ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 65/2018)
30 Μαΐου, 2024
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
------------------------------
ΑΓΓΕΛΟΥ ΚΑΖΕΛΑ
Εφεσείοντα/Ενάγοντα
και
ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΙΩΑΝΝΟΥ
Εφεσίβλητου/Εναγόμενου
και
Επί τοις αφορώσι των Περί Δόλιων
Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμο, Κεφ.62
και
Επί τοις αφορώσι την αίτηση του ΑΓΓΕΛΟΥ ΚΑΖΕΛΑ
Εφεσείοντα/Αιτητή
και
1. ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΙΩΑΝΝΟΥ
2. ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΚΥΡΟΥ
Εφεσιβλήτων/Καθ΄ων η Αίτηση
------------------------------
Φρ. Βρυωνίδης για Α. Βρυωνίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Π. Μιχαήλ για Πέτρος Α. Μιχαήλ Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τον κ. Κονή.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας («το πρωτόδικο Δικαστήριο») με την οποία απέρριψε αίτηση βασιζόμενη στον περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμο Κεφ. 62 («η Αίτηση»).
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης την 5/8/2011 ο εφεσείων/ενάγοντας εξασφάλισε απόφαση, στα πλαίσια αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, υπέρ του και εναντίον του εφεσίβλητου 1/εναγομένου διά ποσόν 21.000 στερλινών Αγγλίας πλέον τόκους και έξοδα.
Ο εφεσίβλητος 1 ήταν, μέχρι την 16/12/2010, ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ακινήτου με Αρ. Εγγραφής 10/1462, φ/σχ. 30/24W1, Τεμάχιο 1574, Είδος Ακινήτου οικόπεδο, Εμβαδόν 475 τ.μ., Δήμος Γερίου, Μερίδιο στο Ακίνητο ½, Επαρχία Λευκωσίας («το Ακίνητο»), όταν το μεταβίβασε δυνάμει δωρεάς στην κόρη του εφεσίβλητη 2 και ενώ η ακροαματική διαδικασία στην ως άνω αγωγή ήταν σε εξέλιξη. Το Ακίνητο ήταν, κατά τον ως άνω χρόνο, η μοναδική ακίνητη περιουσία του εφεσίβλητου 2 στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου.
Την 15/4/2014 ο εφεσείων καταχώρησε την Αίτηση με την οποία εξ αιτείτο ακύρωση της μεταβίβασης και εγγραφής του Ακινήτου από τον εφεσίβλητο 1/καθ΄ου η αίτηση 1 προς την εφεσίβλητη 2/καθ' ης η αίτηση 2 δυνάμει δωρεάς και την επανεγγραφή της πιο πάνω ακίνητης ιδιοκτησίας επ' ονόματι του εφεσίβλητου 1. Η Αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του εφεσείοντα μέσω της οποίας υποστήριζε ότι η μεταβίβαση του Ακινήτου (από τον εφεσίβλητο 1) έγινε κακόπιστα, κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της ακροαματικής διαδικασίας της αγωγής και εν αναμονή της έκδοσης της απόφασης, χωρίς αντάλλαγμα και δόλια με σκοπό να εμποδιστεί από το να εκτελέσει την απόφαση. Υποστήριζε περαιτέρω ότι η εφεσίβλητη 2 δόλια αποδέχθηκε τη μεταβίβαση του Ακινήτου επ' ονόματι της.
Οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν ξεχωριστές ενστάσεις μέσω των οποίων πρόβαλαν πανομοιότυπους λόγους ένστασης. Πρόβαλαν μεταξύ άλλων ότι δεν προέβησαν σε καταδολιευτική μεταβίβαση του Ακινήτου, το επίδικο ½ μερίδιο του Ακινήτου είναι περιουσία που δόθηκε ως προίκα στην εφεσίβλητη 2 και η Αίτηση καταχωρήθηκε καθυστερημένα.
Ο εφεσίβλητος 1 στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση του ανάφερε ότι από το έτος 1993 διέμενε και εργαζόταν στο εξωτερικό. Υποστήριζε ότι το ακίνητο ανήκε κατά ½ μερίδιο στον ίδιο και κατά ½ μερίδιο στη σύζυγο του και ήταν η μόνη περιουσία που είχαν να δώσουν στα δύο παιδιά τους. Επειδή η εφεσίβλητη 2 ήθελε να καταστεί ιδιοκτήτρια του όλου, μεταβίβασαν όλο το Ακίνητο στην εφεσίβλητη 2, η οποία κατόπιν δανείου που σύναψε με πιστωτικό ίδρυμα, κατέβαλε στον αδελφό της την αξία του μισού ακινήτου που του αναλογούσε. Ο μόνος λόγος μεταβίβασης, σύμφωνα με τον εφεσίβλητο 1, ήταν ο πιο πάνω αναφερόμενος και σε καμία περίπτωση έγινε δόλια ή με σκοπό να εμποδίσει τον εφεσείοντα να εκτελέσει την απόφαση. Υποστήριζε περαιτέρω ότι η Αίτηση καταχωρήθηκε με υπερβολική καθυστέρηση, ήτοι 2½ χρόνια από την έκδοση της απόφασης.
Η εφεσίβλητη 2 στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση της ανέφερε ότι την 17/1/2007, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο από το χρόνο καταχώρησης της αγωγής, εγγράφηκε επ' ονόματι των γονέων της, κατά ½ μερίδιο το Ακίνητο. Κατά τον ουσιώδη χρόνο η ίδια ήταν έγκυος το δεύτερο παιδί της. Οι γονείς της, της μεταβίβασαν ως δωρεά το Ακίνητο, υπό την αίρεση ότι η ίδια θα κατέβαλλε στον αδερφό της, το ½ της αξίας του, που συμφωνήθηκε σε €150.000. Έτσι, έλαβε στεγαστικό δάνειο από πιστωτικό ίδρυμα την 8/12/2010 και την 18/1/2011 υποθήκευσε το Ακίνητο προς εξασφάλιση του δανείου το οποίο έκτοτε αποπλήρωνε. Το ποσό των €150.000 το έμβασε σε λογαριασμό του αδελφού της. Ανέφερε περαιτέρω ότι τον Αύγουστο του έτους 2011, ο εφεσίβλητος 1 την ενημέρωσε ότι εκδόθηκε εναντίον του απόφαση για ποσόν 21.000 στερλινών Αγγλίας. Καταλήγοντας, η εφεσίβλητη 2 υποστήριζε ότι οι λόγοι μεταβίβασης του Ακινήτου επ' ονόματι της, ήταν οι πιο πάνω και όχι προκειμένου να εμποδιστεί ο εφεσείων από το να εκτελέσει την απόφαση. Επεσήμαινε επίσης την καθυστέρηση στην καταχώρηση της Αίτησης.
Κατά την ακρόαση της Αίτησης ο εφεσείων προχώρησε σε αντεξέταση των εφεσίβλητων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει για το θέμα αυτό ότι ο εφεσίβλητος 1 ρωτήθηκε αναφορικά με το δάνειο που έλαβε η εφεσίβλητη 2 και την ημερομηνία κατά την οποία υποθηκεύθηκε το Ακίνητο. Ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει σχετικά με τις ενέργειες της εφεσίβλητης 2 κόρης του. Υποστήριξε ότι δεν είχε σκοπό να καταδολιεύσει τον εφεσείοντα αφού, αν είχε τέτοιο σκοπό, δεν θα ενέγραφε στο όνομα του το Ακίνητο το έτος 2007 εφόσον η αγωγή είχε ήδη καταχωρηθεί από το έτος 2005, αλλά απευθείας στο όνομα των παιδιών του.
Η εφεσίβλητη 2 αντεξετάστηκε σχετικά με το Τεκμήριο 3 στην ένορκη δήλωση της, στο οποίο φαίνεται ότι πρώτα απέστειλε το ποσό των €150.000 (στις 13:00:55 την 16/12/2010) στον αδερφό της και μετά εμβάστηκε στον λογαριασμό της το ποσό των €154.000 (στις 13:04:36 την 16/12/2010) που προερχόταν από το δάνειο. Η εφεσίβλητη 2 ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε να απαντήσει τον λόγο που το πιστωτικό ίδρυμα προχώρησε στις πράξεις με αυτό τον τρόπο. Υποβλήθηκε στην εφεσίβλητη 2 ότι εφόσον το Ακίνητο μεταβιβάστηκε στο όνομα της την 18/1/2011, ήταν αδύνατο να εξασφαλίσει δάνειο, υποθηκεύοντας το προγενέστερα. Η εφεσίβλητη 2 εξήγησε τις διαδικασίες σύναψης δανείου, μεταβίβασης του Ακινήτου στο όνομα της και της υποθήκης προς εξασφάλιση του δανείου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του παραθέτει το περιεχόμενο των άρθρων 2, 3, 4 και 5 του Κεφ.62 στα πλαίσια των οποίων εξέτασε την Αίτηση.
Στην συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα ακόλουθα:
«Προκειμένου λοιπόν να πετύχει αυτή η αίτηση, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι η πρόθεση των καθ΄ ων η αίτηση τη στιγμή της μεταβίβασης ήταν ακριβώς η παρεμπόδιση των πιστωτών να εισπράξουν ποσά που δικαιούνται. Στην Zenios Pambos Trading Ltd κα ν. Μιχάλης Χατζηπαύλου Υιός Λτδ κα, (2011) 1 ΑΑΔ 2322 και με αναφορά στην Lymperopoulou v. Christodoulou a.ο. [1957] Vol. 22 C.L.R. 184 λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Στην προαναφερόμενη υπόθεση υπογραμμίστηκε ότι μια δόλια μεταβίβαση είναι άκυρη εναντίον πιστωτή ή πιστωτών τους οποίους, ο μεταβιβάζων και ο δεχόμενος τη μεταβίβαση είχαν πρόθεση να παρεμποδίσουν ή να καθυστερήσουν να ανακτήσουν τα χρέη τους. Δόλια μεταβίβαση μπορεί να ακυρωθεί μόνο δυνάμει των προνοιών του Αρθρου 3(1) του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62, όπως ήταν αρχικά και Κεφ. 95 όπως έγινε αργότερα, και μόνον εάν ο πιστωτής, που υποβάλλει την αίτηση ακύρωσης, συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που ο μεταβιβάζων (χρεώστης), κατά το χρόνο της μεταβίβασης, είχε πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει, στην ανάκτηση του οφειλόμενου, προς αυτόν, χρέους του. Ο Νόμος δεν παρέχει θεραπεία για «μεταγενέστερο πιστωτή», δηλαδή πιστωτή ο οποίος δεν βρισκόταν στη σκέψη του χρεώστη κατά το χρόνο της δόλιας μεταβίβασης.»
Η πιο πάνω προσέγγιση επαναλαμβάνεται και στην πιο πρόσφατη απόφαση Τζιέπρα Σταυρούλλα ν. Χαράλαμπου Σάββα και Άλλης (2013) 1 ΑΑΔ 2410. Στα πλαίσια επομένως της διαδικασίας του Κεφ. 62, εναπόκειται στην πλευρά του αιτητή να αποδείξει ότι η πράξη αποξένωσης της περιουσίας ήταν δόλια και σκοπό είχε την παρεμπόδισή του να εισπράξει ποσά τα οποία δικαιούται να εισπράξει. Επομένως η προσέγγιση του αιτητή, ότι το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους των καθ΄ ων η αίτηση, δε με βρίσκει σύμφωνη. Τέτοια μετατόπιση θα ίσχυε εάν η αίτηση προωθείτο στα πλαίσια της διαδικασίας «οικονομικής εξέτασης» και επομένως θα τύγχανε εφαρμογής το άρθρο 91Α του Κεφ. 6.
Περαιτέρω, κατ΄ αναλογία και κάνοντας υπαγωγή των όσων λέχθηκαν στην απόφαση στην υπόθεση Αργυρού Χριστόδουλος κ.α. ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ, (2008), 1 Α.Α.Δ. 1255 και με αναφορά στα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης, σημειώνω τα ακόλουθα σε σχέση με την υπό εξέταση περίπτωση. Η αγωγή, στην οποία εκδόθηκε απόφαση υπέρ του αιτητή, καταχωρήθηκε το έτος 2005. Το επίδικο ακίνητο, ως, από το τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση του ίδιου του αιτητή, προκύπτει ενεγράφηκε επονόματι του καθ΄ ου η αίτηση 1 στις 17/1/2007, δηλαδή σχεδόν 2 έτη μετά την καταχώρηση της αγωγής. Αν ο καθ΄ ου η αίτηση 1 είχε σκοπό να καταδολιεύσει τον ενάγοντα, θα μπορούσε κάλλιστα από εκείνο το στάδιο να μην εγγράψει το ακίνητο επονόματί του. Μπορεί η επίδικη μεταβίβαση να έγινε εν αναμονή της απόφασης, αλλά αυτό δεν είναι κάτι το οποίο αλλάζει τα δεδομένα, εφόσον ουδείς δύναται να προδικάσει αποτέλεσμα απόφασης. Επομένως τόσο το 2007 όταν ο καθ΄ ου η αίτηση 2 έγινε κύριος του ½ του επίδικου ακινήτου, όσο και όταν έγινε η μεταβίβαση στο όνομα της καθ΄ ης η αίτηση 2, η διαδικασία της αγωγής ευρισκόταν σε εξέλιξη. Εκκρεμούσης της αγωγής έγινε κατ΄ ½ κύριος του επίδικου ακινήτου, εκκρεμούσης της αγωγής το δώρισε στην κόρη του.
Επισημαίνω, το αυτονόητο ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφ.62, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής στα πλαίσια της διαδικασίας αυτής, ο αιτητής, οφείλει να αποδείξει την κατ΄ ισχυρισμό πρόθεση των καθ΄ ων η αίτηση κατά το χρόνο της μεταβίβασης, να τον εμποδίσουν στην είσπραξη του ποσού. Η πλευρά του αιτητή δεν παρουσίασε οποιαδήποτε στοιχεία ή ισχυρισμούς οι οποίοι να αποδεικνύουν στον απαιτούμενο βαθμό, αυτή ακριβώς την πρόθεση καταδολίευσης κατά το χρονικό διάστημα μεταβίβασης του ακινήτου.»
Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση με έξοδα υπέρ των εφεσίβλητων και σε βάρος του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με τέσσερεις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι η νομική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα του βάρους απόδειξης, ότι δηλαδή είναι η πλευρά του εφεσείοντα που είχε το βάρος να αποδείξει ότι η πράξη αποξένωσης της περιουσίας ήταν δόλια και σκοπό είχε την παρεμπόδιση του να εισπράξει τα ποσά που δικαιούται να εισπράξει, είναι εσφαλμένη. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης η πλευρά του εφεσείοντα υποστηρίζει ότι η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του Κεφ.62, την οποία και το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει στην απόφαση του, ρητά προνοεί ότι σε περίπτωση που δωρεά, όπως στην παρούσα υπόθεση, γίνεται από πατέρα σε παιδί, το βάρος απόδειξης ότι αυτή η μεταβίβαση έγινε καλή τη πίστει και όχι με πρόθεση να παρεμποδίσει ή καθυστερήσει τους πιστωτές του το έχει ο δικαιοπάροχος και το πρόσωπο στο οποίο έγινε η μεταβίβαση, δηλαδή στην παρούσα υπόθεση οι εφεσίβλητοι. Η γραμματική ερμηνεία δηλαδή του άρθρου 3(2) του Κεφ.62 ορίζει ρητά πότε υπάρχει μετατόπιση του βάρους απόδειξης και αυτό συμβαίνει τόσο με βάση το Κεφ.62 όσο και με το άρθρο 91Α του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6. Υποστηρίζεται περαιτέρω ότι και στην υπόθεση P. Zenios Trad. Ltd κ.α. v. Μ. Χατζηπαύλου & Υιος Λτδ κ.α. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2322 από την οποία έλαβε καθοδήγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο, το βάρος απόδειξης είχε μετατοπιστεί στους ώμους του μεταβιβάζοντος και του δεχόμενου τη μεταβίβαση, κάτι που διέλαθε την προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Αντίθετη είναι η θέση της πλευράς των εφεσίβλητων η οποία εισηγείται ότι η προσέγγιση του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ορθή, όπως ορθή ήταν η καθοδήγηση που έλαβε από την νομολογία.
Έχουμε μελετήσει τις θέσεις των δικηγόρων των δύο πλευρών μέσα από τα περιγράμματα αγόρευσης τους τα οποία υιοθέτησαν κατά την ακρόαση της έφεσης και τα όσα αμφότεροι οι συνήγοροι ανέφεραν προφορικά ενώπιον μας.
Όσον αφορά το θέμα του βάρους απόδειξης η νομολογία είναι αρκούντως διαφωτιστική.
Στην υπόθεση Ζίττη κ.α. v. Φθαρτεμπορική Α/φοι Α. Κατσαρής Π. Λτδ Πολ.Εφ. Ε92/2014 ημερ. 16/7/2019 γίνεται επισκόπηση της νομολογίας που διέπει το θέμα και αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
«Στη βάση του εδαφίου (2) του άρθρου 3 του Κεφ. 62, όταν η μεταβίβαση γίνει σε παιδί, χωρίς χρηματικό αντάλλαγμα, δημιουργείται μαχητό τεκμήριο ότι η μεταβίβαση ήταν δόλια και το βάρος απόδειξης, ότι αυτή έγινε καλή τη πίστει, είναι στους ώμους του δικαιοπάροχου. Το εν λόγω μαχητό τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων με την προσκόμιση αξιόπιστης μαρτυρίας.
Η πρόθεση που ο μεταβιβάζων είχε, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, αποτελεί το ουσιώδες, ώστε να διαπιστωθεί αν η πράξη έγινε για να καθυστερήσει τους πιστωτές του.
....................................
Το ποιος μπορεί να θεωρηθεί πιστωτής είναι θέμα πραγματικό και το δικαστήριο θα πρέπει να το αποφασίσει με κριτήριο το χρόνο μεταβίβασης. Θα πρέπει να αποδειχθεί ότι πρόκειται για πιστωτή, τον οποίο ο οφειλέτης, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, είχε πρόθεση να παρεμποδίσει στην ανάκτηση του οφειλόμενου προς αυτόν χρέους.
Από παλαιότερα η νομολογία καθόρισε το ζητούμενο. Σύμφωνα με την υπόθεση Lymperopoulou v. Christodoulou and others (1957)
Vol. 22 CLR 184, δόλια μεταβίβαση μπορεί να ακυρωθεί μόνο εάν ο πιστωτής που υποβάλλει την αίτηση ακύρωσης, συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που ο οφειλέτης κατά το χρόνο της μεταβίβασης, είχε πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει στην ανάκτηση του οφειλόμενου προς αυτόν χρέους του.
..................................
(.) Το ίδιο το άρθρο 4 του Κεφ. 62, προκαθορίζει ότι, «... θεωρείται δόλια . που .. έγινε πριν από ή μετά την έναρξη αγωγής.». Θα πρέπει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για ακύρωση να υπάρχει απόφαση υπέρ του αιτητή.
Στην Πολ. Εφ. 214/2012, ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ Λτδ (σε εκκαθάριση) ν. Lakis Georgiou Constructions, 28 Σεπτεμβρίου 2018, σημειώθηκε ότι:
"Η δωρεά, όπως είναι εν προκειμένω η περίπτωση, προς όφελος τρίτου του περιουσιακού στοιχείου της εφεσείουσας εταιρείας τεκμαίρεται να αποτελεί πράξη καταδολίευσης των εφεσιβλήτων και αυτό ανεξάρτητα από το χρονικό σημείο που έγινε η μεταβίβαση δηλαδή πριν ή μετά την καταχώρηση αγωγής, ή, στα δεδομένα της παρούσας διαφοράς, της έκδοσης της διαιτητικής απόφασης και της μεταγενέστερης εγγραφής της στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου."
....................................
Στη βάση της νομοθετικής πρόνοιας (άρθρο 4 του Κεφ. 62) και της νομολογίας, όπως έχουμε αναφέρει, το βάρος απόδειξης ότι η μεταβίβαση δεν ήταν δόλια, αλλά έγινε καλόπιστα, μετατίθεται στους ώμους του δικαιοπαρόχου.
...............................................
Το κρίσιμο ερώτημα που αναφύεται είναι αν ο δικαιούχος γραμματίου, όταν η ημερομηνία πληρωμής δεν έχει φθάσει, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πιστωτής του εγγυητή; Η απάντηση είναι θετική, εξαρτώμενη βεβαίως από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, έστω και αν το δικαίωμα του «πιστωτή» δεν είναι ακόμη εκτελεστό, αφού δεν μπορούσε να κινήσει αγωγή για να το ανακτήσει. Εν προκειμένω, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως περιγράφονται πιο πάνω και δη η τεκμηριωμένη αδυναμία ανταπόκρισης των πρωτοφειλετών στις υποχρεώσεις τους, σε συνάρτηση με τις ηθελημένες ενέργειες της εφεσείουσας και τη γνώση, οδηγούν στην επιβεβαίωση της ορθότητας του πρωτόδικου συμπεράσματος ως προς το χαρακτηρισμό της εφεσίβλητης ως πιστωτή.
Περαιτέρω, το ουσιώδες στοιχείο για να χαρακτηριστεί ως «δόλια» μια μεταβίβαση, είναι η πρόθεση του μεταβιβάζοντος κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση Vassiliades v. Vassiliades and another (1941) XVII (Part 1) CLR 10:
"The Law of Cyprus as stated in sections 2 and 3 of the Fraudulent Transfers Avoidance Laws, 1886 and 1927 makes the intent of the transferor the crucial test for deciding whether the transfer or disposal is to be deemed to be "fraudulent". The fraud contemplated is note what has been called 'moral' fraud; But consist in the intention of the transferor to 'hinder' or 'delay' (that is something less than 'revent') his creditors. Whether or not that intention exists, must be decided as an inference of fact considering all the circumstances of the case".
Στην υπόθεση Τζίεπρα ν. Σάββα κ.α. (2013) 1 Α.Α.Δ. 2410 αποφασίστηκε ότι:
"Το Κεφ. 62, και ειδικά το Άρθρο 4, παρέχει εξουσία στο δικαστήριο να ακυρώσει, μεταξύ άλλων, οποιαδήποτε μεταβίβαση ή διάθεση ακίνητης περιουσίας που θεωρείται ως «δόλια» βάσει των διατάξεων του Άρθρου 3 του Νόμου. Το Άρθρο 3(1) του Κεφ. 62 προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι κάθε μεταβίβαση ή διάθεση ακίνητης περιουσίας, που γίνεται από οποιοδήποτε πρόσωπο, με πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει τους πιστωτές του ή οποιοδήποτε απ' αυτούς να ανακτήσουν απ' αυτόν τα χρέη τους, θα θεωρείται ότι είναι δόλια και θα είναι άκυρη εναντίον του εν λόγω πιστωτή ή πιστωτών.
Στην παλιά, αλλά καθοδηγητική απόφαση, Lymperopoulou v.
Christodoulou a.ο. (1957) Vol. 22 C.L.R., 184 αποφασίστηκε ότι μια δόλια μεταβίβαση είναι άκυρη εναντίον πιστωτή ή πιστωτών τους οποίους, ο μεταβιβάζων και ο δεχόμενος τη μεταβίβαση είχαν πρόθεση να παρεμποδίσουν ή να καθυστερήσουν να ανακτήσουν τα χρέη τους. Δόλια μεταβίβαση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 3(1) του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62 μπορεί ν' ακυρωθεί μόνον εάν ο πιστωτής, που υποβάλλει την αίτηση ακύρωσης, συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που ο μεταβιβάζων (χρεώστης), κατά το χρόνο της μεταβίβασης, είχε πρόθεση να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει, στην ανάκτηση του οφειλόμενου, προς αυτόν, χρέους.»
Στην πρόσφατη απόφαση Γιαννίτσαρος κ.α. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια εταιρεία Λτδ (πρώην Cyprus Popular Bank Co Ltd) Πολ. Εφ. Ε151/2015 ημερ. 9/5/2023 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
Το Άρθρο 3(2) του Κεφ. 62 προνοεί ότι:
«(2) Σε oπoιαδήπoτε αίτηση, βάσει τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ για ακύρωση μεταβίβασης ή εκχώρησης oπoιασδήπoτε περιoυσίας πoυ έγιvε σε oπoιoδήπoτε γovιό, σύζυγo, παιδί, αδελφό ή αδελφή τoυ δικαιoπάρoχoυ ή εκχωρητή, όχι με χρηματικό αvτάλλαγμα ή με αvτάλλαγμα άλλη περιoυσία ισoδύvαμης αξίας ή με καλή αvτιπαρoχή, τo βάρoς απόδειξης ότι αυτή η μεταβίβαση ή εκχώρηση έγιvε καλή τη πίστει και δεv έγιvε με πρόθεση vα παρεμπoδίσει ή καθυστερήσει τoυς πιστωτές τoυ θα έχει o δικαιoπάρoχoς ή εκχωρητής και τo πρόσωπo στo oπoίo έγιvε η εv λόγω μεταβίβαση ή εκχώρηση.»
Η δήλωση μεταβίβασης ρητά ανέφερε ότι η μεταβίβαση της επίδικης περιουσίας είχε γίνει δυνάμει δωρεάς από τον εφεσείοντα 1 στην εφεσείουσα 2. Αυτό προκύπτει από την έρευνα του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτετο στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την Αίτηση, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε. Περαιτέρω, ότι η εφεσίβλητη 2 ήταν θυγατέρα του εφεσίβλητου 1 ήταν κοινό έδαφος.
Εφόσον η μεταβίβαση των ακινήτων έγινε διά δωρεάς, η μεταφορά κάποιων υποθηκών που τα βάραιναν στην εφεσείουσα 2, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτελεί χρηματικό αντάλλαγμα ή αντιπαροχή για τη μεταβίβασή τους, έτσι ώστε να παραμένει το βάρος απόδειξης στους ώμους των εφεσιβλήτων. Η μεταβίβαση ακινήτου που βαρύνεται με υποθήκη σε τρίτο, δεν εναποθέτει προσωπική υποχρέωση στον τελευταίο για την πληρωμή του χρέους που η υποθήκη εξασφαλίζει. Απλά, το ακίνητο που αποκτά δεν είναι ελεύθερο, αλλά φέρει την υποθήκη ως επιβάρυνση. Αν έχει την όποια σημασία, ο ίδιος ο εφεσείων 1, κατά την αντεξέτασή του, ανέφερε: «Έβαλα τις υποθήκες γιατί είμαι σίγουρος ότι θα τις πληρώσω τις υποθήκες». Συνεπώς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το βάρος απόδειξης το είχαν οι εφεσείοντες. Το Άρθρο 3(2) του Νόμου είναι σαφές ότι, σε περιπτώσεις μεταβιβάσεων διά δωρεάς, το βάρος απόδειξης ότι οι μεταβιβάσεις έγιναν καλή τη πίστη και όχι με πρόθεση να παρεμποδιστούν ή να καθυστερήσουν τους πιστωτές, το έχει ο δικαιοπάροχος ή εκχωρητής και το πρόσωπο στο οποίο έγινε η εν λόγω μεταβίβαση. Στη προκειμένη περίπτωση οι εφεσείοντες.
