ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 261/2018)

 

30 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΚΟΝΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

 

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΣΥΡΙΒΙΑΝΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΣΥΡΙΒΙΑΝΟΥ, ΤΕΩΣ ΕΚ ΚΥΠΕΡΟΥΝΤΑΣ

 

Εφεσείοντας/Ενάγοντας

v.

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

 

Εφεσίβλητου/Εναγομένου 1

 

--------------------

 

Χρ. Χριστοφόρου για Χρίστος Σ. Χριστοφόρου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.

Λ. Κούσιος και Ε. Πελοπίδα (κα), για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Σύμφωνα με τα δικόγραφα και τη μαρτυρία που προσκόμισε ο εφεσείων πρωτοδίκως, είναι ο διαχειριστής της περιουσίας προσώπου που είχε αγοράσει το επίδικο μερίδιο ακινήτου κατά το έτος 1959 και το είχε έκτοτε στην κατοχή του για περίοδο πέραν των 30 ετών. Η πώληση, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, έγινε δυνάμει γραπτής συμφωνίας, (στο εξής «το αγοραπωλητήριο έγγραφο»), η οποία κατατέθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία ως τεκμήριο. Το αγοραπωλητήριο έγγραφο ήταν μεταξύ του αποθανόντος αγοραστή και προσώπου που, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, ενώ δεν ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης, ήταν πρόσωπο που δικαιούτο σε εγγραφή του επίδικου ακινήτου. Ο αγοραστής απεβίωσε το έτος 1966 χωρίς να καταστεί εγγεγραμμένος κύριος του επίδικου ακινήτου εν τη εννοία του Άρθρου 2 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ.224 (στο εξής «Κεφ.224»). Εντούτοις, ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος αγοραστή, συνέχισαν την εχθρική κατοχή στην οποία προέβαινε ο αποθανών. Σημειώνεται ότι ολόκληρο το εν λόγω ακίνητο δεν ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα οποιοδήποτε προσώπου δυνάμει των διατάξεων του Κεφ. 224.  Κατά το έτος 1975, ολόκληρο το επίδικο ακίνητο ενεγράφη για πρώτη φορά βάσει του Κεφ. 224 επ' ονόματι της μητέρας του εφεσιβλήτου, κατόπιν διαβημάτων της, η οποία ήταν, συγγενής, της ως άνω πωλητού του επίδικου μεριδίου επί του εν λόγω ακινήτου.  Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι η μητέρα του εφεσιβλήτου γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν ήταν ιδιοκτήτης του μεριδίου που πωλήθηκε ως ανωτέρω βάσει του πωλητηρίου εγγράφου. Όταν περί το έτος 2007 οι κληρονόμοι του αποθανόντος αγοραστή, εξηύραν το πωλητήριο έγγραφο, επεδίωξαν την ακύρωση της πιο πάνω εγγραφής και την εγγραφή του επίδικου μεριδίου επ' ονόματι του εφεσείοντα, με την αγωγή που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απέρριψε την αγωγή του εφεσείοντα για έκδοση διατάγματος ακύρωσης της πιο πάνω εγγραφής που έγινε το 1975 και έκδοση διατάγματος εγγραφής επ' ονόματι του εφεσείοντα, για σειρά λόγων που αναφέρει στην απόφασή του. Η αγωγή στηρίχθηκε κατά βάση σε ισχυρισμούς για εχθρική κατοχή του ακινήτου από πλευράς του αποθανόντος αγοραστή.

 

Ο βασικός και καταλυτικός λόγος απόρριψης της αγωγής, ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως δεν προσκομίσθηκε μαρτυρία που να στοιχειοθετεί εχθρική κατοχή του επίδικου ακινήτου, βάσει των διατάξεων του Κεφ. 224 κα της σχετικής νομολογίας, ως ήταν η θέση που προώθησε κατά την ακροαματική διαδικασία ο εφεσείων. Προέβη σε εύρημα ότι δεν αποδείχθηκε αδιάληπτη και συνεχής κατοχή και χρήση του ακινήτου για 30 έτη, εφόσον κατοχή και χρήση είχε μόνο ο αποθανών αγοραστής από το 1956 μέχρι και το 1966 όταν απεβίωσε. Δεν ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε μαρτυρία για μετέπειτα χρήση από τους κληρονόμους του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προχώρησε ένα βήμα περαιτέρω και σχολίασε ότι ακόμη και αν δεχόταν τη θέση του εφεσείοντα για συνεχή κατοχή και χρήση του ακινήτου από το 1959, δεν είχαν, εν πάση περιπτώσει, συμπληρωθεί 30 χρόνια μέχρι το 1975 οπότε το ακίνητο ενεγράφη δυνάμει του Κεφ. 224. Ανέφερε σχετικά ότι το Άρθρο 9 του Κεφ. 224 προβλέπει ότι ουδείς τίτλος αποκτάται κατά νόμιμου ιδιοκτήτη.

 

Θεωρούμε βοηθητικό όπως αναφερθούμε πρώτα στον δεύτερο λόγο έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται ως εσφαλμένο το πιο πάνω συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τη μη στοιχειοθέτηση εχθρικής κατοχής.

 

Κρίνουμε ότι στην παρούσα υπόθεση δεν υφίσταται λόγος επέμβασής μας αναφορικά με το εν λόγω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εφόσον στηρίζεται σε δεόντως αξιολογηθείσα από αυτό μαρτυρία. Επιπλέον και ουσιωδώς, θα προσθέταμε στα όσα διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τόσο η δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα όσο και η μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς του, δεικνύει ξεκάθαρα πως από την όποια κατοχή είχε ο αποθανών αγοραστής δεν μπορεί να συναχθεί ότι αυτή συνίστατο «σε εχθρική κατοχή» όπως αυτή ορίζεται στο Άρθρο 2 του Κεφ. 224:

 

«"εχθρική κατοχή", μαζί με τις γραμματικές παραλλαγές και συγγενείς εκφράσεις του όρου αυτού, σημαίνει κατοχή από πρόσωπο που δεν δικαιούται σε αυτή, όταν η ρητή ή η εξυπακουόμενη συναίνεση ή άδεια του προσώπου που δικαιούται με τον τρόπο αυτό στην κατοχή αυτή δεν δόθηκε ή λήφθηκε·».

 

Επισημαίνουμε ότι ήταν πάντα η θέση του εφεσείοντα ότι ο αποθανών αγοραστής, έλαβε κατοχή το 1959 δυνάμει του αγοραπωλητηρίου εγγράφου , δηλαδή με την άδεια της πωλητού του ακίνητου, που σύμφωνα με τον εφεσείοντα ήταν το πρόσωπο το οποίο δικαιούταν σε εγγραφή αυτού. Είναι σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει εχθρική κατοχή εφόσον λαμβάνει χώρα με την άδεια του ιδιοκτήτη. Η θέση του εφεσείοντα περί εχθρικής κατοχής από πλευράς του αποθανόντος αγοραστή, αντιστρατεύεται τη μαρτυρία που ο ίδιος προσκόμισε.

 

Με τα πιο πάνω δεδομένα θεωρούμε περιττό να σχολιάσουμε την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί διακοπής της κατοχής κατά το έτος 1975, θέση που προσβάλλεται συγκεκριμένα με την αιτιολογία του δεύτερου λόγου έφεσης. Εν όψει των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, βασιζόμενη στην Κραμβιάς κ.ά. v. Θεοδοσίου (2000) 1 ΑΑΔ 267, ότι με την αγωγή ανεπίτρεπτα διεκδικείτο παράλληλα τίτλος ιδιοκτησίας δυνάμει κληρονομιάς και δυνάμει εχθρικής κατοχής. Επισημαίνεται ότι παρά την εν λόγω παρατήρηση το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε όλες τις προβαλλόμενες βάσεις αγωγής, και ουδόλως επηρέασε την έκβαση της αγωγής.

 

Παρατηρούμε ότι η Κραμβιάς, ανωτέρω, αφορούσε αγωγή για απόκτηση κτήματος λόγω κληρονομικού δικαιώματος, αφενός, και χρησικτησίας αφετέρου. Η αγωγή που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, εδράζεται σαφώς στην κατ' ισχυρισμό εχθρική κατοχή, και τα όσα δικογραφήθηκαν και υποστηρίχθηκαν με μαρτυρία, αναφορικά με τα κληρονομικά δικαιώματα των εμπλεκομένων προσώπων, αφορούσαν στην ισχυριζόμενη συνέχιση της εχθρικής κατοχής από τους κληρονόμους του αγοραστή αφενός, και στο ποιος εδικαιούτο σε εγγραφή του επίδικου μεριδίου του ακινήτου αφετέρου. Και τα δύο ζητήματα ήταν συνυφασμένα με το ζήτημα της απαίτησης στη βάση εχθρικής κατοχής. Επομένως, η Κραμβιάς, ανωτέρω, διακρίνεται επί των γεγονότων και τα όσα αποφασίσθηκαν εκεί δεν εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση.

 

Όπως όμως προαναφέραμε και τονίζουμε, η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην Κραμβιάς, ανωτέρω, δεν επηρέασε ουσιαστικά την κρίση του επί των ενώπιον του επιδίκων θεμάτων.

 

Περαιτέρω, επισημαίνουμε ότι κατ' αναλογία με την πιο πάνω υπόθεση Κραμβιάς, δεν είναι επιτρεπτό με την ίδια αγωγή να ζητείται θεραπεία βάσει ισχυρισμού εχθρικής κατοχής και ταυτόχρονα βάσει ισχυρισμού αγοράς.

 

Επομένως, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης και την αιτιολογία αυτού, απαριθμούνται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που ο εφεσείων θεωρεί λανθασμένα και/ή αυθαίρετα και/ή αδικαιολόγητα, ενώ γίνεται και αναφορά στα γεγονότα που λανθασμένα, κατά την άποψή του, δεν έλαβε υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Παρατηρούμε ότι κανένα από τα επιμέρους εκκαλούμενα ευρήματα δεν επηρεάζει την έκβαση της έφεσης, δεδομένου ότι κρίναμε ήδη ορθό το καταλυτικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν στοιχειοθετήθηκε εχθρική κατοχή. Ιδιαίτερα ατελέσφορο θεωρούμε το επιχείρημα του εφεσείοντα, το οποίο τονίσθηκε ενώπιον μας, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να προβεί σε εύρημα ότι η διαδικασία έκδοσης τίτλου ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου στην μητέρα του εφεσιβλήτου, πρόσωπο που κατ' ισχυρισμό του εφεσείοντα δεν ήταν δικαιούχος, που έγινε το 1975, έπασχε εκ γενετής, και ήταν μη δυνάμενη να επιφέρει έννομα αποτελέσματα. Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα ότι, εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβαινε σε ένα τέτοιο εύρημα, δεν μπορούσε να διαπιστώσει ότι η κατοχή διακόπηκε το 1975.

 

          Όπως όμως έχουμε αποφασίσει πιο πάνω, η επικαλούμενη κατοχή, ούτως ή άλλως, εξ αρχής, δεν συνιστούσε εχθρική κατοχή εν τη εννοία του Κεφ. 224, οπότε η ως άνω εγγραφή του επίδικου ακινήτου ουδόλως επηρεάζει την έκβαση της υπόθεσης. Ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίπτεται στην ολότητά της και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα ύψους €2.400 υπέρ του εφεσιβλήτου και εναντίον του εφεσείοντα, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

 

                                                                    ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

                                                                    Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.

 

 

                                                                    Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο