ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 19/2018)
15 Ιουλίου 2024
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
ΠΟΛΥΣ ΜΙΤΣΙΓΓΑΣ,
Εφεσείων
v.
1. ΘΕΚΛΑΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ
2. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΨΗΛΟΓΕΝΗ,
Εφεσιβλήτων
Ε. Μιχαήλ (κα) με Στ. Μιχαήλ (κα) για Ε. Μιχαήλ & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για Εφεσείοντα
Στ. Χριστοδούλου με Α. Μούσκου (κα) για Στέλιος Αμερικάνος & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους
------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία απορρίφθηκε η απαίτηση του εφεσείοντα/ενάγοντα εναντίον των εφεσιβλήτων/εναγομένων, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Αποτελεί και αποτελούσε και πρωτοδίκως, κοινό έδαφος ότι ο εφεσείων, ιατρός γυναικολόγος σε ιδιωτικό ιατρικό κέντρο στη Λευκωσία, προσέφερε ιατρικές υπηρεσίες στην εφεσίβλητη 1 (τοκετό). Κατά την εισαγωγή της εφεσίβλητης 1 στο εν λόγω ιατρικό κέντρο, αυτή υπέγραψε σχετικά έγγραφα τα οποία περιελάμβαναν έγγραφο τιτλοφορούμενο «Συμφωνία Εισαγωγής» και έγγραφο τιτλοφορούμενο «Ανάληψη Υποχρέωσης Πληρωμής Ασθενούς». Το τελευταίο, συνυπέγραψε ο εφεσίβλητος 2, σύζυγος της εφεσίβλητης 1. Η απαίτηση του εφεσείοντα εναντίον των εφεσιβλήτων ήταν για ποσό €1.500.-, ως αμοιβή για τις ως άνω υπηρεσίες του.
Η υπεράσπιση των εφεσιβλήτων εδραζόταν στο ότι, ενώ, ως άτομα με αναπηρία (κώφωση), δικαιούνταν σε δωρεάν ιατροφαρμακευτική φροντίδα στο Μακάρειο Νοσοκομείο, ο εφεσείων τους πρότεινε, και αυτοί αποδέχτηκαν, να αναλάβει αυτός τον τοκετό χωρίς οποιανδήποτε αμοιβή από τον ίδιο, εφόσον αυτοί κάλυπταν τα έξοδα του ιατρικού κέντρου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μέσα από τη διεργασία της απόφασής του, έχοντας αποδεχτεί την εξόφληση, από μέρους των εφεσιβλήτων, της χρέωσης του ιατρικού κέντρου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν είχε εκδώσει το τιμολόγιο το οποίο είχε παρουσιάσει κατά τη δίκη, δεν είχε χρεώσει τους εφεσίβλητους για τις υπηρεσίες του και, συνεπώς, οι εφεσίβλητοι, κατά το εξιτήριό τους, ουδεμία υποχρέωση είχαν έναντι στον εφεσείοντα, ως η αξίωσή του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τον εφεσείοντα ως αναξιόπιστο, ενώ τους μάρτυρες που παρουσίασε η υπεράσπιση, ως αξιόπιστους.
Την πρωτόδικη απόφαση, ο εφεσείων προσβάλλει με δεκατρείς λόγους έφεσης.
Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσιβλήτων. Προχωρούμε με την εξέταση αυτών, προβαίνοντας σε παράλληλη εξέταση συγκεκριμένων λόγων έφεσης, όπου κρίνεται ορθό, ως αποτέλεσμα συνάφειάς τους επί της ουσίας.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων, καθορίζοντας, ως επίδικο θέμα, την ύπαρξη σχετικής συμφωνίας, μεταξύ εφεσείοντα και εφεσιβλήτων, για την πληρωμή του τοκετού. Προβάλλεται, συναφώς, η υπογραφή της ανάληψης υποχρέωσης πληρωμής, ως συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, επομένως παραδεκτό γεγονός, μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης ή προσπάθειας ανατροπής του αποτελέσματος που αυτό επέφερε ή θα έπρεπε να επιφέρει στην υπόθεση. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, αποδίδεται, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σφάλμα εις το ότι εναπόθεσε, στον εφεσείοντα, το βάρος απόδειξης της ύπαρξης συμφωνίας για πληρωμή των εξόδων του τοκετού, δεδομένης της ως άνω συμφωνίας ανάληψης υποχρέωσης πληρωμής, η οποία δημιουργούσε τεκμήριο δέσμευσης. Με δε, τον τρίτο λόγο έφεσης, σφάλμα αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, στην αποδοχή εξωγενούς μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, με την οποία επιχειρούσαν να αντικρούσουν τους όρους της πιο πάνω συμφωνίας.
Είναι χρήσιμο να τεθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας συνοψίσει την προσκομισθείσα, από τις διάδικες πλευρές, μαρτυρία, κατέγραψε, ως κοινώς αποδεκτά γεγονότα, ότι «Ο ενάγων παρακολουθούσε την εναγομένη 1 κατά τη διάρκεια που κυοφορούσε. Κατά αυτό το χρονικό διάστημα, η εναγομένη τον επισκέφτηκε 16 φορές και κάθε φορά πλήρωνε €50. Η εναγομένη 1 γέννησε στο Αρεταίειο. Κατά την εισαγωγή της υπέγραψε το Τεκμήριο Α στην ένορκη δήλωση του ενάγοντα, στο οποίο επίσης υπέγραψε ως εγγυητής της ο εναγόμενος 2. Την 1η Δεκεμβρίου 2012 ο εναγόμενος 2 εξόφλησε τα έξοδα της κλινικής. Μετά τη γέννα επισκέφτηκαν ακόμα δύο φορές τον ενάγοντα. Η πρώτη γραπτή ειδοποίηση που έστειλε ο ενάγοντας στους εναγομένους ήταν στις 30.11.2015, ως το Τεκμήριο Γ στην ένορκή του δήλωση.»
Δεδομένων των δικογραφημένων θέσεων και της προβαλλόμενης, από τους εφεσίβλητους, υπεράσπισης, αλλά και τη μη αμφισβήτηση της παροχής ιατρικών υπηρεσιών από τον εφεσείοντα στην εφεσίβλητη 1, η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής διαπίστωσε ότι «Ό,τι είναι επίδικο είναι κατά πόσο οι εναγόμενοι έχουν υποχρέωση προς τον ενάγοντα να του πληρώσουν τις υπηρεσίες του αυτές στη βάση του Τεκμηρίου Α που επισυνάπτει στην ένορκή του δήλωση. Οι εναγομένοι ισχυρίζονται ότι ως δικαιούχοι δωρεάν περίθαλψης στο Μακάριο Νοσοκομείο, ουδέποτε θα έκαναν τον τοκετό στο Αρεταίειον εάν ο ενάγοντας δεν τους διαβεβαίωνε ότι δεν θα τους χρέωνε για τις υπηρεσίες του. Ο ενάγων από την άλλη επιμένει ότι ουδέποτε έδωσε τέτοια υπόσχεση.
Προκειμένου να επιτύχει η αγωγή, η ενάγων οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη υποχρέωσης των εναγομένων έναντί του, για την οποία φέρει και το βάρος απόδειξης, κατά πόσο δηλ. όντως δικαιούται στην απαίτησή του ήτοι υπήρχε σχετική συμφωνία με τους εναγομένους για πληρωμή του τοκετού. Επομένως ο ενάγων είναι αυτός που οφείλει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η εκδοχή που παρουσιάζει είναι η πιο πιθανή να έχει συμβεί»
Είναι προφανές ότι αφετηρία στην όλη επιχειρηματολογία και παράπονο της πλευράς του εφεσείοντα, αποτελεί η θεώρηση ότι τα έγγραφα που υπέγραψαν οι εφεσίβλητοι, κατά την εισαγωγή της εφεσίβλητης 1 στο ιατρικό κέντρο, αναλαμβάνοντας υποχρέωση πληρωμής, συνιστούσαν συμφωνία μεταξύ του εφεσείοντα και αυτών για πληρωμή που δεν επιδεχόταν άλλης ερμηνείας ή αμφισβήτησης.
Η υπογραφή των εν λόγω εγγράφων, εμφανώς δεν απεκάλυπτε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων. Ως γεγονός, δεν αποκάλυπτε συμφωνία πέραν των αναφερομένων σε αυτά. Επισημαίνεται ότι στα εν λόγω έγγραφα, γίνεται αναφορά σε έκδοση ξεχωριστού τιμολογίου από τον ιατρό. Επομένως, ακόμα και δεδομένης της αναφοράς σε ανάληψη υποχρέωσης πληρωμής των ιατρικών εξόδων, ουδόλως αναιρείται η συσχέτιση αυτής της υποχρέωσης με την ξεχωριστή χρέωση του ιατρού.
Δεν πρέπει να συγχέονται τα δεδομένα. Ο εφεσείων είχε υποχρέωση να αποδείξει την οφειλή των εφεσιβλήτων. Αυτό επιχείρησε να πράξει μέσω του ισχυρισμού του περί ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ τους. Είναι, όντως, επίδικο θέμα το αν υπήρξε τέτοια υποχρέωση πληρωμής και, κατ' επέκταση, τέτοια συμφωνία. Ενάντια των οποίων, οι εφεσίβλητοι προέβαλαν την προαναφερθείσα υπεράσπιση, καθιστώντας καθ' όλα επιτρεπτό και θεμιτό, να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους με μαρτυρία.
Ουδέν σφάλμα εντοπίζεται στις διαπιστώσεις και διαχείριση της υπόθεσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Είναι εσφαλμένη η, από την πλευρά του εφεσείοντα, αναγωγή της συγκεκριμένης ανάληψης υποχρέωσης πληρωμής σε αδιαμφησβήτητη απόδειξη της αμφισβητούμενης, από τους εφεσίβλητους, υποχρέωσης πληρωμής.
Χωρίς έρεισμα κρίνονται να είναι οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3, οι οποίοι και απορρίπτονται.
Ανάλογες διαπιστώσεις υφίστανται και αναφορικά με τον όγδοο λόγο έφεσης, ο οποίος προβάλλει ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν εκδόθηκε το κατατεθέν, ως τεκμήριο, τιμολόγιο και ότι ο εφεσείων δεν όχλησε τους εφεσίβλητους για πληρωμή, δεν είναι καταδικαστικά για την αξίωση του. Κι αυτό στη βάση του ότι η επιστολή που στάληκε στις 30.11.2015 και η αγωγή που καταχωρήθηκε ενεργοποίησαν την υποχρέωση των εφεσιβλήτων να πληρώσουν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύτηκε στο ορθό πλαίσιο κάθε τι σχετικό με τα επίδικα θέματα. Στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας, το απασχόλησαν και θέματα ως τα ανωτέρω, για να καταγράψει, τελικώς, τις διαπιστώσεις του, σε συνάρτηση και με το τι αναφερόταν στα πιο πάνω έγγραφα που υπέγραψαν οι εφεσίβλητοι. Ανέφερε, προς τούτο, ότι «Ως το εν λόγω τεκμήριο καταγράφεται γιατροί χρεώνουν ξεχωριστά τους ασθενείς τους. Είναι εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων δεν εξέδωσε το επίδικο τιμολόγιο και επομένως ο ενάγων δεν τους χρέωσε τις υπηρεσίες του, έτσι ώστε να ενεργοποιηθεί η οποιαδήποτε υποχρέωσή τους δυνάμει της συμφωνίας - Τεκμήριο Α, έτσι ώστε κατά το εξιτήριο να έχουν την οποιαδήποτε υποχρέωση έναντί του ως το δικαίωμα που επικαλείται με την αγωγή του.»
Είναι ορθές οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η μετά τρία χρόνια αναζήτηση πληρωμής κατ' ισχυρισμόν οφειλής δεν θα μπορούσε να καταστήσει οφειλόμενο, ποσό που ουδέποτε κατέστη οφειλόμενο.
Ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης προσβάλλει την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αποδίδεται σφάλμα εις το ότι ο εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος από συνδυασμό τοποθέτησης του με ερώτηση του συνηγόρου του προς μάρτυρα υπεράσπισης.
Αξιολογώντας τον εφεσείοντα και την εκδοχή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε τα εξής:
«Η εκδοχή του ενάγοντα έτσι όπως εκτέθηκε, παρουσιάζει αδυναμίες, εφόσον ο ίδιος αδυνατεί να στοιχειοθετήσει ισχυρισμούς τους οποίους προβάλλει. Έχει υποπέσει σε αχρείαστες αντιφάσεις και τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αβίαστα εξάγονται ως κοινό έδαφος μεταξύ των μερών, δεν είναι σε αρμονία με την εκδοχή του. Εξηγώ σε σχέση με την πιο πάνω διαπίστωσή μου.
Ο ενάγων στηρίζει την απαίτησή του, στη συμφωνία Τεκμήριο Α και στο τιμολόγιο Τεκμήριο Β, τιμολόγιο το οποίο οι εναγομένοι ως ισχυρίζονται ουδέποτε τους κοινοποιήθηκε και ουδέποτε έλαβαν. Οι θέσεις που προβάλλει ο ενάγων σε σχέση με την έκδοση του τιμολογίου είναι αντικρουόμενες, Η πρώην γραμματέας του, Ψηλογένη (4η μάρτυρας για τους εναγομένους), ισχυρίζεται ότι εάν όντως είχε εκδοθεί το εν λόγω τιμολόγιο, ως γραμματέας του θα έπρεπε να το γνώριζε. Η πλευρά του ενάγοντα απέρριψε τη θέση της αυτή κατά την αντεξέτασή της. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Εσύ από που και ως που να ενημερωθείς; Αφού εσύ δεν χρωστούσες λεφτά, είναι οι εναγόμενοι που χρωστούσαν λεφτά» με τη μάρτυρα να απαντά:
«Σαν γραμματέας του, εγώ εκδίδω τα τιμολόγια, άρα έπρεπε να γνωρίζω ότι έπρεπε να είχε τιμολόγιο από την στιγμή που εγώ εκδίδω τα τιμολόγια, στα 1-2 χρόνια πριν απολυθώ.»
Ο λόγος που αναφέρω τα πιο πάνω καταγράφοντας μάλιστα αυτούσιο το σχετικό διάλογο, είναι για να επισημάνω τις αντιφάσεις της πλευράς του ενάγοντα. Ενώ κατά την αντεξέταση της Ψηλογένη αμφισβητείται η θέση της ότι θα έπρεπε να γνώριζε για το τιμολόγιο, ο ενάγων κατά την κατά την αντεξέταση του ισχυρίστηκε ότι αυτή το ετοίμασε. Ακολουθεί το εν λόγω απόσπασμα:
Ερώτηση: «Ποιος εξέδωσε το τιμολόγιο που έχετε σημειώσει ως Τεκμήριο Β στη δήλωσή σας;»
Απάντηση: «Το τιμολόγιο το εκδίδει η γραμματέας μου και το υπογράφω εγώ.»
Ερώτηση: «Δηλαδή, είναι λογικό να υποθέσει κάποιος ότι το εξέδωσε ο Μαρία Ψηλογένη;»
Απάντηση: «Εκείνο τον καιρό υπήρχε η Μαρία Ψηλογένη και το έκδωσε εκείνη και το υπέγραψα εγώ».
Ο ενάγων επιλέγει να προωθεί διαφορετικές εκδοχές σε σχέση με το επίδικο τιμολόγιο, καθιστώντας ο ίδιος τον εαυτό του αναξιόπιστο αναφορικά με τη θέση που προωθεί. Από τη μια ο ενάγοντας να ισχυρίζεται ότι το ετοίμασε η γραμματέας του Ψηλογένη και από την άλλη η Ψηλογένη να αντεξετάζετε προκειμένου να αμφισβητηθεί ο ισχυρισμός της ότι θα έπρεπε να γνώριζε για την ύπαρξή του. Αυτή η αδυναμία παράθεσης μιας συγκεκριμένης θέσης ως προς το ποιος εξέδωσε το τιμολόγιο αναπόφευκτα συνεπάγεται και αδυναμία απόδειξης του ιδίου του γεγονότος ήτοι της έκδοσης του τιμολογίου, την 1/12/2012.
Περαιτέρω, η κατ΄ ισχυρισμό συμφωνία την οποία επικαλείται έχει συναφθεί με το Αρεταίειο και η εναγομένη αναλαμβάνει την αποπληρωμή εξόδων τα οποία έχουν προκύψει κατά τη νοσηλεία της, όπως αυτά περιγράφονται σε αυτήν. Ως οι όροι του Τεκμηρίου Α, καταβλήθηκε προκαταβολή και δόθηκε με το εξιτήριο η απόδειξη η οποία επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση του εναγομένου 2. Ο γιατρός εκδίδει ξεχωριστό τιμολόγιο και είναι η θέση των εναγομένων ότι ουδέποτε τους δόθηκε τέτοιο τιμολόγιο. Ενώ ο ενάγων ισχυρίζεται ότι έχει, ως το Τεκμήριο Β στην ένορκή του δήλωση, εκδώσει το τιμολόγιο από 1/12/2012, παρόλαυτά δεν κάνει κάποιες ενέργειες άμεσα και πριν το εξιτήριο για να το πληρωθεί ή έστω να το κοινοποιήσει στους εναγομένους.
Δεν διαφεύγει την προσοχή μου επίσης το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο ενάγων επέλεξε να προωθήσει την αγωγή του. Ενώ παρείχε επ΄ αμοιβή, ως ισχυρίζεται, τις υπηρεσίες του το έτος 2012, ο ίδιος επιλέγει να προωθήσει την αξίωση του 3 έτη μετά. Ερωτήθηκε μάλιστα επί τούτου κατά την αντεξέτασή του χωρίς να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση. Μάλιστα από τα γεγονότα όπως ο ίδιος τα παρουσιάζει και όπως προκύπτει από τα τεκμήρια τα οποία ο ίδιος παρουσίασε στο Δικαστήριο, η πρώτη του γραπτή όχληση προς τους εναγομένους για την αμοιβή του ήταν με επιστολή ημερομηνίας 30.11.2015 (Τεκμήριο Γ στην ένορκή του δήλωση).
Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι οι εναγομένοι γνώριζαν για τη χρέωσή του και ενώ «κάλεσε επανειλημμένως τους Εναγομένους όπως ξοφλήσουν το ως άνω χρέος τους ..» (βλ. παράγραφος 7 Έκθεσης Απαίτησης), αυτοί δεν τον ξόφλησαν. Τον ίδιο ισχυρισμό περί οχλήσεων επαναλαμβάνει και με την ένορκή του δήλωση («Τόσο ο ίδιος, όσο και η γραμματέας μου, καλέσαμε επανειλημμένως τους εναγομένους 1 και 2 όπως εξοφλήσουν το ως άνω χρέος της αμοιβής μου»). Ενώ ο ίδιος αναφέρεται σε συνεχείς οχλήσεις, το μόνο που παρουσιάζει προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού είναι την επιστολή ημερομηνίας 30.11.2015, Τεκμήριο Γ στην ένορκή του δήλωση. Εφόσον, είναι παραδεκτό ότι οι εναγομένοι 1 και 2 είναι άτομα κωφάλαλα, η οποιαδήποτε όχληση προς αυτούς θα γινότανε είτε γραπτά, είτε στην παρουσία τρίτου ατόμου το οποίο θα βοηθούσε τη μεταξύ των μερών επικοινωνία. Τέτοια όχληση ενώ ο ενάγων θα μπορούσε εύκολα να την επικαλεστεί και να παραθέσει λεπτομέρειες προκειμένου να πείσει για τον ισχυρισμό του, εντούτοις δεν υπάρχει τίποτα ενώπιον του Δικαστηρίου που να τεκμηριώνει τις κατ΄ ισχυρισμό οχλήσεις πέραν της πιο πάνω επιστολής.»
Είναι καλώς γνωστή η νομολογία ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει, κατά κανόνα, στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει και να εξετάσει τη μαρτυρία ενώπιον του στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα. Επέμβαση στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται όταν αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική, ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων (Γιάλλουρος v. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552, Μάρκαρη v. Παρασκευά (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1493, Μιχαήλ v. Λαπίθη κ.ά., ECLI:CY:AD:2018:A13, Πολιτική Έφεση 336/2011, ημερομηνίας 12.01.2018), ECLI:CY:AD:2018:A13.
Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε μεμπτό, είτε στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύτηκε το θέμα, είτε στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε. Αντιθέτως, αν είναι κάτι που θα μπορούσε να παρατηρηθεί είναι η λεπτομερής ενασχόληση με το θέμα ώστε να αποδίδεται η ανάλογη σημασία στο μέρος αυτό του δικαστικού έργου. Δεν χωρεί οποιαδήποτε παρέμβασή μας.
Ως αβάσιμος, απορρίπτεται και ο τέταρτος λόγος έφεσης.
Αβάσιμος κρίνεται και ο πέμπτος λόγος έφεσης, ο οποίος προβάλλει ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε σημασία στη μη ύπαρξη γραπτών οχλήσεων προς τους κωφάλαλους εφεσίβλητους, αντιθέτως αποδέχτηκε πλήρως τη θέση τους περί προφορικής υπόσχεσης για δωρεάν διεξαγωγή του τοκετού.
