ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 28/2023 i-Justice)
18 Ιουνίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσείουσα,
v.
Α.Π.
Εφεσίβλητου.
--------------------
Κ. Χατζηδημητρίου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείoυσα.
Α. Αλεξάνδρου, για Αλεξάνδρου & Παπαθεοδώρου Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσίβλητο.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου. Με αυτή συμφωνεί o Δικαστής Γ. Σεραφείμ. Διϊστάμενη είναι η απόφαση της υποφαινόμενης που ακολουθεί.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Πλειοψηφίας)
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.: Περί την 9.11.2018, ο τότε Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (εφεξής «το Τμήμα») ακύρωσε τη βεβαίωση εγγραφής του Εφεσίβλητου (του προσφεύγοντα, πρωτόδικα) και εξέδωσε εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, καθώς και παραμονής εκτός Δημοκρατίας για ορισμένη περίοδο, δυνάμει των ’ρθρων 29(1), 30 και 35 των περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν στη Δημοκρατία Νόμων[1] (εφεξής «ο Νόμος 7(Ι) του 2007»), δεδομένου ότι ο Εφεσίβλητος είναι Έλληνας υπήκοος και, κατά προέκταση, πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω Νόμων.
Ο Εφεσίβλητος προσέβαλε τη νομιμότητα των ως άνω διοικητικών πράξεων διά της Προσφυγής Αρ. 155/2019 την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε, κρίνοντας ότι πάσχει η αιτιολογία του προσβαλλόμενου διατάγματος απέλασης καθότι βασίστηκε στην επιβολή ποινής φυλάκισης στον Εφεσίβλητο από κυπριακό Δικαστήριο για τη διάπραξη συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων.
Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση του ημερ. 6.10.2022, ότι η ερειδόμενη σε ποινική καταδίκη αιτιολογία συγκρούεται με το ’ρθρο 29(3)(β) του Νόμου 7(Ι) του 2007 το οποίο ρητά προβλέπει ότι προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ' εαυτών λόγους για τη λήψη μέτρων περιοριστικών επί του δικαιώματος των πολιτών της Ένωσης, προς διασφάλιση, μεταξύ άλλων, της δημόσιας τάξης (την οποία η πάσχουσα αιτιολογία επικαλείτο).
Περί την 6.9.2023 (ήτοι, πριν την αποφυλάκιση του Εφεσίβλητου), η Διευθύντρια του Τμήματος (εφεξής «η Διευθύντρια») εξέδωσε εκ νέου διατάγματα κράτησης και απέλασης σε βάρος του, όπως και τριετή απαγόρευση επανεισόδου του στη Δημοκρατία. Η απέλαση αποφασίστηκε δυνάμει των ’ρθρων 29(1) και 35 του Νόμου 7(Ι) του 2007 και αιτιολογήθηκε στη βάση της προαναφερόμενης ποινικής καταδίκης η οποία συνιστά προσωπική συμπεριφορά αποτελούσα κίνδυνο για τη δημόσια τάξη (ως αναφέρει η επιστολή προς τον Εφεσίβλητο ημερ. 6.9.2013) και για τη δημόσια ασφάλεια (την οποία επιπροσθέτως επικαλείται η αιτιολογία η οποία συνάπτεται στην προρρηθείσα επιστολή).
Ο Εφεσίβλητος προσέβαλε τη νομιμότητα των τελευταίων διοικητικών πράξεων δια της Προσφυγής Αρ. 1528/2023 η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Συγκεκριμένα, με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση ημερ. 31.10.2023, το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι η αιτιολογία των (νέων) προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων πάσχει από την ίδια νομική πλημμέλεια η οποία διαπιστώθηκε στην Προσφυγή Αρ. 155/2019, δηλαδή αντιβαίνει το ’ρθρο 29(3)(β) του Νόμου 7(Ι) του 2007 διότι ερείδεται αποκλειστικά (και ανεπίτρεπτα) στην προηγούμενη ποινική καταδίκη του Εφεσίβλητου.
Mε τον πρώτο λόγο έφεσης, βάλλεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση κατά την οποία «Ενόψει όμως και του σαφούς λεκτικού του άρθρου 29 (3) (β) του Νόμου, το οποίο κατά την κρίση μου ουδεμίας άλλης ερμηνείας επιδέχεται, η μοναδική και άνευ ετέρου αναφορά στα -δίχως αμφιβολία σοβαρά- ποινικά αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε ο αιτητής δεν μπορεί «αφ' εαυτής» να στοιχειοθετήσει τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης.».
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:
Η μόνη «συμπεριφορά» του Εφεσίβλητου η οποία τυγχάνει επίκλησης στις προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις της 6.10.2023, ως θίγουσα τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, είναι η προηγούμενη ποινική καταδίκη του. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την προηγηθείσα και προπαρασκευαστική επιστολή ημερ. 4.9.2023 της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Λάρνακας της Αστυνομίας (εφεξής «η ΥΑΜ») προς τη Διευθύντρια, η οποία αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Ο υπό αναφορά στο θέμα αλλοδαπός καταδικάστηκε για την διάπραξη σοβαρών αδικημάτων και ιδιαίτερα για το αδίκημα του βιασμού, για το οποίο προβλέπεται ως μέγιστη ποινή η φυλάκιση διά βίου. Η φύση των αδικημάτων που διέπραξε ο αλλοδαπός είναι τέτοια που μπορεί να θεωρηθεί ως άτομο η συμπεριφορά του οποίου συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για την δημόσια τάξη ή ασφάλεια, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αλλοδαπός ο οποίος διαμένει στη Δημοκρατία πέραν των 10 ετών, είναι παντρεμένος με Κύπρια και πατέρας Κύπριων πολιτών, παρακαλώ για ενημέρωση της Διευθύντρια [sic] του Τ.Α.Π.Μ. για λήψη απόφασης ως προς τον χειρισμό του μετά την αποφυλάκισή του».
