ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 213/2024)
30 Σεπτεμβρίου 2024
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
QASEM HAJALI
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑
Μ. Παυλίδου (κα), για τον Εφεσείοντα
Η. Ζησίμου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με έξι λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Κακουργοδικείου Αμμοχώστου ημερ. 6.8.24, με την οποία διέταξε την κράτησή του μέχρι την επόμενη δικάσιμο. Αντιμετωπίζει πρωτοδίκως δύο κατηγορίες, ήτοι για απαγωγή συζύγου (Π.Κ. 251Α) και για απειλή (Π.Κ. 91Α).
Το αίτημα είχε στηριχθεί στον κίνδυνο φυγοδικίας και το Κακουργοδικείο, αφού παρέθεσε τη σχετική νομολογία, συνόψισε την υπάρχουσα μαρτυρία και κατέληξε ότι στοιχειοθετείτο στον απαιτούμενο βαθμό η πιθανότητα καταδίκης, η οποία θα επέφερε αυστηρή ποινή μη αποκλειομένης της πολυετούς φυλάκισης ενώ οι υποκειμενικοί παράγοντες δεν ήταν τέτοιοι που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ικανό αντιστάθμισμα έναντι του κινδύνου φυγοδικίας ή να κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ της απόλυσης υπό όρους.
Τις αρχές, στη βάση των οποίων εξετάζονται παρόμοιας φύσης αιτήματα, τις παραθέσαμε αναλυτικά στην υπόθεση Γενικού Εισαγγελέα v. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.23 και δεν κρίνουμε ότι απαιτείται εδώ επανάληψή τους λεπτομερώς. Αρκούμαστε στο να υπενθυμίσουμε, σε σχέση με τον κίνδυνο φυγοδικίας, ότι η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό με την πιθανότητα καταδίκης και την επιβολή αυστηρής ποινής αποτελούν τους βασικούς δείκτες σε σχέση με την πιθανότητα προσέλευσης ενός κατηγορουμένου κατά τη δίκη του, νοουμένου όμως ότι αυτός ο κίνδυνος δεν διαπιστώνεται αυτομάτως κάθε φορά που συντρέχουν τα προαναφερθέντα τρία στοιχεία αλλά καθηκόντως συνυπολογίζονται και άλλα σχετικά δεδομένα, τα αποκαλούμενα «υποκειμενικά» (Θεοχάρους v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48).
Υπενθυμίζουμε περαιτέρω πως η εξουσία ρύθμισης της εμφάνισης ενός υποδίκου κατά τη δίκη του (κράτηση ή όροι) εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι η άσκηση της εξουσίας αυτής δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο αν διαπιστωθεί ότι αυτή η εξουσία δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό είτε διότι παρεισέφρησαν εξωγενή στοιχεία είτε επειδή παραγνωρίστηκαν προαπαιτούμενα νομολογιακά κριτήρια (Γενικός Εισαγγελέας v. Bourel κ.ά., Ποιν. Έφ. 306/21 κ.ά., ημερ. 28.12.21).
Με τους λόγους έφεσης του ο Εφεσείων προβάλλει ότι το Κακουργοδικείο εσφαλμένα: (1) Δεν έλαβε υπ' όψιν ότι η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεσιν, (2) Στηρίχθηκε στην κατάθεση του (Εφεσείοντος) εξαγάγοντας συμπέρασμα περί γνώσης του για τις δυσκολίες ελέγχου των διελεύσεων προς τα Κατεχόμενα, (3) Έκρινε ότι δεν υπήρχαν ισχυροί δεσμοί του με τη Δημοκρατία, (4) Έκρινε ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης, (5) Προέβη σε αξιολόγηση μαρτυρίας σε σχέση με βίντεο που παρουσίασε ο ίδιος, και (6) Έκρινε μεροληπτικά τη μαρτυρία των δύο πλευρών.
Λόγος Έφεσης Αρ. 1
Σχετικά με τον λόγο έφεσης υπ' αρ. 1 αρκούμαστε στο να πούμε ότι αυτός είναι εμφανώς αβάσιμος καθότι το Κακουργοδικείο είχε αναφέρει ρητώς ότι η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση υπό όρους και ότι η διαταγή για κράτηση αποτελεί μέτρο κατ' εξαίρεσιν, με παραπομπή μάλιστα στη σχετική νομολογία [Χατζηδημητρίου v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Θεοχάρους, (ανωτέρω)]. Δραττόμαστε της ευκαιρίας να πούμε ότι θα ήταν προς όφελος όλων και ιδιαιτέρως της Δικαιοσύνης εάν προηγείται πάντοτε προσεκτικότερη μελέτη κατά τη σύνταξη ενός εφετηρίου και τούτο προς αποφυγή συμπερίληψης καταφανώς αβάσιμων λόγων έφεσης.
Λόγος Έφεσης Αρ. 2
Με τον λόγο έφεσης υπ' αρ. 2 προβάλλεται παράπονο για το ότι το Κακουργοδικείο στηρίχθηκε στην κατάθεση του Εφεσείοντος και εξήγαγε συμπέρασμα γνώσης των δυσκολιών ελέγχου που αντιμετωπίζουν οι Αρχές της Δημοκρατίας σε σχέση με τις διελεύσεις από και προς τα Κατεχόμενα. Δεν θα συμφωνήσουμε ότι το Κακουργοδικείο προέβη σε αξιολόγηση της κατάθεσής του σε τέτοιο πρόωρο στάδιο. Από την άλλη όμως η κατάθεσή του ήταν μέρος του μαρτυρικού υλικού, περιείχε δηλώσεις του ιδίου εν σχέσει με διαδρομές, πρόσωπα, οδηγούς και μη εγκεκριμένα σημεία διέλευσης τα οποία γνωρίζουν αυτός και οι ομοεθνείς του με «κωδικά» ονόματα που χρησιμοποιούν μεταξύ τους (π.χ. «Μπέλα»). Ενδεχομένως να μην ήταν ιδιαιτέρως δόκιμη η φράση «πολύ καλός γνώστης» αλλά η ουσία αυτού που ανέφερε το Κακουργοδικείο ήταν πως μέσα από τα λεγόμενά του, τα οποία και παρέθεσε στην απόφαση αυτούσια (ως ομιλούντα αφ' εαυτών), «φαίνεται» να γνωρίζει «την ευκολία με την οποία επιτυγχάνονται τέτοιες διελεύσεις από μη αναγνωρισμένα σημεία». Δεν συμφωνούμε ότι το σχόλιο αυτό συνιστά αξιολόγηση μαρτυρίας ή ότι δημιουργεί προκατάληψη για την αθωότητα του Εφεσείοντος. Στη βάση αυτή και ο λόγος έφεσης υπ' αρ. 2 απορρίπτεται.
Λόγοι Έφεσης αρ. 4, 5, 6
Κατέστη σαφές από την αιτιολογία και από τις αγορεύσεις ότι οι τρεις τελευταίοι λόγοι έφεσης υπ' αρ. 4, 5 και 6, άπτονται της εκτίμησης του Κακουργοδικείου περί ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης. Όπως είχε λεχθεί στην υπόθεση Khan v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 172/22, ημερ. 27.9.22, ECLI:CY:AD:2022:B366, σε κάθε εξέταση αιτήματος κράτησης, κατ' εξοχήν αρμόδιο για τον έλεγχο της δύναμης του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει μόνον εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό στερείται αποδεικτικής δύναμης ή η ισχύς του είναι έκδηλα φτωχή (Tasev v. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2016) 2 Α.Α.Δ. 416).
Στην παρούσα περίπτωση το μαρτυρικό υλικό αναφερόταν στο ότι η καταγγελία για απαγωγή της H.S. προήλθε από εξάδελφό της στις 13.6.24 (Κυανούν 2). Ειδικότερα αυτός είχε πει στην κατάθεσή του ότι δύο ημέρες προηγουμένως είχε ακούσει τον Εφεσείοντα να λέει πως θα τους έστελλε όλους πίσω στη Συρία, εννοώντας τις δύο του γυναίκες και τα παιδιά τους, καθότι βαρέθηκε να τσακώνονται μεταξύ τους. Περαιτέρω στην ίδια κατάθεση είπε πως, την προτεραία της καταγγελίας, η H.S. τού ανέφερε πως άκουσε τον Εφεσείοντα να λέει τηλεφωνικά σε τρίτο πρόσωπο ότι θα έστελλε την ίδια πίσω στη Συρία. Η φερόμενη ως απαχθείσα (H.S.) είναι η δεύτερη σύζυγος του Εφεσείοντος, με τον οποίο είχε τρία ανήλικα τέκνα και διέμεναν όλοι ως αιτητές ασύλου στη Δημοκρατία, μαζί και με την πρώτη σύζυγο του Εφεσείοντος, η οποία έχει άλλα πέντε ανήλικα τέκνα μαζί του.
Η ουσία της καταγγελίας ήταν η αναφορά του εξαδέλφου ότι: (1) Νωρίτερα την ίδια μέρα, 13.6.24, είχε λάβει στο κινητό του ηχητικό μήνυμα από την H.S. στο οποίο τού έλεγε ότι τής έκλεψαν τα μωρά και την άφησαν κάπου μόνη. Ο ίδιος δεν απάντησε στο μήνυμα αυτό, (2) Λίγο αργότερα δέχθηκε τηλεφώνημα από την H.S. κατά τη διάρκεια του οποίου εκείνη κλαίοντας τού είπε ότι την είχαν βάλει στο αυτοκίνητο ο Εφεσείων με την πρώτη σύζυγο, όπως και τα τρία παιδιά της, την ξεγέλασαν, τής πήραν τα μωρά και την άφησαν μόνη στα Κατεχόμενα ενώ ο Εφεσείων με την πρώτη σύζυγο και τα μωρά επέστρεψαν στις ελεύθερες περιοχές. Η συνομιλία αυτή διεκόπη και έκτοτε το κινητό της H.S. ήταν απενεργοποιημένο, (3) Πιο μετά, την ίδια μέρα, 13.6.24, έλαβε στο κινητό του, από την οικογένεια της H.S. στη Συρία, βίντεο στο οποίο εμφαίνεται η ίδια να αναφέρει το όνομά της, το όνομα του Εφεσείοντος και αυτό της πρώτης συζύγου του, καθώς και ότι την ξεγέλασαν, την έβαλαν στο αυτοκίνητο και προσπάθησαν να τη σκοτώσουν, τής «έκλεψαν» τα παιδιά και την άφησαν στον δρόμο.
Ο Εφεσείων σε δική του κατάθεση περιγράφει δηλώσεις και προσπάθειες της H.S. να επιστρέψει στη Συρία μέσω Κατεχομένων, ως ήταν η επιθυμία της, τις οποίες ο ίδιος είχε παλαιότερα αποτρέψει, ξεκαθαρίζοντας της ότι εάν θα πήγαινε δεν θα έπαιρνε τα παιδιά μαζί της. Δηλώνει δε ότι κατά την τελευταία φορά, στις 12.6.24, που εκείνη επέμενε να φύγει και τον ρώτησε εάν θα πάρει τα (τρία) παιδιά μαζί της, αυτός τής απάντησε καταφατικά για να σταματήσει, οπότε η H.S. ετοίμασε τα πράγματά της και αυτά των παιδιών της για να περάσει στα Κατεχόμενα και να πάει στη Συρία. Δηλώνει επίσης ότι το «σχέδιο» ήταν να περάσουν στα Κατεχόμενα, να αφεθεί εκεί και συλληφθεί από τις κατοχικές Αρχές η H.S. και μετά να τη στείλουν στη Συρία, όπως πράττουν συνήθως. Περιγράφει δε τις ενέργειες του μέχρι που οδήγησαν την H.S. έξω από τζαμί στα Κατεχόμενα, την άφησε εκεί και ο ίδιος επέστρεψε με τα τρία παιδιά τους στις ελεύθερες περιοχές.
Το Κακουργοδικείο σημείωσε και το ότι, σε αστυνομικό Ημερολόγιο Ενεργείας, λοχίας του Τ.Α.Ε. κατέγραψε ότι είχε επικοινωνήσει μαζί του ο αδελφός της H.S. και είχε: (α) Αμφισβητήσει ότι η αδελφή του επιθυμούσε να επιστρέψει στη Συρία, (β) Υποστηρίξει ότι λίγες ημέρες προηγουμένως η H.S. τού είχε πει πως ο Εφεσείων την απείλησε λέγοντας της ότι «εάν δεν δουλέψει, θα τη σκοτώσει και θα την πετάξει στη θάλασσα», (γ) Αναφέρει ότι κατείχε βίντεο σταλθέν από την H.S. στο οποίο τού λέει πως ο Εφεσείων την εγκατέλειψε σε άγνωστη περιοχή των Κατεχομένων αφού τη μετέφερε εκεί με τη βία, χωρίς τα παιδιά της.
Παράλληλα όμως σημείωσε και την προσκόμιση κατά τις αγορεύσεις εκ μέρους του Εφεσείοντος ενός άλλου βίντεο και σχετικής ένορκης δήλωσης για το περιεχόμενό του (Τεκμήρια Δ και E), καθώς και τη συναφή εισήγηση της Υπεράσπισης πως μέσα από αυτά φαίνεται η παραδοχή της H.S. ότι ήθελε να φύγει από την Κύπρο.
Ας σημειωθεί επίσης ότι η H.S. αναζητείτο από την Αστυνομία ως ελλείπον πρόσωπο και ότι με τη βοήθεια της Υπάτης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες εντοπίστηκε σε φυλακές των Κατεχομένων, εκτίοντας δίμηνη φυλάκιση. Γεγονός ήταν πως η ίδια δεν έδωσε μέχρι στιγμής οποιαδήποτε κατάθεση στην Αστυνομία.
Ακριβώς αυτό το τελευταίο είναι και η πεμπτουσία των εισηγήσεων του Εφεσείοντος σε σχέση με τους συνεξεταζόμενους λόγους έφεσης 4, 5 και 6, αφού προβάλλει ότι δεδομένης της απουσίας κατάθεσης της H.S. υπήρχε αφενός μόνον εξ ακοής μαρτυρία εναντίον του και αφετέρου το βίντεο που προσκόμισε ο ίδιος για το οποίο υποστηρίζει ότι δημιουργούσε εκ πρώτης όψεως ρήγματα στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής. Ασφαλώς δεν είναι τώρα το κατάλληλο στάδιο ενασχόλησης με τέτοια ζητήματα και πολύ ορθώς το Κακουργοδικείο τόνισε πως δεν υπεισέρχεται σε ζητήματα που άπτονται της αποδεκτότητας ή της βαρύτητας η οποία δυνατόν να δοθεί στη μαρτυρία, ούτε και είναι δυνατή η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων (Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135).
Από δικής μας πλευράς αρκούμαστε στο να σημειώσουμε ότι μετά τον τροποποιητικό Ν.32(I)/04 η εξ ακοής μαρτυρία είναι επιτρεπτή και παρότι κάποιο ποινικό Δικαστήριο δύναται να μην την αποδεχθεί εάν κρίνει ότι τούτο εξυπηρετεί τους σκοπούς ορθής απονομής της Δικαιοσύνης (Άρθρο 24 του περί Αποδείξεως Νόμου), το παρόν δεν είναι το κατάλληλο στάδιο για να αποφασιστεί ένα τέτοιο θέμα.
Οφείλουμε όμως να προσθέσουμε πως η εισήγηση παραγνωρίζει πλήρως τις δηλώσεις του ίδιου του Εφεσείοντος στην ανακριτική κατάθεσή του και ιδιαίτερα τις θέσεις του περί «σχεδίου» μεταφοράς και άφεσης της H.S. στα Κατεχόμενα με τη χρήση διαβεβαιώσεων του ότι θα ήταν και τα παιδιά μαζί της, χωρίς να είχε σκοπό τήρησης της ρύθμισης αυτής. Εννοείται ότι όλα αυτά θα εξεταστούν δεόντως κατά την ακρόαση της ουσίας. Σε συνάρτηση δε με το ότι απαγωγή βάσει του Π.Κ. 247 συνιστά, μεταξύ άλλων, και η παρακίνηση με οποιαδήποτε απατηλά μέσα κάποιου να φύγει από ένα τόπο, είναι αυτονόητο ότι τα πιο πάνω καταδεικνύουν επαρκώς σε αυτό το στάδιο το ορατό ενδεχόμενο καταδίκης. Στη βάση αυτή οι λόγοι έφεσης υπ' αρ. 4, 5 και 6 απορρίπτονται.
Λόγος Έφεσης Αρ. 3
Ο λόγος έφεσης υπ' αρ. 3 εξειδικεύεται στην εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην κρίση του περί ανυπαρξίας δεσμών με τη Δημοκρατία, οι οποίοι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απόλυση υπό όρους. Το Κακουργοδικείο έθεσε και για αυτό το θέμα ορθώς τις βασικές αρχές. Αυτό το οποίο εξετάζεται είναι η επίπτωση την οποία δυνατόν να έχουν οι υποκειμενικές περιστάσεις κάποιου κατηγορούμενου στον κίνδυνο φυγοδικίας και η διενεργούμενη δικαστική αποτίμηση αφορά την πιθανότητα να επιχειρήσει ή να επιτύχει τη διαφυγή του [Θεοχάρους, (ανωτέρω)]. Η σημασία της ύπαρξης δεσμών έγκειται ακριβώς στο ότι μπορεί να λειτουργήσουν αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο διαφυγής στο εξωτερικό για να μην εμφανιστεί στη δίκη του (B.T.T. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 111/23, ημερ. 23.6.23, ECLI:CY:AD:2023:B225).
Η κρινόμενη εδώ περίπτωση αφορά Σύρο υπήκοο, ο οποίος, φθάνοντας με βάρκα από τη Συρία, εισήλθε στη Δημοκρατία από άγνωστο σημείο κατά το 2021 και την 11.11.21 υπέβαλε αίτηση πολιτικού ασύλου, η οποία ευρίσκεται υπό εξέταση. Έκτοτε διαμένει και εργάζεται ως οικοδόμος στη Δημοκρατία. Διατηρεί σταθερή διεύθυνση διαμονής σε ενοικιαζόμενο από την 1.8.23 διαμέρισμα έναντι ποσού €250 μηνιαίως (Τεκμήριο Β). Στο διαμέρισμα αυτό διαμένουν από τις αρχές του 2024 και οι δύο σύζυγοί του, όπως και τα οκτώ ανήλικα τέκνα που έχει αποκτήσει μαζί τους. Η δεύτερη σύζυγός του, δηλαδή η H.S. έφθασε στην Κύπρο, επίσης από άγνωστο σημείο, κατά τον Φεβρουάριο του 2024 με τα τρία τέκνα τους, ηλικίας 2 έως 10 ετών, και υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 16.2.24, η οποία εκκρεμεί. Η πρώτη σύζυγός του έφθασε επίσης με τον ίδιο τρόπο κατά τον Μάρτιο του 2024 με τα πέντε τέκνα τους ηλικίας 2 έως 13 ετών και υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 4.4.24, η οποία εκκρεμεί.
Ας σημειωθεί πως κατά τον εντοπισμό της από την Υπάτη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. η H.S. ήταν έγκυος. Τα τρία τέκνα της στο παρόν στάδιο διαμένουν με την πρώτη σύζυγο, η οποία αδυνατεί να τους συντηρήσει ενώ το μικρότερο εκ των τριών (το δίχρονο αγοράκι) αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας (ρινορραγία). Ο Εφεσείων ήταν ο μόνος ο οποίος εργαζόταν καλύπτοντας τις ανάγκες της οικογένειάς του. Στη Δημοκρατία ευρίσκεται και ο αδελφός του, επίσης υπό το καθεστώς αιτητή πολιτικού ασύλου ενώ οι γονείς τους έχουν αποβιώσει.
Όλα τα πιο πάνω υποκειμενικά στοιχεία θα πρέπει να συνεκτιμούνται με τα αντικειμενικά στοιχεία της υπόθεσης ούτως ώστε να αποτιμηθεί η πιθανότητα διαφυγής. Βάσει των λεπτομερειών του κατηγορητηρίου το τι αντιμετωπίζει ουσιαστικά ο Εφεσείων είναι ο εξαναγκασμός της δεύτερης συζύγου του να φύγει από τις ελεύθερες και να περάσει στις κατεχόμενες περιοχές, με απώτερο στόχο εκείνη να συλληφθεί και σταλεί πίσω στη Συρία. Συνακόλουθος στόχος του Εφεσείοντος φέρεται να ήταν το να επιστρέψει ο ίδιος στις ελεύθερες περιοχές διαμένοντας πλέον με την πρώτη του σύζυγο και όλα τα (οκτώ) παιδιά. Το γεγονός ότι στο όλο σκηνικό υπήρχαν οκτώ ανήλικα παιδιά, ήτοι δύο 2χρονα, ένα 5χρονο, ένα 8χρονο, τρία 10χρονα (εξ αυτών δύο δίδυμα) και ένα 13χρονο, όλα εξαρτώμενα από τον Εφεσείοντα, συνιστούσε ασφαλώς ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό της περίπτωσης. Αυτό ενδεχομένως να μην ήταν ικανό από μόνο του να γείρει την πλάστιγγα υπέρ της απόλυσης. Υπήρχε όμως, κατά τη γνώμη μας, ακόμα ένα ιδιάζον χαρακτηριστικό το οποίο θα μπορούσε να εντοπιστεί και συνυπολογιστεί. Πρόκειται για το ότι μέσα από το παρατεθέν μαρτυρικό υλικό διαφαινόταν πως παρά τις όποιες ενέργειες και ανάμειξη αποδίδετο στον Εφεσείοντα στη μετακίνηση της H.S. εντούτοις αυτός έδρασε κατά τρόπον ο οποίος απέληξε στο να κρατήσει τα τρία παιδιά που είχε μαζί της, στις ελεύθερες περιοχές. Ασχέτως της όποιας σημασίας δυνατόν να έχει στο τελικό στάδιο η δράση και η στόχευση του, παρέμενε ως στοιχείο συνεκτιμούμενο για το ζήτημα κράτησης το ότι ήθελε και τα τρία αυτά παιδιά του στις ελεύθερες περιοχές, μαζί με τα υπόλοιπα πέντε. Εξ ου και οι αναφορές της H.S. μέσω άλλων ότι τη χώρισαν από τα παιδιά της. Αυτά τα δύο ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, τα οποία απολήγουν στο ότι συντηρούσε οκτώ ανήλικα τέκνα, τα οποία με συγκεκριμένη δράση επέλεξε να κρατήσει κοντά του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, κρίνουμε πως διαφοροποιούν την παρούσα περίπτωση από άλλες του είδους και πως θα μπορούσαν να γείρουν την πλάστιγγα υπέρ της απόλυσης υπό όρους. Έχοντας κρατήσει και τα οκτώ παιδιά κοντά του θεωρούμε πως η όποια σκέψη διαφυγής ή ειδικότερα η επίτευξη τέτοιας διαφυγής, ήταν ουσιωδώς μειωμένη και επέτρεπε υπό τις ιδιάζουσες αυτές περιστάσεις τη θέση όρων.
Στη βάση των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η διαταγή κράτησης ακυρώνεται. Ο Εφεσείων αφήνεται ελεύθερος υπό τους όρους ότι:
1. Θα κατατεθεί ποσόν €8.000 σε μετρητά.
2. Θα παραδώσει όλα τα ταξιδιωτικά του έγγραφα στην Αστυνομία.
3. Το όνομά του θα τεθεί στον κατάλογο προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από τη Δημοκρατία (stop list) και ή η διέλευση στις Κατεχόμενες περιοχές.
4. Θα παρουσιάζεται στον Αστυνομικό Σταθμό Παραλιμνίου κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή μεταξύ των ωρών 17:00‑20:00.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.