ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 47/2021)
25 Σεπτεμβρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
AWAL MIAH
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ
ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Εφεσίβλητης.
-------------------
Κ. Γρηγορίου για Μ. Αδάμου (κα), δικηγόρος για τον Εφεσείοντα.
Κ. Μιχαηλίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την Εφεσίβλητη.
-------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Η ενώπιον μας έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 3.12.2021 του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην Προσφυγή Αρ. 683/2020 (ως αυτή τροποποιήθηκε), με την οποία η εν λόγω προσφυγή απορρίφθηκε, επικυρώνοντας την επίδικη απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων ημερομηνίας 14.4.2020 σε σχέση με τον Εφεσείοντα. Με την εν λόγω διοικητική απόφαση απορρίφθηκε διοικητική προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου απόρριψης αιτήματος του Εφεσείοντα για παραχώρηση σ' αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Δύο είναι οι λόγοι έφεσης, οι οποίοι προβλήθηκαν.
Με τον πρώτο ο Εφεσείων διατείνεται ότι:
«Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν επεξήγησε τη διαδικασία που θα ακολουθούσε στον Αιτητή (σημ. Δικ.: Εφεσείοντα) με αποτέλεσμα ο Αιτητής να μην παρουσιάσει όλα τα στοιχεία που θα αποδείκνυαν το γεγονός ότι αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει σοβαρούς κινδύνους ακόμα και για την ίδια του την ζωή.»
Ως αιτιολογία του υπό εξέταση λόγου έφεσης, ο Εφεσείων κατέγραψε στην ειδοποίηση έφεσης ότι:
«Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας δεν έλαβε υπόψη του ότι κατά τη διάρκεια της τυπικής συμπλήρωσης ειδικού εντύπου της Αρχής, ο Αιτητής από άγνοια και μη κατανόησης (sic) της νέας αυτής διαδικασίας στην οποία θα έπρεπε να προσκομίσει νέα στοιχεία που να δικαιολογούν τον φόβο που τον ανάγκασε να φύγει από τη χώρα ιθαγένειας του, περιορίστηκε να αναφερθεί μόνο στην οικονομική δυσκολία και/ή κατάσταση χωρίς να αναφέρει το λόγο που μετέβηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία για να σώσει την ζωή του.»
Στο δε, περίγραμμα αγόρευσης της, η πλευρά του Εφεσείοντα ανέφερε, σχετικά, κατά λέξη και στην πληρότητα τους, τα ακόλουθα προς υποστήριξη του προαναφερθέντος λόγου εφέσεως:
«Ο Εφεσείοντας αμφισβητεί το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δηλαδή το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν επεξήγησε τη διαδικασία που θα ακολουθούσε στον Εφεσείοντα με αποτέλεσμα αυτός να μην παρουσιάσει όλα τα στοιχεία που θα αποδείκνυαν το γεγονός ότι αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει σοβαρούς κινδύνους ακόμα και για την ίδια του τη ζωή. Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας δεν έλαβε υπόψη του ότι κατά τη διάρκεια της τυπικής συμπλήρωσης ειδικού έντυπου της Αρχής, ο Αιτητής από άγνοια και μη κατανόησης (sic) της νέας, για αυτόν, διαδικασίας στην οποία θα έπρεπε να προσκομίσει νέα στοιχεία που να δικαιολογούν τον φόβο που τον ανάγκασε να φύγει από τη χώρα ιθαγένειας του, περιορίστηκε να αναφερθεί μόνο στην οικονομική δυσκολία και κατάσταση του χωρίς να αναφέρει το λόγο που μετέβηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία ότι δηλαδή ήταν για να σώσει την ζωή του.»
Ο πιο πάνω λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Καταρχάς, λανθασμένα (αλλά και αντιφατικά προς τον ισχυρισμό που προβλήθηκε στον λόγο έφεσης που κλήθηκε το περίγραμμα να υποστηρίξει) υποστηρίχθηκε ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέφρασε (οποιαδήποτε) κρίση περί του θέματος ή έλαβε υπόψη, ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν επεξήγησε τη διαδικασία που θα ακολουθούσε στον Εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε κανένα σημείο της απόφασης του δεν ανέφερε ότι έλαβε υπόψη ή προέβη σε εξέταση και σε οποιοδήποτε εύρημα περί τούτου του ζητήματος. Και ορθώς, προσθέτουμε, αφού τέτοιος λόγος ακύρωσης δεν δικογραφήθηκε, ενώ, αν και αναφέρθηκε στη σελ. 2, εκεί παράγραφο 4 της γραπτής αγόρευσης για τον (τότε) Αιτητή (γραπτή απάντηση δεν καταχωρήθηκε), αυτός παρέμεινε ατεκμηρίωτος και ανυποστήρικτος από οποιαδήποτε μαρτυρία και κατά συνέπεια, καθίσταται αίολος και απορριπτέος, ακόμη και αν εδύνατο το πρωτόδικο Δικαστήριο να τον εξετάσει.
Υπενθυμίζουμε ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία επί του θέματος, η μη (επαρκής) δικογράφηση λόγων ακυρώσεως (άλλων από λόγους δημόσιας τάξεως) οδηγεί στη μη δυνατότητα εξέτασης τους από το Δικαστήριο και ότι, οι αγορεύσεις των διαδίκων δεν συνιστούν αποδεκτό μέσο προσκόμισης μαρτυρίας, αλλά και ότι, οι ισχυρισμοί διαδίκων σ' αυτές δεν συνιστούν μαρτυρία. Πρόσθετα και/ή ανεξαρτήτως των ανωτέρω, η εικόνα που αναδύεται από την πρωτόδικη απόφαση, είναι ευθέως αντίθετη των πιο πάνω ισχυρισμών του Εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, υπάρχει εύρημα από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση του, το οποίο επαληθεύεται ως ορθό από τα ενώπιον μας στοιχεία ότι, ο Εφεσείων, κατά την προφορική συνέντευξη του ενώπιον Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αναίρεσε ρητώς τη θέση που κατέγραψε προς υποστήριξη της αίτησης του για χορήγηση ασύλου, δηλώνοντας ότι, ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ήταν οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Η σχετική αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην απόφαση του (εκεί σελ. 5 και 6) έχει ως εξής:
« Κατά την προφορική του συνέντευξη ανέφερε ότι τα όσα δήλωσε στη γραπτή του αίτηση δεν ευσταθούν και ότι ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ήταν οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε. Αφίχθη στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές με άδεια εργασίας και εισήλθε στη Δημοκρατία στις 03/09/2018. Ο αιτητής ρωτήθηκε αν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα στο Μπαγλαντές και απάντησε ότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Ο λόγος που αιτήθηκε διεθνή προστασία είναι για να μπορεί να παραμείνει νόμιμα στην Κύπρο, ενώ σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, οι συνέπειες που θα αντιμετωπίσει είναι οικονομικής φύσεως. Ο Αιτητής απάντησε αρνητικά σε ερώτηση σχετικά με το αν ο ίδιος ή κάποιο μέλος της οικογένειάς του ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, εθνοτική ή κοινωνική ομάδα ή οργανισμό, στη χώρα καταγωγής του, ενώ δήλωσε ότι δεν είχε παρενοχληθεί, διωχθεί, συλληφθεί ή φυλακιστεί. Τέλος ο αρμόδιος λειτουργός, ρώτησε τον Αιτητή εάν επιθυμεί να δηλώσει οτιδήποτε άλλο σχετικά με το αίτημα του και ο τελευταίος ζήτησε όπως του επιτραπεί να παραμείνει στη Δημοκρατία για περισσότερο διάστημα (βλ. ερυθρά 34-24 του διοικητικού φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου).»
Ενόψει των προαναφερθέντων, ο πρώτος λόγος έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, η πλευρά του Εφεσείοντα πρόβαλε τα εξής:
«Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Υπηρεσία Ασύλου και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων μετέπειτα, διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα που καλείται να επιδείξει σε σοβαρές αιτήσεις για διεθνή προστασία και ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή διερευνήθηκαν επακριβώς.»
Ο Εφεσείων αιτιολόγησε τον πιο πάνω λόγο έφεσης ως εξής:
« Ο Αιτητής εξηγώντας τους λόγους που έφυγε από το Μπαγκλαντές αναφέρει επί λέξει «I came here to save my life», ήτοι σε ελεύθερη μετάφραση «Ήρθα για να σώσω την (sic) ζωή μου. Ούτω καθίσταται σαφές ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αιτήσεως του έθεσε τους σοβαρούς λόγους που αιτείτο άσυλο, χωρίς όμως να ρωτηθεί συγκεκριμένα από τον εξεταστή τους λόγους της απειλής εναντίον της ζωής του για να δοθεί η δυνατότητα στον εξεταστή να διαπιστώσει την (sic) συνδρομή των σχετικών γεγονότων. Ως εκ τούτου ο εξεταστής απέτυχε να εξασφαλίσει ότι ο αιτών παρουσιάζει την υπόθεση του όσο πληρέστερα γίνεται με όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και το γεγονός αυτό οδηγεί σε πλάνη περί τα πράγματα.»
Στο περίγραμμα αγόρευσης της και προς υποστήριξη των ανωτέρω, η πλευρά του Εφεσείοντα, αφού επανέλαβε τα ανωτέρω, προσέθεσε και ότι:
«Είναι η θέση μας ότι το Δικαστήριο πλανήθηκε ή και δεν έλαβε υπόψη του ή και δεν έδωσε βαρύτητα ή τη δέουσα ή ικανοποιητική βαρύτητα στο γεγονός ότι ο Εφεσείοντας δεν ρωτήθηκε συγκεκριμένα από τον εξεταστή για τους λόγους για τους οποίους αυτός εγκατέλειψε τη χώρα του.»
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Ως ήδη επεξηγήσαμε στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων διαφοροποίησε πλήρως την αρχική δήλωση του επί της αιτήσεως του για άσυλο, αναφέροντας ότι, ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ήταν οικονομικός (βλ. σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, ανωτέρω) είναι ορθή. Η θέση αυτή του Εφεσείοντα, καταλυτική για την απόρριψη της αίτησης του, δεν αναιρέθηκε ούτε από τις απαντήσεις του στις συμπληρωματικές ερωτήσεις, στις οποίες υποβλήθηκε (ότι δεν ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, εθνοτική ή κοινωνική ομάδα ή οργανισμό, στη χώρα καταγωγής του και ότι δεν είχε παρενοχληθεί, διωχθεί, συλληφθεί ή φυλακιστεί.), αλλά, αντίθετα, ενισχύθηκε. Συνεπώς, δεν υπάρχει, κρίνουμε, οποιαδήποτε βασιμότητα στον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας στην υπό εξέταση περίπτωση υπό τη σκοπιά που ο εν λόγω λόγος έφεσης εγέρθηκε, αντίθετα, η εικόνα που αναδύεται από το ενώπιον μας υλικό δηλώνει το αντίθετο. Ως εκ των ανωτέρω, και αυτός ο λόγος έφεσης αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Με βάση τα ανωτέρω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα ύψους €2000 υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα. Η πρωτόδικη απόφαση και, κατ' επέκταση, η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνονται ως ορθές.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.