ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 187/2018)
08 Απριλίου 2024
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
1. C.E.E.D (CENTRE OF EUROPEAN EDUCATION DEVELOPMENT) LTD,
2. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι,
v.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΔΑΛΙΚΟ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.
____________________
Χρ. Νικολάου για κ. Κώστας Π. Χ''Κωστής, για τον Εφεσείοντα 2.
Κ. Δαμιανός για κ.κ. Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία, για την Εφεσίβλητη.
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση, στη βάση αίτησης για συνοπτική απόφαση, ως προνοείται στη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως αυτοί ίσχυαν πριν την 01.09.2024 (για το Εφετείο τέθηκαν σε ισχύ από 01.07.2024), προς όφελος των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων. Η πραγματική βάση, την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνίσταται στο ότι οφείλονταν προς τους εφεσίβλητους, δυνάμει συμφωνίας ενοικίασης ακινήτου, ημερομηνίας 29.07.2015, απλήρωτα ενοίκια ύψους €57.200,00 από τους εφεσείοντες 1, την πληρωμή των οποίων εγγυήθηκε ο εφεσείοντας 2.
Επιπλέον εκδόθηκε απόφαση εναντίον των εφεσειόντων 1 για το ποσό των €4.800,00, το οποίο αντιστοιχεί στην περίοδο κατοχής του επίδικου ακινήτου, μεταξύ της 17.02.2017 και 28.02.2017, καθώς και για το ποσό των €12.000,00 μηνιαίως από 01.03.2017 μέχρι την παράδοση του ακινήτου στους εφεσίβλητους, ως αποζημιώσεις για ενδιάμεσα κέρδη.
Πέραν του αναφερόμενου ποσού, το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε τους εφεσείοντες 1 όπως εγκαταλείψουν, αφού εκκενώσουν, και παραδώσουν το ακίνητο, που ήταν αντικείμενο της συμφωνίας ενοικίασης, και που λειτουργούσε ως Σχολή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, με τη λήξη του τρέχοντος ακαδημαϊκού έτους.
Η πιο πάνω απόφαση αμφισβητήθηκε, αρχικά, με δύο λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος, ο οποίος αφορούσε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν αποδείξει, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, βάσιμη και καλόπιστη υπεράσπιση, αποσύρθηκε στις 03.11.2024. Παρέμεινε, ως εκ τούτου, μόνο ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο ο εφεσείοντας 2 θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε λανθασμένα, απόφαση και εναντίον του, ως εγγυητή της συμφωνίας ενοικίασης, ημερομηνίας 29.07.2015, αφού το ίδιο το Δικαστήριο, στην απόφαση του, στη σελίδα 12, επισημαίνει από μόνο του, ότι στην επίδικη συμφωνία, που επισυνάφθηκε επί της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση των εφεσίβλητων, για έκδοση Συνοπτικής Απόφασης, δεν υπήρχε η υπογραφή του ως εγγυητή.
Στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα 2 προωθείται το επιχείρημα πως, δεδομένου ότι ο εφεσείοντας 2 δεν είχε ακόμη καταχωρήσει υπεράσπιση, για να θέσει σχετικό, με την προαναφερόμενη θέση του, ισχυρισμό, η πρωτόδικη απόφαση του στέρησε τη δίκαιη δίκη. Από την αντίπερα όχθη, οι συνήγοροι των εφεσίβλητων απορρίπτουν τη θέση περί στέρησης της δίκαιης δίκης από τον εφεσείοντα 2, και, πρώτιστα, θέτουν, επικαλούμενοι σχετική νομολογία (Waterworld Holdings Ltd v. Ν. Περικλέους κ.ά. Πολιτική Έφεση Αρ. 284/2015, ημερομηνίας 30.01.2024), θέμα κωλύματος, με το οποίο ο εφεσείοντας 2 εμποδίζεται να επικαλείται τέτοιο ζήτημα, το οποίο δεν ήγειρε στην πρωτόδικη διαδικασία, αφού ουδέποτε δήλωσε, μέσα από την ένσταση που καταχωρίστηκε ενάντια στην αίτηση για συνοπτική απόφαση, ότι δεν ήταν εγγυητής της επίδικης συμφωνίας ενοικίασης.
Έχουμε αξιολογήσει κάθετί που προώθησαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, με αναφορά στη μαρτυρία που υποστήριξε την αίτηση για συνοπτική απόφαση, αλλά και τη μαρτυρία που υποστήριξε την ένσταση. Φρονούμε πως το επιχείρημα και η θέση που προβάλλει ο εφεσείοντας 2, περί παραβίασης του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Η μαρτυρία των εφεσίβλητων ήταν πως ο εφεσείοντας 2 παρείχε προσωπική εγγύηση για την τήρηση των όρων της συμφωνίας. Δόθηκε σ' αυτόν η δυνατότητα και προέβαλε τις θέσεις του, μέσω της ένστασης του, πλην όμως δεν ήγειρε ζήτημα ή τη θέση ότι δεν ήταν εγγυητής σ' ότι αφορά την επίδικη συμφωνία ενοικίασης. Αντίθετα, στην ένορκη του δήλωση, ως διευθυντής των εφεσειόντων 1, και ως εναγόμενος 2, που ήταν στην πρωτόδικη διαδικασία, αποδέχεται ρητά τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας, αλλά και, έμμεσα, ότι ήταν εγγυητής. Η σχετική, επί της ένορκης του δήλωσης, αναφορά έχει ως ακολούθως: «4. Πράγματι στις 29.07.2015 υπογράψαμε Συμφωνία ενοικίασης με την Ενάγουσα Εταιρεία, που ήδη κατατέθηκε ως τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση. Όπως οι ίδιοι οι Αιτητές παραδέχονται μέσω της Αίτησης τους ήμασταν πάντοτε τακτικοί στις πληρωμές μας έναντι της Ενάγουσας, μέχρις ότου υπήρξαν παραβιάσεις των όρων στης Συμφωνίας από την Ενάγουσα, οι οποίες εμπόδιζαν την εκτέλεση της σύμβασης.». Παρατηρείται πως σε κανένα άλλο σημείο της προαναφερόμενης ένορκης δήλωσης του αρνείται ή εγείρει θέμα ότι δεν ήταν εγγυητής. Προφανώς, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της ενώπιον του αίτησης, και εφ' όσον δεν αμφισβητήθηκε η μαρτυρία των εφεσίβλητων, πως ο εφεσείοντας 2 ήταν εγγυητής για τους όρους της συμφωνίας ενοικίασης, αν και υπέδειξε ότι, στην επίδικη συμφωνία που επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση, εκ μέρους των εφεσίβλητων, δεν υπήρχε υπογραφή, αποδέχθηκε τη θέση τους και ασχολήθηκε, ορθά, μόνο με τους εγερθέντες ισχυρισμούς τους, και δη κατά πόσο αυτοί δικαιολογούσαν την παραχώρηση δικαιώματος καταχώρισης υπεράσπισης. Εξ' άλλου, στην έκθεση απαίτησης των εφεσίβλητων, το περιεχόμενο της οποίας, σημειωτέον, επιβεβαιώθηκε ενόρκως, γίνεται λόγος για παροχή προσωπικής εγγύησης, εκ μέρους του εφεσείοντα 2, χωρίς αναφορά σε γραπτή εγγύηση ή υπογραφή. Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο νομιμοποιούταν, υπό τις περιστάσεις που βρίσκονταν ενώπιον του, να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης και εναντίον του εφεσείοντα 2. Κοντολογίς, είναι άλλα θέματα που ήγειρε, ο εφεσείοντας 2, προς υποστήριξη της ένστασης του, και τα οποία πλέον απώλεσαν το αντικείμενο τους, λόγω της απόσυρσης του πρώτου λόγου έφεσης. Συνακόλουθα, δεν είναι επιτρεπτό σ' αυτό το στάδιο να γίνεται λόγος για παραβίαση της δίκαιης δίκης. Ο εφεσείοντας 2 ζητά, ουσιαστικά, δεύτερη ευκαιρία να δικαστεί, πλην όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι νομικά αποδεκτό στο δικαιϊκό μας σύστημα.
Τα προλεγόμενα κρίνουμε πως είναι άρρηκτα συνυφασμένα και με τη θέση που πρόταξαν ενώπιον μας οι συνήγοροι των εφεσίβλητων, και δη ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν δύναται να εξετασθεί από το Εφετείο. Αποδεχόμαστε την εν λόγω θέση των εφεσίβλητων. Έτσι υπαγορεύει η σχετική νομολογία. Στην πολύ πρόσφατη υπόθεση, που έχουμε παραπεμφθεί, Waterworld Holdings Ltd (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου τέθηκε ζήτημα που δεν είχε εγερθεί πρωτόδικα, επανέλαβε πως: «Σε κάθε περίπτωση, κατά πάγια και διαχρονική νομολογία, ζήτημα που δεν ηγέρθη πρωτόδικα δεν μπορεί να εξεταστεί με την έφεση (Γεν. Εισαγγελέας κ.ά ν. & Pentaliotis & Papapetrou Est. Ltd. Κ.ά. (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 1931,1949, F.H.K. Hotels Holdings Ltd v. A.S. Air Control Ltd (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2159, 2165, Οικονόμου Αρχ. & Μηχ. κ.ά. v. Δημητρίου (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 853, 858, Αδαμίδη v. Κακουρίδη κ.ά. (2001) 1(Α) Α.Α.Δ.640, 650, Φακοντή v. Βρυώνη (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1714, 1720 και Παπαργυρού ν. Μιχαηλίδη (Αρ.1) (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 144, 155). Επομένως, ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται».
Κατ' επέκταση των όσων έχουμε εξηγήσει ανωτέρω, ο δεύτερος και μοναδικός λόγος έφεσης, που απέμεινε, κρίνεται αβάσιμος.
Συνακόλουθα, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Επιδικάζονται έξοδα €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, προς όφελος των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντα 2.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.