ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 80/2018)
20 Σεπτεμβρίου, 2024
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ANDREAS KAVALLARIS JEWELLERS LTD
Εφεσείουσα / Ενάγουσα
και
1. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
2. N.G.D. GREAZIONI LTD
Εφεσίβλητοι / Εναγόμενοι 2 & 4
------------------------------
Γιολάντα Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Κυριάκος Καρατσής για Ν. Πιριλλίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
-------------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Κατά τους δικογραφημένους στην Έκθεση Απαιτήσεως ισχυρισμούς, η εναγόμενη 1 στο πλαίσιο εμπορικής συνεργασίας με την ενάγουσα (εφεσείουσα), εξέδωσε προς όφελος της αριθμό μεταχρονολογημένων επιταγών για το συνολικό ποσό των 246.364,95, οι οποίες όμως, όταν κατατέθηκαν στην τράπεζα για πληρωμή, επεστράφησαν απλήρωτες. Κατά τους ίδιους δικογραφημένους ισχυρισμούς, σε χρόνο μεταγενέστερο, οι εναγόμενοι 2 και 3, με απατηλό και δόλιο τρόπο, συνωμοτώντας μεταξύ τους, «απογύμνωσαν» οικονομικά την εναγόμενη 1, μεταφέροντας τις εργασίες, εμπορεύματα και ενεργητικό της στη νεοσυσταθείσα εναγόμενη 4, ώστε να καταστεί αδύνατη η είσπραξη της οφειλής από μέρους της εφεσείουσας.
Η εναγόμενη 1 δεν καταχώρησε εμφάνιση στην πρωτόδικη διαδικασία με αποτέλεσμα στις 5.12.2013, να εκδοθεί, ερήμην, απόφαση εναντίον της για το υπό διεκδίκηση ποσό. Ο εναγόμενος 3 κατά την ακροαματική εκδίκαση της υπόθεσης απεβίωσε, με αποτέλεσμα, η εφεσείουσα, πριν το τέλος της πρωτόδικης διαδικασίας, να διακόψει την εναντίον του αγωγή, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της.
Προς κρίση επομένως παρέμειναν μόνον οι εναγόμενοι 2 και 4 (εφεσίβλητοι). Μετά από πλήρη ακροαματική διαδικασία στην οποία κατέθεσαν έξι συνολικά μάρτυρες, πέντε για λογαριασμό της ενάγουσας και ένας για λογαριασμό των εναγόμενων 2 και 4, το πρωτόδικο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του ημερ.19.1.2018, απέρριψε την αγωγή της ενάγουσας (εφεσείουσας) εναντίον των εναγόμενων 2 και 4 (εφεσίβλητων), αποφαινόμενο ότι δεν είχαν αποδειχθεί τα αστικά αδικήματα που τους αποδίδονταν, ήτοι της απάτης (δόλου) και της συνωμοσίας, ούτε και εν πάση περιπτώσει οποιαδήποτε άλλη βάση αγωγής.
Η απόφαση δεν άφησε ικανοποιημένη την εφεσείουσα η οποία την προσβάλλει με τρείς λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν απεδέχθη τη μαρτυρία των ΜΕ2 και 5, την οποία χαρακτήρισε «αόριστη» και «ανακόλουθη». Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη ότι εναντίον της εναγόμενης 1 είχε εκδοθεί δικαστική απόφαση για το οφειλόμενο ποσό και ασχολήθηκε με το θέμα επανεξετάζοντας το ωσάν να επρόκειτο για υπόθεση πρωτοφειλέτη και εγγυητών. Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή εναντίον των εναγόμενων παρ' ότι τόσο η μαρτυρία της ενάγουσας, όσο και οι παραδοχές των εναγόμενων στις έγγραφες προτάσεις και στη μαρτυρία της ΜΥ1, επιβεβαίωναν την απαίτηση της ενάγουσας.
Κατά την ενώπιον μας ακροαματική διαδικασία, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, κα Ζαχαρίου και κ. Καρατσής, υιοθετήσαν τα κατατεθέντα περιγράμματα αγόρευσης και εστίασαν, αγορεύοντας προφορικά, σε κάποια κύρια σημεία της επιχειρηματολογίας τους. Έχουμε διεξέλθει τα περιγράμματα με κάθε προσοχή, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το περιεχόμενο γενικώς, όσο και τα όσα μας υποδείχθηκαν ειδικώς, κατά την ακρόαση.
Σημειώνουμε, ότι στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων της εφεσείουσας οι λόγοι έφεσης αναπτύσσονται μαζί «λόγω σχετικότητας». Αναμφίβολα οι λόγοι έφεσης είναι σχετικοί, αλλά και συνεκτικοί, μεταξύ τους. Υπάρχουν όμως κάποια διακριτά σημεία και επομένως, για σκοπούς ευκρίνειας, ίσως και καλύτερης κατανόησης, θα τους εξετάσουμε ξεχωριστά.
Ο πρώτος λόγος έφεσης καταπιάνεται αποκλειστικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και δη των ΜΕ2 και 5. Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση μας, AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2018, ημερ.31.1.2024 σημειώσαμε τα ακόλουθα σχετικά με το θέμα της αξιολόγησης:
«Επαναλαμβάνουμε τον νομολογιακό κανόνα ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει με ευκολία στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτύρων και μαρτυρίας, η οποία αξιολόγηση αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης του Δικαστηρίου επί της ζώσας ενώπιoν του παρουσιασθείσας μαρτυρίας.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Tekinder Pal κ.α. v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551:
«Η εντύπωση που αποκομίζει από τους μάρτυρες το πρωτόδικο Δικαστήριο φέρει μαζί της το ευεργέτημα της επισταμένης παρακολούθησης των όσων οι μάρτυρες καταθέτουν, τον τρόπο με τον οποίο καταθέτουν, τη λογική που η μαρτυρία τους εκπέμπει και όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάλογη αντιπαραβολή με τη δικογραφία στις πολιτικές υποθέσεις ή τις καταθέσεις στις ποινικές υποθέσεις και τα εν γένει τεκμήρια. Η ανθρώπινη εμπειρία εν πολλοίς είναι οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων. (Δέστε Baloise Insurance Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275).»
Επέμβαση είναι δυνατή σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε αντιστρατεύονται τη λογική των πραγμάτων, είτε συγκρούονται με άλλη αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία, είτε διαπιστώνεται πλημμελής αξιολόγηση των δεδομένων. Παραπέμπουμε στις αποφάσεις Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).»
Με αυτές τις ισχυρές επιφυλάξεις κατά νου, διεξήλθαμε τα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας, τα δικόγραφα, τα τεκμήρια, αλλά και το κείμενο της εκκαλούμενης απόφασης, ώστε να αποτιμήσουμε την από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αξιολόγηση των μαρτύρων και ειδικά των ΜΕ2 και 5, για την οποία διαμαρτύρεται η εφεσείουσα. Από τη διεργασία αυτή δεν διαπιστώσαμε παραλογία, πλημμέλεια ή αντίφαση στον τρόπο και τα συμπεράσματα αξιολόγησης που εξήχθησαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας βρίσκεται στις σελ.18 - 24 της εκκαλούμενης απόφασης, όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από τις ορθές νομολογιακές αρχές αξιολόγησης, με περισσή λεπτομέρεια και ανάλυση, ασχολείται με τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε στην υπόθεση, καταλήγοντας σε εξατομικευμένα, αιτολογημένα συμπεράσματα για την αποδεικτική βαρύτητα της μαρτυρίας και την αξιοπιστία ενός εκάστου των μαρτύρων.
Για το ζήτημα των εμπορικών συναλλαγών της εφεσείουσας και της εναγόμενης 1, το Δικαστήριο χαρακτήρισε τη μαρτυρία του ΜΕ2 και κατά προέκταση του ΜΕ5 επί του σημείου, ως «αόριστη» και «ατεκμηρίωτη», αφού δεν παρουσιάστηκαν τιμολόγια ή άλλα γραπτά πειστήρια προς επίρρωση των όσων υποστήριξαν. Το Δικαστήριο, συνέχισε, επισημαίνοντας, ότι το βάρος απόδειξης «των συναλλαγών» το είχε η εφεσείουσα και όχι οι εφεσίβλητοι. Αυτό όμως δεν καταδεικνύει πλημμέλεια στον τρόπο αξιολόγησης των εν λόγω μαρτύρων, ούτε και ουσιώδη σύγχυση ως προς το εφαρμοστέο βάρος απόδειξης, όπως υποστηρίζεται από την εφεσείουσα και όπως σε αντιδιαστολή θα εξηγήσουμε κατά την εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης. Η μαρτυρία των ΜΕ2 και 5, ορθώς, προσεγγίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο υπό το πρίσμα και της λοιπής μαρτυρίας, των δικογράφων και των νομικών απαιτήσεων της υπόθεσης ευρύτερα. Υποδεικνύονται από το πρωτόδικο Δικαστήριο κι άλλες ανακολουθίες και αδυναμίες στη μαρτυρία του ΜΕ2 και επισημαίνεται ότι η μαρτυρία του ΜΕ5, επί ενός κεντρικού σημείου της υπόθεσης (ήτοι, της μεταβίβασης των στοιχείων από την εναγόμενη 1 προς την εναγόμενη 4) συγκρούεται με τη μαρτυρία ενός άλλου, καθ' ύλην αρμόδιου επί του ζητήματος, μάρτυρα της πλευράς της εφεσείουσας - δηλαδή του ΜΕ4. Αντιπαραβάλλεται, σε σημαντικά σημεία και η μαρτυρία της ΜΥ1, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αιτιολογία και εξήγηση, έκρινε αξιόπιστη, στη διαμορφούμενη κατάληξη του να απορρίψει τη μαρτυρία των ΜΕ2 και 5. Η κατάληξη αυτή δεν συγκρούεται με άλλη αποδεχθείσα μαρτυρία, δεν είναι παράλογη και ουδόλως καταδεικνύει πλημμελή προσέγγιση.
Εν όψει των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα αποδίδει σφάλμα στο πρωτόδικο Δικαστήριο στ' ότι καταπιάστηκε με την οφειλή της εναγόμενης 1 προς την εφεσείουσα, ενώ αυτή θα έπρεπε να θεωρηθεί δεδομένη ενόψει της επ' αυτού έκδοσης απόφασης στις 5.12.2013. Είναι γεγονός ότι το λεκτικό που επέλεξε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε κάποια σημεία της απόφασης του, όπως για παράδειγμα στη σελ.21 όπου αναφέρει ότι το «βάρος απόδειξης των συναλλαγών με την εναγόμενη 1 το είχε η ενάγουσα.» και στη σελ.25 όπου αναφέρει ότι «Η βάση αγωγής που στηρίχθηκε στην εμπορική συναλλαγή παρέμεινε αναπόδεικτη» θα μπορούσε να ήταν ευκρινέστερο, ώστε να αποφευγόταν η όποια αμφισβήτηση. Γίνεται βέβαια κατανοητό πως άλλο η εν γένει οφειλή και άλλο η επιμέρους συναλλαγή στην οποία αναφέρθηκε το Δικαστήριο στο πλαίσιο της αξιολόγησης των ΜΕ2 και 5.
Εν πάση περιπτώσει, πέραν της προαναφερθείσας υπόδειξης, ο λόγος έφεσης αυτός είναι ανεδαφικός, αλλά και ατελέσφορος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με πλειάδα αναφορών στην απόφαση του και εστιάζοντας στην πραγματική ουσία της διαφοράς, κατέδειξε με διαύγεια ότι είχε πλήρη αντίληψη των πραγματικών και νομικών παραμέτρων της υπόθεσης, τις οποίες προσδιόρισε και επέλυσε με επάρκεια.
Οι προεξάρχουσες βάσεις αγωγής εναντίον των εφεσίβλητων ήταν τα αστικά αδικήματα της απάτης (δόλος) και της συνωμοσίας, όχι η διάρρηξη σύμβασης υπό την έννοια της μη πληρωμής οφειλόμενων ποσών δυνάμει τιμολογίων ή άλλως πως. Ούτε βέβαια και οι ακάλυπτες επιταγές προσφερόταν ως γόνιμη βάση αγωγής εναντίον τους. Αυτές οι βάσεις είχαν αντίκρισμα μόνον έναντι της εναγόμενης 1, η οποία ήταν η εταιρεία που συναλλασσόταν με την εφεσείουσα και η οποία εξέδωσε τις επίμαχες επιταγές. Καμία πλάνη επί τούτων υπήρχε στο μυαλό του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Στη σελ. 24 της απόφασης το Δικαστήριο αναφέρει ότι «.οι Εναγόμενοι 2 και 4 καμία υποχρέωση να τιμήσουν τις επιταγές δεν είχαν αλλά και καμία σχέση, συμβατική ή άλλως πως, δεν είχαν με την Ενάγουσα»
Ομοίως στη σελ.25 επαναλαμβάνει ότι «οι Εναγόμενοι 2 και 4 δεν είχαν καμία υποχρέωση να πληρώσουν στην Ενάγουσα το ποσό των επιταγών ούτε και το ποσό που αξιώνεται επί τη βάση κάποιας εμπορικής συναλλαγής μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης 1.
Συναφώς, από την αρχή της απόφασης το Δικαστήριο προσδιορίζει τα επίδικα θέματα προς επίλυση, σημειώνοντας στη σελ. 3 ότι «Το βασικό επομένως ζήτημα το οποίο καλούμαι να αποφασίσω με την παρούσα απόφαση μου είναι το κατά πόσο οι εναγόμενοι 2 και 4 - εφόσον για τον εναγόμενο 3 η αγωγή διεκόπη άνευ βλάβης των δικαιωμάτων των εναγόντων πριν την επιφύλαξη της παρούσας απόφασης μου λόγω του εν των μεταξύ επισυμβάντος θανάτου του - εξαπάτησαν την ενάγουσα, ως αυτή ισχυρίζεται με τις λεπτομέρειες που παρέθεσε στην Έκθεση Απαιτήσεως της στην παράγραφο 10 (α) - (γ).»
Η έκδοση απόφασης εναντίον της εναγόμενης 1 αναγνωρίζεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ.4 της εκκαλούμενης απόφασης με σχετική αναφορά, ενώ στη σελ.21 γίνεται αναφορά στην ποινική υπόθεση των επιταγών με ειδική μνεία μάλιστα στο τεκμήριο 23, το οποίο είναι το κείμενο της επιβληθείσας ποινής.
Εν κατακλείδι, ακόμα και αν το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε σε σχέση με την αναγκαιότητα απόδειξης της αρχικής οφειλής της εναγόμενης 1 προς την εφεσείουσα - κάτι που δεν φαίνεται να συμβαίνει από τα όσα καταδεικνύουμε ανωτέρω - τούτο ουδόλως επηρέασε την ορθότητα σκέψης και κρίσης του επί των πραγματικών επιδίκων θεμάτων ως προέκυπταν από τις προεξάρχουσες βάσεις αγωγής της εφεσείουσας εναντίον των εφεσίβλητων.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι γενικός, διατυπώνοντας τη θέση ότι η μαρτυρία που προσκόμισε η εφεσείουσα, οι παραδοχές στα δικόγραφα και στη μαρτυρία της ΜΥ1, επιβεβαιώνουν την απαίτηση της.
Η απαίτηση, υπενθυμίζουμε, σε ότι αφορά τους εφεσίβλητους στηριζόταν στα αστικά αδικήματα της απάτης (δόλος) και της συνομωσίας.
Στην πρόσφατη υπόθεση TOUCHSTONE SNAIL TECHNOOGIES κ.α. v. K. INVEST CONSULTING S.A.L. OFFSHORE κ.α. Πολ. Έφεση Ε11/21, ημερ.29.3.2024, γίνεται ανάλυση των συστατικών στοιχείων τόσων του αστικού αδικήματος της απάτης (deceit) όσο και της συνομωσίας (conspiracy).
Κατ' αρχάς διευκρινίζεται ότι η αγωγή για δόλο (action in fraud) είναι ορισμός «ομπρέλα» που καλύπτει διάφορες, διακριτές και αυτοτελείς βάσεις αγωγής, μεταξύ των οποίων είναι «η απάτη» και «η συνομωσία». Συνεπώς, αυστηρά ομιλούντες, δεν υπάρχει αυτοτελές αστικό αδίκημα «δόλου». Αυτού λεχθέντος το αστικό αδίκημα που το Κοινοδίκαιο χαρακτηρίζει ενίοτε ως «δόλος» (fraud) είναι κατ' ουσία ταυτόσημο με το αστικό αδίκημα της απάτης (deceit) δυνάμει του άρθρου 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148. Οι όροι αυτοί, δημιουργώντας ενδεχομένως κάποια σύγχυση, χρησιμοποιούνται με εναλλαξιμότητα (interchangeably).
Περαιτέρω σύγχυση ενδεχομένως να δημιουργεί το γεγονός ότι η ανεντιμότητα (dishonesty), η οποία είναι συστατικό στοιχείο της απάτης, περιγράφεται σε νομολογία ως «δόλος» ή «δόλια πράξη». Στην Αγγλία, κατόπιν πρόσφατων νομολογιακών εξελίξεων, η ανεντιμότητα (dishonesty) από μέρους κατηγορούμενου σε ποινική δίκη και εναγόμενου σε αστική δίκη, κρίνεται πλέον μόνον αντικειμενικά στη βάση των κριτηρίων συνήθων αξιοπρεπών ανθρώπων (βλ. R v. Barton and another [2020] 4 All ER 742 και Ivey v. Genting Casinos (UK) [2018] 2 All ER 406).
Στην προαναφερθείσα υπόθεση TOUCHSTONE SNAIL TECHNOLOGIES κ.α., το θέμα τίθεται ως ακολούθως (σελ.7-9):
«Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, εκδόσεις Sweet & Maxwell, 24η έκδοση του 2023, σελ. 1297 αναφέρεται ότι το αστικό αδίκημα της απάτης (deceit) αποκαλείται στο κοινοδίκαιο μερικές φορές ως «fraud» (δόλος). Προκύπτει ξεκάθαρα από το εν λόγω σύγγραμμα ότι όταν στο κοινοδίκαιο γίνεται αναφορά στο αστικό αδίκημα του δόλου εννοείται το αστικό αδίκημα της απάτης (deceit) όπως αυτό αναγνωρίζεται στο κοινοδίκαιο από το 1789 (βλ. Pasley v. Freeman (1789) 3 T.R. 51 και μετέπειτα Derry v. Peak (1889) 14 App. Cas. 337) και όπως έχει ενσωματωθεί στο ’ρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148.
Στο σύγγραμμα Ενοχικό Δίκαιο, Το Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων, Τόμος Δεύτερος, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη του Π. Πολυβίου, σελ. 697, αναφέρεται ότι το αστικό αδίκημα της απάτης αποκαλείται στο κοινοδίκαιο deceit ή fraud, και ξεκαθαρίζεται επομένως και στο εν λόγω σύγγραμμα ότι ο δόλος (fraud) δεν αποτελεί αυτοτελές αστικό αδίκημα άλλο από την απάτη. Στην Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. ο όρος «fraud» χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει ένα εκ των συστατικών στοιχείων της απάτης, ήτοι ότι η ψευδής παράσταση γεγονότος, γίνεται εν γνώσει του ψεύδους αυτής, ή χωρίς πίστη για το αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφορα του κατά πόσο είναι αληθής ή ψευδής.
..........
Στρεφόμαστε στο αστικό αδίκημα της απάτης (deceit). Το ’ρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 προβλέπει:
«Απάτη συνίσταται σε ψευδή παράσταση γεγονότος, η οποία γίνεται εν γνώσει του ψεύδους αυτής, ή χωρίς πίστη για το αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφορα του κατά πόσο είναι αληθής ή ψευδής, ΅ε σκοπό όπως το πρόσωπο που εξαπατήθηκε ενεργήσει ΅ε βάση αυτή:
Νοείται ότι κα΅ιά αγωγή δεν εγείρεται σε τέτοια παράσταση εκτός αν αυτή έγινε ΅ε σκοπό εξαπάτησης του ενάγοντα και πράγ΅ατι εξαπάτησε αυτόν, και αυτός ενέργησε ΅ε βάση αυτή και εξαιτίας αυτού υπέστη ζη΅ιά:
Νοείται περαιτέρω ότι κα΅ιά αγωγή δεν εγείρεται σε τέτοια παράσταση για το χαρακτήρα, τη συ΅περιφορά, την πίστη, την ικανότητα, το επιτήδευ΅α ή τις συναλλαγές οποιουδήποτε προσώπου, η οποία έγινε ΅ε σκοπό εξασφάλισης πίστωσης, χρη΅άτων ή αγαθών στο πρόσωπο αυτό, εκτός αν η παράσταση αυτή έγινε γραπτώς και υπογράφτηκε από τον ίδιο τον εναγό΅ενο.»
Στην παρούσα υπόθεση τα στοιχεία που εξήγαγε από την ενώπιον του μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο και παρέθεσε θεωρώντας ότι αποτελούν τη νομική θεμελίωση του αστικού αδικήματος της απάτης δεν συναρτώνται με τα συστατικά στοιχεία της απάτης ως προκύπτουν από τον Νόμο και τη νομολογία. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η νοητική κατάσταση που απαιτείται από το ’ρθρο 36 ανωτέρω να έχει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε ψευδή παράσταση, αναφέρεται μερικές φορές στη νομολογία ως δόλος (fraud). Ο «δόλος» απαντάται δε μερικές φορές στη νομολογία ως συστατικό του αστικού αδικήματος της απάτης.»
Στην Τσιάρτας Ανδρέας κ.α. v. Alocay Holdings Ltd κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1523:
«Σύμφωνα με τους Halsbury's Laws of England, 3rd ed, vol. 18, p.189, η έννοια του δόλου προσδιορίζεται ως κάτι ανέντιμο, ηθικώς ανάρμοστο, ειδικώς σε απόκτηση χρηματικού οφέλους με άδικα μέσα. (Βλ. επίσης Ιακώβου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (χρηματ.) Λτδ (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 992). Ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι οι ενάγοντες έχουν το βάρος να αποδείξουν αυστηρά τις λεπτομέρειες του δόλου ή της αμέλειας χωρίς ωστόσο να χρειάζεται να αποδειχθούν όλες οι λεπτομέρειες αλλά είναι αρκετή η απόδειξη μόνο μερικών από τις κατ' ισχυρισμό λεπτομέρειες του δόλου. Βλ. Kakoullou and Another v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547. Στην προκειμένη περίπτωση η εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει στο βαθμό αυστηρότητας που απαιτείται δόλο των εφεσειόντων με βάση τις λεπτομέρειες της αγωγής.»
Σε ό,τι αφορά το αστικό αδίκημα της συνομωσίας, αναφέρονται στις σελ.11-12 της TOUCHSTONE SNAIL TECHNOOGIES κ.α. (ανωτέρω) τα ακόλουθα:
«Στρεφόμαστε στο αστικό αδίκημα της συνομωσίας στο οποίο επίσης βασίζεται η αγωγή των Εφεσιβλήτων. Από την Χριστοφόρου κ.α. ν. Barclays Bank Plc (2009)1(A) A.Α.Δ.25 προκύπτει ότι εφόσον το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας αναγνωρίζεται στο κοινοδίκαιο, τότε δυνάμει του ’ρθρου 29(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και των νομολογηθέντων στην Paikkos v. Kontemeniotis C.L.R.50, ισχύει και στην Κύπρο. Στην Χριστοφόρου, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής:
«Σύμφωνα με τον Halsbury' s Laws of England, 4η Έκδοση, Reissue, Τόμος 45(2), τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, κατά το κοινοδίκαιο, είναι τα ακόλουθα:
"697. Essential ingredients of conspiracy. In order to make out a case of conspiracy the claimant must establish: (1) an agreement between two or more persons; (2) either, where the means are lawful, an agreement the real and predominant purpose of which is to injure the claimant or, where the means are unlawful, an agreement a purpose of which is to injure the claimant; and (3) that acts done in execution of that agreement resulted in damage to the claimant."
Σε μετάφραση:
"697. Απαραίτητα στοιχεία του αδικήματος της συνωμοσίας. Για να αποδείξει το αδίκημα της συνωμοσίας ο απαιτών πρέπει να αποδείξει: (1) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων· (2) είτε, όπου τα μέσα είναι νόμιμα, συμφωνία της οποίας ο πραγματικός και κυρίαρχος σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα είτε, όπου τα μέσα είναι παράνομα, συμφωνία της οποίας ο σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα· και (3) πράξεις που τελέστηκαν εις εκτέλεση της συμφωνίας είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον ενάγοντα."».
Στην Χριστοφόρου, ανωτέρω, γίνεται επίσης παραπομπή στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts αναφορικά με τη συνωμοσία. Στην 24η έκδοση του εν λόγω συγγράμματος, του 2023 παρατίθεται ανάλυση της εξέλιξης του κοινοδικαίου όσον αφορά το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας, το οποίο εμπίπτει στην κατηγορία των αστικών αδικημάτων που περιγράφονται ως «economic torts».
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Ενοχικό Δίκαιο, ανωτέρω, η βασική αγγλική απόφαση επί του θέματος είναι η Crofter Hand Woven Harris Tweed v. Veitch [1942] A.C. 435 HL από την οποία προκύπτει ότι το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της συνομωσίας με νόμιμα μέσα συνίσταται στο ότι ο πρωταρχικός σκοπός των κοινών ενεργειών των εναγόμενων ήταν η πρόκληση ζημιάς στον ενάγοντα (predominant purpose to injure the claimant).»
Στην αγγλική υπόθεση Swain and others v. Swain plc and others [2015] EWHC 660, στην οποία παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφέρονται τα εξής για το βάρος απόδειξης σε υποθέσεις συνομωσίας:
«. since the allegations made against them are ones that impact on their honesty and integrity, it is right that I should remind myself that (a) the legal burden of proof rests throughout on the claimants, who must prove their case on the balance of probabilities, but (b) whilst the standard of proof in a civil case such as this is always the balance of probabilities, the more serious the allegation or the more serious the consequences of such an allegation being true the more cogent must be the evidence if the civil standard of proof is to be discharged.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με περισσή ανάλυση (σελ.25 και επόμενες) αντιπαραβάλλει τα συστατικά στοιχεία των προαναφερθέντων αστικών αδικημάτων, με την αποδεχθείσα μαρτυρία και τις [γενικές] λεπτομέρειες που παρατέθηκαν στην παράγραφο 10(α)-(γ) της Έκθεσης Απαίτησης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η εφεσείουσα απέτυχε και για τα δύο αστικά αδικήματα να αποσείσει το αυστηρό βάρος απόδειξης που επωμιζόταν.
Η κατάληξη αυτή είναι αναμφιβόλως ορθή. Με αδρανοποιημένα, κατόπιν αξιολόγησης, τα ουσιώδη μέρη της μαρτυρίας των ΜΕ2 και 5, καμία μαρτυρία δεν παρέμενε ικανή να φτάσει το υψηλό επίπεδο απόδειξης για κανένα εκ των δύο αποδιδόμενων αστικών αδικημάτων.
Η μαρτυρία κατέδειξε ότι ο εναγόμενος 2/εφεσίβλητος ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο φοιτητής στο εξωτερικό. Πέραν της εφήμερης διευθυντικής του ιδιότητας στην εναγόμενη 1, στοιχείο που δεν καταδείκνυε από μόνον του απάτη, δεν είχε καμία ουσιαστική ανάμειξη στις εμπορικές της δραστηριότητες. Όπως παραδέχθηκε ο ΜΕ2, ουδέποτε είχε επαφή με τον εναγόμενο 2, πόσω μάλλον ο τελευταίος να απεύθυνε ηθελημένη ψευδή παράσταση στην εφεσείουσα, αυτή να εξαπατήθηκε, να ενήργησε βάσει της απάτης και να υπέστη ζημιά - προϋποθέσεις δηλαδή που απαιτούνται από το προαναφερθέν άρθρο 36. Με βάση τη μαρτυρία, πέραν του αποβιώσαντος Νίκου Χατζηβασιλείου, κάποια περιορισμένη σχέση με την εναγόμενη 1 φαίνεται να είχε η ΜΥ1, η οποία όμως δεν ήταν εναγόμενη στην υπόθεση.
Κατά τον ίδιο τρόπο εξέλειπε παντελώς οποιαδήποτε αποδεκτή μαρτυρία για συνεννόηση μεταξύ του εφεσίβλητου και της ΜΥ1 ή και οποιουδήποτε άλλου προσώπου για στοχευμένη πρόκληση ζημιάς στην εφεσείουσα. Επί τούτου σημαντική ήταν η αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία της υπαλλήλου ελεγκτικού οίκου (ΜΕ4) για τη διαδικασία, αλλά και για το τι ακριβώς μεταβιβάστηκε από την εναγόμενη 1 προς την εναγόμενη 4/εφεσίβλητη. Αρά, σε καμία περίπτωση, δεν προέκυπταν στοιχεία, ικανά να οδηγήσουν σε συμπέρασμα συνομωσίας.
Απορρίπτεται συνεπώς και ο τρίτος λόγος έφεσης.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, η έφεση κρίνεται όλως διόλου αβάσιμη και απορρίπτεται. Επιδικάζονται 4.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, υπέρ των εφεσίβλητων.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.