ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 231/18)
27 Μαΐου 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στες]
1. Ελένη Νίκου Πετρακκίδη
2. Ουρανία Στέλιου Κατσαρή
Εφεσείουσες
v.
1. Αντώνη Χρ. Αντωνίου
2. Ανδρέα Χρ. Αντωνίου
3. Νικόλα Χρ. Κεραυνού
Εφεσίβλητοι
Για εφεσείουσες: κα Κίτσα Γεωργιάδη για Δήμος και Λία Γεωργιάδη και Σία ΔΕΠΕ.
Για εφεσίβλητους: κος Σώτος Σταυρινίδης για Δημήτρης Παναούτας & Συνεργάτες ΔΕΠΕ.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Με αγωγή τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες ζητούσαν διάταγμα με το οποίο να αναγνωρίζεται ως ορθό το αποτέλεσμα της επιτόπιας έρευνας που έγινε από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού, το οποίο καταδεικνύει τον κατά την άποψη τους λανθασμένο σχεδιασμό του εν χρήσει τοπογραφικού σχεδίου που αφορά όμορα ακίνητα των διαδίκων στο χωριό Καμινάρια της Επαρχίας Λεμεσού. Ζητήθηκαν επίσης, διατάγματα με τα οποία να αναγνωρίζεται ότι το αποτέλεσμα της εν λόγω επιτόπιας έρευνας καταγράφει την πραγματική κατάσταση σε σχέση με τα πιο πάνω ακίνητα και ότι η θέση των εφεσειουσών - εναγομένων να μην αποδεχτούν την ορθότητα του αποτελέσματος της επιτόπιας έρευνας, αρνούμενες να δώσουν γραπτώς τη συγκατάθεσή τους για την διόρθωση του λάθους στα κτηματολογικά σχέδια, είναι αδικαιολόγητη και λανθασμένη. Ζητήθηκαν τέλος, αποζημιώσεις λόγω της πιο πάνω άρνησης των εφεσειουσών να δώσουν γραπτώς τη συγκατάθεση τους για τη διόρθωση του λάθους στα σχέδια, που κατέδειξε η πιο πάνω επιτόπια έρευνα.
Οι εφεσείουσες - εναγόμενες, με την υπεράσπιση τους αρνήθηκαν την απαίτηση των εφεσιβλήτων - εναγόντων. Ήγειραν επίσης τρεις προδικαστικές ενστάσεις, ισχυριζόμενες μεταξύ άλλων ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της αγωγής αφού οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες δεν ακολούθησαν τις διαδικασίες που προβλέπονται από τον Περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο (Κεφ. 224). Ανέφεραν επίσης ότι η αγωγή στερείτο νομικής βάσης επειδή δεν υπάρχει απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου ως προς την ανάγκη τροποποίησης του χωρομετρικού σχεδίου.
Οι εφεσείουσες ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι με βάση το εν χρήσει σχέδιο, οι εφεσίβλητοι επεμβαίνουν παράνομα στο ακίνητο ιδιοκτησίας τους. Ενόψει τούτου, με την ανταπαίτηση τους ζήτησαν δήλωση του Δικαστηρίου ως προς το λανθασμένο των επιτόπιων ερευνών που διενεργήθηκαν καθώς και διάταγμα που να εμποδίζει τους εφεσίβλητους να επεμβαίνουν στο μέρος του κτήματος των εφεσειουσών, το οποίο ανήκε στην μητέρα τους δυνάμει τίτλου και/ή συνεχούς και αδιαφιλονίκητης κατοχής.
Οι εφεσείουσες αξίωσαν επίσης με την ανταπαίτηση τους, διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσονται οι εφεσίβλητοι να κατεδαφίσουν τους τοίχους που κατασκεύασαν, τις επιχωματώσεις και οποιεσδήποτε άλλες κατασκευές και κτίσματα και άλλα έργα ανάπτυξης, στα οποία προέβησαν εντός του πιο πάνω κτήματος των εφεσειουσών και να επαναφέρουν το κτήμα στην κατάσταση στην οποία αυτό βρισκόταν πριν προβούν στις εν λόγω επεμβάσεις. Αιτήθηκαν επίσης την πληρωμή του συνολικού ποσού των €11.500,00 ως ειδικές αποζημιώσεις και για αποκατάσταση των ζημιών, λόγω της κατ' ισχυρισμόν παράνομης επέμβασης των εφεσιβλήτων.
Η απαίτηση και ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν με οδηγίες του Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε μαρτυρία και από τις δύο πλευρές, απέρριψε τόσο την απαίτηση των εφεσειουσών όσο και την ανταπαίτηση.
Διαπιστώθηκε ότι η απαίτηση προωθείτο στη βάση του Άρθρου 61 του Κεφ. 224, το οποίο δίνει εξουσία στον Διευθυντή του Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να διορθώσει ο ίδιος λάθη και παραλείψεις στα κτηματικά μητρώα, σχέδια και πιστοποιητικά εγγραφής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι όπου απόφαση επί του θέματος που εγείρεται αναφορικά με διόρθωση λάθους δεν είναι δυνατή με απλή εξέταση των φακέλων του Κτηματολογίου και απαιτείται η λήψη μαρτυρίας, ενίοτε πολύπλοκης, τότε το θέμα πρέπει να άγεται απευθείας ενώπιον του Δικαστηρίου. Παρέπεμψε επί του προκειμένου, στην υπόθεση (1975) 1 C.L.R. 62 όπου λέχθηκε ότι όταν χρειάζεται να ακουστεί μαρτυρία από τον Διευθυντή αναφορικά με νομικά δικαιώματα σε γη, για να είναι σε θέση να διορθώσει οποιοδήποτε λάθος ή παράλειψη στο Κτηματολογικό Μητρώο ή σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό εγγραφής, ο μηχανισμός που προβλέπεται από το Άρθρο 61 του Κεφ. 224 δεν πρέπει να ενεργοποιείται γιατί η θεραπεία επαφίεται στα Πολιτικά Δικαστήρια με όλες τις ασφαλιστικές δικλείδες που αφορούν ένορκη μαρτυρία, αποδεκτότητα μαρτυρίας και γενικά τους βασικούς κανόνες της Δικαιοσύνης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε στη συνέχεια ότι αυτό που προκύπτει από την ενώπιον του μαρτυρία, είναι ότι το λάθος που εντόπισαν οι λειτουργοί του Κτηματολογίου το οποίο και το Δικαστήριο αποδέχθηκε, αφορά στην ουσία τη λανθασμένη μεταφορά της αρχικής χωρομετρίας στο εν χρήσει σχέδιο, σε σχέση με τον σχεδιασμό του κοινού συνόρου των 2 ακινήτων. Έπεται ότι το λάθος που εντοπίστηκε, είναι προφανές από τα κτηματικά μητρώα και δεν χρειάζεται, με βάση τα όσα τέθηκαν, να εξεταστεί ενώπιον του, με προσκόμιση μαρτυρίας στο Δικαστήριο.
Συνεπεία του πιο πάνω σκεπτικού, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το λάθος που προέκυψε δεν πηγάζει από μεταφορά της βούλησης των μερών στα πλαίσια συμφωνίας στο εν χρήσει σχέδιο, αλλά αποτελεί προφανές λάθος στα κτηματικά μητρώα και σχέδια, κατά τη μεταφορά της αρχικής χωρομετρίας στο εν χρήσει σχέδιο που ναι μεν επηρεάζει ως φαίνεται, τα εμβαδά των ακινήτων, παρά ταύτα όμως για τη διόρθωση του δεν χρειάζεται η προσαγωγή μαρτυρίας στο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, ήταν η τελική κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διόρθωση του υπό κρίση λάθους, ενέπιπτε αποκλειστικά στις εξουσίες του Διευθυντή με βάση το Άρθρο 61 του Κεφ. 224. Ως εκ τούτου η αγωγή δεν θα μπορούσε να πετύχει και απορρίφθηκε.
Να σημειωθεί ότι η πιο πάνω πρωτόδικη κρίση δεν εφεσιβλήθηκε από τους ενάγοντες - εφεσίβλητους.
Με αναφορά στην ανταπαίτηση των εφεσειουσών - εναγομένων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ούτε αυτή έχει πιθανότητα επιτυχίας. Τονίστηκε ότι σωρεία θεμάτων και νομικών ζητημάτων που ήγειραν οι εναγόμενες - εφεσείουσες στην ανταπαίτηση τους, δεν δικογραφήθηκαν επαρκώς και εν τέλει δεν υποστηρίχθηκαν από επαρκή και αποδεκτή ενώπιον του μαρτυρία.
