ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 196/2019)
26 Σεπτεμβρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΤΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Εφεσείων,
v.
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΙΑΤΡΩΝ
Εφεσίβλητου.
-------------------
Γ. Γεωργιάδης και Σ. Γεωργιάδη (κα), για Γ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για Εφεσείοντα.
Ν. Θεοδώρου, για ΝΙΚΟΛΑΣ Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για Εφεσίβλητο Συμβούλιο.
-------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ.:
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Με την ενώπιον μας έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της δικαστικής απόφασης ημερομηνίας 7.11.2019 στην Προσφυγή Αρ. 158/2019, με την οποία επικυρώθηκε απόφαση του Εφεσίβλητου ημερομηνίας 19.12.2018 με την οποία ο Εφεσείων κρίθηκε πειθαρχικώς ένοχος σε 4 κατηγορίες (βλ. κατωτέρω στην παρούσα) και του επιβλήθηκε, δια συνακόλουθης αποφάσεως του Εφεσίβλητου ημερομηνίας 4.2.2019, πειθαρχική ποινή α) αναστολής της εξασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος για τρεις μήνες στην 1η κατηγορία, β) προστίμου ύψους €2000 σε εκάστη των κατηγοριών 2, 3 και 4, πλέον έξοδα της πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του ύψους €6.100.
Με την πρώτη κατηγορία προσάφθηκε στον Εφεσείοντα ότι, κατά παράβαση του Άρθρου 4(1)(β) των περί Ιατρών (Σύλλογοι, Πειθαρχία και Ταμείου Συντάξεως) Νόμου, Ν. 16/1967 (εφεξής ο «Ν. 16/1967»), σε συνδυασμό με το Άρθρο 16 του περί της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Αξιοπρέπειας του Ανθρώπου αναφορικά με την εφαρμογή της Βιολογίας και Ιατρικής (Κυρωτικού) και άλλες συναφείς με την εφαρμογή της Σύμβασης Νόμου, Ν. 31(ΙΙΙ)/2001, καθώς και με το Άρθρο 14 του περί της Κατοχύρωσης και της Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ασθενών Νόμου, Ν. 1(Ι)/2005, επέδειξε υπό την ιδιότητα του ως Ιατρού διαγωγή ασυμβίβαστη με το ιατρικό επάγγελμα διότι διεξήγαγε, περί το έτος 2014, κλινική έρευνα σε σχέση με τη χρήση ωμέγα-3 λιπαρών οξέων για τις χρόνιες παθήσεις των ματιών που οφείλονται σε φλεγμονές, χωρίς προηγουμένως να εξασφαλίσει, ως όφειλε, την έγκριση της Επιτροπής Βιοηθικής Κύπρου.
Με την δεύτερη, τρίτη και τέταρτη κατηγορία προσάφθηκε στον Εφεσείοντα ότι, κατά παράβαση του Άρθρου 4(1)(β) του Ν. 16/1967 σε συνδυασμό με το Άρθρο 22 του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου, Κεφ. 250, επέδειξε υπό την ιδιότητα του ως Ιατρού διαγωγή ασυμβίβαστη με το ιατρικό επάγγελμα διότι, κατά ή περί τις 26.10.2014 (αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία) και στις 2.11.2014 (αναφορικά με τη τρίτη και τέταρτη κατηγορία) προέβη σε διαφήμιση του εαυτού του ότι ασκεί το επάγγελμα της Ιατρικής μέσω καταχώρησης στο περιοδικό Downtown (αναφορικά με τη δεύτερη και τρίτη κατηγορία) και στην εφημερίδα Σημερινή (αναφορικά με την τέταρτη κατηγορία) υπό τον τίτλο, σε όλες τις περιπτώσεις, «Νέα θεραπεία σταματά την απώλεια όρασης και τη βελτιώνει σε παθήσεις όπως της ωχράς κηλίδας και των οπτικών νευροπαθειών.».
Τα ουσιώδη γεγονότα της περίπτωσης καταγράφηκαν στην πρωτόδικη απόφαση, δεν αμφισβητούνται με οποιοδήποτε λόγο εφέσεως και, συνεπώς, δεν κρίνεται σκόπιμο να τύχουν στην παρούσα επανάληψης.
Τρεις είναι οι λόγοι εφέσεως που προτάθηκαν από τον Εφεσείοντα προς ανατροπή της πρωτόδικης κρίσεως.
Με τον πρώτο, ο Εφεσείων διατείνεται ότι (το λεκτικό είναι αυτούσιο, όπως και η γραμματική και η ορθογραφία του):
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του ευρισκόμενο σε πλάνη σε σχέση με το Νόμο, τη Νομολογία και τις Νομολογιακές Αρχές και/ή εφάρμοσε τις νομολογιακές αρχές σε σχέση με τη Πειθαρχική Διαδικασία εσφαλμένα με βάση τα περιστατικά της παρούσης υπόθεσης και/ή προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των υπό κρίση σημείων με βάση τη προσκομισθείσα μαρτυρία.»
Ο πιο πάνω λόγος έφεσης συμπτύσσει σειρά ισχυρισμών του Εφεσείοντα που επεκτείνονται σε όλο το εύρος της επίδικης απόφασης του Εφεσίβλητου, δηλαδή σε σχέση με όλες τις κατηγορίες εναντίον του (βλ. ανωτέρω στην παρούσα), οι οποίοι ισχυρισμοί παρατίθενται σε εφτά ξεχωριστές παραγράφους στην αιτιολογία που συνοδεύει τον πιο πάνω λόγο εφέσεως και αναπτύσσονται περαιτέρω στις σελ. 6 έως και 27 του περιγράμματος αγόρευσης του.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του ευρισκόμενο σε πλάνη ως προς τα πράγματα και/ή προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή τους στο νόμο και/ή εσφαλμένα έκρινε πως η πειθαρχική διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν ορθή και/ή Νομότυπη.»
Και σε αυτή την περίπτωση ταξινομούνται υπό τον πιο πάνω λόγο έφεσης πληθώρα ετερόκλητων ισχυρισμών, αναπτυσσόμενοι σε επτά παραγράφους και, περαιτέρω, στις σελ. 27 έως 47 στη γραπτή αγόρευση του Εφεσείοντα.
Ο τρίτος λόγος έφεσης (με πολύ πιο λιτή συνοδεύουσα και παρατιθέμενη και στο περίγραμμα αγόρευσης αιτιολογία) έχει ως ακολούθως:
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε και/ή δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή δεόντως την απόφαση του και/ή τα ευρήματα του, με αποτέλεσμα η απόφαση του να παραμείνει μετέωρη και ακροσφαλής.»
Προς αιτιολόγηση του πιο πάνω λόγου έφεσης, ο Εφεσείων εστιάζει στον ισχυρισμό ότι, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι έγινε, από το Εφεσίβλητο, ορθή υπαγωγή των γεγονότων στις κατηγορίες εναντίον του, είναι εσφαλμένο.
Μελετήσαμε τα ενώπιον μας στοιχεία και δικόγραφα με ιδιαίτερη προσοχή.
Δεν απαιτείται για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, για τους λόγους που θα διαφανούν κατωτέρω, να ενδιατρίψουμε σε όλες τις πτυχές των λόγων εφέσεων που προβλήθηκαν. Και εξηγούμε:
Ένα από τα κύρια ζητήματα που προβλήθηκαν από την πλευρά του Εφεσείοντα προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης αποτελεί ο ισχυρισμός ότι, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «Μελετώντας τα πρακτικά του πειθαρχικού συμβουλίου, σε σχέση με τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την αρμόδια αρχή, εκ των μαρτύρων κατηγορίας, ήτοι του ερευνώντος λειτουργού Δρος Οικονόμου, του Δρος Κοντού εκ μέρους της καταγγέλουσας εταιρείας και του Δρος Φελλά, Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής Κύπρου, κατά τις συνεδρίες ημερομηνίας 18.4.2018, 16.5.2018, 13.6.2018 και 10.7.2018 (Τεκμήριο 1), σε συνάρτηση με την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση ημερομηνίας 19.12.2018, διαπιστώνω ότι έγινε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και υπαγωγή τους στις κατηγορίες που ο αιτητής αντιμετώπιζε.». Ως είναι η θέση του Εφεσείοντα, πλείστη εκ της μαρτυρίας, την οποία προσέφεραν τα προαναφερόμενα στο πιο πάνω απόσπασμα πρόσωπα, κρίσιμη για την στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων των πειθαρχικών αδικημάτων, τα οποία εν τέλει καταλογίστηκαν στον Εφεσείοντα, ήταν εξ ακοής. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών όφειλε στην απόφαση του, αφού είχε σκοπό να βασιστεί (και) σε τέτοια εξ ακοής μαρτυρία, να σταθμίσει αυτή και να αιτιολογήσει ρητώς τη βαρύτητα που θα της απέδιδε, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Άρθρου 27 (1) έως (3) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 (εφεξής το «Κεφ. 9»), ως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, κάτι που λανθασμένα δεν έπραξε. Κατ' ακολουθία, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε, ως εκ τούτου, αναιτιολόγητη την επίδικη απόφαση, κρίνοντας ότι «έγινε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και υπαγωγή τους στις κατηγορίες που ο αιτητής αντιμετώπιζε» (βλ. ανωτέρω απόσπασμα).
