ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε203/19)
18 Ιουνίου 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΒΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Εφεσείοντας/Εναγόμενος
και
C.P.H. INVESTMENTS LIMITED
Εφεσίβλητη/ Ενάγουσα
Α. Ταμάσιος, για Α. Ταμάσιος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Γ. Φλωρίδης, για Μ. Φλωρίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου - Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ημερ.21.9.2018 την οποία καταχώρισε ο εναγόμενος‑εφεσείων με την οποία ζητούσε διάταγμα παραμερισμού και/ή ακύρωσης της απόφασης του Δικαστηρίου ημερ.17.11.2017, η οποία εκδόθηκε ερήμην του στην αγωγή υπ' αριθμό 2778/17 του Ε.Δ. Λευκωσίας.
Η αξίωση της ενάγουσας-εφεσίβλητης έναντι του εναγόμενου ήταν για ποσό €8.160 οφειλόμενο δυνάμει συμφωνίας δανείου και/ή γραμματίου συνήθους τύπου και η γραμματίου εις διαταγή και/ή άλλως πως αξιογράφου ημερ.29.5.2015, εκδοθέντος και υπογραφέντος υπό του εναγόμενου για αξία ληφθείσα εις μετρητά, πληρωτέου εις διαταγή της ενάγουσας με τόκο 9% από 29.5.2015 μέχρι εξόφλησης πλέον έξοδα πλέον ΦΠΑ.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι η αγωγή είχε δεόντως επιδοθεί στον εναγόμενο στις 24.10.2017 και αφού αυτός δεν εμφανίστηκε, όρισε την υπόθεση για απόδειξη στις 17.11.2017, ημερομηνία κατά την οποία και εξέδωσε προς όφελος της ενάγουσας και εναντίον του εναγόμενου απόφαση ως η απαίτηση, κρίνοντας ότι η ενάγουσα είχε αποδείξει την υπόθεση της εναντίον του εναγόμενου.
Νομική βάση της αίτησης ήταν οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, ως ίσχυαν τότε, και ειδικότερα οι Δ.17 θ.10, Δ.26 θ.14, Δ.48 θ.θ.1‑9, Δ.57, Δ.64, θ.1 και 2 και οι συμφυείς εξουσίες και διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Την αίτηση συνόδευε ένορκη δήλωση του εναγόμενου‑εφεσείοντα, στην οποία προέβαλε τους ισχυρισμούς του τόσο για τη μη εμφάνιση του ενώπιόν του Δικαστηρίου που οδήγησε στην έκδοση απόφασης εναντίον του στις 17.11.2017, στον χρόνο που μεσολάβησε μέχρι την καταχώριση της υπό κρίση αίτησης που όπως έχει ήδη αναφερθεί ήταν στις 25.10.2019, και επίσης προέβαλε την υπεράσπιση που κατά τους ισχυρισμούς του έχει στην παρούσα αγωγή, ζητώντας από το Δικαστήριο να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση και να του επιτρέψει να υπερασπιστεί την αγωγή.
Σε κατοπινό στάδιο και συγκεκριμένα στις 27.2.2019, με άδεια του Δικαστηρίου καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της αίτησης δεύτερη ένορκη δήλωση του γραφολόγου ΧΧΧΧ Παναγιώτου, o οποίος μετά από οδηγίες που του δόθηκαν από τον εναγόμενο-αιτητή, εξέτασε το πρωτότυπο γραμμάτιο που βρισκόταν στον φάκελο του Δικαστηρίου και δείγματα υπογραφής από τον εναγόμενο‑αιτητή και αναφέρει σε έκθεση του ότι η υπό εξέταση υπογραφή δεν είναι η γνήσια υπογραφή του εναγόμενου‑αιτητή, αλλά πρόκειται για προσπάθεια αντιγραφής ή απομίμησης της γνήσιας υπογραφής του από πρόσωπο που γνώριζε ή είχε στην κατοχή του τη γνήσια υπογραφή του.
Η ενάγουσα‑καθ' ης η αίτηση καταχώρισε ένσταση στην αίτηση, ισχυριζόμενη ότι η αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη, κανένας από τους λόγους ακύρωσης που προβάλλεται ευσταθεί, ο εναγόμενος‑αιτητής δεν έχει δικαιολογήσει την παράλειψη του να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, η αίτηση καταχωρήθηκε με καθυστέρηση και η διαγωγή του αιτητή ήταν περιφρονητική, αφού δεν ενήργησε άμεσα για ακύρωση της απόφασης και ισχυρίστηκε τέλος ότι ο αιτητής εκ πρώτης όψεως δεν έχει καλή υπεράσπιση. Η ένσταση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του διευθυντή της ενάγουσας‑καθ' ης η αίτηση, στην οποία προβάλλει τις δικές του θέσεις και ισχυρισμούς και επισυνάπτει διάφορα Τεκμήρια.
Όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εκκαλούμενη απόφαση του, η ακρόαση της αίτησης περιορίστηκε σε αγορεύσεις, και κανένας από τους ενόρκως δηλούντες δεν αντεξετάστηκε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παρέθεσε τις αρχές της νομολογίας που διέπουν τον παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε ερήμην, σημείωσε, ορθά, ότι σύμφωνα με τη νομολογία, το Δικαστήριο έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει κατά πόσο θα παραμερίσει ή όχι μία απόφαση που έχει εκδώσει στην απουσία της άλλης πλευράς. Το βασικό κριτήριο που εναποτίθεται στους ώμους του αιτητή, είναι να αποδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής και επίσης θα πρέπει να δικαιολογήσει τον λόγο που δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και άφησε την απόφαση να εκδοθεί εναντίον του, όπως επίσης και το ότι δεν καθυστέρησε αδικαιολόγητα για να λάβει μέτρα ακύρωσης της εκδοθείσας απόφασης.
Επίσης ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι εξετάζοντας αιτήσεις αυτού του είδους, το Δικαστήριο έχει πάντοτε υποχρέωση να διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε διαδίκου για δίκαιη δίκη, δικαίωμα το οποίο δεν μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς ο διάδικος να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο Δικαστήριο. Παραπέμποντας στη σωστή νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι τα δικαστήρια δεν πρέπει να αποστερούν το δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, ιδιαίτερα όταν αποκαλύπτει καλή υπεράσπιση και όταν η συμπεριφορά του δεν είναι μεμπτή, και αναφέρθηκε σχετικά στις αποφάσεις Οργανισμός Χρηματοδότησης Τράπεζας Κύπρου Λτδ v. Μιχαήλ (2003) 1(Β) 1044, Δημοκρατία v. Ζήνα Πουλλή (2001) 3Α.Α.Δ. 1060, Κολλάτου v. Παναγιώτου (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 895, Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, 210 και Γεωργίου v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου (αρ.2) (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1938.
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας κατά πόσο ο εναγόμενος‑αιτητής απέδειξε ότι έχει καλή υπεράσπιση, αφού αναφέρει την καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης, ούτε προχωρεί σε αξιολόγηση οποιασδήποτε μαρτυρίας στο στάδιο αυτό, θεώρησε ότι υπήρχαν γεγονότα που υποστήριζαν τη θέση του αιτητή για εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και εν πάση περιπτώσει, καταλήγει ότι δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η υπεράσπιση σε αυτό το στάδιο. Σημειώνουμε ότι το συμπέρασμα αυτό του Δικαστηρίου, δεν αποτελεί αντικείμενο αντέφεσης εκ μέρους της ενάγουσας‑εφεσίβλητης.
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο ο εναγόμενος‑αιτητής προσέφερε ικανοποιητική εξήγηση ή δικαιολόγησε την παράλειψη του να καταχωρήσει εμφάνιση στην αγωγή, η οποία του επιδόθηκε στις 24.10.2017, αποφασίζοντας ότι ο αιτητής στη συγκεκριμένη υπόθεση παρέλειψε να προσφέρει αυτή την ικανοποιητική εξήγηση ή δικαιολόγηση. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι από την επίδοση της αίτησης μηνιαίων δόσεων στον εναγόμενο‑αιτητή που ήταν στις 28.3.2018, (αν και το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι υπήρχαν ενώπιόν του δεδομένα και γεγονότα που καταδείκνυαν γνώση του εναγόμενου‑αιτητή για την έκδοση της απόφασης εναντίον του από προγενέστερη ημερομηνία), μέχρι την καταχώριση της υπό κρίση αίτησης που ήταν στις 21.9.2018, δηλαδή 6 ολόκληρους μήνες μετά, παρατηρήθηκε καθυστέρηση η οποία δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένη ή δικαιολογημένη.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«... ο αιτητής όφειλε να είχε επιδείξει περισσότερη προσοχή και σεβασμό στις δικαστικές διαδικασίες και περισσότερη σπουδή στην έγκαιρη καταχώριση της αίτησης, ειδικότερα έχοντας υπόψη τον ισχυρισμό του ότι η οφειλή του προκύπτει από πλαστογραφία της υπογραφής του, γεγονότος που θα έπρεπε να τον είχε ανησυχήσει ιδιαίτερα.».
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν να απορρίψει την αίτηση παραμερισμού.
Ο εναγόμενος‑εφεσείων καταχώρισε έφεση κατά της απόφασης προβάλλοντας δύο λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι το εύρημα και/ή συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δόθηκε κάποια εξήγηση για την παράλειψη του να εμφανιστεί αλλά η εξήγηση αυτή δεν ήταν επαρκής αιτιολόγηση, είναι εσφαλμένο, ενώ αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης είναι η θέση του ότι το εύρημα και/ή συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένη ή δικαιολογημένη, είναι εσφαλμένο.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων καταχώρισαν περιγράμματα στα οποία προβάλλουν ο κάθε ένας τη θέση του και παραπέμπουν σε νομολογία.
Προτού ασχοληθούμε με την ουσία των λόγων έφεσης, αξίζει να σκιαγραφηθούν επιγραμματικά οι εφαρμοστέες νομικές και νομολογιακές αρχές. Παραπέμπουμε στην απόφαση του Εφετείου ALPHA PANARETI PUBLIC LTD v. ELAINE MARGARET HOVEY, Πολιτική Έφεση Αρ. E104/2018, ημερ.27.9.2023, όπου έχουν αναφερθεί τα ακολούθα:
«Αναδεικνύουμε κατ' αρχάς τους (νέους) Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, οι οποίοι δυνάμει του Κανονισμού 60.1(1)
(μεταβατική διευθέτηση) έχουν τεθεί σε εφαρμογή από τις 3 Ιουλίου 2023, σε σχέση με το Εφετείο και από 1 Σεπτεμβρίου 2023 στις υπόλοιπες δικαιοδοσίες στις οποίες αφορούν, σε διαδικασίες που καταχωρίζονται από 1 Σεπτεμβρίου 2023.
Ο παραμερισμός ή η διαφοροποίηση απόφασης ερήμην διέπεται από το Μέρος 14 του νέων Κανονισμών. Ο Κανονισμός 14.2. παραθέτει τις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο πρέπει να παραμερίσει απόφαση η οποία εκδόθηκε ερήμην δυνάμει του Μέρους 13 και ο Κανονισμός 14.3. παραθέτει τις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο δύναται να παραμερίσει τέτοια απόφαση. Το Δικαστήριο ασκεί αυτή του τη διακριτική ευχέρεια όταν «ο εναγόμενος έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση» (Κανονισμός 14.3(1)(α)) ή όταν κρίνει «ότι υπάρχει άλλος καλός λόγος» για να παραμεριστεί η απόφαση ή να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπιστεί (Κανονισμός 14.3(1)(β)). Κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη κατά πόσο το πρόσωπο που επιδιώκει τον παραμερισμό υπέβαλε τη σχετική αίτηση χωρίς χρονοτριβή (Κανονισμός 14.3(2)).
Προηγουμένως και κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας υπόθεσης, ο παραμερισμός απόφασης διέπετο από τη Διαταγή 17, Θεσμός 10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ο οποίος, με λακωνικότητα, προέβλεπε απλώς τα εξής:
«where judgment is entered pursuant to any of the preceding Rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary judgment upon such terms as may be just.»
Σημαίνοντα ρόλο στην ερμηνεία και εφαρμογή της προαναφερθείσας διάταξης, διαδραμάτισε διαχρονικά η Νομολογία, τόσο η Αγγλική όσο και η δική μας.
Χωρίς αμφιβολία θεμελιακή επί του θέματος είναι η αγγλική υπόθεση Evans v. Bartlam [1937] 2 All E.R. 646, η οποία ακολουθήθηκε σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Μεταξύ αυτών και η Πατούρης v. Hellenic Bank Ltd (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2118, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
"Καθιερωμένες μπορεί να θεωρηθούν οι αρχές που διέπουν και προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σ' αυτό το πεδίο. Απαραίτητη είναι η επεξήγηση των λόγων για τη μη εμφάνιση του εναγομένου και η αποκάλυψη συζητήσιμης ή εκ πρώτης όψεως βάσιμης υπεράσπισης."
Στην Bush κ.α. ν. Γιαννή (2001) 1 Α.Α.Δ.1342 αναφέρονται, στις σελ. 1345-1346, τα ακόλουθα:
"Κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας για επαναφορά, την οποία παρέχει στο Δικαστήριο η Δ.17, θ.10, εξουσίας η οποία, όπως υποδείχθηκε στην Evans v Bartlam[1937] 2 All E.R. 646, δεν εντάσσεται σε οποιαδήποτε στεγανά, το Δικαστήριο κατευθύνει την προσοχή του σε δύο κυρίως παράγοντες. Ο ένας αφορά το κατά πόσο έχει εξηγηθεί η καθυστέρηση στην καταχώριση εμφάνισης και στην υποβολή της αίτησης για παραμερισμό, με τρόπο ώστε να φαίνεται ότι η επαναφορά δεν αντιστρατεύεται την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Σε αυτό λαμβάνεται υπόψη τόσο η στάση του αιτητή όσο και η αναγκαιότητα οριστικής λήξης της αντιδικίας αφού interest republicae us sit finis litium.
Ο άλλος παράγοντας αναφέρεται στο κατά πόσο καταδείχθηκε εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπεράσπιση στην απαίτηση."
Σε σχέση ειδικά με τη δικαιολόγηση της μη εμφάνισης, σχετική είναι η Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941 όπου λέχθηκε ότι αίτηση παραμερισμού δύναται να απορριφθεί παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσον ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία στην αγωγή, η οποία να ισοδυναμεί με τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας (βλ. επίσης Mine & Quarry Services Ltd v. Ανδρέα Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Γιωργαλλίδης v. Ταπελλογραφείο Κώστας Παύλου & Σία Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1101, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Ιακώβου κ.α., (2001) 1 Α.Α.Δ. 457, Καλλής v. Alpha Bank Ltd (2002) 1 (B) A.A.Δ. 793, Πεγιώτης ν. Κωμοδρόμου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1601 και Τσεσμέλογλου v. Σοφοκλέους (2013) 1 Α.Α.Δ. 64).
Το βάρος για παραμερισμό απόφασης εκδοθείσας ερήμην βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος θα πρέπει να καταδείξει (όχι να αποδείξει) μια καλή υπεράσπιση, αλλά και να θεμελιώσει ότι δεν υπάρχει αδικαιολόγητη ολιγωρία ή καταφρονητική συμπεριφορά προς τη δικαστική διαδικασία (βλ.Wakeham v. Bhattti κ.α. Πολ. Έφεση 49/2011, ημερ. 25.5.2016).
Όπου υπάρχουν αντικρουόμενες εκδοχές, το Δικαστήριο, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, θα πρέπει στο βαθμό του δυνατού, να αποφεύγει να προβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας, έχοντας όμως πάντοτε κατά νουν ότι είναι ο αιτητής που φέρει το βάρος απόδειξης (βλ. Irena Knitting Ltd κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 816). Συνεπώς, όταν ο καθ' ου η αίτηση με την αρχική και/ή συμπληρωματική ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση του, θέτει εκποδών ουσιώδεις ισχυρισμούς που παρατίθενται στην Αίτηση, τότε, αναμένεται από τον αιτητή όπως ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς που παρέχονται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας για να αποκαταστήσει την υποβαλλόμενη εικόνα των πραγμάτων. Τούτο, όχι ως ζήτημα ενδελεχούς αποτίμησης της αξιοπιστίας της κάθε πλευράς, αλλά στα πλαίσια απόσεισης του βάρους απόδειξης που αυτός επωμίζεται.»
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων αποκάλυψε εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση. Η κατάληξη αυτή δεν αμφισβητείται και επομένως δεν έχουμε λόγο και ρόλο να επέμβουμε. Η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, όπως αναφύεται από τη νομολογία, είναι κυρίαρχο στοιχείο στον παραμερισμό μιας απόφασης, όμως το στοιχείο αυτό δεν είναι απόλυτο. Όπως έχει ήδη καταδειχθεί μέσα από τη νομολογία, στο μικροσκόπιο τίθεται και η εν γένει διαδικαστική συμπεριφορά, σπουδή ή ολιγωρία του εκάστοτε αιτητή, αναλόγως της περίπτωσης. Όταν η συμπεριφορά του αιτητή ισοδυναμεί με ασύγγνωστη αδιαφορία και καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας, τότε ο αιτητής χάνει το έρεισμα να ζητεί παραμερισμό.
Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε εύστοχα την καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους του εφεσείοντα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η αγωγή επιδόθηκε στον εφεσείοντα‑εναγόμενο στις 24.10.2017. Ο εφεσείων, όπως ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέλειψε να προσφέρει ικανοποιητική εξήγηση ή δικαιολόγηση για την παράλειψη του να καταχωρήσει εμφάνιση. Τα όσα ανάφερε πρωτόδικα ο αιτητής εξηγώντας κάποια γεγονότα, αλλά παράλληλα ο εφησυχασμός του, όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν συνιστούν επαρκή δικαιολόγηση για τη μη εμφάνιση του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στην υπόθεση Κάτια Χριστοφόρου κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2000) 1Α.Α.Δ. 86, ανάφερε ότι ο καθησυχασμός από τρίτα πρόσωπα ότι η υπόθεση θα διευθετηθεί δεν είναι λόγος που μπορεί να στοιχειοθετήσει ερείσματα, τα οποία θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε. Προσθέτει δε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση ο διευθυντής της ενάγουσας‑καθ' ης η αίτηση, αμφισβήτησε τη θέση αυτή του αιτητή επισυνάπτοντας σχετικά Τεκμήρια και δεν αντεξετάστηκε.
Περαιτέρω, από την επίδοση της αίτησης μηνιαίων δόσεων στις 28.3.2018 και την εμφάνιση του εφεσείοντα στο Δικαστήριο στις 27.4.2018 μέχρι την καταχώριση της αίτησης στις 21.9.2018 έχει παρέλθει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, με τη θέση του εφεσείοντα ότι ανέμενε από τρίτο πρόσωπο να προβεί σε κάποια ένορκο δήλωση, ενώ μεσολάβησαν και οι καλοκαιρινές διακοπές. Δεν ήταν λογικό να αναμένει το τρίτο πρόσωπο να αποφασίσει εάν θα προχωρούσε σε ένορκο δήλωση υποστηρίζοντας τη θέση του, ενώ τα περί καλοκαιρινών διακοπών δεν πείθουν όπως δεν έπεισαν και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Θα έπρεπε ο εφεσείων καταρχήν να καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης διασφαλίζοντας βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον τα συμφέροντα και δικαιώματα του, ενώ η παρέλευση 6 ολόκληρων μηνών από την ημερομηνία που επίσημα πληροφορήθηκε για την έκδοση της απόφασης με την αίτηση μηνιαίων δόσεων που του επιδόθηκε στις 28.3.2018, και ενώ σύμφωνα με τα δικά του δεδομένα είχε αμέσως επικοινωνία με τον διευθυντή της ενάγουσας-εφεσίβλητης, o οποίος τον συμβούλευσε να δεχτεί διάταγμα μηνιαίων δόσεων, αφήνει άλλους 6 μήνες να παρέλθουν χωρίς να πράξει οτιδήποτε σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία, και εννοούμε καταχώριση αίτησης παραμερισμού άμεσα, παρά μόνο συμβουλεύεται ιδιώτη γραφολόγο και προβαίνει σε καταγγελία στην Αστυνομία, έχοντας ήδη συμβουλευτεί δικηγόρο, δεν δικαιολογούν τον χρόνο που έχει μεσολαβήσει.
Θεωρούμε πως με τα δεδομένα που ισχύουν στην παρούσα περίπτωση ότι έχει καταδειχθεί αδιαφορία και απαξίωση της δικαστικής διαδικασίας από πλευράς εφεσείοντα, η οποία ισοδυναμεί με καταφρόνηση ώστε η πρωτόδικη κρίση επί του προκειμένου να είναι απόλυτα ορθή. Και οι δύο λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται. Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα €2.400 πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.
Αλ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ ‑ ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.