Όσον αφορά το ζήτημα της παράνομης επέμβασης και ειδικότερα αναφορικά με τις εργασίες που οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι φέρονται να έχουν προβεί, τόσο με την καταστροφή των φυσικών συνόρων αλλά και την κατασκευή τοίχων, η μαρτυρία της εφεσείουσας 1 απορρίφθηκε για τους λόγους που το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του, στο στάδιο αξιολόγησης της μαρτυρίας. Τονίζεται μεταξύ άλλων ότι ουδεμία μαρτυρία τέθηκε από τις εφεσείουσες για τις λεπτομέρειες της συγκεκριμένης επέμβασης, τις μετρήσεις και τα εμβαδά και μέτρα, αλλά ούτε και από ποιόν και με ποιο τρόπο αυτή η επέμβαση επιτεύχθηκε, σε τι συνίσταται σήμερα και ποια η ζημιά που προκάλεσε.
Αναφορικά με τις αξιούμενες ειδικές ζημιές και ειδικότερα το ποσόν των €15.000,00, κρίθηκε ότι αυτό παρέμεινε σε επίπεδο των γενικών θέσεων χωρίς να υποστηριχθεί με οποιαδήποτε μαρτυρία, έγγραφη ή προφορική. Καμία μαρτυρία εμπειρογνώμονα δεν δόθηκε για τις επικαλούμενες ως αναγκαίες οικοδομές - τοίχους, από που προέκυψε η ανάγκη αυτή και ποια σημεία αυτές αφορούν. Περαιτέρω καμία μαρτυρία δεν δόθηκε για την ύπαρξη κατά τον ουσιώδη χρόνο των αναφερόμενων δέντρων, την ηλικία τους, την παραγωγική τους αξία και την κατ' ισχυρισμό καταστροφή τους. Με παραπομπή σε νομολογία για την αναγκαιότητα λεπτομερούς δικογράφησης και αυστηρής απόδειξης των ειδικών ζημιών, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι και αυτό το μέρος της ανταπαίτησης δεν έχει αποδειχθεί.
Ούτε το αίτημα για αδιαφιλονίκητη συνεχή κατοχή του διεκδικούμενου με την ανταπαίτηση μέρους του ακινήτου, έχει κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδειχθεί. Το μέρος αυτό του ακινήτου, παρότι δεν προσδιορίστηκε σε μέτρα σύμφωνα με την μαρτυρία, περιλαμβάνεται στο επίσημο χωρομετρικό και εν χρήσει σχέδιο αλλά και στον τίτλο ιδιοκτησίας των εναγόμενων, κάτι που δεν αμφισβητήθηκε. Όμως εχθρική κατοχή χωρεί μόνο επί ακινήτου μη εγγεγραμμένου στο όνομα του αιτούμενου την εγγραφή. Στην προκειμένη περίπτωση και μέχρι την διόρθωση του λάθους, το μέρος αυτό του ακινήτου ανήκει στον τίτλο των εφεσειουσών - εναγόμενων, σύμφωνα με τη δοθείσα πρωτοδίκως μαρτυρία. Ενόψει τούτου δεν θα μπορούσε να επιτύχει και το μέρος της ανταπαίτησης για εχθρική κατοχή του αμφισβητούμενου μέρους του επίδικου ακινήτου.
Κρίθηκε σαφώς από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι εφεσείουσες - εναγόμενες ενήργησαν πρόωρα, δημιουργώντας και εγείροντας ζητήματα με την ανταπαίτηση τους που δεν ήταν δυνατόν να εξεταστούν πριν την διόρθωση του λάθους και την οριστικοποίηση των συνόρων και ειδικά του κοινού συνόρου τους, με το ακίνητο των εφεσιβλήτων - εναγόντων.
Με βάση τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή και την ανταπαίτηση, επιδικάζοντας έξοδα στην αγωγή εναντίον των εναγόντων - εφεσιβλήτων και στην ανταπαίτηση εναντίον των εναγομένων - εφεσειουσών.
Οι εναγόμενες - εφεσείουσες, με 5 λόγους έφεσης αμφισβητούν την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με τον 1ο λόγο έφεσης, οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε ως όφειλε τις προδικαστικές ενστάσεις και τις νομικές θέσεις των εναγομένων - εφεσειουσών ότι η αγωγή δεν θα μπορούσε να εγερθεί και/ή ότι στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει τις απαιτήσεις των εναγόντων -εφεσιβλήτων, όπως αυτές είχαν δικογραφηθεί.
Η πιο πάνω θέση δεν ευσταθεί. Είναι παραδεκτό ότι οι εφεσείουσες δεν αιτήθηκαν δυνάμει των τότε εν ισχύ Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, την προδικαστική εκδίκαση των πιο πάνω ενστάσεων ως προς τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εκδικάσει την αγωγή (βλ. Δ.27 Θ.Θ.1 & 2 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας). Δίδεται βέβαια η δυνατότητα από τη νομολογία για αυτεπάγγελτη εξέταση από το Δικαστήριο της δικαιοδοσίας να εκδικάσει την αγωγή (βλ. μεταξύ άλλων (1989) 1(E) Α.Α.Δ, 729 και (1995) 1 Α.Α.Δ 168). Η δυνατότητα όμως αυτή δεν σημαίνει κατ' ανάγκη και υποχρέωση του Δικαστηρίου να πράξει κάτι τέτοιο. Από τη στιγμή που οι εφεσείουσες δεν ζήτησαν ως δικαιούνταν την προδικασία των προδικαστικών τους ενστάσεων, δεν νομιμοποιούνται να παραπονούνται ότι το Δικαστήριο δεν τις εξέτασε αυτεπάγγελτα. Εν πάση περιπτώσει, τα ζητήματα αυτά εξετάστηκαν και αποφασίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο τελικό στάδιο της αγωγής.
Πέραν των πιο πάνω, είναι σημαντικό να λεχθεί ότι οι προδικαστικές ενστάσεις αφορούσαν την αγωγή και όχι την ανταπαίτηση των εφεσειουσών - εναγομένων. Η ανταπαίτηση των εφεσειουσών απορρίφθηκε πρωτοδίκως, για λόγους που δεν αφορούσαν τις προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες ούτως ή άλλως προβλήθηκαν από τις εφεσείουσες, προκειμένου να απορριφθεί προδικαστικά η αγωγή και δεν σχετίζονταν με την ανταπαίτηση τους. Όπως προαναφέρθηκε, η ανταπαίτηση απορρίφθηκε όχι μόνο γιατί μέρος της κρίθηκε ως πρόωρο αλλά και γιατί δεν προσκομίστηκε η αναγκαία μαρτυρία για την απόδειξη της.
Ενόψει των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο, το λάθος που οι λειτουργοί του Κτηματολογίου ανακάλυψαν στα σχετικά βιβλία και αρχεία του Τμήματος, θα μπορούσε να διορθωθεί δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 61 του Κεφ. 224 απευθείας από τον Διευθυντή ή και με αίτηση για διόρθωση λάθους από τους ενάγοντες.
Εν πρώτοις, η κρίση αυτή αφορά την απόρριψη της αγωγής των εφεσιβλήτων και όχι την ανταπαίτηση των εφεσειουσών, η οποία απορρίφθηκε για άλλους λόγους. Οι εφεσίβλητοι δεν έχουν εφεσιβάλει με αντέφεση αυτό το εύρημα με το οποίο απορρίφθηκε η αγωγή τους και έχουμε σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσον νομιμοποιούνται οι εφεσείουσες να το πράξουν.
Εν πάση περιπτώσει και επί της ουσίας, ο 2ος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Πολύ ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε νομολογία, σύμφωνα με την οποία ο μηχανισμός του Άρθρου 61 του Κεφ. 224 για διόρθωση λάθους από τον Διευθυντή, δεν ενεργοποιείται όπου χρειάζεται να ακουστεί μαρτυρία αναφορικά με νομικά δικαιώματα σε γη. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση (1993) 1 Α.Α.Δ. 844 το οποίο παραθέτει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του:
« Η άποψη για λάθος, μεταξύ άλλων και στο χωρομετρικό σχέδιο, μπορεί να προωθηθεί μόνο κατά τη διαδικασία του άρθρου 61 του Κεφ. 224. (Βλ. ειδικά και την τροποποίηση του Νόμου 16/80). Η πρωτογενής διαπίστωση τέτοιου λάθους από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο αγωγής και η διόρθωσή του, εκφεύγει της δικαιοδοσίας του. [Βλ. Lambris Haralampous Papa loizou v. Kornelia Themistokleous 22 C.L.R. 177, Παναγιώτου Α. Φιλίππου ν. Θεόδωρος Πλάτωνος Στυλιανού, (1992) 1 Α.Α.Δ. 448, Μαρία Χαραλάμπους Χριστοδούλου v. Φωτού Νικόλα Χ"Λοϊζή και άλλος (1992) 1 Α.Α.Δ. 658]. Σε σειρά υποθέσεων επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη δικαιοδοσίας προς εκδίκαση αγωγών στις οποίες υποβλήθηκαν ισχυρισμοί για λάθος στα κτηματολογικά μητρώα· όχι βέβαια εξ αιτίας διαφορετικής προσέγγισης ως προς την ισχύουσα νομοθετική ρύθμιση αλλά ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι, στις περιπτώσεις εκείνες, οι ισχυρισμοί που υποβλήθηκαν συνέθεταν επίδικα θέματα ευρύτερα που προϋπέθεταν διερεύνηση όχι απλώς κτηματολογική και που, επομένως, δεν θεωρήθηκαν ως ισχυρισμοί για λάθος ή παράλειψη με την έννοια του άρθρου 61. (Βλ. Imbrahim Mehtned Chakkarto v. The Attorney General (1961) C.L.R. 231, Melpomeni Panayiotou Chrysanthou and Others v. Neoclis Antoniades (1969) 1 C.L.R. 622, Abraham Hassidof v. Paul Antoine-Aristide Santi and Others (1970) 1 C.L.R. 220, Michaelides v. Ttapoura (1980) 1 C.L.R. 610, Panayiotou v. Kyriacou (1985) 1 C.L.R. 156, Κυριακού Νικήτα Παναγιώτου ν. Σόνιας Ανδρέα Χ"Κυριάκου και άλλης (1991) 1 Α.Α.Δ. 362.»
Στην παρούσα περίπτωση, το διαπιστωθέν λάθος ήταν απλής κτηματολογικής φύσης. Επρόκειτο στην ουσία για λανθασμένη μεταφορά της αρχικής χωρομετρίας στο εν χρήσει σχέδιο, σε σχέση με το κοινό σύνορο των επίδικων ακινήτων. Ήταν ως εκ τούτου εύλογο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν επρόκειτο για ζήτημα διεκδίκησης μέρους γης για το οποίο θα έπρεπε να δοθεί μαρτυρία σε δικαστική διαδικασία.
Ενόψει των πιο πάνω και ο 2ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον 3ο λόγο έφεσης, οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία της εφεσείουσας - εναγομένης 1, απορρίπτοντας την ως αναξιόπιστη στο σύνολο της. Οι πιο πάνω ισχυρισμοί θα εξεταστούν με βάση τις αρχές που ρυθμίζουν την επέμβαση του Εφετείου με τα ευρήματα αξιοπιστίας των πρωτόδικων δικαστηρίων. Έχουν συνοψισθεί στην υπόθεση (1998) 1 ΑΑΔ 300, από την οποία μεταφέρουμε το πιο κάτω απόσπασμα: ,
"Στο δικό μας σύστημα η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχή στο πρώτοδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο να αποφασίσει περί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει.»
Οι ίδιες αρχές επαναλήφθηκαν στις μεταγενέστερες υποθέσεις (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275 και , Πολ. Έφεση 279/2013, ημερ. 1.7.2020), ECLI:CY:AD:2020:A208.
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας, σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές και με τους λόγους τους οποίους προβάλλουν οι εφεσείουσες για ανατροπή των σχετικών ευρημάτων αξιολόγησης της εφεσείουσας 1 από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Έχουμε την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Αντιθέτως, βρίσκουμε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα αναξιοπιστίας που καταγράφει σε σχέση με την μαρτυρία της εφεσείουσας - εναγομένης 1.
Έπεται πως και ο 3ος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον 4ο λόγο έφεσης, προβάλλεται η θέση ότι η εξ' ολοκλήρου απόρριψη της ανταπαίτησης και ιδίως της αξίωσης των εφεσειουσών για διατάγματα τερματισμού της παράνομης επέμβασης, σε συνδυασμό με το εύρημα ότι η ανταπαίτηση ήταν πρόωρη, είναι αποτέλεσμα σύγχυσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και/ή νομικής πλάνης ως προς τον διαχωρισμό των υπόλοιπων θεμάτων της δίκης από αυτό της ανταπαίτησης και/ή αποτέλεσμα λανθασμένης αξιολόγησης των επί μέρους νομικών πτυχών της υπόθεσης και των ενώπιον του δικαστηρίου δεδομένων και μαρτυρίας.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αιτιολογημένα τεκμηριώνει το συμπέρασμα του για το πρόωρο της ανταπαίτησης, αναφορικά με την αξίωση των εφεσειουσών για αδιαφιλονίκητη εχθρική κατοχή του επίδικου μέρους του ακινήτου αφού κατά τον επίδικο χρόνο, το λάθος στα σχέδια δεν είχε διορθωθεί και το διαφιλονικούμενο τμήμα γης, ήταν ακόμα στην κατοχή τους.
Αλλά και η απόρριψη του μέρους της ανταπαίτησης αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό παράνομη επέμβαση, είναι πλήρως αιτιολογημένη από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σημειώνεται ότι το μέρος αυτό της ανταπαίτησης απορρίφθηκε ως αποτέλεσμα της πρωτόδικης κρίσης, αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσκόμισαν οι εφεσείουσες, που εκτός από γενική και ανεπαρκής, κρίθηκε και αναξιόπιστη. Εύρημα για το οποίο δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω στην εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης.
Ενόψει των πιο πάνω και ο 4ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον 5ο λόγο έφεσης, οι εφεσείουσες παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε υπέρ των εναγόντων - εφεσιβλήτων τα έξοδα της ανταπαίτησης.
Και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος. Όπως προκύπτει από τη νομολογία, η γενική αρχή είναι όταν δεν συντρέχουν ικανοί λόγοι προς το αντίθετο, τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Αυτό είναι το βασικό κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να εκδώσει διαταγή για τα έξοδα και δεν είναι παραδεκτή η αποστέρηση των εξόδων του επιτυχόντα διαδίκου χωρίς αποχρώντα λόγο (βλ. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1566).
Το Δικαστήριο δύναται να μην ακολουθήσει την οδό του επιτυχόντος διαδίκου, νοουμένου ότι ασκεί δικαστικά τη διακριτική του εξουσία όπως προβλέπεται από το Άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Η ευχέρεια αυτή ασκείται με αναφορά στους εσωγενείς παράγοντες της δίκης, που περιλαμβάνουν εκτός από το αποτέλεσμα της υπόθεσης και κάθε γεγονός που άπτεται του χειρισμού της από τους διαδίκους (βλ. (1993) 1 A.A.Δ. 12 και (1999) 1 Α.Α.Δ 360).
Οι εφεσείουσες ισχυρίζονται ότι με δεδομένο ότι η απαίτηση και η ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν με διάταγμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και το γεγονός ότι η έγερση ανταπαίτησης όχι μόνο ήταν απόλυτα δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις αλλά και επιβαλλόμενη, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν νομιμοποιείτο να επιβαρύνει τις εφεσείουσες με τα έξοδα της ανταπαίτησης.
Οι πιο πάνω θέσεις είναι αβάσιμες. Η ανταπαίτηση απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο για λόγους διαφορετικούς από την απόρριψη της απαίτησης. Υπενθυμίζεται ότι η απαίτηση απορρίφθηκε επειδή κρίθηκε ότι η αξίωση αφορούσε διόρθωση λάθους στα σχέδια που θα μπορούσε να γίνει από τον Διευθυντή χωρίς αγωγή λόγω εφαρμογής του Άρθρου 61 του Κεφ. 224. Αντιθέτως, η ανταπαίτηση απορρίφθηκε πλην του ότι αποφασίσθηκε ότι ήταν πρόωρη και ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας των εφεσειουσών που κρίθηκε ως αόριστη και αναξιόπιστη. Ως εκ τούτου, η ανταπαίτηση ούτε αναγκαία ήταν, ούτε επιβαλλόμενη όπως ισχυρίζονται οι εφεσείουσες.
Στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρχαν άλλοι εσωγενείς παράγοντες στην υπόθεση πλην της αποτυχίας της ανταπαίτησης, που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη ώστε να μην ακολουθηθεί ο βασικός κανόνας ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Αντιθέτως, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα έλαβε υπόψη το δεδομένο της έκβασης της ανταπαίτησης, ασκώντας τη διακριτική εξουσία του δικαστικά, όπως απαιτείται από τον Νόμο και τη νομολογία. Η προσέγγιση του δεν δημιουργεί έδαφος για επέμβαση μας ως προς την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας.
Ως εκ τούτου και ο 5ος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2.400,00 έξοδα εναντίον των εφεσειουσών και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Αλ. Παναγιώτου, Π.
Μ. Αμπίζας, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.