Η πλευρά του Εφεσίβλητου απορρίπτει τον ανωτέρω ισχυρισμό, προτάσσοντας (σελ. 12 έως και 14 του περιγράμματος αγόρευσης της) ότι σύμφωνα με την επιφύλαξη του Άρθρου 6(2) του Ν. 16/1967 «Νοείται ότι το Πειθαρχικόν Συμβούλιον κέκτηται εξουσίαν όπως αποδεχθή οιανδήποτε μαρτυρίαν έστω και εάν αύτη δεν θα εγένετο δεκτή εις ποινικήν ή πολιτικήν διαδικασίαν.». Εντούτοις, η πλευρά του Εφεσίβλητου δέχεται ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών αντιμετώπισε «.την εξ ακοής μαρτυρία υπό το πιο αυστηρό πρίσμα των σχετικών διατάξεων του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και της σχετικής νομολογίας.», επικαλούμενη και τη σχετική επισήμανση του Εφεσίβλητου στην απόφαση του ημερ. 19.12.2018 ότι, η εν λόγω εξ ακοής μαρτυρία δεν έχει αμφισβητηθεί ή αποδυναμωθεί από την πλευρά του Εφεσείοντα, ο οποίος επέλεξε να προβεί μόνο σε ανώμοτη δήλωση, η οποία δεν συνιστά μαρτυρία.
Η επίμαχη αναφορά στην απόφαση ημερομηνίας 19.12.2018 του Εφεσίβλητου (εκεί σελ. 11 και 12) έχει ως εξής, με δικές μας υπογραμμίσεις:
«Έχουμε λάβει υπόψη το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης του Δρ. Γεωργίου το οποίο έχουμε παραθέσει συνοπτικά πιο πάνω. Αξιολογώντας τη δήλωση του Δρ. Γεώργιου (sic) έχουμε κατά νου ότι μια ανώμοτη δήλωση δεν εξισώνεται με ένορκη μαρτυρία. Η σημασία της είναι μάλλον πειστική και δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για διατύπωση συμπερασμάτων και ευρημάτων σε σχέση με γεγονότα, ιδιαίτερα στο βαθμό που είναι ασύμφωνη με ένορκη μαρτυρία.
Γεγονότα μπορούν να αποδειχθούν μόνο με μαρτυρία. Συνεπώς, στο βαθμό που το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης του Δρ. Γεωργίου δεν συνάδει ή είναι αντίθετο με μαρτυρία των Δρ. Οικονόμου, Δρ. Κοντού και του κ. Φελλά, δεν την αποδυναμώνει και, σαφώς, δεν την ακυρώνει. Δεν μας διαφεύγει ότι μέρος της μαρτυρίας των Δρ. Οικονόμου, Δρ. Κοντού και του κ. Φελλά είναι εξ ακοής. Έχουμε κατά νου τις πρόνοιες των σχετικών διατάξεων του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 και της σχετικής νομολογίας. Κρίνουμε ότι η εξ' ακοής αυτή μαρτυρία η οποία δεν έχει αμφισβητηθεί ή αποδυναμωθεί από την πλευρά του Δρ. Γεωργίου είναι αξιόπιστη και την αποδεχόμαστε ως αληθινή.
Για την κατάληξη μας σε ευρήματα αναφορικά με τα γεγονότα, η μοναδική ένορκη μαρτυρία που έχουμε ενώπιον μας είναι αυτή που παρουσιάστηκε κατά την εξέταση και αντεξέταση των μαρτύρων, Δρ. Οικονόμου, Δρ. Κοντού και του κ. Φελλά. Για σκοπούς αποφυγής επανάληψης, τα όσα κατέθεσαν και συνοπτικά αναφέρουμε πιο πάνω, καθώς και τα τεκμήρια που παρουσίασαν, συνιστούν και τα ευρήματα μας.»
Από το πιο πάνω απόσπασμα, καθίσταται, μεταξύ άλλων, σαφές ότι, μέρος της μαρτυρίας των Δρ. Οικονόμου, Δρ. Κοντού και του κ. Φελλά κρίθηκε ως εξ ακοής από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών. Καθίσταται, επίσης, εξίσου σαφές ότι, η μαρτυρία των πιο πάνω προσώπων (συμπεριλαμβανομένου και του εξ ακοής μέρους αυτής) ήταν η μοναδική μαρτυρία, η οποία λήφθηκε υπόψη για ευρήματα, ως προς τα γεγονότα. Η δε, εξ ακοής μαρτυρία κρίθηκε ως αξιόπιστη και αληθινή και ουδόλως αποδυναμωμένη από την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα και (συν-) αποτέλεσε τη βάση για την εξαγωγή ευρημάτων επί των κρίσιμων γεγονότων για την στοιχειοθέτηση των αδικημάτων που καταλογίστηκαν στον Εφεσείοντα.
Σύμφωνα με τα λεχθέντα στην Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ ν. Χρυστάλλας άλλως Στάλως Χριστοδούλου (2016) 1 ΑΑΔ 1779 (οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου):
«Η αξιολόγηση της βαρύτητας εξ ακοής μαρτυρίας, σύμφωνα με το Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, γίνεται από το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είναι ορθό να επεξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποδίδει ή δεν αποδίδει βαρύτητα σε εξ ακοής μαρτυρία (Δέστε: Ανδρέου κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152). Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και ιδιαίτερα το αν θα ήταν εύλογο και εφικτό να κλητευθεί ως μάρτυρας στη διαδικασία το πρόσωπο που έκανε την αρχική δήλωση, το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα, ο βαθμός της εξ ακοής μαρτυρίας, το αν οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει γεγονότα, το αν η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι, το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η δήλωση κλπ.. Οι παράγοντες αυτοί, οι οποίοι αναφέρονται στο Άρθρο 27(2) δεν είναι βέβαια εξαντλητικοί (Δέστε: Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 217). Όμως επιβάλλεται όπως η διεργασία αξιολόγησης της βαρύτητας της εξ ακοής μαρτυρίας γίνεται με προσοχή και επεξηγείται από το δικαστήριο είτε η εξ ακοής μαρτυρία απορρέει από προφορική μαρτυρία είτε από γραπτή (Δέστε: Γεωργίου v. Στυλιανού (2009) 1 Α.Α.Δ. 70 και Μονός κ.ά. v. S. Xenides Trading Co Ltd κ.ά. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1002).
Το Άρθρο 27(3) προνοεί ότι κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψιν το αν ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή
μαρτυρία και δεν το έπραξε (Δέστε: Κολάνη v. Ταμπούρα (2010) 1 Α.Α.Δ. 1108 και Χριστοφή κ.ά. v. Δημητρίου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 428). Πέραν των προαναφερομένων το δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψιν του και άλλα αξιολογήσιμα κριτήρια και να συνυπολογίσει το κατά πόσον η απόδοση βαρύτητας σε εξ ακοής μαρτυρία εξυπηρετεί ή όχι τις προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης και του συμφέροντος της δικαιοσύνης. Για μια εκτενή ανάλυση του θέματος δέστε Ηλιάδη και Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης, σελ. 320-331.»
Στην παρούσα περίπτωση δεν παρατηρείται στο κείμενο της επίδικης διοικητικής απόφασης καταγραφή οποιασδήποτε επεξήγησης της διεργασίας αξιολόγησης της βαρύτητας που αποδόθηκε στην κατά αποδοχή του Εφεσίβλητου εξ ακοής μαρτυρία, την οποία έλαβε υπόψη. Ούτε οποιαδήποτε ενασχόληση και παροχή επεξήγησης σε σχέση με τα όσα όφειλε το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών, το οποίο το ίδιο διατείνεται ότι έλαβε υπόψη τις πρόνοιες του Κεφ. 9 και, ιδιαίτερα, του Άρθρου 27 αυτού, να συνυπολογίσει. Αντ' αυτού, το Πειθαρχικό Συμβούλιο παρέμεινε στη έκδηλα ανεπαρκή γενικότητα της αναφοράς ότι, η εξ ακοής μαρτυρία που έλαβε υπόψη είναι αξιόπιστη και αληθινή. Οι, κατά τα άλλα, ορθές διαπιστώσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου, όσον αφορά στη νομική φύση και αντιμετώπιση της ανώμοτης δήλωσης του Εφεσείοντα (βλ. σχετικά Vrakas and another v. The Republic (1973) 2 C.L.R. 139, Anastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97, 210-11, Themistocleous v. The Police (1981) 2 C.L.R. 200, Onisiforou v. The Police (1987) 2 C.L.R. 261, Ιωάννου κ.α. v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 515, Σίφουνας κ.α. v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 91, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 385.) δεν αναιρούν την υποχρέωση που υπήρχε για απόδειξη των συστατικών του αδικήματος εναντίον του Εφεσίβλητου και η υποχρέωση αυτή δεν αντιστρέφεται από την επιλογή της ανώμοτης δήλωσης εκ μέρους του Εφεσείοντα, αφού κάτι τέτοιο θα συνιστούσε, βέβαια, παραβίαση του κανόνα του βάρους απόδειξης σε οιονεί ποινική διαδικασία, ως έχει κριθεί η πειθαρχική επανειλημμένα από τη νομολογία να είναι στη φύση της.
Κοντολογίς, για το αν θα δινόταν και ποια βαρύτητα στην εξ ακοής μαρτυρία που προσκομίστηκε κατά την επίδικη πειθαρχική διαδικασία και αν τυχόν αποδοχή της θα συνιστούσε εκπλήρωση των αντικειμενικών προϋποθέσεων (και ποιών ακριβώς, θα προσθέταμε) των πειθαρχικών αδικημάτων για τα οποία κατηγορείτο ο Εφεσείων, το Πειθαρχικό Συμβουλίου Ιατρών όφειλε να παραθέσει στην απόφαση του ρητή επεξήγηση τι έλαβε προς τούτο υπόψη, στα πλαίσια εφαρμογής των κριτηρίων του Άρθρου 27 του Κεφ. 9 το οποίο το ίδιο επέλεξε, ως ρητά προκύπτει από την απόφαση του, να εφαρμόσει και κατ' εφαρμογή της ισχύουσας περί του θέματος νομολογίας (Λευκόνικο Χρηματιστηριακή Λτδ, supra).
Προσθέτουμε ότι, το κατά πόσο, αν εφαρμόζονταν, στην περίπτωση, οι πρόνοιες του Άρθρου 6(2) του Ν. 16/1967 (βλ. ανωτέρω στην παρούσα), ως εισηγήθηκε το Εφεσίβλητο Συμβούλιο, αυτό θα καθιστούσε τις γενικές αναφορές περί αξιοπιστίας και αληθείας της εξ ακοής μαρτυρίας επαρκείς, παραμένει στη σφαίρα της εικασίας, αφού σαφώς το Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών δεν έπραξε κάτι τέτοιο και, ως εκ τούτου, δεν εδύνατο να αμφισβητηθεί και από την πλευρά του Εφεσείοντα με σχετικό λόγο ακυρώσεως, ακόμα και ως προς τη συνταγματικότητα του εν λόγω Άρθρου, αν το επιθυμούσε.
Ενόψει των ανωτέρω και για τους λόγους που επεξηγήθηκαν, η αποδοχή και/ή η βαρύτητα που αποδόθηκε στην εξ ακοής μαρτυρία από την πλευρά του Εφεσίβλητου, παρέμεινε άνευ επεξηγήσεως και επαρκούς αιτιολογίας στην επίδικη διοικητική απόφαση, κινούμενη εκτός των πλαισίων του Άρθρου 27 του Κεφ. 9, το οποίο νομοθέτημα, κατά αυτοδέσμευση του, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δηλώνει ότι έλαβε υπόψη και εκτός των νομολογικών επιταγών περί του θέματος.
Για τον πιο πάνω λόγο, οι επίδικες διοικητικές αποφάσεις (ημερ. 7.11.2019 και ημερομηνίας 4.2.2019, βλ. ανωτέρω στην παρούσα) ακυρώνονται. Ως εκ τούτου του αποτελέσματος, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Επιδικάζονται έξοδα ύψους €3000 ευρώ υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον του Εφεσίβλητου.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.