Η όποια βάση στη θέση της πλευράς του εφεσείοντα καταρρίπτεται από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε, η οποία περιλάμβανε και χειλανάγνωση αλλά και παρουσία τρίτων προσώπων κατά την έκφραση της υπόσχεσης. Από μάρτυρες που κρίθηκαν αξιόπιστοι από το Δικαστήριο.
Ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ανεδαφικός, για τους ίδιους λόγους κρίνεται και ο δέκατος λόγος έφεσης, ο οποίος αποδίδει παράλειψη να αξιολογήσει τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων ως εξ ακοής μαρτυρία, προσδίδοντάς της την ανάλογη βαρύτητα.
Με κάθε σεβασμό στη συνήγορο για τον εφεσείοντα, δυσκολευόμαστε να αντιληφθούμε τη βάση του επιχειρήματος. Πουθενά δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση ο τρόπος που τα όποια λεχθέντα μεταφέρονταν από τον προφορικό λόγο στη νοηματική γλώσσα από τη μητέρα της εφεσίβλητης 1. Κατά τα λοιπά, ισχύουν τα προαναφερόμενα στον πέμπτο λόγο έφεσης.
Ως αβάσιμος απορρίπτεται και ο δέκατος λόγος έφεσης.
Με τον έκτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εκδοχή των εφεσιβλήτων είναι πιο κοντά στην κοινή λογική παρά αυτή του εφεσείοντα.
Αξιολογώντας τη μαρτυρία και εκδοχή των εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε και τα εξής:
«Κατ΄ αρχήν, σημειώνω ότι δεν αμφισβητείται ότι οι εναγόμενοι πλήρωναν κανονικά όλες τις επισκέψεις τους στο ενάγοντα (16 στο σύνολο), όπως επίσης ότι την επομένη του τοκετού διευθέτησαν τις υποχρεώσεις τους έναντι της κλινικής. Με δεδομένο ότι ουδέποτε ο γιατρός τους «χάρισε» κάποια επίσκεψη, είναι αυτονόητο, ότι δεν θα είχαν την οποιαδήποτε προσδοκία για δωρεάν παροχή υπηρεσίας, παρά μόνο εάν ο ίδιος ο ενάγοντας τους δημιούργησε αυτή τη προσδοκία. Το γεγονός επίσης ότι διευθέτησαν άμεσα, όπως προκύπτει από το τεκμήριο 1 στην ένορκη του εναγομένου 2, την οφειλή τους προς την κλινική, δείχνει μια συνέπεια και υπευθυνότητα ως προς τις υποχρεώσεις τους, στάση η οποία ενισχύει τη θέση τους ότι η συνεννόηση με το γιατρό ήταν ότι δεν θα του καταβαλλόταν αμοιβή και ότι δεν ήξεραν για την ύπαρξη του τιμολογίου και για οποιαδήποτε άλλη οφειλή τους προς τον ενάγοντα.
Θα έλεγα ότι η προσέγγιση των εναγομένων είναι πιο κοντά στην κοινή λογική και αν μη τι άλλο η όλη στάση τους συνηγορεί υπέρ του γεγονότος ότι η συνεννόηση που είχαν με το γιατρό ήταν ότι δεν θα τους χρέωνε ο ίδιος τις υπηρεσίες του.
Στη βάση των πιο πάνω, είναι εύρημά μου, ότι ουδέποτε δόθηκε το τιμολόγιο στους εναγομένους και οι εναγομένοι ουδέποτε πριν τις 30.11.2015 ενημερώθηκαν ή οχλήθηκαν από τον ενάγοντα σε σχέση με την κατ΄ ισχυρισμό οφειλή τους προς αυτόν.»
Πλήρως επιτρεπτή και αιτιολογημένη κρίνουμε την αναφερόμενη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία μας βρίσκει σύμφωνους, στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του.
Δεν βρίσκουμε έρεισμα στην επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα. Ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης αποδίδεται αναντιστοιχία, στην πρωτόδικη απόφαση, μεταξύ του προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων και των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προβάλλεται ότι φαίνεται να γίνεται αποδεκτή η ύπαρξη συμφωνίας, αλλά μη αποδεκτή η έκδοση τιμολογίου, ενώ επίδικη καθορίστηκε η υποχρέωση των εφεσιβλήτων έναντι στο εφεσείοντα.
Σχετικά, επί του προκειμένου, είναι και τα όσα εξηγούνται ανωτέρω, αναφορικά με τους πρώτους τρεις λόγους έφεσης αλλά και τον όγδοο. Είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως αποδέχτηκε ύπαρξη συμφωνίας πληρωμής μεταξύ εφεσείοντα και εφεσιβλήτων. Η δε μη έκδοση τιμολογίου από μέρους του εφεσείοντα, εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, φανερώνει ότι δεν ενεργοποιήθηκε οποιαδήποτε οφειλή, ως αναφέρεται στα έγγραφα που υπεγράφησαν κατά την εισαγωγή και τα οποία αναφέρονταν σε ξεχωριστό τιμολόγιο από μέρους των ιατρών. Κατά, συνέπεια, δεν αποδείχτηκε το επίδικο ζητούμενο, δηλαδή η υποχρέωση των εφεσιβλήτων έναντι στον εφεσείοντα για πληρωμή.
Κρίνουμε ότι υφίσταται πλήρης συνοχή στο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου και, ως αβάσιμο, απορρίπτουμε και τον έβδομο λόγο έφεσης.
Με τον έννατο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν προχώρησε σε υπαγωγή ή σε συσχέτιση των ευρημάτων του στο Νόμο (Άρθρα 70 και 73 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149), με αποτέλεσμα η απόφαση του να είναι νομικά μετέωρη και να στερείται αιτιολογίας. Προβάλλεται επίσης ανυπαρξία αντιπαροχής και μη εφαρμογή εξ υποσχέσεως κωλύματος στα όσα οι εφεσίβλητοι ήγειραν ως υπεράσπιση.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, σαφώς και υπήρχε αντιπαροχή στο τι προέβαλαν οι εφεσίβλητοι. Συμφώνησαν όπως καταβάλουν τα έξοδα του ιατρικού κέντρου εφόσον ο εφεσείων δεν θα χρέωνε για τις δικές του υπηρεσίες. Δεν είναι απαραίτητο εκείνος που υπόσχεται κάτι να επωφελείται από την αντιπαροχή. Είναι αρκετό αν ο αποδέκτης της υπόσχεσης προβαίνει σε πράξη από την οποία τρίτο πρόσωπο επωφελείται, την οποία πράξη δεν θα έπραττε παρά μόνο ως αποτέλεσμα της υπόσχεσης.
Φρονούμε ότι η όλη επιχειρηματολογία της πλευράς του εφεσείοντα είναι απότοκο της άποψης της ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων μέσω της ανάληψης υποχρέωσης πληρωμής. Ως εξηγείται, ανωτέρω, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως και πάλι εξηγείται ανωτέρω, ορθά πραγματεύτηκε τα επίδικα θέματα, καταλήγοντας στα δικά του συμπεράσματα. Ουδέν έρεισμα υφίσταται στον υπό αναφορά λόγο έφεσης, ο οποίος και απορρίπτεται.
Τέλος, οι λόγοι έφεσης 11, 12 και 13 προσβάλλουν την από του πρωτόδικου Δικαστηρίου αξιολόγηση μαρτυρίας που προσκομίστηκε από την υπεράσπιση, της ΜΥ3 (11ος λόγος έφεσης), της ΜΥ4 (12ος λόγος έφεσης) και όλων των ΜΥ στη βάση του ότι είναι στενά συγγενικά πρόσωπα (13ος λόγος έφεσης)
Έχουμε, ανωτέρω, αναφερθεί στα όσα, νομολογιακά, ισχύουν ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε που να επιτρέπει παρέμβαση μας στην όλη διεργασία αξιολόγησης στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ή στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε. Τα όσα προβάλλονται από την πλευρά του εφεσείοντα ουδόλως δύνανται να αποτελέσουν υπόβαθρο παρέμβασης μας. Ούτε διαπιστώνεται το πρωτόδικο Δικαστήριο να επηρεάστηκε ή να μην έλαβε υπόψιν του τη συγγένεια μεταξύ των μαρτύρων. Αντιθέτως, είναι με απόλυτη διαφάνεια που τέθηκε το γεγονός της συγγένειας των μαρτύρων στην απόφαση.
Αβάσιμους κρίνουμε και τους λόγους έφεσης 11, 12 και 13, τους οποίους και απορρίπτουμε.
Η έφεση αποτυγχάνει στην ολότητά της και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα €1.100.-, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, ως έξοδα της παρούσας έφεσης.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.