ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 368/2019)
30 Σεπτεμβρίου, 2024
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΗΛ Γ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,
Εφεσείοντας
v.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΙΜΙΤΕΔ,
2. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητοι.
____________________
Ρ. Μάρκου (κα) για Μ. Κιτρομηλίδης Δικηγόροι Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Ι. Κορφιώτου (κα) για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 1.
Γ. Στυλιανού (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 2.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι εφεσίβλητοι 1 είναι εξ' αποφάσεως δανειστές με βάση διαιτητική απόφαση που εξασφάλισαν εναντίον του εφεσείοντα, την οποία ενέγραψαν για σκοπούς εκτέλεσης σε Επαρχιακό Δικαστήριο, για το ποσό των €167.928,30 πλέον τόκο 9% από 30.05.2019 μέχρι εξόφλησης, πλέον έξοδα διαιτητικής απόφασης €42,72 και €549,00 έξοδα διατάγματος, ημερομηνίας 15.05.2014, εγγραφής της απόφασης, πλέον Φ.Π.Α. πλέον €11,00 έξοδα επίδοσης. Στις 17.09.2019 οι εφεσίβλητοι 1 έλαβαν ειδοποίηση, από τους εφεσίβλητους 2, με την οποία οι τελευταίοι τους γνωστοποίησαν προτεινόμενη διάθεση προϊόντος πώλησης ακινήτου που ανήκε στον εφεσείοντα, και το οποίο ήταν υποθηκευμένο προς όφελος των εφεσίβλητων 1. Προέκυπτε, μέσα από την εν λόγω ειδοποίηση, ότι οι εφεσίβλητοι 2 μετά την πώληση του ακινήτου κατέβαλαν διάφορα ποσά, τα οποία είχαν προτεραιότητα πληρωμής, και επίσης κατέβαλαν προς τους εφεσίβλητους 1, οι οποίοι ήταν δεύτεροι στη σειρά ενυπόθηκοι δανειστές του εφεσείοντα, το ποσό €85.430,08. Με την εν λόγω ειδοποίηση οι εφεσίβλητοι 1 ενημερώθηκαν ότι ο εφεσείοντας είχε να λαμβάνει, υπόλοιπο από το προϊόν της πώλησης, το ποσό των €50.572,66. Ακολούθως, οι εφεσίβλητοι 1, έχοντας στην κατοχή τους τέτοια πληροφορία, καταχώρησαν, σε πρωτόδικο Δικαστήριο, αίτηση, που επιδόθηκε στον εφεσείοντα αλλά και στους μεσεγγυούχους που ήταν οι εφεσίβλητοι 2, διεκδικώντας το εν λόγω ποσό, των €50.572,66, προς πλήρη ικανοποίηση του προαναφερόμενου εξ αποφάσεως χρέους, που εκκρεμούσε, προς όφελος τους και εναντίον του εφεσείοντα.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, ο εφεσείοντας, δια της δικηγόρου του, δεν αμφισβήτησε ότι αυτός ήταν εξ' αποφάσεως οφειλέτης προς τους εφεσίβλητους 1 ή ότι οι τελευταίοι είχαν συμφέρον στο ποσό που κατεχόταν από τους τότε μεσεγγυούχους - εφεσίβλητους 2. Υποστηρίχθηκε, όμως, η θέση ότι οι εφεσίβλητοι 1 δεν νομιμοποιούνταν να διεκδικήσουν, με την αίτηση τους, το ποσό των €50.572,66 καθ' ότι τέτοια διεκδίκηση προσέκρουε στις διατάξεις του Περί Τόκου Νόμου, Ν. 2/1977, ειδικότερα του Άρθρου 6, το οποίο, κατά τη θέση του, απαγορεύει την ανάκτηση καθυστερημένου τόκου ο οποίος υπερβαίνει το ποσό του αρχικού χρέους. Πιο συγκεκριμένα είχε αναφερθεί, πρωτόδικα, πως το αρχικό ποσό που όφειλε ο εφεσείοντας, δυνάμει της διαιτητικής απόφασης, ήταν £35.766,03 και αυτό διπλασιαζόμενο και μεταφρασμένο σε ευρώ ανέρχεται στο ποσό των €122.319,80, αφαιρουμένου, όμως, από αυτό του ποσού των €85.430,08, το οποίο οι εφεσίβλητοι 1 δικαιούνταν να διεκδικούν, κατόπιν πώλησης του ακινήτου. Συνεπώς, μόνο ποσό €36.789,72 (€122.219,80 - €85.430,08) δικαιούνταν οι εφεσίβλητοι 1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις πρόνοιες των Άρθρων 73 έως 81 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, και σε σχετική νομολογία επ' αυτών, αποδέχθηκε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσης διατάγματος εναντίον των εφεσίβλητων 2, ως μεσεγγυούχων, για να πληρώσουν ή καταβάλουν στους εφεσίβλητους 1 ποσό που βρισκόταν στην κατοχή τους. Απασχόλησε, ωστόσο, στη συνέχεια, καθηκόντως, η εξέταση της θέσης που ηγέρθηκε, από πλευράς εφεσείοντα, αναφορικά με την εφαρμογή των προνοιών του Ν. 2/1977. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι, παρά την κατάργηση του Ν. 2/1977 με το νεότερο νόμο Ν. 160(Ι)/1999, υπήρξε ειδική ρύθμιση, η οποία τυγχάνει εφαρμογής στις περιπτώσεις πιστωτικών διευκολύνσεων που παραχωρήθηκαν πριν την έναρξη του Ν. 160(Ι)/1999. Πρόκειται για το Άρθρο 4.
Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, προβαίνοντας σε μαθηματικούς υπολογισμούς εξέδωσε διάταγμα προς τους εφεσίβλητους 2 για πληρωμή, προς τους εφεσίβλητους 1, όχι για το ποσό των €50.572,66, ως αυτοί ζήτησαν, αλλά για το ποσό των €36.789,70 ως ποσό που ήταν επιτρεπτό, ως έκρινε, από τις πρόνοιες του Άρθρου 4 του Ν. 160(Ι)/1999, επικαλούμενο, το Δικαστήριο, και την υπόθεση Πιπονίδη v. Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., Πολιτική Έφεση 429/2011, ημερομηνίας 06.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A444.
Ο εφεσείοντας, δια του μοναδικού λόγου έφεσης, θεωρεί ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη, καθ' ότι το Δικαστήριο δεν εφάρμοσε ορθά τις πρόνοιες του Περί Φιλελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου, Ν. 160(Ι)/1999, και συγκεκριμένα το Άρθρο 4, αποφασίζοντας, εσφαλμένα, ότι τυγχάνει εφαρμογής.
Από την πλευρά τους οι εφεσίβλητοι 1 θεωρούν λανθασμένη, επίσης, την πρωτόδικη απόφαση και καταχώρισαν αντέφεση, προβάλλοντας πέντε (5) λόγους αντέφεσης. Πιο συγκεκριμένα, θεωρούν πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 4 του Ν. 160(Ι)/1999, σε περιπτώσεις λήψης μέτρων εκτέλεσης που προβλέπονται από το Νόμο προς εκτέλεση και/ή ικανοποίηση δικαστικής απόφασης και/ή διαιτητικής απόφασης, η οποία έχει εγγραφεί προς εκτέλεση σε πρωτοκολλητείο Επαρχιακού Δικαστηρίου (1ος λόγος αντέφεσης), ότι εσφαλμένα, και κατά παράβαση της αρχής του δεδικασμένου, έκρινε πως τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 4 του Ν. 160(Ι)/1999 σε περιπτώσεις όπου το οφειλόμενο χρέος έχει επιβεβαιωθεί με δικαστική απόφαση και/ή διαιτητική απόφαση η οποία έχει εγγραφεί προς εκτέλεση σε πρωτοκολλητείο Επαρχιακού Δικαστηρίου (2ος λόγος αντέφεσης), ότι εσφαλμένα, και χωρίς το απαιτούμενο πραγματικό υπόβαθρο και/ή μαρτυρία, έκρινε ότι τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 4 του Ν. 160(Ι)/1999 και/ή χωρίς να προσκομισθεί οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με το πρόσωπο το οποίο παραχώρησε τη σχετική πιστωτική διευκόλυνση και/ή δάνειο (3ος λόγος αντέφεσης), ότι εσφαλμένα, και χωρίς το απαιτούμενο πραγματικό υπόβαθρο και/ή μαρτυρία, έκρινε ότι η πιστωτική διευκόλυνση, που αφορά η σχετική διαιτητική απόφαση, χρονολογείται πριν την 01.01.2001 και πριν την έναρξη του Ν. 160(Ι)/1999 (4ος λόγος αντέφεσης), και, τέλος, ότι λανθασμένα έκρινε πως τυγχάνει εφαρμογής το Άρθρο 4 του Ν. 160(Ι)/1999 το οποίο είναι αντισυνταγματικό και/ή παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος και την αρχή της ισότητας.
Η έφεση και η αντέφεση ακούστηκαν μαζί. Αρχίζοντας από τον λόγο αντέφεσης αρ. 5 διαπιστώνουμε ότι είναι κοινό έδαφος, μεταξύ των διαδίκων, πως ο εφεσείοντας δεν είχε καταχωρίσει ένσταση στην πρωτόδικη διαδικασία - αίτηση - αλλά προώθησε τις θέσεις του μέσω της αγόρευσης της συνηγόρου του. Άρα είναι πρόδηλο ότι το θέμα της αντισυνταγματικότητας δεν ηγέρθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, και γι' αυτό, άλλωστε, δεν εξετάστηκε. Συνακόλουθα, έχοντας κατά νου τη σχετική νομολογία (βλέπε υπόθεση Waterworld Holdings Ltd v. Περικλέους κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 284/2015, ημερομηνίας 30.01.2024), εφόσον τέτοιο ζήτημα δεν ηγέρθηκε πρωτόδικα δεν μπορεί να εξεταστεί από το Εφετείο. Συνεπώς ο λόγος αντέφεσης αρ. 5 απορρίπτεται.
Αβάσιμο κρίνουμε και τον λόγο αντέφεσης αρ. 4. Το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι η τραπεζική διευκόλυνση, που ήταν η βάση της διαιτητικής απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του εφεσείοντα, χρονολογείται πριν την έναρξη του Ν. 160(Ι)/1999, ήταν καθόλα εύλογο και επιτρεπτό, αφού αυτό δείκνυαν τα στοιχεία που βρίσκονταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Ειδικότερα, από το τεκμήριο 5 (ειδοποίηση προς τον οφειλέτη) επί της αίτησης, καταφαινόταν ότι η υποθήκη των εφεσίβλητων 1 εγγράφηκε το 1995 καθώς επίσης και στο τεκμήριο 3 (διαιτητική απόφαση) γίνεται παραπομπή σε υποθήκη με αριθμό Υ7068/95. Επαναλαμβάνουμε, εξ' άλλου, και το γεγονός ότι δεν υπήρξε καταχώριση ένστασης ούτως ώστε να αμφισβητηθούν γεγονότα που υποστήριξαν την αίτηση. Επομένως, απορρίπτεται και ο λόγος αντέφεσης αρ. 4.
Οι υπόλοιποι λόγοι αντέφεσης όπως και ο μοναδικός λόγος έφεσης διαφαίνεται, μέσα από το περιεχόμενο τους, να είναι μεταξύ τους συνυφασμένοι, καθ' ότι αφορούν στην ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο για το Άρθρο 4 του Ν. 160(Ι)/1999, η οποία ερμηνεία το οδήγησε και στην τελική του κατάληξη. Ως εκ τούτου, ακολουθεί ενιαία εξέταση των προαναφερόμενων λόγων αντέφεσης και του μοναδικού λόγου έφεσης.
Θεωρούμε χρήσιμο, σ' αυτό το στάδιο, να παραθέσουμε αυτούσιο το περιεχόμενο του Άρθρου 4 του Ν. 160(Ι)/1999 το οποίο έχει ως ακολούθως:
«4. Σε περιπτώσεις δανείων ή πιστωτικών διευκολύνσεων που παραχωρήθηκαν από πιστωτικά ιδρύματα πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου και δεν έχουν εξοφληθεί ακόμη, για την εξασφάλιση των οποίων έχει εγγραφεί υποθήκη σε ακίνητο υπέρ περισσοτέρων του ενός ενυπόθηκων δανειστών, το ποσό που ο κάθε ενυπόθηκος δανειστής δικαιούται να εισπράξει για οφειλόμενο τόκο από το προϊόν πώλησης του ακινήτου σε περίπτωση αναγκαστικής εκποίησής του, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό του οφειλόμενου κατά το χρόνο της είσπραξης κεφαλαίου.»
Έχουμε εξετάσει τα επιχειρήματα και τις θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων, καθώς, και το σκεπτικό του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή, με το οποίο κατέληξε στο τελικό του συμπέρασμα. Φρονούμε πως η ορθή ερμηνεία επιβάλλει στον νομικό αναγνώστη της πιο πάνω διάταξης να επικεντρωθεί στο ότι ο νομοθέτης επιθυμούσε όπως ενυπόθηκος δανειστής να μην δικαιούται να εισπράξει, για οφειλόμενο τόκο, από το προϊόν πώλησης ακινήτου σε περίπτωση αναγκαστικής εκποίησης του, ποσό το οποίο να υπερβαίνει του οφειλόμενου, κατά τον χρόνο της είσπραξης, κεφαλαίου. Απαιτείται επικέντρωση στη φράση «κατά τον χρόνο της είσπραξης». Συνεπώς, θεωρούμε ότι αποκλείεται, ή δεν εννοείται, το οφειλόμενο κεφάλαιο του αρχικού ποσού της διευκόλυνσης ή του δανείου ή της όποιας πιστωτικής διευκόλυνσης, το οποίο είναι δυνατό να διαφέρει αν έχουν μεσολαβήσει οποιεσδήποτε πληρωμές έναντι του αρχικού ποσού. Αυτή η ερμηνεία υπαγορεύει, ταυτόχρονα, πως απαιτείται, κατά την είσπραξη, ο διαχωρισμός του οφειλόμενου κεφαλαίου από τους οφειλόμενους τόκους, ούτως ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος της εφαρμογής της πρόνοιας του Άρθρου 4 του Ν. 160(Ι)/1999, προκειμένου να μην εισπράττεται μεγαλύτερο ποσό τόκων από το οφειλόμενο κεφάλαιο, κατά τον χρόνο της είσπραξης. Τονίζουμε ότι η παρούσα περίπτωση αφορά πιστωτικές διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν πριν την έναρξη της ισχύος του Ν. 160(Ι)/1999 και δεν έχουν ακόμη εξοφληθεί.
Με δεδομένο ότι η επίδικη πιστωτική διευκόλυνση παραχωρήθηκε περί το 1995, και πληρουμένων και των υπόλοιπων προϋποθέσεων, το Άρθρο 4 του Ν. 160(Ι)/1999 τυγχάνει εφαρμογής, ως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Είναι δε ξεκάθαρο, ως κρίνουμε, από τη γραμματική ερμηνεία του εν λόγω άρθρου, πως το κατά πόσο το ποσό της είσπραξης προέρχεται από εξ' αποφάσεως χρέος ή άλλως πως έχει ουδέτερη σημασία, στοιχείο το οποίο ορθά υπέδειξε και αντίκρυσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο νόμος ομιλεί περί είσπραξης οφειλόμενου τόκου και του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο δεν διαφοροποιείται από το ότι θα μεσολαβήσει η έκδοση απόφασης. Κυρίαρχο, κατ' επέκταση, στοιχείο στην παρούσα υπόθεση, παραμένει ότι το ποσό των €50.572,66 που ζητούσαν οι εφεσίβλητοι 1 ήταν προϊόν από την πώληση ενυπόθηκων ακινήτων και προς ικανοποίηση του ενυπόθηκου χρέους. Επιπλέον, οφείλουμε να επισημάνουμε πως η αιτιολογία του μοναδικού λόγου έφεσης, η οποία αναφέρεται σε συλλογισμούς οι οποίοι θεωρούν ότι το κεφάλαιο ήταν £25.000,00 και όχι £35.766,03, που το θεώρησε ως βάση το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν παρέχει έρεισμα για εξέταση από το Εφετείο, καθ' ότι τέτοιο ζήτημα εγείρεται επίσης για πρώτη φορά μέσω της έφεσης. Τέτοια αμφισβήτηση θα έπρεπε να προωθηθεί πρωτόδικα με ένσταση, ενάντια στην αίτηση των εφεσίβλητων 1 ή/και στη συνέχεια με αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα επί της αίτησης ή ακόμα και προσκόμιση, εκ μέρους του εφεσείοντα, σχετικής υποστηρικτικής της εν λόγω θέσης του μαρτυρίας. Δεν υπήρξε όμως καταχώριση ένστασης, επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τα γεγονότα ως τα παρουσίασαν οι εφεσίβλητοι 1, ενώπιον του, και τα οποία, ως αναντίλεκτα, ομιλούσαν περί £35.766,03 για το κεφάλαιο.
Παράλληλα, δεν έχουμε παραγνωρίσει την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Δεν διαλανθάνει την προσοχή μου ότι το πιο πάνω αναφερόμενο ποσό (£35.766,03) δεν είναι αμιγώς κεφάλαιο, εφόσον αναφέρει ότι εμπεριέχει και τόκο», ωστόσο, θεωρούμε ότι πρόκειται για παρερμηνεία του λεκτικού της διαιτητικής απόφασης στην οποία περιλαμβανόταν η φράση «Ενυπόθηκο Γραμμάτιο υπ' αρ. 473375 για (€35.766,03) - κεφάλαιο και τόκο προς 9% ετησίως από 01.01.2000 μέχρι εξοφλήσεως». Θεωρούμε κατ' αρχήν βέβαιο επίσης ότι εκ παραδρομής αναφέρεται στο ποσό η ένδειξη του ευρώ, άλλωστε δεν εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα γι' αυτό το θέμα. Περαιτέρω, ως έχουμε ήδη αναφέρει τα γεγονότα ήταν, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναντίλεκτα, συνεπώς ορθά αυτό, στη συνέχεια, έλαβε υπόψη του το ποσό των £35.766,03 ως το κεφάλαιο, ήτοι €61.109,89, καταλήγοντας ότι οι οφειλόμενοι τόκοι που θα έπρεπε να εισπραχθούν δεν μπορούσαν να ξεπερνούν αυτό το ποσό. Συνεπώς, το συνολικό ποσό που νομιμοποιούνταν οι εφεσίβλητοι 1 να εισπράξουν ήταν €122.219,78, αφαιρουμένου δε του ποσού των €85.430,08 που είχαν ήδη εισπράξει, ορθά, ως διέταξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, μόνο για το ποσό των €36.789,70 δικαιολογούνταν έκδοση διατάγματος πληρωμής. Κατ' επέκταση ο μοναδικός λόγος έφεσης και οι λόγοι αντέφεσης 1 και 2 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.
Όσον αφορά στον λόγο αντέφεσης 3 φρονούμε πως είναι εντελώς ανεδαφικός. Η θέση που τον υποστηρίζει, σύμφωνα με την αιτιολογία του, συνίσταται στο ότι «το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με ποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραχώρησε τη σχετική πιστωτική διευκόλυνση και/ή δάνειο και εάν το πρόσωπο αυτό αποτελούσε «πιστωτικό ίδρυμα», σύμφωνα με τα όσα προνοεί ο Νόμος 160(Ι)/1999». Η εν λόγω θέση αυτοανατρέπεται από τα όσα οι εφεσίβλητοι 1 προώθησαν ως μαρτυρία, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την ένορκη δήλωση που υποστήριξε την αίτηση τους. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται, από τον ενόρκως δηλούντα, στην παράγραφο 1, ότι «Είμαι δεόντως εξουσιοδοτημένος από την Αιτήτρια να προβώ στη παρούσα ένορκο δήλωση. Τα τελευταία χρόνια και μέχρι και τις 31/01/2018 ήμουν τοποθετημένος ως λειτουργός της Ανάκτησης Χρεών της Αιτήτριας. Από την 01/02/2018 έχω μεταφερθεί ως υπάλληλος στην εταιρεία Altamira Asset Management (Cyprus) Ltd (εφεξής "Altamira"), δυνάμει σχετικής συμφωνίας διαχείρισης και ρύθμισης δανείων περιλαμβανομένων εξ' αποφάσεως χρεών μεταξύ της Αιτήτριας και της Altamira. Δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας, η Altamira ενεργεί δια λογαριασμό της Αιτήτριας και έχει αναλάβει την διαχείριση αριθμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων αυτής, συναφών συμφωνιών εξασφαλίσεων - εγγυήσεων και συναφών θεμάτων. Μία από τις προαναφερόμενες χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις είναι και το δάνειο που αφορά η Διαιτητική Απόφαση ημερομηνίας 27.1.2000.». Φρονούμε πως τα προαναφερόμενα στην ένορκη δήλωση των εφεσίβλητων 1 επιτρέπουν εύλογο συμπέρασμα πως η παρούσα υπόθεση αφορά περίπτωση πιστωτικής διευκόλυνσης από τραπεζικό ίδρυμα.
Υπό αυτά δε τα δεδομένα διαπιστώνουμε ότι οι εφεσίβλητοι 1 από τη μια εγείρουν, δικαίως, τη θέση ότι ο εφεσείοντας δεν αμφισβήτησε τα γεγονότα της αίτησης και όμως τα αμφισβητεί στο Εφετείο, ενώ από την άλλη, κατ' αντίθεση, αυτοί επικαλούνται απουσία απόδειξης γεγονότων για τα οποία έχουν ήδη προσκομίσει μαρτυρία.
Συνακόλουθα όλων των προλεγόμενων, προκύπτει ότι ο μοναδικός λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και ότι ουδείς λόγος αντέφεσης είναι βάσιμος. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται.
Η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα έξοδα της, δεδομένου ότι η επιδίκαση εξόδων, θα ήταν, υπό τις παρούσες περιστάσεις, στην ίδια κλίμακα υπέρ των επιτυχόντων, οπότε με διαταγή για συμψηφισμό των εξόδων (βλέπε εξουσία του Εφετείου δυνάμει του Μέρους 41.12(1) και του Μέρους 39.2(4)(β) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023), το αποτέλεσμα θα κατέληγε στον ίδιο παρονομαστή.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.