ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 146/24)
12 Σεπτεμβρίου 2024
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
AYMAN SOBHY AWADALLA
Εφεσείων
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
‑‑‑‑‑----‑‑-------------‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑-----
Α. Αναστασίου, για τον Εφεσείοντα
Λ. Σίγαρ (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Κακουργοδικείου Λεμεσού πέντε Κατηγορίες και ειδικότερα αυτές του (1) Βιασμού κατά παράβαση του Άρθρου 144 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (εφεξής «Π.Κ.»), (2) Άσκησης Ψυχολογικής Βίας κατά παράβαση του Άρθρου 6 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας Ν.115(Ι)/21, (3) Απειλής κατά παράβαση του Άρθρου 91Α του Π.Κ., (4) Άσεμνης Επίθεσης κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Π.Κ., και (5) Παρενοχλητικής Παρακολούθησης κατά παράβαση του Άρθρου 4(1) του περί Προστασίας από Παρενόχληση και Παρακολούθηση Ν.114(Ι)/21.
Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 13.9.2024 και η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη ζήτησε όπως ο Εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τότε, επικαλούμενη τον κίνδυνο φυγοδικίας και τον κίνδυνο επηρεασμού μάρτυρα. Η απόφαση του Κακουργοδικείου, με την οποία εγκρίθηκε το αίτημα, αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση Έφεσης.
Το Κακουργοδικείο, αφού κατέγραψε ως νομολογιακή αρχή το ότι μετά από την πρώτη διαταγή του Δικαστηρίου για κράτηση το Δικαστήριο δεν εξετάζει το θέμα της περαιτέρω κράτησης εξ υπαρχής αλλά μόνο με αναφορά σε νέα δεδομένα, κατέληξε ότι τίποτε εξ αυτών που τέθηκαν ενώπιον του δεν αποτελούσε τέτοιο νέο δεδομένο. Η εν λόγω κατάληξη προσβάλλεται με έξι Λόγους Έφεσης, οι οποίοι δύνανται να ομαδοποιηθούν ως ακολούθως: (α) Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη ως προς το ότι τα θέματα που τέθηκαν ενώπιον του δεν συνιστούσαν διαφοροποιητικά στοιχεία (Λόγοι Έφεσης 1 και 2), (β) Η πρωτόδικη Απόφαση είναι εσφαλμένη επί τω ότι υφίσταται πιθανότητα επηρεασμού μαρτυρίας και ότι η πιθανότητα αυτή συνεχίζει να υφίσταται παρά την πάροδο χρόνου (Λόγοι Έφεσης 3 και 4), (γ) Ο χρόνος κράτησης μέχρι την επόμενη δικάσιμο δεν είναι δικαιολογημένος (Λόγος Έφεσης 5), και (δ) Η επίκληση της απόφασης Μ.Β. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 10/23, ημερ. 23.2.2023 έγινε κατά παράβαση των Άρθρων 5(1)(γ), 5(3), 5(4) και 6(1) και (2) της ΕΣΔΑ (Λόγος Έφεσης 6).
Κρίνουμε χρήσιμο να εξετάσουμε τον Έκτο Λόγο Έφεσης πρώτα, αφού η κατάληξη μας επί αυτού θα καθορίσει και το πλαίσιο εντός του οποίου θα εξεταστούν και οι λοιποί Λόγοι Έφεσης.
Λόγος Έφεσης 6
Εν πρώτοις παρατηρούμε ότι ο λόγος αυτός παρουσιάζεται ελλιπής και δεν μπορεί εύκολα να συναχθεί η ακριβής εισήγηση του Εφεσείοντος. Ως Λόγος Έφεσης 6 καταγράφονται τα εξής:
«Η απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη και/ή αντινομική και πρέπει να ακυρωθεί λόγω πλημμελούς απόφασης επί νομικού ζητήματος, ήτοι της επίκλησης ότι η απόφαση του παραπέμποντος Δικαστηρίου».
Τα πιο πάνω δεν ξεκαθαρίζουν πού εστιάζεται το παράπονο, αφού φαίνεται να μην πρόκειται περί ολοκληρωμένης πρότασης. Στην αιτιολογία που ακολουθεί προβάλλεται ότι ο Λόγος Έφεσης εδράζεται επί τω ότι η «ερμηνεία και επίκληση» της Μ.Β. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) έγινε κατά παράβαση Άρθρων της ΕΣΔΑ με αποτέλεσμα η νομολογία αυτή να αποτελεί «κακό νομικό λόγο 'Bad Law'» και άρα το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε αποκλίνει από τον λόγο της.
Αγορεύοντας ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος έκανε αναφορά και στην απόφαση S.M. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 75/21, ημερ. 6.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:B299 [η οποία προηγήθηκε της Μ.Β. (ανωτέρω)] με εισήγηση ότι σε καμία εκ των δύο δεν λήφθηκαν υπόψη οι αποφάσεις στις Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 15 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7. Εισηγήθηκε επιπλέον ότι το να γίνεται εξ υπαρχής εξέταση της κράτησης από το Κακουργοδικείο συνάδει και με την Αγγλική Νομοθεσία.
Διαφαίνεται ότι η επιχειρηματολογία που έγινε ενώπιον μας δεν συνάδει με τα όσα καταγράφονται στην αιτιολογία του Λόγου Έφεσης. Καμία αναφορά δεν έγινε στην ΕΣΔΑ και σε κατ' ισχυρισμόν παράβαση της. Τα όσα επιπλέον ήγειρε ενώπιον μας ο συνήγορος, που παραπέμπουν σε εισήγηση ότι η απόφαση στην Μ.Β. (πιο πάνω) λήφθηκε per incuriam, δεν προβάλλονται με οποιονδήποτε Λόγο Έφεσης. Εξ ου και η αγόρευση εκ μέρους της Εφεσίβλητης περιορίστηκε σε όσα προωθούνται με τον Λόγο Έφεσης, ως ήταν λογικό και αναμενόμενο. Υπενθυμίζουμε εδώ την πάγια νομολογιακή αρχή ότι η έφεση συζητείται μόνον επί των λόγων έφεσης (Ανδρέου κ.ά. v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 152).
Συνεπώς θεωρούμε ότι με όσα έχουμε ενώπιον μας δεν παρέχεται η ευχέρεια, αλλά ούτε και η υπό κρίση είναι η κατάλληλη περίπτωση, ώστε να εξεταστεί το ενδεχόμενο απόκλισης από τη Νομολογία στην S.M. v. Δημοκρατίας (πιο πάνω) και στην Μ.Β. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω).
Ο Λόγος Έφεσης 6 απορρίπτεται.
Κατ' εφαρμογή, συνεπώς, της Μ.Β. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω) το γεγονός ότι η απόφαση του παραπέμποντος Δικαστηρίου με την οποία είχε διαταχθεί η κράτηση του Εφεσείοντος δεν είχε εφεσιβληθεί, περιόριζε το Κακουργοδικείο στην εξέταση του κατά πόσον υπήρξαν νέα δεδομένα που να διαφοροποιούν την κρίση του επί του θέματος της κράτησης.
Λόγοι Έφεσης 1 και 2
Ενώπιον του Κακουργοδικείου από πλευράς Εφεσείοντος τέθηκαν τα εξής, με την εισήγηση ότι αποτελούσαν νέα δεδομένα:
1. Το γεγονός ότι ενώπιον του Κακουργοδικείου ο Εφεσείων εκπροσωπείτο από δικηγόρο.
2. Δύο κρατήσεις στο ξενοδοχείο Flamingo στη Λάρνακα.
3. Αντίγραφα συνομιλιών του Εφεσείοντος με την Παραπονούμενη, που λήφθηκαν από το κινητό της τελευταίας.
4. Κατάθεση του κ. Ayoub.
5. Κατάθεση του κ. Salib.
6. Βεβαίωση του εργοδότη του Εφεσείοντος ότι εργάζεται στον ίδιο εδώ και 20 χρόνια.
Όσον αφορά στο υπ' αρ. (1) στοιχείο ο ευπαίδευτος συνήγορος επικαλέστηκε την πρόσφατη μας απόφαση Ivanov v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 85/24, ημερ.30.4.2024 με την εισήγηση ότι από αυτήν προκύπτει πως η εκπροσώπηση από δικηγόρο αποτελεί όντως διαφοροποιητικό στοιχείο. Η σχετική εισήγηση δεν βρίσκει έρεισμα στην πιο πάνω απόφαση. Ουσιαστικό στοιχείο εκείνης της υπόθεσης αποτελούσε το γεγονός ότι ο εκεί εφεσείων είχε επιφυλάξει το δικαίωμα του να φέρει ένσταση στην κράτηση του όταν θα εμφανίζετο εκ μέρους του δικηγόρος, δικαίωμα που κρίθηκε ότι υφίστατο μέχρι και την πρώτη φορά που θα υπήρχε νομική εκπροσώπηση του. Εν προκειμένω ο Εφεσείων είχε προβάλει ένσταση ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου και αγόρευσε προς υποστήριξη της, ενώ καμία επιφύλαξη δικαιώματος δεν υπήρξε. Δεν δημιούργησε, δηλαδή, η προαναφερόμενη απόφαση κανόνα ότι όπου υπάρξει αλλαγή στο καθεστώς εκπροσώπησης κατηγορούμενου αυτό από μόνο του θα αποτελεί νέο στοιχείο που να δημιουργεί υποχρέωση στο Δικαστήριο για εξέταση του ζητήματος κράτησης εξ υπαρχής.
Όσον αφορά στα υπ' αρ. 2 - 6 πιο πάνω στοιχεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, παρά το γεγονός ότι αυτά δεν υπήρχαν στον φάκελο με το μαρτυρικό υλικό επί του οποίου αποφάσισε την κράτηση του Εφεσείοντος το παραπέμψαν Δικαστήριο, εντούτοις δεν συνιστούσαν νέα δεδομένα. Ειδικότερα (και διατηρώντας την ίδια αρίθμηση με πιο πάνω):
2. Η Παραπονούμενη στην κατάθεση της ημερ. 16.4.24, η οποία είχε τεθεί ενώπιον του παραπέμψαντος Δικαστηρίου, είχε αναφέρει ότι με τον Εφεσείοντα μετέβησαν στο εν λόγω ξενοδοχείο δύο φορές, όπως είχε αναφέρει και ο ίδιος ο Εφεσείων στην δική του κατάθεση ημερ. 14.4.2024.
3. Από το περιεχόμενο των γραπτών μηνυμάτων που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργοδικείου διαφαίνετο ότι Παραπονούμενη και Εφεσείων αντάλλαζαν μηνύματα ερωτικού περιεχομένου, καθώς και ότι από 4.4.24 η Παραπονούμενη ανέφερε στον Εφεσείοντα ότι δεν ήθελε να ξαναβρεθούν και δεν επιθυμούσε αυτός να επικοινωνεί μαζί της. Από 7.4.2024 η Παραπονούμενη σταμάτησε να απαντά στα μηνύματα του Εφεσείοντος και στις 8.4.2024 αυτός τής ζήτησε να του στείλει τον τραπεζικό της λογαριασμό. Όπως επισήμανε το Κακουργοδικείο, στις τρεις καταθέσεις της η Παραπονούμενη είχε δηλώσει ότι αντάλλαζε μηνύματα με τον Εφεσείοντα και ότι σε κάποιο στάδιο τού ζήτησε να διακόψουν τη σχέση τους, καθώς και ότι αυτός τής είχε ζητήσει να του δώσει τον τραπεζικό της λογαριασμό με σκοπό να της καταθέτει χρήματα για να μπορεί η Παραπονούμενη να φύγει από τη δουλειά της ώστε να μην χρειάζεται αυτός να τη βλέπει.
4 & 5. Από την κατάθεση του κ. Αyoub προέκυπτε μόνο η αναφορά αυτού ότι Παραπονούμενη και Εφεσείων ήταν ζευγάρι και ότι είχαν συναντηθεί και συνέφαγαν σε εξωτερικό χώρο, δεδομένα τα οποία είχε αναφέρει η Παραπονούμενη στην τρίτη της κατάθεση. Στην δε κατάθεση Salib καταγράφεται ότι ο Εφεσείων τού είχε πει ότι με την Παραπονούμενη είχαν πάει δύο φορές σε ξενοδοχείο στη Λάρνακα, δεδομένο που, όπως αναφέρεται πιο πάνω, ήταν ήδη ενώπιον του παραπέμψαντος Δικαστηρίου.
6. Όσον αφορά στο καθεστώς εργοδότησης του, ο Εφεσείων στην κατάθεση του, η οποία ευρίσκετο ενώπιον του παραπέμψαντος Δικαστηρίου είχε αναφέρει ότι εργαζόταν στην Κύπρο από το 2006 ενώ από άλλο έγγραφο, που είχε τεθεί ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, προέκυπτε δήλωση του εργοδότη πως ο Εφεσείων εργάζετο στην επιχείρηση του για 19 - 20 χρόνια.
Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν είχε τεθεί ενώπιον του «.οποιοδήποτε νέο στοιχείο ή δεδομένο που να διαφοροποιεί ή μεταβάλλει τα όσα τέθηκαν ενώπιον του παραπέμποντος Δικαστηρίου, ώστε να διαφοροποιείται η κρίση επί του θέματος της κράτησης». Αντιθέτως, θα λέγαμε πως τα όσα καταγράφονται στην πρωτόδικη Απόφαση βρίσκουν έρεισμα στο μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί τόσο ενώπιον του παραπέμψαντος Δικαστηρίου όσο και του Κακουργοδικείου.
Οι Λόγοι Έφεσης 1 και 2 δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.
Λόγοι Έφεσης 3 και 4
Όπως προκύπτει από την πρωτόδικη Απόφαση, το παραπέμψαν Δικαστήριο διέταξε την κράτηση του Εφεσείοντος τόσο για τον κίνδυνο φυγοδικίας όσο και για τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτυρίας. Ενώπιον του Κακουργοδικείου δεν είχε τεθεί οποιοδήποτε νέο στοιχείο που να αφορούσε στον κίνδυνο επηρεασμού μαρτυρίας. Κατ' ακολουθία, συνεπώς, όλων των πιο πάνω δεν παρείχετο ευχέρεια στο Κακουργοδικείο να επανεξετάσει τα όσα είχαν ήδη αποφασιστεί από το παραπέμψαν Δικαστήριο.
Λόγος Έφεσης 5
Ο Λόγος Έφεσης αυτός αφορά στο κατά πόσο είχε δικαιολογηθεί πειστικά ο χρόνος κράτησης.
Εν πρώτοις πρέπει να λεχθεί ότι, αντίθετα με όσα αναφέρονται στην αιτιολογία του Πέμπτου Λόγου Έφεσης, αποτελεί ορθή πρακτική όπως γίνεται ο ορισμός της υπόθεσης πρώτα και μετά να ακολουθεί η εξέταση αιτήματος για κράτηση.
Ως προς τον χρόνο των 3 μηνών περίπου που θα μεσολαβούσε μέχρι την ημερομηνία ορισμού της ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το θέμα ως εξής:
«Ο χρόνος για τον οποίο διατάσσεται η κράτηση υποδίκου αναμφίβολά αποτελεί παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη εφόσον η κράτηση προσώπου χωρίς καταδίκη από αρμόδιο Δικαστήριο είναι ένα μέτρο που λαμβάνεται κατ' εξαίρεση και εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Οι προεκτάσεις της χρονικής διάρκειας της κράτησης αποτελούν θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και εξετάζεται μέσα στα πλαίσια των ιδιαίτερων περιστατικών κάθε περίπτωση (βλ. Κρασοπούλης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 450 και Χαμπή ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση Αρ. 231/23, ημερ. 13/12/2023).
Έχοντας υπόψη το πιο πάνω νομολογιακό πλαίσιο, δέον όπως λεχθεί ότι στην προκειμένη, ο χρόνος που μεσολαβεί μέχρι την ημερομηνία ακρόασης (3 μήνες και 7 μέρες) συνυπολογιζόμενου του χρόνου που ο κατηγορούμενος τελεί υπό κράτηση μέχρι σήμερα (1 μήνας και 18 ημέρες) δεν μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικός (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανουσαρίδη (2001) 2 Α.Α.Δ. 639 και Salib ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 49) και δεν μεταβάλλει τα δεδομένα με τρόπο ώστε να επιδρά επί της κρίσης για την κράτηση του κατηγορούμενου».
Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τη Νομολογία επί του θέματος.
Στη βάση όλων των ανωτέρω η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.