ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε155/2018)

 

23 Σεπτεμβρίου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΑΜΠΙΖΑΣ, ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

ΣΑΒΒΑΣ ΑΔΑΜΟΥ,

                                       

                               Εφεσείοντας/Αιτητής,

v.

                                       

JOANNOU & PARASKEVAIDES (OMAN) LLC

που αντιπροσωπεύεται από την TEN GROUP SERVICES LTD,

                                                                                        Εφεσίβλητης/Καθ' ης η Αίτηση.

 

-----------------------------

 

Ε. Αρότη (κα) για Σπύρος Αρότης - Έλενα Αρότη & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Α. Παναγή για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

       

          ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.: Ο εφεσείοντας, με Αίτησή του στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, αξίωσε από την εφεσίβλητη εταιρεία, μεταξύ άλλων θεραπειών, να κηρυχθεί παράνομος ο τερματισμός της απασχόλησής του και αποζημίωση για τον ισχυριζόμενο παράνομο τερματισμό. Ήτο η θέση του ότι απουσίαζε προσωρινά από την εργασία του λόγω ασθενείας και ως εκ τούτου ο τερματισμός της εργασίας του ήτο παράνομος.

 

          Τα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης είναι τα ακόλουθα:

 

-      Η εφεσίβλητη εταιρεία είναι νομικό πρόσωπο που εδρεύει στο Ομάν.

 

-      Στις 30.9.2014 υπεγράφη στην Κύπρο σύμβαση  εργοδότησης μεταξύ του εφεσείοντα και της εφεσίβλητης, μέσω της κυπριακής εταιρείας Ten Group Services Ltd, δυνάμει της οποίας ο εφεσείοντας θα εργοδοτείτο από την εφεσίβλητη ως επιστάτης στο Ομάν.

 

-      Η εν λόγω σύμβαση προνοούσε ότι θα ερμηνευόταν σύμφωνα με το Κυπριακό δίκαιο.  

 

-      Ο εφεσείοντας, καθ' όλη τη διάρκεια της απασχόλησης του, προσέφερε τις υπηρεσίες του ως επιστάτης στο Ομάν.

 

-      Στις 25.6.2016 ο εφεσείοντας υπέστη εργατικό ατύχημα στον χώρο εργασίας του στο Ομάν και ως εκ τούτου, πήρε άδεια ασθενείας.

 

-      Με επιστολή ημερομηνίας 2.7.2016, η εφεσίβλητη τερμάτισε την εργοδότηση του εφεσείοντα με προβληθέντα λόγο τον πλεονασμό και συγκεκριμένα, λόγω περιορισμού του όγκου εργασιών της εταιρείας.

 

-      Στις 2.11.2016 η εφεσίβλητη ζήτησε από τον εφεσείοντα να υπογράψει δήλωση, την οποία και υπέγραψε, για παραλαβή οφειλόμενων από την εφεσίβλητη ποσών για την απασχόλησή του στην εταιρεία μέχρι και τις 5.8.2016.

 

           Η εφεσίβλητη, με ενδιάμεση αίτησή της στο πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριζόμενη, μεταξύ άλλων, στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στη συνέχεια ο Κανονισμός), ο οποίος αντικατέστησε τον Κανονισμό 44/2001 από τις 10.1.2015, ζήτησε την απόρριψη της Αίτησης Εργατικής Διαφοράς, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων, ως επίσης και τον παραμερισμό της επίδοσης της Αίτησης στην Ten Group Services Ltd.  Στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση, προεβλήθη η θέση ότι η επίδικη διαφορά, στην απουσία στη σύμβαση εργοδότησης ειδικής ρύθμισης αναφορικά με το Δικαστήριο που θα είχε δικαιοδοσία εκδίκασης σε περίπτωση διαφωνίας, διέπετο από τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου, λόγω του ότι η εφεσίβλητη εταιρεία αποτελούσε νομικό πρόσωπο με έδρα και εγγεγραμμένο γραφείο στο Ομάν. Η εφεσίβλητη δεν είχε οποιοδήποτε υποκατάστημα, πρακτορείο ή οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση στην Κύπρο. Εξουσιοδότησε την κυπριακή εταιρεία Ten Group Services Ltd μόνο για τον σκοπό της υπογραφής της σύμβασης εργοδότησης και όχι για άλλα θέματα, ούτε και για να δεχθεί επίδοση εκ μέρους της εφεσίβλητης. Ο εφεσείοντας, κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του στο Ομάν, πληρωνόταν σε νόμισμα του Ομάν και η εφεσίβλητη δεν είχε καμία υποχρέωση να καταβάλλει για τον εφεσείοντα συνεισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εφόσον ο εφεσείοντας εργαζόταν στο εξωτερικό.

 

          Ο εφεσείοντας, με την ένσταση του, υποστήριξε ότι εφόσον η άλλη πλευρά δεν καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, δέχθηκε ότι η υπό εξέταση διαφορά υπαγόταν στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων. Περαιτέρω, προέβαλε ότι η συμφωνία εργοδότησης και η επιστολή απόλυσης περιείχαν στοιχεία και όρους οι οποίοι επιβεβαίωναν τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι στερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της μεταξύ των μερών διαφοράς και απέρριψε την Αίτηση Εργατικής Διαφοράς. Ενόψει της κατάληξης, δεν έκρινε σκόπιμη την εξέταση των υπόλοιπων θεραπειών.

 

          Με ένα λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την επίδικη διαφορά.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση,  αναφέρθηκε στη Θεοχάρους ν. Παστελλή (1993) 1 ΑΑΔ 240 όπου λέχθηκε ότι η διερεύνηση ενστάσεων που άπτονται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου μπορεί να αναληφθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ανεξάρτητα αν ο εναγόμενος έχει καταχωρίσει εμφάνιση χωρίς όρους, ή έχει λάβει οποιαδήποτε άλλα διαδικαστικά μέτρα στην αγωγή. Λόγω της φύσης και της σοβαρότητας του, το ζήτημα δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί και να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αφού ελλείψει δικαιοδοσίας, κάθε απόφαση είναι άκυρη (βλ. Μιχαηλίδου ν. Γρηγορίου κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 88).

 

          Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο Άρθρο 12(1)(β) του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμο του 1967 (Ν.8/1967) ως τροποποιήθηκε, σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών κέκτηται αποκλειστικής δικαιοδοσίας να διαγνώσει και να αποφασίσει, μεταξύ άλλων, «απασών των εργατικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένου και παντός συμπληρωματικού ή παρεμπίπτοντος θέματος παραπεμπομένου αυτώ δυνάμει ρητής διατάξεως οιουδήποτε ετέρου νόμου ή Κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει αυτού ή αμφοτέρων».

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη συνέχεια στις σχετικές πρόνοιες του Κανονισμού. Ένας από τους σκοπούς του Κανονισμού είναι να προστατεύεται, στις συμβάσεις εργασίας, το αδύναμο μέρος με ευνοϊκότερους για τα συμφέροντά του κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας (Σημείο 18 του Προοιμίου του Κανονισμού). Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Κανονισμός 1215/2012, Κατ' Άρθρο Ερμηνεία, Π. Αρβανιτάκη - Ε. Βασιλακάκη, σελ. 409, ο Κανονισμός εφαρμόζεται όχι μόνο στις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων κρατών μελών, αλλά και στις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.

 

          Το Άρθρο 6.1 του Κανονισμού αφορά στη ρύθμιση της διεθνούς δικαιοδοσίας, όταν ο εναγόμενος κατοικεί ή έχει την έδρα του σε τρίτο κράτος και προνοεί τα εξής:    

 

«6.1  Αν ο εναγόμενος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων κάθε κράτους μέλους ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, με την επιφύλαξη του άρθρου 18 παράγραφος 1, του άρθρου 21 παράγραφος 2, και των άρθρων 24 και 25».

 

 

          Η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων για την εκδίκαση των διαφορών που προκύπτουν από τις ατομικές συμβάσεις εργασίας ρυθμίζεται στο Τμήμα 5 του Κεφαλαίου II του Κανονισμού και συγκεκριμένα στα Άρθρα 20 μέχρι 23.

