ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ                                  

                                                          (Ποινική Έφεση Αρ.: 120/24)

 

28 Μαΐου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ

Εφεσείουσα

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 122/24)

 

ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΝΑΓΗ

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

                                                          (Ποινική Έφεση Αρ.: 123/24)

 

ΜΑΡΙΑ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ

Εφεσείουσα

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Α. Αλεξάνδρου, για Εφεσείουσα στην 120/24 και 123/24  

Λ. Νεοφύτου, για Εφεσείοντα στην 122/24

Ε. Μανώλη (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη στην 120/24

Σ. Παπαλαζάρου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη στην 122/24 και 123/24

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα απαγγελθεί από τον Πική, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Με τις εφέσεις της υπ΄ αρ. 120/24 και 123/24 η Εφεσείουσα (3η ύποπτη) προσβάλλει το αρχικό διάταγμα 8ήμερης προσωποκράτησης της ημερ. 11.5.24 και το διάταγμα 8ήμερης ανανέωσης του ημερ. 19.5.24. Με τη δική του έφεση υπ΄ αρ. 122/24 ο Εφεσείων (1ος ύποπτος) και σύζυγος της προσβάλλει επίσης το διάταγμα 8ήμερης ανανέωσης της κράτησης του. Λόγω της συνάφειας τους και προς εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου οι τρεις εφέσεις, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των παραγόντων έχουν συνεκδικαστεί. Εξ ου και συνεξετάζονται στην παρούσα απόφαση κατωτέρω.

 

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 120/24

 

        Στις 11.5.24 εκδόθηκε από το Ε.Δ. Πάφου διάταγμα 8ήμερης προσωποκράτησης της Εφεσείουσας (3η ύποπτη), του συζύγου της (1ος ύποπτος) και άλλου προσώπου (2ος ύποπτος). Εναντίον της διερευνώνται αδικήματα συνωμοσίας, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, κλεπταποδοχής και παράνομης κατοχής περιουσίας. Τα εν λόγω αδικήματα πλην της κλεπταποδοχής διερευνώνται και εναντίον των δύο άλλων υπόπτων. Πρόσθετα εναντίον εκείνων διερευνώνται 18 διαρρήξεις και κλοπές κατοικιών, μια διάρρηξη κοσμηματοπωλείου, μια απόπειρα διάρρηξης, 20 υποθέσεις έχοντος καλυμμένο πρόσωπο με προσωπίδα με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος, κατοχή διαρρηκτικών εργαλείων και παράνομη κατοχή και μεταφορά πυροβόλου όπλου. Η συνολική κλοπιμαία περιουσία φέρεται να ανέρχεται στις 865.255. Τα εν λόγω αδικήματα φέρονται να έχουν διαπραχθεί την περίοδο από 11.11.20 - 19.4.20.

 

        Το διάταγμα κράτησης προσβάλλεται με δυο λόγους έφεσης. Ο πρώτος αφορά τη μη παρουσίαση μαρτυρίας για διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων και ο δεύτερος τη μη ύπαρξη εύλογης υπόνοιας.

 

        Δεν θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε εκτενώς στην πληροφόρηση την οποία είχε στα χέρια της η Αστυνομία για εμπλοκή των υπόπτων 1 και 2 στα διερευνώμενα αδικήματα, η οποία αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση. Αρκεί να λεχθεί ότι ο 1ος ύποπτος φέρεται να αναγνωρίστηκε από μεγάλο τατουάζ στην πλάτη, το οποίο φάνηκε σε κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, καθώς και από πληροφοριοδότη ο οποίος τον γνωρίζει και στον οποίο υποδείχθηκε αριθμός κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης των διαρρήξεων. Σύμφωνα με πληροφόρηση της Αστυνομίας οι διαρρήξεις γίνονταν σε συνεργασία με τον 2ο ύποπτο, ενώ ο 1ος ύποπτος θεάθηκε με την Εφεσείουσα στην είσοδο δωματίου με θυρίδες στο κεντρικό κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στην Πάφο. Από έρευνα της Αστυνομίας διεφάνη ότι η Εφεσείουσα είναι ιδιοκτήτρια της τραπεζικής θυρίδας με συνδεδεμένο πρόσωπο τον 1ο ύποπτο. Ο 1ος ύποπτος δεν φαίνεται να εργάζεται.

 

        Επίσης ο 1ος ύποπτος αγόρασε τοις μετρητοίς αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής NTA . μάρκας BMW, το οποίο ενέγραψε στο όνομα της Εφεσείουσας στις 20.2.20 μέχρι τις 27.7.2021, από τις 28.7.21 μέχρι τις 10.8.21 το όχημα ενεγράφη σε άλλο πρόσωπο, στις 11.8.21 μεταβιβάστηκε στο όνομα του 2ου υπόπτου μέχρι τις 24.8.21, και στις 25.8.21 ενεγράφη στο όνομα του 1ου υπόπτου. Το δε αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής PEB . μάρκας BMW στις 11.2.22 εγγράφηκε στον 2ο ύποπτο αλλά το χρησιμοποιεί η Εφεσείουσα. Το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής KNC ., μάρκας Toyota στις 3.6.22 ενεγράφη στο όνομα της Εφεσείουσας και στις 7.4.23 εγγράφηκε στο όνομα του 2ου υπόπτου. Ο 2ος ύποπτος είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης 12 οχημάτων.

 

        Στις 8.5.24 εξασφαλίστηκαν εντάλματα σύλληψης και έρευνας εναντίον της Εφεσείουσας και των δυο άλλων υπόπτων τα οποία εκτελέστηκαν την επομένη. Τα εντάλματα έρευνας αφορούσαν κατοικίες, οχήματα και την τραπεζική θυρίδα. Κατά την έρευνα, στο κυρίως υπνοδωμάτιο της κατοικίας της Εφεσείουσας και του συζύγου της εντοπίστηκε μια κοσμηματοθήκη με διάφορα κοσμήματα, για τα οποία μετά από επίστηση της προσοχής αμφότεροι ανέφεραν ότι τους ανήκουν. Εντοπίστηκε επίσης χρηματοκιβώτιο στο οποίο υπήρχαν ρολόγια διαφόρων επώνυμων μαρκών, κοσμήματα, χρυσαφικά, χρηματικό ποσό σε διάφορα χαρτονομίσματα και κέρματα και διάφορα πιστοποιητικά, για τα οποία δεν έδωσαν ικανοποιητικές εξηγήσεις, οπότε επανασυνελήφθησαν για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας.

 

        Στην εν λόγω κατοικία εντοπίστηκαν στον χώρο τον οποίο η Εφεσείουσα χρησιμοποιούσε ως χώρο αισθητικής, ένα φούτερ μαύρο με φερμουάρ που καταλήγει στο σημείο της κουκούλας ψηλά στο μέτωπο και με τρύπες στη θέση των ματιών, καθώς και τσάντα ώμου, ίδιας περιγραφής με αυτά που φορούσε και χρησιμοποιούσε ο δράστης των διαρρήξεων. Εντοπίστηκαν επίσης διαρρηκτικά εργαλεία. Σε έρευνα που ακολούθησε στην τραπεζική θυρίδα ανευρέθηκαν και παραλήφθηκαν 87 χρυσά νομίσματα διαφόρων ειδών, 35 διαμάντια διαφόρων μεγεθών και δυο δακτυλίδια για τα οποία η Εφεσείουσα και ο σύζυγος της δεν έδωσαν ικανοποιητικές εξηγήσεις, οπότε επανασυνελήφθησαν για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας. Από έρευνα στο αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής PEB . εντοπίστηκε απόκομμα επιταγής με εκδότρια την Εφεσείουσα, για ποσό €80.000 με δικαιούχο τρίτο πρόσωπο, καθώς και τιμολόγιο ημερ. 7.10.21 για το ποσό των €83.000 που αφορά το αυτοκίνητο PEB ..  

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην μακροσκελή του απόφαση αφού διαπίστωσε ότι διαπράχθηκαν τα διερευνώμενα αδικήματα, έκρινε ότι δημιουργείτο εύλογη υπόνοια κατά της Εφεσείουσας εκ του μεγάλου αριθμού αντικειμένων αξίας που εντοπίστηκαν στην κατοικία στην οποία διέμενε με τον σύζυγο της, περιλαμβανομένων αυτών που βρίσκονταν εντός του χρηματοκιβωτίου, καθώς και τα όσα επακόλουθα εντοπίστηκαν στην τραπεζική θυρίδα. Έλαβε επίσης υπόψη τις πιο πάνω μεταβιβάσεις ιδιοκτησίας αυτοκινήτων εν σχέσει με το αδίκημα της συνωμοσίας και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Υπόψη λήφθηκε και το αδίκημα της συνωμοσίας εν σχέσει με τα τρία αδικήματα τα οποία διερευνώνται κατά της Εφεσείουσας, δυο εκ των οποίων αφορούν και τους άλλους δυο υπόπτους.

 

        Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης υπόπτου προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων εξετάστηκαν πολύ πρόσφατα από το Εφετείο στις υποθέσεις Ιωσήφ κ.ά ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 104/24 κ.ά, ημερ. 2.5.24, και Ιωσήφ κ.ά ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 111/24 κ.ά, ημερ. 14.5.24. Όπως συνοψίζονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την Αριστοδήμου κ.ά ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 665 οι απαραίτητες προϋποθέσεις είναι:

 

«Πρώτο, να υπάρχει μαρτυρία που να αποκαλύπτει ότι διαπράχθηκε αδίκημα, δεύτερο, η μαρτυρία πρέπει να δημιουργεί εύλογη υπόνοια  ότι ο ύποπτος εμπλέκεται στο αδίκημα, τρίτο, οι αστυνομικές ανακρίσεις θα πρέπει να βρίσκονται σε εξέλιξη και, τέταρτο, η κράτηση πρέπει να είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων».

 

        Εν σχέσει με το εύλογο των υπονοιών, στο οποίο επικεντρώνεται ο δεύτερος λόγος έφεσης, θα πρέπει τα στοιχεία τα οποία βρίσκονται στα χέρια των διωκτικών αρχών αθροιστικά αποτιμώμενα να συνδέουν κατά λογική προέκταση τον ύποπτο με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων. Δεν αξιολογείται στο στάδιο αυτό η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητα τους (βλ. Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160). Περί υπονοιών και μόνον ο λόγος, όπως τονίστηκε στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495. Εκεί όπου διερευνώνται πολλά αδικήματα δεν χρειάζεται η ειδική αναφορά σε κάθε αδίκημα ξεχωριστά (βλ. Ζανέττου κ.ά ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 562).

 

        Σε έφεση κατά διατάγματος προσωποκράτησης το πεδίο επέμβασης στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι περιορισμένο. Ως επισημαίνεται στη Στυλιανού ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 267/18, ημερ. 12.9.18, ECLI:CY:AD:2018:B399:

 

«Περί διακριτικής ευχέρειας ο λόγος. Σε περιπτώσεις όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις σωστές αρχές δικαίου και δεν παρεισφρύουν στην κρίση του γεγονότα άσχετα με τα επίδικα θέματα, το Εφετείο δεν παρεμβαίνει (Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 56). Η έφεση δεν παρέχει το μέσο και δεν αποτελεί μια δεύτερη ευκαιρία για επανεξέταση των ισχυρισμών του εφεσείοντα τους οποίους εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο, νοουμένου ότι άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια στα ορθά πλαίσια.  Παραπέμπουμε συναφώς και στην Μαυρομιχάλη ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 62/2014, ημερ. 9.4.2014 όπου τονίστηκε πως η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας από το πρωτόδικο Δικαστήριο «δεν αναθεωρείται με γνώμονα την ορθότητα της (πρωτόδικης) απόφασης κατά την υποκειμενική κρίση των μελών του Εφετείου», αλλά «όπου διαπιστώνεται ότι δεν ασκήθηκε κατά τρόπο δικαστικό, είτε διότι εμφιλοχώρησαν εξωγενείς παράγοντες είτε διότι παραγνωρίστηκαν παράγοντες και κριτήρια που καθιερώθηκαν από τη νομολογία ως προαπαιτούμενα για την άσκηση της». 

 

        Έχουμε εξετάσει με προσοχή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, την ενώπιον του μαρτυρία, και τα όσα έθεσε ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα. Παραπονείται ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να επιμαρτυρεί την ύπαρξη συνωμοσίας, νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, και κλεπταποδοχής, ενώ για τη διερεύνηση της παράνομης κατοχής περιουσίας, εισηγείται ότι δεν είναι αναγκαία η κράτηση της Εφεσείουσας. Παραπονείται επίσης για τη μη ύπαρξη εύλογης υπόνοιας η οποία να συνδέει την Εφεσείουσα με τα αδικήματα τα οποία διερευνώνται εναντίον της.

 

        Με κάθε σεβασμό δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις και εισηγήσεις. Υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ικανοποιητική μαρτυρία αποκαλύπτουσα τη διάπραξη των διερευνώμενων αδικημάτων, καθώς και εύλογη υπόνοια η οποία συνέδεε με αυτά την Εφεσείουσα. Αναφορικά με το αδίκημα της κλεπταποδοχής, υπενθυμίζουμε αυτό που υποδείξαμε στη Yordanova v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 22/24, ημερ. 19.2.24, ότι εμπλέκεται υπό κατάλληλες περιστάσεις το «δόγμα της κατοχής προσφάτως κλαπείσας περιουσίας» (doctrine of recent possession) (βλ. Blackstone's Criminal Practice 2023, §F3.63, σ. 2953)

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται στην απόφαση του την εύλογη υπόνοια εναντίον της Εφεσείουσας, αναφερόμενο ειδικά στην ανευρεθείσα περιουσία στην κατοικία της και στην τραπεζική θυρίδα, ενώ για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες αναφέρεται, επιπρόσθετα, και στις μεταβιβάσεις ιδιοκτησίας αυτοκινήτων. Το Δικαστήριο ορθώς δεν προέβη σε μικροσκοπική εξέταση κάθε αδικήματος καθότι σε αυτό το στάδιο δεν αξιολογείται η μαρτυρία (βλ. Ζανέττου, ανωτέρω). Η εισήγηση περί μη αναγκαιότητας της κράτησης για το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας, δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης και δεν θα εξεταστεί (Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 153/23, ημερ. 29.2.24).

 

        Κρίνουμε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος επέμβασης στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία ασκήθηκε δικαστικά εντός του ορθού νομικού πλαισίου.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω οι λόγοι έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 122/24, 123/24

 

        Αντικείμενο των εν λόγω ποινικών εφέσεων είναι η ανανέωση του διατάγματος προσωποκράτησης για άλλες 8 ημέρες (από άλλο Επαρχιακό Δικαστή). Τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν τη σύλληψη και κράτηση της Εφεσείουσας 2 (3ης ύποπτης) και του συζύγου της, του Εφεσείοντος 1, και τρίτου προσώπου (2ος ύποπτος) έχουν ήδη εκτεθεί συνοπτικά στο πλαίσιο εξέτασης της ποινικής έφεσης αρ. 120/24 και δεν κρίνουμε σκόπιμο να τα επαναλάβουμε. Το ίδιο και οι αρχές της νομολογίας οι οποίες διέπουν την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης, ειδικά σε ό,τι αφορά την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας, καθώς και το περιορισμένο πεδίο επέμβασης του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

        Επιπροσθέτως, όπως αποφασίστηκε στην Stamataris v. The Police (1983) 2 C.L.R. 107, ο χρόνος της κράτησης συναρτάται άμεσα με το ανακριτικό έργο, το δε αποδεικτικό βάρος επαυξάνεται σε κάθε αίτηση για ανανέωση της κράτησης. Σε κάθε αίτηση για ανανέωση διατάγματος κράτησης η αστυνομία πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι: (α) το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα αξιοποιήθηκε ορθά για το σκοπό της κράτησης, και (β) η ανανέωση του διατάγματος κράτησης είναι ευλόγως αναγκαία για τη διεξαγωγή των αστυνομικών ανακρίσεων (βλ. Stamataris, ανωτέρω, Πέτρου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 679). Σε κάθε αίτημα ανανέωσης διατάγματος προσωποκράτησης αναμένεται η «παροχή περισσότερων λεπτομερειών για τη φύση της μαρτυρίας που τείνει να καταδείξει εμπλοκή του υπόπτου» (βλ. Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 56).

 

        Το αίτημα ανανέωσης προσωποκράτησης αφορά τη διερεύνηση των προαναφερθέντων αδικημάτων εναντίον των Εφεσειόντων. Η δε πληροφόρηση και μαρτυρία στα χέρια της Αστυνομίας εκτίθεται λεπτομερώς στη δικαστική απόφαση.

 

        Πρόσθετα στα όσα αναφέρθηκαν κατά την πρώτη αίτηση προσωποκράτησης, σημειώνεται ότι παραπονούμενο πρόσωπο μιας εκ των διαρρήξεων, η οποία έγινε στις 14.1.24, αφού επιθεώρησε την ανευρεθείσα περιουσία, φέρεται να αναγνώρισε αριθμό χρυσών λιρών και νομισμάτων τα οποία είχαν παραληφθεί από την τραπεζική θυρίδα (εγγεγραμμένη στο όνομα της Εφεσείουσας 2 με συνδεόμενο πρόσωπο τον Εφεσείοντα 1) και ανέφερε ότι ομοίαζαν με αυτά που του είχε δώσει η μητέρα του και κλάπηκαν κατά τη διάρρηξη της οικίας του αλλά δεν μπορούσε να είναι απόλυτα βέβαιος. Ακολούθως κλήθηκε στο Τ.Α.Ε. η μητέρα του η οποία είδε και αναγνώρισε 56 χρυσές λίρες και νομίσματα, δίνοντας σχετικές λεπτομέρειες αγοράς τους. Επιπρόσθετα, τα ανευρεθέντα στην τραπεζική θυρίδα επιθεωρήθηκαν και από παραπονούμενο πρόσωπο σε υπόθεση διάρρηξης η οποία διερευνάται από το Τ.Α.Ε. Λεμεσού, ο οποίος επίσης φέρεται να αναγνώρισε τρεις ορθογώνιες πλάκες χρυσού των 10 γραμμαρίων.

 

        Τα 35 διαμάντια και τα δυο δακτυλίδια με διαμάντια που εντοπίστηκαν στις 9.5.24 εντός της εν λόγω τραπεζικής θυρίδας, επιθεωρήθηκαν από ειδικό γεμολόγο και έγινε εκτίμηση της αξίας τους σε €111.217. Για ένα από τα διαμάντια διαπιστώθηκε, από τον αριθμό αναγνώρισης κατασκευαστή, ότι πρόκειται για μέρος κλοπιμαίας περιουσίας από κατοικία στη Λεμεσό την οποία υπόθεση εξετάζει το Τ.Α.Ε. Λεμεσού.

 

        Εν σχέσει με το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής PEP . μάρκας BMW X5, το οποίο είναι εγγεγραμμένο στον 2ο ύποπτο αλλά το χρησιμοποιεί η Εφεσείουσα 2, φέρεται να το παρήγγειλε ο Εφεσείων 1 στις 17.9.21 και να το πλήρωσε με 12 δόσεις σε μετρητά για το συνολικό ποσό των 83.000. Το όχημα παραδόθηκε στον Εφεσείοντα 1 στις 7.10.21. Τα τιμολόγια και αποδείξεις εκδόθηκαν στο όνομα του 2ου υπόπτου μετά που το ζήτησε ο Εφεσείων 1. Σε ανακριτική κατάθεση του 2ου υπόπτου αναφέρεται ότι το εν λόγω αυτοκίνητο ο Εφεσείων 1 του είπε ότι ήθελε να το αγοράσει, αλλά δεν ήθελε να το εγγράψει επ' ονόματι της Εφεσείουσας 2.

 

        Σύμφωνα με λειτουργό του Γραφείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων ο τελευταίος εργοδότης του Εφεσείοντος 1 μέχρι σήμερα είναι συγκεκριμένη εταιρεία με μέσο όρο μισθού 1.000 μηνιαίως. Η Εφεσείουσα 2 είναι εγγεγραμμένη ως αυτοτελώς εργαζόμενη μέχρι και σήμερα με μέσο μηνιαίο μισθό τα 1.700 μηνιαίως.

 

        Σχετικά με το ρολόι μάρκας Rolex το οποίο παραλήφθηκε από το χρηματοκιβώτιο της οικίας των Εφεσειόντων, σε κατάθεση κοσμηματοπώλη αναφέρεται ότι το πώλησε στον Εφεσείοντα 1 ο οποίος τον πλήρωσε το ποσό των €14.200 σε μετρητά με τέσσερεις δόσεις.

 

        Από τις 9.5.24 που συνελήφθησαν οι Ύποπτοι λήφθηκαν 114 καταθέσεις (79 κατά το διαρρεύσαν 8ήμερο), διενεργήθηκαν 12 έρευνες σε οικίες, υποστατικά και οχήματα, και παραλήφθηκε μεγάλος αριθμός τεκμηρίων, περιλαμβανομένων επτά οχημάτων. Για τη συμπλήρωση του ανακριτικού έργου αναμένεται να ληφθούν περί τις 119 πρόσθετες καταθέσεις, ενώ αναζητείται μεγάλο μέρος κλοπιμαίας περιουσίας και εκδόθηκαν διατάγματα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων των Υπόπτων.

 

        Ο μοναδικός λόγος έφεσης με τον οποίο ο Εφεσείων 1 προσβάλλει την ανανέωση προσωποκράτησης είναι ότι αφορά αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών άλλα από αυτά για τα οποία συνελήφθη. Η Εφεσείουσα 2 προσβάλλει την ανανέωση προσωποκράτησης με πέντε λόγους έφεσης, ισχυριζόμενη ότι: (α) δεν υπήρχε μαρτυρία διάπραξης των αδικημάτων τα οποία διερευνούντο κατά της Εφεσείουσας και δεν δόθηκε επαρκής αιτιολογία προς τούτο από το πρωτόδικο Δικαστήριο (1ος λόγος), (β) δεν υπήρχε εύλογη υπόνοια παρά μόνο απλή υποψία (2ος λόγος), (γ) εσφαλμένα απέρριψε αίτημα της Εφεσείουσας 2 για διαχωρισμό της αιτήσεως ανανέωσης προσωποκράτησης από αυτή του Εφεσείοντος 1 και του 2ου υπόπτου καθότι αντιμετώπιζαν άλλης φύσεως αδικήματα και η συνεκδίκαση της αιτήσεως επηρέαζε δυσμενώς τα δικαιώματα της με αποτέλεσμα τον επηρεασμό της διεξαγωγής δίκαιης διαδικασίας (3ος λόγος), (δ) η ανανέωση της προσωποκράτησης αφορούσε αδικήματα για τα οποία δεν συνελήφθη (4ος λόγος), (ε) δεν εξετάστηκαν οι θέσεις της Εφεσείουσας 2 και λήφθηκε υπόψη στοιχείο άσχετο με τη διαδικασία, ήτοι ότι σε περίπτωση που αφηνόταν ελεύθερη υπήρχε ο κίνδυνος να ταξιδεύσει στο εξωτερικό ή σε μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

 

        Αρχίζοντας από τον μοναδικό λόγο έφεσης του Εφεσείοντος 1, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του επισημαίνει ότι ένα από τα 36 διαμάντια που εντοπίστηκαν στην τραπεζική θυρίδα σχετίζεται με διάρρηξη στη Λεμεσό η οποία δεν περιλαμβάνεται στις διαρρήξεις για τις οποίες εκδόθηκε το ένταλμα σύλληψης. Το ίδιο ισχύει και για τις τρεις χρυσές ορθογώνιες πλάκες των 10 γραμμαρίων, οι οποίες αφορούν υπόθεση η οποία διερευνάται από το Τ.Α.Ε. Λεμεσού. Όμως, σύμφωνα με τη μαρτυρία του αστυνομικού οργάνου, το οποίο κατέθεσε ενόρκως, η Αστυνομία Πάφου διερευνά μόνο τα αδικήματα για τα οποία συνελήφθησαν και όχι αυτά του διερευνώνται από το Τ.Α.Ε. Λεμεσού, ούτε λήφθηκε ανακριτική κατάθεση για τις εν λόγω υποθέσεις ούτε το αίτημα ανανέωσης της προσωποκράτησης έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι η κρίση του ασκείται «αποκλειστικά και μόνο για την διερεύνηση των αδικημάτων για τα οποία συνελήφθησαν και περιγράφονται στο σώμα της αίτησης», παραπέμποντας στην Ιγνατίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 502. Συμφωνούμε με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται πλήρως από την Αριστοτέλους ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 225. Ο υπό εξέταση λόγος έφεσης απορρίπτεται ως ανεδαφικός.

 

        Στρεφόμαστε στους λόγους έφεσης της Εφεσείουσας 2.

 

        Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης θεωρούμε ότι υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία για τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων στο βαθμό που απαιτείται σε αιτήσεις προσωποκράτησης. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του προκειμένου υπήρξε ορθή και πλήρως αιτιολογημένη. Στη σελίδα 17 της απόφασης, (στη 2η παράγραφο), υπάρχει εκτενής αναφορά στη μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο έλαβε υπόψη για να καταλήξει στο εν λόγω συμπέρασμα, την οποία δεν θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε. Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

        Ο δεύτερος λόγος έφεσης στρέφεται κατά της ύπαρξης εύλογης υπόνοιας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται ειδικά στη μαρτυρία κατά της Εφεσείουσας 2, η οποία μαρτυρία δημιουργεί εύλογη υπόνοια για τη διάπραξη των αδικημάτων που διερευνώνται εναντίον της, όπως ο μεγάλος αριθμός αντικειμένων αξίας που εντοπίστηκαν τόσο σε κοσμηματοθήκη και χρηματοκιβώτιο στην κατοικία που διέμενε με τον Εφεσείοντα 1 όσο και στην προαναφερθείσα τραπεζική θυρίδα, από το περιεχόμενο της οποίας αναγνωρίστηκαν 56 χρυσές λίρες και νομίσματα που είχαν κλαπεί εντός του τρέχοντος έτους από συγκεκριμένη κατοικία η οποία εμπίπτει στις διαρρήξεις οι οποίες διερευνώνται στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Η μηχανή λέιζερ η οποία εντοπίστηκε στο ισόγειο της κατοικίας το οποίο η Εφεσείουσα 2 χρησιμοποιεί ως Ινστιτούτο Αισθητικής, η οποία σύμφωνα με την μαρτυρία αγοράστηκε το 2016, δεν περιλαμβάνεται στη μαρτυρία η οποία δημιουργεί εύλογη υπόνοια εναντίον της. Επομένως το μέρος αυτό της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας 2 στερείται ερείσματος.

 

        Ως προς το πεδίο επέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας, παραπέμπουμε στο κάτωθι απόσπασμα από τη Ζανέττου κ.ά ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 562:

 

«Κριτής του ευλόγου των υπονοιών είναι το πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο εξετάζει την αίτηση της αστυνομίας για κράτηση του υπόπτου και όχι το Εφετείο. Εφόσον η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία είναι ευρύτατη, ασκείται μέσα σε εύλογα πλαίσια, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Παρέμβαση χωρεί μόνο όταν κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, έλαβε υπόψη λανθασμένες αρχές δικαίου ή γεγονότα άσχετα προς το επίδικο θέμα (βλ. Μεζερίδη, ανωτέρω και Χούρη, ανωτέρω) ή όπου διαπιστώνεται έκδηλη εκτροπή από την ορθή διαδικασία (βλ. Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 240). Εκτός των πιο πάνω περιπτώσεων, δεν υπάρχουν περιθώρια για να επέμβει ώστε να υποκαταστήσει τη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου με τη δική του»

 

        (βλ. και Yordanova v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 22/24, ημερ. 19.2.24).

 

        Εν προκειμένω δεν συντρέχει κανένας λόγος επέμβασης στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου η οποία ασκήθηκε εντός του ορθού νομικού πλαισίου. Ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

        Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά την απόρριψη αιτήματος διαχωρισμού του αιτήματος ανανέωσης προσωποκράτησης της Εφεσείουσας 2. Κρίνουμε ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα. Τα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, παράνομης κατοχής περιουσίας και συνωμοσίας για τη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων, εξετάζονται από κοινού εναντίον των Εφεσειόντων και του 2ου ύποπτου. Το δε ανακριτικό έργο το οποίο διεξάγεται είναι κοινό για όλους τους υπόπτους. Το ότι εναντίον της Εφεσείουσας 2 δεν εξετάζονται υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών και άλλα συναφή αδικήματα, δεν δικαιολογεί τον κατακερματισμό του ανακριτικού έργου εφόσον διερευνάται η σύνδεση μεταξύ της κλοπιμαίας περιουσίας και των αδικημάτων τα οποία εξετάζονται κατά της Εφεσείουσας 2. Ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

        Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι η ανανέωση της προσωποκράτησης αφορά αδικήματα για τα οποία δεν συνελήφθη η Εφεσείουσα 2. Η θέση αυτή στηρίζεται σε απόσπασμα από τη σελ. 17 της απόφασης (1η παρ.), όπου μετά που το Δικαστήριο αναφέρει ότι έχει ικανοποιηθεί για διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων από την ενώπιον του μαρτυρία, λέγει τα εξής:

 

«.. Διερευνώνται μεταξύ άλλων αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών, παράνομης κατοχής περιουσίας, νομιμοποίησης εσόδων όπως και κλεπταποδοχής κ.α. Αυτό που προκύπτει μεταξύ άλλων σύμφωνα με το περιεχόμενο του τεκμηρίου 1 αλλά και των όσων ανέφερε αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας, είναι ότι διερευνώνται μεταξύ άλλων σωρεία υποθέσεων διαρρήξεων και κλοπών, για τις οποίες ύποπτοι είναι οι Καθ' ων η αίτηση 1 και 2. Ταυτόχρονα διερευνάται και η εμπλοκή της 3ης ύποπτης η οποία είναι σύζυγος του 1ου υπόπτου».

 

        O ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας 2 εισηγείται ότι από την τελευταία πρόταση του πιο πάνω αποσπάσματος, προκύπτει ότι εναντίον της διερευνάται η εμπλοκή της σε υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών. Με κάθε σεβασμό δεν είναι αυτό που προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα, το οποίο θα πρέπει να ιδωθεί και σε συνάρτηση με την επόμενη παράγραφο όπου, μεταξύ άλλων, γίνεται ειδική αναφορά στην κατοχή περιουσίας η οποία εντοπίστηκε στην τραπεζική θυρίδα, η οποία αναγνωρίστηκε ως κλοπιμαία, ενώ το Δικαστήριο επικαλείται το δόγμα της προσφάτως κλαπείσας περιουσίας από την απόφαση μας στην Yordanova, ανωτέρω. Το ότι η διερεύνηση των αδικημάτων κατά της Εφεσείουσας 2 αφορά μόνο τα τέσσερα αδικήματα που αναφέρονται στην αίτηση ανανέωσης προσωποκράτησης, προκύπτει σαφώς και από το επόμενο σκέλος της δικαστικής απόφασης όπου εξετάζεται η διασύνδεση της με τα διερευνώμενα αδικήματα και δη η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας. Υπενθυμίζουμε δε, πως ένα από αυτά τα αδικήματα είναι το αδίκημα της συνωμοσίας και η πιο πάνω αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου πρέπει να εκλαμβάνεται ως σχετιζόμενη και με αυτό. Επομένως ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

        Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά κατ' ισχυρισμό παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει τις θέσεις της Εφεσείουσας 2 με βάση τις οποίες δεν νομιμοποιείτο να ανανεώσει τη διαταγή κράτησης της. Πρόσθετα ισχυρίζεται ότι έλαβε υπόψη στοιχείο άσχετο με τη διαδικασία, τουτέστιν τον κίνδυνο να διαφύγει στο εξωτερικό ή στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

 

        Με κάθε σεβασμό το πρώτο σκέλος του λόγου έφεσης στερείται επαρκούς αιτιολογίας. Πέραν της γενικόλογης αναφοράς σε παράλειψη του Δικαστηρίου να ασχοληθεί με την ποιότητα της μαρτυρίας που παρουσίασε η ανακριτική αρχή ή σε αυτοαναιρέσεις, αδυναμίες, γενικότητες, αοριστίες και προσπάθεια παραπλάνησης ως είχαν υποδειχθεί πρωτοδίκως στο στάδιο των αγορεύσεων, δεν προσδιορίζεται ποιες είναι οι θέσεις τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει. Ελλείψει της απαιτούμενης αιτιολογίας δεν μπορούμε να εξετάσουμε το μέρος αυτό του λόγου έφεσης. Θα θέλαμε όμως να πούμε ως γενική παρατήρηση ότι μέσα από την πρωτόδικη απόφαση προκύπτει η ενδελεχής εξέταση όλων των προϋποθέσεων για ανανέωση του διατάγματος προσωποκράτησης με βάση την ενώπιον του μαρτυρία.

 

        Σε ότι αφορά το δεύτερο σκέλος του υπό εξέταση λόγου έφεσης ο κίνδυνος διαφυγής του υπόπτου περιλαμβάνεται στη διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων (πέραν της πιθανότητας επηρεασμού μαρτύρων ή καταστροφής τεκμηρίων), νοουμένου ότι απομένει ανακριτικό έργο το οποίο σχετίζεται άμεσα με τον ύποπτο, όπως για παράδειγμα η λήψη ανακριτικής κατάθεσης από τον ίδιο βάσει μαρτυρικού υλικού το οποίο συνελέγη από την Αστυνομία. Ο κίνδυνος διαφυγής δεν μπορεί να εξεταστεί έξω από το πλαίσιο της διευκόλυνσης των αστυνομικών ανακρίσεων. Στην προκείμενη περίπτωση στην ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση για ανανέωση της κράτησης, αναφέρεται στη σελ. 43 ότι οι ύποπτοι θα ανακριθούν εκ νέου και θα γίνει διερεύνηση των ισχυρισμών τους. Επομένως ο κίνδυνος διαφυγής συναρτάται με το υπολειπόμενο ανακριτικό έργο και εντάσσεται εντός του πλαισίου διευκόλυνσης των αστυνομικών ανακρίσεων. Ουσιαστικά, απαιτείται όπως η προσωποκράτηση δικαιολογείται ως απαραίτητο μέσο για τη διεξαγωγή της αστυνομικής έρευνας (Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495). Δεν θωρούμε ότι η σχετική αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκφεύγει του καθιερωμένου αυτού νομολογιακού πλαισίου. Επομένως ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται ανεδαφικός και απορρίπτεται.

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω, οι Εφέσεις κρίνονται αβάσιμες και απορρίπτονται.

 

       

 

                                                                    Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                    Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                    Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο