα εκδοθέντα διατάγματα ημερομηνίας 21/12/2021.
Ειδικότερα:
(α) την κήρυξη της Εφεσίβλητης ως απαγορευμένης μετανάστριας,
(β) την έκδοση του διατάγματος κράτησής της και
(γ) την ενεργοποίηση του διατάγματος απέλασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 27/7/2021.
Το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε τα πιο πάνω διατάγματα ως εκδοθέντα επί εσφαλμένης νομικής βάσης, εφόσον εκδόθηκαν ενόσω ακόμα εκκρεμούσε η έκδοση τελικής απόφασης από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας επί του αιτήματος της Εφεσίβλητης για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Εν τω μεταξύ, το εκδοθέν πιο πάνω διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 21/12/2021, ήδη ακυρώθηκε και/ή ανακλήθηκε με διοικητική απόφαση ημερομηνίας 13/1/2022. Το δε διάταγμα απέλασης ημερομηνίας 27/7/2021 ανεστάλη, μέχρι εκδίκασης από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας της Προσφυγής Αρ. 8611/2021 (που αφορά την απόρριψη από την Υπηρεσία Ασύλου του αιτήματος της Εφεσίβλητης για διεθνή προστασία). Την ίδια ημέρα, ήτοι στις 13/1/2022 εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, το οποίο αποτελεί το επίδικο διάταγμα.
Με δύο Λόγους Έφεσης, η Εφεσείουσα Κυπριακή Δημοκρατία βάλλει κατά της πρωτόδικης Απόφασης.
Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1, η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 13/1/2022 αποτελεί «πράξη-συνέπεια» του εκδοθέντος διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 21/12/2021, το οποίο ακυρώθηκε με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου και έχει συμπαρασύρει σε ακύρωση και το επίδικο διάταγμα, λόγω απώλειας του νόμιμου υποστρώματός του.
Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2 προβάλλεται ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι κρίσιμες διατάξεις του Κεφ. 105 και του Άρθρου 9 ΣΤ(2)(δ) του Ν. 6(Ι)/2000 είναι συνδεδεμένες και αποτελούν «συνέχεια και αποτέλεσμα» μεταξύ τους και ότι το επίδικο διάταγμα αποτελεί «πράξη-συνέπεια» ακυρωθείσας πράξης και μεταγενέστερη πράξη των κρίσιμων διατάξεων του Κεφ. 105.
Έχουμε εξετάσει σωρευτικά τους συναφείς πιο πάνω Λόγους Έφεσης και έχουμε καταλήξει ως ακολούθως:
Το επίδικο διάταγμα ημερομηνίας 13/1/2022 εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του Ν. 6(Ι)/2000 το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.
(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(α) Για τη διαπίστωση της ταυτότητας ή της ιθαγένειας·
(β) για να προσδιοριστούν τα στοιχεία εκείνα στα οποία βασίζεται η αίτηση, η απόκτηση των οποίων θα ήταν σε άλλη περίπτωση αδύνατη, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του αιτητή·
(γ) για να αποφασιστεί, στο πλαίσιο διαδικασίας, το δικαίωμα του αιτητή για είσοδο στο έδαφος·
(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·».
(η έμφαση προστέθηκε και το υπό έμφαση κείμενο έχει μεταφερθεί στην ημεδαπή έννομη τάξη αυτούσιο από το ελληνικό κείμενο της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ)
Στο εδάφιο (18) του ίδιου Άρθρου του Νόμου προνοείται ότι:
«(18) Σε περίπτωση που ο Υπουργός ενεργεί σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2), αναφορικά με συγκεκριμένο αιτητή, ταυτόχρονα ανακαλεί τυχόν ισχύον διάταγμα το οποίο είχε εκδώσει δυνάμει του άρθρου 14 ή/και 18Π του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου αναφορικά με τον ίδιο αιτητή.».
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Janelidze και Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 17/2021, λέχθηκε ότι, η μόνη προϋπόθεση που τίθεται στο Άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του Ν.6(Ι)/2000 είναι η αίτηση για διεθνή προστασία να υποβάλλεται προκειμένου να καθυστερεί ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Η δε κράτηση δυνάμει της πιο πάνω διάταξης του Νόμου, στοχεύει στο να παρεμποδίσει τη διαφυγή του αιτούντος άσυλο, στην περίπτωση που η αίτησή του απορριφθεί και αρθεί η αναστολή του διατάγματος απέλασης του, να μπορεί να απελαθεί. Μεταφέρεται το σχετικό απόσπασμα:
«Το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε δυνάμει της παρ.(δ) του άρθρου 9ΣΤ(2) του Ν.6(Ι)/2000. Η παρ.(δ) θέτει ως λόγο της κράτησης «ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής». Καμιά άλλη προϋπόθεση δεν τίθεται στην παρ.(δ). Αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος διαπιστώνεται ότι έτσι ενήργησε τίθεται, χωρίς άλλο, υπό κράτηση. Η παρ.(δ) εντάσσεται στο εδάφιο (2) που αναφέρει: «Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης». Και το εδάφιο (3) προνοεί ότι: «Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής». Επομένως, όταν αιτητής ασύλου κρατείται δυνάμει της παρ.(δ) του άρθρου 9ΣΤ(2), η κράτηση του στοχεύει στο να παρεμποδίσει τη διαφυγή του, ώστε, στην περίπτωση που η αίτηση του για διεθνή προστασία απορριφθεί και αρθεί η αναστολή του διατάγματος απέλασης του, να μπορεί να απελαθεί.».
Εν προκειμένω, η κράτηση της Εφεσίβλητης στη βάση του εκδοθέντος από τον αρμόδιο Υπουργό επίδικου διατάγματος στις 13/1/2022, στοχεύει στο να παρεμποδίσει τη διαφυγή της στην περίπτωση που επικυρωθεί η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (που απέρριψε την αίτησή της για διεθνή προστασία) με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, στο οποίο προσέφυγε η Εφεσίβλητη (Προσφυγή Αρ. 8611/2021).
Έχει ήδη λεχθεί ότι του επίδικου διατάγματος ημερομηνίας 13/1/2022 προηγήθηκε η έκδοση διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 21/12/2021 στη βάση των διατάξεων του Κεφ. 105 και προωθήθηκε το εκδοθέν στις 27/7/2021 εναντίον της Εφεσίβλητης διάταγμα απέλασης, κρίνοντας την Εφεσίβλητη ως απαγορευμένη μετανάστρια. Οι πιο πάνω πράξεις της διοίκησης ακυρώθηκαν με απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού επιληφθεί της υπόθεσης στην ουσία της, θεώρησε ότι ήταν «σημαντικό να εξεταστούν τα δεδομένα έκδοσης του επίδικου διατάγματος, λαμβάνοντας υπόψη και την ενδεχόμενη αλλαγή των συνθηκών από την ακύρωση του διατάγματος κράτησης και απέλασης που εκδόθηκε δυνάμει του Κεφ. 105, με την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, στην Προσφυγή Αρ. 1/2022(Κ)».
Κατέληξε δε ως ακολούθως:
«Το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα, καθορίζει ότι μπορεί αιτητής ασύλου να κρατηθεί όταν αφενός, κρατείται ήδη στο πλαίσιο διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του Κεφ. 105, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης και αφετέρου, να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής.
Αυτά είναι και τα κριτήρια τα οποία το παρόν Δικαστήριο καλείται να εξετάσει στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του και είναι συνεπώς κρίσιμο να εξεταστεί κατά πόσο αυτά πληρούνται.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι πρώτιστη και απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της παραγράφου (δ) του εδαφίου 2 του άρθρου 9ΣΤ είναι ο αιτητής να κρατείται ήδη στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των διατάξεων του Κεφ. 105, ως έχουν ανωτέρω σκιαγραφηθεί τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, προκύπτει ότι είναι κρίσιμο να καθοριστεί η επίδραση που έχει η ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 1/2022 (Κ), επί της νομιμότητας του υπό κρίση διατάγματος.
[.]
