ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.182/2019)
23 Απριλίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. Μ.Τ. MAGNETIC HI - TECHNOLOGIES LTD
2. SALMONA ENTERPRISES LTD
Εφεσείουσες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, MEΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
2. Δ/ΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Μ. Χατζηδάκης, για Κ. Ανδρέου Δ.Ε.Π.Ε, για Εφεσείουσες.
Σ. Καρασαμάνης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Δ. Λυσάνδρου.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ. : Με επιστολές του ημερ. 20.6.2013, το Τμήμα Τελωνείων («εφεξής το Τελωνείο») εξέδωσε τέσσερις εκ των υστέρων βεβαιώσεις τελωνειακής οφειλής, δύο (τις υπ' αρ. 308/13 και 309/13) προς την Εφεσείουσα Μ. Τ. ΜΑGNETIC ΗΙ-TECHNOLOGIES LTD και άλλες δύο (τις υπ' αρ. 310/13 και 311/13) προς την Εφεσείουσα SALMONA ENTERPRISES LTD.
Αυτές οι βεβαιώσεις βασίστηκαν στη διαπίστωση του Τμήματος ότι -σε συγκεκριμένες περιπτώσεις- εκάστη Εφεσείουσα παρέβη τους περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμους (εφεξής «ο Νόμος 94(Ι) του 2004»), και τους περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμους, δια της παράλειψης διενέργειας δήλωσης ή δια της διενέργειας λανθασμένης δήλωσης, με αποτέλεσμα τη μη καταβολή στο Δημόσιο του κατά περίπτωση αναλογούντος (ως προς τα σχετικά εμπορεύματα) φόρου κατανάλωσης, φόρου προστιθέμενης αξίας, δασμών κ.λπ..
Οι Εφεσείουσες προσέβαλαν τις εκ των υστέρων βεβαιώσεις τελωνειακών οφειλών με τις συνεκδικασθείσες Προσφυγές Αρ. 5936/2013, 5937/2013, 5938/2013 και 5934/2013, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε με απόφασή του ημερ. 30.8.2019, εξ ου και η ενώπιόν μας έφεση.
Πρώτος Λόγος Έφεσης:
Κατά τον πρώτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε πως η διοικητική έρευνα, σε σχέση με τις επίδικες αποφάσεις, ήταν δέουσα και επαρκής, αφού το Τελωνείο λανθασμένα αναζήτησε επεξηγήσεις ή/και διευκρινίσεις από τις Εφεσείουσες ενώ γνώριζε ότι τις εκτελωνίσεις τις χειριζόταν εκ μέρους τους αδειούχα εκτελωνιστική εταιρεία, στην οποία το Τελωνείο όφειλε να αποταθεί για αυτόν τον σκοπό.
Ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:
Το Άρθρο 54(1) του Νόμου 94(Ι) του 2004 εναποθέτει την ευθύνη της ορθής καταχώρησης της δασμολογικής κλίμακας στον κάτοχο των εμπορευμάτων ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του.
Συναφώς, στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 112/2016 Δημοκρατία ν. Ι.Κ. PRINT DIRECT, απόφαση ημερ. 16.1.2024, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απεφάνθη ως εξής:
«Η διασάφηση και η δασμολογική ταξινόμηση εμπορεύματος περιγράφεται στο άρθρο 54(1) του Νόμου το οποίο εναποθέτει την ευθύνη της ορθής καταχώρησης της δασμολογικής κλίμακας στον κύριο των εμπορευμάτων ή στο νόμιμο αντιπρόσωπό του. Εν προκειμένω στους εφεσίβλητους, παραμένοντος αδιάφορου του γεγονότος, ότι το καθήκον αυτό, το επιτέλεσαν, οι εκτελωνιστές τους, οι οποίοι κατά παραδοχή τους ήσαν έμπειροι.».
Συνάγεται ότι -κατά το Άρθρο 54(1)- ο κύριος των εμπορευμάτων (εν προκειμένω, οι Εφεσείουσες) παραμένει υπεύθυνος για την ορθότητα της διασάφησης, ανεξαρτήτως αν αυτή διενεργήθηκε εκ μέρους του από εκτελωνιστή.
Αφού, λοιπόν, οι Εφεσείουσες ήταν κατά νόμο υπεύθυνες για την ορθότητα των διασαφήσεων οι οποίες διενεργήθηκαν εκ μέρους τους από την εκτελωνιστική εταιρεία η οποία τις αντιπροσώπευε, το Τελωνείο νομιμοποιείτο να ζητήσει επεξηγήσεις/διευκρινίσεις επί των διασαφήσεων από τις ίδιες τις Εφεσείουσες (αντί από την αντιπρόσωπό τους) και, κατά προέκταση, οι Εφεσείουσες υπείχαν υποχρέωση να δώσουν στο Τελωνείο τα στοιχεία που αυτό ζητούσε. Έπεται ότι, αν οι Εφεσείουσες δεν είχαν οι ίδιες αυτά τα στοιχεία, εναπόκειτο στις ίδιες να τα εξασφαλίσουν από την αντιπρόσωπό τους, ώστε να τα προσκομίσουν στο Τελωνείο, ως ήταν το απορρέον εκ του Άρθρου 54(1) καθήκον τους.
Στην απουσία προσκόμισης στο Τελωνείο των στοιχείων που αυτό ζήτησε, το τελευταίο εδύνατο -βάσει του Άρθρου 48 του Νόμου 94(I) του 2004- να κρίνει ως εσφαλμένη την εκ των Εφεσειουσών διενεργούμενη (μέσω της εκτελωνιστικής τους εταιρείας) διασάφηση, να κατατάξει τα επίδικα εμπορεύματα στην κατά την κρίση του ορθή δασμολογική κλίμακα και να απαιτήσει από τις Εφεσείουσες την πληρωμή των δασμών ως έπρεπε να καταβληθούν εξαρχής κατά την εισαγωγή (Δημοκρατία ν. Ι.Κ. PRINT DIRECT, supra).
Δεύτερος Λόγος Έφεσης:
Κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε, αποτυγχάνοντας να διαγνώσει ότι οι (επίδικες) εκ των υστέρων βεβαιώσεις τελωνειακής οφειλής ήταν αυθαίρετες, αδικαιολόγητες και αντινομικές, ως προϊόν ελλιπούς έρευνας, λανθασμένων εκτιμήσεων (ιδίως ως προς το ύψος του χρηματικού ποσού το οποίο κατά περίπτωση καθοριζόταν από το Τελωνείο ως η ενδεδειγμένη οφειλή) και παραγνώρισης του γεγονότος ότι οι Εφεσείουσες παρείχαν στο Τελωνείο κάθε αναγκαία πληροφόρηση, προβαίνοντας -μέσω της εκτελωνιστικής εταιρείας που τους αντιπροσώπευε- σε πλήρεις διασαφήσεις.
Ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:
Η προσβαλλόμενη πράξη καλύπτεται από τεκμήριο νομιμότητας το οποίο αίρεται από το Δικαστήριο εφόσον ο προσφεύγων αποδείξει (ως οφείλει: Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 26/2014 Πετρίδη ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 24.6.2020) ότι η πράξη μιαίνεται από συγκεκριμένη παρανομία.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης με τη δική του (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 12/2017 PRANA CO LTD v. Δημοκρατίας, απόφαση ημερομηνίας 5.10.2023) ούτε γενικά ασκεί πρωτογενή κρίση επί τεχνικών θεμάτων (CHRIKAR TRADING CO. LTD v. Δημοκρατίας, (2015) 3 Α.Α.Δ. 29), η επέμβασή του χωρεί μόνο αν ο προσφεύγων αποδείξει ότι η Διοίκηση υπέπεσε σε σφάλμα το οποίο είναι πρόδηλο (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 60/2016 Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.α., απόφαση ημερ. 6.9.2023), όχι μόνο για τον ειδήμονα αλλά και για το Δικαστήριο το οποίο δεν έχει τεχνική γνώση (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 34/2012 FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD v. Δημοκρατίας, (2017) 3Β Α.Α.Δ. 936).
Υπό το πρίσμα της ως άνω νομολογίας, η εκ των Εφεσειουσών προσβαλλόμενη ενώπιόν μας γενική θέση ότι παρείχαν στο Τελωνείο κάθε πληροφορία που τους ζητήθηκε και ότι η εκτελωνιστική εταιρεία η οποία ενεργούσε για λογαριασμό τους ευθυνόταν αποκλειστικά για τις όποιες ατασθαλίες (με τις ίδιες να τελούν σε άγνοια και να είναι έτσι άνευ ευθύνης) πόρρω απέχει από το να αποδεικνύει νομικό σφάλμα στη διοικητική κρίση η οποία να δικαιολογεί την παρέμβασή μας. Ως υποδείχθηκε στο πλαίσιο του πρώτου λόγου έφεσης, η όποια τυχόν ευθύνη της (εκ των Εφεσειουσών χρησιμοποιηθείσας) εκτελωνιστικής εταιρείας σε σχέση με την υποχρέωση ορθής εκτελώνισης δεν απαλλάσσει αυτές από ευθύνη.
Τρίτος Λόγος Έφεσης:
Κατά τον τρίτο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε, αποτυγχάνοντας να διαγνώσει ότι το Τελωνείο παράνομα στέρησε από τις Εφεσείουσες το δικαίωμα ακρόασης, πριν εκδώσει τις (επίδικες) εκ των υστέρων βεβαιώσεις τελωνειακής οφειλής.
Ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:
Τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων καταδεικνύουν ότι, προ της έκδοσης των (επίδικων) εκ των υστέρων βεβαιώσεων τελωνειακής οφειλής, το Τελωνείο διεξήγαγε έρευνα επί των διασαφήσεων τις οποίες διενήργησε (εκ μέρους των Εφεσειουσών) η νόμιμη αντιπρόσωπός τους και κοινοποίησε στις Εφεσείουσες, με επιστολές του ημερ. 4.9.2012 προς τον κοινό Διευθυντή τους, τα λεπτομερή πορίσματα αυτής της έρευνας, τα οποία καταδεικνύουν τις διάφορες παραλείψεις και ανακρίβειες των διενεργηθεισών διασαφήσεων.
Επίσης, με τις ίδιες επιστολές, το Τελωνείο τις ενημέρωσε ότι το ακριβές ποσό της τελωνειακής οφειλής θα τους κοινοποιείτο το συντομότερο, με εκ των υστέρων βεβαίωση για έκαστη εταιρεία, αφού πρώτα τους παρέχετο δικαίωμα ακρόασης το οποίο μπορούσαν να ασκήσουν γραπτώς ή προφορικώς εντός τασσόμενης προθεσμίας.
Συνάγεται ότι το Τελωνείο -ως όφειλε- παρείχε δικαίωμα ακρόασης στις Εφεσείουσες προ της έκδοσης των προσβαλλόμενων (δυσμενών για αυτές) πράξεων, η δε επιλογή τους να μην ασκήσουν αυτό το δικαίωμα ουδόλως θίγει τη νομιμότητα αυτών των πράξεων.
Επιπροσθέτως, οι Εφεσείουσες προωθούν τον (περί παράβασης του δικαιώματος ακρόασης) λόγο έφεσης χωρίς να διευκρινίσουν ενώπιόν μας τις θέσεις που θα προέβαλαν ενώπιον της Διοίκησης αν ασκούσαν το δικαίωμα ακρόασης και πως αυτές οι θέσεις ενδεχομένως να μετέβαλλαν τη δυσμενή για αυτές διοικητική κρίση (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 113/2018 PAPOUIS DAIRIES LTD ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 15.3.2024).
Τέταρτος Λόγος Έφεσης:
Ο τέταρτος λόγος έφεσης έχει ως εξής:
«Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποκαθιστά τον εαυτό του στην απόφαση της Διοίκησης και εσφαλμένα προβαίνει σε εκτίμηση και/ή ερμηνεία γεγονότων.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Το Πρωτόδικο Διοικητικό Δικαστήριο στην εσφαλμένη προσέγγιση του ότι ο έλεγχος που διενεργήθηκε, η διασάφηση και τα συναφή έγγραφα από τον διευθυντήν των Εφεσιβλήτων δικαιολογούσαν εύλογα την απόφαση των υποκαθιστά τον εαυτό του στις αποφάσεις της Διοικήσεως και προβαίνει σε επανεκτίμηση και ερμηνεία γεγονότων-εργασία που αφορά και/ή ανήκει αποκλειστικά στον διευθυντή των Εφεσίβλητων.
Συγκεκριμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 16 της απόφασης του δίνει ερμηνεία σε προϊόν Μπρούσκι Lachs που ούτε ο διευθυντής των Εφεσιβλήτων δεν σχολίασε και απέφυγε και η προσπάθεια του Δικαστηρίου να κατατάξει το λίπος σολωμού ως σολωμό δεν είναι έργο του Δικαστηρίου αλλά έργο της Διοίκησης.
Περαιτέρω το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν σχολιάζει εάν η διασάφηση που αφορά το συγκεκριμένο προϊόν και η κατάληξη του διευθυντή των Εφεσιβλήτων επί του προϊόντος αυτού ήτο η ενδεδειγμένη και/ή η ορθή.».
O ως άνω λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται, για τους εξής λόγους:
Ως έχουμε υποδείξει στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου έφεσης, οι -ερειδόμενες επί τεχνικών γνώσεων και τεχνοκρατικής εμπειρογνωμοσύνης- προσβαλλόμενες πράξεις δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.
Ακόμα και αν όντως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένο πρωτογενές εύρημα, αυτό το σφάλμα δεν οδηγεί αυτόματα σε παρέμβασή μας, διότι αντικείμενο της έφεσης παραμένει η νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων (Πανεπιστήμιο Κύπρου και/ή Πανεπιστήμιο Κύπρου, μέσω της Προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 145) η οποία κρίνεται στη βάση του νόμιμου της κρίσης και των ενεργειών ή παραλείψεων της Καθ'ης η αίτηση.
Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο τοποθετήθηκε επί του συγκεκριμένου προϊόντος («Μπρούσκι Lachs») το οποίο αφορούσε η (επίδικη) εκ των υστέρων βεβαίωση τελωνειακής οφειλής υπ' αρ. 309/13 κατά της Εφεσείουσας 2, για να απαντήσει σε ισχυρισμό της τελευταίας πως υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα από πλευράς Τελωνείου, διότι το τελευταίο χαρακτήρισε αυτό το προϊόν ως καπνιστό σολομό ενώ ήταν κατ' ακρίβειαν λίπος σολομού.
Συναφώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Εφεσείουσα 2 απλώς προέβαλε ενώπιόν του αυτό τον ισχυρισμό, χωρίς να τον έχει θέσει προηγουμένως υπόψη του Τελωνείου και χωρίς να τον αποδείξει δεόντως δια της προσαγωγής μαρτυρίας και ότι, επιπλέον, η θέση του Τελωνείου ήταν εύλογη στη βάση της ονομασίας του προϊόντος στη Γερμανική αλλά και ενόψει του ότι ο προμηθευτής της Εφεσείουσας 2 χαρακτήριζε το ως άνω προϊόν ως «ψάρι» στα τιμολόγια διασάφησής του προς την τελευταία.
Τυχόν, πρωτόδικο σφάλμα επ' αυτού δεν θίγει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, διότι δεν φαίνεται να αντανακλά διοικητικό σφάλμα (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 51/2019 BUI THI THUY ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 16.10.2023).
Τέλος, επισημαίνουμε ότι οι λοιπές αιτιάσεις του τέταρτου λόγου έφεσης (ως προς το ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένες, προϊόν νομικής ή/και πραγματικής πλάνης ή/και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να ελέγξει τη διοικητική κρίση) ουδόλως συνδέονται εννοιολογικά με τον λόγο έφεσης περί της (κατ' ισχυρισμόν) εκ του πρωτόδικου Δικαστηρίου υποκατάστασης της Διοίκησης και πρωτογενούς εκτίμησης γεγονότων, οπότε είναι δικονομικά απαράδεκτες (Πολιτική Έφεση Αρ. 322/2013 ALKIS H. HADJIKYRIAKOS (FROU FROU BISCUITS) PUBLIC LTD ν. Ευσταθιάδη απόφαση ημερ. 16.7.2019) και, ως τέτοιες, μη δεκτικές δικής μας εξέτασης.
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν ανωτέρω, ουδείς εκ των λόγων έφεσης ευσταθεί και, συνεπώς, η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζεται το ποσό των 1500 ευρώ, ως κατ' έφεση έξοδα, κατά έκαστης Εφεσείουσας.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.