ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 235/2023)

 

19 Ιουλίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΧΧΧ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ

Εφεσείων

 

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 246/2023)

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Εφεσείων

 

v.

 

Α. Π.

Εφεσιβλήτου

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

Κ. Πιερούδη (κα), για τον Εφεσείοντα στην 235/23

Λ. Σίγαρ (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη στην 235/23 και για τον Εφεσείοντα στην 246/23

Μ. Παυλίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο στην 246/23

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.

 

                             Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Οι δύο συνεκδικαζόμενες εφέσεις αφορούν τις ποινές τις οποίες επέβαλε στις 23.11.23 το Κακουργοδικείο Λεμεσού,  κατόπιν παραδοχής, στους Κατηγορούμενους 1 και 2.

 

        Στον Κατηγορούμενο 1, Εφεσίβλητο στην έφεση 246/23, επέβαλε για κλοπή υπό υπαλλήλου (ποσού €30.000) φυλάκιση δύο ετών, για κλοπή ενός κλειδιού αυτοκινήτου (αξίας €350) φυλάκιση τριών μηνών και για κακόβουλη ζημιά (ύψους €200) φυλάκιση δύο μηνών, όλες συντρέχουσες μεταξύ τους (κατηγορίες 2, 4, 5). Τις ποινές αυτές προσβάλλει με ένα λόγο έφεσης ο Γενικός Εισαγγελέας ως έκδηλα ανεπαρκείς και ή ως αποτέλεσμα σφάλματος αρχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

        Στον Κατηγορούμενο 2, Εφεσείοντα στην έφεση 235/23, επέβαλε για κατοχή εκρηκτικών υλών (οκτώ χειροφωτοβολίδων αλεξιπτώτου) φυλάκιση τεσσάρων μηνών και περαιτέρω ενεργοποίησε άλλους τέσσερεις μήνες φυλάκισης που είχαν ανασταλεί κατά την πιο πρόσφατη από τις τρεις προηγούμενες καταδίκες με τις οποίες βαρύνετο (κατηγορία 6). Την ποινή αυτή προσβάλλει ως έκδηλα υπερβολική ο Κατηγορούμενος 2 με τρεις λόγους έφεσης, των οποίων η κοινή συνισταμένη είναι ότι με την επιβληθείσα ποινή ενεργοποιείται διαδοχικά και το υπόλοιπο ποινής φυλάκισης έκτασης 603 ημερών από άλλη παλαιότερη ποινή, η οποία είχε ανασταλεί με προεδρική χάρη, στοιχείο το οποίο δεν είχε τεθεί ενώπιον του Κακουργοδικείου και συνεπώς δεν είχε ληφθεί υπ' όψιν, όπως κανονικά θα έπρεπε.

 

        Συνοπτικά, τα κρίσιμα γεγονότα, όπως εκτέθηκαν στο Κακουργοδικείο έχουν ως εξής:

 

·     Ο Κατηγορούμενος 1 από τις 5.2.19 μέχρι και τις 27.3.23, εργοδοτείτο ως κλητήρας σε εταιρεία ιδιοκτήτρια ξενοδοχείου και μεταξύ των καθηκόντων του ήταν η μεταφορά των εισπράξεων της εργοδότριας του σε τράπεζα για κατάθεση.

·     Ο Κατηγορούμενος 1 μεταξύ των ημερομηνιών 18.3.23 και 26.3.23, συνωμότησε με τρίτο πρόσωπο να σκηνοθετήσουν ληστεία με σκοπό να κλέψουν το ποσό των €30.000 από την εργοδότρια του Κατηγορούμενου 1.

·     Στις 27.3.23 και περί ώρα 11:30, ο Κατηγορούμενος 1, όντας ακόμα υπάλληλος της εταιρείας, παρέλαβε από τον κεντρικό ταμία του ξενοδοχείου, το ποσό των €30.000, περιουσία της εργοδότριας του, με οδηγίες να το καταθέσει στην τράπεζα εκ μέρους της.

·     Την ίδια ημέρα και αφού παρέλαβε το ανωτέρω χρηματικό ποσό, ο Κατηγορούμενος 1 τηλεφώνησε στο τρίτο πρόσωπο με το οποίο είχε προβεί στον σχεδιασμό της κλοπής των χρημάτων και οδήγησε το αυτοκίνητο το οποίο του παραχωρήθηκε για σκοπούς εκτέλεσης των καθηκόντων εργασίας του, περιουσία της εταιρείας Uniwheels Rentals Car Limited, και συναντήθηκαν στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας‑Λεμεσού, στη Λεμεσό.

·     Ο Κατηγορούμενος 1 με το τρίτο πρόσωπο, ως είχαν συμφωνήσει, κτύπησαν με ένα σίδερο το γυαλί της πόρτας του οδηγού του εν λόγω αυτοκινήτου, προκαλώντας του ζημιά ύψους €200.

·     Στη συνέχεια, στο πλαίσιο της σκηνοθετημένης ληστείας, ο Κατηγορούμενος 1 παρέδωσε στο τρίτο πρόσωπο την τσάντα στην οποία βρισκόταν το ποσό των €30.000 και το κλειδί του προαναφερόμενου αυτοκινήτου, αξίας €350. Το τρίτο πρόσωπο ακολούθως έφυγε με το χρηματικό ποσό και το κλειδί του αυτοκινήτου, με σκοπό τη μόνιμη αποστέρηση αυτών από τις ιδιοκτήτριες εταιρείες. Το ποσό των €30.000 και το κλειδί αξίας €350 δεν επιστράφηκαν ποτέ στις ιδιοκτήτριες εταιρείες.

·     Στη συνέχεια ο Κατηγορούμενος 1 κάλεσε την Αστυνομία και κατήγγειλε τη σκηνοθετημένη ληστεία. Αργότερα την ίδια μέρα στα γραφεία του Τ.Α.Ε. Λεμεσού, ο Κατηγορούμενος 1 έδωσε θεληματική κατάθεση, στην οποία ομολόγησε τη διάπραξη των αδικημάτων και το σχέδιο της σκηνοθετημένης ληστείας, με σκοπό την κλοπή του ποσού των €30.000.

·     Στις 27.3.23 και ώρα 19:45, ο Κατηγορούμενος 1, συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος και κατόπιν επίστησης της προσοχής, απάντησε «Παραδέχομαι».

·     Στις 27.3.23, κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του Κατηγορούμενου 2, ερευνήθηκε η οικία του στη Λεμεσό. Κατά την έρευνα, στις 18:15, εντοπίστηκαν σε τσάντα, οκτώ χειροφωτοβολίδες αλεξίπτωτου.

 

Έφεση Γενικού Εισαγγελέως για Έκδηλη Ανεπάρκεια (Αρ. 246/23)

 

        Σε σχέση με την έφεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως η κα Σίγαρ υποστηρίζει ότι το Κακουργοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα ή και παραγνώρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων, τον σκοπό του Νομοθέτη ως συνάγεται από την προγενέστερη αύξηση της προβλεπόμενης ποινής, τις συνθήκες διάπραξης και δη τη σκηνοθετημένη ληστεία με κλοπή ποσού €30.000, την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής προς διατήρηση της εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουμένων, την ανάγκη επιβολής αυστηρών ποινών για αδικήματα εναντίον περιουσίας λόγω της έξαρσης, το αποτρόπαιο του αδικήματος, το γεγονός ότι τα κλαπέντα δεν έχουν επιστραφεί και η ζημιά δεν έχει αποκατασταθεί ενώ από την άλλη έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες του Εφεσίβλητου.

 

        Από την άλλη πλευρά η κα Παυλίδου εκ μέρους του Εφεσίβλητου υποστήριξε την πρωτόδικη ποινή, υποδεικνύοντας ότι το Κακουργοδικείο έλαβε δεόντως υπ' όψιν το λευκό ποινικό μητρώο, το ότι ο Εφεσίβλητος δεν ήταν ο ιθύνων νους, το ότι άλλος διοργάνωσε το όλο σχέδιο, την ψυχική υγεία του Εφεσίβλητου η οποία καθιστά μειωμένη την ευθύνη του, το ότι ο Εφεσίβλητος δεν είχε οποιοδήποτε οικονομικό όφελος αφού τα χρήματα τα οικειοποιήθηκε το τρίτο πρόσωπο, τη συνεργασία του Εφεσίβλητου η οποία οδήγησε στην πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης αφού την ίδια μέρα ανέφερε με ακρίβεια τα γεγονότα που επεσυνέβησαν και την παραδοχή του. Σε καμμιά δε περίπτωση δεν προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές περιστάσεις του Εφεσίβλητου, αφού ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στη ψυχωσική διαταραχή του.

 

        Όπως έχει επανειλημμένως λεχθεί, αποτελεί σταθερή νομολογιακή θέση ότι το καθήκον επιμέτρησης της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο και ότι το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής. Επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση που διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ή όταν η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου, δεν είναι αποτρεπτική και δεν προστατεύει το κοινό (Γενικός Εισαγγελέας ν. Khan, Ποιν. Έφ. 123/23, ημερ. 15.9.23). Όπως αναλυτικότερα τέθηκε στην S.J.L v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/21 κ.ά., ημερ. 27.10.22:

 

«Σε δεύτερο βαθμό, εξετάζεται αν η ποινή εντάσσεται στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία και τα οποία αρμόζουν προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Η έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Η επάρκεια δε της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Το Εφετείο έχει εξουσία επέμβασης μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Στις περιπτώσεις αυτές εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της αρμόζουσας ποινής. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί επίσης όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525)».

 

        Παλαιότερες αποφάσεις επί ποινών ασφαλώς παρέχουν ένδειξη του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής, πλην όμως δεν έχουν τον δεσμευτικό χαρακτήρα τον οποίο ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Αυτό επειδή η ποινή η οποία επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων της υπόθεσης και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 1, Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 61/2020, ημερ. 14.7.22, ECLI:CY:AD:2022:B304).

 

        Το αδίκημα της κλοπής περιουσίας εργοδότη από υπάλληλό του προβλέπεται στο Άρθρο 268 του Ποινικού Κώδικος («Π.Κ.») και εντάσσεται στα αδικήματα κατά περιουσίας, τα οποία ρυθμίζει το Μέρος VI του Π.Κ. Θα πρέπει να σημειωθεί πως για το βασικό αδίκημα της κλοπής (Π.Κ. 262), που τιμωρείται με φυλάκιση τριών ετών ή για κάποιες παραλλαγές της κλοπής που τιμωρούνται με φυλάκιση είτε πέντε ετών [Π.Κ. 265, 266, 272 (1)] είτε επτά ετών (Π.Κ. 263, 264, 272 (2)], ο Νομοθέτης μέχρι σήμερα διατήρησε αναλλοίωτες τις ποινές οι οποίες ίσχυαν κατά την Ανεξαρτησία, θεωρώντας προφανώς ότι, παρά την παρατηρούμενη έξαρση των αδικημάτων κατά περιουσίας, τα συγκεκριμένα τυγχάνουν ικανοποιητικής ποινικής μεταχείρισης από τον Νόμο και από τα Δικαστήρια στο πλαίσιο των πιο πάνω, υφιστάμενων εδώ και χρόνια, ποινών.

 

        Συνεπώς αποκτά ιδιαίτερη και εξέχουσα σημασία το γεγονός ότι δεν ισχύει το ίδιο για τέσσερα εκ των αδικημάτων (κλοπής), τα οποία στην πραγματικότητα αποτελούν διακεκριμένες μορφές κλοπής. Πρόκειται για τις κλοπές υπό δημοσίων λειτουργών (Π.Κ. 267), υπό υπαλλήλων από εργοδότη (Π.Κ. 268), υπό αξιωματούχων εταιρείας (Π.Κ. 269) και υπό αντιπροσώπων (Π.Κ. 270). Το διαφοροποιητικό στοιχείο είναι πως ο Νομοθέτης, σε μια σύντομη περίοδο λίγων ετών, επενέβη δύο φορές αυξάνοντας τις ποινές σε σχέση με τα τέσσερα αυτά αδικήματα. Εν πρώτοις, με τον Ν.43 (I)/2000 αύξησε τις ποινές από επτά σε 10 έτη και εν συνεχεία με τον Ν.84 (I)/2012 αύξησε τις ποινές σε 14 έτη φυλάκισης, οι οποίες ισχύουν μέχρι σήμερα. Εν ολίγοις, είναι ιδιαιτέρως ενδεικτικό ότι εντός περιόδου 12 ετών ο Νομοθέτης εν τη σοφία του, διπλασίασε την προβλεπόμενη ποινή για τα διακεκριμένα αυτά αδικήματα από επτά σε 14 έτη φυλάκισης. Εννοείται πως η βούληση και επιλογή αυτή του Νομοθέτη σχετίζεται άμεσα με το βασικό κοινό χαρακτηριστικό των αδικημάτων αυτών, το οποίο δεν είναι άλλο παρά η εκμετάλλευση της θέσης ή της ιδιότητας την οποία κατέχει ο δράστης και κυρίως η εκμετάλλευση της σχέσης εμπιστοσύνης στην οποίαν ευρίσκεται ο δράστης σε σχέση με το θύμα της εγκληματικής του δραστηριότητας.

 

        Στην προκείμενη περίπτωση έχουμε την εντύπωση ότι πρωτοδίκως τα πιο πάνω δεν είχαν αναδειχθεί στην έκταση που θα αναμένετο. Υπήρξε μεν αναφορά στην πιο πρόσφατη αύξηση, από 10 σε 14 έτη και στο ότι αυτό είναι κάτι που δείχνει ότι ο Νομοθέτης θέλησε να προσδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στο αδίκημα, αλλά αυτό χωρίς τον αναγκαίο συσχετισμό με τον διπλασιασμό των ποινών κατά τα τελευταία χρόνια και την προαναφερθείσα σαφή βούληση του Νομοθέτη για αυστηρότερη αντιμετώπιση. Η οποία βούληση δεν φαίνεται ασύνδετη και με σχετικές διαπιστώσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι τα εγκλήματα αυτής της φύσης είχαν αυξηθεί (Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 19).

 

        Παράλληλα, όσον αφορά τη σοβαρότητα των τριών κατηγοριών, το πρωτόδικο Δικαστήριο την κατέγραψε ξεχωριστά για το κάθε αδίκημα. Για την κλοπή υπό υπαλλήλου είπε ότι η σοβαρότητα προκύπτει κυρίως από την εκμετάλλευση της σχέσης εμπιστοσύνης και η ανάγκη αποτροπής από το ότι το αδίκημα εμπίπτει και στην κατηγορία του οικονομικού εγκλήματος. Για την κλοπή υπέδειξε ότι είναι και αυτή σοβαρή («Σοβαρό είναι και το αδίκημα της κλοπής») και για το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς ότι είναι σοβαρό λόγω της φύσεως του, αφού πλήττει το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα της περιουσίας. Βεβαίως αυτά ήταν όλα ορθά υπό τη σαφή όμως διευκρίνιση ότι τα όσα (με αναφορά στην Παναγίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104) είχαν λεχθεί για την αναγκαιότητα επιβολής αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών στην κλοπή λόγω της έξαρσης, ισχύουν πολλώ μάλλον και για την κλοπή υπό υπαλλήλου, ακριβώς επειδή αυτή πρωτίστως είναι σοβαρότερης ή διακεκριμένης μορφής κλοπή, εξ ου και τιμωρείται πλέον με σχεδόν πενταπλάσια ποινή φυλάκισης από ό,τι το βασικό αδίκημα.

 

        Πολύ ορθά τονίστηκε, με παραπομπή στην υπόθεση Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 391, και το ότι ο χαρακτηρισμός ενός αδικήματος ως σοβαρού δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το ανώτατο όριο ποινής αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το σύνολο των περιστάσεων οι οποίες περιβάλλουν τη διάπραξη του, το μέγεθος της βλάβης και τις εν γένει συνέπειες που η διάπραξη του δυνατόν να επιφέρει στην κοινωνία.  Όπως συναφώς τονίστηκε στην υπόθεση Δημοκρατία v. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, η ταξινόμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς αποτελεί ευθύνη του Νομοθέτη και το ανώτατο όριο ποινής συνιστά έναν από τους παράγοντες οι οποίοι συνθέτουν τη σοβαρότητα του εγκλήματος, τους οποίους το Δικαστήριο, ως ο τελικός κριτής αυτής, οφείλει να λάβει υπ' όψιν του και να συνεκτιμήσει με τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

        Στην παρούσα περίπτωση η σοβαρότητα προέκυπτε τόσο από την ίδια τη φύση του αδικήματος όσο και από τον τρόπο τέλεσής του σε συνδυασμό με τις συνέπειες τις οποίες προκάλεσε. Είναι ουσιώδες πως ο Εφεσίβλητος δεν ήταν ένα τυχαίο πρόσωπο εν σχέσει με την ιδιοκτήτρια των χρημάτων. Ήταν εργοδοτούμενος της και, παρομοίως, δεν ήταν ούτε ένας τυχαίος εργοδοτούμενος. Ο Εφεσίβλητος ήταν ο υπάλληλος στον οποίο η εργοδότρια του εμπιστευόταν καθημερινά την παραλαβή των εισπράξεων του ξενοδοχείου και τη μεταφορά τους για κατάθεση στην τράπεζα. Είναι θέμα κοινής λογικής ότι ο κάθε εργοδότης ένα τέτοιο καθήκον, το οποίο άπτεται της επιβίωσης και επιτυχίας της επιχείρησής του, το αναθέτει σε πρόσωπο ικανό και έμπιστο.

 

        Ο Εφεσίβλητος λοιπόν ήταν το πρόσωπο το οποίο γνώριζε με ακρίβεια τις λεπτομέρειες των καθηκόντων του και των κινήσεων του. Αυτός γνώριζε πότε θα παραλάμβανε χρήματα, πόσα παρέλαβε και ποια διαδρομή θα ακολουθούσε σε κάθε περίπτωση για μια ασφαλή μεταφορά στην τράπεζα. Έπεται πως χωρίς τη δική του επιθυμία και συμβολή στην παροχή των αναγκαίων λεπτομερειών δεν θα ήταν ποτέ δυνατός ο σχεδιασμός μιας σκηνοθετημένης ληστείας με δήθεν θύμα τον ίδιο και πολύ περισσότερο δεν θα ήταν δυνατή η υλοποίηση ενός τέτοιου δόλιου σχεδίου. Επισημαίνουμε δε πως αυστηρή ποινή δικαιολογείται, ακόμα και όταν ο ιθύνων νους είναι άλλο πρόσωπο, στις περιπτώσεις που η εγκληματική ενέργεια δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς τη συνδρομή του κατηγορούμενου (Ahmed κ.ά. v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 801). Επ' αυτού κρίνουμε πως είναι ορθή η θέση του Εφεσείοντος πως ο ρόλος του Εφεσίβλητου στη διάπραξη των αδικημάτων ήταν ουσιαστικός και καίριος. Η απαξία της κλοπής υπό υπαλλήλου έγκειται στην εκμετάλλευση αυτής της σχέσης εμπιστοσύνης και αυτό ακριβώς ήταν που έπραξε ο Εφεσίβλητος στην παρούσα περίπτωση. Προδίδοντας αυτή την εμπιστοσύνη, συμφώνησε με τρίτο πρόσωπο να κλέψουν περιουσία την οποία τού είχε εμπιστευτεί η εργοδότρια του.

 

        Στη βάση ιατρικού πιστοποιητικού είχαν προβληθεί ενώπιον του Κακουργοδικείου, ζητήματα ψυχικής υγείας του Εφεσίβλητου, υπό την έννοια ότι αυτά καθιστούσαν μειωμένη την ευθύνη του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη τη θέση λέγοντας:

 

«Στην προκειμένη, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 5 αλλά και τα όσα ανέφερε σχετικά ο κ. Κλεοβούλου και δεν αμφισβητήθηκαν, λόγω του ότι ο κατηγορούμενος 1 πάσχει από χρόνια ψυχωσική διαταραχή με έντονες ακουστικές ψευδαισθήσεις, πιθανόν σχιζοφρένεια, καθώς και λόγω της λήψης ισχυρών ψυχοφαρμάκων, η ικανότητα κρίσης του είναι σημαντικά μειωμένη, με αποτέλεσμα να γίνεται υπερβολικά υποβόλιμος, δηλαδή να επηρεάζεται από άλλα άτομα. Ως δε περαιτέρω ανέφερε ο συνήγορος του κατηγορούμενου 1, παρά το ότι ο τελευταίος αρχικά συμφώνησε να διαπράξει τα επίδικα αδικήματα, στη συνέχεια όταν αντιλήφθηκε το τι επρόκειτο να γίνει μετανόησε αλλά φοβούμενος τις αντιδράσεις του τρίτου προσώπου, τελικά δεν μπόρεσε να αποσυρθεί από το οργανωμένο σχέδιο. Ως προς τα πιο πάνω πρέπει να λεχθεί ότι παρά το υποβόλιμο και τους φόβους του, ο κατηγορούμενος 1 θα μπορούσε κάλλιστα να ειδοποιήσει την Αστυνομία και όχι να προχωρήσει στην εκτέλεση του εγκληματικού σχεδίου. Παρά ταύτα δεν μας διαφεύγει και λαμβάνουμε υπόψη ότι η ως άνω αναφερόμενη κατάσταση της ψυχικής του υγείας φαίνεται, από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας, ότι διαδραμάτισε κάποιο ρόλο στη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων γεγονός που καθιστά ανάλογα μειωμένη την ευθύνη του και θα επηρεάσει ανάλογα την ποινή που θα του επιβληθεί».

 

        Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα παλαιό πρόβλημα, από το 2006, ακουστικών ψευδαισθήσεων («νομίζει ότι ακούει διάφορες φωνές να τον σχολιάζουν»), του οποίου η ένταση είχε πλέον μειωθεί, ως αναφέρει ο θεράπων ιατρός. Παρέμενε βέβαια το ζήτημα των ψυχοφαρμάκων αλλά, όπως ορθώς ανέφερε το Κακουργοδικείο, παρά το υποβόλιμο και τους φόβους του, θα μπορούσε κάλλιστα να ειδοποιήσει την Αστυνομία και όχι να προχωρήσει στην εκτέλεση του εγκληματικού σχεδίου. Έχουμε ήδη αναφερθεί στο ότι η εταιρεία τον εργοδοτούσε ως πρόσωπο ικανό και κατάλληλο για το σημαντικό καθήκον το οποίο επιτελούσε. Προσθέτουμε  εδώ πως κανένα από τα αναφερθέντα ζητήματα ψυχικής υγείας δεν φαίνεται να αποτελούσε πρόβλημα στην εργοδότησή του στη συγκεκριμένη θέση ή στην άσκηση των καθηκόντων του ή στη συνεννόηση, σχεδιασμό και άψογη υλοποίηση της σκηνοθετημένης ληστείας με το τρίτο πρόσωπο, το οποίο και εγκατέλειψε τη σκηνή με το ποσό των €30.000, ως και είχαν προσυμφωνήσει οι δύο τους. Υπό τις περιστάσεις αυτές θεωρούμε πως ήταν ελάχιστη έως ανύπαρκτη η όποια τυχόν επίδραση της ψυχικής του υγείας στην ποινική του ευθύνη, σε αντίθεση με τη σημασία που τής απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

        Όσον αφορά τους ελαφρυντικούς παράγοντες και με εξαίρεση το θέμα της συνεργασίας με την Αστυνομία (στο οποίο θα γίνει ειδικότερη αναφορά κατωτέρω), σημειώνουμε ότι το Κακουργοδικείο προβαίνοντας σε διεξοδική και εμπεριστατωμένη ανάλυση έλαβε δεόντως υπ' όψιν και συνεκτίμησε ορθά το λευκό ποινικό μητρώο του Εφεσίβλητου, την ομολογία του στην Αστυνομία, την παραδοχή του στο Δικαστήριο και τις προσωπικές, οικογενειακές και λοιπές περιστάσεις του, καθώς και τα προβλήματα υγείας του. Μεταξύ άλλων λήφθηκε υπ' όψιν πως είναι 55 ετών, άγαμος, προερχόμενος από πενταμελή φτωχή οικογένεια, έχοντας υπηρετήσει κανονικά τη στρατιωτική του θητεία χωρίς προβλήματα προσαρμογής. Πέραν της αναφερθείσας ψυχωσικής διαταραχής, πάσχει από (i) Υπερτροφία προστάτη με αυξομειώσεις συμπτωματολογίας και επιπλοκών για τα οποία παρακολουθείται και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, (ii) Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια μέτριας βαρύτητας για την οποία επίσης παρακολουθείται και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, (iii) Λοίμωξη HIV για την οποία λαμβάνει αντιρετροϊκή αγωγή κάθε δύο μήνες και ελέγχεται κλινικοεργαστηριακά κάθε έξι μήνες. Τονίστηκε δε ορθώς πως παρότι όλες οι περιστάσεις αυτές συνυπολογίζονται, εντούτοις σε σοβαρά αδικήματα, των οποίων η συχνότητα επιβάλλει αποτρεπτικές ποινές, οι παράγοντες αυτοί είναι ήσσονος σημασίας αφού προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας (Ιωάννου v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 382, Αργυρού v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 670). Μάλιστα όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία επανεξετάστηκαν σε μεταγενέστερο σημείο και κρίθηκε πως δεν μετέβαλλαν τα δεδομένα της υπόθεσης στα πλαίσια εξέτασης θέματος αναστολής, αφού προείχαν οι σκοποί της γενικής και ειδικής αποτροπής.

 

        Σε σχέση με το ζήτημα της συνεργασίας του Εφεσίβλητου με την Αστυνομία το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

 

«Προς όφελος του κατηγορούμενου 1, λαμβάνουμε υπόψη την παραδοχή και τη συνεργασία του με την Αστυνομία (βλ. Mbakoub v. Δημοκρατίας (2015) 2Α Α.Α.Δ 119), η οποία οδήγησε στην πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, από τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας προκύπτει ότι την ίδια ημέρα, μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, από τη στιγμή της σύλληψης του παραδέχθηκε την εμπλοκή και τον ρόλο του στη διάπραξη των αδικημάτων, αναφέροντας με ακρίβεια τα γεγονότα που επισυνέβησαν και σε θεληματική του κατάθεση, ομολόγησε τη διάπραξη των αδικημάτων και το σχέδιο της σκηνοθετημένης ληστείας με σκοπό την κλοπή του ποσού των €30.000 από την εργοδότρια του. Περαιτέρω λαμβάνουμε υπόψη τη μεταμέλεια που δήλωσε ενώπιον μας μέσω του δικηγόρου του και το ότι αντιλήφθηκε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε».

 

        Είναι γεγονός ότι η συνεργασία με την Αστυνομία συγκαταλέγεται στους ελαφρυντικούς παράγοντες κατά την επιμέτρηση ποινής. Γεγονός όμως είναι επίσης ότι υφίσταται διαβάθμιση στη συνεργασία που δυνατόν να παρατηρηθεί σε διάφορες υποθέσεις. Στην καταγραφείσα και από το Κακουργοδικείο υπόθεση Mbakoup (ανωτέρω) η αναφορά ήταν σε «έμπρακτη συνεργασία» με την Αστυνομία, η οποία «θεωρείται άλλωστε πάντοτε από τη νομολογία ως μετριαστικός παράγων». Στη δε υπόθεση Gani v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 242 αφενός επανατονίστηκε η διαχρονική νομολογιακή αρχή ότι είναι επιθυμητή η ενθάρρυνση της συνεργασίας με τις Αρχές, ως αναγκαίας μεθόδου για την καταπολέμηση του εγκλήματος, με τον έμπρακτο τρόπο της μείωσης της ποινής (που κατά τα άλλα θα επιβαλλόταν) και αφετέρου, κατ' εφαρμογήν της εν λόγω αρχής, κρίθηκε πως η ασυνήθιστα «ολοκληρωτική συνεργασία» με την Αστυνομία, πράγμα το οποίο κατέστησε δυνατή τη σύλληψη των υπολοίπων κατηγορουμένων, έπρεπε να οδηγήσει σε μικρότερη ποινή (με παραπομπή στη Marco v. Republic (1987) 2 C.L.R. 188).

 

        Όπως ευσύνοπτα εξηγείται στο σύγγραμμα Sentencing and Criminal Justice, Andrew Ashworth, 6η έκδοση, σ. 189: «...a person who assists the prosecution by giving evidence to the police and/or evidence in court which enables the detection and conviction of other offenders can expect credit for this at common law...». Σύμφωνα δε με την αγγλική υπόθεση R. v. A and B (1991) 1 Cr. App. R. (S.) 52 ιδίως χρήσιμη κρίνεται η συνεργασία ή βοήθεια η οποία οδηγεί στην καταδίκη άλλου κατηγορούμενου για την υπόθεση ή προκαλεί την παραδοχή του (βλ. και «Επιμέτρηση και Επιβολή Ποινών στο Κυπριακό Νομικό Σύστημα», Α. Καπαρδής & Η. Στεφάνου, 2020, σ. 270).

 

        Βέβαια, το κατά πόσον θα υπάρξει συνεργασία και σε ποιο βαθμό, (αν θα είναι μερική ή ολοκληρωτική κ.λπ.), είναι ζήτημα το οποίο εξαρτάται από την επιθυμία του κάθε κατηγορούμενου και δεν υπάρχει τρόπος να υποχρεωθεί να το πράξει. Μάλιστα, όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Mpakoub (ανωτέρω), σε περίπτωση άρνησης προσώπου που κατέχει σημαντικές πληροφορίες να συνεργαστεί, είναι σοφό να αποφεύγονται σχόλια για την επιλογή του κατηγορούμενου, ούτως ώστε το Δικαστήριο να παρουσιάζεται σε κάθε στάδιο αποστασιοποιημένο και κατ' επέκταση να είναι αλλά και να φαίνεται αντικειμενικό. Στην περίπτωση όμως που υπάρχει συνεργασία απόκειται στο Δικαστήριο να την αξιολογήσει και να αποδώσει την πρέπουσα σημασία κατά την επιβολή της ποινής.

 

        Η υπόθεση Φραγκίσκου v. Δημοκρατίας (2015) 2(Β) Α.Α.Δ. 833 ήταν περίπτωση στην οποία μια εκ των συνεργών αντιμετωπίστηκε επιεικέστερα αφού όχι μόνο συμμετείχε στην ελεγχόμενη παράδοση παρανόμων ουσιών αλλά κατονόμασε το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου είχαν εισαχθεί τα ναρκωτικά και δήλωσε έτοιμη να καταθέσει ενόρκως προς τεκμηρίωση της ενοχής όλων των εμπλεκομένων. Εν όψει της στάσης της αυτής κρίθηκε δικαιολογημένη η καταλυτική επίδραση της συνεργασίας της στη διαφοροποίηση της ποινής της από εκείνη του εφεσείοντος. Αν και αφορούσε υπόθεση ναρκωτικών, θεωρούμε ότι, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύουν και σε άλλες υποθέσεις τα πιο κάτω λεχθέντα στην υπόθεση Φραγκίσκου (ανωτέρω):

 

«Η πλήρης διαλεύκανση εγκληματικών δραστηριοτήτων οι οποίες περιστρέφονται γύρω από την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ιδίως η προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης των προσώπων που διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στην εγκληματική αυτή συμπεριφορά, είναι έργο δύσκολο και πολύπλοκο. Στις πλείστες των περιπτώσεων είναι αναγκαία η αναζήτηση μαρτυρίας από πρόσωπα που εμπλέκονται στις έκνομες αυτές δραστηριότητες. Πρόσωπα που συνήθως είναι απρόθυμα να συνδράμουν τις προσπάθειες των διωκτικών αρχών. Ο φόβος τόσο για τη δική τους ασφάλεια όσο και γι' αυτή του στενού οικογενειακού και φιλικού τους περιβάλλοντος λειτουργεί αποτρεπτικά. Ο κίνδυνος που αναλαμβάνουν ως αποτέλεσμα της απόφασής τους να συνεργαστούν με την Αστυνομία, σε συνάρτηση με το βαθμό συνεργασίας και την έκταση και φύση των πληροφοριών που παρέχουν, θα πρέπει να συνεκτιμούνται από τα Δικαστήρια κατά το στάδιο της επιβολής ποινής στα πρόσωπα αυτά. Όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος και όσο πολυτιμότερη είναι η συνδρομή τόσο περισσότερο θα πρέπει αυτό να αντανακλάται στο ύψος της ποινής που επιβάλλεται».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Στην παρούσα περίπτωση είναι γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος, άμα τη συλλήψει του, ανέφερε «με ακρίβεια τα γεγονότα», τα οποία προφανώς αφορούσαν και το τρίτο πρόσωπο, καθώς και τον ρόλο εκείνου στη διάπραξη των αδικημάτων. Πλην όμως δεν υπήρξε οποιαδήποτε συνέχεια προς την κατεύθυνση τεκμηρίωσης της ενοχής όλων των εμπλεκομένων. Αντιθέτως υπήρξαν αλλεπάλληλες ρητές δηλώσεις ότι δεν ήταν πρόθυμος να καταθέσει εναντίον του τρίτου προσώπου, το οποίο και είχε κατονομάσει ως τον υποκινητή (ιθύνοντα νου), καθώς και ως το πρόσωπο το οποίο είχε οικειοποιηθεί τα χρήματα. Όπως έχουμε πει ήδη, αυτό ήταν απόλυτο δικαίωμά του και είναι πλήρως σεβαστή η επιλογή του. Πλην όμως θεωρούμε πως συνιστούσε σφάλμα η πρωτόδικη κρίση ότι η συνεργασία του με την Αστυνομία οδήγησε στην πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης υπό την έννοια ότι στην παρούσα δεν υπήρξε σε καμμιά περίπτωση πλήρης ή ολοκληρωτική συνεργασία και πολλώ μάλλον ο αναφερθείς στην υπόθεση Φραγκίσκου (ανωτέρω) μέγιστος βαθμός συνεργασίας. Εδώ υπολείπετο του επιπέδου εκείνου που θα οδηγούσε τον κάθε ένοχο στην κρίση της Δικαιοσύνης και μάλιστα εκείνον ο οποίος είχε την ιδέα, καθώς και το οικονομικό όφελος. Ο δε μη εντοπισμός των κλαπέντων είναι απλώς ακόμα μια επιπλέον ένδειξη περί του ότι δεν υπήρξε πλήρης διαλεύκανση της υπόθεσης.

 

        Πριν την κατάληξή μας θεωρούμε χρήσιμη την αναφορά στην υπόθεση Πέτρου v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 219. Αφορούσε κλοπή υπό τραπεζικού υπαλλήλου ποσού Λ.Κ.36.000 σε εποχή που για το αδίκημα ίσχυε η αρχική ποινή των επτά ετών φυλάκισης και πρωτοδίκως είχε σημειωθεί τότε πως αυτής της φύσης τα αδικήματα δεν παρουσίαζαν έξαρση όπως συνέβαινε παλαιότερα. Ο εφεσείων εκεί ήταν 31 ετών με τρία μικρά παιδιά και είχε εξοφλήσει ολόκληρο το κλαπέν ποσό, με μεταβίβαση ισάξιων περιουσιακών στοιχείων. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως τα αναγνωρισθέντα ελαφρυντικά δεν αντανακλούντο στην ποινή την οποία και μείωσε από 2,5 έτη σε 18 μήνες φυλάκιση.

 

        Καταληκτικά, έχουμε την άποψη πως στην παρούσα το στοιχείο της έκδηλης ανεπάρκειας της ποινής βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα, μετά από συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης και των περιστάσεων που αφορούν τον Εφεσίβλητο. Κρίνουμε ότι αφενός δεν αντικατοπτρίζεται στην ποινή (των δύο ετών) η διαδοχική αύξηση των προβλεπόμενων ποινών για το αδίκημα του Π.Κ. 268, όπως και η συνακόλουθη ανάγκη για πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα εν όψει της σοβαρότητας και αφετέρου ότι δόθηκε δυσανάλογη βαρύτητα στο ελαφρυντικό της ψυχικής υγείας και κυρίως σε αυτό της συνεργασίας του Εφεσίβλητου, ως εξηγήσαμε προηγουμένως.

 

        Στη βάση των ανωτέρω η ποινή στην κατηγορία 2 κρίνεται ως έκδηλα ανεπαρκής και αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

Έφεση Κατ/νου 2 για Έκδηλη Υπερβολικότητα (Αρ. 235/23)

 

        Σε σχέση με την έφεση υπ' αριθμό 235/23 θεωρούμε πως δεν απαιτείται εκτεταμένη ανάλυση. Είναι αποδεκτό εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέως ότι πράγματι δεν είχε τεθεί ενώπιον του Κακουργοδικείου η ενημέρωση ότι σε περίπτωση επιβολής ποινής άμεσης φυλάκισης θα ενεργοποιούντο άλλες 603 ημέρες φυλάκισης, από παλαιότερη ποινή, το υπόλοιπο της οποίας είχε ανασταλεί με προεδρική χάρη. Εννοείται βέβαια ότι την υποχρέωση ενημέρωσης είχαν τόσο η Κατηγορούσα Αρχή όσο και ο Εφεσείων, ως είχε λεχθεί στην υπόθεση Γεωργιάδης v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 20/2021, ημερ. 19.10.21. Δυστυχώς δεν είναι η πρώτη φορά που παρατηρείται η παράλειψη αυτή με όλες τις δυσμενείς συνέπειες για όλους τους παράγοντες της δίκης και γενικά για το σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει εξευρεθεί κάποια ρύθμιση η οποία να θέσει τέρμα στο φαινόμενο αυτό. Ενώπιόν μας έχει λεχθεί πως κατά την έκθεση των γεγονότων η Κατηγορούσα Αρχή δεν γνώριζε για την προεδρική χάρη «από τον σχετικό ποινικό φάκελο και το ποινικό μητρώο του Εφεσείοντα». Ίσως με κάποιες απλές οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέως για ενημέρωση του ποινικού μητρώου στις περιπτώσεις που απονέμεται προεδρική χάρη, να επελύετο το ζήτημα.

 

        Εν πάση περιπτώσει, γεγονός παραμένει πως δεν είχε ενημερωθεί το Κακουργοδικείο για την παλαιότερη προεδρική χάρη και τους όρους υπό τους οποίους είχε δοθεί. Δεν υπάρχει δε οποιαδήποτε αμφιβολία πως εάν είχε ενημερωθεί θα ακολουθούσε εντελώς διαφορετική πορεία αφού ως έχει λεχθεί στην υπόθεση Παπαχρίστου v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 62:

 

«Είναι θεμελιωμένη αρχή της επιβολής ποινών ότι όταν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε ένα κατηγορούμενο ή όταν επιβάλλεται μια ποινή και ταυτόχρονα ενεργοποιείται άλλη ανασταλείσα ποινή, διαδοχικά προς την δεύτερη ποινή που επιβάλλεται, το καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή είναι να βεβαιωθεί πως το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (Δέστε: Bocskei [1970] 54 Cr. App. R. 519). Το επιβάλλον  ποινή Δικαστήριο, υπό συνθήκες όπως της παρούσας υπόθεσης, θα πρέπει να λάβει υπόψη του και την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του αδικήματος και της ποινής. Σε κάθε περίπτωση η συνολική ποινή που επιβάλλεται σε ένα κατηγορούμενο πρέπει να είναι ανάλογη προς το αδίκημα που διέπραξε. Οι ίδιες αρχές ισχύουν και στην περίπτωση  ενεργοποίησης ποινής φυλάκισης διαδοχικά προς την επιβαλλόμενη ποινή. Και πάλιν σε τέτοια περίπτωση το τελικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο των ποινών είναι υπερβολικό και αν είναι υπερβολικό να το μειώσει έτσι ώστε να είναι δίκαιο για τον κατηγορούμενο (Δέστε: Rafferty, 23.11.71, 2800/B/71, η οποία αναφέρεται στο σύγγραμμα D.A. Thomas, Principles of Sentencing, 2nd Ed., p. 255)».

 

        Στη βάση των πιο πάνω και με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέως ότι ακόμα και σε περίπτωση ενημέρωσης δεν θα υπήρχε οποιαδήποτε διαφοροποίηση στην ποινή ή ότι η ποινή είναι αρμόζουσα και δεν θα μπορούσε να μειωθεί περαιτέρω ακόμα και αν ήταν εις γνώσιν του Κακουργοδικείου η ενεργοποίηση (των 603 ημερών) ή ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε που μπορεί να γίνει σήμερα. Οι 603 ημέρες ισοδυναμούν με επιπλέον 20 μήνες φυλάκισης και δεν έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι και το Κακουργοδικείο στη βάση των αρχών της συνολικότητας και αναλογικότητας δεν θα επέβαλλε ούτε είχε πρόθεση να επιβάλει συνολική ποινή 28 μηνών φυλάκισης για το συγκεκριμένο αδίκημα. Υπενθυμίζουμε πως πρόκειται για κατοχή οκτώ χειροφωτοβολίδων αλεξιπτώτου. Αναμφίβολα η συνολική ποινή κρίνεται ως έκδηλα υπερβολική και δικαιολογείται επέμβασή μας προς αποκατάσταση των πραγμάτων.

 

        Η εξεύρεση της κατάλληλης ποινής σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι πάντοτε εύκολο εγχείρημα σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας. Η υφιστάμενη νομολογία καταδεικνύει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, οποτεδήποτε αντιμετώπισε παρόμοιες περιπτώσεις, στις οποίες η ενεργοποίηση καθιστούσε την ποινή υπερβολική, επενέβη με οποιονδήποτε τρόπο ήταν αναγκαίος με απώτερο πάντα στόχο τη μη ενεργοποίηση της ποινής για την οποία είχε δοθεί η προεδρική χάρη. Έτσι, για παράδειγμα, στην Παπαχρίστου (ανωτέρω) αντικατέστησε τη φυλάκιση με πρόστιμο, στη Γεωργίου v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 155 αντικατέστησε τη φυλάκιση με εγγύηση, στη Μιχαήλ v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 243 ανέστειλε τη φυλάκιση, όπως έπραξε και στη Σωτηριάδου v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 356.

 

        Η παρούσα περίπτωση μας έχει προβληματίσει και για τον επιπλέον λόγο ότι πέραν της 4μηνης φυλάκισης διετάχθη πρωτοδίκως και ενεργοποίηση άλλων 4 μηνών από παλαιότερη ποινή, κάτι το οποίο δεν εντοπίσαμε να είχε συμβεί σε άλλη υπόθεση στην οποία προέκυψε παρόμοιο θέμα. Μάλιστα, στη βάση των οδηγιών του Κακουργοδικείου για συνυπολογισμό του χρόνου που τελούσε σε προφυλάκιση (από 27.3.23) είναι αντιληπτό ότι περίπου από την απαγγελία της κρινόμενης ποινής (23.11.23) ο Εφεσείων κρατείται στη βάση της ενεργοποιηθείσας ποινής φυλάκισης των 603 ημερών. Εξαιτίας των συνεπειών αυτών και συγκεκριμένα της έκτισης τουλάχιστον 16 μηνών φυλάκισης θεωρούμε ακατάλληλη λύση την επιβολή χρηματικής ποινής ή εγγύησης. Άλλωστε δεν αμφισβητείται ότι η φυλάκιση ήταν η αρμόζουσα ποινή υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Συμφωνούμε όμως πως εάν το Κακουργοδικείο ήταν ενήμερο για την προεδρική χάρη λογικό θα ήταν να επέβαλλε φυλάκιση με αναστολή χωρίς να διατάξει ενεργοποίηση παλαιότερης ποινής φυλάκισης. Η επιλογή αυτή παρέχεται και στο Εφετείο και δεν συμφωνούμε με την εισήγηση ότι δεν έχει σημασία μια τέτοια επιλογή σήμερα. Κρίνουμε πως ισχύουν και εδώ τα αναφερθέντα στην υπόθεση Μιχαήλ (ανωτέρω) που έχουν ως εξής:

 

«Στη δική μας περίπτωση ήδη αναφέραμε ότι η πλευρά του εφεσείοντος δεν εισηγήθηκε ότι δε θα έπρεπε να επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Απλώς ήταν η θέση της ότι η ποινή θα έπρεπε να ανασταλεί. Παρόλο που από την επιβολή της ποινής των 14 μηνών μέχρι σήμερα έχει περάσει αρκετός χρόνος που κάτω από άλλες συνθήκες δε θα καθιστούσε κατάλληλη την υπόθεση για να διατάξουμε αναστολή της ποινής σε αυτό το στάδιο, εντούτοις με τα ιδιαίτερα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, που αν ανασταλεί η ποινή δε θα έχει ως συνέπεια την ενεργοποίηση της ποινής που αναστάληκε με προεδρική χάρη, καταλήγουμε ότι η αναστολή της ποινής έχει τη σημασία της».

(Έμφαση δοθείσα)

 

Κατάληξη

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω στην έφεση υπ' αριθμό 235/23:

 

        (α)   Ακυρώνεται η διαταγή ενεργοποίησης της ανασταλείσας στην υπόθεση υπ' αρ. 2721/21 του E.Δ. Λεμεσού ποινής φυλάκισης 4 μηνών, που είχε επιβληθεί στον Κατηγορούμενο 2 Εφεσείοντα.

 

        (β)   Αναστέλλεται η εκτέλεση της ποινής φυλάκισης 4 μηνών που επέβαλε το Κακουργοδικείο Λεμεσού, για περίοδο τριών ετών από την επιβολή της, ήτοι από 23.11.23 (Εξηγούνται η σημασία και οι συνέπειες της αναστολής στον Εφεσείοντα).

 

        Στην έφεση υπ' αρ. 246/23 η πρωτοδίκως επιβληθείσα στην κατηγορία 2 ποινή φυλάκισης ακυρώνεται και αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 3 ετών.

 

 

 

            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο