ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε113/2020)

 

31 Μαΐου, 2024

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

1.    GRADY PROPERTIES CORPORATION S.A.

2.    GEORGIOS MELISANIDIS

Εφεσειόντων/Καθ' ων η Αίτηση 1 & 4 

και

PETER KRAVITZ

Εφεσίβλητου/Αιτητή

-----------------------------

 

Γιώργος Χριστοδούλου και Μαριάννα Σοφοκλέους (κα), για Λουκής Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσείοντες.

Γιώργος Γεωργίου και Ρωμανός Λοϊζίδης, για Γιώργος Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον εφεσίβλητο.

            ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

         

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία εκδόθηκαν ενδιάμεσα παρεμπίπτοντα διατάγματα παγοποίησης εναντίον της Εφεσείουσας 1 εταιρείας και του Εφεσείοντα 2 στο πλαίσιο γενικής αίτησης που καταχωρίστηκε βάσει του Άρθρου 35 του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012, προς υποβοήθηση διαδικασίας που κινήθηκε εναντίον των Εφεσειόντων (και άλλων προσώπων) στο Λουξεμβούργο. Η Εφεσείουσα 1 είναι εταιρεία με έδρα στο Λουξεμβούργο. Ο Εφεσείων 2 είναι, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο μοναδικός μέτοχος της Εφεσείουσας 1, ο ασκών ουσιαστικό έλεγχο και τελικός πραγματικός δικαιούχος. Αρχικά εκδόθηκαν μονομερώς διατάγματα παγοποίησης περιουσίας ύψους €318.000.000 εναντίον των Εφεσειόντων και άλλων προσώπων. Οι Εφεσείοντες καταχώρισαν ένσταση και κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο περιόρισε τα διατάγματα εναντίων των Εφεσειόντων σε περιουσία ύψους $ 6.276.240. 

          Σημειώνουμε ότι η παρούσα έφεση σχετίζεται με τις Πολιτικές Εφέσεις 110/2020 και 111/2020, οι οποίες αφορούσαν την ίδια γενική αίτηση και την ενδιάμεση αίτηση για προσωρινά διατάγματα, για τις οποίες εκδόθηκαν αποφάσεις την 31/5/2024.

 

          Όπως αποφασίσθηκε στην TRAFALGAR DEVELOPMENTS LTD κ.α. ν. URALCHEM HOLDINGS PLG κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 331/2017, 21/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:A49 για να πετύχει μία τέτοια αίτηση θα πρέπει να τεθούν ενώπιον του κυπριακού Δικαστηρίου γεγονότα που να καταδεικνύουν ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 σύμφωνα με το δίκαιο του Λουξεμβούργου, όπου εκκρεμεί η αγωγή εναντίον των Εφεσειόντων.

 

          Η διαδικασία στο Λουξεμβούργο αλλά και στην Κύπρο κινήθηκε εναντίον των Εφεσειόντων και άλλων προσώπων. Ένας εξ αυτών, ο Καθ' ου η αίτηση 3, στην πρωτόδικη διαδικασία, είναι ο πατέρας του Εφεσείοντα 2, και Εφεσείοντας στη σχετιζόμενη Πολιτική Έφεση 110/2020, ημερομηνίας 31/5/2024. O Εφεσίβλητος κίνησε τη διαδικασία στο Λουξεμβούργο και ήταν ο Αιτητής στην υπό κρίση αίτηση, ως εμπιστευματοδόχος του Aegean Litigation Trust (το «Trust»), το οποίο ιδρύθηκε βάσει διατάγματος Δικαστηρίου των ΗΠΑ στο πλαίσιο υποθέσεων πτώχευσης της Aegean Marine Petroleum Network Inc AMPNI») και κάποιων θυγατρικών της ή και συνδεδεμένων εταιρειών (που όλες μαζί αναφέρονται ως «Aegean»). Η Aegean ήταν μια διεθνής επιχείρηση εφοδιασμού καυσίμων πλοίων. Σκοπός της ίδρυσης του Trust ήταν να διεκδικηθούν απαιτήσεις της Aegean, οι οποίες προέκυψαν από ισχυριζόμενες απάτες, προς όφελος πιστωτών της Aegean.     

 

          Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι πληρείται η πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, ότι δηλαδή υπήρχε σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου.

 

          Δεδομένης της κυπριακής νομολογίας ότι η πρώτη προϋπόθεση που θέτει το Άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 κρίνεται με βάση τα δικόγραφα (βλ. Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 CLR 557) και πιο πρόσφατα, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Cypra Limited, Πολ. Εφ. Ε153/14 ημερ. 12.10.2022), οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσειόντων με την αγόρευση τους εστιάζονται στο ότι η αγωγή στο Λουξεμβούργο επισυνάφθηκε στη γνωμάτευση του δικηγόρου που την καταχώρισε εκεί, στα γαλλικά, ήτοι σε μη επίσημη γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπλέον, η μετάφραση της αγωγής στα ελληνικά η οποία αποτελούσε μέρος άλλου τεκμηρίου, αφενός δεν ήταν ολοκληρωμένη και αφετέρου δεν συνοδεύτηκε από τη δήλωση προσώπου που να την μετάφρασε με δήλωση του ως προς το ότι ήταν ικανό να προβεί στη μετάφραση.  Υποστηρίζεται επομένως από τους Εφεσείοντες, ότι εξαιτίας της παράλειψης αυτής το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να καταλήξει ότι πληρείται η πρώτη ως άνω προϋπόθεση του Άρθρου 32.  Προς υποστήριξη της θέσης του ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, παραπέμπει στην πρωτόδικη αγγλική απόφαση Yossifoff v. Donnerstein [2015] EWHC 3357 (Ch) όπου το Δικαστήριο εντόπισε ότι η αγωγή στο Ισραήλ για την οποία καλείτο να εκδώσει βοηθητικό διάταγμα, δεν περιλάμβανε συγκεκριμένες λεπτομέρειες και το αιτητικό που χρειάζονταν ώστε να υποστηριχθεί ότι υπήρχε νομικό έρεισμα για την έκδοση του διατάγματος και ως εκ τούτου δεν το εξέδωσε.

 

          Μελετήσαμε με προσοχή την εν λόγω απόφαση, αν και δεν είναι δεσμευτική. Δεν διαπιστώσαμε με αυτήν να διατυπώνεται νομική αρχή ως προς την αναγκαιότητα όπως το Δικαστήριο ενσκήψει σε όλες τις διαδικασίες όπως η υπό κρίση, στα δικόγραφα που καταχωρίστηκαν στην αλλοδαπή δικαιοδοσία.

 

          Είμαστε της άποψης ότι το κατά πόσο υπάρχει ικανή μαρτυρία ώστε να μπορεί να στηριχθεί το Δικαστήριο ως προς την πλήρωση των προϋποθέσεων για την έκδοση βοηθητικών διαταγμάτων, εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Εν προκειμένω, συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι είχε ενώπιον του αρκούντος ικανοποιητικό υλικό για το περιεχόμενο της αγωγής στο Λουξεμβούργο, κυρίως, κατά την άποψή μας, στη γνωμάτευση του δικηγόρου που τη συνέταξε και καταχώρισε εκεί. Παρατηρούμε από μελέτη της εν λόγω γνωμάτευσης ότι πράγματι, η βάση της αγωγής εναντίον των Εφεσειόντων επεξηγείται σε αυτήν επαρκώς και δεν ελλείπει οποιοδήποτε στοιχείο απαιτείται για την πλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης του ως άνω Άρθρου 32.

 

          Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

          Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι πληρείτο η δεύτερη προϋπόθεση του ως άνω Άρθρου 32 όσον αφορά το σοβαρό ενδεχόμενο επιτυχίας της απαίτησης του Εφεσιβλήτου στο Λουξεμβούργο.

 

          Είναι χρήσιμο να αναφέρουμε ότι μετά την καταχώριση της ένστασης των Εφεσειόντων και την ακρόαση της αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφοροποίησε το εκδοθέν μονομερώς διάταγμα εναντίον των Εφεσειόντων μειώνοντας την παγοποίηση σε μικρότερο ποσόν, περιορίζοντας δηλαδή το διάταγμα μόνο σε σχέση με μέρος της βάσης αγωγής στο Λουξεμβούργο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με την Εφεσείουσα 1, κατέληξε ότι ο Εφεσίβλητος κατέδειξε ορατή πιθανότητα να καταδείξει στο τέλος ότι υπήρξε απόσπαση και διασκορπισμός περιουσιακών στοιχείων της Aegean και συγκεκριμένα ποσού $ 6.276.240.

 

          Σε σχέση με τον Εφεσείοντα 2 το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την κατ' ισχυρισμό εμπλοκή του στην είσπραξη από την Εφεσείουσα 1 του πιο πάνω ποσού των $6.276.240, υπό την ιδιότητα του ως ιδιοκτήτης και ιθύνων νους αυτής.

 

          Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων επικαλείται αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις ισχυριζόμενες από τον Εφεσίβλητο σχέσεις των διαδίκων και στο όλο ισχυριζόμενο πλέγμα των συναλλαγών που είτε αποτελούν το αντικείμενο της αγωγής στο Λουξεμβούργο, είτε αποτελούν ισχυρισμούς του Εφεσιβλήτου άσχετους με την αγωγή στο Λουξεμβούργο, για να υποστηρίξει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά τους ισχυρισμούς του Εφεσιβλήτου και ότι παραπλανήθηκε από αυτές με αποτέλεσμα να προβεί σε εσφαλμένη κατάληξη.

 

          Κατανοούμε το επιχείρημα του συνηγόρου του Εφεσείοντα, παρατηρούμε όμως ότι εν τέλει με την παρούσα έφεση, το υπό κρίση   συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εναντίον των Εφεσειόντων, περιορισμένο δηλαδή στο πιο πάνω ποσό των $6.276.240, δεν στηρίχθηκε στις αναφορές του περί της ευρύτερης δράσης των άλλων Καθ' ων η αίτηση και στις μεταξύ τους σχέσεις. Είμαστε της άποψης  ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε για την ορατή επιτυχία της αγωγής στο Λουξεμβούργο, σε σχέση με την απόσπαση και διασκορπισμό του ως άνω ποσού, εξετάζοντας την αξίωση ως αυτοτελή, χωρίς δηλαδή να επηρεασθεί από τους ισχυρισμούς του Εφεσιβλήτου που την κατατάσσαν ως μέρος μιας ευρύτερης απάτης που διενεργήθηκε από διάφορους Καθ' ων. Παραπέμπουμε ενδεικτικά στη ρητή αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην πληρωμή του πιο πάνω ποσού και στην κατάληξή του πως «Συνεπώς η πιθανότητα επιτυχίας για τους Καθ' ων 1 και 4 περιορίζεται στην πιο πάνω πληρωμή Επομένως, δεν διαπιστώνουμε παραπλάνηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου λόγω των αναφορών του στις άλλες ισχυριζόμενες δραστηριότητες των άλλων διαδίκων, όπως εισηγούνται οι Εφεσείοντες.

 

          Προς επιπλέον υποστήριξη του δεύτερου λόγου έφεσης, οι Εφεσείοντες εισηγούνται ότι με βάση τα όσα υποστηρίχθηκαν με τις ένορκες δηλώσεις που συνοδεύουν την ένσταση τους και τα τεκμήρια, η ισχυριζόμενη απόσπαση του εν λόγω ποσού δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθότι αποτελούσε αποπληρωμή δανείου της Εφεσείουσας 1 προς την Aegean. Εν συντομία σημειώνουμε ότι από το μαρτυρικό υλικό προκύπτουν ισχυρισμοί ότι η Εφεσείουσα 1 δάνεισε μερικούς μήνες πριν την καταβολή του επίδικου ποσού στην Aegean, μεγαλύτερο ποσό, ήτοι περίπου $6.5 εκ., στη βάση προφορικών συμφωνιών εν όψει και της συγγενικής σχέσης των μετόχων των εταιρειών, την όλη συνεργασία τους, και τις έκτακτες ανάγκες των εταιρειών για ρευστότητα του ομίλου Aegean, λόγω της φύσης της επιχείρησης τροφοδοσίας πλοίων με καύσιμα. Η μεταφορά δε του επίδικου ποσού προς την Εφεσείουσα 1 τμηματικά με τρία εμβάσματα, αποτελούσε την αποπληρωμή του εν λόγω δανείου και δεν ήταν απόσπαση ή διασκορπισμός.  

 

          Προς απάντηση των πιο πάνω, με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του ο Εφεσίβλητος, δήλωσε σχετικά, ότι αφενός δεν υποβλήθηκαν έγγραφα όπου να καταγράφονται οι όροι των ισχυριζόμενων δανείων ούτε και έγγραφα που να συνδέουν τη πληρωμή του ποσού αυτού από την Aegean στην Εφεσείουσα 1 με την αποπληρωμή του ισχυριζόμενου δανείου και αφετέρου, το ισχυριζόμενο δάνειο ήταν για περίπου $6.5 εκ. ενώ η επίδικη πληρωμή ήταν για ποσό μικρότερο από το ισχυριζόμενο δάνειο.  Εν όψει τούτων, επέμεινε στη θέση του ότι υπήρχε καλή συζητήσιμη υπόθεση εναντίον των Εφεσειόντων για την επανάκτηση του εν λόγω ποσού.  

 

      Υπενθυμίζουμε συναφώς, στο πλαίσιο της εξέτασης της δεύτερης προϋπόθεσης του ως άνω Άρθρου 32 ότι δεν αναμένεται από το Δικαστήριο να αποφασίσει επί αμφισβητουμένων γεγονότων. Δεν παραβλέπουμε ότι αυτό δεν σημαίνει πως η προβολή και μόνο ενός ισχυρισμού θα θεωρηθεί αρκετή. Η διακρίβωση της πιθανότητας επιτυχίας γίνεται με βάση το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης όπως προκύπτει από το υλικό που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων και τεκμηρίων.  Είμαστε της άποψης ότι οι πιο πάνω αναφερόμενοι λόγοι για τους οποίους επέμενε στη θέση του ο Εφεσίβλητος δεν είναι σε τέτοιο βαθμό γενικοί και αόριστοι που να δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι η απαίτηση του Εφεσίβλητου για το εν λόγω ποσόν δεν πληροί την δεύτερη προϋπόθεση του εν λόγω Άρθρου 32.  

 

      Υπενθυμίζουμε ότι το Δικαστήριο σε διαδικασία προσωρινού παρεμπίπτοντος διατάγματος δεν αποφασίζει την ουσία της υπόθεσης και πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα, αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Επισημαίνουμε επίσης την καλά γνωστή αρχή ότι το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας ούτε οδηγείται σε εξαγωγή συμπερασμάτων αξιοπιστίας γιατί αυτό είναι κάτι που θα συμβεί κατά το στάδιο της δίκης (Jonitexo Ltd v. Adidas (1983) 1 CLR 263, Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 ΑΑΔ 248, Molvi Estates Ltd v. Λ. Κίμωνος, Πολ. Εφ. Ε193/12 ημερ. 9.5.2023).

          

          Επίσης τονίζουμε ότι σε αιτήσεις στη βάση του Άρθρου 35 του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012, το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να αποφασίζει τελεσίδικα επί των εγειρόμενων θεμάτων, βλ. Trafalgar Developments Ltd κ.ά. v. Uralchem Holdings P.L.G. κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 331/2017, 21/2/2019.

 

          Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, χωρίς βέβαια να αποφασίζουμε την ουσία του θέματος, είμαστε της άποψης ότι αν όντως γίνουν δεκτές οι θέσεις του Εφεσιβλήτου ότι τα εν λόγω ποσά λήφθηκαν χωρίς να ευσταθεί η θέση των Εφεσειόντων περί αποπληρωμής δανείου, τότε θα έχει πιθανότητα να επιτύχει στην αγωγή του στο Λουξεμβούργο και ως εκ τούτου ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι πληρείται η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32. Ο δεύτερος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

          Στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητο να τονίσουμε ότι τα πιο πάνω συμπεράσματα μας, αφορούν την ενώπιον μας απόφαση η οποία δόθηκε στο πλαίσιο της ενδιάμεσης διαδικασίας και στηρίζονται αποκλειστικά στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων και τεκμηρίων που είχαμε ενώπιον μας. Σε καμία περίπτωση δεν προκρίνουν το αποτέλεσμα των διαδικασιών στο Λουξεμβούργο.

 

          Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι πληρείται η τρίτη προϋπόθεση του Άρθρου 32. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων με την αγόρευσή του εστιάστηκε στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που συνόδευαν την ένσταση κυρίως ως προς την οικονομική ευρωστία των Εφεσειόντων, το ότι ο Εφεσείοντας 2 είναι μόνιμος κάτοικος της Ελλάδας, χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι η Εφεσείουσα 1 υπόκειται στο Λουξεμβούργο σε αυστηρούς εποπτικούς ελέγχους. Θεωρεί ότι όλοι οι ως άνω παράγοντες θα έπρεπε να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε εν προκειμένω κίνδυνος αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων των Εφεσειόντων, ώστε να υπάρχει πραγματικός κίνδυνος τυχούσα απόφαση εναντίον τους να μην εκτελεστεί.

 

          Παραθέτει επίσης αποσπάσματα από το σύγγραμμα Commercial Injunctions, Stephen Gee, 6η έκδοση, σελ.406, στο οποίο παρατίθενται οι παράγοντες οι οποίοι μπορεί να είναι σχετικοί με το κατά πόσον υπάρχει πραγματικός κίνδυνος η απόφαση να μην εκτελεστεί.

 

          Παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα όσα αναφέρονται στο εν λόγω σύγγραμμα και σημείωσε μάλιστα ότι αναφέρεται σε αυτό ότι εφόσον κάθε υπόθεση εξαρτάται από τα δικά της περιστατικά, είναι αδύνατο να τεθούν γενικοί καθοδηγητικοί κανόνες, θέση την οποία συμμεριζόμαστε.

 

         

          Στην Shishkarev v. Lanuria, Πολ. Εφ. Ε385/16 ημερ. 7.6.2018, διευκρινίστηκε ότι ως προς τον βαθμό ικανοποίησης της τρίτης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 «είναι αρκετό να διαπιστωθεί ότι υπάρχει «πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου (hindered) στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος.», (βλ. Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782, απόφαση Πική, Δ., ως ήταν τότε, στη σελίδα 785).»

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο εν προκειμένω έλαβε υπόψη ότι η εκδοχή του Εφεσιβλήτου όσον αφορά τα γεγονότα της αγωγής στο Λουξεμβούργο, για την οποία το ίδιο έκρινε πως ήταν ορατή η πιθανότητα επιτυχίας, περιλαμβάνει ισχυρισμούς για απόσπαση και διασκορπισμό περιουσιακών στοιχείων, συμπεριφορά που θεώρησε ότι εμπεριέχει και στοιχειοθετεί τη δυνατότητα επανάληψης της στο μέλλον.  Θεωρούμε ότι η πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτελεί μια διαπίστωση πιθανότητας παρεμβολής εμποδίου στην ικανοποίηση απόφασης, όπως αναφέρθηκε στην Shishkarev  ανωτέρω, και ως εκ τούτου δεν χωρεί επέμβασή μας.

 

          Εν όψει των πιο πάνω ο τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

          Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο Εφεσίβλητος ο οποίος ήταν ο ομνύων την ένορκη δήλωση που συνόδευε την μονομερή επίδικη αίτηση, ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί σε αυτή.

 

          Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων υποστηρίζει ότι αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα μίας ένορκης δήλωσης η αναφορά του ομνύοντα ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί σε αυτή, δήλωση που εν προκειμένω δεν περιελάβανε η εν λόγω ένορκη δήλωση. Παραπέμπει στην Χριστάκη Σύγγελου v. Πανίκου Λοΐζου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε120/2013, 21/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:A480 ως σχετική με το ζήτημα απόφαση. Μελετήσαμε την πιο πάνω απόφαση, όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εκεί ενόρκως δηλών συμμορφούμενος με τις πρόνοιες της Δ.39, θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, ανέφερε τις πηγές της γνώσης του και ότι ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση. Το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε ότι η δήλωση του ομνύσαντα ότι ήταν «δεόντως εξουσιοδοτημένος» ήταν αρκετή να θεμελιώσει την εξουσιοδότηση του να προβεί στην ένορκη δήλωση, και θεώρησε τη λέξη «δεόντως» υποδηλούσα την τήρηση των αναγκαίων ως προς την κατοχή εξουσιοδότησης του από τον εφεσείοντα. Όμως, παρατηρούμε ότι το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης δεν υποστηρίζει τη θέση των Εφεσειόντων περί ακυρότητας της υπό κρίση ένορκης δήλωσης στην παρούσα υπόθεση. Μελέτη της Διαταγής 39 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεικνύει ότι δεν απαιτείται βάσει αυτής η συμπερίληψη της φράσης, «δεόντως εξουσιοδοτημένος», στο σώμα της ένορκης δήλωσης.

 

          Επίσης ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων μας παρέπεμψε αναφορικά με την εγκυρότητα ένορκης δήλωσης στην απόφαση ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ SFERTOS CONSULTING & SERVICES LTD, Πολιτική Αίτηση Αρ. 25/2020, 3/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:D81 όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Παρατηρείται ότι η ένορκη δήλωση ημερ.31.1.2020 δεν φαίνεται να συνιστά ένορκη δήλωση σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Όρκων Νόμου, Κεφ.18 ώστε να ήταν δυνατό να παρουσιαστεί για σκοπούς στήριξης αίτησης για την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων

 

          Μελέτη του Άρθρου 3 του περί Όρκων Νόμου, Κεφ. 18, δεικνύει ότι ούτε εκεί προβλέπεται υποχρέωση όπως η ένορκη δήλωση περιέχει δήλωση περί εξουσιοδότησης.

 

          Συνεπώς, θεωρούμε άστοχες τις παραπομπές του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων στην πιο πάνω νομολογία προς υποστήριξη της θέσης του περί ακυρότητας της ένορκης δήλωσης του Εφεσιβλήτου.

 

          Διαφωνούμε επίσης με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εφεσειόντων ότι από την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, προκύπτει ότι ο εν λόγω ομνύων όντως δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος. Κρίνουμε ότι η πιο κάτω επί του σημείου  κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και επαρκώς αιτιολογημένη:

 

«5.1.   Εξουσιοδότηση Αιτητή

 

Η ως άνω Συμφωνία για την ίδρυση του Trust υπεγράφη στις 3.4.19 μεταξύ της ΑΜΡΝΙ αφενός και του Αιτητή αφετέρου με την οποία διορίστηκε ως εμπιστευματοδόχος, αναλαμβάνοντας να ενεργεί υπό τις οδηγίες του Συμβουλίου («.shall serve at the direction of the Litigation Trust Advisory Board» με βασικό του καθήκον την όσο το δυνατό συντομότερη επίλυση όλων των αξιώσεων («.shall be obligated to make continuing reasonable efforts to timely resolve all claims.») και να δρα προς το βέλτιστο συμφέρον του Trust («.shall act in the best interests of the Litigation Trust .») [άρθρα II2.1,2.5 και IV4.1].

 

Ειδικότερα ως προς το ζήτημα της εξουσιοδότησης, έχω την άποψη πως όντως η εξουσία του Αιτητή να προωθήσει την παρούσα δεν μπορεί να αμφισβητείται κυρίως ενόψει της πρόνοιας IV4.3(α) της Συμφωνίας που προνοεί ότι «[S]ubject to the provisions and direction by the Litigation Trust Advisory Board, the Litigation Trustee shall prosecute, pursue, compromise, settle, or abandon and all Litigation Claims that have not already been resolved.» (Τεκμήριο 2 αρχικής έ.δ.). Τέτοια οδηγία (direction) εμπεριέχεται και προκύπτει από τα πρακτικά του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου (Trust Advisory Board) ημερ. 30.7.19 τα οποία επισύναψε στη σ.έ.δ. του ο Αιτητής, επιβεβαιώνοντας ότι έχει την εξουσιοδότηση για έγερση των διαδικασιών τις οποίες ήγειρε. Κατά τη γνώμη μου αυτό περιλαμβάνει και τη διενέργεια οποιωνδήποτε περαιτέρω αναγκαίων πράξεων προς ευόδωση του βασικού στόχου και μεταξύ αυτών την εξουσιοδότηση προς υπογραφή της αναγκαίας εγγύησης (κάτι το οποίο προνοείται και στο άρθρο 148 του ημεδαπού περί Συμβάσεων Νόμου)

 

Παραπέμπουμε σχετικά στην TBF (Cyprus) Ltd και Άλλοι v. Εμπορικής Μελετών Σχεδιασμού και Επιχειρηματικού Κεφαλαίου Ανώνυμης Εταιρείας και Άλλων (2003) 1ΑΑΔ 459, όπου αποφασίστηκε ότι «το γεγονός πως δεν αναφέρεται ότι ο ενόρκως δηλών είναι εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση, αποτελεί μια απλή παρατυπία, αφού ο ενόρκως δηλών είναι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο των συνηγόρων των αιτητών και έχει στην κατοχή του το φάκελο της υπόθεσης». Κατ' αναλογία θεωρούμε ότι στην παρούσα υπόθεση εκ της θέσεως του ενόρκως δηλούντος και των πιο πάνω εγγράφων στα οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο προκύπτει ότι αυτός διέθετε εξουσιοδότηση να προβεί στην ένορκη δήλωση.

 

          Εν όψει των πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

          Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι συνέτρεχε το στοιχείο του κατεπείγοντος στην έκδοση του διατάγματος.

 

          Υποστηρίζεται συναφώς ότι ο Εφεσίβλητος επέλεξε να καταχωρίσει την επίδικη αίτηση 13 μήνες μετά από την ημερομηνία κατά την οποία έγιναν γνωστά στο κοινό, κάποια από τα ισχυριζόμενα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αγωγή στο Λουξεμβούργο. Επίσης, σύμφωνα με νομική γνωμάτευση Αμερικανού δικηγόρου που κατατέθηκε πρωτοδίκως από τους Εφεσείοντες, δεν ήταν απαραίτητο βάσει του εφαρμοστέου δικαίου όπως ο Εφεσίβλητος διοριστεί ως εμπιστευματοδόχος ώστε να εκπροσωπεί τους μετόχους στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης της εταιρείας AMPNI και να κινήσει ως έπραξε τις δικαστικές διαδικασίες για τις επίδικες διαφορές. Θα μπορούσαν να το πράξουν απευθείας οι ίδιοι οι μέτοχοι νωρίτερα.

 

          Κατ' αρχάς να σημειωθεί ότι τα προκαταρκτικά αποτελέσματα έρευνας που αφορούσαν τα επίδικα γεγονότα, ανακοινώθηκαν 8 μήνες πριν την καταχώριση της αίτησης. Δεύτερον, η όλη υπόθεση κυρίως εναντίον των άλλων συνεναγομένων στην αγωγή του Λουξεμβούργου είναι πολύπλοκη με πολλά εμπλεκόμενα πρόσωπα σε διαφορετικές δικαιοδοσίες. Η μελέτη, ετοιμασία και ο συντονισμός για την παρούσα υπόθεση, εύλογα απαιτούσε τον χρόνο που παρήλθε. Τρίτο, το ιστορικό των γεγονότων ήταν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου όταν εξέδωσε το διάταγμα μονομερώς και θεωρούμε ότι δεν παραπλανήθηκε όσον αφορά το σημείο της καθυστέρησης ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας (βλ.  Commerzbank v. Aedona Holdings Ltd, Πολ. Έφ. Ε6/14, ημερ. 27.2.15).

 

          Ο έκτος λόγος έφεσης δεν προωθήθηκε ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

          Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε εσφαλμένα το Άρθρο 35 του Κανονισμού           ΕΕ 1215/2012. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων με την αγόρευσή του εστιάστηκε στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε το σκεπτικό των αγγλικών αποφάσεων Credit Suisse Fides Trust SA v. Cuoghi [1998] QB 818, [1997] 3 W.L.R. 971, Refco Inc. and Another v. Eastern Trading Co. [1999] 1 Lloyd's Rep 159 Motorola Credit Corporation v. Uzan [2003] EWCA 753 και Yossifoff, ανωτέρω. Υποστηρίζει ότι το σκεπτικό των Motorola και Refco, υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Αναθεωρητική Έφεση στην αγωγή Ναυτοδικείου Αρ.9/2021 GRANDEST SHIPPING COMPANY LIMITED v. ΤΟ ΠΛΟΙΟ MARVIN INDEPENDENCE, ημερομηνίας 28/1/2022. Υποστήριξε σθεναρά ενώπιον μας ότι ο παρών λόγος έφεσης είναι καθοριστικής σημασίας και θα πρέπει να επιτύχει με αποτέλεσμα να πετύχει και η έφεση.

 

          Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, με βάση την πιο πάνω αγγλική νομολογία, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ικανοποιηθεί ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32, ήταν απαραίτητο να εξετάσει και αποφασίσει επιπλέον και κατά πόσο υπήρχαν λόγοι για τους οποίους η έκδοση των διαταγμάτων ήταν απρόσφορη («inexpedient»).  Υποστηρίζει ότι εφόσον είχε υποδειχθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου είχε ακυρώσει ασφαλιστικά μέτρα εναντίον των Εφεσειόντων, όφειλε να λάβει υπόψη το γεγονός αυτό και να καταλήξει ότι η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ήταν απρόσφορη (inexpedient), όπως ο όρος αυτός ερμηνεύτηκε στις πιο πάνω αποφάσεις.

 

          Για να γίνει κατανοητή η προσέγγιση της αγγλικής νομολογίας, είναι απαραίτητο όπως παραθέσουμε το νομοθετικό πλαίσιο στην Αγγλία σχετικά με τη δικαιοδοσία των αγγλικών δικαστηρίων να εκδίδουν διατάγματα προς υποβοήθηση αλλοδαπών διαδικασιών. Σε περιπτώσεις όπου δεν έχει καταχωριστεί στη Μεγάλη Βρετανία (Αγγλία, Ουαλία και Β. Ιρλανδία), διαδικασία για την εκδίκαση της ουσίας μιας υπόθεσης, βάσει του Άρθρου 25 του Civil Jurisdiction and Judgments Act 1982, το High Court αναλαμβάνει δικαιοδοσία να διατάζει προσωρινή θεραπεία προς υποβοήθηση διαδικασιών που καταχωρίστηκαν ή πρόκειται να καταχωριστούν σε χώρες που δεσμεύονται από σειρά Διεθνών Συμβάσεων που κατονομάζονται στο εν λόγω Άρθρο 25, συμπεριλαμβανομένου, για ένα χρονικό διάστημα και του επίδικου Κανονισμού ΕΕ 1215/2012. Το εν λόγω Άρθρο 25 προβλέπει στο εδάφιο (2) αυτού και τα εξής:

 

 «(2) On an application for any interim relief under subsection (1) the court may refuse to grant that relief if, in the opinion of the court, the fact that the court has no jurisdiction apart from this section in relation to the subject-matter of the proceedings in question makes it inexpedient for the court to grant it.»

 

          (Η υπογράμμιση έγινε από το Δικαστήριο)

 

          Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων μας παρέπεμψε σχετικά, σε dicta στην Refco, ανωτέρω, όπου αποφασίστηκε ότι, εφόσον το Δικαστήριο της χώρας, η υποβοήθηση του οποίου αιτείτο με την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων στην Αγγλία, είχε απορρίψει αίτημα για έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, το να υποβοηθηθούν οι αιτητές με το να τους εκδοθούν τα διατάγματα στην Αγγλία όπου θα τους προσφερόταν χαμηλότερο μέτρο απόδειξης (standard of proof), ήταν εκτός του σκοπού του Άρθρου 25 του Civil Jurisdiction and Judgments Act 1982 και ως εκ τούτου απρόσφορο (inexpedient).

 

          Κατ' αρχάς τονίζουμε ότι η αγγλική νομολογία που επικαλούνται οι Εφεσείοντες δεν υποστηρίζει την θέση τους ότι ήταν εν προκειμένω απρόσφορη η έκδοση των διαταγμάτων, εν τη εννοία της εν λόγω νομολογίας. Στην παρούσα υπόθεση, είναι κοινώς αποδεκτό, ότι ο λόγος που το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου απέρριψε τα ασφαλιστικά μέτρα δεν είναι επειδή οι Αιτητές δεν προσκόμισαν ικανή μαρτυρία όπως απαιτείται από το επίπεδο απόδειξης βάσει του δικαίου του Λουξεμβούργου (standard of proof).  Τα διατάγματα απορρίφθηκαν για τον λόγο ότι βάσει του δικαίου του Λουξεμβούργο δεν υπάρχει δικαιοδοσία για έκδοση διαταγμάτων τύπου mareva σε αγωγές με τη νομική βάση της επίδικης αγωγής, ήτοι στη βάση αστικών αδικημάτων και/ή στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

 

          Ούτε συμφωνούμε ότι ο λόγος που δεν εκδόθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα στο Λουξεμβούργο, είναι επειδή θέτουν «πολύ ψηλά τον πήχη» όπως υποστηρίζουν οι Εφεσείοντες. Η εν λόγω περιγραφή δεν αποδίδει το νομικό πλαίσιο εξ αιτίας του οποίου δεν εκδίδονται ασφαλιστικά μέτρα τύπου mareva σε υποθέσεις όπως η παρούσα στο Λουξεμβούργο, ζήτημα καίριο για την εφαρμογή της αγγλικής νομολογίας που επικαλούνται οι Εφεσείοντες.

 

          Στο σύγγραμμα Commercial Injunctions, Stephen Gee, ανωτέρω, σελ. 201, επεξηγείται το σκεπτικό των πιο πάνω αγγλικών αποφάσεων ως ακολούθως:

 

«Thus if the primary court will not grant relief because the assets are situated outside of its territorial jurisdiction, this may provide good reason for the English court acting in support of the primary court. On the other hand, if the reason is because the primary court applies a higher threshold test for the strength of the case that has to be shown to justify such relief, then the English court should take into account that it is undesirable for the claimant to shop for another forum».

 

          Στην παρούσα υπόθεση δεν τίθεται θέμα υψηλότερου πήχη όσον αφορά το πόσο δυνατή επί της ουσίας είναι η υπόθεση του Εφεσιβλήτου. Το ζήτημα είναι διαφορετικό: Τα επίδικα διατάγματα δεν αποτελούν διαθέσιμη θεραπεία βάσει του δικαίου του Λουξεμβούργου. Τονίζουμε ότι στην αγγλική Credit Suisse, ανωτέρω, αποφασίστηκε ότι στην χώρα όπου εκκρεμούσε η διαδικασία προς υποβοήθηση της οποίας αιτείτο η έκδοση διατάγματος mareva στην Αγγλία, η θεραπεία αυτή δεν ήταν διαθέσιμη, όμως το γεγονός αυτό δεν καθιστούσε την έκδοση διατάγματος mareva στην Αγγλία απρόσφορη (inexpedient).  Σημειώνουμε σχετικά ότι στο σύγγραμμα Private International Law, Chesire, North & Fawcett, 19η έκδοση, Oxford University Press, σελ. 307 με παραπομπή στην Credit Suisse, ανωτέρω, αναφέρεται: «Relief is not limited to remedies which could be granted by the court trying the substantive dispute».

 

          Είμαστε επομένως της άποψης ότι το σκεπτικό της Credit Suisse, ανωτέρω, εφαρμοζόμενο στα γεγονότα της παρούσας, οδηγεί παρομοίως στο συμπέρασμα ότι εν προκειμένω η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων δεν ήταν απρόσφορη (inexpedient).

 

          Περαιτέρω, θεωρούμε ότι η έκδοση των διαταγμάτων δεν ήταν απρόσφορη εφόσον δεν δημιουργεί οποιοδήποτε από τα μη επιθυμητά αποτελέσματα που αναφέρονται στις Credit Suisse, και Motorola ανωτέρω, όπως π.χ. η έκδοση συγκρουόμενων ή αντιφατικών διαταγμάτων, ή η ενθάρρυνση του forum shopping που επισημαίνεται ως ανεπιθύμητο αποτέλεσμα στο σύγγραμμα Commercial Injunctions, Stephen Gee, σελ. 201, ανωτέρω.

 

          Να σημειωθεί επίσης ότι στην Grandest, ανωτέρω, την οποία επικαλούνται οι Εφεσείοντες προς υποστήριξη της θέσης τους, κρίθηκε ότι δεν θα ήταν πρόσφορη η έκδοση από το κυπριακό Δικαστήριο του αιτούμενου διατάγματος σύλληψης πλοίου, επειδή το δικαστήριο της χώρας όπου εκκρεμούσε η διαδικασία προς υποβοήθηση της οποίας αιτείτο η σύλληψη, απέρριψε όμοιο αίτημα, επειδή το έκρινε αδικαιολόγητο επί της ουσίας. Οπότε, η Grandest διαφοροποιείται επί των γεγονότων από την παρούσα και δεν υποστηρίζει τη θέση των Εφεσειόντων.

 

          Τέλος σημειώνουμε ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων υποστήριξε ενώπιον μας, πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι απορρίφθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα στο Λουξεμβούργο και δεν προέβη σε κρίση αναφορικά με το κατά πόσο εν όψει τούτου, η έκδοση των διαταγμάτων θα ήταν απρόσφορη (inexpedient) βάσει της πιο πάνω αγγλικής νομολογίας. Παρατηρούμε ότι αντιθέτως με την πιο πάνω εισήγηση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε σχετική κρίση επί τούτου, αν και δεν έκανε στο σχετικό σημείο ρητή αναφορά στην πιο πάνω νομολογία την ουσία της οποίας όμως είχε παραθέσει αυτολεξεί σε άλλο σημείο της απόφασής του και σαφώς είχε υπόψη του. Συγκεκριμένα, στο σημείο της απόφασης όπου παρέθεσε το νομικό πλαίσιο για την έκδοση διαταγμάτων υποβοήθησης στη βάση του Άρθρου 35 του Κανονισμού ΕΕ 1215/2012, παρέθεσε το σχετικό με το ζήτημα απόσπασμα από την Credit Suisse, ανωτέρω.

 

          Παραθέτουμε το απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπου προκύπτει ότι έλαβε υπόψη του το γεγονός ότι είχαν απορριφθεί τα ασφαλιστικά μέτρα στο Λουξεμβούργο:

 

«Οι όποιες αρχικές διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων (saisie arret) στο Λουξεμβούργο αφορούσαν αποκλειστικά περιορισμένα περιουσιακά στοιχεία εντός Λουξεμβούργου ενώ η παρούσα σε σχέση με τους Εναγόμενους Λουξεμβούργου (δηλαδή τους Καθ' ων 1-4) αφορά μόνον περιουσία τους εντός Κύπρου. Το σημαντικότερο όμως είναι πως όλοι συμφωνούν ότι το Λουξεμβουργιανό δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις για μέτρα και στις δύο διαδικασίες, στις 6.8.19, δηλαδή προ της ακρόασης και έκδοσης των διαταγμάτων στην παρούσα (7.8.19). Ούτως ή άλλως όμως υπήρξε ενημέρωση του ημεδαπού δικαστηρίου μέσω σχετικής δήλωσης δικηγόρου και ήταν κάτι το οποίο μπορούσε το δικαστήριο να χειριστεί αναλόγως της δικής του κρίσης στη βάση και των όσων αναφέρονται στη Rybolovlev κ.ά. ν. Rybolovleva (2010) 1(Α) Α.Α.Δ.82 περί της δυνατότητας του Δικαστηρίου να ζητήσει πληροφόρηση ή να προβληματιστεί ή ακόμα και να αναμένει την έκβαση αλλοδαπών διαδικασιών. Οι δε λόγοι απόρριψης των διαταγμάτων αφορούσαν τη δικαιοδοτική βάση χορήγησης συντηρητικών μέτρων στο Λουξεμβούργο (ήτοι μόνο για εκκαθαρισμένη αξίωση), στοιχείο το οποίο δεν αλλοιώνει ή επηρεάζει την αντίστοιχη εξουσία των ημεδαπών δικαστηρίων, ιδιαίτερα μάλιστα για περιουσία ευρισκόμενη εντός δικαιοδοσίας. Όσον αφορά τους κανόνες που εφαρμόζει το κάθε δικαστήριο κατά την εξέταση αίτησης βάσει του ΕΚ1215/12 έχει γίνει προηγουμένως αναφορά.

 

Ούτε η ύπαρξη των μέτρων (saisie arret) από 2.8.19 προς τις δύο τράπεζες (EFG και Eurobank) θεωρώ πως θα επηρέαζε το Δικαστήριο αφού αυτά ήταν βασικά ειδοποιήσεις δέσμευσης (όχι δικαστικά διατάγματα) για πολύ μικρότερο ποσό από ό,τι στην παρούσα, δεν είχαν ακόμα επιδοθεί για σκοπούς επικύρωσης και (όπως αναφέρει και η Καθ' ης 1) ο Αιτητής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν είχαν προοπτική επιτυχίας και ότι είχε πρόθεση να τα αποσύρει, πράγμα το οποίο και όντως έπραξε στις 14.8.19»

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

          Εν όψει των πιο πάνω ο έβδομος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

          Με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε το κατά πόσο ο Εφεσίβλητος ήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.

 

          Προβάλλεται ότι πέραν του λόγου ένστασης που αφορούσε την απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων, εγέρθηκε με ξεχωριστό λόγο ένστασης ότι ο δικηγόρος του Εφεσιβλήτου στις 7/8/2019, όταν εμφανίστηκε μονομερώς ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οπότε και εκδόθηκαν μονομερώς τα διατάγματα, σκόπιμα παραπλάνησε το Δικαστήριο εφόσον με τη δήλωση του έδωσε μια εσφαλμένη εικόνα των διαδικασιών που έλαβαν χώρα στο Λουξεμβούργο, αναφορικά με τα εκεί αιτηθέντα ασφαλιστικά μέτρα.

 

          Είμαστε της άποψης ότι η αναφορά στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο ζήτημα της δήλωσης του εν λόγω δικηγόρου, στο πλαίσιο της ανάλυσης του με τίτλο «καθήκον αποκάλυψης», δεν σημαίνει ότι δεν προέβη εν τέλει σε κρίση αναφορικά με τον πιο πάνω λόγο ένστασης που αφορά τα καθαρά χέρια. Είναι σημαντικό ότι στο απόσπασμα από την Commerzbank Auslandsbanken, ανωτέρω, το οποίο παρέθεσε, αναφέρεται ρητώς και το ότι ο αιτητής υποχρεούται να ενεργήσει με καλή πίστη. Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο λόγος ένστασης που αφορούσε την μη αποκάλυψη δεν ευσταθούσε, θεωρούμε ότι εννοείται ότι δεν ευσταθούσε και ο λόγος που αφορούσε την κακή πίστη, δεδομένου ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η επίδικη δήλωση του εν λόγω δικηγόρου ήταν επαρκής και διαπίστωσε οτιδήποτε μεμπτό σε σχέση με αυτή.

 

          Εν πάση περιπτώσει, δεν διαπιστώνουμε από τα ενώπιον μας στοιχεία ότι υπήρξε στην παρούσα, παράβαση της αρχής για τα καθαρά χέρια, βλ. για τις σχετικές αρχές, INVESTAR SPC LTD v. INVESTAR INVESTMENTS LTD, Πολιτική Έφεση αρ. Ε50/21, 15/2/2024).

 

          Συνεπώς, ο όγδοος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

          Με τον ένατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας γέρνει προς όφελος του Εφεσιβλήτου. Υποστηρίζεται ότι δεν λήφθηκαν υπόψη το ζήτημα της καθυστέρησης, το ζήτημα του ότι η έκδοση του διατάγματος ήταν απρόσφορη (inexpedient), το ζήτημα της παράβασης της αρχής για τα καθαρά χέρια. Με τον δέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια για τους ίδιους λόγους. Τα εν λόγω ζητήματα εξετάστηκαν με τους πιο πάνω λόγους έφεσης οι οποίοι απορρίφθηκαν. Συνεπώς, δεν θα μπορούσαν να συνυπολογιστούν προς όφελος των Εφεσειόντων ούτε στο πλαίσιο της εξέτασης του ισοζυγίου της ευχέρειας. Συνεπώς, οι λόγοι έφεσης εννέα και δέκα δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

 

 

          Με τον ενδέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι με βάση obiter dictum στην Credit Suisse, ανωτέρω, τo οποίo υιοθετήθηκε και πάλι υπό μορφή obiter στην Refco, ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκδωσε διατάγματα αποκάλυψης εναντίον των Εφεσειόντων δεδομένου ότι δεν κατοικούν στην Κύπρο. Στις εν λόγω αποφάσεις λέχθηκε ότι τα καταλληλότερα δικαστήρια για την έκδοση προστατευτικών διαταγμάτων είναι τα δικαστήρια που έχουν τη δυνατότητα να καταστήσουν τα διατάγματα αποτελεσματικά. Ενώ κατάλληλα για την έκδοση διαταγμάτων παγοποίησης είναι τα δικαστήρια της χώρας όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία, αναφορικά δε με in personam διατάγματα, περιλαμβανομένων και διαταγμάτων αποκάλυψης, κατάλληλα είναι τα δικαστήρια της χώρας διαμονής των Καθ' ων.

 

          Παρατηρούμε ότι εν προκειμένω πρόκειται περί διαταγμάτων αποκάλυψης που εκδόθηκαν προς υποβοήθηση των εκδοθέντων διαταγμάτων τύπου mareva, με βάση τις αρχές που τέθηκαν στην απόφαση Seamark Consultancy Services κ.ά. v. Lasala (2007) 1(Α) ΑΑΔ 162. Κρίνουμε εν όψει τούτου, ότι το εν λόγω dictum από την Credit Suisse δεν τυγχάνει εφαρμογής.

 

          Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνουμε περαιτέρω, ότι στο σύγγραμμα Private International Law, σελ. 307, αναφέρεται διαφοροποίηση του πιο πάνω dictum με παραπομπή σε μεταγενέστερη της Refco αγγλική νομολογία, (Motorola, ανωτέρω, και Belletti v. Morici [2009] EWHC 2316 (Comm), [2009] IL Pr 57): «Where there was reason to suppose that the order made against a foreign defendant would be disobeyed with, and that, in this eventuality, no sanction would exist, then the court should refrain from making the order». Τέτοιο ως άνω ενδεχόμενο ή περιστάσεις δεν υποδείχθηκαν στην παρούσα υπόθεση, επομένως η θέση των Εφεσειόντων ότι τα εν λόγω διατάγματα δεν έπρεπε να εκδοθούν δεν βρίσκει κανένα έρεισμα.

 

          Εν όψει των πιο πάνω ο ενδέκατος λόγος δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

          Με τον δωδέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε λανθασμένα και/ή καθ' υπέρβαση της δικαιοδοσίας του τα αιτούμενα διατάγματα. Είναι η θέση των Εφεσειόντων ότι απαιτείται για την έκδοση διαταγμάτων συνδετικός κρίκος των Καθ' ων η αίτηση Εφεσειόντων με την Κύπρο. Ο συνδετικός κρίκος εν προκειμένω ήταν ότι ο Εφεσείοντας 2 ήταν ο μέτοχος της Εφεσείουσας 1 εταιρείας, η οποία κατείχε μετοχές σε κυπριακές εταιρείες. Ο Εφεσίβλητος αιτήθηκε την έκδοση διαταγμάτων τύπου Chabra εναντίον των εν λόγω κυπριακών εταιρειών και το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα. Οι Εφεσείοντες υποστηρίζουν επομένως, ότι το πρωτόδικο έκρινε αντιφατικά ότι οι εν λόγω εταιρείες αποτελούσαν τον σχετικό απαιτούμενο συνδετικό κρίκο με την Κύπρο.

 

          Παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε τα διατάγματα τύπου Chabra επειδή προέβη σε εύρημα ότι οι μετοχές στις πιο πάνω εταιρείες δεν κατέχονται από τους Εφεσείοντες. Δεν προέβη σε κανένα τέτοιο εύρημα. Τα απέρριψε για άλλους λόγους, μεταξύ των οποίων για τον λόγο ότι δεν αποδείχτηκε ότι οι Εφεσείοντες δεν κατέχουν επαρκή περιουσιακά στοιχεία για ικανοποίηση τυχούσας απόφασης εναντίον τους.

 

          Επομένως, η θέση των Εφεσειόντων περί έλλειψης συνδετικού κρίκου δεν βρίσκει έρεισμα στο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο απέρριψε τα διατάγματα τύπου Chabra. Ο δωδέκατος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

 

 

          Με τον δέκατο τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν υπήρχε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων.

 

          Με την αιτιολογία αυτού του λόγου έφεσης γίνεται αναφορά σε δεκατέσσερα γεγονότα σε σχέση με τα οποία είτε γίνεται ισχυρισμός για απόκρυψη είτε για παρουσίασή τους από τον Εφεσίβλητο με ελλιπή και/ή παραπλανητικό τρόπο.

 

          Είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε το τι σύμφωνα με τη νομολογία αποτελεί ουσιώδες γεγονός η μη αποκάλυψη του οποίου οδηγεί στον παραμερισμό μονομερώς εκδοθέντων διαταγμάτων.

 

          Στην Resola (Cyprus) Ltd v. Χάρη Χρίστου (1998) 1ΑΑΔ 598, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Όπως διαπιστώσαμε στην DEMSTAR LIMITED v. ZIM ISRAEL NAVIGATION CO LIMITED και άλλου - (Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 157/90 - 30.5.96)), πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Το κριτήριο είναι, όπως αναφέραμε, κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά, εξ αντικειμένου, ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, οπόταν, στην απουσία του, αυτή τούτη η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής.»

 

 

          Σημειώνουμε εντούτοις ότι στην παρούσα υπόθεση, τα εκδοθέντα μονομερώς διατάγματα περιορίστηκαν κατόπιν της καταχώρισης των ενστάσεων και της ακρόασης της αίτησης.  Όπως αποφασίσαμε στην INVESTAR SPC LTD v. INVESTAR INVESTMENTS LTD, Πολιτική Έφεση αρ. Ε50/21, 15/2/2024) η εφαρμογή της αρχής περί μη αποκάλυψης σαρωτικά, ελλείψει υπαιτιότητας για τη μη αποκάλυψη, δεν μπορεί να επενεργήσει ως αυτοτελής λόγος τιμωρίας για απόρριψη αίτησης η οποία εκδικάστηκε κατόπιν ακρόασης και των δύο πλευρών.

 

          Είναι υπό το φως το πιο πάνω που θα εξετάσουμε συνοπτικά τις αιτιάσεις των Εφεσειόντων.

 

          Υποστηρίζεται ότι οι αναφορές σε ασφαλιστικά μέτρα στο Λουξεμβούργο στη νομική γνωμάτευση που επισυνάφθηκε στην αίτηση ήταν γενικής φύσεως, ενώ υπήρχε και μίας περιορισμένης μορφής ασφαλιστικό μέτρο που δεν αναφέρθηκε καθόλου στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση. Πλην όμως όπως επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο το ζήτημα αυτό, περιήλθε τελικά εγκαίρως πριν την έκδοση των διαταγμάτων εις γνώσιν του μέσω σχετικής δήλωσης του δικηγόρου του Εφεσιβλήτου. Επίσης το ζήτημα που δεν περιήλθε εις γνώσιν του όσον αφορά δύο ειδοποιήσεις δέσμευσης προς Τράπεζες, αφορούσε πολύ μικρότερα ποσά από αυτά για τα οποία εκδόθηκαν τα διατάγματα. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα πιο πάνω δεν ήταν ουσιώδη, ήτοι δεν θα επηρέαζαν, αντικειμενικώς κρινόμενα την κατάληξη του Δικαστηρίου, βλ. Resola, ανωτέρω.

 

          Επίσης προβάλλεται ότι δεν έγινε αποκάλυψη των λόγων απόρριψης των ασφαλιστικών μέτρων στο Λουξεμβούργο. Είμαστε της άποψης ότι το στοιχείο αυτό, όπως επεξηγήσαμε ανωτέρω, στον έβδομο λόγο έφεσης, δεν δύναται βάσει της αγγλικής νομολογίας, που οι ίδιοι οι Εφεσείοντες επικαλούνται, να επηρεάσει εναντίον της έκδοσης των διαταγμάτων. Επομένως ούτε τα πιο πάνω συνιστούν ουσιώδη γεγονότα.

 

          Όσον αφορά τη μη αποκάλυψη του γεγονότος ότι καταχωρίστηκαν δύο αγωγές για το ίδιο ποσό εναντίον της Εφεσείουσας 1, θεωρούμε ότι το στοιχείο αυτό δεν θα μπορούσε από μόνο του, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση του πώς επηρεάζει την όλη υπόθεση, να θεωρηθεί ουσιώδες γεγονός εν τη εννοία της νομολογίας.

 

          Υποστηρίζεται επίσης ότι δεν έγινε αποκάλυψη των διαδικασιών στις νήσους Μάρσαλ εναντίον άλλων Καθ' ων η αίτηση συνεναγομένων των Εφεσειόντων στο Λουξεμβούργο καθώς και αποκάλυψη των λεπτομερειών εν γένει των διαδικασιών σε άλλες δικαιοδοσίες πέραν του Λουξεμβούργου στις οποίες μας παραπέμπουν οι Εφεσείοντες. Είμαστε της άποψης ότι με δεδομένο το ότι η υπό κρίση διαδικασία κινήθηκε προς υποβοήθηση της διαδικασίας στο Λουξεμβούργο, και ελλείψει σύνδεσης των εν λόγω διαδικασιών με την ουσία της αγωγής στο Λουξεμβούργο, τα γεγονότα αυτά δεν ήταν ουσιώδη.

 

          Επιπλέον υποστηρίζεται ότι δεν έγινε αποκάλυψη ισχυρισμών που περιλαμβάνονται σε διαδικασίες που καταχωρίστηκαν στην Νέα Υόρκη εναντίον των αξιωματούχων της AMPNI (της μητρικής εταιρείας του ομίλου Aegean) οι οποίοι φαίνεται να υποστηρίζουν την εκδοχή των ενόρκως δηλούντων εκ μέρους των Εφεσειόντων περί της συνήθους κάλυψης ρευστότητας των εταιρειών του Ομίλου από συγγενικά πρόσωπα. Παρατηρούμε ότι οι θέσεις περί της ως άνω παροχής ρευστότητας περιλαμβάνονται και στην αγωγή στο Λουξεμβούργο υπό ξεχωριστή ενότητα, επομένως είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι γίνεται επίκληση τους και στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας στις ΗΠΑ δεν θεωρούμε ότι προσθέτει οτιδήποτε το ουσιώδες.

 

          Μη ουσιώδη επίσης θεωρούμε τα όσα αναφέρονται σχετικά με τη μη αποκάλυψη της επιτυχημένης επιχειρηματικής δραστηριότητας του Εφεσιβλήτου 2, ως ανεξάρτητος από τον πατέρα του επιχειρηματίας. Επισημαίνουμε δε ότι οι ίδιοι οι ενόρκως δηλούντες εκ μέρους των Εφεσειόντων προώθησαν και τη θέση ότι υπήρχαν στενές σχέσεις μεταξύ των διαδίκων και παρεχόταν βοήθεια στην κάλυψη ρευστότητας της Aegean από την Εφεσείουσα 1. Δεν θεωρούμε ότι η αποκάλυψη της παράλληλης ανεξάρτητης επιχειρηματικής πορείας των Εφεσειόντων θα άλλαζε τα εν λόγω δεδομένα σε σημείο που να επηρέαζε την κρίση του Δικαστηρίου. Θεωρούμε επίσης ότι εν όψει της επιχειρηματικής δραστηριότητας και του εύλογου συμπεράσματος περί της ευκολίας μετακίνησης των περιουσιακών τους στοιχείων, η οικονομική ευρωστία τους δεν αποτελεί ουσιώδες γεγονότος που δεν αποκαλύφθηκε.

 

          Για τα όσα δεν ανέφερε ο Εφεσίβλητος σε σχέση με την καταβολή του ισχυριζόμενου δανείου, θεωρούμε ότι δόθηκε επαρκής εξήγηση, την οποία αναφέρουμε στον δεύτερο λόγο έφεσης, στο πλαίσιο της εξέτασης της δεύτερης προϋπόθεσης του Άρθρου 32.  Δεν θεωρούμε ότι η θέση του Εφεσιβλήτου επί του ζητήματος του ισχυριζόμενου δανείου αποτελεί μη αποκάλυψη γεγονότων.

 

          Τέλος επαναλαμβάνονται και σε αυτόν τον λόγο έφεσης,, τα όσα αναφέρονται στον όγδοο λόγο έφεσης αναφορικά με ισχυριζόμενη παραπλανητική δήλωση του δικηγόρου των Εφεσειόντων, τα οποία απορρίπτονται για τους ίδιους λόγους που αναφέραμε ανωτέρω στην εξέταση του όγδοου λόγου έφεσης.

 

          Εν όψει των πιο πάνω, ο δέκατος τρίτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

          Η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα €7.400 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, υπέρ του Εφεσιβλήτου και εναντίον των Εφεσειόντων.

 

 

                                                                    Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

                                                                    Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

                                                                    Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο