ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


 

ΕΦΕΤΕΙΟ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 3/2024 i-Justice)

 

26 Ιουνίου, 2024

 

[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

ΠΑΥΛΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ

 

                                                                                                             Εφεσείων,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

                                                                                                         Εφεσίβλητης.

--------------------

 Χ. Τοπούζης, για Χρίστης & Σία Δ.Ε.Π.Ε, για τον Εφεσείοντα.

 Κ. Χατζηδημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για  Γενικό  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.

--------------------

 

ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την υποφαινόμενη. 

-----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕYΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με απόφασή του ημερομηνίας 27/11/2023, το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την Προσφυγή Αρ. 662/2022 του Εφεσείοντα, η οποία εστρέφετο εναντίον της απόφασης της Εφεσίβλητης ημερομηνίας 18/2/2022, να ανακαλέσει το διορισμό του Εφεσείοντα ως πιστοποιούντος υπαλλήλου. 

 

Τα γεγονότα της περίπτωσης παρατίθενται λεπτομερώς στην πρωτόδικη Απόφαση και σε συντομία είναι τα ακόλουθα:

 

Στις 29/9/2021 υπεβλήθη στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών καταγγελία, ότι ο Εφεσείων από το 2015 ασκούσε ταυτόχρονα δεύτερο επάγγελμα, ως σύμβουλος της τράπεζας Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (εφεξής «η Λαϊκή»), κατά παράβαση των προνοιών του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου (Ν. 165(Ι)/2012).

 

Μέσα στα πλαίσια διερεύνησης της καταγγελίας, αντηλλάγησαν σχετικές επιστολές μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, με τελική κατάληξη την ετοιμασία Σημειώματος του αρμόδιου Λειτουργού προς τον Υπουργό Εσωτερικών, με εισήγηση για ανάκληση του διορισμού του Εφεσείοντα  ως πιστοποιούντος υπαλλήλου.  Η εισήγηση έγινε αποδεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος αποφάσισε την ανάκληση του διορισμού του Εφεσείοντα, λόγω στοιχειοθέτησης παραβίασης του Άρθρου 3(4) του Ν. 165(Ι)/2012.  Ακολούθησε η δημοσίευση της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/1/2022 και με επιστολή ημερομηνίας 9/2/2022, ενημερώθηκε σχετικά ο Εφεσείων.

 

Με 19 Λόγους Έφεσης βάλλεται η πρωτόδικη κρίση από τον Εφεσείοντα, τους οποίους μέσω του Περιγράμματος Αγόρευσής του, ανέπτυξε ως ακολούθως:

 

Προβάλλεται με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 1, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη σε ανεπίτρεπτο πρωτογενές εύρημα ότι το Σημείωμα ημερομηνίας 20/1/2022 εκ παραδρομής φέρει την ημερομηνία 27/12/2021.  Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 2, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν θα το απασχολήσουν γεγονότα μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου και με τους Λόγους Έφεσης Αρ. 3 και 11, διατείνεται ότι έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην κρίση του ότι ουδεμία υποχρέωση είχε ο Υπουργός Εσωτερικών να απευθυνθεί στον Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ώστε να ασκήσει τις αρμοδιότητές του.  Το εσφαλμένο της ερμηνείας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το Άρθρο 3(4)(ε) του Ν. 165(Ι)/2012 είναι το αντικείμενο των Λόγων Έφεσης Αρ. 4, 5, 7 και 13.  Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 9, ο Εφεσείων βάλλει κατά της πρωτόδικης κρίσης ότι εσφαλμένα υποκατέστησε τον όρο «άμεση» στον σχετικό Νόμο, ως «απευθείας» και με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 10 ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή στην απόφαση  Tsapaco Catering Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 796 , έκρινε ότι η ύπαρξη σχέσης εργοδότη-εργοδοτουμένου είναι ζήτημα πραγματικό και εξεταζόμενο βάσει του συνόλου των γεγονότων.

 

Με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 12 προβάλλει ο Εφεσείων ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν είχαν αμφισβητηθεί τα στοιχεία που συνάγονταν από τους όρους της Συμφωνίας και με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 14 ότι, ουδεμία παραδοχή υπήρξε από τον Εφεσείοντα ότι προέβαινε σε πιστοποιήσεις πιστοποιητικών και επίσημων εγγράφων.  Το εσφαλμένο της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης αποτελεί το αντικείμενο των Λόγων Έφεσης Αρ. 15, 16 και 17 και η μη διαπίστωση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της απεμπόλησης των αρμοδιοτήτων του Υπουργού Εσωτερικών, τον Λόγο Έφεσης Αρ. 18.  Τέλος, με τον Λόγο Έφεσης Αρ. 19 ο Εφεσείων διατείνεται ότι, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο Εφεσείων απέτυχε να καταδείξει οιονδήποτε βάσιμο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

Επειδή πλείστοι των προβαλλόμενων Λόγων Έφεσης άπτονται της ερμηνείας που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στις διατάξεις του Άρθρου 3 του Ν. 165(Ι)/2012, θα τύχουν ενιαίας εξέτασης.  Για όσα επιμέρους προβάλλονται με ξεχωριστούς Λόγους Έφεσης, θα σχολιαστούν στη συνέχεια.