Διαπιστώνεται συνεπώς ότι το γεγονός ότι η Αιτήτρια κρατείται ήδη στο πλαίσιο διαδικασίας επιστροφής (δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του Κεφ. 105), δυνάμει της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 21.12.2021, αποτέλεσε αντικείμενο της προσφυγής αρ. 1/2022 (Κ) ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Αντικείμενο επίσης της προσφυγής αυτής, ήταν και η αξιολογική κρίση της Αιτήτριας από τους Καθ' ων η αίτηση ως «απαγορευμένη μετανάστης».
Η ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα αυτής:
« Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος πως η αιτήτρια δεν είχε ακόμα απωλέσει την ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας, κατά την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 21.12.2021 και κατά την ενεργοποίηση του διατάγματος απέλασης ημερομηνίας 27.7.2021, τα οποία εκδόθηκαν επί του Κεφ. 105, αποδίδοντας προς την αιτήτρια το καθεστώς του παράνομου μετανάστη, προ της έκδοσης τελικής απόφασης επί της αίτησης παραχώρησης διεθνούς προστασίας, καταλήγω πως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν επί λανθασμένης νομικής βάσης.
[.]
Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγω πως τα προσβαλλόμενα διατάγματα εκδόθηκαν επί εσφαλμένης νομικής βάσης και ως εκ τούτου, αυτά υπόκεινται σε ακύρωση».
[.]
Υπό το φως των ως άνω αποκρυσταλλωμένων αρχών, το Δικαστήριο απαγγέλει πολλές φορές την ακύρωση εκτελεστών διοικητικών πράξεων, χωρίς να ερευνήσει ιδιαίτερα τη νομιμότητα τους, ως συνέπεια προηγούμενης ακύρωσης, εφ' όσον οι πράξεις αυτές λήφθηκαν με βάση την ακυρωθείσα ή εκδόθηκαν κατά συνέπεια της ακυρωθείσας πράξης. Και αυτό γιατί η ακυρωθείσα πράξη θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξασα και κατ' ακολουθίαν, όλες οι πράξεις που ερείδονται επί αυτής θα πρέπει να εξαφανιστούν. Ακριβώς στο σημείο αυτό γεννάται και ανάλογη υποχρέωση της διοίκησης, όπως εν συνεχεία μίας ακύρωσης, ακυρώσει ή ανακαλέσει άλλες πράξης που στηρίχθηκαν σ'αυτή. Στη σελ. 156 της ως άνω αναφερθείσας μελέτης της Κοντόγιωργα - Θεοχαροπούλου, επιβεβαιώνεται ότι η ακύρωση μεταγενέστερων πράξεων της ακυρωθείσας που έχουν στενό σύνδεσμο δικαίου προς την ακυρωθείσα, επέρχεται χωρίς έρευνα της νομιμότητας τους, και αν ακόμη αυτοτελώς κρινόμενες οι ίδιες είναι εκ πρώτης όψεως νόμιμες, για το λόγο ότι εξέλιπε η νόμιμη τους προϋπόθεση, δηλαδή η πράξη που ακυρώθηκε.
Με την ακύρωση συνεπώς του διατάγματος κράτησης της Αιτήτριας ημερ. 21.12.2021, το οποίο έπαυσε να υφίσταται με αναδρομική μάλιστα την ακύρωση του, κατέπεσε το υπόβαθρο βάσει του οποίου εκδόθηκε το εδώ προσβαλλόμενο διάταγμα, το οποίο και αναπόφευκτα συμπαρασύρεται σε ακυρότητα.».
(η έμφαση είναι στο κείμενο της απόφασης)
Με κάθε σεβασμό, δεν θα συμφωνήσουμε με την πιο πάνω προσέγγιση του ζητήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η συνέπεια της ακύρωσης από το Διοικητικό Δικαστήριο των διαταγμάτων που εκδόθηκαν στη βάση του Κεφ. 105 και ειδικότερα της ακύρωσης της ενεργοποίησης του διατάγματος απέλασης ημερομηνίας 27/7/2021, ήταν η επαναφορά της Εφεσίβλητης υπό το καθεστώς της αναστολής του διατάγματος απέλασης, μέχρι να εξεταστεί από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας η Προσφυγή της εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που απέρριψε την αίτησή της για διεθνή προστασία. Στοχεύει δε η κράτηση της Εφεσίβλητης, όπως έχει νομολογηθεί, στην παρεμπόδιση της διαφυγής της μέχρι να αρθεί η αναστολή του διατάγματος απέλασης (αν και εφόσον δεν θα έχει επιτυχή κατάληξη η Προσφυγή της που αφορά την απόρριψη της αίτησής της για διεθνή προστασία). Εξάλλου, είναι γι' αυτό που αμέσως μετά την έκδοση του επίδικου διατάγματος, ο Υπουργός ανακάλεσε στη βάση των προνοιών του Άρθρου 9 ΣΤ(18)-ανωτέρω το προηγούμενο διάταγμα που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή των προνοιών του Κεφ. 105, το οποίο στη συνέχεια ακυρώθηκε και από το Διοικητικό Δικαστήριο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τα πραγματικά γεγονότα της περίπτωσης, από της συλλήψεως της Εφεσίβλητης στις 27/7/2021 για το αδίκημα της παράνομης παραμονής της στη Δημοκρατία και της αυθημερόν έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και ιδιαιτέρως από της υποβολής της αίτησής της για διεθνή προστασία στις 14/9/2021, η Εφεσίβλητη κρατείται αδιαλείπτως στη βάση εκδοθέντων διαταγμάτων, μέχρι και την έκδοση του επίδικου διατάγματος.
Για τις συνέπειες που ενέχει η αδιάλειπτη κράτηση σε συνάρτηση με τη νομιμότητα προγενέστερου μέτρου κράτησης, καθοδηγητικά είναι τα αποφασισθέντα στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Δ.Ε.Ε. C-387/24PPU (κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημερομηνίας 4/10/2024, αποσπάσματα της οποίας παρατίθεται:
« 46 Όσον αφορά το ζήτημα αν η έλλειψη νομιμότητας μέτρου κράτησης σε βάρος αιτούντος διεθνή προστασία, το οποίο ελήφθη, βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ενόψει της μεταφοράς του αιτούντος αυτού στο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησής του, επηρεάζει τη νομιμότητα μεταγενέστερου μέτρου κράτησης ληφθέντος βάσει της οδηγίας 2008/115 σε βάρος του προσώπου αυτού, το οποίο εξακολούθησε να κρατείται αδιαλείπτως και έχει απολέσει την ιδιότητα του αιτούντος διεθνή προστασία αλλά μπορεί πλέον να θεωρηθεί ως παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας, τονίζεται, κατά πρώτον, ότι η κράτηση ενόψει απομάκρυνσης που διέπεται από την οδηγία 2008/115 και η κράτηση που διατάσσεται κατά αιτούντος άσυλο, βάσει π.χ. της οδηγίας 2013/33 και των εφαρμοστέων διατάξεων του εθνικού δικαίου, εντάσσονται σε διαφορετικές νομικές ρυθμίσεις (πρβλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, Kadzoev, C-357/09 PPU, EU:C:2009:741, σκέψη 45).
[.]
50 Επομένως, ο αιτών διεθνή προστασία, υπό την ιδιότητά του αυτή, δεν μπορεί να τεθεί υπό κράτηση βάσει της οδηγίας 2013/33 ή του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και, συγχρόνως, βάσει της οδηγίας 2008/115 ως παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας.
51 Κατά τρίτον, όπως προκύπτει από τα σημεία 58, 59 και 61 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, μέτρο κράτησης βάσει της οδηγίας 2008/115 μπορεί να χωρήσει μετά την κράτηση που εκτελείται δυνάμει της οδηγίας 2013/33 ή του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Συγκεκριμένα, καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου είναι δυνατό να τερματιστεί οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που απορριφθεί η αίτηση ασύλου. Πράγματι, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αίτησης ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (πρβλ. απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, Arslan, C-534/11, EU:C:2013:343, σκέψη 60).
52 Επιπρόσθετα, όσον αφορά τη δυνατότητα συνέχισης της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο εν λόγω σκοπός της οδηγίας 2008/115 θα διακυβευόταν αν εμποδίζονταν τα κράτη μέλη να αποτρέψουν, με μέτρο στερητικό της ελευθερίας, τη διαφυγή ενός προσώπου ύποπτου για παράνομη διαμονή πριν ακόμα αποσαφηνιστεί η κατάστασή του (πρβλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, Achughbabian, C-329/11, EU:C:2011:807, σκέψη 30).
53 Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η έλλειψη νομιμότητας μέτρου κράτησης σε βάρος αιτούντος διεθνή προστασία το οποίο έχει ληφθεί, βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ενόψει της μεταφοράς του αιτούντος αυτού στο κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησής του δεν επηρεάζει, κατ' αρχήν, τη νομιμότητα μεταγενέστερου μέτρου κράτησης που λαμβάνεται βάσει της οδηγίας 2008/115 σε βάρος του ίδιου προσώπου, το οποίο εξακολούθησε να κρατείται αδιαλείπτως και έχει απολέσει την ιδιότητα του αιτούντος διεθνή προστασία αλλά μπορεί να θεωρηθεί εφεξής παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας. Συνεπώς, η αρμόδια δικαστική αρχή δεν υποχρεούται να απολύσει αμέσως το εν λόγω πρόσωπο απλώς και μόνο λόγω του παράνομου χαρακτήρα προγενέστερου μέτρου κράτησης που ελήφθη βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
[.]
58 Εντούτοις, αφενός, όσον αφορά το δικαίωμα στην ελευθερία, όπως επισημαίνει, κατ' ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 73 των προτάσεών του, η διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα ενός προηγουμένως εκτελεσθέντος μέτρου κράτησης δεν συνεπάγεται πάντοτε την άμεση απόλυση του ενδιαφερομένου (βλ., κατ' αναλογίαν, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2013, G. και R., C-383/13 PPU, EU:C:2013:533, σκέψεις 39 και 40), η οποία θα παράσχει στο πρόσωπο αυτό τη δυνατότητα να αποκατασταθεί στα δικαιώματά του, όταν η εν λόγω αποκατάσταση δεν είναι πλέον πρακτικώς δυνατή, δεδομένου ότι η συνέχιση της κράτησης του συγκεκριμένου προσώπου δικαιολογείται εγκύρως βάσει άλλου αυτοτελούς νομικού ερείσματος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει, κατ' αρχήν, να προβλέπεται αποζημίωση για τα πρόσωπα που έχουν υποστεί αδικαιολόγητη κράτηση, προκειμένου να αποκατασταθεί η ζημία που προκλήθηκε από την παράνομη στέρηση της ελευθερίας.
[.]
60 Τέλος, υπενθυμίζεται ότι, για τους λόγους που δικαιολογούν τη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως, υπό συνθήκες όπως αυτές της υπόθεσης της κύριας δίκης, η έλλειψη νομιμότητας του πρώτου μέτρου κράτησης δεν είναι δυνατόν, κατ' αρχήν, να επηρεάσει τη νομιμότητα του δεύτερου μέτρου κράτησης που ελήφθη βάσει της οδηγίας 2008/115.».
(η έμφαση προστέθηκε)
Επομένως, τα διατάγματα κράτησης που εκδόθηκαν εναντίον της Εφεσίβλητης, το μεν πρώτο στη βάση του Κεφ.105, το δε επίδικο στη βάση του Ν.6(Ι)/2000, είναι αυτοτελή, εντάσσονται και στοχεύουν σε διαφορετικές νομικές ρυθμίσεις, χωρίς να εξαρτώνται το ένα από το άλλο. Κατ' επέκταση, δεν αποτελούν το ένα συνέπεια του άλλου, όπως εσφαλμένα απεφάνθη το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Για τους πιο πάνω λόγους, γίνεται αποδεκτή η Έφεση και η πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται. Επιστρέφεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο θα επιληφθεί κατά προτεραιότητα της υπόθεσης.
Λόγω της πιο πάνω κατάληξής μας, δεν επιδικάζονται οποιαδήποτε έξοδα.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.