ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 333/2021)
26 Σεπτεμβρίου 2024
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
H.M. HOUSEMARKET (CYPRUS) LTD
Εφεσειόντων/Εναγομένων
και
ΕΛΕΝΗΣ ΑΝΘΙΜΟΥ
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
-------------------------
Κ. Δημητριάδης για Κώστας Π. Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Γ. Τρίγκας για Θεόδωρος Ιωαννίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τον κ. Κονή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας («το πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερομηνίας 12/10/2021 με την οποία επιδίκασε Γενικές και Ειδικές αποζημιώσεις πλέον τόκων και εξόδων στην εφεσίβλητη/ενάγουσα συνεπεία πτώσης και τραυματισμού της επί κυλιόμενης σκάλας στις εγκαταστάσεις καταστήματος της εφεσείουσας/εναγόμενης στη Λευκωσία, κρίνοντας ότι η τελευταία έφερε αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα.
Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις της εφεσίβλητης, κατά την 4/6/2013 βρισκόταν νόμιμα ως πελάτης ή και ως αδειούχος στο κατάστημα της εφεσείουσας. Ενόσω βρισκόταν εκεί, στην προσπάθεια της να μεταβεί από τον υπόγειο χώρο στάθμευσης στο ισόγειο του καταστήματος, χρησιμοποίησε κυλιόμενη σκάλα η οποία βρισκόταν στον υπόγειο χώρο στάθμευσης και οδηγούσε στο επίπεδο του ισογείου. Κατά την άνοδο της η εφεσίβλητη έπεσε στη βάση της κυλιόμενης σκάλας ή και στο σημείο που σχηματίζεται ή και αναδύεται το πρώτο σκαλί της κυλιόμενης σκάλας, με αποτέλεσμα το σώμα της να ερχόταν συνέχεια σε επαφή ή και τριβή με το σχηματιζόμενο σκαλί της κυλιόμενης σκάλας και να τραυματιστεί σοβαρά.
Ήταν θέση της εφεσίβλητης ότι το επίδικο ατύχημα οφειλόταν στην αποκλειστική ή και συντρέχουσα αμέλεια ή και παράβαση των εκ του Νόμου και Κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων της εφεσείουσας ή και των υπαλλήλων ή και αντιπροσώπων της παραθέτοντας εκτεταμένες λεπτομέρειες.
Σημειώνουμε ότι αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η εφεσείουσα ήταν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που ασχολείτο με εισαγωγές και πωλήσεις επίπλων και οικιακού εξοπλισμού και η οποία διηύθυνε ή και είχε τον έλεγχο των υποστατικών και των εγκαταστάσεων που αφορούσαν το κατάστημα συμπεριλαμβανομένου και του υπογείου χώρου στάθμευσης.
Η εφεσείουσα στην Υπεράσπιση της ισχυρίστηκε ότι ουδεμία ευθύνη έφερε για την πτώση της εφεσίβλητης στην κυλιόμενη σκάλα ή και την παραμονή της σ' αυτή και ότι ο τραυματισμός της οφειλόταν στην αποκλειστική ή και συντρέχουσα αμέλεια της ίδιας, παραθέτοντας τις δικές της θέσεις όσον αφορά την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η κυλιόμενη σκάλα κατά τον χρόνο του ατυχήματος και των μέτρων που είχε εφαρμόσει για την ασφαλή χρήση της από τους πελάτες ή και επισκέπτες των χώρων των επίδικων εγκαταστάσεων παραθέτοντας σχετικές λεπτομέρειες. Η εφεσείουσα με βάση το ισχυριζόμενο από την πλευρά της υπόβαθρο γεγονότων, παρέθεσε λεπτομέρειες σε σχέση με τους ισχυρισμούς της ότι η πτώση ή και ο τραυματισμός της εφεσίβλητης οφειλόταν στην αποκλειστική ή και συντρέχουσα αμέλεια της εφεσίβλητης. Παρέθεσε επίσης λεπτομέρειες σε σχέση με εσκεμμένες ή και αμελείς ή και αλόγιστες πράξεις τρίτων προσώπων για τις οποίες η ίδια ισχυριζόταν ότι ουδεμία ευθύνη είχε και οι οποίες συνιστούσαν αποφασιστική ή και γενεσιουργό ή και μόνη αυτοτελή και ανεξάρτητη αιτία (novus actus interveniens) της βλάβης της εφεσίβλητης ή και διέκοπταν την αλυσίδα της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ οποιασδήποτε δικής της αμέλειας.
Η εφεσίβλητη μέσω της Απάντησης της αρνήθηκε όλες τις λεπτομέρειες αμέλειας ή και συντρέχουσας αμέλειας που της καταλόγιζε η εφεσείουσα, αρνήθηκε ότι υπήρξαν αμελείς ή και αλόγιστες ενέργειες τρίτων προσώπων που προκάλεσαν την πτώση ή και τον τραυματισμό της και συγχρόνως επανέλαβε τους ισχυρισμούς της που περιέχονταν στην Έκθεση Απαιτήσεως.
Κατά την ακρόαση της αγωγής κατέθεσαν εκ μέρους της πλευράς της εφεσίβλητης η ίδια η εφεσίβλητη (ΜΕ1) και ο σύζυγος της (ΜΕ2). Η πλευρά της εφεσείουσας παρουσίασε τον ΜΥ1 που ήταν επιθεωρητής εργασίας στο Επαρχιακό Γραφείο Επιθεώρησης Εργασίας Λευκωσίας.
Σημειώνουμε ότι οι ειδικές ζημιές της εφεσίβλητης συμφωνήθηκαν και δηλώθηκαν στο Δικαστήριο ότι ανέρχονται στο ποσό των €16.500 επί πλήρους ευθύνης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 15-33 της απόφασης του παραθέτει αναλυτικά το περιεχόμενο της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων.
Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο είδος της αμέλειας που θα έπρεπε να εξεταστεί στην προκειμένη περίπτωση και το καθήκον επιμέλειας κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας έναντι προσώπων που τελούν νόμιμα σε αυτήν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«Το άρθρο 51(1)(α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως έκτοτε τροποποιήθηκε είναι εκείνο που καθιερώνει τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της αμέλειας γενικά, ενώ το άρθρο 51 (1)(β) προσδιορίζει τα συστατικά στοιχεία αμέλειας που τελείται κατά την άσκηση επαγγέλματος.
Ό,τι εδώ μας ενδιαφέρει είναι η περίπτωση του άρθρου 51(1)(α) του Κεφ. 148.
Πρόκειται για την τέλεση πράξης, την οποία υπό τις περιστάσεις δεν θα τελούσε λογικό συνετό πρόσωπο ή στην παράλειψη τέλεσης πράξης την οποία υπό τις περιστάσεις τέτοιο πρόσωπο θα τελούσε, αλλά αποζημίωσης δικαιούται να τύχει μόνο το πρόσωπο έναντι του οποίου ο υπαίτιος της αμέλειας είχε υποχρέωση, υπό τις περιστάσεις, να μην επιδείξει αμέλεια.
Πιο συγκεκριμένα, στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη την δικογραφημένη εκδοχή που προωθήθηκε από πλευράς Ενάγουσας, η ισχυριζόμενη αμέλεια εκδηλώθηκε ενόσω αυτή βρισκόταν νόμιμα στην ακίνητη ιδιοκτησία που κατείχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο οι Εναγόμενοι, γι' αυτό και η εκδοχή αυτή θα εξεταστεί υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 51(2)(β) του Κεφ. 148, οι οποίες ρυθμίζουν την ευθύνη κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας έναντι προσώπων που τελούν νόμιμα σ' αυτή.
Σημειωτέον ότι το άρθρο 2(2) του Κεφ. 148 ορίζει και ερμηνεύει τον όρο «ακίνητη ιδιοκτησία» κατά τρόπο που σημαίνει «γη, οικίες, οικοδομές, τοίχους και άλλες κατασκευές και δέντρα» και τον όρο «κάτοχος» κατά τρόπο που σημαίνει «πρόσωπο το οποίο δικαιούται έναντι του κυρίου ακίνητης ιδιοκτησίας να κατέχει ή χρησιμοποιεί αυτή, και ελλείψει τέτοιου προσώπου τον κύριο της ιδιοκτησίας αυτής».
Το άρθρο 51 (2)(β), υιοθετώντας την έννοια της ευθύνης σε ευθυγράμμισης με το Κοινοδίκαιο, προβαίνει σε μία διαφοροποίηση ως προς το οφειλόμενο καθήκον ανάλογα με το κατά πόσο ο ζημιούμενος είναι προσκεκλημένος (invitee) ή απλώς αδειούχος (licencee). Δηλαδή, ο βαθμός επιμέλειας που οφείλει ο κάτοχος ακίνητης ιδιοκτησίας ποικίλει ανάλογα με την ιδιότητα του προσώπου που τελεί νόμιμα στην περιουσία. Μια βασική διάκριση είναι ανάμεσα στα πρόσωπα που βρίσκονται στην περιουσία δυνάμει σύμβασης με αντιπαροχή και τα πρόσωπα που βρίσκονται στην περιουσία χωρίς τέτοια σύμβαση, αλλά με πρόσκληση ή άδεια, ρητή ή εξυπακουόμενη, του κατόχου.
Για τους σκοπούς του άρθρου 51(2)(β) του Κεφ. 148, ο όρος «απλός αδειούχος» σημαίνει —
«οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται νόμιμα σε ακίνητη ιδιοκτησία άλλως παρά-
(i) σε σχέση με εργασία στην οποία έχει συμφέρον ο κάτοχος της ακίνητης ιδιοκτησίας ή
(ii) κατά τη νόμιμη εκτέλεση δημόσιου καθήκοντος βάσει των διατάξεων οποιουδήποτε νομοθετήματος ή άλλως πως, και περιλαμβάνει τους προσκαλεσμένους, εκτός αυτούς που είναι με αμοιβή, και τους υπηρέτες του κατόχου της ακίνητης ιδιοκτησίας.».
Η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 51(2)(β) του Κεφ. 148, όπως είναι διατυπωμένη, διευκρινίζει ότι «ο κάτοχος ακίνητης ιδιοκτησίας» δεν υπέχει υποχρέωση σε σχέση με «την κατάσταση ή τη συντήρηση ή την επισκευή της ακίνητης αυτής ιδιοκτησίας έναντι απλού αδειούχου (bare licensee) ο οποίος βρίσκεται ή η ιδιοκτησία του οποίου βρίσκεται, εντός ή επί της ακίνητης αυτής ιδιοκτησίας», παρά μόνο «για προειδοποίηση αυτού, για οποιοδήποτε κρυμμένο ή απαρατήρητο κίνδυνο εντός ή επί ακίνητης ιδιοκτησίας, τον οποίο ο κάτοχος γνωρίζει ή πρέπει κατά τεκμήριο να θεωρηθεί ότι γνωρίζει».
Απεναντίας, όταν πρόκειται για «προσκεκλημένο» τότε ο κάτοχος της ακίνητης ιδιοκτησίας έχει καθήκον να μεριμνά έναντί του και για τη στατική κατάσταση, τη συντήρηση ή επισκευή της εν λόγω ιδιοκτησίας, ώστε η ιδιοκτησία να είναι εύλογα ασφαλής για τον «προσκεκλημένο».
Η «άδεια» που παρέχεται από τον κάτοχο σε άλλο πρόσωπο να εισέλθει ή χρησιμοποιήσει τα υποστατικά του μπορεί να είναι ρητή ή εξυπακουόμενη.
«Άδεια» μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι εξυπακουόμενη, όταν το κοινό κατά συνήθεια χρησιμοποιεί τα υποστατικά εν γνώσει του κατόχου και κανένα διάβημα δεν λαμβάνεται για να εμποδιστεί η χρήση. Πρόσωπα που εισέρχονται σε υποστατικά για να εξασφαλίσουν παραγγελίες ή για να έχουν οποιαδήποτε επικοινωνία με τον κάτοχο θεωρούνται «αδειούχοι», εφόσον περιορίζονται στο μέρος εκείνο του υποστατικού που εξασφαλίζει την συνήθη προσπέλαση προς το υποστατικό, εκτός αν η είσοδος τους έχει απαγορευθεί είτε με ρητή απαγόρευση, είτε ύστερα από γενική γνωστοποίηση.
Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 4/3/2016, στην Πολιτική Έφεση 8/2011, Σχολική Εφορεία Στροβόλου ν. Στεργίδου κ.α.1 έχει επεξηγήσει ότι:
«[..] ο προσκεκλημένος είναι το πρόσωπο που εισέρχεται στην ιδιοκτησία με τη συγκατάθεση του κατόχου για σκοπούς κάποιας εργασίας αναφορικά με την οποία ο κάτοχος και ο προσκεκλημένος έχουν κοινό συμφέρον (βλ. Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Νικήτα (2000) 1 ΑΑΔ 1712).
«Απλός δικαιούχος» είναι το πρόσωπο που εισέρχεται στην ιδιοκτησία νόμιμα, όχι όμως σε σχέση με εργασία στην οποία έχει συμφέρον ο κάτοχος, ούτε κατά τη νόμιμη εκτέλεση δημοσίου καθήκοντος, όπως ρητώς εξηγείται στο άρθρο 51(2)(β).
Σε ότι αφορά τις «δραστηριότητες» στα υποστατικά του κατόχου, το καθήκον έναντι «προσκεκλημένου» και «απλού δικαιούχου» είναι ταυτόσημο και έγκειται σε υποχρέωση λήψης λογικών μέτρων ώστε το υποστατικό να είναι ασφαλές από κινδύνους την ύπαρξη των οποίων ο κάτοχος γνωρίζει ή θα όφειλε, ως λογικός άνθρωπος, να γνωρίζει.
Σε ότι όμως αφορά την στατική κατάσταση του ακινήτου, το καθήκον επιμέλειας του κατόχου έναντι «απλού δικαιούχου» περιορίζεται σε προειδοποίηση για κρυμμένο ή λανθάνοντα κίνδυνο τον οποίο γνωρίζει ή πρέπει να θεωρηθεί ότι γνωρίζει (βλ. Α.Π. Φραγκεσκίδης & Σία Λτδ, ανωτέρω, Κυριακίδης ν. Tenekedzian (1994) 1 ΑΑΔ 504).»
Στην υπόθεση ΠΟΛΥΜΕΤΑΛ ΛΤΔ κ.α. ν. Κωνσταντίνου (1998) 1 Α.Α.Δ. 393, στις σελίδες 403 - 404, τονίστηκε ότι «ο νόμος πρέπει να συμβαδίζει με το κοινωνικό ήθος» (law should keep pace with social ethos), με αναφορά στην British Railway Board ν. Herrington [1972] 1 ΑII E.R. 79, την οποία υιοθέτησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην G.I.P. Constructions ν. Neophytou and Another (1983) 1 C.L.R. 669.
Ο αδειούχος πρέπει να προστατευθεί από «ασυνήθιστο κίνδυνο». Το κατά πόσο ο κίνδυνος είναι «ασυνήθιστος» αυτό κρίνεται αντικειμενικά με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης (βλ. Slater ν. Cross Ltd (1956) 2 ΑΙI E.R. 625 και Λ. Π. Φραγκεσκίδης & Σια Λτδ v. Ιωάννη Μάμα (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ.70.»
Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας δεχόμενο ότι η εφεσίβλητη κατά τον ουσιώδη χρόνο επισκέφθηκε το εν λόγω κατάστημα ως πελάτιδα και ότι αντιλαμβανόταν τον εαυτό της ως «απλή αδειούχος», μαρτυρία η οποία δεν αμφισβητήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας.
Έκρινε ότι τύγχανε εφαρμογής, η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 51(2)(β) του Κεφ. 148 σύμφωνα με την οποία «ο κάτοχος ακίνητης ιδιοκτησίας» δεν υπέχει υποχρέωση σε σχέση με «την κατάσταση ή τη συντήρηση ή την επισκευή της ακίνητης αυτής ιδιοκτησίας έναντι απλού αδειούχου (bare licensee) ο οποίος βρίσκεται ή η ιδιοκτησία του οποίου βρίσκεται, εντός ή επί της ακίνητης αυτής ιδιοκτησίας» πάρα μόνο «για προειδοποίηση αυτού, για οποιοδήποτε κρυμμένο ή απαρατήρητο κίνδυνο εντός ή επί ακίνητης ιδιοκτησίας, τον οποίο ο κάτοχος γνωρίζει ή πρέπει κατά τεκμήριο να θεωρηθεί ότι γνωρίζει».
Εν συνεχεία προέβηκε σε αντιπαραβολή των λεπτομερειών αμελείας στην Έκθεση Απαίτησης με τη δοθείσα μαρτυρία και προχώρησε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας σε σχέση με αυτές.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη συνέχεια στο βίντεο από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης και τις φωτογραφίες της σκηνής του ατυχήματος που ως πραγματική μαρτυρία οδηγούσε σε αντικειμενικά ευρήματα ως προς τα γεγονότα, ανάμεσα στα οποία ήταν και η γενεσιουργός αιτία της πτώσης της εφεσίβλητης. Ανέφερε αρχικά ότι, το γεγονός ότι στη σκηνή του ατυχήματος υπήρχε εγκατεστημένο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του υπόγειου χώρου στάθμευσης από όπου ξεκινούσε η επίδικη κυλιόμενη σκάλα η οποία μετέφερε τους επισκέπτες στον χώρο του ισογείου και το γεγονός ότι η ορθή λειτουργία του εν λόγω κλειστού κυκλώματος δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση, επέτρεπε στο Δικαστήριο να λάβει υπ' όψιν την πραγματική μαρτυρία της σκηνής κατά τον ουσιώδη χρόνο του ατυχήματος. Χαρακτήρισε ως μεγάλης σπουδαιότητας το γεγονός ότι τόσο η εφεσίβλητη που βίωσε πραγματικά τα γεγονότα όσο και ο ΜΥ1 ο οποίος προέβηκε σε επιτόπια επίσκεψη στη σκηνή και απέκτησε παραστάσεις για τον τόπο του συμβάντος, αποδέχτηκαν ότι το βίντεο απεικονίζει την επίδικη σκάλα κατά τον χρόνο που επεσυνέβη το επίδικο συμβάν. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι:
«Η ροή των γεγονότων καταγράφεται στο βίντεο με βάση τον πραγματικό χρόνο, ο οποίος φαίνεται πάνω δεξιά στην οθόνη, και με βάση τον χρόνο διάρκειας του βίντεο σε δευτερόλεπτα, ο οποίος καταγράφεται κάτω αριστερά της οθόνης. Επισημαίνω ως σημαντικούς τους πιο κάτω χρόνους που κατέγραψα κατόπιν πιο προσεκτικής μελέτης της εικόνας στο στάδιο της συγγραφής της παρούσας απόφασης:
· 10:15΄:17΄΄.090 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:09΄΄) είναι η ώρα που η Ενάγουσα με τις δύο τις φίλες βρίσκονται στο πλατύσκαλο της κυλιόμενης σκάλας, στο ίδιο ύψος με το έδαφος. Λαμβάνουν θέση με πρόθεση να ανέλθουν στη σκάλα, 1η η μεσήλικας φίλη της Ενάγουσας, 2η η 90χρονη και 3η η Ενάγουσα.
· 10:15΄:19΄΄.850 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:12΄΄) είναι η ώρα που η 1η κυρία φαίνεται να έχει φτάσει μέχρι το 3ο σκαλοπάτι της κυλιόμενης σκάλας, ενώ η 2η σε σειρά 90χρονη φαίνεται την ίδια ώρα να χάνει την ισορροπία της μόλις βάζει το πόδι της πάνω στο πρώτο σκαλί και παίρνει κλίση το σώμα της προς τα πίσω, προς το μέρος της Ενάγουσας που είναι 3η σε σειρά. Όταν συμβαίνει αυτό, η Ενάγουσα εξακολουθεί να φαίνεται να βρίσκεται όρθια εκεί που τελειώνει το πλατύσκαλο στο ύψος του εδάφους και να ετοιμάζεται να ανέβει στο 1ο σκαλί, ενώ μεταξύ της 1ης κυρίας (μεσήλικης) και της 90χρονης υπάρχει καθαρή απόσταση ή/και χώρος ελεύθερος όση η έκταση του 2ου σκαλιού επί του οποίου ουδείς ανέβηκε.
· 10:15΄:21΄΄.050 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:14΄΄) φαίνεται ότι η 1η κυρία μεταφέρθηκε ήδη σε ύψος μέχρι το 4ο σκαλί της κυλιόμενης σκάλας, ενώ η 90χρονη έφτασε μέχρι το ύψος του 2ου σκαλιού και εξακολουθούσε να στέκεται στα πόδια της παρά την απώλεια της ισορροπίας της, με συνεχιζόμενη κλίση του σώματός της προς τα πίσω, προς το μέρος της Ενάγουσας. Η δε Ενάγουσα δεν φαίνεται να έχει ακόμη ανεβεί πάνω στο 1ο σκαλί, παρά μόνο φαίνεται να έχει ανεβάσει τα χέρια της ψηλά στο ύψος της πλάτης ή/και των ώμων της 90χρονης, σε μια προσπάθεια προφανώς να τη βοηθήσει να επανακτήσει την ισορροπία της.
· 10:15΄:22΄΄.250 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:15΄΄) φαίνεται να πέφτει εν τέλει ξεκάθαρα η 90χρονη, ενόσω η Ενάγουσα εξακολουθεί να φαίνεται όρθια, χωρίς να έχει μετατοπιστεί σε πιο ψηλό σκαλί της σκάλας.
· 10:15΄:23΄΄.210 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:16΄΄) έχει μόλις συμβεί η πτώση της 90χρονης και η Ενάγουσα φαίνεται να σκύβει για να σηκώσει την 90χρονη πάνω, ενώ η 1η κυρία φαίνεται να κατεβαίνει αντίθετα προς τη φορά της κυλιόμενης σκάλας προς το 3ο σκαλί και να κοιτάζει προς την 90χρονη που είναι χάμω και η Ενάγουσα εξακολουθεί να φαίνεται όρθια ακόμη, αλλά σκυφτή προς την 90χρονη και να την βοηθά.
· 10:15΄:24΄΄.850 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:17΄΄) η 1η κυρία φαίνεται να έχει κατέβει μέχρι το 2ο σκαλί της σκάλας, η 90χρονη να έχει σηκωθεί στα πόδια της και η Ενάγουσα να έχει μεταφερθεί από το πλατύσκαλο της σκάλας πάνω στο 1ο σκαλί. Συνεχίζει χωρίς διακοπή η ροή της σκάλας και ανεβάζει τις κυρίες στα πιο πάνω αναδυόμενα σκαλοπάτια.
· 10:15΄:25΄΄.890 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:18΄΄) είναι η ώρα που η Ενάγουσα υφίσταται το βάρος από την προπορευόμενή της 90χρονη, η οποία εξακολουθεί να μην έχει ισορροπήσει πλήρως και έτσι χάνει πλέον η ίδια η Ενάγουσα την ισορροπία της και πέφτει. Την ίδια ώρα εμφανίζεται ένας άντρας που σπεύδει προς το μέρος του πλατύσκαλου της σκάλας για να παράσχει τη βοήθειά του προς αυτήν.
· 10:15΄:26΄΄.570 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:19΄΄) ο εν λόγω άντρας φτάνει μέχρι και το 1ο σκαλί της σκάλας και τραβά κάποιαν προς τα πίσω για να την βγάλει έξω από τη σκάλα. Δεν είναι ευδιάκριτο ποιαν από τις 3 γυναίκες.
· 10:15΄:30΄΄.170 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:23΄΄) φαίνεται να σπεύδει προς το μέρος και 2ος άντρας και φτάνει στο πλατύσκαλο στις 10:15΄:31΄΄.250 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:24΄΄). Λόγω του φωτισμού του χώρου και συγκεκριμένα της αντανάκλασης φωτός από τον ανοιχτό χώρο πάνω από τη σκάλα στο ύψος του ισογείου προς τον χώρο του υπογείου όπου βρίσκεται η είσοδος στη σκάλα, δεν είναι ευδιάκριτο τί συμβαίνει με την Ενάγουσα, τί βοήθεια της δίνουν οι 2 άντρες και με ποιον τρόπο.
· 10:15΄:34΄΄.490 π.μ. (αντίστοιχα 0:00':27΄΄) φαίνεται ότι υπάρχει βάρος που σπρώχνει τον 1ο άντρα από τον 3ο ή 4ο σκαλί προς τα πίσω, προς το πλατύσκαλο.
· 10:15΄:35΄΄.210 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:28΄΄) φαίνεται ότι οι δύο άντρες βγαίνουν έξω από τη σκάλα στο σημείο της εισόδου της, ενώ κάποιο άλλο ανθρώπινο σώμα, προφανώς της Ενάγουσας, κυλά ή/και μεταφέρεται επί της σκάλας σε ύψος μέχρι και το 5ο σκαλί.
· 10:15΄:41΄΄.330 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:34΄΄) εμφανίζεται και 3ος άντρας που σπεύδει προς το πλατύσκαλο της σκάλας, ενώ οι άλλοι δύο άντρες φαίνεται να ξανανεβαίνουν ο ένας στο 4ο σκαλί και ο άλλος στο 2ο σκαλί, αντίστοιχα, και να είναι όρθιοι μέχρι και η ώρα 10:15΄:42΄΄.530 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:35΄΄).
· 10:15΄:45΄΄.170 π.μ. ( αντίστοιχα 0:00΄:38΄΄) πέφτουν και οι δύο πρώτοι άντρες με πισινή φορά προς το πλατύσκαλο.
· 10:15΄:49΄΄.130 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:42΄΄) οι άντρες καταφέρνουν και ορθώνονται στο ύψος τους. Ακολούθως, η ώρα 10:15΄:50΄΄.330 π.μ. (αντίστοιχα 0:00΄:43΄΄) καταφέρνουν και σέρνουν έξω από τη σκάλα μια κυρία. Ο 1ος άντρας συνεχίζει ανεβαίνοντας στη σκάλα για να βοηθήσει την άλλη κυρία και κάπως έτσι ξεχωρίζει ότι η πρώτη κυρία που έσυραν έξω από τη σκάλα ήταν η Ενάγουσα η οποία φαίνεται ξαπλωμένη στο έδαφος έξω από τη σκάλα.
Από την πιο πάνω ροή των γεγονότων, η οποία αποτυπώθηκε στο βίντεο και αποτελεί αντικειμενικό δείκτη του πότε και πώς επήλθε η πτώση της Ενάγουσας πάνω στη σκάλα, καταλήγω να αποδέχομαι ως ορθή τη θέση που υπέβαλε ο συνήγορος Υπεράσπισης προς την Ενάγουσα κατά την αντεξέτασή της, ότι δηλαδή το όλο συμβάν μπορεί να διαχωριστεί σε δύο φάσεις, ήτοι:
· το πρώτο στάδιο (μέχρι 10:15΄:23΄΄.210 π.μ. ή αντίστοιχα μέχρι 0:00΄:16΄΄ χρόνου διάρκειας του βίντεο) είναι εκείνο κατά το οποίο η Ενάγουσα προσέφερε τη βοήθειά της προς την 90χρονη φίλη της που απώλεσε την ισορροπία της, χωρίς όμως η ίδια η Ενάγουσα να ανέβει ακόμη σε οποιοδήποτε σκαλί της σκάλας, αφού αντίθετα συνέχιζε να βρίσκεται στην είσοδο της σκάλας, στο ίδιο ύψος με το έδαφος, και
· το δεύτερο στάδιο (ήτοι μετά τις 10:15΄:24΄΄.890 π.μ. ή αντίστοιχα σε χρόνο διάρκεια του βίντεο 0:00΄:17΄΄), όπου η Ενάγουσα έχει πλέον ανέβει στο 1ο σκαλί της σκάλας και άρχισε να την ανεβάζει η σκάλα πιο πάνω, χωρίς όμως να έχει σταθεροποιηθεί η προπορευόμενη 90χρονη, η οποία πέφτει συμπαρασύροντας την Ενάγουσα σε απώλεια της δικής της ισορροπίας και στη πτώση της.
Αποδέχομαι επίσης ως ορθή τη θέση που υπέβαλε ο συνήγορος Υπεράσπισης στην ΜΕ 1 ότι, από όσα προβλήθηκαν στο βίντεο, φαίνεται ότι κατά το πρώτο στάδιο, ήτοι πριν την πτώση της Ενάγουσας, αυτή είχε δύο φορές την ευκαιρία να επιλέξει να βγει από τη σκάλα, ή/και να εξωθήσει την 90χρονη να βγει από τη σκάλα, αντί να επιμείνει να τη βοηθά σε χρήση της.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια στην εξέταση της ευθύνης της εφεσείουσας, της εφεσίβλητης και των τρίτων προσώπων αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Αποτελεί αντικειμενικό εύρημα στη βάση του πιο πάνω βίντεο ότι όλα όσα οδήγησαν στην πτώση της Ενάγουσας συντελέστηκαν μέσα σε ζήτημα 18 δευτερολέπτων. Σε λιγότερο από μισό λεπτό. Σε μια διλημματική κατάσταση που παρουσιάζεται μέσα σε τόσο σύντομο χρόνο, η αντίδραση αυτού που αντιμετωπίζει τον κίνδυνο δεν κρίνεται μικροσκοπικά. Ένα εσφαλμένο μέτρο για αντιμετώπιση του κινδύνου, το οποίο λαμβάνεται κάτω από την αγωνία της διλημματικής κατάστασης, δεν αποτελεί κατ' ανάγκη μέτρο αμέλειας. Πλούσια είναι η νομολογία που καθιερώνει την αρχή αυτή, σε υποθέσεις όπου το ζητούμενο ήταν η αμέλεια οδηγού που βρίσκεται αντιμέτωπος με απόφραξη της πορείας του. Έχει επανειλημμένα κριθεί ότι δεν συνιστά αμέλεια η λήψη εσφαλμένου μέτρου αντιμετώπισης μιας τέτοιας διλημματικής κατάστασης (βλ. Μεταξύ άλλων Ξυπτερά ν Κυπριανού (1997) 1 ΑΑΔ 1696).
Επομένως, δεν εντοπίζω αμέλεια από πλευράς της Ενάγουσας στη διαχείριση του κινδύνου που παρουσιάστηκε μπροστά της από την απώλεια ισορροπίας ή/και πτώση της προπορευόμενης 90χρονης. Ενήργησε η Ενάγουσα, όπως το ομολόγησε και στο Δικαστήριο επί του όρκου της, με αίσθημα αλληλεγγύης και συμπαράστασης ή/και βοήθειας προς το συνάνθρωπό της που βρισκόταν προ κινδύνου. Δεν ήταν αλόγιστες οι ενέργειες στις οποίες προέβη η Ενάγουσα, μέσα στο μικρό χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την έναρξη του κινδύνου μέχρι την τελική της πτώση.»
Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο ο κίνδυνος που προέκυψε οφειλόταν σε πράξη ή παράλειψη της εφεσείουσας. Έκρινε ότι η πτώση της εφεσίβλητης συσχετιζόταν άρρηκτα με την απώλεια της ισορροπίας της 90χρονης που προπορευόταν στη σκάλα και δεν συσχετιζόταν με κάποιο ξεχωριστό εμπόδιο το οποίο παρουσιάστηκε στην ίδια την εφεσίβλητη πάνω στη σκάλα ή σε κάποιο ελάττωμα που να αφορούσε στο σκαλί που αυτή πάτησε. Τα ίδια ίσχυαν και σε ό,τι αφορούσε την απώλεια ισορροπίας της 90χρονης. Δεν ήταν δηλαδή, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, η λειτουργία της σκάλας προβληματική αλλά ήταν αμφίβολη η ικανότητα της 90χρονης να την χρησιμοποιήσει, εφόσον δεν φάνηκε να αντιμετωπίζει κάποιον ασυνήθιστο κίνδυνο προερχόμενο από την ίδια τη σκάλα. Αυτό κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επιβεβαιωνόταν και από το γεγονός ότι όταν σε πρώτο στάδιο παρουσιάστηκε ο κίνδυνος μπροστά στην εφεσίβλητη, λόγω της απώλειας ισορροπίας της 90χρονης, η εφεσίβλητη έδειξε να τον θεωρεί διαχειρίσιμο χωρίς να κρίνει αναγκαία τη διακοπή της λειτουργίας της σκάλας, ενώ δεν προέκυπτε να φώναξε σε εκείνο το πρώτο στάδιο να ενεργοποιηθεί το κουμπί διακοπής της λειτουργίας της σκάλας. Προσπάθησε μόνο να στηρίξει και να ισορροπήσει την 90χρονη σπρώχνοντας την πλάτη της προς τα εμπρός. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης η οποία επί τούτου έμεινε αναντίλεκτη, η ανάγκη διακοπής της λειτουργίας της σκάλας έγινε αισθητή από την εφεσίβλητη όταν, μετά την πτώση της, παγιδεύτηκαν τα ρούχα της μέσα στο αναδυόμενο σκαλί και άρχισε να παρασύρεται από τα αναδυόμενα σκαλιά προς τα πάνω, χωρίς να μπορεί να λάβει από μόνη της κάποιο μέτρο για απεγκλωβισμό της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι κατά το χρονικό αυτό σημείο, δημιουργήθηκε ένας κίνδυνος επί της σκάλας κατά τη συνήθη χρήση της από την εφεσίβλητη ως αδειούχου επισκέπτη ο οποίος έχρηζε αντιμετώπισης κατά τρόπο που, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, καθιστούσε υπόλογη την εφεσείουσα ως υπεύθυνη διαχειρίστρια του υποστατικού όπου βρισκόταν η σκάλα, ελεύθερη προς χρήση από το ευρύ πελατειακό κοινό.
Σύμφωνα επίσης με το πρωτόδικο Δικαστήριο η εφεσείουσα ήταν υπόλογη λόγω του ότι ενώ μπορούσε υπό τις περιστάσεις να τεκμαρθεί ως εξυπακουόμενη η άδειά της προς την εφεσίβλητη και τα λοιπά τρίτα πρόσωπα που βρέθηκαν στη σκηνή να χρησιμοποιήσουν τη σκάλα για ανάβαση από το υπόγειο στο ισόγειο, δεν μπορούσε να ήταν το ίδιο εξυπακουόμενη η άδεια προς αυτούς να διακόψουν τη λειτουργία της σκάλας. Δεν αναμένετο δηλαδή ότι ένας πελάτης μπορούσε οποτεδήποτε το κρίνει ο ίδιος να διακόπτει τη λειτουργία μιας κυλιόμενης σκάλας που προορίζεται να εξυπηρετεί σωρεία ανθρώπων. Όταν όμως κατ' εξαίρεση προκύπτει κίνδυνος κατά τη χρήση της σκάλας, η οποία καθιστά αναγκαία τη διακοπή της λειτουργίας της, τότε χρειάζεται να γνωρίζει ο επισκέπτης αν δύναται να το πράξει από μόνος του ή αν χρειάζεται παρέμβαση από πρόσωπο ειδικά εξουσιοδοτημένο από τον κύριο ή και τον κάτοχο ή και τον υπεύθυνο διαχείρισης του υποστατικού και της σκάλας. Ελλείψει κατάλληλης σήμανσης ή και σηματοδότησης προς τους επισκέπτες που χρησιμοποιούσαν τη σκάλα, η οποία σήμανση ή και σηματοδότηση θα έδιδε προς αυτούς ρητή άδεια να διακόψουν τη λειτουργία της και να τους έδιδε οδηγίες για το πώς μπορεί να πραγματοποιηθεί η διακοπή της λειτουργίας της σκάλας, δεν ήταν εύλογο να αναμένεται από έναν επισκέπτη ατομικά ότι θα λάβει μέτρα για τη διακοπή της λειτουργίας της. Όπως επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το αν υπήρχε μηχανισμός διακοπής λειτουργίας της σκάλας κατά τον ουσιώδη τόπο και χρόνο και κατά πόσο υπήρχε η κατάλληλη σήμανση ή σηματοδότηση ή και οδηγίες επί της σκάλας ως προς τη χρήση του μηχανισμού αυτού, ήταν ζήτημα πραγματικό που θα έπρεπε να κριθεί με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάφερε τα ακόλουθα:
«Το τί δήλωσε η Ενάγουσα είναι ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, εκείνη δεν είχε αντιληφθεί την ύπαρξη κομβίου που να επιτρέπει να διακοπεί η λειτουργία της σκάλας, αν και πίστευε ότι πρέπει να υπήρχε, γι' αυτό και καλούσε σε βοήθεια να έρθει κάποιος να το πατήσει. Εδώ θα πρέπει να επισημάνω ότι το βίντεο (Έγγραφο Β), δεν έχει ήχο, επομένως δεν μπορώ να καταλήξω σε αντικειμενικό εύρημα για το αν όντως φώναζε έτσι η Ενάγουσα, παρά μόνον έχω τη δική της προφορική ένορκη μαρτυρία προς τούτο, η οποία όμως κρίνω πως ήταν εν γένει αξιόπιστη, γι' αυτό και δεν έχω λόγο να το απορρίψω.
Το ότι η ίδια η Ενάγουσα δεν αντιλήφθηκε την ύπαρξη του κομβίου, η ίδια το απέδωσε στην έλλειψη σηματοδότησης ή/και σήμανσης κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το ότι δεν υπήρχε σηματοδότηση ή/και σήμανση που να φανερώνει αφενός την ύπαρξη του κομβίου και αφετέρου τη δυνατότητα ή/και μέθοδο χρήσης του σε περίπτωση κινδύνου, είναι κάτι που μπορεί πιστεύω να αποφασισθεί με βάση την πραγματική μαρτυρία που υπάρχει στη διάθεσή μου. Αναφέρομαι συγκεκριμένα, στις φωτογραφίες που λήφθηκαν στη σκηνή από τον σύζυγο της Ενάγουσας (ΜΕ2) την επαύριο του επίδικου συμβάντος. Επισημαίνω ότι ο συνήγορος Υπεράσπισης επέλεξε να μην αντεξετάσει τον ΜΕ2 και έτσι έμεινε αναντίλεκτη η δική του μαρτυρία για το γεγονός ότι οι φωτογραφίες ως το Τεκμήριο 1 υπό Έγγραφο Α λήφθηκαν από τον ίδιο στις 5.6.2013. Αν και ο ΜΕ2 δεν ήταν προσωπικά παρών στις 4.6.2013 όταν έγινε το δυστύχημα, εντούτοις, ελλείψει αντεξέτασής του, δεν υπάρχει ενώπιον μου θέση της Υπεράσπισης ότι μεταξύ 4.6.2013 και 5.6.2013 υπήρξε οποιαδήποτε μεταβολή ή αλλοίωση της σκηνής. Επομένως, από τις συγκεκριμένες προαναφερόμενες φωτογραφίες, καταλήγω στο εύρημα ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο του δυστυχήματος, υπήρχε μεν ένα κόκκινο κομβίο στη βάση της εισόδου προς τη σκάλα, πλην όμως δεν υπήρχε κανένα σήμα ή σύμβολο ή οδηγία που να εξηγεί σε τί εξυπηρετούσε το κομβίο αυτό ή ποιος, πώς και πότε μπορούσε να το χρησιμοποιήσει.
Η έλλειψη των πιο πάνω δικαιολογεί ή/και εξηγεί κατά την κρίση μου και την όλη συμπεριφορά των τριών αντρών που έσπευσαν στη σκηνή να βοηθήσουν την Ενάγουσα να απεγκλωβιστεί από τη σκάλα κατά τον ουσιώδη χρόνο. Με κίνδυνο της δικής τους ασφάλειας ή/και σωματικής ακεραιότητας, οι ίδιοι φαίνονται στο βίντεο να στέκονται επί της σκάλας ή/και να ανεβαίνουν επί της σκάλας ενόσω η ίδια λειτουργούσε αδιάλειπτα, ενώ εάν υπήρχε η κατάλληλη σηματοδότηση για το κομβίο διακοπής της λειτουργίας της, είναι πιο πιθανόν να δοκίμαζαν πρώτα να την απενεργοποιήσουν και μετά να παράσχουν βοήθεια προς την Ενάγουσα. Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνω πως και εκείνοι οι άντρες βρέθηκαν ενώπιον μιας διλημματικής κατάστασης, την οποία διαχειρίστηκαν, χωρίς να προσφέρεται προς αυτούς το επίδικο κόκκινο κομβίο ως μέσο ή/και εργαλείο για την αντιμετώπισή της. Επομένως, δεν μπορώ να αποδώσω οποιαδήποτε ευθύνη στους τρίτους που έσπευσαν αυθόρμητα για βοήθεια, επί τω ότι παρέλειψαν να χρησιμοποιήσουν το κομβίο.
Επιπρόσθετα, επισημαίνω ότι, τα τρία πρόσωπα, ήτοι οι τρεις άντρες, βρέθηκαν τυχαία στη σκηνή και άρα δεν ήταν μέλη τυχόν προσωπικού ασφαλείας των Εναγομένων, για να γνωρίζουν οι ίδιοι την ύπαρξη του κόκκινου κομβίου και τον τρόπο χρήσης του, όπως τούτο προκύπτει από τη μαρτυρία της ΜΕ1 που έμεινε αναντίλεκτη ως προς αυτό το στοιχείο.
Επισημαίνω, παράλληλα, ότι, όπως ο ΜΥ1 δήλωσε στην παρα. 14 του Εγγράφου Γ, και τούτο συνάδει με το παράπονο της Ενάγουσας ως η παρα. 5(λε) της Έκθεσης Απαίτησής της, οι Εναγόμενοι είχαν μεν θεσπίσει Σύστημα Διαχείρισης Θεμάτων Ασφαλείας και Υγείας στις επίδικες εγκαταστάσεις, πλην όμως δεν είχαν καθορίσει στα πλαίσια αυτού ποια θα ήταν τα προληπτικά και/ή προστατευτικά μέτρα για τη χρήση της κυλιόμενης σκάλας από τους εργαζομένους ή/και από τα τρίτα πρόσωπα.
Επίσης, δεν έχει προσφερθεί καθόλου μαρτυρία από τους Εναγόμενους που να δηλώνει ότι είχαν διορίσει λειτουργό ασφαλείας, ο οποίος να ευρισκόταν στο χώρο κατά τον ουσιώδη χρόνο ως επόπτης, με ευθύνη για τη λήψη μέτρων για την πρόληψη ή/και αντιμετώπιση κινδύνων με σκοπό την προστασία ή/και ασφάλεια των επισκεπτών. Επομένως, αποδεικνύεται ότι οι συνθήκες ήταν τέτοιες ως τις περιέγραψε η Ενάγουσα στην παρα. 5(λζ) της Έκθεσης Απαίτησης και ως η μαρτυρία της στο Έγγραφο Α.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το παράπονο της εφεσίβλητης για αμέλεια της εφεσείουσας συνδεόταν βασικά με την παράλειψη κατάλληλης σηματοδότησης ή και σήμανσης οδηγιών για τη χρήση της σκάλας σε περίπτωση κινδύνου. Ανέφερε στη συνέχεια ότι:
Οι φωτογραφίες που έλαβε ο σύζυγος της Ενάγουσας (ΜΕ2) στη σκηνή μετά πάροδο δύο εβδομάδων και συγκεκριμένα στις 20.6.2013 (βλ. το Τεκμήριο 2 υπό Έγγραφο Α), οι οποίες, ελλείψει αντεξέτασης του ΜΕ2, ουδέποτε αμφισβητήθηκε ότι όντως αποτυπώνουν την πραγματική κατάσταση στην επίδικη σκάλα κατά ή περί τις 20.6.2013, δείχνουν ότι οι Εναγόμενοι έλαβαν, σε άγνωστο χρόνο μεταξύ 4.6.2013 και 20.6.2013, διορθωτικά μέτρα διά της προσθήκης και/ή επικόλλησης μίας καλά ευδιάκριτης, τόσο σε μέγεθος όσο και σε χρώμα (έντονο κόκκινο) και σε γράμματα (κεφαλαία), ταινίας με την σήμανση και/ή ένδειξη και/ή εγγραφή «ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΙΕΣΤΕ ΤΟ ΣΤΟΠ» μαζί με ένα λευκό βέλος που δείχνει ακριβώς πού βρίσκεται το κόκκινο κομβίο.
Ο ΜΥ1 δεν μπορούσε κατά την αντεξέτασή του να αρνηθεί ότι η εικόνα που αποτύπωναν οι εν λόγω φωτογραφίες αποτελούσαν νέα κατάσταση πραγμάτων σε ό,τι αφορά τη σηματοδότηση, η οποία διαμορφώθηκε μετά τις 4.6.2013. Ο ίδιος γνώριζε μόνο όσα είδε στις 14.6.2013.
Αυτή η νέα σήμανση φαίνεται πάντως να διατηρήθηκε στο εξής (βλ. τις φωτογραφίες ως το Τεκμήριο 3 υπό Έγγραφο Α που λήφθηκαν κατά ή περί τον Ιούλιο — Αύγουστο 2013 από τον ΜΕ2, γεγονός για το οποίο επίσης δεν αντεξετάσθηκε ο ΜΕ2).
Επομένως, είναι φανερό ότι οι Εναγόμενοι και/ή οι υπηρέτες και/ή οι αντιπρόσωποί τους αναγνώρισαν ποια ήταν η παράλειψη και/ή η έλλειψη σε ό,τι αφορά τη σηματοδότηση της σκάλας, προς αντιμετώπιση κινδύνου που τυχόν αναφύεται κατά τη χρήση της σκάλας από τους αδειούχους επισκέπτες στο ακίνητο.
Με βάση όλα όσα έχω καταγράψει ανωτέρω, κρίνω ότι δόθηκε επαρκής και αξιόπιστη μαρτυρία από πλευράς Ενάγουσας των Εναγομένων, η οποία γνωρίζει πολύ καλά υπό ποιες συνθήκες προκλήθηκε το δυστύχημα και ο τραυματισμός της ώστε να μην χρειαζόταν να εφαρμοστεί τελικά το δόγμα «Res ipsa loquitur», για ν'αποδείξει την αμέλεια.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε ότι ο κίνδυνος απώλειας της ισορροπίας ενός επισκέπτη που χρησιμοποιεί τη σκάλα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρυμμένος κίνδυνος στην ίδια την σκάλα, αλλά ούτε αποτελεί κίνδυνο που ενυπάρχει στη σκάλα που είναι απαρατήρητος για τον απλό επισκέπτη. Επομένως, ο κίνδυνος που αντιμετώπισε η εφεσίβλητη δεν ήταν ο «κρυμμένος ή απαρατήρητος κίνδυνος» στον οποίο αναφέρεται η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 51(2)(β) του Κεφ. 148.
Υπέδειξε ότι ο κίνδυνος απώλειας της ισορροπίας ενός επισκέπτη και πτώσης αυτού πάνω στη σκάλα ακόμη και λόγω δικής του υπαιτιότητας αποτελεί έναν ευλόγως προβλεπτό κίνδυνο κατά τη συνήθη χρήση μιας σκάλας και ότι όσο μικρός και αν είναι ο κίνδυνος να συμβεί μια τέτοια πτώση, θα πρέπει κατ΄ ελάχιστον να υπάρχει η κατάλληλη προειδοποίηση ή και σήμανση για τρόπο αντιμετώπισης ενός τέτοιου κινδύνου, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφαλής χρήση της σκάλας από άλλους επισκέπτες που την χρησιμοποιούν συγχρόνως.
Επομένως, κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η αμέλεια της εφεσείουσας έναντι της εφεσίβλητης κατά τον ουσιώδη τόπο και χρόνο, έγκειτο στην παράλειψη της για εκπλήρωση της υποχρέωσης επιμέλειας που είχε έναντι της μέσα στη γενική έννοια του άρθρου 51(1)(α) του Κεφ. 148 για παροχή προς αυτή, ως αδειούχου επισκέπτη επαρκούς ή και κατάλληλης προειδοποίησης για την ύπαρξη μηχανισμού ή και εξαρτήματος, όπως ήταν το κόκκινο κομβίο, για διακοπή λειτουργίας της σκάλας για αντιμετώπιση ενός ευλόγως προβλεπτού κινδύνου, ως εκείνου που στην πράξη ανέκυψε, όταν άλλη χρήστης της σκάλας έχασε την ισορροπία της και έγειρε προς τα πάνω της προκαλώντας τη δική της πτώση επί της σκάλας και τραυματισμό ο οποίος συνέχιζε ή και δεν μπορούσε να αποτραπεί ενόσω η σκάλα βρισκόταν σε αδιάληπτη λειτουργία. Κατέληξε ότι θεμελιώθηκε εν προκειμένω ευθύνη από αμέλεια, που προκύπτει από αθέτηση του γενικότερου συμφέροντος για την επίδειξη της δέουσας επιμέλειας για την προστασία του γείτονα, του κοινωνικού καθήκοντος, της ανθρωπιστικής συμπεριφοράς προς την οποία όπως γίνεται δεκτό από τη νομολογία, πρέπει να προσαρμόζεται η συμπεριφορά κάθε πολίτη έναντι του συνανθρώπου του παραπέμποντας στις υποθέσεις Λ.Π. Φραγκεσκίδης και Σχολική Εφορεία Στροβόλου (ανωτέρω).
Αφού υπέδειξε ότι οι σωματικές βλάβες που υπέστη η εφεσίβλητη από την πτώση και την τριβή της στη σκάλα, οι οποίες αποτυπώνονται στις σελίδες 3-4 της πρωτόδικης απόφασης, έγιναν αποδεκτές από την Υπεράσπιση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε συνεκτικός δεσμός μεταξύ της αμέλειας της εφεσείουσας και των σωματικών βλαβών της εφεσίβλητης. Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ευσταθούσε ο ισχυρισμός της Υπεράσπισης ότι γενεσειουργός αιτία της τριβής ή και των εγκαυμάτων ως σωματικών βλαβών της εφεσίβλητης ήταν οι ενέργειες των τριών ανδρών που την έσερναν ή και τραβούσαν έξω από τη σκάλα. Δικαιολόγησε την κρίση του από το ότι δεν αποδεικνύεται από τα πλάνα του βίντεο ότι η προσπάθεια των τριών ανδρών να ανασύρουν την εφεσίβλητη από τα αναδυόμενα σκαλιά της σκάλας που συμπαρέσυραν το σώμα της εφεσίβλητης μετά την πτώση της, ήταν είτε μέτρο εσφαλμένο είτε μέτρο που επέφερε από μόνο του, ως ανεξάρτητη αιτία, τις σωματικές βλάβες της εφεσίβλητης.
Οι σωματικές βλάβες κατέληξε, προέκυψαν αναντίλεκτα από την τριβή του σώματος της εφεσίβλητης πάνω στα σκαλιά της σκάλας, τα οποία συνέχιζαν να αναδύονται προς τα πάνω κατά την αδιάληπτη λειτουργία της σκάλας, συμπαρασύροντας το σώμα της εφεσίβλητης, έχοντας εγκλωβίσει ή και απορροφήσει μέσα σε ένα εκ των σκαλιών αυτών τμήμα από τα ρούχα της εφεσίβλητης. Εάν οι τρεις άντρες, δεν λάμβαναν οποιαδήποτε ενέργεια, η τριβή θα εξακολουθούσε να συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο επιδεινώνοντας τα τραύματα. Επομένως δεν μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στους τρίτους για την πρόκληση των τραυμάτων της εφεσίβλητης.
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εντόπισε οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια της εφεσίβλητης ή οποιαδήποτε αμέλεια από πλευράς τρίτων προσώπων, η οποία να διέκοψε τον συνεκτικό δεσμό μεταξύ της αμέλειας της εφεσείουσας και των σωματικών βλαβών που υπέστη η εφεσίβλητη. Απέδωσε αποκλειστική ευθύνη για το ζημιογόνο αποτέλεσμα στην εφεσίβλητη.
Εν συνεχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων καταλήγοντας στην επιδίκαση ποσού €10.000 ως γενικές αποζημιώσεις και προχώρησε στην έκδοση απόφασης υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας για ποσό €10.000 για γενικές αποζημιώσεις, ποσό €16.500 ως ειδικές αποζημιώσεις, πλέον τόκους και έξοδα.
Η πλευρά της εφεσείουσας προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με 6 λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επέρριψε ευθύνη από αμέλεια στην εφεσείουσα για την πτώση της εφεσίβλητης στις κυλιόμενες σκάλες της εφεσίβλητης. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης προβάλλεται ότι το Δικαστήριο παρέθεσε εντελώς αχρείαστα 10 σελίδες για ολόκληρο σχεδόν το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης και 4 σχεδόν σελίδες για το περιεχόμενο της Υπεράσπισης χάνοντας κάπου την ουσία της υπόθεσης. Το ίδιο έπραξε παραθέτοντας 9 σελίδες για ολόκληρη τη γραπτή δήλωση της εφεσίβλητης και άλλες 3 σελίδες για την έκθεση διερεύνησης ατυχήματος που ετοιμάστηκε από τον ΜΥ1. Δηλαδή, σε μια απλή και σύντομη σε μαρτυρία υπόθεση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανάλωσε 30 σελίδες για να παραθέσει αυτούσια πολυσέλιδα κείμενα από τα δικόγραφα και εκτενή αποσπάσματα από τη μαρτυρία για να αξιολογήσει μια προς μια τις δικογραφημένες από την εφεσίβλητη λεπτομέρειες αμέλειας της εφεσείουσας, χάνοντας κάπου το ζητούμενο που ήταν το κατά πόσο η εφεσείουσα υπήρξε αμελής για την επίδικη πτώση της εφεσίβλητης στην κυλιόμενη σκάλα. Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνεχίζει η πλευρά της εφεσείουσας, καταλήγει ότι η εφεσίβλητη ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο «αδειούχος» στα υποστατικά της εφεσείουσας και επομένως εφαρμόζεται η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 51(2)(Β) του Κεφ. 148, στο τέλος καταλήγει λανθασμένα ότι η εφεσείουσα επέδειξε αμέλεια έναντι της εφεσίβλητης γιατί ο κίνδυνος απώλειας της ισορροπίας ενός επισκέπτη και πτώσης αυτού πάνω στη σκάλα ακόμα και λόγω δικής του υπαιτιότητας αποτελεί ένα ευλόγως προβλεπτό κίνδυνο κατά τη συνήθη χρήση της σκάλας και άρα η αμέλεια της εφεσείουσας έγκειται στην παράλειψη της για παροχή στην εφεσίβλητη επαρκούς ή και κατάλληλης προειδοποίησης για την ύπαρξη μηχανισμού ή και εξαρτήματος, ως ήταν το κόκκινο κομβίο, για διακοπή της λειτουργίας της σκάλας προς αντιμετώπιση ενός ευλόγως προβλεπτού κινδύνου, ως εκείνου που στην πράξη ανέκυψε, όταν άλλη χρήστης της σκάλας έχασε την ισορροπία της και έγειρε προς τα πάνω της, προκαλώντας τη δική της πτώση επί της σκάλας και τραυματισμό ο οποίος συνέχιζε ή και δεν μπορούσε να αποτραπεί ενόσω η σκάλα βρισκόταν σε αδιάλειπτη λειτουργία.
Σύμφωνα με την πλευρά της εφεσείουσας η βάση της αγωγής της ήταν, το αστικό αδίκημα της αμέλειας όπως διέπεται από το άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148. Δεν υπήρξε αμφισβήτηση ότι η εφεσείουσα ήταν κάτοχος της κυλιόμενης σκάλας και του πέριξ αυτής χώρου και ότι η εφεσίβλητη βρισκόταν σε αυτόν το χώρο και προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την κυλιόμενη σκάλα ως «αδειούχος» (licensee). Ενώ ο κάτοχος έχει έναντι του «προσκεκλημένου» (invitee) καθήκον να μεριμνά από πλευράς στατικής κατάστασης, συντήρησης ή επισκευής ώστε η ιδιοκτησία του να είναι εύλογα ασφαλής για τον «προσκεκλημένο», έναντι του «αδειούχου» αυτό το καθήκον περιορίζεται σε προειδοποίηση για οποιοδήποτε κρυμμένο ή λανθάνοντα κίνδυνο τον οποίο ο κάτοχος γνωρίζει ή δέον κατά τεκμήριο να θεωρηθεί ότι γνωρίζει. Στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρξε ισχυρισμός ούτε και δόθηκε μαρτυρία ότι στα υποστατικά της εφεσείουσας ή στην κυλιόμενη σκάλα υπήρχε οποιοσδήποτε κρυμμένος ή λανθάνων κίνδυνος.
Θα πρέπει καταρχάς να σχολιάσουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αχρείαστα μεγάλη (68 σελίδες), παρατίθενται σχεδόν αυτούσια τα δικόγραφα, η γραπτή δήλωση της εφεσίβλητης και η έκθεση διερεύνησης ατυχήματος του Μ.Υ.1 ενώ η δομή της δημιουργεί προβλήματα παρακολούθησης του σκεπτικού του Δικαστηρίου κουράζοντας τον αναγνώστη. Η συγγραφή τέτοιων αποφάσεων όπως η παρούσα θα πρέπει να αποφεύγεται. Η συγγραφή αποφάσεων θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από περιεκτικότητα αλλά ταυτόχρονα από καθαρότητα λόγου και η δομή της θα πρέπει να βοηθά τον αναγνώστη να αντιλαμβάνεται τα επίδικα θέματα, τα ευρήματα του Δικαστηρίου και την άσκηση της κρίσης του, με το τελικό αποτέλεσμα να είναι σε πλήρη συμφωνία με τα πιο πάνω.
Παρά τις πιο πάνω παρατηρήσεις, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχασε την ουσία της υπόθεσης ή το ζητούμενο σε αυτή και εξηγούμε:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επέρριψε ευθύνη από αμέλεια στην εφεσείουσα για την πτώση της στην κυλιόμενη σκάλα αλλά έκρινε ότι ο κίνδυνος απώλειας ισορροπίας ενός επισκέπτη και πτώσης αυτού πάνω στη σκάλα ακόμα και λόγω δικής του υπαιτιότητας, αποτελεί ένα ευλόγως προβλεπτό κίνδυνο κατά τη συνήθη χρήση της σκάλας. Όσο μικρός και αν είναι αυτός ο κίνδυνος θα πρέπει τουλάχιστον να υπάρχει η κατάλληλη προειδοποίηση ή και σήμανση για το σκοπό αντιμετώπισης ενός τέτοιου κινδύνου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 59-60 της απόφασης του επεξηγεί πώς τεκμηριώνεται, υπό το φως του συνόλου των συνθηκών που επικρατούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο και τόπο του ατυχήματος, αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης με τη γενική έννοια του όρου η οποία δικογραφείται στην έκθεση απαίτησης. Το Δικαστήριο ρητά αναφέρει ότι ο κίνδυνος που αντιμετώπισε η εφεσίβλητη δεν ήταν «ο κρυμμένος ή απαρατήρητος κίνδυνος» στον οποίο αναφέρεται η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 51(2)(β) του Κεφ.148. Αντίθετα, για τους λόγους που επεξηγεί λεπτομερώς έκρινε ότι θεμελιώνεται αμέλεια εκ μέρους της εφεσείουσας που προκύπτει από αθέτηση του γενικότερου συμφέροντος για την επίδειξη της δέουσας επιμέλειας για την προστασία του γείτονα, του κοινωνικού καθήκοντος και της ανθρωπιστικής συμπεριφοράς συμφώνως των προνοιών του άρθρου 51(1)(α) του Κεφ. 148, παραπέμποντας στις υποθέσεις Λ.Π. Φραγκεσκίδης και Σχολική Εφορεία Στροβόλου (ανωτέρω). Όπως λέχθηκε στην τελευταία:
«Η διατήρηση ενός ευλόγως προβλεπτού κινδύνου ο οποίος μπορούσε ευχερώς να εξαλειφθεί, θεμελιώνει ευθύνη της εφεσείουσας από αμέλεια, προκύπτουσα από αθέτηση των υποχρεώσεων που είχε με βάση το Άρθρο 51(2)(β), αλλά, όπως παρατήρησε ο Πικής, Δ., ως ήτο τότε, στην Φραγκεσκίδης και από αθέτηση του γενικότερου συμφέροντος για την επίδειξη της δέουσας επιμέλειας για την προστασία του γείτονα. Εν προκειμένω μάλιστα, «γείτονες», δηλαδή τα πρόσωπα που κατά λογική πρόβλεψη ήταν ενδεχόμενο να επηρεαστούν, ήταν όσοι χρησιμοποιούσαν την αίθουσα πολλαπλών χρήσεων ενός σχολείου. Η εφεσείουσα λειτουργούσε στα πλαίσια δημόσιας αποστολής που μπορούσε να επηρεάσει μαθητές και πρόσωπα υγιώς ασχολούμενα με τον αθλητισμό. Υπό τέτοιες περιστάσεις, η αναμενόμενη, ως κοινωνικό καθήκον, ανθρωπιστική συμπεριφορά προς την οποία, όπως γίνεται αποδεκτό από τη νομολογία, πρέπει να προσαρμόζεται η συμπεριφορά κάθε πολίτη έναντι του συνανθρώπου του, αποκτά ιδιαίτερη διάσταση.»
Συνεπεία των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η απόρριψη του πρώτου λόγου έφεσης συμπαρασύρει και τον έκτο λόγο έφεσης όπου προβάλλεται ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας κατά νου τις πρόνοιες του άρθρου 51(2)(β) του Κεφ.148 και ενώ κατέληξε ότι δεν υπήρχε κρυμμένος ή απαρατήρητος κίνδυνος στη σκάλα της εφεσείουσας, κατέληξε λανθασμένα ότι ο κίνδυνος απώλειας της ισορροπίας ενός επισκέπτη και πτώσης του πάνω στη σκάλα ακόμη και λόγω δικής του υπαιτιότητας, αποτελεί έναν ευλόγως προβλεπτό κίνδυνο κατά τη συνήθη χρήση μιας σκάλας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με την πλευρά της εφεσείουσας, με δεδομένη την κατάληξη του ότι ο κίνδυνος απώλειας της ισορροπίας ενός επισκέπτη που χρησιμοποιεί τη σκάλα δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε κρυμμένος ούτε απαρατήρητος, όπως καθορίζεται στο άρθρο 51(2)(β) του Κεφ. 148, έπρεπε να απορρίψει την αγωγή και όχι να δημιουργήσει δικό του λόγο ή και υποχρέωση της εφεσείουσας και να καταλήξει στην παράβαση αυτής της υποχρέωσης και να βρει πλήρη ευθύνη στην εφεσείουσα, ιδιαίτερα όταν στην εφεσίβλητη είχαν δοθεί δύο ευκαιρίες να μην ανεβεί τη σκάλα και να μην προσπαθήσει να συγκρατήσει τη φίλη της, να μην τα καταφέρει και στο τέλος, να πέσει η ίδια.
Έχει επεξηγηθεί πιο πάνω πώς το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι θεμελιώνεται αμέλεια εκ μέρους της εφεσείουσας και ως εκ τούτου ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παραβλέπει ή και αγνοεί το ορθό εύρημα του στην αρχή της σελίδας 52 της απόφασης του ότι η εφεσίβλητη είχε δύο φορές την ευκαιρία να επιλέξει να βγει από τη σκάλα ή και να εξωθήσει την 90χρονη να βγει από τη σκάλα, αντί να επιμείνει να την βοηθά στη χρήση της. Αυτό γιατί αμέσως πιο κάτω καταλήγει λανθασμένα ότι η εφεσίβλητη βρέθηκε σε μια διλημματική κατάσταση που παρουσιάζεται μέσα σε τόσο σύντομο χρόνο και καταλήγει ότι δεν εντοπίζει αμέλεια από πλευράς εφεσίβλητης στην διαχείριση του κινδύνου που παρουσιάστηκε μπροστά της χωρίς να υπάρχει τέτοιος δικογραφημένος ισχυρισμός ή και θέση της εφεσίβλητης ότι βρέθηκε σε διλημματική κατάσταση και λανθασμένα απαλλάσσει την εφεσίβλητη από οποιαδήποτε ευθύνη ή και συντρέχουσα αμέλεια.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης είναι βάσιμος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την ευθύνη της εφεσείουσας, και των τρίτων προσώπων αναφέρει ότι η εφεσίβλητη βρέθηκε σε μια διλημματική κατάσταση που παρουσιάστηκε σε σύντομο χρόνο (18 δευτερόλεπτα) και ότι η αντίδραση της δεν θα πρέπει να κρίνεται μικροσκοπικά. Ένα εσφαλμένο μέτρο για αντιμετώπιση του κινδύνου κάτω από την αγωνία της διλημματικής κατάστασης δεν αποτελεί κατ΄ ανάγκη μέτρο αμέλειας παραπέμποντας στην Ξυπτερά (ανωτέρω). Προσθέτουμε και τις υποθέσεις Ioannou and Another v. Michaelides (1966) 1 C.L.R. 235, Adamis and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R.746, Georghiades v. HadjiSavva (1984) 1 C.L.R. 597, Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12, Κωνσταντίνου v. Φιλίππου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1110, Κυριάκου ν. Φιλίππου (1992) 1 Α.Α.Δ. 642, Παπαχριστοδούλου ν. Χ' Νεοφύτου (1991) 1 Α.Α.Δ. 426, Δημητρίου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 190 και Κασιέρη κ.α. ν. Κυριάκου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ.1246.
Αυτή «η διλημματική κατάσταση» δεν αποτέλεσε στοιχείο προς απόδειξη της αμέλειας της εφεσείουσας. Η αμέλεια της εφεσείουσας θεμελιώθηκε με τον τρόπο που αναφέρεται πιο πάνω. Από τη στιγμή που η εφεσίβλητη στην Απάντηση της αρνήθηκε όλες τις λεπτομέρειες αμέλειας ή και συντρέχουσας αμέλειας που της καταλόγισε η εφεσίβλητη και συγχρόνως επανέλαβε τη θέση της ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η ίδια βρισκόταν νόμιμα στο χώρο της επιχείρησης της εφεσίβλητης, δεν υπήρχε η δικογραφική υποχρέωση εκ μέρους της να επεξηγεί και να δικαιολογεί εκ των προτέρων και προληπτικά τις δικές της νόμιμες ενέργειες και ούτε να αναφέρει λεπτομέρειες αυτών των ενεργειών με επίκληση της αρχής «της διλημματικής κατάστασης ή της αγωνίας της στιγμής» αν σ΄ αυτήν εντάσσονται.
Αν και εφόσον τίθετο θέμα δικής της ευθύνης, μπορούσε επεξηγηματικά να αναφερθεί στην προαναφερόμενη αρχή όχι ως στοιχείο που συνδράμει στην τεκμηρίωση της αμέλειας της εφεσείουσας αλλά ως στοιχείο που εξουδετερώνει τον ισχυρισμό, για δική της αμέλεια. Αυτό έγινε στην παρούσα υπόθεση όπου η εφεσίβλητη ανέφερε ότι έδρασε με αίσθημα αλληλεγγύης και συμπαράστασης ή και βοήθειας προς το συνάνθρωπο της που βρισκόταν σε κίνδυνο. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν αλόγιστες οι ενέργειες στις οποίες προέβη η εφεσίβλητη μέσα στο μικρό χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την έναρξη του κινδύνου μέχρι την τελική της πτώση.
Με βάση τα πιο πάνω ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη ή και δεν αντιλήφθηκε τα γεγονότα που προηγήθηκαν της επίδικης πτώσης της εφεσίβλητης στη σκάλα της εφεσείουσας όπως αποτυπώθηκαν στο βίντεο, έγγραφο Β, στη διαδικασία. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης, η πλευρά της εφεσείουσας αναφέρει ότι ενώ στο βίντεο φαίνεται ξεκάθαρα πως πορεύτηκε η εφεσίβλητη στην κυλιόμενη σκάλα πού και πώς προσπάθησε να ανέβει, πού ακριβώς βρισκόταν όταν άρχισε να πέφτει η φίλη της και πότε προσπάθησε η ίδια να την συγκρατήσει και άρα γιατί έπεσε στη σκάλα, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επιρρίπτει ευθύνη και αμέλεια στην εφεσείουσα ότι όφειλε να είχε προειδοποιητικά σήματα για τη θέση του κομβίου διακοπής της σκάλας, η ύπαρξη του οποίου δεν αμφισβητήθηκε, και επειδή δεν είχε τέτοια σήματα ή δεν είχε άτομο να δείχνει στην εφεσίβλητη αυτό το κομβίο, η εφεσείουσα ήταν αμελής.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει, στις σελίδες 49-51 της απόφασης του, τη ροή των γεγονότων όπως αποτυπώνεται στο εν λόγω βίντεο με περισσή λεπτομέρεια και προχωρεί στη συνέχεια στην εξέταση της ευθύνης της εφεσείουσας, της εφεσίβλητης και των τρίτων προσώπων και καταλήγει στη θεμελίωση αμέλειας εκ μέρους της εφεσείουσας.
Με βάση τα πιο πάνω ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 56 της απόφασης του προβαίνει σε εύρημα ότι «Δεν θα ήταν παράλογο να λεχθεί ότι, σε περίπτωση που δεν υπάρχει πρόθεση να δοθεί οποτεδήποτε στους επισκέπτες-χρήστες της σκάλας η ευχέρεια να διακόπτουν από μόνοι τους τη λειτουργία της για αντιμετώπιση κινδύνου σε αυτήν, είναι συνετό για τους ιδιοκτήτες και/ή κατόχους και/ή υπεύθυνους του χώρου να διαθέτουν εκεί έτοιμο και ικανό προσωπικό που να επιτηρεί τη λειτουργία και χρήση της σκάλας, με σκοπό την ασφάλεια των επισκεπτών» και καθοδηγούμενο πλέον από αυτό το λανθασμένο συμπέρασμα καταλήγει στις σελίδες 58-59 ότι η εφεσείουσα ήταν αμελής και στη σελίδα 61 ότι η εφεσίβλητη δεν έχει συντρέχουσα αμέλεια για την πτώση της στη σκάλα της εφεσείουσας. Με τη θέση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, υποστηρίζει η εφεσείουσα, θα πρέπει σε όλες τις κυλιόμενες σκάλες, παρά την ύπαρξη κόκκινου κομβίου που την σταματά, με την ένδειξη ΣΤΟΠ, να υπάρχει κάποιο πρόσωπο στο μέρος το οποίο να επιτηρεί τη λειτουργία της σκάλας και να ενημερώνει τους χρήστες της για την ύπαρξη του κομβίου. Αυτό σύμφωνα με την εφεσείουσα είναι λάθος του Δικαστηρίου και εκτός κάθε λογικής.
Ούτε και αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνδέει την πιο πάνω αναφορά του με το κατά πόσο υπήρχε προσωπικό ασφαλείας στο μέρος, κάτι που τελικά δεν εξέτασε, λόγω του ότι στην Έκθεση Απαίτησης δεν είχε δικογραφηθεί ρητά νομοθετική διάταξη που να θεσμοθετεί τέτοια υποχρέωση που να παραβιάστηκε, ούτε δικογραφήθηκε ρητή νομοθετική πρόνοια η οποία να δημιουργούσε αγώγιμο δικαίωμα σε άτομα, υπό τις συνθήκες στις οποίες βρέθηκε η εφεσίβλητη, για παράβαση τυχόν τέτοιας νομοθετικής υποχρέωσης. Αφού εξήγησε τη διαφορά μεταξύ αξίωσης αποζημιώσεων λόγω αμέλειας και αξίωσης αποζημιώσεων λόγω παράβασης θέσμιου καθήκοντος κατέληξε ότι εξέταζε υπόθεση αμέλειας εντός της έννοιας του άρθρου 51 του Κεφ.148 και ότι το παράπονο της εφεσίβλητης για αμέλεια της εφεσείουσας συνδέεται βασικά με την παράλειψη κατάλληλης σηματοδότησης ή και σήμανσης οδηγιών για τη χρήση της σκάλας σε περίπτωση κινδύνου.
Με βάση τα πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης επίσης απορρίπτεται.
Απομένει ο πέμπτος λόγος έφεσης όπου προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε τη μετά το επίδικο αδίκημα επικόλληση από την εφεσείουσα ταινίας με κόκκινα κεφαλαία γράμματα «ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΠΙΕΣΤΕ ΤΟ ΣΤΟΠ» ως απόδειξη της αμέλειας της να είχε τοποθετήσει αυτή την ταινία και πριν το επίδικο ατύχημα και κατέληξε λανθασμένα ότι «Όσο μικρός και αν είναι ο κίνδυνος να συμβεί τέτοια πτώση, θα πρέπει κατ΄ελάχιστον να υπάρχει η κατάλληλη προειδοποίηση ή/και σήμανση για τρόπο αντιμετώπισης ενός τέτοιου κινδύνου, προκειμένου να εξασφαλίζεται η ασφαλής χρήση της σκάλας από τους άλλους επισκέπτες που τη χρησιμοποιούν συγχρόνως». Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης η πλευρά της εφεσείουσας υποβάλλει ότι το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει ορθά την ενώπιον του μαρτυρία και να αποφασίσει εάν η εφεσείουσα στη βάση των όσων αποτυπώνονται στο σχετικό βίντεο όσο και στη γραπτή κατάθεση της εφεσίβλητης την οποία έδωσε στον Μ.Υ.1 (Έγγραφο Δ) στοιχειοθετείται ευθύνη και αμέλεια της εφεσείουσας για το επίδικο συμβάν και όχι να αποφασίσει εκ προοιμίου ότι όντως η εφεσείουσα ήταν αμελής αναφέροντας ότι «Επομένως, είναι φανερό ότι οι Εναγόμενοι και/ή οι υπηρέτες και/ή οι αντιπρόσωποί τους αναγνώρισαν ποια ήταν η παράλειψη και/ή η έλλειψη σε ό,τι αφορά τη σηματοδότηση της σκάλας, προς αντιμετώπιση κινδύνου που τυχόν αναφύεται κατά τη χρήση της σκάλας από τους αδειούχους επισκέπτες στο ακίνητο».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο όπως έχουμε αναφέρει και πιο πάνω αξιολόγησε ορθά την ενώπιον του μαρτυρία και το γεγονός ότι η σήμανση της σκάλας μετά το επίδικο ατύχημα από την εφεσείουσα με την επικόλληση της πιο πάνω ταινίας μαζί με ένα λευκό βέλος που έδειχνε ακριβώς πού βρισκόταν το κόκκινο κομβίο, αποτελούσε εύλογο συμπέρασμα ότι τα πιο πάνω αποτελούσαν διορθωτικά μέτρα ως επίσης ότι η εφεσίβλητη αναγνώρισε ποια ήταν η παράλειψη ή και η έλλειψη σε ότι αφορά την σηματοδότηση της σκάλας προς αντιμετώπιση κινδύνου που τυχόν θα αναφυόταν κατά τη χρήση της σκάλας από τους αδειούχους επισκέπτες στο εν λόγω υποστατικό. Η πλευρά της εφεσείουσας δεν κατάφερε να καταδείξει ότι το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένο (βλ. μεταξύ άλλων Χ΄ Μάρκου v. Widehorizon (Capital Market) Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 108, T.J.S. Enterprises Ltd v. Λαικής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1 Α.Α.Δ.108 και Πολάτογλου v. Μασούρα (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 150). Στην υπόθεση Λ.Π. Φραγκεσκίδης (ανωτέρω) αναφέρονται, μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
«Στην υπόθεση Slater v. Clay Cross Co. Ltd. [1956] 2 All E.R. 625, αποφασίστηκε ότι οι εναγόμενοι έχουν καθήκο στη διεξαγωγή της επιχείρησής τους να λάβουν λογικά μέτρα να μην υποστεί ζημιά οποιοσδήποτε που είναι νόμιμα εκεί, ανεξάρτητα εάν είναι προσκεκλημένος ή αδειούχος, και έχουν ευθύνη για ασυνήθιστους κινδύνους τους οποίους γνωρίζουν ή όφειλαν να γνωρίζουν.»
Στην ίδια υπόθεση γίνεται αναφορά στην G.I.P Constructions (ανωτέρω) στην οποία:
«επισημαίνεται η σύγχρονη τάση εναρμονισμού των υποχρεώσεων του κατόχου υποστατικών κατά το κοινό δίκαιο με τις σύγχρονες αντιλήψεις περί κοινωνικού καθήκοντος. Όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση G.I.P. Constructions, ανωτέρω, τα όρια του καθήκοντος προς τον γείτονα προσδιορίζει η ανθρωπιστική συμπεριφορά η οποία αναμένεται από τον κάθε πολίτη στον προγραμματισμό και την εκτέλεση των δραστηριοτήτων του. Το κριτήριο αυτό, ως το μέτρο κρίσεως της συμπεριφοράς του εναγομένου, σημειώθηκε κατά τρόπο εύγλωττο στην απόφαση British Railways Board ν. Herrington.» ([1972] 1 ALL E.R. 749)
Τέλος αναφέρεται ότι:
«Το ότι η πιθανότητα εκδηλώσεως του κινδύνου ήταν μικρή (slight) δεν απαλλάττει τον κάτοχο των υποστατικών από τη λήψη προστατευτικών μέτρων εφόσο ο κίνδυνος είναι προβλεπτός»
Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε, αντίθετα με όσα ισχυρίζεται η εφεσείουσα, με σαφήνεια κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας της εφεσείουσας και των σωματικών βλαβών της εφεσείουσας. Όπως αναφέρουμε πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού υπέδειξε ότι οι σωματικές βλάβες που υπέστη η εφεσίβλητη έγιναν αποδεκτές από την Υπεράσπιση, έκρινε, ορθά, ότι υπήρχε συνεκτικός δεσμός μεταξύ της αμέλειας της εφεσείουσας και των σωματικών βλαβών της εφεσίβλητης. Υποδεικνύουμε πάντως ότι το θέμα της αιτιώδους συνάφειας δεν προσβάλλεται, ως θα έπρεπε, με ξεχωριστό λόγο έφεσης.
Επομένως και ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Συνεπεία των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.400 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
______________________________