Επί της επιστολής, λειτουργός του Τμήματος προέβη σε εισήγηση την 6.9.2023 (την οποία η Διευθύντρια υιοθέτησε αυθημερόν) για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης στη βάση του ’ρθρου 29 του Νόμου 7(Ι) του 2007, λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων για τα οποία ο Εφεσίβλητος κατεδικάσθη.
Δηλαδή, παρά τους (περί οικογενειακής και προσωπικής ζωής) παράγοντες τους οποίους έθεσε επί τάπητος η ΥΑΜ, η Διευθύντρια εστίασε στη διάπραξη των προρρηθέντων ποινικών αδικημάτων ως το μοναδικό λόγο της κράτησης και απέλασης του Εφεσίβλητου.
Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτός ο λόγος άνευ ετέρου δεν νομιμοποιεί την κράτηση και απέλαση του Εφεσίβλητου στη βάση του ’ρθρου 29, λόγω της παραγράφου (β) του εδαφίου (3) του ’ρθρου η οποία ρητά απαγορεύει την άνευ ετέρου επίκληση προηγούμενης ποινικής καταδίκης. Εξυπακούεται ότι η έννοια της «προηγούμενης ποινικής καταδίκης» εμπεριέχει και τη σοβαρότητα του διαπραχθέντος αδικήματος, αφού αυτή η σοβαρότητα κανονικά αντανακλάται στην επιβληθείσα ποινή (Λευκαρίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (2016) 2 Α.Α.Δ. 1165), οπότε το ’ρθρο 29(3)(β) δεν επιτρέπει στη Διευθύντρια να απελαύνει κατάδικο επειδή έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του διαπραχθέντος αδικήματος ως διακριτό στοιχείο από την ίδια την καταδίκη.
Δεδομένου ότι το ’ρθρο 29(3)(β) του Νόμου 7(Ι) του 2007 ενσωματώνει τη δεύτερη πρόταση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του ’ρθρου 27 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ[2] (εφεξής «η Οδηγία»), η συναφής νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση ημερ. 17.11.2011 του ΔΕΕ επί της Υπόθεσης C-430/10 Gaydarov, σκέψη 34) επιβεβαιώνει την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης, όπως και η κυπριακή νομολογία (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 189/2019 Preston ν. Υπουργού Εσωτερικών, απόφαση ημερ. 10.12.2020).
Συναφώς, στην Preston αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η κατάληξη της Διοίκησης σε πράξη απέλασης με βάση τα άρθρα 29 και 30 ευθέως δημιουργεί υποχρέωση της Διοίκησης να ενεργήσει με βάση τα κριτήρια του Νόμου.
Κατ΄αρχάς πρέπει να παρατηρήσουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επανάλαβε την αρχή ότι η καταδίκη σε ποινικό αδίκημα δεν συνιστά αφ΄εαυτής λόγο για απέλαση ατόμου και δη, όπως εν προκειμένω, ευρωπαίου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, πολίτη.
Αυτό άλλωστε είναι σαφέστατο ως προκύπτον από το ίδιο το Νόμο ως άνω, αλλά και την υπάρχουσα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ενσωμάτωσε πλήρως τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις (βλ. την Eddine ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ.95). Στη Βekefi ν. Δημοκρατίας ΑΕ42/13-45/13, 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:C317, έχουν λεχθεί τα εξής:
«Η Οδηγία 2004/38/ΕΚ επαυξάνει την ασφάλεια διαμονής του Ευρωπαίου πολίτη και των μελών της οικογένειας του στο κράτος μέλος υποδοχής παρέχοντας βασικές εγγυήσεις αναλογικότητας και προνοώντας για αριθμό ασφαλιστικών δικλείδων, γενικών και ατομικών. Μεταξύ άλλων, δεν επιτρέπονται οι αυτόματες απελάσεις και κάθε ΅έτρο που λα΅βάνεται για λόγους δη΅όσιας τάξης ή δη΅όσιας ασφάλειας πρέπει να είναι σύ΅φωνο ΅ε την αρχή της αναλογικότητας και, όπως έχει ήδη αναφερθεί, να θε΅ελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συ΅περιφορά του προσώπου που αφορά. Περαιτέρω, πριν ληφθεί η απόφαση απέλασης πρέπει να συνεκτιμηθούν οι παράγοντες που ορίζει το ’ρθρο 28.1 της εν λόγω Οδηγίας, όπως η διάρκεια της παραμονής στη χώρα υποδοχής, στην οποία αντανακλάται ο βαθμός των δεσμών του ατόμου με τη χώρα, η ηλικία και η κατάσταση της υγείας του, η οικονομική του κατάσταση, η κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωση του στη χώρα υποδοχής και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής, όσο μεγαλύτερη είναι η ένταξη των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους στο κράτος μέλος υποδοχής, τόσο μεγαλύτερη προστασία θα πρέπει να τους παρέχεται έναντι απέλασης. Εισάγεται μια νέα ιεραρχία επιπέδων προστασίας εναντίον της απέλασης βασιζομένης σε κριτήρια αυξανόμενης αυστηρότητας, ανάλογα, μεταξύ άλλων, με τη διάρκεια της διαμονής».
Παρά την ορθή καταγραφή των αρχών, θεωρούμε ότι στη συνέχεια έχει παρεισφρήσει σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αξιολόγηση των δεδομένων της υπό κρίση περίπτωσης. Δεν ήταν καθήκον του ιδίου του Δικαστηρίου να εντοπίσει κάποια διάσπαρτα στοιχεία του φακέλου για να αιτιολογήσει το ίδιο την απέλαση. ΄Ηταν εκ του Νόμου καθήκον της διοίκησης να λάβει υπόψη και να εφαρμόσει τα κριτήρια που θέτει ο ίδιος ο Νόμος και ιδιαίτερα το άρθρο 30 ανωτέρω, (όπου σαφώς τίθενται συγκεκριμένα κριτήρια βλ. πιο πάνω, αρθρ.30(1)). ΄Εχοντας δε αυτά υπόψη, να αξιολογήσει την κρινόμενη περίπτωση δίδοντας συναφή αιτιολογία της κρίσης της διοίκησης. Αφ΄ης στιγμής τα κριτήρια τα θέτει ο ίδιος ο Νόμος, είναι υποχρέωση της διοίκησης να τα εξετάσει προβαίνοντας σε δέουσα έρευνα κατά πρώτον και κατά δεύτερον να τα εντάξει στην επίδικη απόφαση, αιτιολογώντας την κρίση της. Πολλώ δε μάλλον που η αρχή της αναλογικότητας τίθεται στο ίδιο το κείμενο του σχετικού άρθρου 29.
[.]
Ομοίως, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει γίνει καν αναφορά στα κριτήρια, από τη Διοίκηση, τα οποία έπρεπε να έχουν «δεσπόζουσα θέση στην αιτιολογία», σύμφωνα με τα ως άνω νομολογηθέντα. Συνεπώς, συνιστά σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφενός να θεωρήσει αιτιολογημένη την απόφαση στην οποία απουσιάζει παντελώς η κρίση επί των κριτηρίων του Νόμου και αφετέρου στο να συλλέξει το ίδιο στοιχεία τα οποία συσχέτισε με τα κριτήρια του άρθρου 30. Επαναλαμβάνουμε πως η χρήση διάσπαρτων στοιχείων από το διοικητικό φάκελο δεν είναι πανάκεια, όπως χαρακτηριστικά ελέχθη στη Συμεωνίδου, (ανωτέρω).
Προσθέτως, εν προκειμένω, τα στοιχεία που χρησιμοποίησε ο πρωτόδικος Διοικητικός Δικαστής δεν ήσαν τόσο ευθέως συναρτώμενα με το σκοπό της απέλασης, όσο με το θέμα της εκτέλεσης της ποινής.
Στην Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000)3 ΑΑΔ 438, εύστοχα λέχθηκε ότι: «Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση».
Κάτι τέτοιο, εν προκειμένω, δεν ισχύει καθότι από πουθενά δεν προκύπτει το τι ακριβώς είχε υπόψη του, το αποφασίζον όργανο.
Η απουσία της εφαρμογής των κριτηρίων από τη διοίκηση ασφαλώς καθιστά αναποτελεσματικό και ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο.
Στη βάση των πιο πάνω κρίνεται πως η πρωτόδικη κρίση πάσχει και η έφεση θα επιτύχει στη βάση του αναιτιολόγητου της επίδικης απόφασης και της συναφούς έλλειψης δέουσας έρευνας.».
Το ’ρθρο 35(1) του Νόμου 7(Ι) του 2007 (όπως και το αντίστοιχο ’ρθρο 33(1) της Οδηγίας) επιτρέπει την απέλαση πολίτη της Ένωσης ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης μόνον εφόσον πληρούνται, μεταξύ άλλων, οι απαιτήσεις του ’ρθρου 29 του Νόμου (και του ’ρθρου 27 της Οδηγίας). Ακόμα και αν δεν υφίστατο το ’ρθρο 29(3)(β) του Νόμου 7(Ι) του 2007, το ’ρθρο 29(3)(α) αυτού (ως ενσωματώνει τις λοιπές διατάξεις του ’ρθρου 27(2) της Οδηγίας) και πάλι καθιστά παράνομη την προσβαλλόμενη απέλαση αφού απαιτεί όπως τέτοια απέλαση ερείδεται στην προσωπική συμπεριφορά του ενδιαφερομένου η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, διαπίστωση η οποία προϋποθέτει κατά κανόνα εκτίμηση/αξιολόγηση ότι ο ενδιαφερόμενος τείνει να διατηρήσει τη συμπεριφορά αυτή στο μέλλον.
Η υποχρέωση διαπίστωσης από τη Διοίκηση της τάσης του ενδιαφερόμενου να διατηρήσει την επιλήψιμη συμπεριφορά στο μέλλον υφίσταται ακόμα και όταν είχε προηγηθεί καταδίκη του για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων ιδιαιτέρως σοβαρών, όπως αυτών που συνδέονται με τη γενετήσια εκμετάλλευση παιδιών (απόφαση ημερ. 13.7.2017 του ΔΕΕ επί της Υπόθεσης C-193/16 E, σκέψεις 20-23· απόφαση ημερ. 22.5.2012 ΔΕΕ επί της Υπόθεσης C-348/09 Ι, σκέψεις 26-34).
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και η Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Κατευθυντήριες γραμμές για την καλύτερη ενσωμάτωση και εφαρμογή της οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών» (Βρυξέλλες 2.7.2009, COM (2009) 313 τελικό) σε σχέση με την ερμηνεία του ’ρθρου 27(2) της Οδηγίας:
«Δεν μπορούν να διατάσσονται αυτομάτως περιοριστικά μέτρα κατόπιν ποινικής καταδίκης ενώ πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η προσωπική συμπεριφορά του δράστη και η απειλή που αυτή η συμπεριφορά συνιστά για τη δημόσια τάξη.
[..]
Η ύπαρξη προηγούμενης ποινικής καταδίκης δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη παρά μόνο στο μέτρο που από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη προσωπικής συμπεριφοράς η οποία συνιστά ενεστώσα απειλή για τη δημόσια τάξη. Οι αρχές πρέπει να στηρίζουν την απόφασή τους στην αξιολόγηση της μελλοντικής συμπεριφοράς του εν λόγω προσώπου. Ο αριθμός και το είδος των προηγούμενων καταδικών πρέπει να αποτελούν σημαντικό στοιχείο της αξιολόγησης αυτής, και ειδική προσοχή πρέπει να δίδεται στη βαρύτητα και τη συχνότητα των τελεσθέντων αδικημάτων. Είναι ουσιώδες να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος υποτροπής, αλλά δεν αρκεί η μικρή πιθανότητα νέων αδικημάτων.
[.]
Σε ορισμένες περιστάσεις, τα επαναλαμβανόμενα αδικήματα ήσσονος σημασίας μπορεί να συνιστούν απειλή για τη δημόσια τάξη, παρά το γεγονός ότι κάθε έγκλημα/αδίκημα, από μόνο του, δεν είναι ικανό να θεμελιώσει αρκούντως σοβαρή απειλή όπως καθορίστηκε ανωτέρω. Οι εθνικές αρχές πρέπει να αποδείξουν ότι η προσωπική συμπεριφορά του ατόμου συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη. Κατά την αξιολόγηση της ύπαρξης απειλής για τη δημόσια τάξη σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αρχές μπορούν ειδικότερα να λάβουν υπόψη τους ακόλουθους παράγοντες:
Η ύπαρξη πολλαπλών καταδικών δεν επαρκεί από μόνη της.».
Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απέλαση είναι παράνομη, διότι η αιτιολογία της καταστρατηγεί σωρευτικά τις παραγράφους (α) και (β) του ’ρθρου 29(3) του Νόμου 7(Ι) του 2007 αφού ελλείπει η απαιτούμενη διοικητική κρίση η οποία να καταδεικνύει τάση του Εφεσίβλητου να επαναλάβει στο μέλλον την ίδια παραβατικότητα, εστιάζοντας αντ' αυτού αποκλειστικά στην προηγηθείσα καταδίκη αφ' εαυτήν.
Η Εφεσείουσα παραπέμπει στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 89/2015 Α.Ν. ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 3.6.2022 για να στοιχειοθετήσει το κατ' ισχυρισμόν σφάλμα της προρρηθείσας πρωτόδικης κρίσης. Πλην όμως, στην Α.Ν. δεν σχολιάστηκε ρητά το ’ρθρο 29(3)(β) του Νόμου 7(Ι) του 2007, οπότε δεν υπερκεράζει την προρρηθείσα ενωσιακή νομολογία αφού είναι η τελευταία που υπερτερεί σε περίπτωση σύγκρουσης (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 19/2017 Δήμος Λευκωσίας ν. ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ CYBARCO LTD - Α. ARISTOTELOUS CONSTRUCTIONS LTD, απόφαση ημερ. 31.10.2023).
Κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι «Ούτε βεβαίως ευσταθεί η θέση των καθ'ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν εξέτασης των προσωπικών και οικογενειακών περιστάσεων του αιτητή. Εν ολίγοις, αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι η γενική επίκληση στο άρθρο 30 του Νόμου, χωρίς οποιαδήποτε ρητή αναφορά στην αιτιολόγηση της απόφασης απέλασης επί των καθοριζόμενων νομοθετικά παραμέτρων, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αναπληρώσει την απαιτούμενη εκ του Νόμου αξιολόγηση των τασσόμενων κριτηρίων και να παρέχει τη συνακόλουθη απαιτούμενη αιτιολόγηση. Συναφώς από πουθενά δεν προκύπτει τι ακριβώς είχε υπόψη του το αποφασίζον όργανο και ποια βεβαίως ήταν η κρίση του επί των παραμέτρων που ο ίδιος Νομοθέτης επιτακτικά έθεσε, όταν παντελώς λακωνικά κατέγραφε ότι έλαβε υπόψη «όλα τα δεδομένα της περίπτωσης του αιτητή».».
Ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:
Το ’ρθρο 30 του Νόμου 7(Ι) του 2007, το οποίο ενσωματώνει το ’ρθρο 28 της Οδηγίας και το οποίο απαιτεί από τη Διευθύντρια να λαμβάνει υπόψη τις προσωπικές παραμέτρους πολίτη της Ένωσης προτού αποφασίσει την απέλαση του, δεν αναιρεί τη ρητή απαγόρευση που της επιβάλλεται εκ του ’ρθρου 29(3)(β) του Νόμου να μην διατάσσει περιοριστικά μέτρα στη βάση ποινικής καταδίκης αφ' εαυτής.
Ούτε η τυχόν τήρηση του ’ρθρου 30 από τη Διευθύντρια, κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων, εξυπακούει την εκ παραλλήλου τήρηση του ’ρθρου 29(3)(β) ή θεραπεύει τη μη τήρησή του.
Κατά τον τρίτο λόγο έφεσης, είναι εσφαλμένη η πρωτόδικη κρίση κατά την οποία «Αλλά ούτε και η εκ των υστέρων επίκληση της συνηγόρου των καθ'ων η αίτηση στην επιστολή της ΥΑΜ και στο σημείωμα του αρμόδιου λειτουργού μπορεί να παρέχει επαρκή αιτιολόγηση, εν τη παντελή έλλειψη οποιασδήποτε αξιολόγησης και κρίσης επί των όσων παρατίθενται σε αυτά από το αρμόδιο όργανο. ’λλωστε, δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω, ότι στην επιστολή της ΥΑΜ, την οποία επικαλείται η πλευρά των καθ'ων η αίτηση προς επίρρωση της θέσης της- διενεργείτο μεν ρητή μνεία στη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκε ο αιτητής, πλην όμως διενεργείτο και σαφή αναφορά σε κάποιες μόνο από τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, δεδομένα τα οποία, εν πάση περιπτώσει, ουδόλως προκύπτει εάν αξιολογήθηκαν ή λήφθηκαν υπόψη από τους ίδιους των καθ'ων η αίτηση.».
Ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:
Ως κατεδείχθη ανωτέρω, τα αναφερόμενα στην επιστολή της ΥΑΜ και το πως αυτά έτυχαν αντιμετώπισης από τη Διευθύντρια δεν αναιρούν αλλά, αντιθέτως, επιβεβαιώνουν το ότι -σε παράβαση του ’ρθρου 29(3)(β) του Νόμου 7(Ι) του 2007- η τελευταία εξέδωσε τις προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις στη βάση της προηγούμενης καταδίκης του Εφεσίβλητου αφ' εαυτής.
Αυτή η παρανομία δεν αναιρείται από την εσφαλμένη πρωτόδικη αναφορά σε «εκ των υστέρων» επίκληση της επιστολής από τη συνήγορο της Εφεσείουσας.
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζεται το ποσό των 3000 ευρώ (επιπλέον ΦΠΑ), ως κατ' έφεση έξοδα, υπέρ του Εφεσίβλητου και κατά της Εφεσείουσας.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 28/2023 i-Justice)
18 Ιουνίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Εφεσείουσα,
v.
Α.Π.
Εφεσίβλητου.
--------------------
Κ. Χατζηδημητρίου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσείoυσα.
Α. Αλεξάνδρου, για Αλεξάνδρου & Παπαθεοδώρου Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσίβλητο.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ΔΙΪΣΤΑΜΕΝΗ)
-----------------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Με κάθε σεβασμό, έχω διαφορετική άποψη από αυτήν της πλειοψηφίας, την οποία παραθέτω.
Της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπό τριμελή σύνθεση) στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 189/2019 Preston ν. Υπουργείο Εσωτερικών, ημερομηνίας 10/12/2020, ακολούθησε η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπό πενταμελή σύνθεση) στην Α.Ν. v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 89/2015, ημερομηνίας 3/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:C233, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπό μονομελή σύνθεση) στην Ιωάννη Καρωμένου και Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 483/2015, ημερομηνίας 9/7/2015, ECLI:CY:AD:2015:D494.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικυρώνοντας την πρωτόδικη κρίση, ανέφερε τα εξής:
«Με τους λόγους έφεσης 2, 3 και 4, τους οποίους και θα εξετάσουμε σωρευτικώς ως εκ της φύσης τους, ο Εφεσείων διατείνεται ότι άστοχα αποφάσισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο πως δεν εντοπίζεται παραβίαση των ’ρθρων 29,[1] 30[2] και 35,[3] Ν.7(Ι)/07 από τους Εφεσίβλητους.
Μήτε και με αυτή την εισήγηση του Εφεσείοντα συγκλίνουμε.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύθηκε με περισσή λεπτομέρεια και διεισδυτικότητα όλα τα συναφώς εγειρόμενα ζητήματα εκ πλευράς Εφεσείοντα.
Αποφάνθηκε - και πολύ σωστά - λειτουργώντας ορθολογικά και εντός του πλαισίου της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας του, ότι με υπόψιν τις νομοθετικές προβλέψεις και τη συναφή νομολογία, ως και το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, καμιά τέτοια παραβίαση στοιχειοθετείται.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως το κατηγορητήριο και οι λεπτομέρειες των αδικημάτων για τα οποία είχε καταδικαστεί ο Εφεσείων, βρίσκονταν ενώπιον των Εφεσίβλητων κατά τους κρίσιμους χρόνους και ότι τα στοιχεία που συνυπολογίστηκαν συνιστούσαν, όντως, πραγματική, ενεστώσα και επαρκή σοβαρή απειλή, συνοδευόμενη μάλιστα και από το στοιχείο της προηγούμενης καταδίκης σε σοβαρό ποινικό αδίκημα ναρκωτικών, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο και τα περί ανεπιθύμητης συμπεριφοράς του Εφεσείοντα και το δικαιολογημένο της απέλασης (Viorel ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1064/12, ημ. 2.8.12).
Δεν βλέπουμε πώς έσφαλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας επί της πτυχής αυτής την προσβαλλόμενη απόφαση, και αυτό γιατί ενήργησε καλώς κατά τις ισχύουσες αρχές με κατά νουν τα γεγονότα της υπόθεσης.
Δεν υπήρξε παραβίαση του ’ρθρου 29, Ν.7(Ι)/07.
Παρομοίως, σε σχέση προς τα περί του ’ρθρου 35, ήταν και πάλι εύστοχη η επισήμανση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, ως εκ της χρονικής στιγμής έκδοσης του διατάγματος απέλασης - συναρτώμενου τού τελευταίου προς τον χρόνο αποφυλάκισης του Εφεσείοντα μια μέρα προηγουμένως - δεν μπορούσε να τεθεί, εκ των πραγμάτων, ζήτημα αξιολόγησης (κατά τον χρόνο εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης), της όποιας ουσιαστικής μεταβολής των περιστάσεων αφότου εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο ’ρθρο 35(2), Ν.7(Ι)/07.
Δεν καταδείχθηκε παραβίαση του ’ρθρου 35, Ν.7(Ι)/07.
Ήταν εύλογο για τους Εφεσίβλητους να εκτιμήσουν, με βάση και την καταδίκη του Εφεσείοντα (και ό,τι τούτη αφορούσε), πως ο Εφεσείων συνιστούσε κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, με την κρίση τους ότι λόγοι δημοσίου συμφέροντος καλούσαν λελογισμένως σε απέλαση του να αιτιολογείται πλήρως και επαρκώς με βάση και τις αρχές της νομολογίας.
Είπε και αυτά τα σχετικά το Πρωτόδικο Δικαστήριο με όσα τώρα ενδιαφέρουν, τα οποία θα μεταφέρουμε αυτούσια για να αναδείξουμε συν τω χρόνω και την ενδελέχεια της πρωτόδικης κρίσης σε αυτά που απασχόλησαν τον Εφεσείοντα και σε πρώτο βαθμό:
«................................
Η κατά το άρθρο 29 του Ν.7(Ι)/2007 «πραγματική, ενεστώσα και επαρκής σοβαρή απειλή», συναρτάται κατά τεκμήριο με υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, η οποία, εφόσον συνοδεύεται και με προηγούμενες καταδίκες, ενισχύει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά και καθιστά πιο δικαιολογημένη την απέλαση (βλ. Anghel Viorel, Υπ.αρ.1064/2012, ημερομηνίας 20.5.2014). Εξάλλου, στην προκειμένη περίπτωση, το διάταγμα απέλασης εκδόθηκε μία μέρα πριν από την αποφυλάκιση του αιτητή ως παρεπόμενο μέτρο δυνάμει του άρθρου 35 του Ν.7(Ι)/2007 και ενώ δεν είχε περάσει οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, ώστε να τίθεται θέμα αξιολόγησης, κατά το χρόνο εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης, ουσιαστικής μεταβολής των περιστάσεων αφότου εκδόθηκε το διάταγμα, όπως προνοεί το άρθρο 35(2).
Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) παρέχει σχετικές κατευθυντήριες γραμμές για το ζήτημα που εδώ απασχολεί. Στην Υπόθεση C-348/2009, P. I. V. Oberbürgermeisterin der Stadt Remscheid, ημερ. 22.5.2012, η οποία αφορούσε την περίπτωση πολίτη της Ένωσης που διέμενε στη Γερμανία κατά τα τελευταία 10 έτη πριν την απέλαση του λόγω καταδίκης του για σοβαρά ποινικά αδικήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου και σε ερώτημα κατά πόσο συνέτρεχαν στην περίπτωση του οι επιτακτικοί λόγοι δημοσίας ασφάλειας για την απέλαση του, λέχθηκαν από το Δικαστήριο τα ακόλουθα:
«30. Συγκεκριμένα, το άρθρο 27, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/38 εξαρτά κάθε μέτρο απελάσεως από τον όρο να συνιστά η συμπεριφορά του οικείου προσώπου πραγματική και ενεστώσα απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή του οικείου κράτους μέλους, διαπίστωση που προϋποθέτει, κατά κανόνα, ότι το οικείο πρόσωπο τείνει να διατηρήσει τη συμπεριφορά αυτή στο μέλλον.
31. Πρέπει να προστεθεί ότι, οσάκις μέτρο απομακρύνσεως από την επικράτεια λαμβάνεται ως ποινή ή ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή κράτησης, αλλά εκτελείται δύο και πλέον έτη αφότου αυτή εκδόθηκε, το άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 επιβάλλει στα κράτη μέλη να βεβαιώνουν ότι το οικείο πρόσωπο εξακολουθεί να αποτελεί υπαρκτή και πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, καθώς επίσης να εξετάζουν κατά πόσον έχει επέλθει μεταβολή των περιστάσεων από τότε που ελήφθη η απόφαση περί απομακρύνσεως.
32. Τέλος, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 28, § 1, της οδηγίας 2004/38, πριν λάβει απόφαση περί απελάσεως για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, το κράτος μέλος υποδοχής πρέπει να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τη διάρκεια παραμονής του οικείου προσώπου στην επικράτεια του, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωση του στο κράτος μέλος υποδοχής και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής.
33. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 28, § 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να κρίνουν ότι ποινικά αδικήματα, όπως εκείνα του άρθρου 83, § 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αποτελούν σοβαρή προσβολή θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, ικανή να συνιστά άμεση απειλή για την ηρεμία και τη σωματική ασφάλεια του πληθυσμού και ότι, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στην έννοια «επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας», με αποτέλεσμα να δικαιολογείται ενδεχομένως η λήψη μέτρου απελάσεως βάσει της § 3 του άρθρου 28 της οδηγίας 2004/38, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος τελέσεως τέτοιων αδικημάτων χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα σοβαρός, κάτι που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει βάσει ειδικής εξετάσεως της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί.
34. Κάθε μέτρο απελάσεως εξαρτάται από τον όρο να συνιστά η συμπεριφορά του οικείου προσώπου πραγματική και ενεστώσα απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας του οικείου κράτους μέλους, διαπίστωση που προϋποθέτει, κατά κανόνα, ότι το οικείο πρόσωπο τείνει να διατηρήσει τη συμπεριφορά αυτή στο μέλλον.»
Επίσης στην Υπόθεση C-145/09, Land Baden-Württemberg v.Παναγιώτη Τσακουρίδη, ημερομηνίας 23.11.2010, που αφορούσε πολίτη με αυξημένη προστασία από την Οδηγία 2004/38/ΕΚ λόγω μακροχρόνιας παραμονής του στην χώρα υποδοχής, ο οποίος απελάθηκε λόγω σοβαρών ποινικών καταδικών, λέχθηκε ότι το άρθρο 28, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας που οφείλεται στην παράνομη διακίνηση ναρκωτικών από συμμορίες είναι δυνατόν να καλύπτεται από την έννοια «επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας», ώστε να δικαιολογείται το μέτρο απέλασης του πολίτη της Ένωσης που διέμενε στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τα προηγούμενα δέκα έτη. Περαιτέρω, σε περίπτωση που ισχύει η προστασία του άρθρου 28, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, η διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η καταπολέμηση της εγκληματικότητας που οφείλεται στην παράνομη διακίνηση ναρκωτικών από συμμορίες καλύπτεται από την έννοια "σοβαροί λόγοι δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.''
Επίσης το Συμβούλιο της Επικράτειας, έκρινε σε υποθέσεις απέλασης Ευρωπαίων πολιτών ότι η ανάμειξη τους και η προηγούμενη καταδίκη τους για ποινικά αδικήματα που αφορούσαν στη διακίνηση και εμπορία ναρκωτικών (φυλάκιση πάνω από ένα έτος) στοιχειοθετούσε, σοβαρό λόγο δημοσίας τάξης για την απέλαση τους, τηρουμένων και των λοιπών συναφών προϋποθέσεων (βλ., μεταξύ άλλων, ΣτΕ 42/2011, ΣτΕ 1439/09(ΕΑ)).
Επί του ίδιου θέματος, στην υπόθεση ΣτΕ 4023/2011, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Επομένως, προβάλλεται αβασίμως ότι η απέλαση του αιτούντος δεν είναι νόμιμη για τον λόγο ότι δεν ερείδεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι, κατά την έννοια του άρθρου 28 παρ. 2 και 3 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ (βλ. και άρθρο 22 παρ. 2 και 3 του ΠΔ 106/2007), η καταπολέμηση της εγκληματικότητας που οφείλεται στην παράνομη διακίνηση ναρκωτικών όχι μόνο καλύπτεται από την έννοια «σοβαροί λόγοι δημόσιας τάξης ή ασφάλειας» αλλά είναι δυνατόν να καλύπτεται και από την έννοια «επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας», ώστε να δικαιολογείται η επιβολή του μέτρου της απέλασης ακόμη και εις βάρος πολίτη της Ένωσης που διέμενε στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τα προηγούμενα δέκα έτη (βλ. Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προαναφερθείσα απόφαση Τσακουρίδη, σκέψεις 41 έως 47 και 54 έως 56). Περαιτέρω, η απέλαση του αιτούντος δεν διατάχθηκε ως αυτόματη συνέπεια της καταδίκης του από το ποινικό δικαστήριο ούτε εξυπηρετεί σκοπούς γενικής πρόληψης. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη πράξη, εξετάσθηκε από την αρμόδια αρχή η προσωπική συμπεριφορά του αιτούντος, εν όψει δε της σοβαρότητας του αδικήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο αιτών, της επιβληθείσης ποινής, των συνθηκών τέλεσης του αδικήματος και του βαθμού συμμετοχής του στην εγκληματική δραστηριότητα, όπως τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, στην οποία παραπέμπει η προσβαλλόμενη πράξη, κρίθηκε ότι η παραμονή του αιτούντος στη χώρα συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, και συγκεκριμένα της προστασίας του κοινωνικού συνόλου, και ιδίως της νεολαίας, από την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσβαλλόμενη πράξη της Αστυνομικής Αρχής, με την οποία έγινε δεκτό ότι η απέλαση του αιτούντος επιβάλλεται για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, πρέπει δε να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως.»
Συνεπώς, ήταν εύλογο για τους καθ' ων η αίτηση να εκτιμήσουν με βάση την πρόσφατη καταδίκη του αιτητή για αδικήματα που εντάσσονται στο άρθρο 83, παρ. 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ότι αυτός συνιστούσε κίνδυνο για την δημόσια τάξη, ενώ αιτιολόγησαν τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλαν την απέλασή του με ικανοποιητικό τρόπο.
Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί πως η απόφαση 2946/2010 του Συμβουλίου της Επικρατείας που επικαλέστηκε ο συνήγορος του αιτητή διαφοροποιείται καθότι διέπεται από άλλα πραγματικά δεδομένα, αφού ο εκεί αιτητής είχε καταδικαστεί για άλλης φύσης αδίκημα, ήτοι πλαστή προξενική θεώρηση, για το οποίο του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών. Σημειώνεται επίσης παρενθετικά ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις που η ποινική καταδίκη δεν στοιχειοθετεί από μόνη της τον κίνδυνο για την δημοσία τάξη, το Δικαστήριο τόνισε την ανάγκη να εκφέρει η Διοίκηση, κατά την αρχή της αναλογικότητας και χρηστής Διοίκησης, ειδικώς αιτιολογημένη κρίση για την επικινδυνότητα συνεκτιμώντας την φύση, τη βαρύτητα και τις συνθήκες τέλεσης του αδικήματος καθώς και κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο της προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως του αιτητή.
................................».
Δεν υφίσταται πεδίο εφετειακής παρέμβασης στα πιο πάνω.
Τα ασπαζόμαστε.
Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Εν σχέσει προς τον λόγο έφεσης 3 (και την κατ' ισχυρισμόν εσφαλμένη απόφανση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη παραβίασης του ’ρθρου 30(2), Ν.7(Ι)/07), παρατηρούμε ότι τα όσα υποστηρίχθηκαν από τον Εφεσείοντα δεν μπορούν να τύχουν της επικρότησης μας.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε, καταλλήλως, πως από τον Διοικητικό Φάκελο αναδύονταν, όλα τα αφορώντα και αποτιμήσιμα στοιχεία της προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης του Εφεσείοντα.
Πιο συγκεκριμένα, συνυπολογίστηκε δεόντως πως ο Εφεσείων ήταν πατέρας Κύπριας υπηκόου, ο αρραβώνας του με Ελληνοκύπρια, η ανάθεση της αποκλειστικής γονικής μέριμνας του παιδιού στην πρώην σύζυγο, η υποχρέωση του για την καταβολή μηνιαίου ποσού διατροφής του παιδιού, αλλά και οι παράγοντες ένταξης του στη χώρα υποδοχής (Ελλάδα).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η περίοδος φυλάκισης του Εφεσείοντα απάρτιζε μεταβλητή που μπορούσε να συνεκτιμηθεί στο πλαίσιο της συνολικής αποτίμησης που απαιτούνταν προκειμένου να εξακριβωθεί αν είχαν «. διαρραγεί οι δεσμοί εντάξεως που είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως με το κράτος-μέλος υποδοχής (βλ. C-400/2012, Secretary of State for the Home Department v. Μ. G., 16.1.2014) ».
Δεν υπάρχει κάτι από όσα παραπεμφθήκαμε από τον κ. Πολυχρόνη που να πλήττει, έστω και κατά το ελάχιστο, την πρωτόδικη αυτή κρίση.
Δεν παραβιάστηκε το ’ρθρο 30, Ν.7(Ι)/07.
Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.»
Στην εξεταζόμενη περίπτωση, αποτελεί γεγονός ότι ο Εφεσίβλητος καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας σε ποινή φυλάκισης δέκα χρόνων για τα ποινικά αδικήματα του βιασμού, της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού και της διαφθοράς νεαρής γυναίκας δεκατριών ετών μέχρι δεκαεπτά.
Στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην Υπόθεση C-348/2009, P.I. v. Οberbürgermeisterin der Stadt Remscheid, ημερομηνίας 22/5/2012, η οποία μνημονεύεται στην υπό αναφορά απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφέρεται ότι (σκέψη 33) «τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να κρίνουν ότι ποινικά αδικήματα, όπως εκείνα του άρθρου 83, § 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αποτελούν σοβαρή προσβολή θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, ικανή να συνιστά άμεση απειλή για την ηρεμία και τη σωματική ασφάλεια του πληθυσμού και ότι, ως εκ τούτου, εμπίπτουν στην έννοια «επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας», με αποτέλεσμα να δικαιολογείται ενδεχομένως η λήψη μέτρου απελάσεως βάσει της § 3 του άρθρου 28 της οδηγίας 2004/38, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος τελέσεως τέτοιων αδικημάτων χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα σοβαρός.».
Κατά την αιτιολόγηση της απόφασης απέλασης του Εφεσίβλητου, σημειώθηκαν τα εξής:
«Οι αρμόδιες αρχές, αφού έλαβαν υπόψη όλα τα δεδομένα της περίπτωσής σας, έκριναν ότι η προσωπική σας συμπεριφορά αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.
Λόγω του ότι καταδικαστήκατε για τα αδικήματα του βιασμού, της διαφθοράς ανήλικης γυναίκας ηλικίας δεκατριών μέχρι δεκαεπτά ετών και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, οι αρμόδιες αρχές αποφάσισαν ότι η προσωπική σας συμπεριφορά συνιστά πραγματική και ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.»
Η αναφορά ότι λήφθηκαν υπόψη από τις αρμόδιες αρχές «όλα τα δεδομένα της περίπτωσης» του Εφεσίβλητου, σαφώς παραπέμπουν στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, στο οποίο μνημονεύεται η προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του Εφεσίβλητου. Στον διοικητικό φάκελο περιλαμβάνεται επίσης και το κατηγορητήριο και οι λεπτομέρειες των αδικημάτων για τα οποία ο Εφεσίβλητος καταδικάστηκε. Μέρος του φακέλου αποτελεί και το σημείωμα της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (ΥΑΜ) Λάρνακας, ημερομηνίας 4/9/2023, στο οποίο γίνεται αναφορά σε συνέντευξη που έγινε στον Εφεσίβλητο στις 22/8/2023 και σημειώνονται στοιχεία της προσωπικής και οικογενειακής κατάστασης του Εφεσίβλητου.
Στην ίδια επιστολή αναφέρονται και τα εξής:
«Ο υπό αναφορά στο θέμα αλλοδαπός καταδικάστηκε για την διάπραξη σοβαρών αδικημάτων και ιδιαίτερα για το αδίκημα του βιασμού, για το οποίο προβλέπεται ως μέγιστη ποινή η φυλάκιση διά βίου. Η φύση των αδικημάτων που διέπραξε ο αλλοδαπός είναι τέτοια που μπορεί να θεωρηθεί ως άτομο η συμπεριφορά του οποίου συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για την δημόσια τάξη ή ασφάλεια, λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι ο αλλοδαπός ο οποίος διαμένει στη Δημοκρατία πέραν των 10 ετών, είναι παντρεμένος με Κύπρια και πατέρας Κύπριων πολιτών, παρακαλώ για ενημέρωση της Διευθύντρια(ς) του Τ.Α.Π.Μ. για λήψη απόφασης ως προς τον χειρισμό του μετά την αποφυλάκιση του». [η έμφαση προστέθηκε]
Διαπιστώνεται επομένως, ότι δεν ήταν η προηγούμενη ποινική καταδίκη του Εφεσίβλητου αφ΄εαυτής που αποτέλεσε τον λόγο για να ληφθεί σε βάρος του Εφεσίβλητου το μέτρο της απέλασης, αλλά τα όσα απορρέουν και συναρτώνται με τη φύση των αδικημάτων που διέπραξε ο Εφεσίβλητος και τα οποία συνδέονται και αναδεικνύουν την προσωπική του συμπεριφορά.
Διαπιστώνεται επίσης, ότι η διοίκηση είχε ενώπιόν της όλα τα δεδομένα της περίπτωσης τα οποία προβλέπονται στο ’ρθρο 30 του σχετικού Νόμου (προσωπική και οικογενειακή κατάσταση), αναφέρθηκε σε αυτά και, σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας, το οποίο εν προκειμένω δεν έχει κλονιστεί, τα αξιολόγησε προτού καταλήξει στην απόφασή της. Είναι στο σημείο αυτό που η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από την περίπτωση Preston (ανωτέρω), στην οποία τα στοιχεία αυτά διαπιστώθηκε ότι ήταν διάσπαρτα στον διοικητικό φάκελο και, ως εκ τούτου, ότι εσφαλμένα επιχειρήθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο ο εντοπισμός τους.
Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι στην εξεταζόμενη υπόθεση εφαρμογής τυγχάνουν τα νομολογηθέντα στη δεσμευτική (βλ. Χρίστος Ιωσηφίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490), απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ν. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (ανωτέρω) και κρίνω ότι η διοίκηση ενήργησε εντός των ορίων των εξουσιών της.
Επομένως, θα έκανα αποδεκτή την Έφεση της Κυπριακής Δημοκρατίας και θα παραμέριζα την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
[1] [.]Διά του τροποποιητικού Νόμου 193(Ι) του 2020, από την 17.12.2020 οι Νόμοι τιτλοφορούνται ως οι περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμοι.
[2] ΟΔΗΓΙΑ 2004/38/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ, L229, 29.6.2004, σελ.35).