 

Επιλαμβανόμενο το πρωτόδικο Δικαστήριο των λόγων ακύρωσης τους οποίους ο Εφεσείων ήγειρε πρωτόδικα και οι οποίοι επαναλαμβάνονται ουσιαστικά και κατ' έφεση, ανέφερε τα ακόλουθα:

«Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς θα πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι, συμφώνως του επίμαχου άρθρου 3 του Ν.165(Ι)/2012:

«3 [.]

(2) Ο Υπουργός ανακαλεί αμέσως το διορισμό πιστοποιούντος υπαλλήλου, ανεξάρτητα από το χρόνο που έγινε ο διορισμός ή/και ανεξάρτητα από το χρόνο που δημιουργήθηκε το ασυμβίβαστο ή το κώλυμα, εάν διαπιστωθεί ότι δεν πληροί τα τυπικά προσόντα ή/και υπάρχει ασυμβίβαστο ή/και κώλυμα, όπως αυτά προβλέπονται στα εδάφια (3) και (4).

[..]

(4) Απαγορεύεται ο διορισμός, ως πιστοποιούντος υπαλλήλου, προσώπου το οποίο-

[.]

(ε) έχει άμεση υπαλληλική σχέση με τράπεζα ή εταιρείαπου έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τα καθήκοντα που εκτελεί ο πιστοποιών υπάλληλος, με δικηγορικό ή κτηματομεσιτικό γραφείο ή λογιστικό ή ελεγκτικό γραφείο ή με οποιοδήποτε άλλο οργανισμό, ώστε κατά την κρίση του Υπουργού, να διακυβεύεται η αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων του πιστοποιούντος υπαλλήλου από το εν λόγω πρόσωπο.».

 

Ακολούθως, εξετάζοντας κατά προτεραιότητα την ισχυριζόμενη από τον αιτητή αναρμοδιότητα του καθ' ου η αίτηση, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης δεν αφορά στην αρμοδιότητα λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης για ανάκληση του διορισμού του αιτητή, αρμοδιότητα η οποία δεν αμφισβητείται ότι ο Ν.165(Ι)/2012 αποδίδει αποκλειστικά στον Υπουργό Εσωτερικών.  Αυτό που ο αιτητής εισηγείται είναι ότι ο Υπουργός δεν ήταν αρμόδιος να αποφασίσει ο ίδιος κατά πόσον ο αιτητής είχε άμεση υπαλληλική σχέση με την Λαϊκή καθότι, κατά τη δική του θεώρηση, το μόνο αρμόδιο όργανο να αποφασίσει επί τούτου ήταν ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος συμφώνως του άρθρου 81 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (Ν.59(Ι)/2010), έχει την αρμοδιότητα να επιλύει το ζήτημα κατά πόσον ένα πρόσωπο είναι ή ήταν μισθωτό ή αυτοτελώς εργαζόμενο.  Η εν λόγω θέση του αιτητή δεν με βρίσκει σύμφωνη.  Ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι αρμόδιος να αποφαίνεται για τα ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης που ανακύπτουν από την εφαρμογή του Ν.59(Ι)/2010 και ουδεμία υποχρέωση είχε ο Υπουργός Εσωτερικών να απευθυνθεί σε αυτόν ώστε να ασκήσει τις δικές του αρμοδιότητες, που αφορούν στην εφαρμογή του Ν.165(Ι)/2012.  Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του αιτητή περί αναρμοδιότητας του Υπουργού Εσωτερικών απορρίπτεται.    

 

