ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε113/2019)

 

3 Οκτωβρίου 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

1.   ΧΡΥΣΩ ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΕΤΕΙΝΑΡΗ

2.   ΠΑΥΛΑΚΗ Π. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Εφεσειόντων/Εναγόμενων

και

 

Β2KAPITAL CYPRUS LTD

Εφεσιβλήτων/Εναγόντων

 

-------------------------

 

Γ. Ζαβρός και Δ. Σαμμούτη (κα) για Μιχαλάκης Κυπριανού & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντες.

Στ. Ανδρέου (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους.

 

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

                            από τον κ. Κονή.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου («το πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερομηνίας 2/5/2019 με την οποία απορρίφθηκε αίτηση των εφεσειόντων/εναγομένων για παραμερισμό της απόφασης που εξεδόθηκε εναντίον τους την 30/5/2017 («η Αίτηση»). 

 

Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης που αποτελεί κοινό έδαφος, η Marfin Popular Bank Public Co Ltd δάνεισε στην εφεσείουσα 1 τα ποσά των €155.000 και €30.000 στη βάση δύο συμφωνιών δανείου.  Ο εφεσείοντας 2 (σύζυγος της εφεσείουσας 1) εγγυήθηκε την πληρωμή και των δύο δανείων.  Η μη εξόφληση των δανείων οδήγησε την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, στην οποία μεταβιβάστηκε η πιο πάνω απαίτηση την 29/3/2013, στην καταχώρηση στις 17/3/2017, της αγωγής 141/2017 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου.  Πιστό αντίγραφο της αγωγής επιδόθηκε στις 29/3/2017 και για τους δύο εφεσείοντες, στην ενήλικη θυγατέρα και συγκάτοικο τους.  Παρόλα αυτά οι εφεσείοντες δεν καταχώρησαν εμφάνιση.  Στις 30/5/2017 εκδόθηκε ερήμην των εφεσειόντων, απόφαση εναντίον τους, αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, δια τα ποσά των €192.466,27 και €21.601,47 πλέον τόκων και εξόδων.

 

Στο σημείο αυτό διευκρινίζουμε ότι με βάση ειδοποίηση που καταχωρήθηκε στον φάκελο της υπόθεσης την 3/7/2024,  βάσει του άρθρου 18(4) του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2015, Ν.169(Ι)/2015, ως αυτός έχει τροποποιηθεί, η B2KAPITAL CYPRUS LTD ως αποκτόν πρόσωπο των πιστωτικών διευκολύνσεων που αφορά η παρούσα υπόθεση, έχει υποκαταστήσει δυνάμει συμφωνίας πώλησης ή και εκχώρησης ημερομηνίας 2/1/2020, την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ στα πλαίσια της παρούσας έφεσης. 

 

Οι εφεσείοντες καταχώρησαν στις 23/10/2017 την Αίτηση για ακύρωση ή και παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης.  Η Αίτηση  συνοδεύετο από την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας 1 η οποία ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η αγωγή επιδόθηκε στην θυγατέρα της η οποία τους ενημέρωσε γ΄ αυτό «πολύ σύντομα μετά» και ότι αυτή και ο σύζυγος της δεν καταχώρησαν εμφάνιση λόγω του χαμηλού μορφωτικού τους επιπέδου (απόφοιτοι δημοτικού σχολείου) και της έλλειψης εμπειρίας τέτοιων διαδικασιών, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθούν τη «σημασία του εν λόγω εγγράφου και τις επιπτώσεις που αυτό επιφέρει».

 

Η ενόρκως δηλούσα στήριξε το αίτημα της στην ύπαρξη καλής υπεράσπισης αφού ήταν παραδεκτή από πλευράς εφεσειόντων, η καλή επίδοση της αγωγής. 

 

Σύμφωνα με την ενόρκως δηλούσα/εφεσείουσα 1 η ίδια το έτος 2007 πώλησε ένα ακίνητο της στο Φρέναρος και κατέθεσε τα χρήματα που έλαβε στο υποκατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στο Αυγόρου.  Το έτος 2008 ο υπεύθυνος του υποκαταστήματος τον οποίο κατονομάζει, τους πρότεινε επειδή ήταν καλοί πελάτες «να κάνουν την κατάθεση τους  αξιόγραφα» ούτως ώστε να λαμβάνουν ένα πιο μεγάλο επιτόκιο και για το χρονικό διάστημα που τα χρήματα τους θα ήταν δεσμευμένα, θα μπορούσαν να «περνούν» με το υψηλό επιτόκιο που θα λάμβαναν.  Λόγω του μορφωτικού τους επιπέδου, αλλά και του γεγονότος ότι δεν γνώριζαν «τι ήταν τα αξιόγραφα»,  πείστηκαν από τις αναφορές του πιο πάνω προσώπου και αγόρασαν 208 αξιόγραφα CPBCS της Λαϊκής Τράπεζας.  Στη συνέχεια διεφάνη ότι οι αναφορές του εν λόγω προσώπου δεν ήταν ακριβείς και δεν τους ενημέρωσε για τους κινδύνους που συνδέονταν με την αγορά των αξιογράφων.  Αυτό διαφάνηκε όταν οι τόκοι που λάμβαναν από τα αξιόγραφα μειώθηκαν δραστικά και σε ένα χρόνο μειώθηκαν στο ένα τρίτο.  Επειδή οι τόκοι δεν συμπλήρωναν αρκετά το εισόδημα τους για να καλύπτουν τις ανάγκες τους, επικοινώνησαν με τον πιο πάνω υπεύθυνο του καταστήματος  αναφέροντας του το πρόβλημα και αυτός τους πρότεινε να λάβουν δάνειο από την τράπεζα θέτοντας τα αξιόγραφα ως εγγύηση.  Με την λήξη των αξιογράφων, θα αποπλήρωναν το δάνειο.  Έτσι προχώρησαν στη σύναψη των δύο δανείων.  Στις 8/11/2012 η ίδια υπέγραψε συμπληρωματικές συμφωνίες με την τράπεζα, στη βάση των οποίων, μεταξύ άλλων, διαγράφησαν καθυστερημένες δόσεις των δανείων και μειώθηκε ο τόκος. Υπολόγιζαν πως σε λιγότερο από ένα χρόνο, που θα έληγαν τα αξιόγραφα, θα αποπλήρωναν τα δάνεια. Την 25/3/2013 η Κυπριακή Δημοκρατία τέθηκε σε πρόγραμμα οικονομικής στήριξης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα η τράπεζα να τεθεί υπό εξυγίανση και αυτή και ο σύζυγος της να «χάσουν» τα αξιόγραφα. Ήταν η θέση της εφεσείουσας πως οδηγήθηκαν σε αυτή την κατάσταση λόγω των «οδηγιών» του πιο πάνω υπεύθυνου του υποκαταστήματος.  Ήταν περαιτέρω η θέση της ότι τόσο η αγορά των αξιογράφων όσο και η σύναψη των δανείων είναι άκυρες αφού ήταν το αποτέλεσμα απάτης ή ψευδών παραστάσεων.  Το εν λόγω πρόσωπο δεν τους ανέφερε ότι τα αξιόγραφα αποτελούν πολύπλοκο επενδυτικό προϊόν, ότι είναι αορίστου διαρκείας, ότι τα εξέδιδε η τράπεζα με σκοπό την αύξηση των  κεφαλαίων της και ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να μην καταβάλλονται οι τόκοι και ότι μπορούσαν να χάσουν το ποσό που θα κατέβαλλαν για την αγορά τους.  Αντίθετα τους παρουσιάστηκε πως τα αξιόγραφα ήταν ένα είδος κατάθεσης όπου τα χρήματα θα δεσμεύονταν για 6 χρόνια. Τα δάνεια τα συνήψαν κατόπιν παρότρυνσης του εν λόγω προσώπου το οποίο δεν τους ανέφερε ότι η τράπεζα ήταν σε κακή οικονομική κατάσταση και πως σε περίπτωση εκκαθάρισής της, οι ίδιοι θα παρέμεναν υπαίτιοι για την αποπληρωμή των δανείων ενώ οι αξιώσεις τους σε σχέση με τα αξιόγραφα, θα ήταν ανάμεσα στις τελευταίες της σειράς αποπληρωμής, όντας χρέος μειωμένης εξασφάλισης.   Υποστήριξε ότι η τράπεζα ήταν υπεύθυνη για τις παραστάσεις του εν λόγω προσώπου ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν υπάλληλος της.  Η σχέση της ίδιας και τοy συζύγου της με την τράπεζα ήταν σχέση εμπιστοσύνης (fiduciary relationship) αφού την εμπιστεύονταν για τις τραπεζικές και επενδυτικές δραστηριότητες που τους πρότεινε ενώ ήταν σε θέση να επηρεάζει τόσο την ίδια όσο και τον σύζυγο της όσον αφορά τις αποφάσεις τους για την επένδυση των χρημάτων τους.  Υποστήριξε περαιτέρω πως η αγορά των αξιογράφων και η σύναψη του δανείου ήταν αποτέλεσα οικονομικού καταναγκασμού.

 

Η εφεσείουσα 1 στην ένορκη δήλωση της αμφισβήτησε επίσης το υπόλοιπο των δανείων για το οποίο εκδόθηκε η απόφαση, υποστηρίζοντας ότι ήταν το αποτέλεσμα παράνομων χρεώσεων και παράνομων τόκων υπερημερίας καθότι στις συμβάσεις δανείου προνοείτο τόκος υπερημερίας 10% μεγαλύτερος από τον συμβατικό, κατά παράβαση του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999, Ν.160(Ι)/1999,  εφόσον δεν αποτελούσε εύλογη εκτίμηση της ζημιάς που ενδεχομένως να είχε η τράπεζα σε περίπτωση που η ίδια καθυστερούσε την καταβολή των δόσεων του δανείου.  Συνεπώς η εν λόγω ρήτρα ήταν άκυρη.

 

Σε περίπτωση που παραμεριζόταν η απόφαση, συνέχιζε η ενόρκως δηλούσα, πρόθεση τους ήταν να καταχωρήσουν ανταπαίτηση αξιώνοντας αποζημιώσεις βάσει του άρθρου 143 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007, Ν. 144(Ι)/2007, αφού το εν λόγω πρόσωπο και συνακόλουθα η τράπεζα παραβίασε σωρεία διατάξεων του.  Ειδικότερα η τράπεζα δεν προέβηκε σε οποιεσδήποτε έρευνες για να διαπιστώσει την έλλειψη εμπειρίας τους όσον αφορά επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά προϊόντα  κατά παράβαση του άρθρου 36(δ) του Νόμου, τα αξιόγραφα ήταν πολύπλοκα επενδυτικά προϊόντα και η τράπεζα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν ήταν κατάλληλα για την ίδια ενώ οι συμβουλές και προτροπές του εν λόγω προσώπου για αγορά των αξιογράφων συνιστούσαν επενδυτική συμβουλή, χωρίς αυτό να κατέχει σχετική άδεια για παροχή επενδυτικών συμβουλών, κατά παράβαση του άρθρου 52 του Νόμου.     Περαιτέρω το γεγονός ότι η τράπεζα τους συμβούλεψε να αγοράσουν αξιόγραφα τα οποία αποτελούσαν δικό της προϊόν παραβίαζε το άρθρο 29 του Νόμου καθότι υπήρχε σύγκρουση συμφερόντων.

 

Η εφεσείουσα 1 ισχυρίστηκε ακόμα ότι η ένορκη δήλωση απόδειξης δεν περιείχε θετική μαρτυρία, ως ενδείκνυτο, αναφορικά με την υπόθεση. Συγκεκριμένα, δεν υπήρχε περιγραφή του ιστορικού της υπόθεσης και απλά παρέθετε σειρά τεκμηρίων τα οποία το Δικαστήριο ουσιαστικά καλείτο να μελετήσει μόνο του και τέλος, κάτι πολύ σημαντικό όπως το χαρακτήρισε, δεν αναφερόταν στην ένορκη δήλωση γιατί η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ αξίωνε το υπόλοιπο των επίδικων δανείων τη στιγμή που δεν συνάφθηκαν μαζί της αλλά με τη Λαϊκή Τράπεζα. 

 

Ως προς τον χρόνο που διέρρευσε από την επίδοση μέχρι την καταχώρηση της  Αίτησης, η εφεσείουσα 1 ανέφερε ότι στις αρχές του Οκτωβρίου του 2017 ενημερώθηκε για την ύπαρξη εντάλματος κατάσχεσης κινητής περιουσίας της και τότε αντιλήφθηκε τις πιθανές επιπτώσεις που μπορούσε να τους επιφέρει το έγγραφο που τους επιδόθηκε στις 29/3/2017. Μετά από συνάντηση που είχαν με δικηγόρο του δικηγορικού γραφείου που τους εκπροσωπούσε προχώρησαν στην καταχώριση της Αίτησης όσο πιο γρήγορα μπορούσαν.

 

Η Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ στην οποία είχαν μεταβιβαστεί τα πιο πάνω δάνεια και είχε προχωρήσει στην καταχώρηση της αγωγής και πέτυχε την έκδοση απόφασης,  καταχώρησε ένσταση, στην οποία πρόβαλε μεταξύ άλλων, ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και πως οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν επαρκή μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει ότι είχαν εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση. Η ένσταση συνοδεύετο από ένορκη δήλωση εργοδοτουμένου της εν λόγω τράπεζας/καθ΄ης η αίτηση στην οποία ισχυρίστηκε ότι οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε επαρκή μαρτυρία η οποία να αποδεικνύει την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης και πως οι εφεσείοντες προσπαθούσαν να συνδέσουν το εξ αποφάσεως χρέος τους με εκ των υστέρων απαιτήσεις για αξιόγραφα που έλαβαν από την Marfin Popular Bank Public Co Ltd για τα οποία μέχρι και το χρόνο καταχώρησης της ένστασης (7/11/2017) δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια.  Ισχυρίστηκε επίσης ότι οι εφεσείοντες με την ελεύθερη τους βούληση και χωρίς οποιαδήποτε πλάνη, αθέμιτη επιρροή ή πίεση από πλευράς της τράπεζας, υπέγραψαν τα έγγραφα παροχής τραπεζικών διευκολύνσεων, εγγυητήρια και οποιωνδήποτε άλλων εξασφαλίσεων και οι τελευταίοι είχαν πλήρη επίγνωση των πράξεων τους όταν υπέγραφαν τα εν λόγω έγγραφα.  Τέλος, ισχυρίστηκε ότι οι εφεσείοντες επιδίωκαν ουσιαστικά να παρεμποδίσουν την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ από το να εισπράξει το λαβείν της στην βάση μιας νομότυπα εκδοθείσας και άμεσα εκτελεστής δικαστικής απόφασης.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραθέτει  την νομική πτυχή αναφορικά με το όλο θέμα, έκρινε ότι το μοναδικό ζήτημα που θα έπρεπε να εξεταστεί  ήταν κατά πόσο οι εφεσείοντες είχαν καταφέρει να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι είχαν καλή υπεράσπιση που ήταν το βασικότερο κριτήριο που θα λαμβάνετο υπόψη κατά την εξέταση της αίτησης αφού δεν τίθετο θέμα κακής ή μη επίδοσης της αγωγής. 

 

Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι:

«Τα όσα οι εναγόμενοι προβάλλουν δεν είναι, κατά την κρίση μου, υπεράσπιση στην αγωγή.  Ως προς τη θέση των εναγομένων πως η αγορά των αξιογράφων ήταν το αποτέλεσμα των όσων ψευδώς τους παρέστησε ο υπάλληλος της Λαϊκής Τράπεζας Κώστας Ηλία, θα πρέπει να λεχθεί πως πέραν των λεκτικών ισχυρισμών τους, οι εναγόμενοι δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε στοιχεία που να τεκμηριώνουν την θέση τους. Αντίθετα, είναι παραδεκτό από την πλευρά τους πως γνώριζαν ότι οι καταθέσεις τους θα ήταν δεσμευμένες για έξι (6) χρόνια και πως τα αξιόγραφα θα απέφεραν ψηλό τόκο. Το ότι τα αξιόγραφα απέφεραν αρχικά ψηλό τόκο καταδεικνύεται από τον πίνακα στον οποίο η ίδια η εναγόμενη 1 κάμνει αναφορά στην Ένορκη της Δήλωση. Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί πως στη θέση των εναγόντων πως μέχρι και σήμερα «ουδέν έπραξαν» σε σχέση με τα αξιόγραφα, δεν απάντησαν, ούτε και προέβαλαν την δική τους θέση. Από τα όσα οι ίδιοι έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν υποστηρίζεται η εκδοχή τους.

 

Το ίδιο ατεκμηρίωτη παρέμεινε και η θέση τους πως και τα δάνεια που συνήψαν ήταν επίσης προϊόν «ψευδών παραστάσεων και/ή απάτης και/ή ψυχικής πίεσης και/ή οικονομικού καταναγκασμού».  Από τα Τεκμήρια που επισυνάπτονται στην Ένορκη Δήλωση του Μάριου Σωφρονίου ημερομηνίας 26.5.2017 (καταχωρήθηκε στα πλαίσια απόδειξης της υπόθεσης) καταδεικνύεται πως οι εναγόμενοι αφενός μεν συμβλήθηκαν με την ελεύθερη τους βούληση και αφετέρου κατανόησαν τους όρους των συμφωνιών των δανείων και των εγγυήσεων  αφού υπέγραψαν σχετική επιστολή (Τεκμήριο Δ) με την οποία δήλωναν πως δεν επιθυμούσαν να λάβουν νομική συμβουλή, προτού υπογράψουν τις συμφωνίες εγγύησης και δανείου.

 

Η θέση πως τα χρεωστικά υπόλοιπα των δανείων έχουν επιβαρυνθεί με παράνομες χρεώσεις και παράνομους τόκους υπερημερίας, επίσης έχει παραμείνει ατεκμηρίωτη. Οι εναγόμενοι δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο που να υποστηρίζει τα όσα διατείνονται. Η απλή αναφορά πως «οι υπέρογκες χρεώσεις και τόκοι με τους οποίους χρεώνονταν τα δάνεια, φαίνονται ξεκάθαρα στο Τεκμήριο Ξ της Ένορκης Δήλωσης του Μάριου Σωφρονίου ημερομηνίας 26.5.2017», δεν αρκεί. Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, η δήλωση της εναγόμενης 1 επί του ιδίου Τεκμηρίου, πως «από εκεί φαίνεται πόσο απότομα και μέσα σε λίγα μόνο χρόνια το υπόλοιπο των δανείων εκτοξεύτηκε από το αρχικό ποσό, στο ποσό της απόφασης.»

 

Καταληκτικά, θεωρώ πως οι ισχυρισμοί των εναγομένων ως προς την ύπαρξη καλής υπεράσπισης, παρέμειναν μετέωροι. Οι εναγόμενοι δεν έχουν πείσει το Δικαστήριο ότι έχουν συζητήσιμη υπόθεση. Το νοηματικό περιεχόμενο της έννοιας «αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης» δεν μπορεί να εξαντλείται στην απλή παράθεση από τον αιτητή μιας εκδοχής διαφορετικής από εκείνης του ενάγοντα. Εξυπακούεται ένα πιο ευρύ πλαίσιο. Ο αιτητής θα πρέπει να παρουσιάσει στο Δικαστήριο κάποια αποδεικτικά στοιχεία μέσα από τα οποία να διαφαίνεται, με επαρκή λεπτομέρεια, η ύπαρξη γνήσιας, εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης. Έτσι, που η παράθεση της θέσης του (αιτητή) με συνακόλουθη σύνδεση της με υποστηρικτικό υλικό να δίνει στην εκδοχή του επαρκή βαρύτητα, ούτως ώστε να αποσείσει το βάρος που έχει σε αίτηση αυτής της μορφής.»

 

 

  Όσον αφορά την επιμέλεια την οποία επέδειξαν οι εφεσείοντες και την ταχύτητα με την οποία έδρασαν, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι οι εφεσείοντες έδρασαν χωρίς ολιγωρία όταν έλαβαν γνώση της απόφασης που εκδόθηκε εναντίον τους, αναφέροντας όμως ότι αυτό δεν ήταν αρκετό για την επιτυχία της αίτησης. 

 

Συνεπεία των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση με έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

 

Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με τρεις λόγους έφεσης.  Οι δυο πρώτοι λόγοι έφεσης θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας. 

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως δεν κατέδειξαν οι εφεσείοντες  ότι έχουν καλή υπεράσπιση στην αγωγή ή και πως οι εφεσείοντες δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης πως έχουν καλή υπεράσπιση στην αγωγή.  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης προβάλλεται ότι οι εφεσείοντες ήγειραν υπεράσπιση απάτης ή και ψευδών παραστάσεων ή και ψυχικής πίεσης ή και οικονομικού καταναγκασμού σε σχέση με προφορικές παραστάσεις τις οποίες προέβη η Cyprus Popular Bank Public Cο Ltd (όπως μετονομάστηκε η Marfin Popular Bank Public Co Ltd) ή και υπάλληλοι της  οι οποίες καθιστούν τις επίδικες συμφωνίες δανείου άκυρες, δεν μπορούσαν να παρουσιάσουν οποιαδήποτε άλλα στοιχεία ότι έγιναν πράγματι οι εν λόγω παραστάσεις εκτός από μια λεπτομερή περιγραφή των σχετικών συμφωνιών και των όσων τους αναφέρθηκαν ή και δεν αναφέρθηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο καθώς και μαρτυρία ως προς το αναληθές των εν λόγω αναφορών, πράγμα που έγινε μέσω της ένορκης δήλωσης της εφεσείουσας 1 που συνόδευε την Αίτηση.  Παρουσίασαν επίσης έγγραφη μαρτυρία που καταδείκνυε ότι οι προφορικές παραστάσεις στις οποίες προέβηκε η Cyprus Popular Bank Public Co Ltd και οι οποίες οδήγησαν στην σύναψη των επίδικων συμφωνιών δεν ήταν αληθείς.  Συγκεκριμένα το Τεκμήριο 1 στην ως άνω ένορκη δήλωση ήταν έγγραφα που απέστειλε η Cyprus Popular Bank Public Co Ltd στην εφεσείουσα 1 αναφορικά με τους τόκους των αξιογράφων CPBCS από τα οποία φαινόταν ότι οι τόκοι των εν λόγω αξιογράφων μειώθηκαν στο 1/3 σε μόλις ένα χρόνο σε αντίθεση με τις αναφορές της εν λόγω τράπεζας που προκάλεσαν την αγορά τους, ήτοι μεταξύ άλλων ότι οι εφεσείοντες θα έπαιρναν ψηλούς τόκους για 6 χρόνια.  Προβάλλεται επίσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στη σελίδα 10 της απόφασης του ότι «θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη θέση των εναγόντων πως μέχρι και σήμερα «ουδέν έπραξαν» σε σχέση με τα αξιόγραφα δεν απάντησαν ούτε και προέβαλαν την δική τους θέση».  Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι αυτοί όχι μόνο προέβαλαν υπεράσπιση στην αγωγή ότι τα αξιόγραφα (και κατ΄ επέκταση τα επίδικα δάνεια) είναι άκυρα, όντας το αποτέλεσμα απάτης ή και ψευδών παραστάσεων ή και ψυχικής πίεσης ή και οικονομικού καταναγκασμού αλλά αναφερόταν στην παράγραφο 26 της ένορκης δήλωσης της εφεσείουσας 1 ότι σε περίπτωση έγκρισης της Αίτησης οι εφεσείοντες είχαν σκοπό να καταχωρήσουν ανταπαίτηση στην αγωγή για αποζημιώσεις βάσει του άρθρου 142 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2007, Ν.144(Ι)/2007.  Υποστηρίζουν επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση οι εφεσίβλητοι δεν παρέθεσαν οποιαδήποτε διαφορετική εκδοχή ή και δεν προέβαλαν συγκεκριμένους ισχυρισμούς που να αντικρούουν τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας 1 με αποτέλεσμα οι ισχυρισμοί της τελευταίας να παραμείνουν ουσιαστικά αναντίλεκτοι.   Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε επίσης υπόψη του ότι ο ενόρκως δηλών στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση δεν γνώριζε προσωπικά και δεν ήταν σε θέση να αντικρούσει τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων ως προς το πως συνάφθηκαν τα επίδικα έγγραφα αφού αυτά συνάφθηκαν αρχικά από την Λαϊκή Τράπεζα και όχι από τους εφεσίβλητους στην υπηρεσία των οποίων βρισκόταν ο ενόρκως δηλών.  Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε στη σελίδα 10 της απόφασης του ότι η θέση των εφεσειόντων πως τα χρεωστικά υπόλοιπα των δανείων είχαν επιβαρυνθεί με παράνομες χρεώσεις και παράνομους τόκους υπερημερίας, είχε παραμείνει ατεκμηρίωτη και πως οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν οποιοδήποτε στοιχείο που να υποστηρίζει τα όσα διατείνονται.  Οι εφεσείοντες επισύναψαν τις επίδικες συμφωνίες δανείων στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας 1 και παρέπεμψαν στο γεγονός πως κατά παράβαση των διατάξεων του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου, Ν.160(Ι)/1999, ο τόκος υπερημερίας που αυτές προνοούσαν ήταν κατά 10% μεγαλύτερος από τον συμβατικό τόκο.  Παρέπεμψαν επίσης στο Τεκμήριο Ξ της ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 26/5/2017 που καταχωρήθηκε προς απόδειξη της υπόθεσης εκ μέρους των εφεσιβλήτων.  Οι εφεσείοντες προβάλλουν επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έδωσε  βαρύτητα στο Τεκμήριο Δ στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 26/5/2017, βάση του οποίου κατ΄ ισχυρισμό οι εφεσείοντες δήλωναν πως δεν επιθυμούσαν να λάβουν νομική συμβουλή προτού υπογράψουν τις επίδικες συμφωνίες, αφού τέτοιο θέμα δεν εγέρθηκε στην ένσταση των εφεσιβλήτων στα πλαίσια της Αίτησης. Υποστηρίζουν περαιτέρω ότι η ύπαρξη ενός τέτοιου εγγράφου δεν αναιρεί τις υπερασπίσεις που οι εφεσείοντες προέβαλαν.  Τέλος, είναι η θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε επίπεδο ή και μέτρο απόδειξης πολύ πιο αυστηρό από αυτό που επιτάσσει η νομολογία για την κατάδειξη καλής υπεράσπισης σε αιτήσεις παραμερισμού απόφασης. 

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως τα όσα οι εφεσείοντες προέβαλαν στην ένορκη δήλωση της εφεσείουσας 1 που υποστήριζε την Αίτηση δεν ήταν «υπεράσπιση στην αγωγή».  Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την Αίτηση υπήρχε λεπτομερής περιγραφή των γεγονότων από τα οποία προέκυπτε υπεράσπιση στην αγωγή και επισυναπτόταν όλη η έγγραφη μαρτυρία που μπορούσε να επισυναφθεί και επαναλαμβάνουν τα όσα αναφέρονται στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης.

 

Υπάρχει ευρεία νομολογία σχετικά με το θέμα που εξετάζεται στην παρούσα υπόθεση. 

 

Στην υπόθεση Σκάρος v. Χριστοδούλου κ.ά. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 291 λέχθηκε ότι:

 

«Οι αρχές που διέπουν τον παραμερισμό μιας απόφασης που εκδόθηκε από ένα πρωτόδικο Δικαστήριο έχουν καθορισθεί στην Αγγλική απόφαση Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, και έχουν υιοθετηθεί στις Κυπριακές Αποφάσεις Kotsapas v. Titan Construction and Engineering Company (1961) C.L.R. 317Christoforou v. Kyriakoulli (1963) 2 C.L.R. 159Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204Mine and Quarry Services Ltd. v. Α. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ. v. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 28 και Milouca Motor Trading Ltd. v. Κούρτης (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941.

Η γενική αρχή του δικαίου όπως προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις είναι ότι για να επιτύχει τον παραμερισμό μιας απόφασης ο αιτητής θα πρέπει να πείσει ότι έχει μια εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην απαίτηση που προβάλλεται εναντίον του. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπ' όψη από τη μια την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουστεί και από την άλλη την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών διαδικασιών.  Όμως η χωρίς ουσιαστικό λόγο παράλειψη του αιτητή να εμφανισθεί και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του να πάρει έγκαιρα μέτρα για την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης μπορεί να αποτελέσει λόγους για την απόρριψη της αίτησης. (Mine and Quarry Services Ltd. v. Γεωργίου (Μαύρου) και Milouca Motor Trading Ltd. v. Κούρτης πιο πάνω.)»

Περαιτέρω στην υπόθεση Φραντζής v. Λαϊκής Κυπρ. Τράπεζας (Χρημ.) Λτδ (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 1094, λέχθηκε ότι:

 

«Όπως έχει ορθά τονιστεί στην υπόθεση  Mine  &  Quarry Services Ltd v. Aνδρέα Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, η εξουσία του δικαστηρίου σε παρόμοια ζητήματα έχει διακριτικό χαρακτήρα.  Για να ακυρωθεί εκδοθείσα απόφαση ο αιτητής οφείλει να πείσει πως διαθέτει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση στην προβαλλόμενη εναντίον του απαίτηση. Θα πρέπει να προκύπτει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, χωρίς το δικαστήριο να προχωρεί σε αξιολόγηση οποιασδήποτε μαρτυρίας που προσάγεται για σκοπούς κατάρριψης του ισχυρισμού αυτού (Land Securities P.L.C. v. Receiver for the Metropolitan Police District [1983] 1 W.L.R. 439 και Sidnell v. Wilson [1966] 2 Q.B. 67).

 

Η απλή εξήγηση της καθυστέρησης δεν συνιστά και ικανοποιητική δικαιολόγησή της. Πολύ περισσότερο όταν το δικαστήριο χαρακτηρίζει τις δοθείσες δικαιολογίες αδύναμους ισχυρισμούς. Ο εφεσείων είχε το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του ότι δικαιολογημένα καθυστέρησε να αποταθεί όπως απαιτείται από τη Δ.48 θ.4

Επίσης στην υπόθεση Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, λέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι:

 

«Το Δικαστήριο ερευνά τα ενώπιον του στοιχεία για να διαγνώσει μόνον εάν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο σημείο.  Στο στάδιο αυτό δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης.»

 

Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.  Κρίνουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι πέραν των λεκτικών ισχυρισμών τους οι εφεσείοντες δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε στοιχεία που να τεκμηριώνουν την θέση τους ως επίσης ότι ήταν παραδεκτό από την πλευρά τους πως γνώριζαν ότι οι καταθέσεις τους ήταν δεσμευμένες για 6 χρόνια και θα απέφεραν ψηλό τόκο και πως το γεγονός ότι τα αξιόγραφα θα είχαν αρχικά ψηλό τόκο καταδεικνύεται στον πίνακα στον οποίο η ίδια η εφεσείουσα 1 κάνει αναφορά στην ένορκη της δήλωση (Τεκμήριο 1).  Περαιτέρω ορθά έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεν απάντησαν ούτε και προέβαλαν την δική τους θέση, και πως μέχρι το χρόνο εκδίκασης της αίτησης «ουδέν έπραξαν» σε σχέση με τα αξιόγραφα και ότι δεν υποστηρίζετο η εκδοχή τους.  Σε σχέση με το τελευταίο αυτό συμπέρασμα του το πρωτόδικο Δικαστήριο εννοούσε ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν προβεί σε οποιαδήποτε διαβήματα σε σχέση με τα αξιόγραφα μέχρι την εκδίκαση της Αίτησης. 

 

Περαιτέρω ορθή είναι και η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η θέση των εφεσειόντων πως τα δάνεια που συνήψαν ήταν προϊόν ψευδών παραστάσεων ή και απάτης ή και οικονομικού καταναγκασμού παρέμεινε ατεκμηρίωτη αφού οι εφεσείοντες δεν αναφέρθηκαν σε ικανοποιητικό βαθμό σε παραστάσεις απάτης ή και ψευδών παραστάσεων ή και ψυχικής πίεσης ή και περιστάσεις που να παραπέμπουν σε οικονομικό καταναγκασμό σε σχέση με τη σύναψη των δανείων αυτών αλλά παραδέχονται  ότι προχώρησαν στην σύναψη των δανείων λόγω του ότι οι τόκοι δεν συμπλήρωναν αρκετά το εισόδημα τους για να καλύπτουν τις ανάγκες τους.  Από τα τεκμήρια που επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 26/5/2017 προκύπτει ότι οι εφεσείοντες αφενός  συμβλήθηκαν με την ελεύθερη τους βούληση και αφετέρου κατανόησαν τους όρους των δανείων και των εγγυήσεων αφού υπόγραψαν σχετικές επιστολές Τεκμήρια Δ και Τ με τις  οποίες δήλωσαν ότι δεν επιθυμούσαν να λάβουν νομική συμβουλή προτού υπογράψουν τις συμφωνίες εγγύησης και των δύο δανείων.  Υποδεικνύουμε ότι σύμφωνα με την υπόθεση Γεωργίου ν. Οργ. Χρημ. Τραπ. Κύπρου Λτδ (Αρ.2) (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1938 που αφορούσε αίτηση παραμερισμού απόφασης, το Εφετείο αποφάσισε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να αντλήσει πληροφορίες και άλλα στοιχεία που αποτελούσαν μέρος του φακέλου της υπόθεσης. 

 

Ατεκμηρίωτη, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέμεινε και η θέση των εφεσιβλήτων πως τα χρεωστικά υπόλοιπα των δανείων είχαν επιβαρυνθεί με παράνομες χρεώσεις και παράνομους τόκους υπερημερίας.  Ορθά επίσης έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο πως δεν μπορούσε να καταδειχθεί κάτι τέτοιο μέσω της μελέτης του Τεκμηρίου Ξ στην ένορκη δήλωση προς απόδειξη της αγωγής ημερομηνίας 26/5/2017. Οι εφεσείοντες όφειλαν στη συγκεκριμένη περίπτωση να παρουσιάσουν τεκμηριωμένη θέση και εισήγηση προς στήριξη της θέσεως τους αυτής και όχι να αρκεστούν σε απλές αναφορές για το περιεχόμενο του ως άνω Τεκμηρίου Ξ. Όπως έχει λεχθεί στην Καλλής ν. Alpha Bank Ltd (2002) 1(B) A.A.Δ. 793:

« Ο διάδικος ο οποίος επιδιώκει τον παραμερισμό πρέπει να προσκομίσει στοιχεία που να αποκαλύπτουν, κατ' αρχήν έστω ότι έχει γνήσια υπεράσπιση στην αξίωση.  Βλ. K.C.P. Commission Agents & Importers Ltd v. Ανδρέα Μιχαήλ (1993) 1 Α.Α.Δ. 415.

 

Τα πιο πάνω ισχύουν για όλους τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων για τους οποίους δεν προσκόμισαν στοιχεία.

 

Όσον αφορά τη θέση των εφεσειόντων ότι αυτοί παρουσίασαν αναντίλεκτη μαρτυρία ενώ οι εφεσίβλητοι δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε διαφορετική εκδοχή κρίνουμε ότι αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.  Όπως προκύπτει από την πιο πάνω παρατεθείσα νομολογία και όπως ορθά το Δικαστήριο τονίζει στην σελίδα 7 της απόφασης του ο πρωταρχικός παράγοντας ο οποίος επενεργεί στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου είναι η αποκάλυψη υπεράσπισης παρόλο που μπορεί να επενεργήσουν και άλλοι παράγοντες μικρότερης όμως σημασίας παραπέμποντας στη Μilouca Motor Trading Ltd (ανωτέρω) και παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.α. (ανωτέρω): 

«Το βασικό κριτήριο είναι κατά πόσον ο εναγόμενος ικανοποιεί το δικαστήριο πως έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην αγωγή ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να την προβάλει. Τα υπόλοιπα κριτήρια, όπως π.χ. η επιμέλεια την οποία επέδειξε και η ταχύτητα με την οποία έδρασε μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον του, μολονότι στοιχεία που μετρούν στην κρίση του δικαστηρίου, δεν αναιρούν το πιο ουσιώδες την ύπαρξη δηλαδή εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης

 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι πρόθεση τους σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης ήταν η καταχώριση ανταπαίτησης στην αγωγή για αποζημιώσεις βάση του άρθρου 142 του Νόμου 144(Ι)/2007, πέραν των όσων αναφέρουμε πιο πάνω, υποδεικνύουμε ότι αυτό που εξετάζεται σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης στην αγωγή. Αναφορικά με το ζήτημα της ανταπαίτησης παραπέμπουμε στην πρόσφατη υπόθεση Θεοδότου ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 294/2019, ημερομηνίας 12/4/2024 όπου αποφασίστηκε από το Εφετείο ότι η πιο πάνω νομοθεσία δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου δεν παρέχονται επενδυτικές υπηρεσίες σε επαγγελματική βάση, δεν υπάρχει δηλαδή σχέση επενδυτή και παρόχου επενδυτικών υπηρεσιών ως επίσης ότι από τη στιγμή που η τράπεζα λειτουργούσε σαν εκδότης των εν λόγω αξιών και οι αξίες είχαν αποκτηθεί στην πρωτογενή αγορά, δεν υπήρχε λήψη και διαβίβαση αλλά ούτε και εκτέλεση εντολών και συνεπώς η εν λόγω νομοθεσία δεν μπορούσε να εφαρμοστεί.

 

Τέλος, θα θέλαμε να υποδείξουμε ότι με βάση τις πρόνοιες της Δ.17, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως ίσχυαν τότε, το ζήτημα του παραμερισμού απόφασης ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.  Κρίνουμε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε αιτιολογημένα και κινήθηκε εντός των ορίων που ορίζει η νομολογία και δεν βρίσκει έρεισμα η αντίθετη θέση των εφεσειόντων, όπως και η θέση τους ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε επίπεδο ή και μέτρο απόδειξης πολύ πιο αυστηρό από αυτό που επιτάσσει η νομολογία.   

 

  Όπως άλλωστε έχει λεχθεί στην Χαραλάμπους ν. K&T Andreou Ltd κ.α. (2002) 1(Β) ΑΑΔ 1296 που αφορούσε αίτηση παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε ερήμην:

«Το Εφετείο δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος. Όπως αναφέρει ο Πικής, Π. στην υπόθεση Milouca, "εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει· δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος.  Αυτή παραμένει στο Δικαστήριο (πρωτόδικο) στο οποίο εναποτίθεται.  Είναι υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το Εφετείο. (Βλ. Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 962).»

Το Ανώτατο Δικαστήριο είναι πολύ προσεκτικό στο να επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας κατώτερου Δικαστηρίου.  Επεμβαίνει μόνο στην απόφαση του εάν υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή αρχής δικαίου ή εάν η άσκηση της διακριτικής εξουσίας είναι καθαρά εσφαλμένη (βλ. Νεάρχου (πιο πάνω) και Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 529).»

 

Με βάση τα πιο πάνω, ο πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν υπεισήλθε ή και δεν εξέτασε τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι η προσαχθείσα μαρτυρία προς απόδειξη της υπόθεσης και βάσει της οποίας εκδόθηκε ερήμην απόφαση την 30/5/2017 ήταν ελλιπής ή και ανεπαρκής ή και δεν περιείχε ή και δεν περιλάμβανε θετική μαρτυρία ως ενδείκνυται.  Προς υποστήριξη των πιο πάνω υποβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει κατά πόσο η απόφαση ημερομηνίας 30/5/2017 εκδόθηκε κατόπιν επαρκούς απόδειξης και παράθεσης θετικής μαρτυρίας, ότι δεν ασχολήθηκε καθόλου με το γεγονός ότι η ένορκη δήλωση ημερομηνίας 26/5/2017 δεν περιείχε οποιαδήποτε περιγραφή της υπόθεσης παρά μόνο παρέθετε μια σειρά τεκμηρίων ως επίσης δεν εξηγούσε ή και δεν περιείχε μαρτυρία που να καταδεικνύει γιατί τα επίδικα δάνεια οφείλονται κατ΄ ισχυρισμό στην εφεσίβλητη τη στιγμή που δεν συνάφθηκαν με αυτή αλλά με την Cyprus Popular Bank Public Co Ltd.

 

Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί.  Υποδεικνύουμε κατ΄ αρχάς ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 10 της απόφασης του αναφέρει ότι μελέτησε τα τεκμήρια στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 26/5/2017 και τα οποία έλαβε υπόψη κατά την εξέταση των ισχυρισμών των εφεσειόντων περί ύπαρξης καλής υπεράσπισης.  Όσον αφορά το ζήτημα γιατί τα επίδικα δάνεια οφείλονται στην εφεσίβλητη, στο κλητήριο ένταλμα ειδικώς οπισθογραφημένο,  αναφέρεται στη παράγραφο 1 των λεπτομερειών ότι «Από την 29/3/2013 με βάση το διάταγμα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 5(12)(α) 7(1) και 9 του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, το οποίο αναφέρεται ως το Περί Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013 και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ως Κ.Δ.Π. 104/2013 έχουν μεταβιβαστεί περιουσιακά στοιχεία, τίτλοι ιδιοκτησίας, δικαιώματα και υποχρεώσεις της στη Bank of Cyprus Public Company Ltd».  Το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη του μαρτυρία σε σχέση με το ζήτημα αυτό, αφού αποτελεί δικαστική γνώση.  Στο Σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη, Έκδοση 2014, αναφέρεται στη σελίδα 259 ότι το Δικαστήριο μπορεί να λάβει δικαστική γνώση διαφόρων γνωστοποιήσεων που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας χωρίς να παρίσταται ανάγκη κατάθεσης τους ως τεκμηρίων με παραπομπή στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ιωσήφ και Άλλης (2004) 3 Α.Α.Δ. 420.  Περαιτέρω, στην Τράπεζα Κύπρου Δημ. Ετ. Λτδ ν. Χαραλάμπους κ.α. (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 829 λέχθηκε ότι σε διαδικασία απόδειξης όπου ο αντίδικος δεν λαμβάνει μέρος και υπάρχει μόνο μια εκδοχή ως προς τα γεγονότα, αυτό που συνήθως απομένει να εξεταστεί είναι εάν τα γεγονότα που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία θα πρέπει να τίθενται με αποδεκτό τρόπο και να αποδεικνύουν την αξίωση του ενάγοντα.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση επισυνάφθηκαν στην ένορκη δήλωση τα έγγραφα της συμφωνίας των δύο δανείων, τα έγγραφα συμπληρωματικής συμφωνίας των δύο δανείων, τα εγγυητήρια έγγραφα, διάφορες επιστολές μεταξύ των οποίων και επιστολές τερματισμού, καταστάσεις λογαριασμού, κατάλογοι επιτοκίων και χρεώσεων, έγγραφο με τίτλο «Γενικοί Όροι και Κανονισμοί» και δήλωση του ενόρκως δηλούντα ότι οι εφεσείοντες ουδέν ποσόν πλήρωσαν έναντι του χρέους τους από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, δηλαδή έγγραφα τα οποία ήταν αναγκαία για απόδειξη της αξίωσης.  Δεν υπήρχε ανάγκη απόδειξης του τρόπου σύναψης των δανείων και μεταφοράς τους στους εφεσίβλητους.  Όπως έχει λεχθεί στην Τράπεζα Κύπρου Δημ. Ετ. Λτδ (ανωτέρω):

«Σε περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση, που αφορούν σε κατ΄ ισχυρισμό τραπεζικό χρέος, το οποίο δεν έχει αμφισβητηθεί, δεν υπάρχουν οποιαδήποτε αμφισβητούμενα γεγονότα, παρά μόνο τα ίδια τα εγειρόμενα με την αξίωση γεγονότα, τα οποία και χρήζουν απόδειξης.»

 

Με βάση τα πιο πάνω, ο τρίτος λόγος έφεσης επίσης απορρίπτεται.

 

Συνεπεία των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με €4.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων.

 

                                                                    ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρ.

 

 

                                                                    Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

                                                                    Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ. 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο