ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 64/2023)

 

18 Ιουλίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Ο. Ε.

                                                                                                                       Εφεσείων,

v.

 

 ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

MEΣΩ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

                                                                                                                   Εφεσίβλητης.

 

--------------------

 Τ. Μπετίτο, για Πιερίδης & Πιερίδης, για Εφεσείoντα.

 Κ. Μιχαηλίδου (κα), εκ μέρους του  Γενικού  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.

-----------------------------

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ. : Με απόφασή της ημερ. 26.2.2021, η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας του Εφεσείοντα ως αβάσιμη.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε, στη βάση και των ισχυρισμών του Εφεσείοντα στο πλαίσιο της ενώπιόν της συνέντευξης, ότι δεν απεδείχθη πως αυτός υπέστη προσωπική δίωξη στη Νιγηρία (χώρα καταγωγής του) ή ότι υφίστατο βάσιμος φόβος δίωξής του (αν επέστρεφε).

 

Συγκεκριμένα, η Υπηρεσία Ασύλου απεφάνθη ότι η αναχώρηση του Εφεσείοντα από τη Νιγηρία δεν ερείδετο σε βάσιμο φόβο δίωξης επειδή οι ισχυρισμοί του, περί του ότι έφυγε από τη Νιγηρία φοβούμενος δίωξη από-

(α) τους κτηνοτρόφους Fulani, χαρακτηρίζονταν από ανεπαρκή και απίθανη πληροφόρηση· και

(β) τις κρατικές αρχές λόγω της συμμετοχής του σε διαδηλώσεις ως μέλος της οργάνωσης IPOB, δεν θεμελιώθηκαν διότι οι θέσεις του χαρακτηρίζονταν από ανεπάρκειες και αντιφάσεις.

 

Ο Εφεσείων προσέβαλε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με την Προσφυγή Αρ. 2064/2021 την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε διά της εφεσιβαλλόμενης απόφασής του ημερ. 12.5.2023.

 

Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπραξε τα εξής:

(α) ελλείψει δικογράφησης νομικών ισχυρισμών στην πρωτόδικη αίτηση ακύρωσης, διενήργησε έλεγχο ουσίας επί της προσβαλλόμενης απόφασης, παρέχοντας στον Εφεσείοντα την ευκαιρία να αναπτύξει τις θέσεις του ενώπιόν του (γραπτώς και προφορικώς) ως προς τη χορήγηση διεθνούς προστασίας·

(β) συμφωνώντας με την Υπηρεσία Ασύλου, έκρινε ότι η αυτοπροβολή του Εφεσείοντα, ως μέλους του IPOB συμμετέχοντος σε διαδήλωση, έπασχε από αοριστία, ρηχότητα, απουσία τόσο βιωματικού στοιχείου όσο και ευλογοφάνειας, και διεπόταν από στοιχεία που έπλητταν σοβαρά την αξιοπιστία του·

(γ) και πάλι ομογνωμώντας με την Υπηρεσία Ασύλου, έκρινε ότι ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα πως κινδύνευε από τους κτηνοτρόφους Fulani δεν ήταν αξιόπιστος.

 

Κατά τον πρώτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν προϊόν επαρκούς και δέουσας έρευνας, καθότι η συνέντευξη του Εφεσείοντα από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ελλιπής και η τελευταία δεν χρησιμοποίησε επαρκώς εξωτερικές πηγές προς επαλήθευση των θέσεων του Εφεσείοντα.

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Κατά το Άρθρο 13 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 73(Ι) του 2018»), στην έφεση εξετάζονται νομικά σημεία μόνο, όπερ σημαίνει ότι το Εφετείο δεν υποκαθιστά την ουσιαστική κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου και του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τη δική του.

 

Ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα περί ανεπαρκούς έρευνας από πλευράς της Υπηρεσίας Ασύλου συνιστά μεν νομικό σημείο, αλλά δεν τεκμηριώνεται.

 

Μελετώντας τα πρακτικά συνέντευξης του Εφεσείοντα από την Υπηρεσία Ασύλου και το επακόλουθο ενδοϋπηρεσιακό σημείωμα, που στοιχειοθετούν τα προπαρασκευαστικά έγγραφα της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, διαπιστώνουμε ότι η Υπηρεσία Ασύλου παρείχε διά των ερωτήσεών της το πλαίσιο στο οποίο ο Εφεσείων είχε την ευκαιρία να προβάλει και τεκμηριώσει τις θέσεις του περί του ότι υπόκειται σε βάσιμο φόβο δίωξης στη Νιγηρία.  Το δε σημείωμα αναφέρεται και επισυνάπτει εξωτερικές πηγές οι οποίες επιβεβαιώνουν επικαλούμενα περιστατικά (την επίθεση ημερομηνίας 25.4.2016 των βοσκών στο χωριό του Εφεσείοντα και τις διαδηλώσεις ημερομηνίας 30.5.2017 υπέρ της οργάνωσης IPOB), όχι όμως την προσωπική εμπλοκή του Εφεσείοντα σε αυτά.

 

Το γεγονός ότι η Υπηρεσία Ασύλου υποχρεούται, βάσει των περί Προσφύγων Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 6(Ι) του 2000») να εξετάσει εξατομικευμένα αίτηση διεθνούς προστασίας προσμετρώντας εξωτερικές πηγές (Άρθρο 18(3) και (7Α)) και αφού -κατά κανόνα- προβεί σε συνέντευξη του αιτούντος (Άρθρα 12Δ(2), 13(1), 13Α και 18(1)-(2Α)) δεν αναιρεί την υποχρέωση του αιτούντος προς τεκμηρίωση της αίτησής του (Άρθρα 16(2) και 18(5)) ούτε εμποδίζει την Υπηρεσία Ασύλου να αποφανθεί ότι η αίτηση είναι αβάσιμη, μεταξύ άλλων, λόγω της κατάληξής της περί αναξιοπιστίας του αιτούντος.

 

Δεδομένης της υποχρέωσης του αιτούντος να τεκμηριώσει την αίτησή του, στην απουσία βάσιμης (κατά τη διοικητική κρίση) τεκμηρίωσης, η Υπηρεσία Ασύλου δεν υποχρεούται να δεχτεί την αίτηση.

 

Εν προκειμένω, με δεδομένο ότι το Εφετείο δεν υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης με τη δική του (Shahini κ.ά. ν. Υπουργείου Εσωτερικών κ.ά., (2010) 3 Α.Α.Δ. 461), δεν εντοπίζουμε περιθώριο παρέμβασής μας επί της διοικητικής ενέργειας, καθότι ο Εφεσείων δεν τεκμηρίωσε ενώπιόν μας νομικό σφάλμα.

 

Κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο Εφεσείων δεν απέδειξε βάσιμο φόβο δίωξης με αποτέλεσμα να μη δικαιούται διεθνή προστασία από τη Δημοκρατία. 

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

Ως προαναφέρεται, η δια των εξωτερικών πηγών επιβεβαίωση των δύο βασικών γεγονότων τα οποία επικαλείται ο Εφεσείων δεν τεκμηριώνει άνευ ετέρου την εμπλοκή του σε αυτά τα συμβάντα και την (εξ αυτής της εμπλοκής) γένεση βάσιμου φόβου δίωξης.

 

Ως Δικαστήριο περιοριζόμενο στην εξέταση νομικών σημείων, δεν εντοπίζουμε περιθώριο παρέμβασης επί της κρίσης ουσίας στην οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο ομογνώμησε με την εκ της Υπηρεσίας Ασύλου αρχική κρίση ουσίας περί του ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας είναι αβάσιμη.

 

Υπό το ίδιο πνεύμα, καθίσταται έκθετος σε απόρριψη και ο τρίτος λόγος έφεσης, κατά τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αναιτιολόγητα έκρινε ότι δεν διαπιστώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης που να δικαιολογεί την παροχή διεθνούς προστασίας στον Εφεσείοντα.

 

Ως προς την αιτίαση περί του αναιτιολόγητου της εφεσιβαλλόμενης δικαστικής απόφασης, κρίνουμε ότι αυτή δεν ευσταθεί.

 

Η πρωτόδικη απόφαση είναι επαρκώς τεκμηριωμένη, παραθέτοντας τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα, την προσβαλλόμενη κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου  και, τέλος, τη δικαστική κρίση ουσίας επ' αυτών των ισχυρισμών, επισημαίνοντας και τεκμηριώνοντας τους λόγους για τους οποίους το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις του Εφεσείοντα, με παραπομπή στις προσήκουσες νομικές διατάξεις ή/και την ερμηνεύουσα αυτές νομολογία, καθώς και στα εφαρμοστέα νομικά κριτήρια (όπως, μεταξύ άλλων, τις γενικές αρχές της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο, αναφορικά με την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του αιτούντος).

 

Ιδίως ως προς τη μη αναγνώριση ευεργετήματος αμφιβολίας υπέρ του Εφεσείοντα, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε εντός του εύρους της νομικής του ευχέρειας, αφού δεν αναγνωρίζεται τέτοιο ευεργέτημα υπέρ αιτούντος ο οποίος κρίνεται αναξιόπιστος (Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά., (2009) 3 Α.Α.Δ. 358).

 

Πριν εξετάσουμε τον τέταρτο λόγο έφεσης, θα εστιάσουμε στον πέμπτο λόγο έφεσης, κατά τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη τα καθήκοντα και εξουσίες του, διότι εσφαλμένα επιχείρησε να καλύψει με δική του έρευνα τις παραλείψεις της Διοίκησης για δέουσα έρευνα, διεκπεραιώνοντας  εργασία διοικητικού οργάνου, ενώ έπρεπε να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και (στο πλαίσιο επανεξέτασης από την Υπηρεσία Ασύλου) να υποβληθεί ο Εφεσείων εκ νέου σε συνέντευξη.

 

Ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

 

H υποπαράγραφος (δ) της παραγράφου 4 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ως αυτή η υποπαράγραφος παρατίθετο στον περί της Όγδοης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2015 (Ν. 130(Ι)/2015) ο οποίος δημοσιεύτηκε και τέθηκε σε ισχύ την 21.7.2015[1], επιτρέπει στο Διοικητικό Δικαστήριο -με απόφασή του επί Προσφυγής- να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει (ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει) την προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον αυτή αφορά (μεταξύ άλλων) σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Προφανώς, στη βάση της άνω συνταγματικής του ευχέρειας, ο κοινός Νομοθέτης θέσπισε τον Νόμο 73(Ι) του 2018 ο οποίος (διά του Άρθρου 3) καθίδρυσε το πρωτόδικο Δικαστήριο και (διά του Άρθρου 11(1)-(3)) του χορηγεί την εξής δικαιοδοσία:

«11.- (1) Κάθε δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ασκεί τις εξουσίες που ανατίθενται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από το Σύνταγμα, τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ νόμου.

(2)    Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφασίζει επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδόμενης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.

(3)       Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας-

(α)   Προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής-

      (i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και

      (ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις

          του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η

          οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή

          παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής

          προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα, και

(β)   επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν:

           Νοείται ότι η προαναφερόμενη δικαιοδοσία αναφορικά με απόφαση ή πράξη που αναφέρεται στο εδάφιο (4) δύναται να ασκηθεί, μόνο αν τέτοια απόφαση ή πράξη εκδόθηκε-

 

     (α)  Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή

             μετά την 20ή Ιουλίου 2015, ή

     (β)   με πρωτοβουλία της αρμόδιας διοικητικής αρχής η οποία αναλαμβάνεται

             μετά την 20ή Ιουλίου 2015.

(4) Οι διατάξεις του εδαφίου (3) εφαρμόζονται αναφορικά με οποιαδήποτε από τις ακόλουθες αποφάσεις ή πράξεις, η οποία θίγει ατομικά τον υποβάλλοντα προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας:

     [.]

   (γ)   δυσμενής απόφαση του Προισταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, επί αίτησης

            διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης απόφασης με την οποία-

      (i) κρίνει αίτηση ως αβάσιμη, όσον αφορά το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το

           Καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ή [.]».

 

 

Εκ του Άρθρου 11(3), αναφύεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να προβεί στον έλεγχο ουσίας τον οποίο διενήργησε (τον οποίο το άνω Άρθρο περιγράφει ως «έλεγχο ορθότητας»).

 

Η δε περί αντίθετου θέση του Εφεσείοντα τελεί σε αντίφαση με την αιτιολογία του τέταρτου λόγου έφεσης (η οποία αναφέρεται στη συνέχεια), όπου ο ίδιος χαρακτηρίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο ως «δικαστήριο ουσίας».

 

Στο πλαίσιο του ελέγχου ουσίας, ευλόγως το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να βασιστεί και σε δεδομένα μεταγενέστερα της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, όπως πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση ασφάλειας στην επαρχία καταγωγής και διαμονής του Εφεσείοντα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικαλέστηκε και δευτερογενή νομοθεσία μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ήτοι το περί Ασφαλών Χωρών Ιθαγένειας Διάταγμα του 2022 (εφεξής «η ΚΔΠ 202/2022») το οποίο (α) εκδόθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών δυνάμει του Άρθρου 12Βτρις του Νόμου 6(Ι) του 2000, (β) δημοσιεύτηκε και τέθηκε σε ισχύ την 27.5.2022 και (γ) ορίζει (μεταξύ άλλων) τη Νιγηρία ως ασφαλή χώρα καταγωγής.

 

Συναφής είναι ο τέταρτος λόγος έφεσης ο οποίος προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν  έπρεπε να βασίσει την εφεσιβαλλόμενη απόφασή του και επί της ΚΔΠ 202/2022 διότι, αφενός, η Υπηρεσία Ασύλου δεν επικαλέστηκε την ΚΔΠ 202/2022 σε πρώτο βαθμό και, αφετέρου, το πρωτόδικο Δικαστήριο (ως Δικαστήριο ουσίας) μπορούσε να  αγνοήσει την ΚΔΠ 202/2022 και να βασιστεί σε εξωτερικές πηγές που πιστοποιούν ότι η Νιγηρία δεν είναι ασφαλής χώρα. 

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:

Παρότι η ΚΔΠ 202/2022 είναι μεταγενέστερη της προσβαλλόμενης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, το πρωτόδικο Δικαστήριο νομιμοποιείτο να τη λάβει υπόψη ως Δικαστήριο ουσίας το οποίο υποκαθιστά την κρίση της Υπηρεσίας Ασύλου με τη δική του.

 

Δευτερευόντως, δεν αντιλαμβανόμαστε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα μπορούσε να «υπερπηδήσει» την ΚΔΠ 202/2022, δεδομένου του καθεστώτος της ως δευτερογενούς νομοθεσίας[2], στην απουσία αμφισβήτησης -από πλευράς του Εφεσείοντα- της εγκυρότητας της ΚΔΠ 202/2022.

 

Ενόψει τούτου, ο Εφεσείων δεν έχει αποσείσει το τεκμήριο κανονικότητας και νομιμότητας το οποίο διέπει την έκδοση της ΚΔΠ 202/2022, ούτε βέβαια το Δικαστήριο υπεισέρχεται σε έλεγχο της σοφίας ή σκοπιμότητάς της.

 

Κατά προέκταση, ο Εφεσείων δεν έχει προβάλει ενώπιόν μας δικονομικά παραδεκτό λόγο ο οποίος να μας επιτρέπει περιθώριο παρέμβασης σε σχέση με την εκ του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσμέτρηση της ΚΔΠ 202/2022 ως στοιχείο απόρριψης της Προσφυγής Αρ. 2064/2021.

 

Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:

 

Η έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζεται το ποσό των 1000 ευρώ, ως κατ' έφεση έξοδα, υπέρ της Εφεσίβλητης και κατά του Εφεσείοντα.

 

 

                                                          Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 



[1] Πλέον, η υποπαράγραφος (δ) παρατίθεται μερικώς αναθεωρημένη στον περί της Δέκατης Έβδομης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2022 (Ν. 103(Ι)/2022).

[2] Το Άρθρο 12Βτρις του Νόμου 6(Ι) του 2000 ενσωματώνει τα Άρθρα 36 και 37 της Οδηγίας 2013/32 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Το δε Άρθρο 37.1 της Οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να διατηρούν ή θεσπίζουν νομοθεσία προβλέποντας τον εθνικό χαρακτηρισμό ασφαλών χωρών καταγωγής για την εξέταση αίτησης προς παροχή διεθνούς προστασίας και, προφανώς, η ΚΔΠ 202/2022 συνιστά τέτοια (δευτερογενή) νομοθεσία.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο