ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Εφέσεις Κατά Αποφάσεων Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 62/2023 & 121/2023)

 

 

17 Σεπτεμβρίου, 2024

 

 

        [ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

                              

                                                                                            Ε.Δ.Δ. Αρ. 62/2023

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

             1.ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

             2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

             3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ

 

                                                                                                                     Εφεσείουσα,

v.

 

ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ-ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΑΚΑΜΑ-

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

 

                                                                                                                   Εφεσίβλητης.

 

--------------------

 

 

 

                                                                                            Ε.Δ.Δ. Αρ. 121/2023

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

             1.ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

             2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

             3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ

 

                                                                                                                 Εφεσείουσα,

v.

 

ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ-ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΑΚΑΜΑ-

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

 

                                                                                                                Εφεσίβλητης.

--------------------

 

 Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του  Γενικού  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείουσα.

Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για Ν. Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητη.

-------------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

 

--------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: To Eνδιαφερόμενο Μέρος Cyprus Limni Resorts & Golf Courses PLC υπέβαλε στην Πολεοδομική Αρχή τις πολεοδομικές αιτήσεις ΠΑΦ/02060/2007 (ημερ. 18.12.2007) και ΠΑΦ/00949/2008 (ημερ. 22.7.2008) για την ανάπτυξη γηπέδου γκολφ στο Δήμο Πόλης Χρυσοχούς και στις κοινότητες Πελαθούσας, Κυνούσας και Μακούντας, αντίστοιχα. Την 8.2.2013, η Πολεοδομική Αρχή χορήγησε τις αιτηθείσες πολεοδομικές αιτήσεις υπό όρους[1]. Στις 24.5.2013, το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπέβαλε τις πολεοδομικές αιτήσεις ΠΑΦ/02060/2007/Α και ΠΑΦ/00949/2008/Α για τροποποίηση των προαναφερόμενων πολεοδομικών όρων και η Πολεοδομική Αρχή ενέκρινε υπό όρους τις αιτούμενες τροποποιήσεις στις 19.12.2013 και 20.12.2013, αντίστοιχα[2]. Την δε 7.11.2014, το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπέβαλε τις νέες πολεοδομικές αιτήσεις ΠΑΦ/02060/2007/Β και ΠΑΦ/00949/2008/Β για τροποποίηση των εγκεκριμένων χωροταξικών σχεδίων.

 

Μετά από καταγγελία της Οικολογικής Παρέμβασης -Φίλοι του Ακάμα- Οργάνωση Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (πρωτόδικα η Αιτήτρια, ενώπιον μας η Εφεσίβλητη και εφεξής «η Οικολογική Παρέμβαση») κατά της Δημοκρατίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκκίνησε κατά της τελευταίας την προβλεπόμενη στο Άρθρο 258 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «η ΣΛΕΕ») διαδικασία επί παραβάσει, αποφασίζοντας (περί την 11.7.2014) να απευθύνει στις κυπριακές αρχές την προειδοποιητική επιστολή υπ' αρ. 2014/4091 και εν συνεχεία αποφασίζοντας (περί την 30.9.2015) να τους αποστείλει αιτιολογημένη γνώμη, προσάπτοντας στη Δημοκρατία παράβαση του Άρθρου 6.3 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ[3], ένεκα της μη εκπόνησης κατάλληλης μελέτης δέουσας εκτίμησης της επίδικης πολεοδομικής ανάπτυξης επί της περιοχής Natura 2000 και καλώντας τις κυπριακές αρχές να θεραπεύσουν την προσαφθείσα παράβαση[4].

 

Η  Εφεσείουσα αναφέρει στην πρωτόδικη ένστασή της ότι, με επιστολή τους ημερ. 30.11.2015, οι κυπριακές αρχές δεσμεύτηκαν προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι θα προχωρούσαν σε αξιολόγηση συμπληρωματικής μελέτης δέουσας εκτίμησης, με στόχο την επανεξέταση των σωρευτικών επιπτώσεων της πολεοδομικής ανάπτυξης επί του δικτύου Natura 2000. 

 

Aφού υποβλήθηκε από το Ενδιαφερόμενο Μέρος επικαιροποιημένη μελέτη και τροποποιημένα σχέδια, επί των οποίων ο Διευθυντής Τμήματος Περιβάλλοντος (ως Περιβαλλοντική Αρχή) γνωμάτευσε στις 18.5.2018, η Πολεοδομική Αρχή χορήγησε υπό όρους τις επίδικες πολεοδομικές εγκρίσεις ημερ. 3.8.2018[5] τις οποίες η Οικολογική Παρέμβαση προσέβαλε δια της Προσφυγής Αρ. 1652/2018 ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Με την ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 4.5.2023, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις εγερθείσες προδικαστικές ενστάσεις της Καθ'ης η αίτηση (και Εφεσείουσας στις ενώπιόν μας συνεκδικαζόμενες Εφέσεις), αποφαινόμενο ότι η Προσφυγή Αρ. 1652/2018 ήταν δικονομικώς παραδεκτή, ως εμπρόθεσμη, προωθούμενη μετ' εννόμου συμφέροντος και συμπροσβάλλουσα δύο συναφείς προσβαλλόμενες πράξεις.

 

Με την Έφεσή της Αρ. 62/2023, η Εφεσείουσα προσβάλλει την ως άνω πρωτόδικη κρίση περί (α) της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος από πλευράς της Οικολογικής Παρέμβασης για προώθηση της Προσφυγής της (πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης), (β) της εκ παραλλήλου νομότυπης προσβολής των δύο προσβαλλόμενων πολεοδομικών εγκρίσεων (τρίτος λόγος έφεσης) και (γ) του επιδικασμού των εξόδων της ενδιάμεσης απόφασης κατά της Καθ'ης η αίτηση (τέταρτος λόγος έφεσης).

 

Με επόμενη ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 27.10.2023, το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποίησε αίτηση της Οικολογικής Παρέμβασης όπως υποχρεωθεί η Καθ'ης η αίτηση να της αποκαλύψει (όπως και στο ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο) την αιτιολογημένη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ως έγγραφο αποτελόν μέρος της διαδικασίας έκδοσης των προσβαλλόμενων πολεοδομικών εγκρίσεων, απορρίπτοντας εκ παραλλήλου την αίτηση της Οικολογικής Παρέμβασης στην έκταση που αιτείτο την αποκάλυψη γενικά όλων των συναφών διαβαθμισμένων εγγράφων.

 

Με την Έφεσή της Αρ. 121/2023, η Εφεσείουσα προσβάλλει ποικιλοτρόπως την ενδιάμεση απόφαση ημερ. 27.10.2023.

 

Συγκεκριμένα, προβάλλεται από την Εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα διέταξε την αποκάλυψη της αιτιολογημένης γνώμης-

(α) αγνοώντας ότι συνιστά προνομιούχο έγγραφο ως εν δυνάμει δικόγραφο σε προσφυγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Δημοκρατίας ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «το ΔΕΕ»), σε σχέση με τη διαδικασία επί παραβάσει στο πλαίσιο της οποίας αποστάληκε στις κυπριακές αρχές η αιτιολογημένη γνώμη (πρώτος λόγος έφεσης)·

(β) κρίνοντας εσφαλμένα ότι η διαδικασία επί παραβάσει συνιστά μέρος της διαδικασίας έκδοσης των επίδικων πολεοδομικών εγκρίσεων (δεύτερος λόγος έφεσης)·

(γ) αγνοώντας ότι η Οικολογική Παρέμβαση δεν έχει έννομο συμφέρον για προώθηση της Προσφυγής ούτε υπέβαλε την (περί αποκάλυψης της αιτιολογημένης γνώμης) αίτησή της με καθαρά χέρια (τρίτος λόγος έφεσης)·

(δ) δίνοντας εσφαλμένη βαρύτητα στην εκ της Οικολογικής Παρέμβασης θέση ότι η αποκάλυψη της αιτιολογημένης γνώμης δεν παραβαίνει το περί Ασφάλειας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών Διάταγμα Κ.Δ.Π 410/2013) (τέταρτος και πέμπτος λόγος έφεσης) και

(ε) εσφαλμένα κρίνοντας ότι η τυχόν μη αποκάλυψη της αιτιολογημένης γνώμης θα απέβαινε σε παράβαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης της Οικολογικής Παρέμβασης (έκτος και έβδομος λόγος έφεσης)· και

(στ) εσφαλμένα επιδικάζοντας τα έξοδα της ενδιάμεσης απόφασης κατά της Καθ'ης η αίτηση (όγδοος λόγος έφεσης).

 

Έφεση Αρ. 62/2023:

Α. Έννομο συμφέρον της Οικολογικής Παρέμβασης (πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης):

Με την ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 4.5.2023, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε με το εξής σκεπτικό ότι η Οικολογική Παρέμβαση κέκτητο  εννόμου συμφέροντος για προώθηση της Προσφυγής της:

Πρώτον, οι προσβαλλόμενες πολεοδομικές εγκρίσεις ήραν πολεοδομικούς όρους οι οποίοι επιβλήθηκαν επί του Ενδιαφερόμενου Μέρους δια των προγενέστερων συναφών πολεοδομικών εγκρίσεων, αυτή δε η χαλάρωση του αδειοδοτικού καθεστώτος υπέρ του Ενδιαφερόμενου Μέρους φαίνεται να επιβαρύνει το περιβάλλον περαιτέρω, π.χ. διά της ανέγερσης ξενοδοχείου και αύξησης του αριθμού οικοπέδων για ανέγερση κατοικιών.

Δεύτερον, κατά το καταστατικό της Οικολογικής Παρέμβασης, αυτή έχει ως πρώτο σκοπό (μεταξύ άλλων) την προστασία και διατήρηση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος της Κύπρου προεξάρχοντος του Ακάμα.

Τρίτον, δεδομένου του προρρηθέντος σκοπού της, η Οικολογική Παρέμβαση έχει συμφέρον στην προστασία του περιβάλλοντος, η βλάβη του οποίου ενδεχόμενα να προκύπτει από τις προσβαλλόμενες πολεοδομικές εγκρίσεις, στη βάση του Άρθρου 9 της Σύμβασης του Άρχους (κυρωθείσας δια του Νόμου 33(ΙΙΙ) του 2003 και υλοποιηθείσας διά του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1367/20006[6]), η οποία Σύμβαση κρίθηκε σκόπιμο να γίνει για να διασφαλίσει την πρόσβαση σε πληροφορίες και τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων, καθώς και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε περιβαλλοντικά θέματα.

 

Στην Έφεση Αρ. 62/2023, η Εφεσείουσα προβάλλει την ως άνω πρωτόδικη κρίση ως εσφαλμένη για τους εξής λόγους:

Πρώτον, η Σύμβαση του Άρχους (εφεξής «η Σύμβαση») δεν αποδίδει άνευ ετέρου έννομο συμφέρον στην Οικολογική Παρέμβαση, καθότι η εφαρμογή της Σύμβασης προϋποθέτει τη θέσπιση συναφών εθνικών νομικών κανόνων· ως προς τούτο, ο κυρωτικός Νόμος 33(ΙΙΙ) του 2003 δεν καθιστά τη Σύμβαση αυτοδύναμη.  Η δε (εκ του πρωτόδικου Δικαστηρίου) επίκληση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 είναι αλυσιτελής διότι δεσμεύει τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι τη Δημοκρατία ως κράτος μέλος.  Υφίστανται άλλες πράξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες ενσωματώνουν τη Σύμβαση κατά τρόπο δεσμευτικό για τη Δημοκρατία, ήτοι η Οδηγία 2003/4/ΕΚ[7] (εναρμονισθείσα διά του Νόμου 119(Ι) του 2004), η Οδηγία 2003/35/ΕΚ[8] (εναρμονισθείσα διά του Νόμου 140(Ι) του 2005) και η Οδηγία 2014/52/ΕΕ[9].  Πλην όμως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν βάσισε την κρίση του σε αυτές τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, επιπροσθέτως, αναγνώρισε εσφαλμένα στην Οικολογική Παρέμβαση έννομο συμφέρον χωρίς να ικανοποιηθεί για τον πραγματικό της επηρεασμό από τις προσβαλλόμενες πολεοδομικές εγκρίσεις (πρώτος λόγος έφεσης).

 

Δεύτερον, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει την αναγνώριση εννόμου συμφέροντος στην Οικολογική Παρέμβαση μόνο και μόνο επειδή -κατά το καταστατικό της- αποσκοπεί στην προστασία του περιβάλλοντος, παραγνωρίζοντας έτσι ότι η στοιχειοθέτηση εννόμου συμφέροντος προϋποθέτει επιπροσθέτως και κατ' ελάχιστον δυσμενή επηρεασμό (δεύτερος λόγος έφεσης).

 

Το σκεπτικό μας επί του θέματος έχει ως εξής:

 

Το Άρθρο 9.2 (σε συνδυασμό με το Άρθρο 2.5) της Σύμβασης παρέχει, (μεταξύ άλλων) σε μη κυβερνητικό οργανισμό που προωθεί την περιβαλλοντική προστασία και πληροί τις εκ του εθνικού νόμου τυχόν τιθέμενες απαιτήσεις, το δικαίωμα προσφυγής (ενώπιον Δικαστηρίου ή/και άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου εγκαθιδρυόμενου διά νόμου) προς έλεγχο της ουσιαστικής και διαδικαστικής νομιμότητας απόφασης, πράξης ή παράλειψης εμπίπτουσας στο Άρθρο 6 της Σύμβασης.  Το Άρθρο 6 της Σύμβασης αναφέρεται -μεταξύ άλλων- σε αποφάσεις οι οποίες επιτρέπουν δραστηριότητες οι οποίες καταγράφονται στο Παράρτημα Ι της Σύμβασης το οποίο αναφέρεται με τη σειρά του -στην παράγραφο 20 αυτού- σε δραστηριότητα για την οποία ο εθνικός νόμος προβλέπει τη συμμετοχή του κοινού στο πλαίσιο αξιολόγησης του αντίκτυπου της υπό έγκριση δραστηριότητας στο περιβάλλον.

 

Ο περί της Σύμβασης του Άρχους Αναφορικά με την Πρόσβαση στην Πληροφόρηση, τη Δημόσια Συμμετοχή στη Λήψη Αποφάσεων και την Πρόσβαση στη Δικαιοσύνη σε Περιβαλλοντικά Θέματα (Κυρωτικός) Νόμος του 2003 (εφεξής «ο Νόμος 33(ΙΙΙ) του 2003») κυρώνει τη Σύμβαση (Άρθρο 3), ορίζει τον Υπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος ως αρμόδια αρχή (Άρθρο 4)  και επιτρέπει στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου ή τον καθορισμό θέματος που χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού (Άρθρο 5), χωρίς τέτοιοι κανονισμοί να φαίνεται να έχουν θεσπιστεί. 

 

Ως κυρωθείσα διά του Νόμου 33(ΙΙΙ) του 2003, η Σύμβαση απέκτησε αυξημένη ισχύ έναντι ημεδαπού νόμου (κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 169.3 του Συντάγματος). Η Σύμβαση απέκτησε αυξημένη ισχύ έναντι του Συντάγματος (κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 1Α αυτού), όταν κατέστη μέρος του δικαίου της  Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Συγκεκριμένα, η Σύμβαση υπεγράφη στις 25.6.1998 και εκυρώθη κατά την 17.2.2005 από την Ευρωπαϊκή Ένωση.  Κατέστη επομένως τμήμα της έννομης τάξης της Ευρωπαϊκής  Ένωσης και δεσμεύει -στη βάση του Άρθρου 216.2 της ΣΛΕΕ- τόσο την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και τα κράτη μέλη αυτής.

 

Εν συνεχεία, η Ευρωπαϊκή Ένωση θέσπισε δευτερογενείς νομοθετικές πράξεις[10] οι οποίες ερείδονται στο Άρθρο 9 της Σύμβασης, περιλαμβανομένου του Άρθρου 10α της Οδηγίας 85/337/ΕΟΚ[11] το οποίο ευθυγράμμισε[12] το δίκαιο της  Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις παραγράφους 2 και 4 του Άρθρου 9 της Σύμβασης διά της παράθεσης ρυθμίσεων σχεδόν πανομοιότυπων[13].  Το ίδιο δε έπραξε και το ακόλουθο Άρθρο 11 της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ[14] (το οποίο αντιστοιχεί και αντικατέστησε το  Άρθρο 10α της Οδηγίας 85/337/ΕΟΚ: απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης            -εφεξής «το ΔΕΕ»- ημερ. 16.4.2015 στην Υπόθεση C-570/13 Gruber, σκέψη 28) το οποίο συνεπώς ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των σκοπών της Σύμβασης (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 12.5.2011 στην Υπόθεση C-115/09 Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland, Landesverband Nordrhein-Westfalen, σκέψη 41):

«Άρθρο 11

1.       Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σύμφωνα με το [sic] εθνική έννομη τάξη τους,

το ενδιαφερόμενο κοινό:

  α) που έχει επαρκές συμφέρον, ή εναλλακτικά·

  β) που υποστηρίζει ότι επέρχεται προσβολή δικαιώματος, εάν αυτό απαιτείται

     ως  προϋπόθεση από  το διοικητικό δικονομικό δίκαιο ενός κράτους μέλους, έχει πρόσβαση σε μια διαδικασία εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου οργάνου συσταθέντος νομοθετικώς, προκειμένου να αμφισβητήσει την ουσιαστική ή τη διαδικαστική νομιμότητα αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού.

2.         Τα κράτη μέλη καθορίζουν σε ποια φάση είναι δυνατόν να προσβάλλονται

αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις.

3.             Τα κράτη μέλη καθορίζουν τι αποτελεί επαρκές συμφέρον και τι προσβολή δικαιώματος, με σταθερό γνώμονα να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο κοινό ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη.  Προς τούτο, το συμφέρον κάθε μη κυβερνητικής οργάνωσης που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 1 παράγραφος 2, θεωρείται επαρκές για τους σκοπούς του στοιχείου α) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.  Οι οργανώσεις αυτές θεωρείται επίσης ότι έχουν δικαιώματα που μπορούν να προσβληθούν, για τους σκοπούς του στοιχείου β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

 [...]».

 

 

Το Άρθρο 11.3 της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ, αναφερόμενο σε μη κυβερνητική οργάνωση «που πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 1 παράγραφος 2», εννοεί το Άρθρο 1.2.ε) της ίδιας Οδηγίας το οποίο εμπεριέχει ρύθμιση σχετική με μη κυβερνητικές οργανώσεις στο πλαίσιο του ακόλουθου ορισμού του όρου «ενδιαφερόμενο κοινό»:

«ε) «ενδιαφερόμενο κοινό»: το κοινό το οποίο θίγεται ή ενδέχεται να θιγεί ή του οποίου διακυβεύονται συμφέροντα από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με το περιβάλλον που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2.  Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις που προάγουν την προστασία του περιβάλλοντος και ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις οι οποίες καθορίζονται από την οικεία εθνική νομοθεσία, θεωρούνται ότι έχουν συμφέροντα που διακυβεύονται·».

 

 

Η παράγραφος 3 του Άρθρου 11 της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ συνδέεται με την παράγραφο 1 του ίδιου Άρθρου, υπό την έννοια ότι η παράγραφος 3 αναγνωρίζει σε περιβαλλοντική μη κυβερνητική οργάνωση (εφεξής «η περιβαλλοντική ΜΚΟ») το δικαίωμα προσβολής αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, ήτοι αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων «που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας περί συμμετοχής του κοινού»[15].

 

H νομολογία επιβεβαιώνει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, πράξεις ή παραλείψεις είναι αυτές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 6 της Σύμβασης ή της Οδηγίας 85/337/ΕΟΚ ή, κατά περίπτωση, της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 17.11.2011 στην Υπόθεση C-177/09 Le Poumon vert de la Hulpe a.o., σκέψη 40·Υπόθεση C-570/13 Gruber, ανωτέρω, σκέψη 30).

 

Η εγγύτερη -στο Άρθρο 10α της Οδηγίας 85/337/ΕΟΚ- ημεδαπή νομοθετική διάταξη είναι το ακόλουθο Άρθρο 25 του περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων από Ορισμένα Έργα Νόμου του 2005[16] (εφεξής «ο Νόμος 140(Ι) του 2005»), ως αυτό το Άρθρο τροποποιήθηκε από τον τροποποιητικό Νόμο 137(Ι) του 2012:

 

«Πρόσβαση στη δικαιοσύνη.

 

 

 

 

 

25. (1) Οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο στο ιδρυτικό έγγραφο ή στο καταστατικό του οποίου ορίζεται ότι κύριος σκοπός της ίδρυσής του είναι η προώθηση της προστασίας του περιβάλλοντος θεωρείται, εφόσον ικανοποιεί οποιουσδήποτε άλλους όρους που καθορίζονται σε κανονισμούς, ότι έχει συμφέροντα τα οποία δυνατόν να επηρεάζονται από οποιαδήποτε απόφαση η οποία λαμβάνεται-

(α) από την πολεοδομική αρχή για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για εκτέλεση έργου·ή

(β) από το Υπουργικό Συμβούλιο ή οποιαδήποτε άλλη κρατική υπηρεσία για παροχή έγκρισης για εκτέλεση δημόσιου έργου·ή

(γ) από την περιβαλλοντική αρχή για χορήγηση περιβαλλοντικής έγκρισης με βάση το εδάφιο (4) του άρθρου 11

και μπορεί να ασκήσει προσφυγή με βάση το άρθρο 146 του συντάγματος για αναθεώρηση της εν λόγω απόφασης. [..]».

 

Για τους σκοπούς της υπό εξέταση υπόθεσης σημειώνεται ότι την 31.7.2018 δημοσιεύτηκε ο περί της Εκτίμησης των Επιπτώσεων στο Περιβάλλον από Ορισμένα Έργα Νόμος του 2018 (εφεξής «ο Νόμος 127(Ι) του 2018») ο οποίος (κατά το Άρθρο 53 αυτού) τέθηκε σε ισχύ την ίδια ημερομηνία[17], καταργώντας (διά του Άρθρου 54 αυτού) το Νόμο 140(Ι) του 2005 ως τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, από  τον Νόμο 137(Ι) του 2012.

 

Ως δηλοί το προοίμιό του, ο Νόμος 127(Ι) του 2018 αποσκοπεί στην εναρμόνιση με την Οδηγία 2011/92/ΕΕ, το δε Άρθρο 48 του εν λόγω Νόμου (με πλαγιότιτλο «Πρόσβαση στη δικαιοσύνη») είναι η εγγύτερη θεματικά διάταξη του Nόμου στο Άρθρο 11 της ίδιας Οδηγίας, οπότε μπορεί να θεωρηθεί ότι το πρώτο Άρθρο συνιστά την ημεδαπή εναρμονιστική διάταξη του τελευταίου Άρθρου

 

Παρά την κατάργηση του Νόμου 140(Ι) του 2005 από το Νόμο 127(1) του 2018, το ακόλουθο Άρθρο 55 του τελευταίου Νόμου -εν είδει μεταβατικής ρύθμισης- διατηρεί την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του πρώτου Νόμου (περιλαμβανομένου του Άρθρου 25 αυτού) σε συγκεκριμένες περιπτώσεις:

 

 

 

«Μεταβατικές διατάξεις.

55.-(1) [..]

(2) Έργα υπόκεινται στις υποχρεώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 12,13,14, 15, 19,21 και 22, 24 και 25 των δυνάμει του άρθρου 54 καταργηθέντων νόμων, όταν, πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου-

 (α) είχε αρχίσει η διαδικασία όσον αφορά την παροχή

οδηγιών σχετικά με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται σε Μελέτη σύμφωνα με το άρθρο 17 των δυνάμει του άρθρου 54 των καταργηθέντων νόμων, ή

(β) είχε υποβληθεί Μελέτη στην Περιβαλλοντική Αρχή

που ετοιμάστηκε σύμφωνα με το άρθρο 13 των δυνάμει    του άρθρου 54 καταργηθέντων νόμων.».

 

 

Συνάγεται ότι, σε περίπτωση που πληρούται οποιαδήποτε εκ των δύο διαζευκτικών προϋποθέσεων του Άρθρου 55(2) του Νόμου 127(Ι) του 2008, το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη ρυθμίζεται από το Άρθρο 25 του Νόμου 140(Ι) του 2005 και όχι από το μεταγενέστερο Άρθρο 48 του Νόμου 127(Ι) του 2018.  Σημειώνεται, συναφώς, ότι η ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Προσφυγή καταχωρίστηκε μετά την 31.7.2018, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος των πλείονων διατάξεων του Νόμου 127(Ι) του 2018 (περιλαμβανομένου του Άρθρου 48 αυτού).

 

Συνεπώς, χρήζει εξέτασης το κατά πόσο πληρούται οποιαδήποτε των προϋποθέσεων του Άρθρου 55(2) του Νόμου 127(Ι) του 2018, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη, το οποίο η Οικολογική Παρέμβαση άσκησε δια της Προσφυγής Αρ. 1652/2018, διέπεται από το Άρθρο 25 του Νόμου 140(Ι) του 2005 αντί από το Άρθρο 48 του Νόμου 127(Ι) του 2018 παρότι η εν λόγω Οικολογική Παρέμβαση καταχώρισε την Προσφυγή της κατά την 25.10.2018.

 

Συναφώς, το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπέβαλε επικαιροποιημένη μελέτη και τροποποιημένα σχέδια, σε χρόνο ο οποίος προηγείτο της έναρξης ισχύος του Νόμου 127(Ι) του 2018 κατά την 31.7.2018.

 

Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι, στις 18.5.2018, η Περιβαλλοντική Αρχή εξέδωσε - στη βάση της επικαιροποιημένης μελέτης - νέα τροποποιημένη Γνωμάτευση Μελέτης Εκτίμησης Επιπτώσεων στο Περιβάλλον αναφορικά με την επίδικη ανάπτυξη η οποία περιλαμβάνεται ως παράρτημα στις προσβαλλόμενες πολεοδομικές εγκρίσεις[18].

 

Η προρρηθείσα μελέτη του Ενδιαφερόμενου Μέρους υποβλήθηκε από αυτό και έτυχε επεξεργασίας από την Περιβαλλοντική Αρχή πριν την έναρξη ισχύος του Νόμου 127(Ι) του 2018.  Αυτή η επεξεργασία θεωρείται -στη βάση του τεκμηρίου της νομιμότητας το οποίο εξυπακούει την τήρηση των νομικών κανόνων-  ότι έγινε στη βάση του Άρθρου 13 του Νόμου 140(Ι) του 2005, με αποτέλεσμα να θεωρείται μελέτη (υποβληθείσα στην Περιβαλλοντική Αρχή) που «ετοιμάστηκε» σύμφωνα με το ως άνω Άρθρο 13 και που συνεπώς εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του μεταβατικού Άρθρου 55(2)(β) του Νόμου 127(Ι) του 2018.

 

Έτσι, μέσω του εφαρμοστέου -επί των επίδικων γεγονότων- Άρθρου 55(2)(β) του Νόμου 127(Ι) του 2018, το δικαίωμα της Οικολογικής Παρέμβασης για πρόσβαση στη δικαιοσύνη και, συνεπώς, για προώθηση της Προσφυγής της, ρυθμίζεται από το Άρθρο 25 του Νόμου 140(Ι) του 2005 και όχι από το μεταγενέστερο Άρθρο 48 του Νόμου 127(Ι) του 2018, όπερ σημαίνει ότι και το έννομό της συμφέρον εξετάζεται υπό το πρίσμα του ως άνω Άρθρου 25.

 

Με βάση την κυρίαρχη γραμματική ερμηνεία (Αίτηση Αρ. 1/2024 των Δικηγόρων του Παγκύπριου Οργανισμού Αγελαδοτρόφων (ΠΟΑ) Δημόσια Λίμιτεδ), απόφαση Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερ. 23.5.2024), το απλό νόημα του Άρθρου 25(1) του Νόμου 140(Ι) του 2005 είναι ότι αναγνωρίζει σε νομικό πρόσωπο συμφέρον δυνητικώς επηρεαζόμενο από (μεταξύ άλλων) πολεοδομική άδεια νομιμοποιούσα την εκτέλεση έργου, εφόσον το ιδρυτικό έγγραφο ή το καταστατικό του προσφεύγοντα ορίζει -ως κύριο σκοπό της ίδρυσής του- την προώθηση της προστασίας του περιβάλλοντος.

