ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε123/23)
28 Μαρτίου 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΡΟΕΔΡΟΣ]
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
1. Φοίβος Χρίστος Κληρίδης, ν. Πιριλίδης & Συνεργάτες
2. Δρ. Χρίστος Κληρίδης, Δικηγόρος
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 2 & 3
v.
1. Παύλου Χριστοφόρου
2. Ελένης Γεωργίου
3. Παρασκευούς Α. Χριστοφόρου
Εφεσίβλητοι/Ενάγοντες
Για εφεσείοντες: κ. Νεόφυτος Πιριλίδης με κ. Σάββα Θεοφάνους για N. Pirilides & Associates LLC.
Για εφεσίβλητους: κα Χλόη Λοϊζίδου για Χρήστος Πουργουρίδης & Σία ΔΕΠΕ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η ιδιαιτερότητα της παρούσας έφεσης που στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι ότι αμφότερες οι πλευρές συμφωνούν ως προς το λανθασμένο της πρωτόδικης κρίσης με την οποία δεν έγινε αποδεκτή ως μαρτυρία κατά την ακρόαση de novo, η προσκόμιση των πρακτικών και τεκμηρίων, της προηγούμενης διαδικασίας που διακόπηκε λόγω εξαίρεσης της Δικαστού που ήταν επιφορτισμένη με την εκδίκαση της.
Ανεξαρτήτως της συμφωνίας των δύο πλευρών, έχουμε την άποψη ότι το Εφετείο στο οποίο εκκρεμεί η έφεση, είναι το μόνο που μπορεί καθηκόντως να αποφανθεί με αιτιολογημένη κρίση ως προς το λανθασμένο ή όχι της πρωτόδικης απόφασης και σαφώς δεν δεσμεύεται από την συμφωνία των διαδίκων. Το ίδιο έπραξε καθηκόντως και το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέδωσε την υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση απόρριψης της καταχώρισης της πιο πάνω μαρτυρίας, πάρα την πρωτοδίκως σύμφωνη γνώμη και κοινό αίτημα των δύο πλευρών.
Δεν μας διαφεύγει της προσοχής ότι παρέχεται η δυνατότητα στο Εφετείο από το Μέρος 41.10(4) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, να παραμερίσει ή να διαφοροποιήσει με συναίνεση των διαδίκων, απόφαση ή διάταγμα κατώτερου δικαστηρίου χωρίς να αποφασίσει την ουσία της έφεσης, αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν καλοί και επαρκείς λόγοι για να το πράξει. Παρατηρούμε όμως ότι η λέξη «δύναται» παρέχει διακριτική εξουσία και όχι υποχρέωση στο Εφετείο να συμφωνήσει με τους διαδίκους στον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης χωρίς να αποφασίσει την ουσία της έφεσης. Επιπλέον η εν λόγω διακριτική εξουσία του Εφετείου ασκείται υπό την προϋπόθεση ότι θα ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν «καλοί και επαρκείς λόγοι» για να πράξει κάτι τέτοιο.
Στην παρούσα, έχοντας υπόψη τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και τα σοβαρά νομικά θέματα που τίθενται από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς τα εχέγγυα αξιολόγησης της μαρτυρίας σε περίπτωση αποδοχής του αιτήματος των διαδίκων, θεωρούμε ότι δεν υπάρχουν καλοί και επαρκείς λόγοι ώστε το παρόν Εφετείο να διαφοροποιήσει την ενδιάμεση απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου χωρίς να εξετάσει την ουσία της, επειδή συναινούν και τα δύο για την μη ορθότητα της.
Τούτου λεχθέντος, η εξέταση από το Εφετείο του κατά πόσον ορθά ασκήθηκε η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την από κοινού προταθείσα μαρτυρία, θα γίνει καθηκόντως στην βάση των νομικών αρχών που πηγάζουν από τον Νόμο και την νομολογία και όχι στην βάση της όποιας συμφωνίας των μερών.
Λόγω του ότι η υπόθεση είναι πολύ παλαιά και εκκρεμεί η συνέχιση της de novo διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δώσαμε προτεραιότητα στην εκδίκαση της παρούσας έφεσης.
Προτού υπεισέλθουμε στην εξέταση των θέσεων των διαδίκων όπως προκύπτουν από τους λόγους έφεσης και τις ενώπιον μας αγορεύσεις, θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε συνοπτικά στην πρωτόδικη διαδικασία, προκειμένου να γίνουν κατανοητά, τα επίδικα θέματα της παρούσας έφεσης.
Στην αγωγή 2505/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, αφού ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία και ενώ εκκρεμούσε η έκδοση απόφασης, η Δικαστής που ήταν επιφορτισμένη με την εκδίκαση της αγωγής, εξαιρέθηκε για λόγους που εμφαίνονται στον φάκελο του Δικαστηρίου. Ως αποτέλεσμα, η εκδίκαση εξ' υπαρχής (de novo) της υπόθεσης, αναλήφθηκε από άλλη Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.
Κατά την εξ' υπαρχής νέα διαδικασία, οι διάδικοι ζήτησαν με κοινό αίτημα να καταθέσουν ως μέρος της μαρτυρίας που θα ληφθεί υπόψη, τα πρακτικά της προηγούμενης ακρόασης μαζί με τα σχετικά τεκμήρια, τηρουμένου του δικαιώματος της κάθε πλευράς για αντεξέταση επί του περιεχομένου τους. Ζήτησαν επίσης όπως τα πρακτικά κατατεθούν δυνάμει του Άρθρου 33 του Περί Αποδείξεως Νόμου (Κεφ. 9) για σκοπούς αντεξέτασης των μαρτύρων επί προηγούμενων ασυμβίβαστων δηλώσεων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του, απέρριψε το αίτημα με κύριο σκεπτικό ότι αποτελεί πάγια νομολογία, τα πρακτικά προηγούμενης διαδικασίας να μην δύνανται να κατατεθούν είτε εν όλω είτε εν μέρει, σε ακρόαση de novo.
Σε σχέση με την κατάθεση των πρακτικών για σκοπούς αντεξέτασης των μαρτύρων επί προηγούμενων ασυμβίβαστων δηλώσεων δυνάμει του Άρθρου 33 του Κεφ. 9, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε το αίτημα πρόωρο, τονίζοντας ότι θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο όταν θα εγειρόταν σε κατάλληλο στάδιο, κατά την ακροαματική διαδικασία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την ενδιάμεση απόφαση του για απόρριψη του αιτήματος, στην υπόθεση (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273. Ανέφερε ότι σε περίπτωση έγκρισης του αιτήματος κατάθεσης των πρακτικών λόγω των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης και της προβολής εκ διαμέτρου αντίθετων απόψεων από πλευράς διαδίκων όπως και οι συνήγοροι είχαν παραδεχθεί, θα εμποδιστεί να εξετάσει την αξιοπιστία των μαρτύρων και κατ' επέκταση να προβεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας τους.
Με τρείς λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την πιο πάνω ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το κύριο επιχείρημα των εφεσειόντων που επαναλαμβάνεται και στους τρεις λόγους έφεσης, είναι ότι ο δικαιολογητικός λόγος απόρριψης του κοινού αιτήματος σε σχέση με την εκ συμφώνου κατάθεση των τεκμηρίων και πρακτικών της προηγούμενης ακροαματικής διαδικασίας, τηρουμένου του δικαιώματος της κάθε πλευράς για αντεξέταση επί του περιεχομένου τους, παραγνωρίζει το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και παρερμηνεύει τον δικανικό λόγο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως αποτυπώθηκε στην απόφαση του (ανωτέρω).
Υποστηρίζεται επίσης ότι ουδέποτε δηλώθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν θα προσκομιστεί από την κάθε πλευρά περαιτέρω μαρτυρία στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασης των μαρτύρων, την οποία θα ακολουθήσει βέβαια η αντεξέταση, έτσι που να μην μπορεί να γίνει λόγος εν προκειμένω για αδυναμία αξιολόγησης της αξιοπιστίας τους.
Ο συνήγορος των εφεσειόντων ισχυρίστηκε επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ορθή εκτίμηση, του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης, παραγνωρίζοντας ότι το αίτημα των διαδίκων ήταν κοινό, ο σκοπός ήταν η αποφυγή δημιουργίας περαιτέρω εξόδων και η εξοικονόμηση πολύτιμου δικαστικού χρόνου αλλά και η αποφυγή πρόκλησης συγκριτικά μεγαλύτερης ταλαιπωρίας στους μάρτυρες. Τα πιο πάνω, σε συνδυασμό με το ότι δόθηκε προτεραιότητα για την ακρόαση της αγωγής που εκκρεμεί για πάνω από 10 χρόνια και η de novo διαδικασία προέκυψε κατόπιν εξαίρεσης της προηγούμενης Δικαστού σε ένα προχωρημένο στάδιο, όπου επιφυλάχθηκε απόφαση μετά που είχε ολοκληρωθεί η προσκόμιση μαρτυρίας και οι τελικές αγορεύσεις των διαδίκων.
Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε την βαρύτητα που θα μπορούσε να προσδοθεί στα τεκμήρια και πρακτικά της προηγούμενης ακροαματικής διαδικασίας και δη μετά την εκ συμφώνου και από κοινού κατάθεση τους από τα μέρη και τούτο επειδή εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τις πρόνοιες των . Δεδομένου ότι η μαρτυρία που δόθηκε σε προηγούμενη δίκη αποτελεί στην πραγματικότητα εξ ακοής μαρτυρία, όπως αποφασίστηκε στην υπόθεση (ανωτέρω), εφαρμόζεται εν προκειμένω κατά τους εφεσείοντες, το Άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου (Κεφ. 9) που προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία, της εν λόγω μαρτυρίας.
Οι εφεσίβλητοι με την ειδοποίηση εφεσιβλήτου, υποστήριξαν αρχικά ότι η υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση δεν είναι εφέσιμη. Στην συνέχεια όμως στο περίγραμμα αγόρευσης τους, απέσυραν τον πιο πάνω ισχυρισμό και υποστήριξαν πλήρως όλους τους λόγους έφεσης, υιοθετώντας την επιχειρηματολογία του περιγράμματος αγόρευσης των εφεσειόντων.
Ανεξαρτήτως τούτου, επαναλαμβάνουμε ότι στην παρούσα διαδικασία δεν υπάρχουν καλοί και επαρκείς λόγοι ώστε να διαφοροποιήσουμε την ενδιάμεση απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου χωρίς να εξετάσουμε την ουσία της, δυνάμει του Μέρους 41.10(4) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Ούτε βέβαια το Εφετείο δεσμεύεται από οποιαδήποτε συμφωνία των διαδίκων ως προς την ορθότητα ή μη της πρωτόδικης κρίσης.
Ενόψει τούτου θα προχωρήσουμε στην συνέχεια, στην εξέταση του κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά άσκησε την διακριτική του ευχέρεια, με το να απορρίψει το κοινό αίτημα των διαδίκων για προσαγωγή της επίδικης μαρτυρίας. Βασικός πυλώνας της επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων, είναι η κατά την άποψη τους λανθασμένη ερμηνεία από το πρωτόδικο Δικαστήριο, των νομολογιακών αρχών που καθιέρωσε η απόφαση , στην οποία στηρίχθηκε προκειμένου να εκδώσει την υπό κρίση ενδιάμεση απόφαση του. (ανωτέρω)
Χρήζει ως εκ τούτου, η εξέταση των αρχών που καθιέρωσε η απόφαση de novo , η οποία αφορούσε την αποδοχή πρακτικών σε δίκη , της μαρτυρίας αποβιώσαντος καθώς και τα τεκμήρια που κατέθεσε κατά την προηγούμενη ακροαματική διαδικασία, ενώπιον της νέας σύνθεσης του Δικαστηρίου. Ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε την αποδοχή της μαρτυρίας, σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι στην υπόθεση υπήρχαν αντίθετες εκδοχές με υπόβαθρο συγκρουόμενα πραγματικά γεγονότα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού ανέλυσε την νομολογία επί του θέματος, αγγλική και κυπριακή, επεκύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Έγινε μεταξύ άλλων παραπομπή στην υπόθεση [1928] 1 K.B. 776 όπου ο Δικαστής Scrutton επέκρινε την πρωτόδικη απόφαση να ληφθεί υπόψη τέτοια μαρτυρία, σημειώνοντας ότι πρόκειται για ένα προηγούμενο που δεν πρέπει να ακολουθηθεί στο μέλλον. Αναφορά έγινε και στην υπόθεση All [1949] 2 E.R. 908, όπου επιβεβαιώθηκε το ανεπιθύμητο αυτής της πρακτικής και σε περίπτωση που η δίκη γίνεται από μόνο ένα δικαστή. Η απόφαση αυτή κρίθηκε σημαντική γιατί υπήρχαν αντιθετικές μαρτυρίες. Παρατέθηκε η πιο σύνοψη στη σελ. 909 της απόφασης, η οποία διαφωτίζει πλήρως το θέμα:
Σε ελεύθερη μετάφραση:
"i) όταν έχει κινηθεί διαδικασία και έχουν προσκομιστεί αποδείξεις ενώπιον δικαστή ή ειρηνοδίκη που είναι δικαστής τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών θεμάτων, δεν είναι πρέπον, ακόμη και με τη συναίνεση των διαδίκων, να συνεχιστεί η διαδικασία ενώπιον άλλου δικαστή ή πταισματοδίκη, ιδίως όταν υπάρχει ο παραμικρός κίνδυνος σύγκρουσης αποδεικτικών στοιχείων."
Στην απόφαση (1997) 1 A.A.Δ. 724, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε υπό μορφή σχολίου, ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα συνέχισης ακρόασης της υπόθεσης από Δικαστήριο με διαφορετική σύνθεση, γεγονός που θα αποστερούσε από το εκδικάζον Δικαστήριο, των βασικών εχέγγυων για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. (ανωτέρω), έγινε επίσης παραπομπή στην κυπριακή απόφαση
Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση (ανωτέρω), απέρριψε την έφεση σημειώνοντας τα εξής:
«Η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Η εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας. Ο τελευταίος είναι όρος πολυσήμαντος. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των σημείων που μόνο ο πρωτόδικος δικαστής που τον είδε και τον άκουσε μπορεί να παρατηρήσει. Και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσει υπό το πρίσμα της πείρας που διαθέτει και της γνώσης του της ανθρώπινης φύσης για να εκτελέσει το πιο σημαντικό και δυσκολότερο ίσως καθήκον του, την εύρεση της αλήθειας. Δεν είναι νοητός ο διαχωρισμός των κριτηρίων αξιοπιστίας ή αναξιοπιστίας ενός μάρτυρα από τα πρακτικά της υπόθεσης που περιέχουν τη μαρτυρία του. Το "άψυχο χαρτί", όπως εύστοχα και γραφικά το χαρακτήρισε ο κ. Μιχαηλίδης στο περίγραμμα της αγόρευσης του. Όλα αυτά αποκτούν εδώ ιδιαίτερη σημασία δοθέντος ότι οι ισχυρισμοί των διαδίκων, αναφορικά με τα επίδικα θέματα, είναι διαμετρικά αντίθετοι. Αν αφεθεί να δοθεί η μαρτυρία δεν θα υπάρχει τρόπος αξιολόγησης της. Δημιουργείται κενό, που συνιστά ανάσχεση της λειτουργίας της δικαιοσύνης.»
Στην παρούσα υπόθεση, έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές κρίνουμε ότι ορθά απορρίφθηκε το αίτημα των διαδίκων για προσαγωγή αυτού του είδους της μαρτυρίας, στην εξ' υπαρχής (de novo) ακρόαση της υπόθεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και λαμβάνοντας υπόψη κυρίως το γεγονός της προβολής εκ διαμέτρου αντίθετων απόψεων από πλευράς διαδίκων, άσκησε ορθά την διακριτική του ευχέρεια, κρίνοντας ότι αποδοχή του αιτήματος, ενείχε κινδύνους στην διαδικασία αξιολόγησης των μαρτύρων.
Οι κίνδυνοι αυτοί δεν μειώνονται όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος των εφεσειόντων, από το ότι οι μάρτυρες θα κληθούν να καταθέσουν εκ νέου και να αντεξεταστούν ως προς τις θέσεις που εξέφρασαν στην πρώτη δίκη, κάτι που δεν ίσχυε στην περίπτωση της υπόθεσης (ανωτέρω) όπου ο μάρτυρας απεβίωσε. Εξ' άλλου, είναι σαφές ότι σε διαδικασίες όπως η υπό κρίση, όπου παρατίθεται προφορική μαρτυρία που χρήζει αξιολόγησης, αυτή δεν αφορά μόνο την αντεξέταση αλλά το σύνολο της μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένης και της στάσης του μάρτυρα στο εδώλιο, όταν παραθέτει την εκδοχή του, κατά την κυρίως εξέταση.
Γεγονός παραμένει ότι με την αποδοχή του αιτήματος, το σύνολο της μαρτυρίας κατά την αρχική δίκη, (εξέταση - αντεξέταση και επανεξέταση), που συνιστά σημαντικό μαρτυρικό υλικό το οποίο εμπεριέχει εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης, θα κατατεθεί υπό την μορφή του άψυχου χαρτιού των πρακτικών, στερώντας έτσι από το πρωτόδικο Δικαστήριο, του σημαντικού πλεονεκτήματος να παρακολουθήσει από το εδώλιο του μάρτυρα, την προφορική παράθεση των συγκεκριμένων θέσεων των διαδίκων, ώστε να είναι σε θέσει να τις αξιολογήσει.
Σε σωρεία αποφάσεων της κυπριακής νομολογίας, επισημαίνεται ότι στο δικό μας αντιπαραθετικό σύστημα ακρόασης, η προφορική μαρτυρία και η όλη στάση του μάρτυρα στο εδώλιο, είναι πολύ καθοριστικές στην άσκηση από το εκδικάζον Δικαστήριο, του σημαντικού καθήκοντος αξιολόγησης της μαρτυρίας. Όπως πολύ χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση (1982) 1 C.L.R. 321, 325, το εκδικάζον Δικαστήριο στην ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, παρακολουθώντας την εξέλιξη των αντίπαλων αντιπαραθέσεων ενώπιον του, βρίσκεται σε μοναδική θέση να αξιολογήσει την μαρτυρία και τα αποδεικτικά στοιχεία στη σωστή τους προοπτική.
Είναι εύλογες ως εκ τούτου οι επισημάνσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως προς τον κίνδυνο παρεμπόδισης της ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας σε περίπτωση έγκρισης του αιτήματος, με αποτέλεσμα να μην παρέχεται πεδίο επέμβασης μας στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας να απορρίψει την από κοινού κατάθεση, των υπό κρίση πρακτικών και τεκμηρίων της αρχικής διαδικασίας.
