ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 232/2018)
24 Σεπτεμβρίου 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΠΟΛΥΣ ΗΛΙΑ
Εφεσείων
v.
1. ΣΠΥΡΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ
2. Μ.Μ.Α. ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσίβλητοι
v.
1. ISPAS VLADIMIR
2. ΛΑΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Τριτοδιάδικοι
Μ. Β. Ιωάννου με Ε. Ιωάννου (κα) και Α. Ιωάννου (κα), για Εφεσείοντα.
Α. Κόνιας για Ανδρέας Π. Ερωτοκρίτου & Σία ΔΕΠΕ, για Εφεσίβλητο αρ. 2.
Α. Τσιρίδης για Κώστας Τσιρίδης & Σία ΔΕΠΕ, για Τριτοδιάδικους.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων καταχώρισε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αξιώνοντας αποζημιώσεις για ατύχημα το οποίο υπέστη στις 25.5.2009. Όπως προκύπτει από την Πρωτόδικη Απόφαση και δεν αμφισβητείται, ο Εφεσείων εργαζόταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ως σιδεράς σε υπό ανέγερση οικοδομή, έργο στο οποίο εργολάβος ήταν η Εφεσίβλητη 2 και υπεργολάβος ο Εφεσίβλητος 1. Θέση του Εφεσείοντος, όπως αυτή προβλήθηκε πρωτοδίκως, ήταν ότι ήταν υπάλληλος του Εφεσίβλητου 1 και κατά την 25.5.2009 του δόθηκαν οδηγίες από αυτόν να κόβει βέργες σιδήρου. Η μηχανή κοπής σιδήρων ευρίσκετο η μισή πάνω στο πεζοδρόμιο και η μισή μέσα στον δρόμο με τρόπο που, όπως ισχυρίστηκε, τον ανάγκαζε να βρίσκεται μέσα στον δρόμο ώστε να κόβει βέργες σιδήρου. Ενώ έκανε τη δουλειά αυτή, αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Τριτοδιάδικος 1 πέρασε από το σημείο και τράβηξε το σίδερο με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του Εφεσείοντος.
Επισημαίνουμε στο στάδιο αυτό ότι ο Εφεσίβλητος 1 καταχώρισε Ειδοποίηση προς Συνεναγόμενο προς την Εφεσίβλητη 2 και εξέδωσε και Ειδοποίηση Τριτοδιαδίκου προς τον οδηγό του αυτοκινήτου που ενεπλάκη στο ατύχημα και την ασφαλιστική του εταιρεία. Η Εφεσίβλητη 2 δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία και η αγωγή εναντίον της προχώρησε σε απόδειξη ταυτόχρονα με την εκδίκαση για τους λοιπούς διαδίκους.
Η Πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται με 13 Λόγους Έφεσης. Από μελέτη της Ειδοποίησης Έφεσης αλλά και της αιτιολογίας ενός εκάστου διαφαίνεται ότι οι πλείστοι άπτονται της αξιολόγησης και των ευρημάτων του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (Λόγοι Έφεσης 2, 3, 5, 7, 8, 9 και 10), ενώ με τον Λόγο Έφεσης 1 προσβάλλεται η απόδοση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο συντρέχουσας αμέλειας 10% προς τον Εφεσείοντα, με τον Λόγο Έφεσης 4 προσβάλλεται Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 5.4.2017 με την οποία επετράπη η κατάθεση βίντεο ως τεκμηρίου, με τον Λόγο Έφεσης 6 το ύψος των επιδικασθέντων γενικών αποζημιώσεων, με τον Λόγο Έφεσης 11 η διαδικασία που ακολουθήθηκε, ενώ με τους Λόγους Έφεσης 12 και 13 προβάλλεται ότι η Πρωτόδικη Απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ότι η διακριτική ευχέρεια αναφορικά με τα έξοδα ασκήθηκε εσφαλμένα. Θα πρέπει όμως να πούμε ότι στην αιτιολογία των Λόγων Έφεσης υπάρχει αλληλοεπικάλυψη ισχυρισμών, με αποτέλεσμα να μην ενδείκνυται η ξεχωριστή εξέταση εκάστου.
Η δομή της Πρωτόδικης Απόφασης επιβάλλει όπως εξεταστεί πρώτα το σκεπτικό του Δικαστηρίου και ο τρόπος κατανομής της ευθύνης μεταξύ των διαδίκων. Δυστυχώς από το περιεχόμενο της Απόφασης δεν μπορεί εύκολα να συναχθούν τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Πιο σημαντικά, δεν υπάρχουν σαφή ευρήματα ως προς το πως επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα.
Όπως λέχθηκε στην Αντωνίου ν Mason (2014) 1 A.A.Δ. 775:
«Σκοπός της αξιολόγησης της μαρτυρίας είναι να μπορέσει το Δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα. Με δεδομένα πλέον τα πραγματικά στοιχεία, να εξετάσει κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης, το έχει αποσείσει στον βαθμό που απαιτείται.».
Διαπιστώνεται επιπλέον πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε απευθείας στην απόδοση ποσοστού ευθύνης σε έκαστο διάδικο, αποφασίζοντας μάλιστα πρώτα την απόδοση ποσοστού συντρέχουσας αμέλειας στον Εφεσείοντα, ακολούθως την απόδοση ποσοστού ευθύνης στον Τριτοδιάδικο και τελευταίο τον επιμερισμό ευθύνης μεταξύ των Εφεσιβλήτων 1 και 2. Τους δε λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι οι Εφεσίβλητοι έφεραν ευθύνη κατέγραψε αφού είχε προηγουμένως προβεί σε απόφαση για επιμερισμό ποσοστού ευθύνης στον κάθε ένα από τους Εφεσίβλητους 1 και 2, 40%. Ο χειρισμός αυτός είναι εσφαλμένος και πλήττει την όλη βάση της Πρωτόδικης Απόφασης.
Σε περίπτωση αγωγής με την οποία αξιώνονται αποζημιώσεις για αμέλεια απαιτείται πρώτα η κατάληξη του Δικαστηρίου ως προς το κατά πόσο ο εναγόμενος επέδειξε αμέλεια. Μόνο εάν αυτό καταδειχθεί εξετάζεται το κατά πόσο ο ενάγοντας έχει συντρέχουσα αμέλεια. Σε περίπτωση που έχουν επιδοθεί Ειδοποιήσεις προς Συνεναγόμενους, της προαναφερόμενης διεργασίας θα ακολουθήσει ο καταμερισμός της ευθύνης μεταξύ των εναγομένων.
Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση Μαυρίδης ν Dharaghji κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013 αναφορικά με την ενδεδειγμένη διαδικασία:
«Η ορθή προσέγγιση του Δικαστηρίου, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση Fitzgerald v. Lane [1988] 2 All E.R. 961, η οποία ανέτρεψε την απόφαση του Lord Pearce στην υπόθεση The Miraflores and The Abadesa [1967] 1 All E.R. 672, 677, είναι: To Δικαστήριο αποφασίζει πρώτα αν έχει αποδειχθεί αμέλεια σε βάρος των εναγομένων. Εάν η απόφαση είναι καταφατική, τότε εξετάζει με βάση το Άρθρο 57 αν ο ενάγων έχει συντρέχουσα αμέλεια. Αποφασίζει το ποσοστό της ευθύνης μεταξύ εναγομένων, από τη μια, και εναγόντα, από την άλλη, και μειώνει το ποσό των αποζημιώσεων ανάλογα με το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας του ενάγοντα. Εάν επιδόθηκαν ειδοποιήσεις, με βάση το Άρθρο 64 και τη Δ.10, θ.12(1) των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, προχωρεί στον καταμερισμό της ευθύνης και στον καθορισμό του ποσοστού της συνεισφοράς ή αποζημίωσης μεταξύ των εναγομένων. Αυτή την προσέγγιση πρέπει να ακολουθούν τα πρωτόδικα Δικαστήρια στις υποθέσεις του είδους τούτου».
(βλ. και Ιωαννίδης ν Χαραλάμπους (1992) 1 Α.Α.Δ. 558).
Επισημαίνουμε επιπλέον ότι, όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, παρά το γεγονός ότι μετά την επίδοση Ειδοποίησης Τριτοδιαδίκου ο Τριτοδιάδικος καθίσταται διάδικος στην αγωγή, εντούτοις ο Τριτοδιάδικος δεν είναι εναγόμενος στην υφιστάμενη αγωγή που ο Εφεσείων είχε καταχωρίσει κατά των Εφεσιβλήτων. Η δε διαδικασία τριτοδιαδίκου εξετάζεται μετά που αποδίδεται ευθύνη στον διάδικο που κάλεσε τον τριτοδιάδικο, αφού ακριβώς αφορά σε αξίωση του εναγόμενου ότι δικαιούται σε συνεισφορά από τον τριτοδιάδικο για οποιοδήποτε ποσό ήθελε κριθεί ότι οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, θεωρείται δε διαδικασία ανάλογη με αγωγή η οποία καταχωρείται σε υπάρχουσα αγωγή εναντίον του τριτοδιαδίκου (βλ. Νικήτα ν Medcon Constructions Ltd (1997) 1 A.A.Δ. 643).
Έπεται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σφάλμα όταν απέδωσε στον Τριτοδιάδικο ποσοστό ευθύνης 10% στο πλαίσιο της αγωγής.
Σφάλμα αποτελεί επίσης η απόδοση στον Εφεσείοντα ποσοστού 10% για «συντρέχουσα και προσωπική ευθύνη». Με την Υπεράσπιση του ο Εφεσίβλητος 1 δεν προέβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό περί συντρέχουσας αμέλειας του Εφεσείοντος αλλά περιορίστηκε στη δικογράφηση θέσης ότι οποιαδήποτε βλάβη ή ζημιά υπέστη ο Εφεσείων οφειλόταν στην «.αμέλεια και/ή παράβαση των νομίμων καθηκόντων των Εναγομένων 2 ως των κυρίων εργολάβων και/ή κατόχων του χώρου και/ή των εργασιών και/ή εις την αμέλεια και/ή παράβαση των νομίμων καθηκόντων του οδηγού του υπ' αρ. εγγραφής ΕΖΥ. οχήματος», ήτοι του Τριτοδιαδίκου. Το Δικαστήριο περιορίζεται στην εξέταση δικογραφημένων ισχυρισμών τα οποία και προσδιορίζουν τα επίδικα θέματα.
Στην Κωνσταντίνου ν Χατζηκυριάκου (1993) 1 Α.Α.Δ. 864 λέχθηκαν τα εξής:
«Απομένει θέμα συντρέχουσας αμέλειας. Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου να κατανέμει την ευθύνη προκύπτει από το ότι τέτοιο θέμα τέθηκε από την αρχή με τη γραπτή υπεράσπιση και συζητήθηκε αργότερα κατά τη δίκη.
(Βλέπε Fookes v. Slaytor [1979] 1 All E.R. 137)».
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι οι ισχυρισμοί για συντρέχουσα αμέλεια θα πρέπει να δικογραφούνται και να καταγράφονται με λεπτομέρεια στο Δικόγραφο του εναγομένου (βλ. Charlesworth & Percy on Negligence 12th ed. p. 1228). Παράλειψη του να το πράξει, στερεί από το Δικαστήριο την εξουσία καταμερισμού της ευθύνης έστω και αν τα γεγονότα της υπόθεσης στοιχειοθετούν συντρέχουσα αμέλεια εκ μέρους του εναγομένου.
Τα πιο πάνω οδηγούν στο ότι η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τον καταμερισμό ευθύνης ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του πλαισίου μέσα στο οποίο θα έπρεπε αυτή να είχε κριθεί.
Το Εφετείο δύναται, στην κατάλληλη φυσικά περίπτωση, να καταλήξει σε δικά του συμπεράσματα (βλ. Ξενοφώντος Κύπρος ν K.N. Zoo Bar Restaurant Ltd (2016) 1 Α.Α.Δ. 2786) δεδομένης πάντα της ύπαρξης επαρκούς αξιολόγησης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. Μέρος 41.13(4) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023), ενώ θα πρέπει να προσπαθεί με την ενώπιον του μαρτυρία να δίδει τελική κατάληξη στην υπόθεση (βλ. Χαραλάμπους ν Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355). Η επανεκδίκαση θα πρέπει να αποτελεί την έσχατη λύση.
Δυστυχώς, όμως, τουλάχιστον όσον αφορά στο θέμα της ευθύνης και του καθορισμού των γεγονότων που περιβάλλουν τον τρόπο με τον οποίο έγινε το επίδικο ατύχημα, η απουσία σαφούς διαπίστωσης από το Πρωτόδικο Δικαστήριο των ουσιαστικών γεγονότων δεν αφήνει άλλη επιλογή.
Διαφορετική είναι, όμως, η κατάληξη μας αναφορικά με το ζήτημα του ύψους των αποζημιώσεων, αφού σε σχέση με αυτό υπάρχει ενώπιον του Εφετείου επαρκής μαρτυρία και αξιολόγηση για να μπορεί να κριθεί το σχετικό μέρος της Πρωτόδικης Απόφασης. Επισημαίνουμε ότι σύμφωνα με το Μέρος 41.12(3) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 το Εφετείο δύναται να ασκήσει τις εξουσίες του σε σχέση με ολόκληρο ή μέρος της Πρωτόδικης Απόφασης.
Απαιτείται αρχικά η εξέταση του Λόγου Έφεσης 4 που αφορά στην Ενδιάμεση Απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτό ως Τεκμήριο βίντεο που λήφθηκε από τον Μ.Υ.1, το οποίο και φαίνεται να επηρέασε την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του Εφεσείοντος.
Εν πρώτοις επισημαίνουμε ότι δεν εξυπηρετεί την κατανόηση του σκεπτικού της εν λόγω Ενδιάμεσης Απόφασης η αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πως είχε εξετάσει το θέμα της παρανομίας σε πρόσφατη δική του απόφαση στο πλαίσιο άλλης αγωγής «.όταν ο ίδιος μάρτυρας ήταν στο εδώλιο .όπου και ανέλυσα ακριβώς τις διατάξεις της νομοθεσίας.», αφού δεν προχωρεί στην παράθεση του σχετικού σκεπτικού στο κείμενο της υπό κρίση απόφασης. Παρά ταύτα, εν' όψει της αναφοράς του ότι υιοθετεί το περιεχόμενο της ενδιάμεσης απόφασης του στην συγκεκριμένη αγωγή αλλά και της παραπομπής σε αυτήν στο πλαίσιο της υπό κρίση Πρωτόδικης Απόφασης, έχουμε ανατρέξει στο κείμενο της.
Εν πάση περιπτώσει, η παράλειψη αυτή του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν επηρεάζει ουσιωδώς, εφόσον το μόνο που προβάλλεται με τον Λόγο Έφεσης 4 είναι ο ισχυρισμός ότι ο Μ.Υ.1 δεν ήταν αδειούχος κατά τον χρόνο βιντεοσκόπησης του Εφεσείοντος και όχι οποιοδήποτε άλλο ζήτημα που άπτεται του περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμου Ν125(Ι)/2007). Ο κ. Ιωάννου στην αγόρευση του καταγράφει ότι ο Μ.Υ.1 κατέθεσε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 26 άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του φύλακα για την περίοδο από 7.2.2017 μέχρι 6.2.2022. Αυτό όμως δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 26, το οποίο αποτελείται από τέσσερα έγγραφα και όχι μόνο το ένα στο οποίο παραπέμπει ο συνήγορος. Από αυτά προκύπτει η κατοχή άδειας από τον Μ.Υ.1 για να εκτελεί υπηρεσίες ασφάλειας από τις 23.2.2011. Κατ' επέκταση, ο Λόγος Έφεσης 4 δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ο Εφεσείων κρίθηκε ουσιαστικά αναξιόπιστος από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Σημειώνουμε την καλά εδραιωμένη στη Νομολογία αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο γενόμενο από το Πρωτόδικο Δικαστήριο έργο της αξιολόγησης (βλ. Παντελής Αναστάση ν Ανδρέα Φυσέντζου, Απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 5.10.2023 στην Πολ. Εφ. 354/2014). Παραθέτουμε απόσπασμα από την απόφαση μας Ιωάννου ν Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολ. Εφ. 26/21 ημερ. 28.2.2024 όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C. L.R. 172 και Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ 300)».
Μελετώντας την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντος από το Πρωτόδικο Δικαστήριο στον βαθμό που αφορά στις αποζημιώσεις, βρίσκουμε ότι αυτή είναι αιτιολογημένη και βρίσκει έρεισμα στα πρακτικά. Οι ισχυρισμοί του Εφεσείοντος ότι δεν εργάστηκε μετά το ατύχημα καταρρίπτονται από το περιεχόμενο του πιστοποιητικού των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τεκμηρίου 11, όπου καταγράφεται εισόδημα για το έτος 2010. Όσον αφορά στον ισχυρισμό του ότι δεν ξαναεργάστηκε μετά το 2011 το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι διαψεύστηκε από το περιεχόμενο του βίντεο. Όντως το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 27 συνάδει με την κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ενώ και ο Εφεσείων αντεξεταζόμενος δέχτηκε ότι το βίντεο απεικονίζει τον ίδιο να πηδά από ψηλό όχημα χωρίς δυσκολία και να ασχολείται με οικοδομικές εργασίες χωρίς καμία δυσκολία, σκύβοντας και τοποθετώντας σίδερα. Όσον αφορά στο κυνήγι, αντεξεταζόμενος δέχτηκε ότι διατηρεί κλουβί για σκύλους στο αυτοκίνητο του και πηγαίνει κυνήγι περπατώντας μέχρι και 200μ, θέση που ορθά εντόπισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αντιφάσκει με τον ισχυρισμό στη γραπτή του δήλωση πως μετά το ατύχημα δεν είχε ασχοληθεί ξανά με το χόμπι του. Δικαιολογημένη, συναφώς, κρίνεται η απόρριψη από μέρους του Πρωτόδικου Δικαστηρίου της μαρτυρίας του Εφεσείοντος, πλην του γεγονότος ότι αυτός υπέστη ατύχημα από το οποίο τραυματίστηκε μεν αλλά μόνο στην έκταση που κατέγραψε πιο κάτω.
Όσον αφορά στην ιατρική μαρτυρία το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα όσα ανέφερε εκ μέρους του Εφεσείοντος ο Δρας Στ. Ιωσηφίδης (Μ.Ε.10) και εκ μέρους του Εφεσίβλητου 1 ο Δρας Η. Γεωργίου (Μ.Υ.2). Η διαπίστωση ότι από την μαρτυρία του Μ.Ε.10 προέκυπτε πως τα συμπτώματα που επικαλείτο ο Εφεσείων «.διέπονται από έντονο υποκειμενικό στοιχείο και όχι από αντικειμενικά ευρύματα.» και άρα κρίνονται έχοντας υπόψη την γενικότερη αξιοπιστία αυτού η οποία δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική, ήταν καθόλα επιτρεπτή.
Τον Μ.Υ.2 έκρινε πως είχε καταθέσει με ειλικρίνεια, ευθύτητα και υπευθυνότητα και ότι εξέθεσε την πραγματική κατάσταση και μετατραυματική κατάσταση του Εφεσείοντος. Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε που να δικαιολογεί επέμβαση μας στα ευρήματα αυτά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά στην ιατρική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του. Κατ' επέκταση ορθή κρίνεται και η κατάληξη του ως προς τα πιο κάτω ευρήματα:
«(α) Ιατρικά ο όρος «ρωγμώδες κάταγμα» που υπέστη ο ενάγων είναι περίπτωση όπου ξένο σώμα προκάλεσε τριβή στον έξω μηριαίο και κνημιαίο κόνδυλο. Ενισχυτικό της άποψης αυτής είναι ότι δεν χρειάστηκε ακινητοποίηση σε γύψο αλλά του έγινε απλή περίδεση και οι ακτινολογικές εξετάσεις που του έγιναν δεν απεκάλυψαν την παρουσία οποιουδήποτε κατάγματος.
(β) Ο ενάγων υπέστη τυφλό τραύμα μήκους ενός εκατοστού στην περιοχή του δεξιού γόνατος το οποίο αντιμετωπίστηκε με προφυλακτική αντιβίωση, την αναγκαία χειρουργική μορφή καθαρισμού και τη σύγκλιση του τραύματος.
(γ) Σε μεταγενέστερο στάδιο ανέπτυξε φλεγμονή της περιοχής η οποία αντιμετωπίστηκε επιτυχώς με συντηρητική αγωγή.
(δ) Η σημερινή του κατάσταση (23.04.2012) χαρακτηρίζεται από απόλυτα φυσιολογικά κλινικά ευρήματα ήτοι: (i) Φυσιολογική βάδιση χωρίς χωλότητα, (ii) η κινητικότητα του δεξιού γόνατος είναι πλήρης τόσο σε έκταση όσο και σε κάμψη, (iii) απουσία ενδοαρθρικού υγρού στο γόνατο, (iv) η συνδεσμική σταθερότητα της άρθρωσης παρουσιάζεται φυσιολογική, τόσο αναφορικά με τους χιαστούς όσο και με τους πλαγίους συνδέσμους, (v) είναι σε θέση να τοποθετήσει το βάρος του σώματος του στα άκρα των ποδιών και στις πτέρνες, (vi) επιτελεί πλήρες κάθισμα χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα, (vii) κατά την επιμέτρηση της μυϊκής μάζας των μυών των μηρών και των γαστροκνημίων δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ δεξιού και αριστερού κάτω άκρου.
(ε) Δεν αναμένεται οποιαδήποτε μελλοντική παρουσία νέας επιπλοκής φλεγμονής λόγω του ότι το ξένο σώμα αφαιρέθηκε πλήρως από την περιοχή εισόδου του.
(στ) Δεν υπέστη τραυματισμό σε ζωτικής φύσης ανατομικά στοιχεία (τένοντες - νεύρα - αγγεία κ.λ.π.).
(ζ) Τα ίσια φυσιολογικά κλινικά ευρήματα στηρίζουν την γνώμη ότι είναι σε θέση να επιτελεί το επάγγελμα του. Η απουσία του από την εργασία για τρία και πλέον χρόνια, αποδίδεται σε δική του επιλογή και όχι σε τυχόν λειτουργικά κατάλοιπα που να τον καθιστούν ανίκανο επιτέλεσης του επαγγέλματος του.
(η) Από το ιστορικό εκτιμάται ότι περίοδος αναρρωτικής άδειας διάρκειας 4 - 5 εβδομάδων ευρίσκεται σε αναγκαία λογικά πλαίσια.
(θ) Η πιο πάνω αναφερόμενη μορφή οστικού τραύματος, στηρίζει τη γνώμη ότι από πρακτικής πλευράς δεν υφίσταται πιθανότητα μελλοντικής ανάπτυξης μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδας».
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η επιδίκαση ενός ποσού €7.500 ως γενικές αποζημιώσεις είναι μέσα στα ενδεικνυόμενα πλαίσια, και η σχετική κατάληξη του Δικαστηρίου επικυρώνεται. Εν' όψει των όσων καταγράφονται ανωτέρω, συμφωνούμε και με την κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε η απαίτηση του Εφεσείοντος για απώλειες μελλοντικών απολαβών ή οποιαδήποτε μείωση της εισοδηματικής του ικανότητας.
Οι Λόγοι Έφεσης 2, 3, 5, 6, 7 και 10 απορρίπτονται.
Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό πως η επιδίκαση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνολικού ποσού €3.598,18 ως ειδικές ζημιές επί πλήρους ευθύνης δεν εφεσιβλήθηκε.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η υπόθεση παραπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού προς επανεκδίκαση το ταχύτερο δυνατόν από άλλο Δικαστή όσον αφορά μόνο στο θέμα της ευθύνης μεταξύ των διαδίκων συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας Τριτοδιαδίκου. Δεδομένου του καθορισμού του ποσού των αποζημιώσεων και του αισθητού περιορισμού αυτών σε σχέση με τα αξιούμενα ποσά, υπενθυμίζεται η υποχρέωση των συνηγόρων όπως επικουρούν την προαγωγή του πρωταρχικού σκοπού από το Δικαστήριο, ήτοι τον χειρισμό υποθέσεων με δίκαιο και αναλογικό κόστος.
Ενόψει της μερικής επιτυχίας της Έφεσης επιδικάζονται ως έξοδα Έφεσης προς όφελος του Εφεσείοντος και εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 2 και του Τριτοδιάδικου το ποσόν των €700 έκαστος πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει. Η διαταγή για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επίσης ακυρώνεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το τελικό αποτέλεσμα της υπόθεσης.
Αλ. Παναγιώτου, Π.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.