Παρότι το Άρθρο 25(1) του Νόμου 140(Ι) του 2005 θέτει -ως δεύτερη προϋπόθεση ενεργοποίησης του (εννόμου) συμφέροντος το οποίο πραγματεύεται- την τήρηση οποιωνδήποτε άλλων όρων που καθορίζονται σε κανονισμούς (εκδοθέντες δυνάμει του Άρθρου 28 του ίδιου Νόμου, εννοείται), τέτοιοι κανονισμοί δεν φαίνεται να θεσπίστηκαν, με αποτέλεσμα το ως άνω Άρθρο 25(1) να θέτει αφ' εαυτού τη μόνη προϋπόθεση (αυτήν του περιβαλλοντικού σκοπού ίδρυσης του προσφεύγοντα) για την αναγνώριση εννόμου συμφέροντος.

 

Εφόσον η Εφεσίβλητη Οικολογική Παρέμβαση πληροί αυτή την προϋπόθεση, (η Εφεσείουσα δεν αμφισβητεί το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του ότι το καταστατικό της Εφεσίβλητης θέτει ως πρώτο σκοπό ύπαρξής της την προστασία του περιβάλλοντος της Κύπρου γενικά και του Ακάμα ειδικά)[19], δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι κέκτηται εννόμου συμφέροντος για προώθηση της Προσφυγής Αρ. 1652/2018 κατά των επίδικων πολεοδομικών εγκρίσεων.

 

Αυτό το συμπέρασμα συνάδει και με το Άρθρο 10α της Οδηγίας 85/337/ΕΟΚ ως έχει ερμηνευτεί από το ΔΕΕ, το οποίο ενσωματώνεται στο Άρθρο 25 του Νόμου 140(Ι) του 2005, όπερ σημαίνει ότι τα κυπριακά Δικαστήριο υπέχουν υποχρέωση να ερμηνεύσουν το τελευταίο Άρθρο κατά τρόπο συμβατό με την ερμηνεία του πρώτου Άρθρου (και του Άρθρου 11 της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ που το διαδέχτηκε) από το ΔΕΕ (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 106/2015 ZORA LIMITED ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 20.6.2023).

 

Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ αποφάνθηκε τα εξής:

Πρώτον ότι, οι δύο τελευταίες προτάσεις του Άρθρου 11.3 της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ (ως επαναλαμβάνονταν προηγουμένως στο Άρθρο 10α, 3ο εδάφιο, της Οδηγίας 85/337/ΕΟΚ) θέτουν ακριβείς κανόνες υπέρ των περιβαλλοντικών ΜΚΟ, οι οποίοι κανόνες δεν υπόκεινται σε προϋποθέσεις εξαρτώμενες από τα κράτη μέλη (Υπόθεση αρ. C-115/09 Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland, Landesverband Nordrhein-Westfalen (ανωτέρω), σκέψη 57).

 

Δεύτερον, ότι οποιαδήποτε προϋπόθεση παραδεκτού της προσφυγής και αν επιλέξει το κράτος μέλος να θεσπίσει, μεταξύ των δύο (επαρκές συμφέρον ή προσβαλλόμενο δικαίωμα) οι οποίες τίθενται στο Άρθρο 10α, 1ο εδάφιο, της Οδηγίας 85/337/ΕΟΚ και το διάδοχό του Άρθρο 11.1 της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ, οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ νομιμοποιούνται σε κάθε περίπτωση -βάσει του Άρθρου 10α, 3ο εδάφιο, της Οδηγίας 85/337/ΕΟΚ και του διάδοχού του Άρθρου 11.3 της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ- να ασκήσουν προσφυγή (χωρίς να οφείλουν να αποδείξουν γειτνίαση ή άλλο δυσμενή επηρεασμό τους από το επίδικο έργο το οποίο κατά την κρίση τους διακυβεύει την προστασία του περιβάλλοντος), προκειμένου να αμφισβητήσουν την τυπική ή/και ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, πράξης ή παράλειψης η οποία επιτρέπει την υλοποίηση του επίδικου έργου.  Προς δε το σκοπό αμφισβήτησης της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, πράξης ή παράλειψης, οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ δικαιούνται να επικαλεστούν -στο πλαίσιο της προσφυγής- παράβαση του περιβαλλοντικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε έχει άμεση ισχύ είτε ενσωματώνεται στο εθνικό δίκαιο του οικείου κράτους μέλους (Υπόθεση C-115/09 Bund für Umwelt und Naturschutz Deutschland, Landesverband Nordrhein-Westfalen (ανωτέρω), σκέψεις 37-50).

 

Καταδεικνύεται λοιπόν, τόσο από το Άρθρο 25(1) του Νόμου 140(Ι) του 2005 όσο και από το Άρθρο 11.3 της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ, ότι οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ απολαμβάνουν de lege νομιμοποίηση προς καταχώρηση προσφυγής, κατά απόφασης η οποία αναφέρεται στο ως άνω Άρθρο 25(1), καθότι αυτές οι διατάξεις συνιστούν νομοθετικώς δεδηλωμένη παραδοχή ως προς το ότι αυτές οι ΜΚΟ πληρούν τις εθνικές προϋποθέσεις παραδεκτού, εν προκειμένω ως παρατίθενται στο Άρθρο 146.2 του Συντάγματος.

 

Πέραν του ότι το Άρθρο 25 του Νόμου 140(Ι) του 2005 καλύπτεται από τεκμήριο συμβατότητας με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, συνιστά εναρμονιστική διάταξη οπότε εμπίπτει στο εύρος του Άρθρο 1Α του Συντάγματος το οποίο διασφαλίζει την υπεροχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και της ημεδαπής νομοθεσίας που το ενσωματώνει) έναντι και αυτού του Συντάγματος.

 

Συνάγεται ότι, ναι μεν ορθά η Εφεσείουσα προβάλλει ότι το Κυπριακό Σύνταγμα δεν εμπεριέχει διάταξη ανάλογη με το Άρθρο 24 του Ελληνικού Συντάγματος που κατοχυρώνει την προστασία του περιβάλλοντος αναγάγοντάς την σε δικαίωμα έκαστου (με αποτέλεσμα οι πολίτες και οι περιβαλλοντικές ΜΚΟ να έχουν στην ελληνική επικράτεια δικαίωμα προσφυγής, όταν αυτό το δικαίωμα θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη), αλλά εμπεριέχει διατάξεις που διασφαλίζουν την υπεροχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο με τη σειρά του εγγυάται σε περιβαλλοντική ΜΚΟ το δικαίωμα προσφυγής με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος.

 

Τα ανωτέρω καταδεικνύουν ότι το έννομο συμφέρον της Οικολογικής Παρέμβασης πρωτίστως διεπόταν από τις εφαρμοστέες νομοθετικές διατάξεις της κυπριακής νομοθεσίας οι οποίες ενσωματώνουν και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι  αποκλειστικά από το Άρθρο 9 της Σύμβασης (ως κυρώθηκε διά του Νόμου 33(ΙΙΙ) του 2003) και τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 (του οποίου η επίκληση από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην παρούσα είναι αλυσιτελής διότι επιβάλλει υποχρεώσεις στα θεσμικά όργανά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος).

 

Παρά, όμως, την ανωτέρω προσέγγισή του, ορθά -κατά τα ανωτέρω επεξηγηθέντα- το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Οικολογική Παρέμβαση έχει έννομο συμφέρον για προώθηση της Προσφυγής Αρ. 1652/2018.

 

Εξάλλου, το έννομο συμφέρον μπορεί να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το Εφετείο, δηλαδή ακόμα και αν δεν υπήρχε πρωτόδικη κρίση επί του θέματος και αυτό σημαίνει ότι το Εφετείο νομιμοποιείται να κρίνει το θέμα με δικό του ανεξάρτητο νομικό σκεπτικό (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 176/2019 Α.Χ.Μ. HOLDINGS LTD κ.ά. ν. Δήμου Λάρνακας, απόφαση ημερ. 30.4.2024).

 

Ενόψει των ανωτέρω, ο πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης της  Έφεσης Αρ. 62/2023 απορρίπτονται.

 

Β. Προσβολή των πολεοδομικών εγκρίσεων ημερ. 3.8.2018 με την Προσφυγή Αρ. 1652/2018 (τρίτος λόγος έφεσης):

 

Με την ενδιάμεση απόφασή του ημερ. 4.5.2023, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε μεταξύ άλλων ως εξής:

«Απορριπτέα κρίνεται και η εισήγηση περί απαράδεκτης προσβολής διακριτών διοικητικών πράξεων σε μια προσφυγή αφού όπως με σαφήνεια προκύπτει και από το περιεχόμενο της ένστασης των καθ' ων η αίτηση, οι προσβαλλόμενες πράξεις εξετάζονταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο και σε όλα τα στάδια μαζί.».

 

Διά του τρίτου λόγου έφεσης στην Έφεση Αρ. 62/2023, η Εφεσείουσα προβάλλει ως εσφαλμένη την ως άνω πρωτόδικη κρίση, θεωρώντας ως δικονομικά παραδεκτή την Προσφυγή Αρ. 1652/2018 μόνο στην έκταση που προσβάλλει την πρώτη πολεοδομική έγκριση ημερ. 3.8.2018 επί της πολεοδομικής αίτησης αρ. ΠΑΦ/02060/2007/Β του Ενδιαφερόμενου Μέρους, και δικονομικά απαράδεκτη στην έκταση που προσβάλλει τη δεύτερη πολεοδομική έγκριση (ίδιας ημερομηνίας) επί της πολεοδομικής αίτησης αρ. ΠΑΦ/0949/2008/Β του Ενδιαφερόμενου Μέρους.  Κατά την Εφεσείουσα, έκαστη πολεοδομική έγκριση θα έπρεπε να προσβληθεί με διακριτή Προσφυγή, οι οποίες θα μπορούσαν το πολύ να συνεκδικαστούν.

 

Σύμφωνα με τις νομικές πηγές στις οποίες η Εφεσείουσα μας παραπέμπει (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1959, σελ. 274· Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258· Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 379), επιτρέπεται η (διά της ίδιας αίτησης ακύρωσης) προσβολή πλείονων της μίας πράξεων, σε δύο διαζευκτικές περιπτώσεις:

(α) όταν η μια συνιστά προϋπόθεση για την έκδοση της άλλης·

(β) όταν όλες αφορούν τον Αιτητή, ερείδονται στις ίδιες νομικές διατάξεις, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από την ίδια διοικητική αρχή κατά την ίδια διοικητική διαδικασία.

 

Εν προκειμένω, ως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ισχύει η περίπτωση (β) ανωτέρω, υπό την έννοια ότι οι δύο προσβαλλόμενες πολεοδομικές εγκρίσεις είναι συναφείς ως εκδιδόμενες υπέρ του ίδιου Ενδιαφερόμενου Μέρους από την ίδια Πολεοδομική Αρχή στο πλαίσιο της ίδιας διοικητικής διαδικασίας και έχουσες ταυτόσημη νομική βάση, εν πολλοίς συγκλίνοντες πολεοδομικούς όρους και ίδιο πραγματικό υπόβαθρο (υπό την έννοια ότι οι δύο πολεοδομικές εγκρίσεις αφορούν πολεοδομική ανάπτυξη η οποία θεωρείται ενιαία, εξ ου και εκπονήθηκε από την Περιβαλλοντική Αρχή  μία κοινή γνωμάτευση ημερ. 18.5.2018 και για τις δύο πολεοδομικές αιτήσεις του Ενδιαφερόμενου Μέρους που εγκρίθηκαν με τις προσβαλλόμενες πολεοδομικές εγκρίσεις).

 

Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος έφεσης της Έφεσης Αρ. 62/2023 κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.  Εφόσον οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης της Έφεσης Αρ. 62/2023 έχουν απορριφθεί, απορρίπτεται ως αβάσιμος και ο τέταρτος λόγος έφεσης που αφορά τον επιδικασμό εξόδων σε βάρος της Εφεσείουσας (αφού, κατά πάγια νομολογία, ο επιδικασμός εξόδων ακολουθεί, κατά κανόνα, το αποτέλεσμα της απόφασης), με αποτέλεσμα η ως άνω Έφεση να αποτυγχάνει καθ' ολοκληρίαν.

 

Έφεση Αρ. 121/2023:

Αποκάλυψη της αιτιολογημένης γνώμης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην προσφεύγουσα Οικολογική Παρέμβαση:

 

Ως προαναφέρθηκε, με την Έφεση Αρ. 121/2023 εφεσιβάλλεται η ενδιάμεση απόφαση ημερ. 27.10.2023 του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που διατάσσει την αποκάλυψη της αιτιολογημένης γνώμης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Οικολογική Παρέμβαση (και στο ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό την έννοια ότι η αιτιολογημένη γνώμη θα αποτελέσει μέρος του διοικητικού φακέλου που θα κατατεθεί ενώπιόν του).

 

Η Έφεση Αρ. 121/2023 κρίνεται βάσιμη και επιτυγχάνει, για τους εξής λόγους:

 

Κατά το Άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, η εκ της Ευρωπαϊκής  Επιτροπής κοινοποίηση (σε κράτος μέλος) αρχικά προειδοποιητικής επιστολής και τελικώς αιτιολογημένης γνώμης (βλ. ανωτέρω στα γεγονότα) -στο πλαίσιο διαδικασίας επί παραβάσει κατά του κράτους μέλους- είναι το τελευταίο διαδικαστικό βήμα προ της καταχώρησης προσφυγής από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενώπιον του ΔΕΕ κατά του κράτους μέλους.  Η έναρξη της διαδικασίας επί παραβάσει διά της κοινοποίησης προειδοποιητικής επιστολής σε κράτος μέλος προϋποθέτει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί βάσιμα να προβάλει και στοιχειοθετήσει εκ του κράτους μέλους παράβαση υποχρέωσης την οποία αυτό υπέχει βάσει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 25.2.2021 στην Υπόθεση C-658/19 Επιτροπή ν. Ισπανίας, σκέψη 36).

 

Ο σκοπός της προδικαστικής διαδικασίας, ως συνίσταται από την προειδοποιητική επιστολή και την αιτιολογημένη γνώμη, είναι να παρασχεθεί στο κράτος μέλος η δυνατότητα, αφενός, να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του οι οποίες απορρέουν από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, να προβάλει τους αμυντικούς του ισχυρισμούς κατά των αιτιάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 15.1.2002 στην Υπόθεση C-439/99 Επιτροπή ν. Ιταλίας, σκέψη 10).

 

Ως εκ τούτου, το αντικείμενο της προσφυγής ενώπιον του ΔΕΕ οριοθετείται από την προδικαστική διαδικασία την οποία προβλέπει το Άρθρο 258 της ΣΛΕΕ, υπό την έννοια ότι η προσφυγή στηρίζεται στις αιτιάσεις τις οποίες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβαλε στην προηγηθείσα αιτιολογημένη γνώμη (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 28.6.2022 στην Υπόθεση C-278/20 Eπιτροπή ν. Ισπανίας, σκέψη 24).

 

Ενόψει της προρρηθείσας σύνδεσης της αιτιολογημένης γνώμης με το δικόγραφο της τυχόν μελλοντικής προσφυγής ενώπιον του ΔΕΕ, η αιτιολογημένη γνώμη καλύπτεται (τουλάχιστον για όσο χρόνο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διατηρεί ανοικτό το φάκελο της διαδικασίας επί παραβάσει, προφανώς θεωρώντας ότι το οικείο κράτος μέλος δεν θεράπευσε πλήρως την προσαφθείσα παράβαση του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης) από μαχητό τεκμήριο εμπιστευτικότητας που δεν επιτρέπει την αποκάλυψή της σε τρίτο, καθότι τέτοια αποκάλυψη ενδέχεται να διακύβευε την επίτευξη εξωδικαστικής διευθέτησης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του κράτους μέλους με στόχο τη (συντομότερη δυνατή) θεραπεία της προσαφθείσας παράβασης (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 14.11.2013 στις συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις C-514/11P και C-605/11P LPN και Φιλανδία ν. Επιτροπής, σκέψεις 49-70).

 

Αυτό δε το μαχητό τεκμήριο εμπιστευτικότητας δεν τηρείται μόνο από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (περιλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) στο πλαίσιο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001[20] (εφεξής «ο Κανονισμός»), αλλά και από τα κράτη μέλη (περιλαμβανομένων των δικαιοδοτικών τους οργάνων) στο πλαίσιο της υποχρέωσης την οποία τους επιβάλλει το Άρθρο 5 του Κανονισμού σε συνάρτηση το Άρθρο 4.3 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο επιβάλλει την καλόπιστη συνεργασία των κρατών μελών με τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής «τα θεσμικά όργανα»).      

 
Συγκεκριμένα, το Άρθρο 5 του Κανονισμού απαιτεί από κράτος μέλος (στο οποίο υποβάλλεται αίτημα για αποκάλυψη εγγράφου το οποίο προέρχεται από θεσμικό όργανο και το οποίο είναι στην κατοχή του κράτους μέλους) είτε να διαβουλευθεί με το θεσμικό όργανο ως προς την ικανοποίηση ή μη της αίτησης (εκτός αν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δοθεί ή όχι) είτε να παραπέμψει το αίτημα στο θεσμικό όργανο.

Το ως άνω Άρθρο 5 αποκρυσταλλώνει και συνδέεται με την αιτιολογική σκέψη (15) του Κανονισμού, η οποία προβλέπει ότι δεν αποσκοπείται ο επηρεασμός του εθνικού δικαίου όσον αφορά την πρόσβαση στα έγγραφα, εντούτοις ‑δυνάμει της Αρχής της καλόπιστης συνεργασίας‑ τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να μη θίγεται η ορθή εφαρμογή του Κανονισμού και να τηρούνται οι κανόνες ασφαλείας των θεσμικών οργάνων.

 

Η δε νομολογία αναγνωρίζει ότι το ως άνω Άρθρο 5 συνιστά έκφανση της Αρχής της καλόπιστης συνεργασίας (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 18.12.2007 στην Υπόθεση C‑64/05P Σουηδία v. Επιτροπής, σκέψη 70) και συνιστά μηχανισμό συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ημερ. 28.4.2017 στην Υπόθεση Τ‑264/15 Gameart v. Επιτροπής σκέψεις 34 και 35).

 

Όταν διάταξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρέωση (όπως, εν προκειμένω, το Άρθρο 5 του Κανονισμού), τότε έκαστη κρατική αρχή στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, περιλαμβανομένων των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων, τελεί υπό δέσμια εξουσία να εξασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα και εφαρμογή της διάταξης (απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 14.3.2024 στην Υπόθεση C‑516/22 Επιτροπή v. Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 94).

 

Έτσι, όταν σε κυπριακό Δικαστήριο υποβάλλεται αίτηση διαδίκου για πρόσβαση σε έγγραφο το οποίο κατέχει άλλος διάδικος και το οποίο εκδόθηκε από θεσμικό όργανο, το Δικαστήριο δεν ικανοποιεί την αίτηση παρεκτός μέσω της τήρησης του Άρθρου 5 του Κανονισμού, εν ανάγκη εντέλλοντας την αρμόδια κρατική αρχή ή/και τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να διαβουλευθούν με το οικείο θεσμικό όργανο και να ενημερώσουν το Δικαστήριο για την έκβαση της διαβούλευσης.

Εν προκειμένω, η Εφεσείουσα ανέφερε στο πρωτόδικο Δικαστήριο (μέσω ένορκης δήλωσης η οποία συναρτάται με την ένστασή της ημερ. 13.5.2022 κατά της αίτησης της Οικολογικής Παρέμβασης για αποκάλυψη, μεταξύ άλλων, της αιτιολογημένης γνώμης) ότι η διαδικασία επί παραβάσει για την οποία εκδόθηκε η αιτιολογημένη γνώμη παρέμενε σε εκκρεμότητα και εν εξελίξει.

 

Στη δε πρωτόδικη αγόρευσή της ημερ. 2.10.2023, η Εφεσείουσα επανέλαβε ότι η διαδικασία επί παραβάσει θεωρείται προσωρινώς διευθετηθείσα[21].

 

Εντούτοις,  τέθηκε προηγουμένως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία φαίνεται να κοινοποιήθηκε στις κυπριακές αρχές την 15.2.2018 (Παράρτημα 21 της πρωτόδικης Ένστασης της Εφεσείουσας) και η οποία αναφέρει την πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να κλείσει την υπόθεση εφόσον οι κυπριακές αρχές της κοινοποιούσαν τόσο τους αναθεωρημένους περιβαλλοντικούς όρους οι οποίοι θα ενσωμάτωναν τις εισηγήσεις της προς τις κυπριακές αρχές όσο και τις (επικείμενες) αναθεωρημένες άδειες κατασκευής (προφανώς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εννοεί τις προσβαλλόμενες πολεοδομικές εγκρίσεις που εκδόθηκαν κατά την 3.8.2018). Η δε πρωτόδικη ένσταση του παρεμβαίνοντος Ενδιαφερόμενου Μέρους επισυνάπτει την ίδια επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και την προηγηθείσα αλληλογραφία μεταξύ αυτής και των κυπριακών αρχών.     

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εδύνατο -με την ευρεία εξουσία την οποία διαθέτει για την ενώπιόν του προσκόμιση εγγράφων στο πλαίσιο του ανακριτικού συστήματος της διοικητικής δίκης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 26/2020 Δημοκρατία ν. Gurdhian Singh, απόφαση ημερ. 10.9.2024)- να απαιτήσει όπως η Εφεσείουσα του προσκομίσει στοιχεία προερχόμενα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που να καταδεικνύουν κατά πόσο ο φάκελος της διαδικασίας επί παραβάσει υπ' αρ. 2014/4091 ήταν κλειστός ή όχι κατά τον χρόνο στον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο καλείτο να αποφασίσει επί της αίτησης της Οικολογικής Παρέμβασης για αποκάλυψη εγγράφων.

 

Στην απουσία προσκόμισης τέτοιων πρόσθετων στοιχείων, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέμεινε με ενώπιόν του δεδομένα που έδειχναν τον φάκελο της διαδικασίας επί παραβάσει ανοιχτό τουλάχιστον κατά την αποστολή της επιστολής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ημερ. 15.2.2018, εκτός αν η Οικολογική Παρέμβαση προήγαγε (με δικονομικά παραδεκτό τρόπο) μαρτυρία που να αποδείκνυε το κλείσιμο του φακέλου (που δεν το έπραξε).

 

Στην απουσία ενώπιόν του στοιχείων για το κλείσιμο του φακέλου της διαδικασίας επί παραβάσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να εφαρμόσει το Άρθρο 5 του Κανονισμού κατά τον τρόπο που υποδείχθηκε ανωτέρω, πλην όμως η εφεσιβαλλόμενη απόφαση του ημερ. 27.10.2023 δεν δείχνει κάτι τέτοιο, εξ ου και την κρίνουμε λανθασμένη.

 

Αυτό το συμπέρασμά μας δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι η γνωμάτευση ημερ. 18.5.2018 της Περιβαλλοντικής Αρχής, ως προπαρασκευαστική των προσβαλλόμενων πολεοδομικών εγκρίσεων, όντως συνδέει την αιτιολογημένη γνώμη με την επικαιροποιημένη μελέτη και τις συναφείς με αυτή αιτήσεις του Ενδιαφερόμενου Μέρους οι οποίες εγκρίθηκαν δια των προσβαλλόμενων πολεοδομικών εγκρίσεων.        

Ενόψει του ανωτέρω συμπεράσματός μας, παρέλκει η εξέταση οτιδήποτε άλλου σε σχέση με την Έφεση Αρ. 121/2023.

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

Απορρίπτεται η Έφεση Αρ. 62/2023 αναφορικά με την πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση ημερ. 4.5.2023 και επιτυγχάνει η Έφεση Αρ. 121/2023 αναφορικά με την πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση ημερ. 27.10.2023, οπότε η τελευταία αυτή απόφαση παραμερίζεται (περιλαμβανομένης της διαταγής της για έξοδα).

 

Ενόψει του αποτελέσματος, ουδεμία διαταγή για κατ' έφεσιν έξοδα.

 

                                                        Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 



[1] Παραρτήματα 11 και 12 της πρωτόδικης ένστασης της Εφεσείουσας.

[2] Παραρτήματα 18 και 19 της πρωτόδικης ένστασης της Εφεσείουσας.

[3] Oδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 1992, για τη διατήρηση φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 206, της 22.7.1992, σ.7).

[4] Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενημέρωσε συναφώς την Οικολογική Παρέμβαση χωρίς να της κοινοποιήσει τις δύο επιστολές της προς τη Δημοκρατία (Παραρτήματα 58 και 60 της πρωτόδικης Αίτησης Ακύρωσης της Εφεσίβλητης).

[5] Παραρτήματα 22 και 23 της πρωτόδικης ένστασης της Εφεσείουσας.

[6] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της Σύμβασης του Άρχους σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοδοσία για περιβαλλοντικά θέματα (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 264, της 25.9.2006, σ.13).

[7] Οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, για την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 41, της 14.2.2003, σ. 26).

[8] Οδηγία 2003/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, σχετικά με τη συμμετοχή του κοινού στην κατάρτιση ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων που αφορούν το περιβάλλον και με την τροποποίηση όσον αφορά τη συμμετοχή του κοινού και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, των οδηγιών 85/337/ΕΟΚ και 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 156, της 25.6.2003, σ. 17).

[9] Οδηγία 2014/52/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, για την τροποποίηση της οδηγίας 2011/92/ΕΕ σχετικά με την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημόσιων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 124,  της 25.4.2014, σ. 1).

[10] Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 275, της 18.8.2017, σ.12.

[11]Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 175, της 5.7.1985, σ. 40).

[12] Σχετικές είναι οι αιτιολογικές σκέψεις (5) και (9) του προοιμίου της Οδηγίας 2003/35/ΕΚ και οι αιτιολογικές σκέψεις (18) και (21) του προοιμίου της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ.

[13] Απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 16.4.2015 στην Υπόθεση C-570/13 Gruber, σκέψη 34.

[14] Οδηγία 2011/92/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 2011, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 26, της 28.1.2012, σ.1).

[15] Η αγγλική απόδοση του Άρθρου 11.1 της Οδηγίας 2011/92/ΕΕ είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστική ως προς την περιγραφή των σχετικών αποφάσεων πράξεων ή παραλείψεων (''.decisions, acts or omissions subject to the public participation provisions of this Directive'').

[16] Δημοσιεύτηκε και -κατά το Άρθρο 82 του Συντάγματος- τέθηκε σε ισχύ την 2.12.2005.

[17] Με εξαίρεση τα Άρθρα 35 και 36 αυτού που τέθηκαν σε ισχύ έξι μήνες μετά.

[18] Η πρώτη γνωμάτευση εκπονήθηκε κατά την 30.1.2013 (Παράρτημα 7 της πρωτόδικης ένστασης της Εφεσείουσας) και συμπληρώθηκε με νέες τροποποιητικές γνωματεύσεις, ημερ. 2.8.2013 και 8.11.2013 αντίστοιχα (Παραρτήματα 12 και 15 της πρωτόδικης ένστασης της Εφεσείουσας). Η επικαιροποιημένη μελέτη της 18.5.2018 παρατίθεται στο Παράρτημα 20 της πρωτόδικης ένστασης της Εφεσείουσας.

[19] Σχετικό είναι και το απόσπασμα του καταστατικού της ως παρατίθεται στο Παράρτημα 5 της πρωτόδικης Αίτησης Ακύρωσης της Εφεσίβλητης.

[20] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ης Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 145, της 31.5.2001, σ.43).

[21] Παράγραφοι 4.2 και 4.2.4 της πρωτόδικης αγόρευσης της Εφεσείουσας ημερ. 2.10.2023.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο