ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε106/2021)
24 Οκτωβρίου 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΥΣΙΚΟΣ
Εφεσείων
ν.
1. ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΝΑΣΗΣ
2. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΚΟΥΛΗΣ
3. ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
4. ΚΩΣΤΑΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ
5. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
6. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΠΟΛΥΒΙΟΥ
Εφεσίβλητοι
Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά
Πόλυς Σελίπας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους 4 & 5.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(από έδρας)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Ο εφεσείων o οποίος εμφανίζεται προσωπικά, έχει καταχωρίσει αγωγή ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην οποία σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, ζητά από τους εναγόμενους καταβολή χρηματικού ποσού ως αποζημίωση για γραπτή δυσφήμηση και επίσης δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των εναγομένων να μην εξετάσουν ως όφειλαν επιστολή που είχε αποστείλει στο αρμόδιο Υπουργείο Άμυνας για υπερωριακή απασχόληση, είναι παράνομη, άκυρη και στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος. Είναι περαιτέρω η θέση του αιτητή όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης ότι η απόφαση του Υπουργείου Άμυνας για μη προαγωγή του στην Εθνική Φρουρά που οδήγησε τελικώς και στην απόλυση του, ήταν αυθαίρετη και λήφθηκε κατόπιν πλάνης και λανθασμένης ερμηνείας των σχετικών κανονισμών.
Ακολούθως ο εφεσείων καταχώρησε αίτηση ημερομηνίας 15.9.2020 για έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον των εναγομένων. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 8.6.2021. Λέχθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι πέραν του γεγονότος ότι η αίτηση δεν στηριζόταν σε καμία νομική βάση, επιπλέον επί της ουσίας δεν αποδείχθηκαν οι προϋποθέσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης όπως καθορίζονταν στην Δ.18 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Η εν λόγω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Παρατηρείται εντούτοις ότι ενώ η έφεση στρέφεται εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση για συνοπτική απόφαση, στην Ειδοποίηση Έφεσης γίνεται αναφορά στο γεγονός ότι ο εφεσείων εφεσιβάλλει μεταξύ άλλων την προφορική άρνηση αρμόδιου δικαστικού λειτουργού του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να επιτρέψει την καταχώριση κατηγορητηρίου, σχετιζόμενου με τους εναγόμενους που αναφέρονται στην πρωτόδικη αγωγή.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στην ειδοποίηση έφεσης, οι λόγοι έφεσης 1 και 2, αναφέρονται ακριβώς στη μη καταχώριση αυτού του κατηγορητηρίου. Συγκεκριμένα στον λόγο έφεσης 1, υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενέκρινε την καταχώριση του εν λόγω κατηγορητηρίου, ενώ στον λόγο έφεσης 2, αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και μεροληπτικά δεν αιτιολόγησε την άρνηση του να καταχωρηθεί το κατηγορητήριο.
Στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για απόρριψη του αιτήματος συνοπτικής απόφασης αναφέρονται μόνο οι λόγοι έφεσης 3 και 4, με τους οποίους προβάλλεται ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.
Να σημειωθεί όμως ότι και σε αυτούς τους λόγους έφεσης 3 και 4, προβάλλεται ισχυρισμός σε σχέση με τη μη καταχώριση του συγκεκριμένου κατηγορητηρίου.
Συγκεκριμένα στην αιτιολογία του λόγου έφεσης 3, ο ισχυρισμός για εσφαλμένη απόρριψη της αίτησης για συνοπτική απόφαση, υποστηρίζεται από τη θέση ότι δεν ελήφθη υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ποινική καταγγελία του εφεσείοντα εναντίον του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας, ενώ με τον 4ο λόγο έφεσης, σημειώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την προσβολή του σημειώματος εμφάνισης από τους εναγόμενους στην πρωτόδικη διαδικασία, αφού το σημείωμα αυτό εκδόθηκε μετά που είχε καταχωρηθεί ποινική καταγγελία του εφεσείοντα εναντίον του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας.
Κατά την προδικασία της παρούσας έφεσης, τέθηκε αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο στην βάση των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ζήτημα κατά πόσο η έφεση είναι προδήλως αβάσιμη, αφού εκ πρώτης όψεως φαίνεται να συσχετίζει την υπό κρίση απόρριψη της αίτησης για συνοπτική απόφαση, με ισχυρισμούς για άρνηση δικαστικών λειτουργών να δεχτούν καταχώριση ποινικής διαδικασίας.
Είχα την ευκαιρία να ακούσω τόσο τον εφεσείοντα που εμφανίζεται προσωπικά ενώπιον μου, όσο και τον συνήγορο της Δημοκρατίας που εμφανίζεται για τους εφεσίβλητους σε σχέση με το ζήτημα του κατά πόσον η έφεση είναι προδήλως αβάσιμη. Οι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023 όσον αφορά το συγκεκριμένο ζήτημα, εντοπίζονται στο Μέρος 41.9, όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι το Εφετείο δύναται κατόπιν αίτησης ή αυτεπάγγελτα όταν υπάρχει επιτακτικός λόγος για απόρριψη της ειδοποίησης έφεσης, να απορρίψει έφεση όταν κρίνεται:
«απαράδεκτη, προπετής, προδήλως αβάσιμη ή ως ασκηθείσα προς τον σκοπό παρέλκυσης της απονομής της δικαιοσύνης».
Σημειώνεται ότι αντίστοιχη πρόνοια, περιλαμβανόταν και στον Κανονισμό 10 (i) του περί Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996 (4/1996) του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου. Λόγω της ομοιότητας των δύο προνοιών, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος, είναι βοηθητική και για σκοπούς εξέτασης της παρούσας διαδικασίας δυνάμει του Μέρους 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
Σχετική είναι η απόφαση Αρ. Ε66/2020, ημερ. 12.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:A2, στην οποία λέχθηκαν μεταξύ άλλων και στα εξής: ), Πολιτική Έφεση
«... έφεση δυνατόν να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη. Πρόκειται για συνταγματική επιταγή, (βλ. Χρυσοστόμου ν. Μαυρομουστάκη (1998) 3 Α.Α.Δ. 316). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Άρθρο 163.2 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικό κανονισμό, μεταξύ άλλων, προς το σκοπό, «(β) την συνοπτικήν εκδίκασιν οιασδήποτε εφέσεως, ήτις θεωρείται υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου αυτή είναι εκκρεμής, ως προδήλως αβάσιμος.». Το θέμα έτυχε δικονομικής ρύθμισης με τον Κανονισμό 4/1996 και δη από τον Κ.10(i) αυτού, όπως έχει προαναφερθεί. Έφεση, είναι προδήλως αβάσιμη, αν από το περιεχόμενο της και τους εφαρμοζόμενους, συναφώς, κανόνες δικαίου, διαπιστώνεται ότι δεν έχει πιθανότητα επιτυχίας. Επομένως, αναμφίβολα, κάθε έφεση κρίνεται στη βάση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, όπως εμφαίνονται στους λόγους έφεσης που τη συναποτελούν.»
Στην υπόθεση (1998) 3 Α.Α.Δ. 316 στην οποία γίνεται αναφορά στην TRICOR (ανωτέρω), λέχθηκε συγκεκριμένα ότι:
«Η εξουσία για τη συνοπτική απόρριψη έφεσης πηγάζει από το Σύνταγμα, και έχει ως αντικείμενο την περιφρούρηση των διαδικασιών και τη διαφύλαξη των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου από περισπασμούς που επάγεται η εξέταση αβάσιμων δικαστικών μέτρων. Αυτή του η φύση της εξουσίας για την απόρριψη έφεσης έξω από το καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο, προσδίδει σ' αυτή το χαρακτήρα εξαιρετικού μέτρου, το οποίο ασκείται με φειδώ αλλά χωρίς δισταγμό, εφόσον διαπιστωθεί το προδήλως αβάσιμο του διαβήματος. (Βλ. Πίτσιλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 3 A.A.Δ. 266. Justice Party v. Republic (1985)3 C.L.R. 1621.)»
Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, αλλά και τις σχετικές διατάξεις των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, εξέτασα κάθε λόγο έφεσης ξεχωριστά σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης. Είναι σαφές ότι η έφεση στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα έκδοσης συνοπτικής απόφασης από τον εφεσείοντα επειδή μεταξύ άλλων δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις της Δ.18 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Είναι σαφές ότι οι λόγοι απόρριψης της αίτησης για συνοπτική απόφαση είναι συγκεκριμένοι και είναι ξεκάθαρο ότι δεν συσχετίζονται με τους λόγους έφεσης που αναφέρονται στην παρούσα Ειδοποίηση Έφεσης.
Πέραν του αναμφισβήτητου γεγονότος ότι οι εφέσεις πρέπει να στρέφονται εναντίον αποφάσεων των πρωτόδικων Δικαστηρίων και όχι εναντίον αποφάσεων οποιουδήποτε λειτουργού του Επαρχιακού Δικαστηρίου, όπως αναφέρεται στην παρούσα Ειδοποίηση Έφεσης, επιπλέον η εξέταση των λόγων έφεσης καταδεικνύει χωρίς καμία απολύτως αμφιβολία ότι αυτοί είναι παντελώς αβάσιμοι.
Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην εγκρίνει καταχώριση συγκεκριμένου κατηγορητηρίου εναντίον των εναγομένων στην πρωτόδικη διαδικασία. Όμως, το αντικείμενο της αίτησης για συνοπτική απόφαση δεν σχετίζεται με την έγκριση κατηγορητηρίου, κάτι που αποτελεί αποκλειστική εξουσία του ποινικού Δικαστηρίου. Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές διαδικασίες που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να εφάπτονται ή να συνδέονται. Είναι σαφές ότι η απόρριψη του αιτήματος συνοπτικής απόφασης, εκδόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο για εντελώς διαφορετικούς λόγους που σχετίζονται με την Δ.18 και δεν μπορούν να έχουν καμία σχέση με την κατ' ισχυρισμό άρνηση καταχώρισης κατηγορητηρίου από Δικαστικό λειτουργό.
Βέβαια οι λόγοι έφεσης 3 και 4 αναφέρονται σε εσφαλμένη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για συνοπτική απόφαση. Όμως και στην αιτιολογία αυτών των λόγων έφεσης, γίνεται αναφορά σε κατ' ισχυρισμό ποινικά αδικήματα του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν σχετίζονται με τις αξιώσεις της αγωγής που αφορούν αποζημιώσεις για κατ' ισχυρισμόν γραπτή δυσφήμηση. Ούτε μπορούν να συνδεθούν με τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε πρωτοδίκως το αίτημα για συνοπτική απόφαση.
Συγκεκριμένα, η αιτιολογία του λόγου έφεσης 3 αναφέρεται σε απείθεια του Γενικού Διευθυντή, o οποίος αρνήθηκε να χορηγήσει τις διευθύνσεις των εναγομένων, ενώ η αιτιολογία του λόγου έφεσης 4 αναφέρεται σε λανθασμένη αποδοχή εκ μέρους του Δικαστηρίου του σημειώματος εμφάνισης των εναγομένων στην αγωγή. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι αυτό δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτό αφού είχε ήδη καταχωρηθεί ποινική καταγγελία για τη διάπραξη του αξιόποινου αδικήματος της απείθειας από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας.
Είναι σαφές ενόψει όλων όσων έχω αναφέρει ότι οι λόγοι έφεσης καμία σχέση δεν έχουν και καθόλου δεν σχετίζονται με την απαίτηση της αγωγής, αλλά και τους λόγους για τους οποίους απορρίφθηκε αίτηση του εφεσείοντα για συνοπτική απόφαση.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνω ότι η παρούσα έφεση είναι προδήλως αβάσιμη και ως εκ τούτου διατάσσεται η απόρριψη της δυνάμει του Μέρους 41.9 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, επιδικάζονται εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Εφετείο.
Αλ. Παναγιώτου, Π.