 

          Τα Άρθρα 20 και 21 έχουν ως ακολούθως:

 

«20.1 Ως προς διαφορές από ατομικές συμβάσεις εργασίας, η διεθνής δικαιοδοσία καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος, με την επιφύλαξη του άρθρου 6, του άρθρου 7 σημείο 5 και, όταν η διαδικασία κινείται κατά εργοδότη, του άρθρου 8 σημείο 1.

 

20.2  Όταν εργαζόμενος συνάπτει ατομική σύμβαση εργασίας με εργοδότη ο οποίος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος, αλλά διαθέτει υποκατάστημα, πρακτορείο ή οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση σε κράτος μέλος, τότε ο εργοδότης θεωρείται ότι για διαφορές σχετικές με τις εργασίες του υποκαταστήματος, πρακτορείου ή άλλης εγκατάστασης έχει την κατοικία του σ' αυτό το κράτος μέλος.

 

21.1   Εργοδότης που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί:

 

α) ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους όπου έχει την κατοικία του· ή

 

β) σε άλλο κράτος μέλος:

 

i) ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου στον οποίο ή από τον οποίο ο εργαζόμενος συνήθως εκτελεί την εργασία του ή των δικαστηρίων του τελευταίου τόπου στον οποίο ή από τον οποίο συνήθως εκτελούσε την εργασία του· ή

 

ii) εάν ο εργαζόμενος δεν εκτελεί ή δεν εκτελούσε συνήθως την εργασία του στην ίδια πάντοτε χώρα, ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου στον οποίο είναι ή ήταν εγκατεστημένη η επιχείρηση που τον προσέλαβε.

 

2.   Ο εργοδότης ο οποίος δεν έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος ενάγεται ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β)».

         

          Το Άρθρο 22 του Κανονισμού, αφορά αγωγές που εγείρει ο εργοδότης εναντίον του εργοδοτούμενου.

 

          Το Άρθρο 23 του Κανονισμού, προνοεί τα εξής:

         

«23.  Παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος είναι δυνατή μόνο με συμφωνία που:

 

1) είναι μεταγενέστερη της γένεσης της διαφοράς· ή

 

2) επιτρέπει στον εργαζόμενο να προσφύγει σε άλλα δικαστήρια εκτός από τα προβλεπόμενα στο παρόν τμήμα».

         

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση, με αναφορά στα παραδεκτά γεγονότα, απεφάνθη ότι ο Κανονισμός δεν προσέδιδε δικαιοδοσία στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

 

«Με βάση τα πιο πάνω παραδεκτά γεγονότα που είναι καθοριστικά για το ζήτημα της δικαιοδοσίας φαίνεται ότι η Καθ' ης η αίτηση έδρευε και εκτελούσε τις εργασίες της στο Ομάν και δεν διατηρούσε την κατοικία της σε κράτος μέλος. Επίσης, ο Αιτητής καθ' όλη τη διάρκεια της απασχόλησης του δεν προσέφερε τις υπηρεσίες του σε κράτος μέλος. Κατά την άποψη μας, με βάση τα εν λόγω περιστατικά τα άρθρα 20 και 21 του Κανονισμού δεν απονέμουν καμία δικαιοδοσία στα Κυπριακά Δικαστήρια. Αναφορικά με το άρθρο 20 η Καθ' ης η αίτηση δεν διαθέτει υποκατάστημα, πρακτορείο ή οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση στην Κύπρο και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει την κατοικία της στην Κύπρο. Αναφορικά με το άρθρο 21 και δη την παράγραφο 1 σημείο (β), η Καθ' ης η αίτηση μπορεί να εναχθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εάν ο Αιτητής συνήθως εκτελούσε την εργασία του στην Κύπρο ή συνήθως εκτελούσε εργασίες από την Κύπρο ή ο τελευταίος τόπος που εργάστηκε ήταν η Κύπρος, ή η Καθ' ης η αίτηση βρισκόταν στην Κύπρο. Από τις πραγματικές διαπιστώσεις μας καταλήγουμε ότι η Καθ' ης αίτηση δεν βρισκόταν στην Κύπρο για τους σκοπούς του άρθρου 21. Περαιτέρω καμία συμφωνία δεν έχει επιτευχθεί μεταξύ των μερών για να υπάρξει παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος τμήματος του Κανονισμού. Τα όσα επικαλέστηκε η κα Αρότη με την ένορκη δήλωση της, αναφορικά με την εμπλοκή της εταιρείας Ten Group Services Ltd, της J&P (OverseasLtd ή άλλων εταιρειών του Ομίλου, το προβλεπόμενο στη σύμβαση εργοδότησης και στην επιστολή απόλυσης εφαρμοστέο δίκαιο και το καθεστώς φορολόγησης του Αιτητή, δεν αποτελούν στοιχεία τα οποία θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα περί υπάρξεως συμφωνίας που θα παρέκκλινε των πιο πάνω διατάξεων. Ως επακόλουθο καταλήγουμε ότι τα δικαιώματα που παρέχει ο Κανονισμός δεν μπορούν να ισχύσουν στην περίπτωση του Αιτητή».  

 

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε, επίσης, στην απόφαση Φοίβος Νεοκλή ν. Ταμείου για Πλεονάζον Προσωπικό (1992) 1 ΑΑΔ 44 όπου αποφασίστηκε ότι, ως προς τη σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου, η εμβέλεια του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου του 1967 (Ν. 24/1967) περιορίζεται αποκλειστικά στην εργοδότηση προσώπου στην Κύπρο και ότι δικαίωμα για αποζημίωση λόγω πλεονασμού μπορούσε να προκύψει μόνο από απασχόληση στην Κύπρο.  

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη συνέχεια, κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«Από το γράμμα του ίδιου του Νόμου (Μέρος Ι του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου), είναι φανερό ότι ο Νομοθέτης δεν συμπεριέλαβε για σκοπούς υπολογισμού της περιόδου απασχόλησης, την απασχόληση εργοδοτούμενου στο εξωτερικό. Με τον τροποποιητικό Νόμο 52(Ι)/94 προέβλεψε ωστόσο στο Μέρος ΙΙ του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου, ότι το συνεχές της απασχόλησης δεν διακόπτεται λόγω .(ζ) απουσίας από την εργασία λόγω απασχολήσεως στο εξωτερικό σε επιχείρηση η οποία ανήκει εξ ολοκλήρου ή κατά κύριο λόγο στον εργοδότη, διατυπώνοντας έτσι με σαφήνεια ότι η εβδομαδιαία απασχόληση στο εξωτερικό, έστω κι αν προσφέρεται σε επιχείρηση του εργοδότη, εν τούτοις δεν υπολογίζεται στην περίοδο απασχόλησης και δεν συνιστά απασχόληση για σκοπούς του Νόμου. Εάν η πρόθεση του Νομοθέτη ήταν διαφορετική πιστεύουμε ότι θα γινόταν ρητή αναφορά στο Μέρος Ι του Δεύτερου Πίνακα. Διαφορετική ωστόσο ερμηνευτική προσέγγιση θα ξέφευγε του πλαισίου του Νόμου.

 

Από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης όπως τα παραθέτουμε ανωτέρω, ο  Αιτητής καθ' όλη τη διάρκεια της απασχόλησης του προσέφερε τις υπηρεσίες του ως επιστάτης στο Ομάν. Συνεπώς η αποκλειστική εργοδότηση του στο εξωτερικό, με βάση τον Νόμο και τη νομολογία, δεν συνιστούσε απασχόληση βάσει του Νόμου 24/67 με επακόλουθο να μην του παρέχει το δικαίωμα για αποζημίωση λόγω παρανόμου τερματισμού της απασχόλησης του ή για πληρωμή λόγω πλεονασμού.

 

Για όλα τα πιο πάνω είναι η κατάληξη μας ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της μεταξύ των μερών διαφοράς».

 

          Συμφωνούμε με την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το θέμα δικαιοδοσίας. Ο Κανονισμός 1215/2012 δεν έχει εφαρμογή στα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης. Πιο συγκεκριμένα, δεν προέκυπτε από τα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στοιχεία ότι η εφεσίβλητη διέθετε «υποκατάστημα», «πρακτορείο» ή «κάθε άλλη εγκατάσταση» ώστε να έχει εφαρμογή το Άρθρο 20.2 του Κανονισμού. Το γεγονός της υπογραφής της επίδικης σύμβασης από την εταιρεία Ten Group Services Ltd κατόπιν εξουσιοδότησης εκ μέρους της εφεσίβλητης, δεν εξυπακούει ουσιαστική σύνδεση με την εφεσίβλητη έτσι ώστε να ενεργοποιείται το Άρθρο 20.2 του Κανονισμού. Ούτε και η επίδικη διαφορά είναι σχετική με τις εργασίες οποιουδήποτε «υποκαταστήματος», «πρακτορείου» ή «άλλης εγκατάστασης» της εφεσίβλητης. Στο Σύγγραμμα Αρβανιτάκη - Βασιλακάκη (ανωτέρω), λέχθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με την ερμηνεία των εννοιών «υποκατάστημα», «πρακτορείο» και «κάθε άλλη εγκατάσταση», σελ. 413 - 414:

 

«Στο πλαίσιο της ερμηνείας των εννοιών «υποκατάστημα», «πρακτορείο» και «κάθε άλλη εγκατάσταση», το Δικαστήριο έχει καθιερώσει δύο κριτήρια, βάσει των οποίων καθορίζεται αν μια αγωγή σχετική με την εκμετάλλευση μιας από τις ανωτέρω κατηγορίες εγκαταστάσεων παρουσιάζει συνάφεια με κράτος μέλος. Πρώτον, η έννοια του υποκαταστήματος, του πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκαταστάσεως προϋποθέτει ένα κέντρο επιχειρήσεων που εκδηλώνεται με διαρκή τρόπο προς τα έξω, ως προέκταση της μητρικής επιχειρήσεως. Το κέντρο αυτό πρέπει να διαθέτει διεύθυνση και να είναι υλικά εξοπλισμένο, ώστε να μπορεί να διαπραγματεύεται υποθέσεις με τρίτους, οι οποίοι δεν απαιτείται να αποτείνονται απευθείας στη μητρική εταιρία. Δεύτερον, η διαφορά πρέπει να αφορά είτε πράξεις σχετικές με την εκμετάλλευση αυτών των οικονομικών οντοτήτων είτε υποχρεώσεις που ανέλαβαν οι οντότητες αυτές για λογαριασμό της μητρικής εταιρίας, εφόσον οι εν λόγω υποχρεώσεις πρέπει να εκπληρωθούν στο έδαφος του κράτους όπου είναι εγκατεστημένες οι οικείες οντότητες».  

 

          Συμφωνούμε, επίσης, με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα για ύπαρξη συμφωνίας παρέκκλισης από τις διατάξεις του Τμήματος 5 του Κεφαλαίου II του Κανονισμού (βλ. Άρθρο 23). Δεν υπήρχε όρος στην επίδικη σύμβαση ή συμφωνία ως προς το Δικαστήριο εκδίκασης τυχόν διαφοράς μεταξύ των μερών και ο όρος 18 της σύμβασης δεν συνιστούσε συμφωνία για παρέκκλιση από τον Κανονισμό.

 

          Ορθή είναι και η θέση του Δικαστηρίου ότι δεν έχει εφαρμογή το Άρθρο 21.1 β) εφόσον ο εφεσείοντας - εργαζόμενος εκτελούσε συνεχώς την εργασία του σε μη κράτος μέλος.

 

          Η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η αποκλειστική απασχόληση του εφεσείοντα στο εξωτερικό δεν του προσέδιδε δικαίωμα για αποζημίωση λόγω παράνομου τερματισμού απασχόλησης ή πληρωμής λόγω πλεονασμού, με βάση τον Ν.24/1967 ήτο επίσης ορθή και στηριζόμενη στη νομολογία.

 

          Κρίνουμε ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος παρέμβασής μας στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της μεταξύ των μερών διαφοράς και της επακόλουθης απόρριψης της Αίτησης.

 

          Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

          Επιδικάζονται €2.400,00 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

 

 

 

ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

 

                                                                    Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

                                                                    Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

 

/γα


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο