ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε85/2018)
20 Σεπτεμβρίου, 2024
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσείοντες / Ενάγοντες
και
ΔΗΜΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ
Εφεσίβλητος / Εναγόμενος
-----------------------------
Α. Κ. Χρίστου για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Σπ. Χριστοδούλου - Γεωργίου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
[Η ακρόαση διεκπεραιώθηκε χωρίς την παρουσία δικηγόρων, κατόπιν σχετικής παράκλησης που διαβιβάστηκε δυνάμει του περί Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2021]
-------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τον κ. Κονή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 4/4/2018 («η πρωτόδικη απόφαση») με την οποία ακύρωσε προσωρινό διάταγμα που εξέδωσε μονομερώς στα πλαίσια σχετικής αίτησης, ως επίσης απέρριψε την εν λόγω αίτηση όσον αφορά τις υπόλοιπες αιτούμενες θεραπείες.
Οι εφεσείοντες/ενάγοντες καταχώρησαν την 8/8/2017 αγωγή και την ίδια ημερομηνία μονομερή αίτηση («η Αίτηση») με την οποία αιτήθηκαν την έκδοση τεσσάρων προσωρινών διαταγμάτων. Την 9/8/2017 εκδόθηκε μονομερώς προσωρινό διάταγμα ως η παράγραφος Β της Αίτησης ενώ όσον αφορά τα υπόλοιπα αιτούμενα διατάγματα (παράγραφοι Α, Γ και Δ της Αίτησης) διατάχθηκε η επίδοση τους στον εφεσίβλητο/εναγόμενο/καθ' ου η Αίτηση. Το εκδοθέν διάταγμα εμπόδιζε και απαγόρευε στον εφεσίβλητο ή και τους εκπροσώπους του «να συνεχίσει την παρέμβαση του στην κατοχή ή/και λειτουργία ή/και διαχείριση από τους Ενάγοντες των αιθουσών του Σιακόλειου Εκπαιδευτικού Κέντρου Υγείας (ΣΕΚΥ) που χρησιμοποιούνται ως Καφετέρια στην οδό [ ] στην Αγλαντζιά άμεσα από της επιδόσεως του παρόντος διατάγματος» μέχρι την πλήρη εκδίκαση της Αίτησης ή και μέχρι νεότερων διαταγών του Δικαστηρίου.
Η Αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του Υπεύθυνου Συντονιστή Συμβάσεων που αφορούσαν τη διαχείριση εστιατορίων, καφεστιατορίων, κυλικείων, μπαράκι και μηχανών αυτόματης πώλησης των εφεσειόντων, σύμφωνα με τον οποίο οι εφεσείοντες ανέλαβαν, δυνάμει συμφωνίας ημερομηνίας 16/3/2015 με τη Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου Υγείας, για χρονική περίοδο 10 χρόνων τη διαχείριση του ΣΕΚΥ, με σκοπό τη χρήση του για τις ανάγκες της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου, του Υπουργείου Υγείας, της Διεύθυνσης των Νοσηλευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας και της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΤΕΠΑΚ.
Σύμφωνα επίσης με τον ενόρκως δηλούντα στην Αίτηση ο εφεσίβλητος είχε συμφωνήσει στις 29/12/2012 με το Υπουργείο Υγείας δυνάμει Σύμβασης Δημοσίου («η Σύμβαση») όπως χρησιμοποιεί όλες τις αίθουσες του ΣΕΚΥ που χρησιμοποιούνταν ως καφετέρια, για 5 χρόνια μέχρι την ημερομηνία λήξης (31/3/2017) με συμφωνημένο δικαίωμα χρήσης ύψους €6.327,24. Ήταν ρητός όρος της Σύμβασης ότι ο τερματισμός ή η λήξη της, επέβαλλε στον εφεσίβλητο την άμεση παράδοση των αιθουσών και των εγκαταστάσεων στον ιδιοκτήτη. Ωστόσο ο εφεσίβλητος, παρά τη λήξη της Σύμβασης, εξακολουθούσε παράνομα και χωρίς εύλογο λόγο ή αιτία, να κατέχει τους εν λόγω χώρους και δεν παρέδιδε τους χώρους κενούς κατοχής στο διαχειριστή του ΣΕΚΥ, δηλαδή τους εφεσείοντες. Παρά την ενημέρωση του εφεσίβλητου από το Υπουργείο Υγείας στις 2/3/2017 για την παράδοση των χώρων κενών κατοχής μετά τη λήξη της Σύμβασης και την πρόθεση μη ανανέωσης, αυτός μέχρι την καταχώρηση της Αίτησης αρνείτο πεισματικά να απομακρύνει τον εξοπλισμό και μηχανήματα του και όλα τα είδη που υπήρχαν στους χώρους, όπου συνέχιζε να παραμένει, παρά τις οχλήσεις των εφεσειόντων, που είχαν την ευθύνη απομάκρυνσης του εφεσίβλητου ως οι κάτοχοι του χώρου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκαλείται περαιτέρω ζημιά και δεν επέτρεπε στους εφεσείοντες να προχωρήσουν σε αναβάθμιση του κτιρίου με αποτέλεσμα να δημιουργείτο σοβαρός κίνδυνος για απώλεια και καταστροφή της περιουσίας των εφεσειόντων ως διαχειριστών, που είχαν αναλάβει τη συντήρηση των εγκαταστάσεων και τη φύλαξη τους.
Σύμφωνα ακόμα με τον ενόρκως δηλούντα στην Αίτηση, η όλη στάση του εφεσίβλητου άφηνε εκτεθειμένους τους εφεσείοντες ως διαχειριστές προς τρίτη εταιρεία στην οποία είχε ανατεθεί μετά από διαγωνισμό και δυνάμει Δημόσιας Σύμβασης ημερομηνίας 23/6/2017, η διαχείριση των υπηρεσιών σίτισης και τροφοδοσίας (catering) σε όλες τις εγκαταστάσεις του Πανεπιστημίου, συμπεριλαμβανομένων και αυτών στο ΣΕΚΥ. Η εν λόγω εταιρεία με επιστολή της ημερομηνίας 27/7/2017 ζήτησε εξηγήσεις από τους εφεσείοντες για τον χρόνο που αναμενόταν η παράδοση των χώρων που παράνομα κατείχε ο εφεσίβλητος. Επιπλέον των ως άνω, λόγω της μη απομάκρυνσης του εφεσίβλητου, οι φοιτητές της Ιατρικής και το προσωπικό εξυπηρετούνταν αναγκαστικά από αυτόματο σύστημα πώλησης καφέ και οι εφεσείοντες είχαν γίνει δέκτες πολλών παραπόνων για την κατάσταση που επικρατούσε ενώ υπήρχε ο κίνδυνος να ματαιωθεί η σύμβαση με την τρίτη εταιρεία και να καταστεί το Κράτος και το Πανεπιστήμιο υπόλογο για αποζημιώσεις ύψους €1.315.000 ως η αξία της σύμβασης με την εν λόγω εταιρεία.
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε ένσταση και στην ένορκη δήλωση που τη συνόδευε ισχυρίστηκε ότι κατείχε και χρησιμοποιούσε νόμιμα την καφετέρια, μετά από δημόσιο διαγωνισμό και κατακύρωση προσφοράς υπέρ του και ότι ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τους εφεσείοντες ή με οποιαδήποτε συμφωνία είχαν αυτοί με το κράτος ως επίσης ότι η δική του Σύμβαση με το κράτος δεν είχε λήξει. Συνεπώς οι εφεσείοντες παράνομα, αντισυνταγματικά και αυθαίρετα επενέβησαν στην περιουσία του, άλλαξαν τις κλειδαριές του χώρου και του στέρησαν το δικαίωμα περιουσίας, εργασίας και ελευθερίας στην εκπλήρωση των αναγκαίων συμβάσεων. Στις 10/8/2017 απέστειλε μέσω του δικηγόρου του επιστολή με την οποία κάλεσε τους εφεσείοντες να άρουν αμέσως την παράνομη ενέργεια τους και καταχώρησε αγωγή στις 11/8/2017, αξιώνοντας αποζημιώσεις για οποιαδήποτε ζημιά ήθελε προκύψει από τις ενέργειες των εφεσειόντων. Οι δικηγόροι των εφεσειόντων απάντησαν με επιστολή τους ημερομηνίας 10/8/2017 και οι δικοί του δικηγόροι ανταπάντησαν σ' αυτή με επιστολή τους ημερομηνίας 11/8/2017.
Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι οι εφεσείοντες δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και απέκρυψαν από αυτό ουσώδη γεγονότα και συγκεκριμένα ότι:
α) Ο ίδιος καταχώρησε την αγωγή 4181/14 Ε.Δ. Λευκωσίας με την οποία αξίωνε αποζημιώσεις για όλες τις ζημιές που είχε υποστεί ή και για παράβαση της Σύμβασης και επιπρόσθετα αποζημιώσεις για ψευδείς παραστάσεις ή και για απάτη εκ μέρους της Δημοκρατίας ως επίσης απόφαση του Δικαστηρίου ότι η Δημοκρατία κωλυόταν από το να προβεί σε έξωση του από το ΣΕΚΥ.
β) Η Σύμβαση είχε ήδη ανανεωθεί για την επόμενη πενταετία αφού είχε καταβάλει το ποσό των €2.835,19 το οποίο αφορούσε όλα τα ενοίκια της καφετέριας μέχρι και την 31/3/2018, δηλαδή τα ενοίκια ενός χρόνου πέραν της πρώτης πενταετίας, επισυνάπτοντας σχετική απόδειξη πληρωμής (Τεκμήριο Δ), ισχυριζόμενος ότι το Υπουργείο Υγείας ή και η Δημοκρατία έλαβε το εν λόγω ποσό χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη. Το γεγονός ότι μετά την καταβολή και αποδοχή του πιο πάνω ποσού στάλθηκε η επιστολή ημερομηνίας 2/3/2017 από το Υπουργείο Υγείας, με την οποία τον ενημέρωναν ότι δεν είχαν πρόθεση να εξασκήσουν το δικαίωμα της ανανέωσης της Σύμβασης, δεν διαφοροποιούσε το γεγονός ότι κατείχε ή και συνέχιζε να κατέχει νόμιμα τον χώρο, για αυτό και απέστειλε μέσω του δικηγόρου του την επιστολή ημερομηνίας 20/3/2017 με την οποία απέρριπτε το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 2/3/2017 και τους ενημέρωνε εκ νέου για το ποσό που είχε καταβάλει. Ακολούθησε σχετική αλληλογραφία μεταξύ του Υπουργείου Υγείας ή και της Δημοκρατίας και του ίδιου με τις επιστολές ημερομηνίας 22/3/2017 και 27/3/2017. Ισχυρίστηκε ότι η θέση του Υπουργείου Υγείας ή και της Δημοκρατίας αποτελούσε εκ των υστέρων σκέψεις. Το θέμα καταβολής του ΦΠΑ αποτελεί επίδικο θέμα στην αγωγή 4181/2014.
γ) Το Υπουργείο Υγείας ή και η Κυπριακή Δημοκρατία με επιστολή τους ημερομηνίας 8/5/2017 τον ενημέρωσαν ότι προχώρησαν σε κατάσχεση της εγγυητικής ημερομηνίας 1/5/2017 την οποία υπέγραψε προς όφελος του Υπουργείου Υγείας Διεύθυνση Αγορών και Προμηθειών Λευκωσίας για την πιστή εκτέλεση της Σύμβασης. Για την παράνομη αυτή ενέργεια εκκρεμεί η αγωγή 2449/2017 Ε.Δ. Λευκωσίας.
δ) Οι εφεσείοντες επέτρεψαν την τοποθέτηση αυτόματων μηχανών πώλησης αγαθών από άλλη εταιρεία για την εξυπηρέτηση του κοινού που χρησιμοποιούσε το χώρο ενώ ο ίδιος είχε παραλάβει στις 29/8/2016, επιστολή ημερομηνίας 8/8/2016 με την οποία τον ενημέρωναν για την έναρξη της λειτουργίας της Ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου και τον καλούσαν να τους ενημερώσει σχετικά με τη λειτουργία της καντίνας. Στις 30/8/2016 δήλωσε την ετοιμότητα του να παρέχει τις υπηρεσίες του ως οι όροι της Σύμβασης.
ε) Με την επιστολή του ημερομηνίας 4/4/2017 τους ενημέρωσε ότι ο εργολάβος του έργου ανακαίνισης ΣΕΚΥ δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αντιπρόσωπος του ιδιοκτήτη και ότι η σύμβαση μεταξύ του ιδιοκτήτη και του εργολάβου δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την Σύμβαση του με το Υπουργείο Υγείας.
Ο εφεσίβλητος ισχυριζόταν περαιτέρω στην ένορκη δήλωση του ότι η προκήρυξη και υπογραφή της σύμβασης για την ανάθεση της διαχείρισης της καντίνας του ΣΕΚΥ στην ως άνω τρίτη εταιρεία έγινε παράνομα ή και αντικανονικά, εφόσον η Σύμβαση ανανεώθηκε με την καταβολή του συνόλου των ενοικίων στην οποία προέβηκε. Προέβαλε ακόμα τη θέση ότι η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί γιατί επιδιωκόταν πρόωρα μέσω των προσωρινών διαταγμάτων οι ίδιες θεραπείες που οι εφεσείοντες αξίωναν με την αγωγή τους. Πρόσθεσε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 τονίζοντας ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι εφεσείοντες παράνομα άλλαξαν τις κλειδαριές του χώρου με αποτέλεσμα να μην έχει πρόσβαση, κατοχή και χρήση των χώρων ως και των εγκαταστάσεων, αγαθών και εξοπλισμού που είχε σ΄ αυτούς γεγονός που του προκαλούσε τεράστια ζημιά για την οποία ήδη διεκδικούσε αποζημιώσεις με τις εκκρεμούσες αγωγές του.
Μετά από άδεια του Δικαστηρίου η πλευρά των εφεσειόντων καταχώρησε συμπληρωματική ένορκη δήλωση του Υπεύθυνου Συντονιστή Συμβάσεων όπως και η πλευρά του εφεσίβλητου με συμπληρωματική ένορκη δήλωση του ιδίου.
Ο ως άνω Υπεύθυνος Συντονιστής Συμβάσεων αναφέρθηκε στην απόδειξη πληρωμής (Τεκμήριο Δ στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση) και ισχυρίστηκε ότι αναζήτησε το πρωτότυπο αυτής από το αρμόδιο τμήμα του Υπουργείου Υγείας και διαπίστωσε ότι από το πρωτότυπο απουσίαζε χειρόγραφη σημείωση που παρουσιαζόταν στο ως άνω Τεκμήριο Δ, με αποτέλεσμα να εγείρονταν σοβαρά ερωτηματικά για την αυθεντικότητα του. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι είχε ανανεώσει τη Σύμβαση μέχρι και την 31/3/2018 ήταν εντελώς αβάσιμος, εφόσον κάτι τέτοιο δεν προέκυπτε από την ως άνω απόδειξη πληρωμής ως επίσης γιατί το δικαίωμα ανανέωσης της Σύμβασης ανήκε στο Υπουργείο Υγείας, το οποίο ρητά είχε αναφέρει στον εφεσίβλητο ότι δεν είχε πρόθεση να ανανεώσει τη Σύμβαση μετά την 31/3/2017.
Ο εφεσίβλητος στη συμπληρωματική του ένορκη δήλωση επέμενε στην αυθεντικότητα του Τεκμηρίου Δ στην αρχική του ένορκη δήλωση (αντίγραφο της απόδειξης πληρωμής) ισχυριζόμενος ότι οποιαδήποτε διαφορά σε σχέση με την εν λόγω απόδειξη αφορούσε ζήτημα μεταξύ του ιδίου και της Δημοκρατίας και όχι των εφεσειόντων. Διευκρίνισε ότι η χειρόγραφη καταγραφή στο Τεκμήριο Δ έγινε από τον ίδιο για δική του χρήση ή και υπενθύμιση για σκοπούς λογιστηρίου χωρίς οποιαδήποτε πρόθεση αλλοίωσής του. Ισχυρίστηκε τέλος ότι κατέβαλε όλα τα προηγούμενα ενοίκια και γι΄ αυτό και το πιο πάνω ποσό αφορούσε τη συγκεκριμένη περίοδο που ανέγραψε με την χειρόγραφη σημείωση του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προτού προβεί στην εξέταση της ουσίας της Αίτησης εξέτασε κατά πόσο οι εφεσείοντες προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και κατά πόσο προέβηκαν σε πλήρη και αληθή αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων της υπόθεσης αφού υπήρχε σχετική ένσταση της πλευράς του εφεσίβλητου ότι δεν το είχαν πράξει. Αφού κατέγραψε τη νομική πτυχή που διέπει το όλο θέμα και τις σχετικές εισηγήσεις των δικηγόρων των δύο πλευρών κατέληξε ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να αποκαλύψουν στο Δικαστήριο τα πιο πάνω γεγονότα όπως και να επισύρουν την προσοχή του σε αυτά τα οποία έκρινε ουσιώδη για την υπόθεση. Πρόσθεσε ότι οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση και καθήκον να αποκαλύψουν τα πιο πάνω ουσιώδη γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά ή θα μπορούσαν να καταστούν γνωστά σε αυτούς μετά από εύλογη έρευνα εφόσον:
«στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, γίνεται αναφορά στη Σύμβαση ημερομηνίας 16.3.15 μεταξύ του Υπουργείου Υγείας και των Αιτητών (τεκμήριο 1 στην αίτηση), με την οποία αυτοί ανέλαβαν τη διαχείριση του ΣΕΚΥ. Περαιτέρω, γίνεται αναφορά τόσο στη Σύμβαση ημερομηνίας 29.2.12 (τεκμήριο 2 στην αίτηση) μεταξύ του Καθ' ου η αίτηση και του Υπουργείου Υγείας, όσο και στην επιστολή ημερομηνίας 2.3.17 (τεκμήριο 3 στην αίτηση) του Υπουργείου Υγείας προς τον Καθ' ου η αίτηση, με την οποία του ζητήθηκε η παράδοση των χώρων κενών κατοχής. Από τα εν λόγω στοιχεία προκύπτει με τον πιο εμφανή τρόπο ότι οι Αιτητές έχουν πρόσβαση και ενημέρωση από το Υπουργείο Υγείας σε σχέση με τα επίδικα θέματα και συνεπώς ήταν γνώστες ή θα μπορούσαν να αποκτήσουν γνώση μετά από εύλογη έρευνα, όλων των γεγονότων που αφορούν και σχετίζονται με αυτά. Ωστόσο, παρέλειψαν να αναφερθούν στα γεγονότα που επεσήμανε ο Καθ' ου η αίτηση ως ανωτέρω και προφανώς επιλεκτικά αναφέρθηκαν σε μερικά από αυτά, με αποτέλεσμα να αποστερήσουν από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να έχει πλήρη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση. Ειδικότερα, επισημαίνεται η παράλειψη των Αιτητών να αναφερθούν στις δύο προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες που εκκρεμούν μεταξύ του Καθ' ου η αίτηση και του Υπουργείου Υγείας στις αγωγές 4181/14 και 2449/17 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με επίδικα θέματα άμεσα συνυφασμένα με αυτά της παρούσας αγωγής, ως και στην αλληλογραφία που ακολούθησε της επιστολής ημερομηνίας 2.3.17 (τεκμήριο 3 στην αίτηση) μεταξύ του Καθ' ου η αίτηση και του Υπουργείου Υγείας. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι ο Καθ' ου η αίτηση με την επιστολή του μέσω των δικηγόρων του ημερομηνίας 20.3.17 (Τεκμήριο Ε στην ένσταση), απάντησε στην επιστολή του Υπουργείου Υγείας ημερομηνίας 2.3.17 (τεκμήριο 3 στην αίτηση), στην οποία προέβαλε τον ισχυρισμό ότι είχε καταβάλει το ποσό των €2.835,19 για τα ενοίκια μέχρι 31.3.18 και επεσύναψε μάλιστα σ' αυτήν και τη σχετική απόδειξη (τεκμήριο Δ στην ένσταση). Ήταν, κατά την άποψη μου, ιδιαίτερα σημαντικό και ουσιώδες το γεγονός αυτό, το οποίο οι Αιτητές όφειλαν να αποκαλύψουν στο Δικαστήριο, ώστε να φέρουν σε γνώση του Δικαστηρίου ότι ο Καθ' ου η αίτηση προέβαλε και συνεχίζει να προβάλλει τον εν λόγω ισχυρισμό προκειμένου να τεκμηριώσει τη θέση του ότι το γεγονός αυτό του παρέχει το δικαίωμα κατοχής για την επόμενη πενταετία. Η αμφισβήτηση της γνησιότητας της εν λόγω απόδειξης (τεκμήριο Δ στην ένσταση), δεν μπορεί και δεν είναι επιτρεπτό να αποφασιστεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Ωστόσο, η αποκάλυψη στο Δικαστήριο της εν λόγω θέσης του Καθ' ου η αίτηση, κρίνεται ουσιώδης και σημαντική, εφόσον σχετίζεται άμεσα με το μονομερώς εκδοθέν Διάταγμα ημερομηνίας 9.8.17. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η εκ των υστέρων προσπάθεια των Αιτητών να αναφερθούν στην εν λόγω απόδειξη (τεκμήριο Δ στην ένσταση) και να αμφισβητήσουν τη γνησιότητα και αυθεντικότητα της, με την καταχώρηση της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης του Άθου Χρυσάφη ημερομηνίας 23.8.17, δεν εξαλείφει την εξ αρχής υποχρέωση που είχαν οι Αιτητές για ορθή και πλήρη αποκάλυψη όλων των δεδομένων επί των γεγονότων, ώστε να γνωρίζει το Δικαστήριο, κατά την μονομερή εισαγωγή της αίτησης, το επακριβές πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης (βλ. Alexander v. Alexander (2013) 1(B) A.Α.Δ. 1093).»
Κατέληξε ότι τα πιο πάνω γεγονότα και στοιχεία ήταν ουσιώδη και άμεσα σχετικά με τα επίδικα θέματα, τα οποία οι εφεσείοντες αν αποκάλυπταν, πολύ πιθανόν να επηρέαζαν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε ότι αφορά την χορήγηση ή όχι του προσβαλλόμενου διατάγματος.
Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να εξετάσει τις περαιτέρω εισηγήσεις των δικηγόρων των δύο πλευρών σε σχέση με το κατά πόσο συνέτρεχαν ή όχι οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60 ή προς τα πού έκλεινε το ισοζύγιο της ευχέρειας. Έτσι προχώρησε στην ακύρωση του προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε στις 9/8/2017 ως η παράγραφος Β της Αίτησης και απέρριψε την Αίτηση ως οι παράγραφοι Α, Γ και Δ επιδικάζοντας τα έξοδα της διαδικασίας σε βάρος των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με δύο λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και δεν προέβηκαν σε πλήρη και αληθή αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης προβάλλεται ότι η πλήρης και ειλικρινής αποκάλυψη του διαδίκου που επιζητεί την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων σε μονομερή βάση αφορά μόνο ουσιώδη γεγονότα και όχι ζητήματα άσχετα με τη διαδικασία ή και άσχετα με το αγώγιμο δικαίωμα του αιτούντα διαδίκου. Εν προκειμένω το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε γεγονότα που ήταν άσχετα με το αγώγιμο δικαίωμα των εφεσειόντων και επιπλέον ήταν ζητήματα εκτός της σφαίρας επιρροής τους και άγνωστα σε αυτούς. Το Πανεπιστήμιο είναι δημόσιος οργανισμός δημόσιου δικαίου που ιδρύθηκε δυνάμει οικείου νόμου και ουδεμία σχέση έχει με τη δημόσια υπηρεσία ή το Υπουργείο Υγείας ή μπορεί να έχει αυτόματη πρόσβαση στα αρχεία τους και το τι διαμείφθηκε μεταξύ του Υπουργείου Υγείας και του εφεσίβλητου ήταν εκτός της γνώσης των εφεσειόντων. Οι εφεσείοντες δεν θα μπορούσαν να γνωρίζουν την ύπαρξη της αγωγής 4181/2014 αφού δεν ήταν διάδικοι σε αυτή και δεν τους αφορούσε. Όπως δεν μπορούσαν να γνωρίζουν την ανταλλαγείσα αλληλογραφία μεταξύ του εφεσίβλητου και του Υπουργείου Υγείας αναφορικά με τη μεταξύ τους Σύμβαση για την χρήση των χώρων ως καφεστιατόριο στο ΣΕΚΥ.
Η πλευρά των εφεσειόντων μέσω του γραπτού περιγράμματος αγόρευσης της, πέραν των πιο πάνω που αναφέρονται στην αιτιολογία του λόγου έφεσης, υποστηρίζει ότι η υποχρέωση του αιτούντος διαδίκου περί πλήρους και αληθούς αποκάλυψης εξαντλείται στην παροχή των ουσιωδών στοιχείων και σε καμία περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα αποκάλυψης στοιχείων που δεν σχετίζονται με τα επίδικα θέματα παραπέμποντας στην υπόθεση Demstar Ltd v. Zim Israel Navig. Co Ltd κ.α. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 597. Είναι η θέση της ότι οι εφεσείοντες προέβηκαν στην αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων και προσήλθαν με καθαρά χέρια έχοντας αποκαλύψει πρώτοι, όλα τα σχετικά γεγονότα, στα οποία εδράζεται το αγώγιμο δικαίωμα τους, καθώς και τις έκνομες και αντισυμβατικές ενέργειες του εφεσίβλητου. Τα γεγονότα τα οποία αποκάλυψε ο εφεσίβλητος στο πλαίσιο της Αίτησης δεν αφορούν τους εφεσείοντες αλλά την κατ΄ ισχυρισμό υποστήριξη της θέσης του εφεσίβλητου και σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να μετατοπίζεται το βάρος απόδειξης στους ώμους των εφεσειόντων για να τα αποκαλύψουν.
Όταν κάποιος αιτητής προσέλθει ενώπιον του Δικαστηρίου και στην απουσία του αντιδίκου του και κατά παρέκκλιση της αρχής «audi alteram partem» ζητά θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, τότε έχει υποχρέωση προς το Δικαστήριο να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων που ενδεχομένως να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση μονομερώς προσωρινού διατάγματος. Ο αιτητής σε τέτοιες περιπτώσεις έχει υποχρέωση να επιδείξει καλή πίστη και η μη αποκάλυψη θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου να ακούσει αυτόν που τον εξαπατά, δηλαδή σε περίπτωση που κριθεί ότι ευσταθεί κάτι τέτοιο, θα συνεπάγεται την άνευ ετέρου ακύρωση του προσωρινού διατάγματος χωρίς το Δικαστήριο να υπεισέλθει στην ουσία του (βλ. μεταξύ άλλων, Σύγγραμμα «ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ, INJUNCTIONS», των Γιώργου Ερωτοκρίτου και Πέτρου Αρτέμη Έκδοση 2016 σελ. 163 και επόμενες, Μιχαήλ (Αρ. 3) (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1943, Bloczek Ltd v. Vianova Holdings Ltd (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1410, Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.α. ν. Adeona Holdings Ltd (2014) 1(A) Α.Α.Δ. 386, Brink's Mat Ltd v. Elcombe [1988] 1 W.L.R. 1350, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου [1995] 1 Α.Α.Δ. 248, Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 82 και DEMSTAR LIMITED (ανωτέρω)).
Στην παρούσα περίπτωση ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι εφόσον στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση γινόταν αναφορά στη συμφωνία ημερομηνίας 16/3/2015 μεταξύ των εφεσειόντων με τη Δημοκρατία με την οποία αυτοί ανέλαβαν τη διαχείριση του ΣΕΚΥ εκεί ως επίσης στη Σύμβαση (ημερ. 29/12/2012 μεταξύ του Υπουργείου Υγείας και του εφεσίβλητου) αλλά και στην επιστολή ημερομηνίας 2/3/2017 του Υπουργείου Υγείας προς τον εφεσίβλητο με την οποία του ζητήθηκε η παράδοση των χώρων κενών κατοχής, προέκυπτε αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες είχαν πρόσβαση και ενημέρωση από το Υπουργείο Υγείας σε σχέση με τα επίδικα θέματα και συνεπώς ήταν γνώστες ή θα μπορούσαν να αποκτήσουν γνώση μετά από εύλογη έρευνα όλων των γεγονότων που αφορούν και σχετίζονται με αυτά. Στην υπόθεση M & CH Mitsingas Trading Ltd κ.ά. ν. Timberland Co. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1791 τονίστηκε ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποκαλύπτονται γεγονότα γνωστά στον αιτητή ή γεγονότα τα οποία θα μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογες προσπάθειες, κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εφεσείοντες απέτυχαν ή παρέλειψαν να πράξουν, με αποτέλεσμα να αποστερήσουν από το Δικαστήριο πλήρη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση. Περαιτέρω ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο η παράλειψη των εφεσειόντων να αναφερθούν στις δύο εκκρεμούσες δικαστικές διαδικασίες μεταξύ του εφεσίβλητου και του Υπουργείου Υγείας δηλαδή των αγωγών 4181/2014 και 2449/2017 Ε.Δ. Λευκωσίας, των οποίων τα επίδικα θέματα ήταν άμεσα συνυφασμένα με αυτά στην παρούσα υπόθεση όπως και την αλληλογραφία που ακολούθησε της επιστολής ημερομηνίας 2/3/2017 και ιδιαίτερα της επιστολής των δικηγόρων του εφεσίβλητου ημερομηνίας 20/3/2017 με την οποία απάντησε στην επιστολή του Υπουργείου Υγείας ημερομηνίας 2/3/2017 στην οποία προέβαλε τον ισχυρισμό ότι είχε καταβάλει το ποσό των €2.835,19 για τα ενοίκια μέχρι 31/3/2018. Όπως εύστοχα υπέδειξε η πλευρά του εφεσίβλητου στο δικό της περίγραμμα αγόρευσης, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι οι ίδιοι γνώριζαν περί της Σύμβασης μεταξύ του εφεσίβλητου και του Υπουργείου Υγείας και τη λήξη της αρχικής ενοικίασης αλλά δεν γνώριζαν το δικαίωμα παράτασης ενοικίασης και της προπληρωμένης ενοικίασης των επόμενων ετών. Ορθή ήταν και η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα πιο πάνω γεγονότα ήταν ουσιώδη και σημαντικά.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω υποδεικνύουμε ότι στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση του Υπεύθυνου Συντονιστή Συμβάσεων προς υποστήριξη της αίτησης, δεν υπάρχει ισχυρισμός περί άγνοιας ή μη γνώσης των γεγονότων που ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, ότι δεν είχαν αποκαλυφθεί στο Δικαστήριο.
Κρίνουμε, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες ήταν ένοχοι σοβαρής απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, τα οποία αν αποκάλυπταν θα μετέδιδαν στο Δικαστήριο μία πολύ διαφορετική εικόνα από αυτή που μετέδωσαν όταν προσέφυγαν μονομερώς για τη χορήγηση του επίδικου διατάγματος, η οποία πολύ πιθανό να επηρέαζε την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου στη χορήγηση ή όχι μονομερώς του επίδικου διατάγματος, είναι ορθό.
Συνεπεία των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η απόρριψη του πρώτου λόγου έφεσης συμπαρασύρει και τον δεύτερο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία στο πλαίσιο της Αίτησης και σε συνάρτηση με το αγώγιμο δικαίωμα των εφεσειόντων, με αποτέλεσμα αυτή να πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται.
Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται με €5.100 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσίβλητου και σε βάρος των εφεσειόντων.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.