Ορθή είναι επίσης η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν πρόωρο το αίτημα για καταχώρηση των πρακτικών για σκοπούς αντεξέτασης των μαρτύρων επί προηγούμενων ασυμβίβαστων δηλώσεων, δυνάμει του Άρθρου 33 του Κεφ. 9. Είναι σαφές ότι τέτοιο αίτημα θα μπορούσε να εγερθεί και εξεταστεί μόνο κατά την νέα ακροαματική διαδικασία και όπου υπάρχει ισχυρισμός για μαρτυρία που ενδεχομένως να είναι ασυμβίβαστη με θέση που τέθηκε στην προηγούμενη διαδικασία. Τότε μόνον θα μπορούσε να υποβληθεί αίτημα για παρουσίαση του μέρους εκείνου των πρακτικών, που αφορά το κατ' ισχυρισμό ασυμβίβαστο της μαρτυρίας. Δεν θα μπορούσε όμως εκ των προτέρων να κατατεθεί το σύνολο των πρακτικών με το ενδεχόμενο ότι μπορεί στο μέλλον να κατατεθεί αντιφατική μαρτυρία στην νέα δίκη.
Ούτε το γεγονός ότι τα πρακτικά της προηγούμενης δίκης μπορούν να χαρακτηριστούν ως «εξ' ακοής μαρτυρία» όπως ισχυρίστηκε ο συνήγορος των εφεσειόντων, αλλάζει το σκηνικό. Το ότι το υλικό αυτό θα μπορούσε να τύχει διαχείρισης δυνάμει του Άρθρου 27 του περί Αποδείξεως Νόμου (Κεφ. 9), που αφορά αξιολόγηση εξ' ακοής μαρτυρίας, δεν στερεί από το Δικαστήριο την διακριτική ευχέρεια να απορρίψει τέτοιου είδους μαρτυρία για λόγους που θεωρεί δίκαιους και εύλογους. Κάτι που ειδικά προβλέπεται στο Άρθρο 24.2 του Περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9, σύμφωνα με το οποίο οι διατάξεις του Μέρους αυτού του Νόμου, δεν καθιστούν αποδεκτή οποιαδήποτε μαρτυρία που θα αποκλειόταν για οποιοδήποτε άλλο λόγο, πλην του ότι είναι εξ ακοής.
Δεν υποτιμούμε το σημαντικό γεγονός της περαιτέρω καθυστέρησης εκδίκασης της αγωγής που εκκρεμεί για πάρα πολλά χρόνια, την επιβάρυνση της υπόθεσης με περαιτέρω έξοδα αλλά και την ταλαιπωρία των μαρτύρων που θα κληθούν να επανακαταθέσουν. Όμως στον συνυπολογισμό του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης, υπερισχύει κατά την κρίση μας η ανάγκη για αποφυγή διαδικασίας που ενδεχομένως να εμποδίσει το έργο αξιολόγησης της μαρτυρίας, κάτι που στην ουσία θα συνιστούσε ανάσχεση της λειτουργίας της δικαιοσύνης.
Θεωρούμε δεδομένο ότι η εκ νέου ακρόαση της υπόθεσης θα προχωρήσει τάχιστα, ώστε να ολοκληρωθεί στο πιο σύντομο δυνατό χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι πρόκειται για αγωγή που εκκρεμεί πρωτοδίκως για περίοδο πέραν των 10 χρόνων. Αυτή είναι άλλωστε και η πρόθεση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όπως προκύπτει από την ενδιάμεση απόφαση του. Κάτι που δεν κατέστη δυνατόν λόγω της καταχώρισης της παρούσας έφεσης.
Όπως δεδομένο θεωρούμε, το ανεπιθύμητο εξαίρεσης πρωτόδικου Δικαστή μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης για λόγους που ενδεχομένως θα μπορούσαν να εντοπιστούν από την αρχή της διαδικασίας. Κάτι που δημιουργεί ταλαιπωρία στους διαδίκους και στους μάρτυρες και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Η έφεση απορρίπτεται. Δεν θα επιδικάσουμε ωστόσο έξοδα λόγω του ότι οι λόγοι έφεσης, προωθήθηκαν από κοινού από αμφότερες τις πλευρές.
Αλ. Παναγιώτου, Π.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.