Αξιολογώντας τους λοιπούς λόγους ακύρωσης τους οποίους ο αιτητής προωθεί, καταλήγω ότι ούτε η θέση των ευπαιδεύτων δικηγόρων του ότι, για τη δημιουργία ασυμβίβαστου συμφώνως του άρθρου 3(4)(ε) του Ν.165(Ι)/2012, απαιτείται η σωρευτική συνδρομή 3 προϋποθέσεων, είναι ορθή.  Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το σύνολο της επίμαχης νομοθετικής διάταξης, ο νομοθέτης καθόρισε στις παραγράφους (α)-(δ) του άρθρου 3(4), ορισμένα επαγγέλματα και αξιώματα, τα οποία, επειδή ακριβώς αφορούν σε εργασία ή αξίωμα το οποίο αφορά άμεσα τον ενδιαφερόμενο που ενεργεί για δικό του λογαριασμό, δημιουργούν, άνευ ετέρου, ασυμβίβαστο με την ιδιότητα του Πιστοποιούντος Υπαλλήλου, με την όποια περί τούτου απόφαση του Υπουργού να λαμβάνεται υπό δέσμια αρμοδιότητα.  Για τις περιπτώσεις, όμως, της παραγράφου (ε), ο νομοθέτης απέδωσε διακριτική ευχέρεια στον Υπουργό να αξιολογεί σε κάθε περίπτωση κατά πόσον, εάν διαπιστωθεί άμεση υπαλληλική σχέση με τράπεζα ή εταιρεία, που έχει (δηλαδή η εταιρεία) άμεση ή έμμεση σχέση με τα καθήκοντα που εκτελεί ο πιστοποιών υπάλληλος ή με δικηγορικό ή κτηματομεσιτικό γραφείο ή λογιστικό ή ελεγκτικό γραφείο ή με οποιοδήποτε άλλο οργανισμό, διακυβεύεται η αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων του πιστοποιούντος υπαλλήλου. 

 

Η θέση του αιτητή ότι ο καθ' ου η αίτηση περιορίστηκε στην αξιολόγηση του κατά πόσον αυτός τελούσε σε άμεση υπαλληλική σχέση με τη Λαϊκή, παραλείποντας να αξιολογήσει τη φύση των υπηρεσιών που ο αιτητής παρείχε στη Λαϊκή και το κατά πόσον οι εν λόγω υπηρεσίες είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με τα καθήκοντά του ως Πιστοποιών Υπάλληλος, εδράζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι ο νομοθέτης έχει θέσει ως δεύτερη προϋπόθεση την αξιολόγηση του κατά πόσον οι προσφερόμενες υπηρεσίες ή τα καθήκοντα σε ένα εκ των αναφερομένων στο άρθρο 3(4)(ε) νομικών προσώπων ή οργανισμών συγκρούεται με τα καθήκοντα του πιστοποιούντος υπαλλήλου.  Η χρήση της αναφορικής αντωνυμίας «που» στην επίμαχη νομοθετική διάταξη, υποδηλοί ότι η διαπίστωση τυχόν άμεσης ή έμμεσης σχέσης με τα καθήκοντα που εκτελεί ο πιστοποιών υπάλληλος, αφορά στην εταιρεία με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει άμεση υπαλληλική σχέση.  Ακόμα, όμως και σε αυτήν την περίπτωση, ήτοι της άμεσης υπαλληλικής σχέσης του ενδιαφερομένου με εταιρεία που έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τα καθήκοντα που εκτελεί ο πιστοποιών υπάλληλος, ο νομοθέτης απέδωσε διακριτική ευχέρεια στον Υπουργό να αποφασίσει ότι δεν προκύπτει ασυμβίβαστο, για να καλύψει προφανώς τις περιπτώσεις που τέτοιο ασυμβίβαστο δεν προκύπτει.

Αυτό που ο αιτητής χαρακτηρίζει ως τρίτη προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 3(4)(ε), ήτοι η κρίση του Υπουργού ότι διακυβεύεται η αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων του πιστοποιούντος υπαλλήλου, αποτυπώνει τη διακριτική ευχέρεια που ο νομοθέτης έδωσε στον Υπουργό για να αποφασίζει κατά περίπτωση.

 

Ως εκ τούτου, αυτό που εν προκειμένω θα πρέπει να αξιολογηθεί είναι κατά πόσον νομίμως, αιτιολογημένα και εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ο Υπουργός έκρινε ότι μεταξύ του αιτητή και της Λαϊκής υπήρχε άμεση υπαλληλική σχέση και κατά πόσον η Λαϊκή, ως εταιρεία (εφόσον θεωρήθηκε ότι λόγω του καθεστώτος της κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν τράπεζα) είχε άμεση ή έμμεση σχέση με τα καθήκοντα που εκτελεί ο πιστοποιών υπάλληλος, ώστε να διακυβεύεται η αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων του αιτητή.

 

Προς αμφισβήτηση της κατάληξης του Υπουργού ότι αυτός τελούσε σε άμεση υπαλληλική σχέση με τη Λαϊκή, ο αιτητής διατείνεται ότι ούτε ήταν ποτέ εργοδοτούμενος από τη Λαϊκή ούτε η σχέση του με αυτήν θα μπορούσε να προσιδιάσει σε υπαλληλική σχέση, εφόσον παρείχε τις υπηρεσίες του δυνάμει σύμβασης ορισμένου χρόνου που δεν δημιουργεί καθεστώς εξαρτημένης εργασίας, δεν είχε, ως επί το πλείστον, καν πλήρες ωράριο, εξέδιδε τιμολόγια προς την υπό διαχείριση εταιρεία αναφορικά με την αμοιβή του, κατέβαλλε τον οφειλόμενο Φ.Π.Α. και κατέβαλλε ο ίδιος τις εισφορές του στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.  Αντίθετα, ως υποβάλλει, οι υπηρεσίες που παρείχε αφορούσαν εξειδικευμένες υπηρεσίες αναφορικά με τις αξιώσεις τρίτων εναντίων των θυγατρικών εταιρειών της Λαϊκής που βρίσκονταν στο εξωτερικό.  Ως επαναλαμβάνει, τα καθήκοντά του στη Λαϊκή δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντά του ως πιστοποιών υπάλληλος, η δε διευθέτηση, κατά δική του παραδοχή, της διαδικασίας σφράγισης "Apostille" πιστοποιητικών και/ή επίσημων εγγράφων, που μπορεί να γίνει από τον οποιονδήποτε στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τα καθήκοντα του πιστοποιούντος υπαλλήλου.  Επιπλέον, διατείνεται ότι η κατάληξη περί ύπαρξης άμεσης υπαλληλικής σχέσης συνιστά απλώς ένα εφεύρημα ενός λειτουργού του Υπουργείου, μη εδραζόμενο σε συγκεκριμένα στοιχεία.  Είναι δε η θέση του ότι η επιλογή του νομοθέτη να καθορίσει ότι μόνο η «άμεση» υπαλληλική σχέση δημιουργεί ασυμβίβαστο, καταδεικνύει ότι το πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης πρόνοιας περιορίστηκε σκοπίμως στις περιπτώσεις που η υπαλληλική σχέση εξαρτημένης εργασίας είναι έκδηλη και αναμφισβήτητη και δεν περιλαμβάνει τις «έμμεσες» υπαλληλικές σχέσεις, αυτές δηλαδή από τις οποίες θα μπορούσε να συναχθεί εργοδοτική σχέση από τα γεγονότα, τις περιστάσεις και την ίδια τη φύση της εργασίας. 

 

Οι ανωτέρω θέσεις του αιτητή δεν με βρίσκουν σύμφωνη.

 

Επισημαίνεται, καταρχάς, η έκταση του αναθεωρητικού ελέγχου των αποφάσεων της Διοίκησης που λαμβάνονται κατά διακριτική ευχέρεια.  Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις αποφάσεις της Διοίκησης, ούτε προβαίνει σε επανεκτίμηση γεγονότων, εφόσον κρίνει ότι η έρευνα την οποία το διοικητικό όργανο πραγματοποίησε ήταν σε κάθε περίπτωση επαρκής.  Σύμφωνα δε με τη νομολογία [.]

 

Στον Ν.165(Ι)/2012, ως αμφότεροι οι διάδικοι αναγνωρίζουν, δεν υπάρχει πράγματι ερμηνεία του όρου «άμεση υπαλληλική σχέση».  Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη τον σκοπό του νομοθέτη, ήτοι τη δημιουργία ασυμβίβαστου της ιδιότητας του πιστοποιούντος υπαλλήλου με συγκεκριμένα επαγγέλματα ή αξιώματα ή εργασιακές σχέσεις ώστε να μην διακυβεύεται η αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων του πιστοποιούντος υπαλλήλου, αποδέχομαι ως ορθή τη θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου του καθ' ου η αίτηση ότι ο όρος «άμεση» παραπέμπει στις περιπτώσεις υπαλληλικών σχέσεων που, μετά από εξέταση του συνόλου των στοιχείων που τις διέπουν, είτε προέρχονται από συμβάσεις εργασίας είτε από συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, αποκαλύπτουν την ύπαρξη απευθείας σχέσης εργασίας μεταξύ των ενδιαφερομένων, ήτοι ότι ο εργοδοτούμενος παρέχει απευθείας στο άλλο μέρος τις υπηρεσίες του και έχει άμεση σχέση μαζί του.

 

Λαμβάνω δε επιπλέον υπόψη ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η ύπαρξη σχέσης εργοδότη - εργοδοτουμένου είναι σε κάθε περίπτωση ζήτημα πραγματικό, εξεταζόμενο βάσει του συνόλου των γεγονότων της υπόθεσης, η δε ύπαρξη της εν λόγω σχέσης δεν καθορίζεται με συγκεκριμένα και σταθερά κριτήρια, αλλά εξαρτάται από διάφορα ενδεικτικά στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα κατά πόσο ένα συμβόλαιο είναι συμβόλαιο που καθιερώνει τη σχέση εργοδότη - εργοδοτουμένου (master and servant) ή είναι ένα συμβόλαιο παροχής υπηρεσιών (contract of service).  Οι παράγοντες που δυνατόν να οδηγήσουν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση δεν είναι δυνατόν να καθορισθούν εκ των προτέρων και εξαντλητικά ούτε οποιοσδήποτε εξ αυτών έχει από μόνος του αποφασιστική σημασία (Tsapaco Catering Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 796). 

 

Ως προς το γεγονός ότι ο αιτητής προσκόμισε πιστοποιητικό κοινωνικών ασφαλίσεων ότι καταβάλλει εισφορές ως αυτοτελώς εργαζόμενος, αποδέχομαι ως ορθή τη θέση των καθ' ων η αίτηση πως αυτό δεν συνιστά τεκμήριο περί της μη ύπαρξης άμεσης υπαλληλικής σχέσης μεταξύ του αιτητή και της Λαϊκής, αφού μία σύμβαση παροχής υπηρεσιών μπορεί, εάν πληρούνται τα κριτήρια που αναγνωρίζονται από τη νομολογία, να θεωρηθεί ότι δημιουργεί σχέση εργοδότη - εργοδοτούμενου.

 

Επισημαίνεται ότι στην απόφαση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν Βουλής των Αντιπροσώπων , Αναφορά αρ. 8/2021, ημερ. 06.06.2022, στην οποία οι ίδιοι οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του αιτητή παραπέμπουν προς θεμελίωση του λόγου ακύρωσης λόγω της ισχυριζόμενης αναρμοδιότητας του Υπουργού Εσωτερικών, το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα, επεσήμανε τα ακόλουθα:

[.]

  

Επισημαίνοντας δε ότι ο αιτητής δεν αμφισβητεί τα στοιχεία, τα οποία συνάγονταν από τους συγκεκριμένους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας και τα οποία ο καθ' ου η αίτηση έλαβε υπόψη για να καταλήξει ότι ο αιτητής είχε άμεση υπαλληλική σχέση με τη Λαϊκή (καθορισμένες ώρες αλλά και ημέρες απασχόλησης, καθορισμός αργιών και αδειών ανά μήνα και καθορισμένο ποσό ανά μήνα ως αποζημίωση για την παροχή υπηρεσιών και όχι ανάλογα με τον όγκο της παρεχόμενης υπηρεσίας), αποφαίνομαι ότι η διαπίστωση του καθ' ου η αίτηση ήταν εύλογη, το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας και επαρκώς αιτιολογημένη.

Επισημαίνεται, επιπλέον, ότι η παρούσα διακρίνεται από την απόφαση Μυλωνάς ν Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 958/2014, ημερ. 28.11.2017, στην οποία η πλευρά του αιτητή παραπέμπει και στην οποία η Διοίκηση είχε παραλείψει, αφενός, να διερευνήσει κατά πόσον ο εκεί αιτητής τελούσε, όντως, υπό «άμεση υπαλληλική σχέση» με συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρεία και, αφετέρου, να διαμορφώσει αιτιολογημένη και καταγραμμένη κρίση ότι από την εν λόγω σχέση του αιτητή διακυβεύετο η αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων του ως πιστοποιών υπάλληλος.  Η δε ρητή εν προκειμένω παραδοχή του αιτητή ότι, για σκοπούς των εργασιών της Λαϊκής, προέβαινε σε πιστοποιήσεις πιστοποιητικών και/ή επίσημων εγγράφων, αφενός, ευλόγως την κατατάσσει ως «εταιρεία, που έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τα καθήκοντα που εκτελεί ο πιστοποιών υπάλληλος» και, αφετέρου, ήταν επαρκές για τον καθ' ου η αίτηση να καταλήξει, στην καταγεγραμμένη κρίση του ότι, διακυβεύεται η αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων του αιτητή ως πιστοποιών υπάλληλος.

 

Επιπρόσθετα, από τα ενώπιον μου στοιχεία, καταλήγω ότι ούτε ο ισχυρισμός του αιτητή περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης ευσταθεί.

Καταρχάς, εκτιμώ ότι ευλόγως, μετά την υποβολή της εναντίον του αιτητή καταγγελίας, ζητήθηκε από αυτόν η προσκόμιση στοιχείων ως προς το υπό διερεύνηση ζήτημα, δοθέντος ότι τα εν λόγω στοιχεία αφορούσαν σε ιδιωτική συμφωνία μεταξύ του αιτητή και της Λαϊκής, άρα σε στοιχεία εμπίπτοντα στη δική του σφαίρα γνώσεως, τα οποία ο καθ' ου η αίτηση δεν θα μπορούσε διαφορετικά να εξασφαλίσει.

 

Το λεκτικό της επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 10.11.2021, μπορεί, πράγματι, εκ πρώτης όψεως να εκληφθεί ότι μετέφερε το βάρος απόδειξης περί της μη ύπαρξης οποιουδήποτε ασυμβίβαστου στον αιτητή.  Πλην, όμως, ο Υπουργός δεν κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση λόγω αποτυχίας του αιτητή να αποσείσει το εν λόγω βάρος απόδειξης.  Τουναντίον, η κρίση του και συνακόλουθα η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης και της εκτίμησης των υποβληθέντων στο πλαίσιο της διενεργηθείσας έρευνας στοιχείων.  Το δε πρώτο Σημείωμα του Λειτουργού, ημερομηνίας 27.12.2021, καταδεικνύει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ο αιτητής εισηγείται, ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν προειλημμένη, εφόσον ο Λειτουργός δεν ήταν ακόμα, σε εκείνο το στάδιο, σε θέση να καταλήξει με πάσα βεβαιότητα σε παράβαση της νομοθεσίας από τον αιτητή και για τον λόγο αυτό ζητήθηκε από αυτόν η υποβολή πρόσθετων στοιχείων, τα οποία ακολούθως αξιολογήθηκαν μαζί με τα αρχικώς υποβληθέντα έγγραφα.  

 

Επισημαίνοντας, τέλος, ότι, συμφώνως της γενικής αρχής του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει κωδικοποιηθεί στο άρθρο 45(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/99) , η απαιτούμενη έρευνα μπορεί να διεξαχθεί είτε από το αρμόδιο διοικητικό όργανο είτε διά μέσου άλλου οργάνου ή προσώπου, δεν διαπιστώνω ούτε απεμπόληση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του Υπουργού, ενώπιον του οποίου είχε τεθεί το σχετικό Σημείωμα του Λειτουργού, ο οποίος πραγματοποίησε την έρευνα.   Με τη συμφωνία του Υπουργού με το Σημείωμα τεκμαίρεται ότι ο Υπουργός συμφώνησε με όλα όσα τέθηκαν ενώπιον του (Pafilia Property Developers Ltd v Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση αρ. 139/14, ημερ. 05.04.2021), ECLI:CY:AD:2021:C122.

 

Βάσει όλων των ανωτέρω καταλήγω ότι ο αιτητής απέτυχε να καταδείξει οιονδήποτε βάσιμο λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία κρίνεται νόμιμη, εύλογη, το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.»

 

 

Kατά το εδάφιο (2) του Άρθρου 3, ο Υπουργός (ο οποίος, κατά τον συναφή ορισμό του Άρθρου 2, είναι των Εσωτερικών) είναι υπό δέσμια εξουσία να προβεί σε άμεση ανάκληση διορισμού πιστοποιούντος υπαλλήλου, αν διαπιστώσει -μεταξύ άλλων- ότι ο τελευταίος διέπεται από ασυμβίβαστο ή/και κώλυμα που προβλέπεται στο εδάφιο (4) του Άρθρου 3.

 

Το ασυμβίβαστο ή/και κώλυμα που προβλέπεται συγκεκριμένα στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (4) του Άρθρου 3 συνίσταται από τα εξής στοιχεία:

(α) ο Υπουργός δέον να διαπιστώσει ότι υφίστανται τα ακόλουθα σωρευτικά γεγονότα: πρώτον, ότι ο πιστοποιών υπάλληλος έχει υπαλληλική σχέση (και δη άμεση) με τράπεζα, εταιρεία, δικηγορικό ή κτηματομεσιτικό γραφείο ή λογιστικό ή ελεγκτικό γραφείο ή με οποιοδήποτε άλλο οργανισμό· δεύτερον, σε περίπτωση που ο πιστοποιών υπάλληλος έχει άμεση υπαλληλική σχέση με τράπεζα ή εταιρεία, σωρευτικά αυτή η τράπεζα ή εταιρεία πρέπει να έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τα καθήκοντα που εκτελεί ο ενδιαφερόμενος ως πιστοποιών υπάλληλος·

(β) σε περίπτωση που ο Υπουργός ευλόγως ικανοποιηθεί ότι υφίστανται τα γεγονότα ως η πιο πάνω παράγραφος (α), τότε δύναται (χωρίς να υποχρεούται) να κρίνει στη βάση αυτών των γεγονότων ότι διακυβεύεται η αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων του πιστοποιούντος υπαλλήλου από τον ενδιαφερόμενο.

 

Ενόψει των προεκτεθέντων, ο Υπουργός είναι υπό δέσμια εξουσία να ανακαλέσει τον διορισμό πιστοποιούντος υπαλλήλου αν, αφενός, ευλόγως διαπιστώσει ότι υφίστανται τα γεγονότα που αναφέρονται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (4) του Άρθρου 3 και, αφετέρου, καταλήξει -βάσει αυτών των γεγονότων- σε εκτίμηση περί του ότι διακυβεύεται η αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων πιστοποιούντος υπαλλήλου από τον ενδιαφερόμενο.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, διαπιστώνουμε τα ακόλουθα σε σχέση με την προσβαλλόμενη ανάκληση:

 

Καταρχάς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα περί αναρμοδιότητας του Υπουργού Εσωτερικών να αποφασίσει αν ο Εφεσείων είχε άμεση υπαλληλική σχέση με τη Λαϊκή.

 

Το υπό αναφορά άρθρο του σχετικού Νόμου δίδει ευρεία ευχέρεια στον Υπουργό Εσωτερικών να κρίνει («ώστε κατά την κρίση του Υπουργού») αν διακυβεύεται η αμερόληπτη εκτέλεση των καθηκόντων του πιστοποιούντος υπαλλήλου από πρόσωπο που έχει άμεση υπαλληλική σχέση με τράπεζα ή εταιρεία, που έχει άμεση ή έμμεση σχέση με τα καθήκοντα που εκτελεί ο πιστοποιών υπάλληλος.  Κατ' επέκταση, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν είναι αρμόδιος να αποφαίνεται ζητημάτων που αφορούν στην εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 165(Ι)/2012.

 

Συναφώς η ερμηνεία και εφαρμογή της πιο πάνω επίμαχης διάταξης του Άρθρου 3 του σχετικού Νόμου επαφίεται στην κρίση του Υπουργού Εσωτερικών και αυτό που ελέγχεται από το Δικαστήριο, είναι αν η απόφαση λήφθηκε κατόπιν επαρκούς έρευνας και αν ήταν εύλογα επιτρεπτή και αιτιολογημένη στη βάση του συνόλου των δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον της Εφεσίβλητης σε συνάρτηση με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας.

 

Το κατά πόσο υπήρχε «άμεση υπαλληλική σχέση» του Εφεσείοντα με την Λαϊκή και με το δεδομένο ότι ο όρος αυτός δεν ερμηνεύεται στη σχετική νομοθεσία, αναδεικνύει το ζήτημα ως σχέσης εργοδότη-εργοδοτουμένου, το οποίο σύμφωνα με τη νομολογία, η οποία μνημονεύεται στην πρωτόδικη Απόφαση (βλ. Tsapaco Catering Ltd - ανωτέρω), εξετάζεται βάσει του συνόλου των γεγονότων της κάθε υπόθεσης και εξαρτάται από διάφορους παράγοντες οι οποίοι δεν προκαθορίζονται. 

 

Διαπιστώνεται από το περιεχόμενο του φακέλου και τις εκατέρωθεν επιστολές των μερών, στο περιεχόμενο των οποίων γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη Απόφαση, ότι η έρευνα που διεξήχθη από τη διοίκηση για το πιο πάνω ζήτημα ήταν επαρκής, αφού συνελέγησαν και διερευνήθηκαν τα ουσιώδη στοιχεία για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.  Προκύπτει ότι, μετά την καταγγελία σε βάρος του Εφεσείοντα, δόθηκε η δυνατότητα σε αυτόν να υποβάλει τις θέσεις του, τις οποίες υπέβαλε με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 21/12/2021, στην οποία γίνεται αναφορά στην Συμφωνία Συμβουλευτικών Υπηρεσιών που υπέγραψε ο Εφεσείων με την υπό διαχείριση Λαϊκή και στους συγκεκριμένους όρους της, καθώς επίσης και σε σχετική βεβαίωση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, σύμφωνα με την οποία ο Εφεσείων καταβάλλει εισφορές ως αυτοεργοδοτούμενος.  Ακολούθησε και δεύτερη επιστολή των δικηγόρων του Εφεσείοντα ημερομηνίας 7/1/2022, μέσω της οποίας ο Εφεσείων διευκρίνισε το είδος των εγγράφων που πιστοποιούσε για λογαριασμό της Λαϊκής.

 

Η έρευνα είχε ως αποτέλεσμα τη διαπίστωση από τον αρμόδιο Λειτουργό, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τη διερεύνηση της καταγγελίας, ότι προκύπτει ασυμβίβαστο.  Αιτιολογώντας την εισήγησή του προς τον Υπουργό, ο αρμόδιος Λειτουργός αναφέρθηκε στους όρους εργοδότησης της Συμφωνίας μεταξύ Εφεσείοντα και Λαϊκής, στους οποίους, όπως αναφέρεται, καθορίζονται οι ώρες και οι ημέρες απασχόλησης, οι αργίες και οι άδειες ανά μήνα και η αποζημίωση για την παροχή υπηρεσιών η οποία καθορίζεται με ποσό ανά μήνα.  Αναφέρθηκε επίσης ο αρμόδιος Λειτουργός στην ανάλυση των καθηκόντων που ο ίδιος ο Εφεσείων προέβη μέσω της επιστολής του ημερομηνίας 7/1/2022, σύμφωνα με την οποία «πιστοποίησε αριθμό εγγράφων για λογαριασμό» της Λαϊκής και ότι δεν διατηρούσε μητρώο πιστοποιήσεων.  Η πιο πάνω διαπίστωση εκτιμάται ότι ανταποκρίνεται και συνάδει με το περιεχόμενο της επιστολής των δικηγόρων του Εφεσείοντα ημερομηνίας 7/1/2022,  στην οποία είχε επισημανθεί ότι «Δεν υπάρχει κατάλογος πιστοποίησης υπογραφών ή και σφραγίδων για θέματα που αφορούν τις εργασίες» της Λαϊκής και ότι ο Εφεσείων «κατά διαστήματα αποτάθηκε και εξασφάλισε εκ μέρους της υπό διαχείριση(ς) Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου πιστοποιητικά από το Τμήμα Φορολογίας [.] τα οποία πιστοποίησε μαζί με Apostille από αρμόδιες κυβερνητικές υπηρεσίας για αποστολή τους στο εξωτερικό.  Οι πιστοποιήσεις πάντοτε αφορούσαν πιστοποιητικά και/ή επίσημα έγγραφα της υπό διαχείριση(ς) Λαϊκής Τράπεζας Κύπρου και οι πιστοποιήσεις δεν συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με τις συμβουλευτικές υπηρεσίες».

 

Κρίνεται ότι, όλα τα πιο πάνω εύλογα οδήγησαν στο συμπέρασμα στο οποίο ήχθη η διοίκηση, ότι η υπαλληλική σχέση του Εφεσείοντα με τη Λαϊκή ήταν άμεση, υπό την έννοια ότι συνδέεται απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλων στοιχείων (προσώπου ή πράγματος) (βλ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτης 1998, σελ.137) με τη συγκεκριμένη εταιρεία ή τράπεζα (Λαϊκή), η οποία έχει σχέση με τα καθήκοντα που εκτελεί ο πιστοποιών υπάλληλος.

 

 Όπως έχει αναφερθεί, σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. Tsapaco Catering Ltd -ανωτέρω) το ζήτημα της σχέσης εργοδότη- εργοδοτουμένου εξετάζεται στη βάση του συνόλου των γεγονότων της κάθε περίπτωσης και εν προκειμένω, αφενός δεν έχει τεθεί οτιδήποτε από τον Εφεσείοντα ικανό να αποσείσει το βάρος απόδειξης περί της μη ύπαρξης άμεσης υπαλληλικής σχέσης του με τη συγκεκριμένη εταιρεία και αφετέρου, τα όσα αναφέρθηκαν ως διαπίστωση από την Εφεσίβλητη για το ζήτημα αυτό, με παραπομπή στους όρους εργοδότησης και στα όσα ο ίδιος ο Εφεσείων ανέφερε στις επιστολές του (ανωτέρω), καθιστούν εύλογα επιτρεπτή την απόφαση της Εφεσίβλητης.  Είναι δε πάγια η θέση της νομολογίας, ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης με τις δικές του, διότι ο ρόλος του περιορίζεται σε έλεγχο της νομιμότητας της όλης διαδικασίας και της διοικητικής απόφασης και όχι της ορθότητά της (βλ. Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ.2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 476).

 

Ούτε έχει δίκαιο ο Εφεσείων να παραπονείται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε προηγούμενη ακρόαση, αφού όπως έχει αναφερθεί, του δόθηκε η δυνατότητα να παρουσιάσει τις θέσεις του και να προσκομίσει στοιχεία που αφορούσαν το υπό διερεύνηση ζήτημα με δύο επιστολές των δικηγόρων του. 

 

Δεν ευσταθεί επίσης η θέση του Εφεσείοντα, περί πρωτογενούς ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το Σημείωμα ημερομηνίας 20/1/2022, ότι εκ παραδρομής φέρει ημερομηνία 27/12/2021 και ότι θα έπρεπε να οδηγήσει σε ανασφάλεια για τις συνθήκες λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.  Στο ίδιο το Σημείωμα, στην παράγραφο 13 γίνεται αναφορά σε επιστολή των δικηγόρων του Εφεσείοντα ημερομηνίας 7/1/2022 που αναλύει τα καθήκοντά του, ήτοι μεταγενέστερη της 27/12/2021 και είναι προφανές ότι επρόκειτο για εκ παραδρομής και μη ουσιώδη αναγραφή λανθασμένης ημερομηνίας στο Σημείωμα.

 

Τέλος, δεν ευσταθεί η θέση του Εφεσείοντα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με γεγονότα μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.  Είναι πάγια η θέση της νομολογίας ότι, το κύρος της διοικητικής απόφασης συναρτάται με το πραγματικό καθεστώς που λήφθηκε κατά τον ουσιώδη χρόνο και δεν είναι δυνατή η πρωτογενής κρίση στοιχείων τα οποία δεν είχαν τεθεί ενώπιον του οργάνου κατά την έκδοση της απόφασης (βλ. Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549).

 

Υπό το φως των ανωτέρω, ουδείς εκ των Λόγων Έφεσης γίνεται αποδεκτός.  Κατά συνέπεια, η Έφεση απορρίπτεται με 3.500 ευρώ έξοδα, υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.  Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                                                          Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ. 

                                                                                   

                                                          Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.

 

                                                          Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο