ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ.: 81/2018)
28 Μαρτίου, 2024
[ΣΤΑΥΡΟΥ, ΚΟΝΗΣ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. Μ.Α. ΚΤΗΜΑ ΜΑΚΕΝΖΥ ΛΤΔ
2. ΠΑΡΙΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ (ΑΛΛΩΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΠΑΡΙΣ)
3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΤΟΛΗ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
4. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΑΛΛΩΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΙΣΤΑΚΗ
Εφεσείοντες / Εναγόμενοι
και
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ‑ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΛΤΔ
(ΠΡΩΗΝ ΣΠΕ ΚΟΝΤΕΑΣ ΛΤΔ)
Εφεσίβλητοι / Ενάγοντες
ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 14/11/2023
1. Μ.Α. ΚΤΗΜΑ ΜΑΚΕΝΖΥ ΛΤΔ
2. ΠΑΡΙΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ (ΑΛΛΩΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΕΥΑΓΓΛΕΟΥ ΠΑΡΙΣ)
3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΤΟΛΗ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ
4. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΑΛΛΩΣ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ
Εφεσείοντες / Εναγόμενοι
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ
Εφεσίβλητοι / Ενάγοντες
-----------------------------
Ολυμπία Λάμπρου (κα) για Αντρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Αντρέας Ποιητής για Αντρέας Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
-----------------------------
ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα
δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας μετά από ακρόαση εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσίβλητων‑εναγόντων και εναντίον των εφεσειόντων‑εναγομένων 1, 2, 3 και 4 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των €126.224,86 πλέον τόκο προς 7,75% από 1.1.2012 μέχρι 3.7.2012 και τόκο προς 9,75% από 4.7.2012 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο φορές ετησίως από 1.1.2012, πλέον δικηγορικά έξοδα ως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Εξέδωσε επίσης εναντίον των εφεσειόντων εναγομένων 2 και 4 διάταγμα εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων που αναφέρονται στην αγωγή.
Οι εναγόμενοι 1‑4 - εφεσείοντες εφεσιβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με 11 λόγους έφεσης. Οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 αφορούν το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επιστολές προειδοποίησης και οι επιστολές τερματισμού που απέστειλαν οι εφεσίβλητοι, παραλήφθηκαν από τους εφεσείοντες χωρίς να υπάρχει ίχνος μαρτυρίας γι' αυτό και συνεπώς αμφισβητούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ότι οι εφεσείοντες είχαν ενημερωθεί μέσω των εν λόγω επιστολών για τον τερματισμό του δανείου από την εφεσίβλητη και ότι η ευθύνη των εφεσειόντων 2, 3 και 4 υπό την ιδιότητα τους ως εγγυητών, ενεργοποιήθηκε με την παραλαβή των επίδικων επιστολών.
Συναφής είναι και ο τέταρτος λόγος έφεσης, με τον οποίο οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο βασιζόμενο στο εσφαλμένο εύρημα του ότι η εφεσίβλητη απέδειξε τη νόμιμη και/ή νομότυπη απαίτηση πληρωμής και τερματισμού του επίδικου λογαριασμού, εσφαλμένα απόρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι η αγωγή ήταν πρόωρη και θα έπρεπε να απορριφθεί.
Ο πέμπτος και έκτος λόγοι έφεσης είναι επίσης σχετικοί μεταξύ τους και αφορούν την κατάσταση λογαριασμού επί της οποίας στηρίχτηκε η απαίτηση της εφεσίβλητης και τη θέση ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο την αποδέχτηκε ως σχετική με τα επίδικα θέματα, αφού φέρει άλλο αριθμό λογαριασμού σε σχέση με τον αριθμό λογαριασμού που αναφέρεται στη συμφωνία δανείου και εγγύησης, είναι άσχετη με την απαίτηση της εφεσίβλητης και δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να συνδέει την εν λόγω κατάσταση λογαριασμού με τη βάση αγωγής και/ή την απαίτηση της εφεσίβλητης εναντίον των εφεσειόντων. Με τον έκτο λόγο έφεσης αμφισβητείται επίσης το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατάσταση λογαριασμού που προσκομίστηκε και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2 στην πρωτόδικη διαδικασία αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία και ότι πληρούσε τις επιτακτικές προϋποθέσεις του άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9.
Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη δικαιούται σε τόκο υπερημερίας σε ποσοστό 2% πέραν του συμβατικού επιτοκίου, χωρίς η εφεσίβλητη να αποδείξει οποιαδήποτε ειδική ζημιά που να αντικατοπτρίζει το ποσοστό 2% ως τόκο υπερημερίας.
Σχετικός με τους λόγους έφεσης 5 και 6 είναι και ο όγδοος λόγος έφεσης, με τον οποίο οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν απέρριψε την αγωγή της εφεσίβλητης, αφού ουσιαστικά απέρριψε σχεδόν εξ ολόκληρου την κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 2, ως φέρουσα αυθαίρετες χρεώσεις που δεν καλύπτονται από τους νόμιμους όρους της συμφωνίας δανείου.
Ο ένατος λόγος έφεσης αφορά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αφαίρεση από τον επίδικο λογαριασμό του ποσού των €60 ως εξόδων τήρησης λογαριασμού και ότι με αυτή την αφαίρεση το υπόλοιπο που παρέμεινε είναι νόμιμο και χωρίς οποιαδήποτε αυθαίρετη χρέωση.
Σχετικός είναι και ο δέκατος λόγος έφεσης, με τον οποίο η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εντελώς εσφαλμένα και αυθαίρετα και χωρίς να έχει ενώπιόν του σχετική και επαρκή μαρτυρία, προέβη σε υπολογισμούς και μαθηματικές πράξεις για να καταλήξει σε απόφαση επί του τελικού υπόλοιπου του λογαριασμού.
Τέλος, αντικείμενο του εντεκάτου λόγου έφεσης είναι η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση με βάση όλα όσα αναφέρονται στους προηγούμενους λόγους έφεσης, σύμφωνα με τους οποίους, είναι η θέση των εφεσειόντων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να απορρίψει την απαίτηση της εφεσίβλητης.
Αμφότερες οι πλευρές καταχώρισαν στο Δικαστήριο τις θέσεις τους γραπτώς υπό τύπο περιγραμμάτων. Αναφέρουμε εδώ ότι η παρατήρηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εφεσίβλητων ότι το περίγραμμα που καταχωρήθηκε από τους εφεσείοντες είναι εντελώς εκτός των προνοιών του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα αγορεύσεων, Περιορισμός του χρόνου των προφορικών αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την απόρριψη προδήλως αβάσιμων εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού 4/1996, αφού δεν ξεχωρίζει λόγους εφέσεως, είναι ογκώδες και όχι συνοπτικό και είναι δύσκολο για κάποιο να το παρακολουθήσει, είναι ορθή και γίνεται ανάλογη σύσταση προς τους συνηγόρους για να ακολουθούν τις πρόνοιες των Νέων Κανονισμών περί Πολιτικής Δικονομίας όπως έχουν τροποποιηθεί και δη τα όσα αναφέρονται στο Μέρος 41.16 με τίτλο «Περιγράμματα Αγόρευσης», οι οποίοι, μεταξύ άλλων, προνοούν και για τον τρόπο και το περιεχόμενο σύνταξης περιγραμμάτων. Ειδικά γίνεται επίστηση της προσοχής των συνηγόρων στον Κανονισμό 41.16 (7) και (8), όπου αναφέρονται οι αρχές που πρέπει να τηρούνται αναφορικά με το περιεχόμενο του περιγράμματος αγόρευσης και τον τρόπο καταρτισμού του.
Προτού πραγματευτούμε τους λόγους έφεσης, αναφέρουμε ότι όπως φαίνεται μέσα από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης και τα πρακτικά του φακέλου, κατά την ακροαματική διαδικασία δόθηκε μαρτυρία από δύο μάρτυρες εκ πλευράς εφεσίβλητων‑εναγόντων, ενώ από πλευράς εφεσειόντων‑εναγομένων δεν προσφέρθηκε μαρτυρία. Κατατέθηκε επίσης δήλωση παραδεκτών γεγονότων, όπως και διαφορά Τεκμήρια ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε μετά από αξιολόγηση ως αξιόπιστους και αντικειμενικούς τους μάρτυρες που έδωσαν μαρτυρία για την υπόθεση της εφεσίβλητης, σημειώνοντας ότι η Υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε την αξιοπιστία τους. Επίσης η υπογραφή της επίδικης συμφωνίας δανείου, Τεκμήριο 5, από την εφεσείουσα 1 όσο και η παραχώρηση του ποσού των €120.000, ήταν παραδεχτό γεγονός και εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η εφεσίβλητη προσέφερε μαρτυρία ότι επειδή ο λογαριασμός της εφεσείουσας 1 δεν λειτουργούσε ικανοποιητικά, απέστειλε μέσω των δικηγόρων της επιστολή προς όλους τους εφεσείοντες στις 4.7.2012, με την οποία τους ενημέρωνε ότι ο λογαριασμός της εφεσείουσας 1 δεν λειτουργούσε ικανοποιητικά και/ή σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας δανείου και τους καλούσε όπως εντός των επόμενων 21 ημερών εξοφλήσουν το χρέος τους προς αυτή, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των €131.906,10 πλέον τόκους. Επειδή οι εφεσείοντες δεν συμμορφώθηκαν με την απαίτηση της εφεσείουσας να εξοφλήσουν το ως άνω υπόλοιπο λογαριασμού, στις 6.9.2012, Τεκμήριο 4, η εφεσείουσα απέστειλε νέα επιστολή προς τους εφεσίβλητους μέσω των δικηγόρων της, με την οποία ενημερώνονταν για τον τερματισμό του λογαριασμού της εφεσείουσας 1 και καλούντο να εξοφλήσουν το υπόλοιπο.
Όπως έχει αναφερθεί, οι εν λόγω επιστολές, Τεκμήρια 3 και 4, αποτελούν αντικείμενο λόγων έφεσης. Ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε αυθαίρετο και εσφαλμένο εύρημα ότι οι εν λόγω επιστολές παραλήφθηκαν από τους εφεσείοντες χωρίς να υπάρχει ίχνος μαρτυρίας επί τούτου ή έστω μαρτυρίας ότι οι εν λόγω επιστολές δεν έχουν επιστραφεί στην εφεσίβλητη, για να δημιουργείται το μαχητό Τεκμήριο ότι αυτές παραλήφθηκαν από τους εφεσείοντες. Αμφισβητείται επομένως το εύρημα του Δικαστηρίου ότι μέσω των επιστολών αυτών οι εφεσείοντες είχαν ενημερωθεί για τον τερματισμό του επίδικου δανείου και ότι περαιτέρω οι εφεσείοντες 2, 3 και 4 με αυτό τον τερματισμό ενεργοποιήθηκε η ευθύνη τους υπό την ιδιότητα τους ως εγγυητές.
Εκείνο που φαίνεται να ήταν καταλυτικής σημασίας για το πρωτόδικο Δικαστήριο ώστε να προβεί στο εύρημα ότι οι επίδικες επιστολές παραλήφθηκαν, είναι ότι υπήρξε παραδοχή ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου από τους εφεσείοντες ότι οι σχετικές επιστολές είχαν απoσταλεί. Γι' αυτό και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι επειδή το γεγονός της αποστολής των επιστολών ήταν κοινά παραδεχτό, αυτό διαφοροποιεί την παρούσα περίπτωση από τις περιπτώσεις όπου θα πρέπει με μαρτυρία η εφεσίβλητη να αποδείξει τη δημιουργία του μαχητού Τεκμηρίου για αποστολή των επιστολών.
Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 10 της απόφασης του αναφέρει «όπως έχει ήδη αναφερθεί, η αποστολή των επιστολών ‑Τεκμήρια 3 και 4‑ δηλώθηκε ως παραδεχτό γεγονός.». Περαιτέρω, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει, η θέση της Μ.Ε.1 ότι οι επιστολές στάλθηκαν και παραλήφθηκαν από τον πελάτη, δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει στη σελίδα 12 της απόφασης του:
«Η μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε σε σχέση με το πώς περιήλθε σε γνώση της η παραλαβή των ρηθεισών επιστολών από τους εναγόμενους. Η θέση της ότι οι ρηθείσες επιστολές παραλήφθηκαν από τους εναγόμενους, παρέμεινε αναντίλεκτη».
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στην απόφαση Alpha Bank Cyprus Ltd v. 1. Arena Motor Show Ltd κ.α. (2015) 1 Α.Α.Δ. 2077, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε το εύρημα πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε αποδειχθεί η αποστολή των επιστολών τερματισμού, δεχόμενο ότι η μαρτυρία ενός εκ των διευθυντών της εφεσείουσας, σύμφωνα με την οποία οι επιστολές τερματισμού στάλθηκαν από συγκεκριμένο πρόσωπο κατόπιν δικών του εντολών, ουδέποτε επιστράφηκαν σε συνδυασμό με ότι κατατέθηκαν χωρίς ένσταση, ήταν επαρκής προς απόδειξη της ταχυδρόμησης των επιστολών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά ανάφερε ότι το παραδεχτό γεγονός της αποστολής των επίδικων επιστολών Τεκμήρια 3 και 4, και η μη αμφισβήτηση της μαρτυρίας ότι οι επιστολές παραλήφθηκαν, του επέτρεπαν ορθά να καταλήξει στο εύρημα ότι οι επιστολές προειδοποίησης και τερματισμού, Τεκμήρια 3 και 4, παραλήφθηκαν από τους εφεσείοντες και ορθά εφαρμόζοντας την αρχή που καθιερώθηκε στην υπόθεση Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1Α.Α.Δ. 1465, ο εγγυητής καθίσταται υπόχρεος να καταβάλει το χρέος εφόσον καταστεί αυτό απαιτητό έναντι του πρωτοφειλέτη. Το Αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση Stimpson v. Smith [1999] 2 All E.R. 833, αναφέρθηκε ότι ο όρος για την παροχή ειδοποίησης προς τον εγγυητή να καταβάλει το χρέος του πρωτοφειλέτη σηματοδοτεί, «...the time from which the liability can be enforced.».
Επομένως οι λόγοι έφεσης 1, 2, 3 και 4 απορρίπτονται.
Σε σχέση με τον πέμπτο λόγο έφεσης και την κατάσταση λογαριασμού που παρουσίασε η Μ.Ε.1 κατά την πρωτόδικη διαδικασία και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι αυτή δεν θα πρέπει να είχε ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο καθ' ότι είναι εντελώς άσχετη με τα επίδικα θέματα, αφού φαίνεται να αφορά έναν εντελώς άσχετο και άγνωστο προς το Δικαστήριο λογαριασμό, διαφορετικό από τον λογαριασμό που αφορούν η επίδικη σύμβαση δανείου και η σύμβαση εγγύησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το εν λόγω θέμα και ανέφερε ότι όντως ο αριθμός λογαριασμού που παρουσιάζεται στο εν λόγω Τεκμήριο είναι διαφορετικός από τον αριθμό λογαριασμού που φαίνεται να αφορά το επίδικο δάνειο, όμως επισημαίνει ότι η Υπεράσπιση των εφεσειόντων εξέλαβε ως δεδομένο ότι η εν λόγω κατάσταση λογαριασμού αφορά το επίδικο δάνειο και μάλιστα αντεξέτασαν τη Μ.Ε.1 επί συγκεκριμένων εγγραφών του Τεκμηρίου 2, προβάλλοντας στη μάρτυρα τη θέση ότι το εν λόγω Τεκμήριο σε καμία περίπτωση αντικατοπτρίζει την ορθή κίνηση του επίδικου λογαριασμού. Όπως φαίνεται και από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση η ταυτότητα του επίδικου λογαριασμού, παρά μόνο έγιναν ερωτήσεις στη μάρτυρα για την κίνηση που παρουσίασε ο λογαριασμός και δη για χρεώσεις που έγιναν από τις 8.8.2012 μέχρι τις 10.12.2012. Σχετική είναι η σελίδα 14 των πρακτικών.
Ορθά επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε το εν λόγω Τεκμήριο ως αντικατοπτρίζον την κατάσταση του επίδικου λογαριασμού και ορθά αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν μπορούν εκ των υστέρων να ισχυρίζονται ότι το Τεκμήριο 2 δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με το επίδικο δάνειο.
Ορθή επίσης είναι και η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ήταν απαραίτητη η δικογράφηση του αριθμού του Τεκμηρίου 2, αφού σημασία δεν έχει ο αριθμός του λογαριασμού, αλλά o ίδιος ο λογαριασμός και το τι αυτός αντικατοπτρίζει.
Επομένως ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο έκτος λόγος έφεσης επίσης αφορά την κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 2. Ισχυρίζονται σχετικά οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η εν λόγω κατάσταση λογαριασμού αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία και ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφάλαιο 9, αφού ως και το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, η εν λόγω κατάσταση λογαριασμού δεν συγκρίθηκε με τις αρχικές καταχωρήσεις στο ηλεκτρονικό αρχείο της εφεσίβλητης.
Επί του σημείου αυτού, το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 15 και 16 της απόφασης του αναφέρει ότι η Μ.Ε.1 επεξήγησε στη μαρτυρία της ότι η κατάσταση λογαριασμού εκτυπώθηκε από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της εφεσίβλητης, o οποίος φυλάττεται στις κτιριακές της εγκαταστάσεις και είναι προγραμματισμένος ειδικά για να εκτυπώνει αυτές τις καταστάσεις, οι οποίες αποτελούν το τραπεζικό βιβλίο και σε αυτή τη μορφή περιέχονται όλες οι πληροφορίες και πράξεις που αποτελούν τους λογαριασμούς των πελατών της εφεσείουσας. Ανάφερε δε περαιτέρω στη μαρτυρία της ότι μετά την εκτύπωση της κατάστασης λογαριασμού, έλεγξε η ίδια την κατάσταση με τις αποδείξεις χρεοπιστώσεων των εφεσειόντων και διαπίστωσε πως ό,τι αναγράφεται σε αυτή αποτελεί ακριβή αναπαραγωγή όλων των σχετικών αποδείξεων. Κατά την αντεξέταση της δε, διευκρίνισε ότι σύγκρινε την κατάσταση λογαριασμού με τις εισπράξεις πληρωμών και τις λογιστικές εγγραφές.
Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, η σύγκριση της εν λόγω κατάστασης λογαριασμού με τις αποδείξεις χρεοπιστώσεων των εφεσειόντων δίδει στην εν λόγω κατάσταση λογαριασμού περισσότερη αξιοπιστία και εγκυρότητα, αφού οι εγγραφές της κατάστασης λογαριασμού συμφωνούν πλήρως με τις ρηθείσες αποδείξεις, γι' αυτό και το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι η ρηθείσα κατάσταση λογαριασμού δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη επειδή δεν συγκρίθηκε με την καταχώριση στο ηλεκτρονικό αρχείο της τράπεζας.
Η πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και προσθέτουμε επίσης ότι σύμφωνα με τη σελίδα 13 των πρακτικών, η Μ.Ε.1 ανάφερε ότι είχε ελέγξει την κατάσταση λογαριασμού με τις αποδείξεις εισπράξεων και λογιστικές εγγραφές. Το άρθρο 22(1) του Κεφ. 9 προνοεί όπως:
«22(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίvεται δεκτό σε όλες τις voμικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτoιας καταχώρισης και τωv θεμάτωv, δoσoληψιώv και λoγαριασμώv πoυ είvαι καταχωρισμέvα σ' αυτό.»
Το άρθρο 22 (6) του Κεφ. 9 αναφέρει τα ακολούθα:
«(6) Στo παρόv άρθρo-
"τραπεζικά βιβλία", oπoυδήπoτε απαvτάται, εκτός αv από τo κείμεvo πρoκύπτει διαφoρετική έvvoια, περιλαμβάvει καθoλικά, ημερoλόγια, ταμεία, λoγιστικά βιβλία και άλλα αρχεία χρησιμoπoιoύμεvα κατά τη συvήθη εργασία τράπεζας, είτε αυτά είvαι σε γραπτή μoρφή είτε φυλάσσovται σε μικρoταιvίες, μαγvητoταιvίες ή σε oπoιαδήπoτε άλλη μoρφή μηχαvικoύ ή ηλεκτρovικoύ μηχαvισμoύ αvάκτησης πληρoφoριώv.»
Κατά ακολουθία των πιο πάνω, οι αποδείξεις εισπράξεων και οι λογιστικές εγγραφές με βάση την πιο πάνω ερμηνεία του νόμου, περιλαμβάνονται στα «αρχεία» που χρησιμοποιούνται κατά τη συνήθη εργασία της τράπεζας και συνεπώς περιλαμβάνονται στα τραπεζικά βιβλία.
Επομένως και ο έκτος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη.
Αντικείμενο του έβδομου λόγου έφεσης είναι το μέρος της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο έκρινε ότι η εφεσίβλητη δικαιούται σε τόκο υπερημερίας ύψους 2% από 4.7.2012, πέραν του συμβατικού επιτοκίου το οποίο ανέρχεται σε 7,75% και επιδίκασε υπέρ της εφεσίβλητης ποσοστό τόκου 9,75% από 4.7.2012 (7,75% συν 2%).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφαση του ότι ουδέποτε υπεβλήθηκε στη μάρτυρα ότι θα έπρεπε να μειωθεί στο συνολικό επιτόκιο λόγω μείωσης του βασικού επιτοκίου από την Κεντρική Τράπεζα. Η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι η εφεσείουσα με βάση το άρθρο 3 του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου Νόμου Ν. 160(I)/1999, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, δεν δικαιούται σε οποιοδήποτε ποσοστό τόκου υπερημερίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 19 και 20 της απόφασης του και αφού παραβάλει το άρθρο 3 του εν λόγω Νόμου και τον όρο 3 (β) της επίδικης συμφωνίας που αφορά την επιβολή τόκου υπερημερίας, αναφέρει ότι:
«καθίσταται εμφανές ότι η ίδια η επίδικη συμφωνία δανείου καθορίζει το ποσοστό του τόκου υπερημερίας σε 2%. Αδιαμφισβήτητα δε το ποσοστό αυτό δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο στο άρθρο 3 του σχετικού νόμου. Αντίθετα, βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με αυτό».
Συνεπώς το Δικαστήριο το 2% που αναφέρεται σαν τόκος υπερημερίας δεν το επιδίκασε σαν τιμωρία των εφεσειόντων, αλλά σαν μέρος της συμφωνίας η οποία ήταν έγκυρη. Επομένως το εν λόγω 2% δεν ήταν τόκος υπερημερίας τον οποίο επέβαλε εκ των υστέρων η εφεσίβλητη, αλλά μέρος της συμφωνίας περί τόκου μεταξύ των διαδίκων όπως ρητά διαλαμβάνεται στον όρο 3 (β) της επίδικης συμφωνίας δανείου. Στην υπόθεση Γεώργιος Κ. Ιωαννίδης και άλλοι v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 1491, έγινε αποδεκτή η επιβολή από την εφεσίβλητη πρόσθετης επιβάρυνσης 3% ενόψει του ότι προνοείτο στη μεταξύ των μερών υπογραφείσας συμφωνίας. Επομένως ήταν ορθή η εν λόγω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν χρειαζόταν απόδειξη ότι η εφεσίβλητη υπέστη ζημία την οποία έπρεπε να αποδείξει που να αντικατοπτρίζει το ποσοστό 2% ως τόκο υπερημερίας.
Επίσης, με βάση το άρθρο 3 (1)(δ) του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου Νόμου Ν. 160(I)/1999, απαγορεύεται ο ανατοκισμός περισσότερο από δύο φορές τον χρόνο. Άρα καθίσταται φανερό ότι με βάση το εν λόγω άρθρο είναι επιτρεπτός ο ανατοκισμός μέχρι δύο φορές τον χρόνο και συνεπώς η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.
Και ο έβδομος λόγος έφεσης, απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 8, 9 και 10 αφορούν τις χρεώσεις της επίδικης κατάστασης λογαριασμού, η νομιμότητα των οποίων αμφισβητείται από την Υπεράσπιση, καθώς και το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι μπορεί να αφαιρέσει ποσό ως έξοδα τήρησης λογαριασμού, καθώς και προέβηκε σε υπολογισμούς και μαθηματικές πράξεις για να καταλήξει σε απόφαση επί του τελικού υπόλοιπου του λογαριασμού, χωρίς να μπορεί να δικαιολογείται να προβεί σε τέτοιες ενέργειες. Όπως αναφέρεται και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο λογαριασμός της εφεσείουσας 1 χρεώθηκε πέραν των τόκων με διάφορα άλλα ποσά όπως έξοδα τήρησης λογαριασμού, έξοδα ειδοποιήσεων, δικηγορικά έξοδα και έξοδα ασφάλειας. Η Μ.Ε.1 αποδέχτηκε ότι τα έξοδα τήρησης λογαριασμού πρέπει να αφαιρεθούν από τον επίδικο λογαριασμό, και το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι περιγραφόμενες χρεώσεις δεν καλύπτονται από τους όρους της επίδικης συμφωνίας δανείου, με αποτέλεσμα να είναι αυθαίρετες και να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. Εκείνο το οποίο έγινε ακολούθως, είναι αφού το Δικαστήριο σημείωσε ότι μόνο μία πληρωμή έγινε από την εφεσείουσα 1 για ποσό €1.000, η οποία φαίνεται και στο Τεκμήριο 2, θεώρησε ότι μπορεί να προβεί στον υπολογισμό του οφειλόμενου ποσού χωρίς να λάβει υπόψη του τα ποσά που χρεώθηκαν αυθαίρετα και προς τούτο κατέληξε στο ποσό των €126.224,86 επί του οποίου και υπολόγισε τον τόκο.
Η κατάσταση λογαριασμού ήταν απλή. Μόνο μία πληρωμή υπήρχε. Τα υπόλοιπα είναι αυτόδηλα. Το Δικαστήριο προέβηκε σε απλές πράξεις αριθμητικής χωρίς να χρειάζεται εμπειρογνώμονα για να πράξει τούτο. Περαιτέρω, οι εφεσείοντες δεν προσβάλλουν τον υπολογισμό από το Δικαστήριο ως λανθασμένο. Θεωρούν μόνο ότι δεν θα έπρεπε το Δικαστήριο να προβεί σε οποιουσδήποτε υπολογισμούς. Δεν μας βρίσκει σύμφωνους αυτή η θέση. Οι απλές μαθηματικές πράξεις στις οποίες προέβηκε το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη και τη θέση της μάρτυρας για αφαίρεση του ποσού που αφορά τα έξοδα τήρησης λογαριασμού, και με δεδομένη τη μόνο μία πίστωση πληρωμής €1.000, επέτρεπαν στο Δικαστήριο να προβεί σε αυτές τις απλές μαθηματικές πράξεις και να καταλήξει επί του ποσού που δικαιούτο η εφεσίβλητη.
Επομένως ούτε και αυτές οι θέσεις των εφεσειόντων ισχύουν και οι λόγοι έφεσης 8, 9 και 10 απορρίπτονται.
Δεν προσθέτει κάτι και επομένως έκθετος σε απόρριψη είναι και ο εντέκατος λόγος έφεσης, o οποίος αφορά τον ισχυρισμό ότι με βάση όλους τους προηγούμενους λόγους έφεσης το Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων 1‑4.
Λαμβάνοντας υπόψη μας όλα τα πιο πάνω και την απόρριψη των λοιπών λόγων έφεσης, θεωρούμε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ο εντέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητα της. Όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων 1‑4 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα έξοδα €5.170 πλέον ΦΠΑ.
ΣΤ. Ν. ΣΤΑΥΡΟΥ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.