Στην Ιωακείμ ν. Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (αρ. 1) (2003) 1 ΑΑΔ 198 αποφασίστηκε ότι αίτηση κάτω από τις διατάξεις του Κεφ. 62 ανήκει στην κατηγορία αίτησης που έχει πρωτογενή χαρακτήρα. Πρόκειται για αυτόνομη διαδικασία, που στοχεύει σε άλλης μορφής θεραπεία και που κατατάσσεται, στην ευρύτερη κατηγορία των αγωγών. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση ο αιτητής έχει το βάρος απόδειξης. Εδώ, ο ίδιος ο Νόμος προνοεί για μετατόπιση του βάρους απόδειξης, εφόσον τηρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Συνεπώς, το ότι η αίτηση για δόλια μεταβίβαση κατατάσσεται στην ευρύτερη κατηγορία των αγωγών δεν σημαίνει ότι το βάρος απόδειξης δεν μπορεί να μετατεθεί. Οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων παρέπεμψαν σε υποθέσεις συναλλαγματικών όπου, κατ΄ αναλογία, σε περίπτωση που η υπογραφή κάποιου προσώπου εμφανίζεται στη συναλλαγματική, θεωρείται εκ πρώτης όψεως ότι έχει καταστεί μέρος σε αξία και το βάρος απόδειξης μετατίθεται σ΄ αυτόν να αποδείξει ότι υφίσταται μία από τις υπερασπίσεις που παρατίθενται στο σχετικό νόμο.
Υπό το φως των πιο πάνω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το βάρος απόδειξης μετατέθηκε στους ώμους των εφεσειόντων.»
Έχοντας υπόψη τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ότι δηλαδή αποτελεί κοινό έδαφος ότι η μεταβίβαση του ½ του Ακινήτου έγινε από τον εφεσίβλητο 1 - πατέρα στην εφεσίβλητη 2 - κόρη του, δυνάμει δωρεάς, το βάρος απόδειξης ότι η εν λόγω μεταβίβαση έγινε καλή τη πίστει, είχε μετατοπιστεί και βάρυνε τον διαθέτη (δικαιοπάροχο) και το δικαιοδόχο, δηλαδή τους εφεσίβλητους 1 και 2 αντίστοιχα που υπήρχε μεταξύ τους συγγενική σχέση πατέρα - κόρης.
Ακόμη και στην υπόθεση P. Zenios Trad. Ltd κ.α. (ανωτέρω) από την οποία έλαβε καθοδήγηση το πρωτόδικο Δικαστήριο, που αφορούσε μεταβίβαση μετοχών από αποβιώσαντα δικαιοπάροχο στον γιο του αποφασίστηκε ότι το βάρος απόδειξης ότι η μεταβίβαση μετοχών δεν έγινε με πρόθεση του αποβιώσαντος - δικαιοπάροχου να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει τους πιστωτές του βάρυνε την πλευρά του τελευταίου, κάτι που φαίνεται να διέλαθε την προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αποτέλεσε μάλιστα λόγο έφεσης ότι ήταν λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι απέσεισαν το βάρος της απόδειξης ότι η μεταβίβαση δεν έγινε με πρόθεση του αποβιώσαντος να παρεμποδίσει ή να καθυστερήσει τους πιστωτές του. Τελικά η έφεση απορρίφθηκε λόγω του ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν ότι ήσαν πιστωτές υπό την έννοια του Νόμου.
Θα πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι οι πλευρά των εφεσίβλητων στη γραπτή της αγόρευση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραδέχτηκε ότι το βάρος απόδειξης βρισκόταν στους ώμους του δικαιοπάροχου και του προσώπου προς το οποίο έγινε η μεταβίβαση, δηλαδή τους εφεσίβλητους, κάτι το οποίο επίσης φαίνεται να διέλαθε την προσοχή του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η πλευρά των εφεσίβλητων ισχυρίστηκε βέβαια πρωτόδικα ότι είχε αποσείσει το βάρος απόδειξης.
Επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε καθόλου τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του, τόσο τη γραπτή μέσω των ενόρκων δηλώσεων, όσο και την προφορική μέσω της αντεξέτασης των εφεσίβλητων και/ή ερμήνευσε την ενώπιον του μαρτυρία εσφαλμένα και/ή ενάντια στους κανόνες δικαίου και λογικής. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης, η πλευρά του εφεσείοντα υποστηρίζει ότι κατά το στάδιο της αντεξέτασης τους οι εφεσίβλητοι προσπάθησαν να αποφύγουν να απαντήσουν σε ερωτήσεις και υποβολές που τους τέθηκαν ενώ υπέπεσαν σε σωρεία αντιφάσεων. Περαιτέρω, η πλευρά του εφεσείοντα παραπονείται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση πέραν από μιας απλής αναφοράς ότι εξασφαλίστηκε διάταγμα αντεξέτασης και μιας απλής αναφοράς κάποιων ερωτήσεων και απαντήσεων που δόθηκαν, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του. Συγκεκριμένα δεν προχώρησε στην αξιολόγηση των υποβολών και των απαντήσεων που δόθηκαν από την εφεσίβλητη 2 αναφορικά με το ζήτημα που φαίνεται να προκύπτει με την κατάθεση του ποσού του δανείου (€150.000) στον λογαριασμό του αδελφού της σε χρόνο προγενέστερο (16/12/2010 13:00:55) της εκταμίευσης του εν λόγω δανείου προς όφελος της εφεσίβλητης 2 (16/12/2010 13:04:36) και δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι το Ακίνητο φαίνεται να μεταβιβάστηκε στο όνομα της εφεσίβλητης 2 την 18/1/2011 και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον πλευρά του εφεσείοντα, ήταν πρακτικά αδύνατο να υποθηκεύσει αυτό σε οποιαδήποτε προγενέστερη ημερομηνία για την εξασφάλιση του δανείου ως ισχυρίστηκε. Η πλευρά του εφεσείοντα υποβάλλει ότι θα αναμενόταν από το πρωτόδικο Δικαστήριο μια πειστική κατάληξη (που δεν υπάρχει αφού αγνοείται το σκεπτικό του Δικαστηρίου) αναφορικά με το κατά πόσον το ποσό των €150.000 που κατά τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης 2 αποτελεί καθ' οιονδήποτε τρόπο αντάλλαγμα και/ή αντιπαροχή σε σχέση με την μεταβίβαση διά δωρεάς του Ακινήτου από τον εφεσίβλητο 1 προς την εφεσίβλητη 2. Περαιτέρω δεν αξιολογείται κατά πόσο είναι πειστικός ο ισχυρισμός για την συνομολόγηση του δανείου. Θέτει ακόμα τη θέση ότι πρόκειται για δύο ξεχωριστά πράγματα και ότι, ακόμα και αν όλα όσα ισχυρίστηκαν οι εφεσίβλητοι σε σχέση με το δάνειο είναι αληθή, και πάλι το συμπέρασμα σε σχέση με τη μεταβίβαση διά δωρεάς χωρίς αντάλλαγμα δεν διαφοροποιείται. Ήταν η εισήγηση της πλευράς του εφεσείοντα ότι απουσιάζει από την προσβαλλόμενη απόφαση οποιαδήποτε αναφορά αξιολόγησης της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρίας ή οποιαδήποτε αναφορά αναφορικά με την ποιότητα ή την αξιοπιστία των μαρτύρων, παρόλο που τα πιο πάνω σχολιάστηκαν από την πλευρά του εφεσείοντα μέσω της γραπτής αγόρευσης της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Αντίθετη είναι η θέση της πλευράς των εφεσίβλητων η οποία υποστηρίζει ότι η παρούσα υπόθεση είναι μια απλή αίτηση ακύρωσης καταδολιευτικής μεταβίβασης μεριδίου ακινήτου, τα γεγονότα ήταν περιορισμένα και απλά, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει στην πρωτόδικη απόφαση τους ισχυρισμούς της κάθε πλευράς μέσα από τις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την Αίτηση και τις ενστάσεις και κατέληξε, με καθαρότητα και περιεκτικότητα λόγου, στα ευρήματα και συμπεράσματα του στη σελίδα 8 της απόφασης.
Κρίνουμε ότι και ο λόγος αυτός έφεσης είναι βάσιμος. Η μελέτη της πρωτόδικης απόφασης αποκαλύπτει ότι δεν υπήρξε επαρκής αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αρκετά μέρη της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του, όπως η μαρτυρία που αφορούσε το θέμα του προαναφερόμενου δανείου, το χρόνο μεταβίβασης του Ακινήτου στο όνομα της εφεσίβλητης 2 αλλά και την ποιότητα της μαρτυρίας ή την εν γένει αξιοπιστία των μαρτύρων στη διαδικασία, τα οποία σχετίζονται με τα επίδικα θέματα. Όπως έχει λεχθεί στην Κωνσταντίνου v. Τσιλίδη (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 301 τα δικαστήρια έχουν υποχρέωση να εξετάζουν και να αξιολογούν το σύνολο της ενώπιον τους μαρτυρίας και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις πάνω σε όλα τα επίδικα θέματα.
Επομένως και ο τέταρτος λόγος έφεσης γίνεται δεκτός.
Εν όψει της επιτυχίας του πρώτου και του τέταρτου λόγου έφεσης, κρίνουμε ότι παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης.
Συνεπεία των πιο πάνω, η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση συμπεριλαμβανομένης της διαταγής για τα έξοδα παραμερίζεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της Αίτησης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και σε βάρος των εφεσίβλητων τα έξοδα της έφεσης που ανέρχονται σε €2.500 πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ - ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.