ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 271/18)
15 Μαρτίου 2024
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]
1. Zilha Ozay Oguz, άλως Zihla Ozay Halil, ως μια εκ των 2 διαχειριστριών της περιουσίας του αποβιώσαντα Mehmet Oguz άλλως Mehmet Ahmet Bessim.
2. Mine Oguz ως μια εκ των 2 διαχειριστριών της περιουσίας του αποβιώσαντα Mehmet Oguz άλλως Mehmet Ahmet Bessim.
Εφεσείουσες
ν.
1. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
2. Υπουργού Εσωτερικών υπό την ιδιότητα του ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών
Εφεσίβλητοι
Για εφεσείουσες: κος Κωνσταντίνος Κυριακόπουλος
Για εφεσίβλητους: κα Έλλη Φλωρέντζου
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Οι εφεσείουσες είναι οι διαχειρίστριες της περιουσίας του αποβιώσαντος Τουρκοκύπριου Mehmet Oguz άλλως Mehmet Ahmet Bessim, κάτοχου Αγγλικού διαβατηρίου. Είναι παραδεκτό ότι ο αποβιώσας γεννήθηκε στο χωριό Μουτταγιάκα της Επαρχίας Λεμεσού στις 22/2/1943 και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο το 1968, όπου διέμενε μόνιμα μέχρι το θάνατο του στις 13.11.2005. Είναι επίσης παραδεκτό ότι ήταν ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης 6 ακινήτων που βρίσκονται στο χωριό Μουτταγιάκα της επαρχίας Λεμεσού. Όλοι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος είναι επίσης κάτοχοι βρετανικής υπηκοότητας και εξακολουθούν να είναι μόνιμοι κάτοικοι Λονδίνου. Είναι περαιτέρω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι παρά την απόκτηση της βρετανικής υπηκοότητας, ο αποβιώσας ως πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας πριν την μετανάστευση του στην Μ. Βρετανία, ουδέποτε απώλεσε τα δικαιώματα του λόγω της τουρκοκυπριακής του ιδιότητας.
Μετά την τουρκική εισβολή το 1974 και την κατάληψη μεγάλου μέρους του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας από τα Τουρκικά στρατεύματα, οι Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν την ακίνητη περιουσία τους στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία και εγκαταστάθηκαν στο βόρειο τμήμα του νησιού που ελέγχεται από τον κατοχικό στρατό. Με το διάταγμα 671/75 ημερομηνίας 11.9.1975 που εκδόθηκε στη βάση του Περί Επιτάξεως Ιδιοκτησίας Νόμου 21/62, η Δημοκρατία έθεσε υπό επίταξη όλη την ακίνητη περιουσία που ανήκε σε Τουρκοκύπριους και βρισκόταν σε περιοχές που συνέχιζαν να ελέγχονται από το νόμιμο κράτος, μέχρι και τις 30.6.1991. Από την 1.7.1991 ο Υπουργός Εσωτερικών (εφεσίβλητος 2), διορίστηκε Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών δυνάμει του Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (διαχείριση και άλλα θέματα) Νόμου 139/91, με αποκλειστική αρμοδιότητα να διαχειρίζεται κάθε ακίνητη ιδιοκτησία που ανήκει σε Τουρκοκύπριο, η οποία βρίσκεται στις περιοχές που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία.
Στο πλαίσιο της πιο πάνω διαχείρισης, η Δημοκρατία ανήγειρε σε δύο από τα πιο πάνω έξι ακίνητα του αποβιώσαντος, κατοικίες για στέγαση οικογενειών Ελληνοκυπρίων που προσφυγοποιήθηκαν λόγω της τουρκικής εισβολής, ενώ επί ενός τρίτου τεμαχίου, ανήγειρε κοινοτικό νηπιαγωγείο.
Μετά την τροποποίηση του Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου 139/91 με τον Νόμο 39(Ι)/2010, δόθηκε η εξουσία στον Κηδεμόνα να άρει με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του και υπό τους κατά την κρίση του κατάλληλους όρους, τη διαχείριση συγκεκριμένης τουρκοκυπριακής περιουσίας αφού σταθμίσει τους σχετικούς παράγοντες, περιλαμβανομένου του κατά πόσον ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας ή οι κληρονόμοι ή οι διάδοχοί του στον τίτλο, κατέχουν περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριο, στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.
Στον ίδιο Νόμο 39(Ι)/2010, αναφέρεται επίσης ότι προσμετρά θετικά για άρση της διαχείρισης τουρκοκυπριακής περιουσίας, μεταξύ άλλων το γεγονός ότι πρόκειται για περιουσία που όταν περιήλθε υπό καθεστώς διαχείρισης από τον Κηδεμόνα, ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης είχε τη συνήθη διαμονή του στο εξωτερικό όπου είχε μεταβεί οποτεδήποτε πριν ή μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και συνεχίζει να διαμένει εκεί.
Τέλος με τον τροποποιητικό Νόμο 39(Ι)/2010, εισήχθη πρόνοια αναφορικά με το δικαίωμα αγωγής, από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι λόγω της εφαρμογής του Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου 139/91, παραβιάστηκε οποιοδήποτε δικαίωμα του όπως κατοχυρώνεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Το αγώγιμο δικαίωμα γεννιέται εάν απορριφθεί σχετικό αίτημα του προσώπου αυτού στον Κηδεμόνα, με το οποίο αξιώνει μεταξύ άλλων την απόδοση της περιουσίας του που τελεί υπό καθεστώς διαχείρισης, καθώς και αποζημιώσεις για ζημιά ή βλάβη που έχει υποστεί λόγω της κατ' ισχυρισμό παραβίασης των δικαιωμάτων του.
Μετά την τροποποίηση του Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου 139/91 με τον Νόμο 39(Ι)/2010, οι εφεσείουσες ως διαχειρίστριες της περιουσίας του αποβιώσαντος, απέστειλαν επιστολή στον Κηδεμόνα ημερομηνίας 24.11.2010, με την οποία υπέβαλαν διάφορα αιτήματα για άμεση αποκατάσταση των περιουσιακών τους δικαιωμάτων στα επίδικα ακίνητα.
Στην συνέχεια, καταχώρισαν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ζητώντας επαναφορά των ιδιοκτησιακών τους δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα αξίωσαν διάταγμα παράδοσης της κατοχής των έξι επίδικων ακινήτων. Αιτήθηκαν επίσης αποζημιώσεις για μεταξύ άλλων παράνομη επέμβαση και για απώλεια χρήσης, καθ' όλο το χρονικό διάστημα που τα ακίνητα βρίσκονταν υπό καθεστώς κατάσχεσης από την Δημοκρατία μέχρι τις 30.6.1991 και υπό καθεστώς διαχείρισης από τον Κηδεμόνα από την 1.7.1991, μέχρι την παράδοση τους.
Προκύπτει από την έκθεση απαίτησης ως ισχυρισμός των εφεσειουσών, ότι η διαδοχική επίταξη των ακινήτων του αποβιώσαντα για περίοδο 16 ετών από την Δημοκρατία - εφεσίβλητη 1, και η αδιάλειπτη και κατ' εξακολούθηση διαχείριση τους από τον Κηδεμόνα - εφεσίβλητο 2, χωρίς την συγκατάθεση του αποβιώσαντα και χωρίς την καταβολή επαρκούς ή οποιασδήποτε αποζημίωσης, συνιστά παράνομη παρέμβαση των εφεσιβλήτων στην πιο πάνω ακίνητη περιουσία.
Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι διάδικοι κατέληξαν στις 15.7.2014 σε μερική διευθέτηση της υπόθεσης. Συγκεκριμένα τα τρία ακίνητα στα οποία ανεγέρθηκαν προσφυγικές κατοικίες και το κοινοτικό νηπιαγωγείο, συμφωνήθηκε να απαλλοτριωθούν από την Δημοκρατία με καθορισμένο ποσό αποζημίωσης ύψους €3.200.000. Προς τον σκοπό υλοποίησης των συμφωνηθέντων, η Δημοκρατία ενεργοποίησε διαδικασία απαλλοτρίωσης, η οποία ολοκληρώθηκε. Επιπλέον, συμφωνήθηκε όπως τα υπόλοιπα τρία τεμάχια επιστραφούν στις εφεσείουσες, οι οποίες ήταν ελεύθερες να ασκούν όλα τα ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα επί αυτών.
Ενόψει των πιο πάνω, παρέμεινε μόνο για εκδίκαση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το ζήτημα των αποζημιώσεων και ειδικότερα η απαίτηση από τις εφεσείουσες, ειδικών και γενικών αποζημιώσεων για κατ' ισχυρισμό παράνομη επέμβαση των εφεσιβλήτων στην περιουσία του αποβιώσαντος και απαγόρευσης από τους εφεσιβλήτους, της άσκησης των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στα επίδικα ακίνητα από τις 11.9.1975 που επιτάχθηκαν, μέχρι και της απόδοσης τους στις 15.7.2014.
Μετά από ακρόαση για τα πιο πάνω εναπομείναντα επίδικα θέματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι παρά την απόκτηση της βρετανικής υπηκοότητας, ο αποβιώσας ως πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας πριν την μετανάστευση του στην Μ. Βρετανία, ουδέποτε απώλεσε τα δικαιώματα του στην επίδικη περιουσία. Εντούτοις, το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσειουσών για παραβίαση των περιουσιακών δικαιωμάτων του αποβιώσαντος λόγω εθνοτικής καταγωγής. Κρίθηκε ότι δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός για δυσμενή διάκριση εναντίον του αποβιώσαντος, του οποίου η περιουσία νόμιμα επιτάχθηκε και στη συνέχεια νόμιμα τέθηκε υπό την διαχείριση του Κηδεμόνα.
Επιπλέον κρίθηκε ότι δεν δόθηκε μαρτυρία από τις εφεσείουσες που να καταδεικνύει ότι ο αποβιώσας διεκδίκησε με οποιοδήποτε τρόπο την επίδικη περιουσία για χρήση και αξιοποίηση της, ώστε να δικαιολογείται νωρίτερα η άρση της διαχείρισης από τον Κηδεμόνα. Μετά την τροποποίηση του Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου 139/91 με τον Νόμο 39(Ι)/2010, στάλθηκε επιστολή από τους δικηγόρους των εφεσειουσών ημ. 24.11.2010 με την οποία ζητούσαν αποκατάσταση των ιδιοκτησιακών τους δικαιωμάτων και ενημέρωναν τον Κηδεμόνα ότι θα λάβουν δικαστικά μέτρα εναντίον του, λόγω της μη άρσης της κηδεμονίας. Τότε ήταν που ο Κηδεμόνας ζήτησε στοιχεία σε σχέση με τον αποβιώσαντα και τους κληρονόμους του για σκοπούς διερεύνησης, του κατά πόσον δικαιούνται σε άρση της διαχείρισης και στις υπόλοιπες θεραπείες που προβλέπονται από τον Νόμο 139/91 όπως τροποποιήθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στις εφεσείουσες ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων του, αποζημιώσεις για απώλεια χρήσης αναφορικά με τα τρία ακίνητα που τους επιστράφηκαν από το χρονικό σημείο που διεκδικήθηκε από τις εφεσείουσες η επίδικη περιουσία μέχρι την αποκατάσταση των περιουσιακών τους δικαιωμάτων, ήτοι από τότε που απέστειλαν την επιστολή ημερομηνίας 24.11.2010 μέχρι τις 15.7.2014 που η εν λόγω περιουσία τους επιστράφηκε. Κρίθηκε συναφώς ότι οι εφεσίβλητοι καθυστέρησαν αδικαιολόγητα να απαντήσουν στο νόμιμο αίτημα των εφεσειουσών ημερομηνίας 24.11.2010.
Όμως για τα τρία ακίνητα που απαλλοτριώθηκαν, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν δικαιολογείται οιονδήποτε ποσόν για απώλεια χρήσης λόγω της αποζημίωσης που οι εφεσείουσες εισέπραξαν από την Δημοκρατία στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλοτρίωσης.
Απορρίφθηκε επίσης η αξίωση για αποζημιώσεις λόγω μη χρηματικών βλαβών (non pecuniary damages) για κατ' ισχυρισμό αισθήματα αδικίας του αποβιώσαντα λόγω στέρησης της περιουσίας του. Κρίθηκε ότι η επίδικη περιουσία τέθηκε νόμιμα υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας για σκοπούς προστασίας της και επιστράφηκε στις εφεσείουσες όταν η νομοθεσία το επέτρεψε. Επιπλέον, η Δημοκρατία αποζημίωσε τις εφεσείουσες για τα ακίνητα που χρησιμοποιήθηκαν για ανέγερση προσφυγικών οικισμών και κοινοτικού νηπιαγωγείου, δυνάμει απαλλοτρίωσης.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο τονίζει επί του προκειμένου ότι δεν διαφεύγει της προσοχής ότι ο αποβιώσας, ενώ είχε πάντα την δυνατότητα να επισκεφθεί την επίδικη περιουσία του, ουδέποτε το έπραξε. Στοιχείο που δεν υποστηρίζει την θέση του για ύπαρξη συναισθημάτων αδικίας, πικρίας και απογοήτευσης για την μη χρήση της περιουσίας του, ώστε να δικαιολογείται η επιδίκαση αποζημιώσεων για μη υλική ζημιά.
Επίσης απορρίφθηκε η αξίωση για επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα γεγονότα της υπόθεσης δεν καταδεικνύουν συμπεριφορά των εφεσιβλήτων που να δικαιολογεί την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων.
Αναφορικά με το ύψος της αποζημίωσης για απώλεια χρήσης των τριών ακινήτων που δεν απαλλοτριώθηκαν, το Δικαστήριο άκουσε μαρτυρία από δύο εμπειρογνώμονες ως προς την ενοικιαστική αξία των επίδικων ακινήτων κατά την διάρκεια της επίταξης και στην συνέχεια κατά το χρόνο που τελούσαν υπό διαχείριση από τον Κηδεμόνα. Για τους λόγους που εξηγεί στην απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την μαρτυρία της εμπειρογνώμονος των εφεσιβλήτων (Μ.Υ.1), απορρίπτοντας αυτή του εμπειρογνώμονα των εφεσειουσών (Μ.Ε.2).
Σύμφωνα με την μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, η ενοικιαστική αξία των τριών ακινήτων που δεν απαλλοτριώθηκαν κατά την κρίσιμη περίοδο από 11.9.2010 μέχρι 15.7.2014 είναι ως ακολούθως:
1. Τεμάχιο 483 - €455,06
2. Τεμάχιο 496 - €1.182,66
3. Τεμάχιο 600 - €1.364,62
Σύνολο €3.002,34
Ως αποτέλεσμα, το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στις εφεσείουσες το ποσόν των €3.002,34 για απώλεια χρήσης των πιο πάνω τριών ακινήτων για την περίοδο από 11.9.2010 μέχρι 15.7.2014. Αυτό παρότι η αρχική κρίση του ήταν ότι οι εφεσείουσες δικαιούντο αποζημιώσεις από 24.11.20/10 που διεκδικήσαν τα ακίνητα και όχι 2 και πλέον μήνες νωρίτερα από 11.9.2010 που αναφέρει η εκτίμηση της Μ.Υ.1, κάτι που όμως δεν αποτέλεσε αντικείμενο αντέφεσης και ως εκ τούτου δεν θα μας απασχολήσει.
Οι εφεσείουσες με 10 λόγους έφεσης, αμφισβητούν την πιο πάνω πρωτόδικη απόφαση.
Με τους πρώτους τέσσερις λόγους έφεσης, οι εφεσείουσες αμφισβητούν την πρωτόδικη κρίση ότι ο αποβιώσας εγκατέλειψε την περιουσία του και δεν την διεκδίκησε μέχρι τις 24.11.2010 (1ος λόγος έφεσης) και ότι η επίδικη περιουσία νόμιμα επιτάχθηκε και στην συνέχεια νόμιμα τέθηκε υπό την διαχείριση του Κηδεμόνα, και ότι δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση εναντίον του εφεσείοντα λόγω της τουρκοκυπριακής καταγωγής του (λόγοι έφεσης 2 και 3). Αμφισβητείται επίσης με τον 4ο λόγο έφεσης, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείουσες δεν δικαιούνται σε αποζημιώσεις για απώλεια χρήσης για τη χρονική περίοδο από 11.9.1975 που έγινε η επίταξη μέχρι 24.11.2010 που διεκδίκησαν την περιουσία τους, στη βάση της ισχυριζόμενης παράνομης κατοχής. Στην ουσία με τους τέσσερις πρώτους λόγους έφεσης, αμφισβητείται η πρωτόδικη κρίση ότι η επίδικη περιουσία νόμιμα επιτάχθηκε και στη συνέχεια νόμιμα τέθηκε υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν για τους λόγους που θα εξηγήσουμε πιο κάτω.
Στην υπόθεση Αν. Έφεση 111/13 ημ. 27.11.2019, λέχθηκαν τα εξής χαρακτηριστικά:
« Συναφώς, η συνταγματικότητα του Νόμου είναι δεδομένη δυνάμει των αποφάσεων Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ 1077, A. Chr . Solomonides Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα (2003) 1 Α.Α.Δ 1275 και Balce (2010) 1 Α.Α.Δ 680. Δεν τίθεται θέμα συνεπώς καταστρατήγησης οποιωνδήποτε συνταγματικών διατάξεων, ούτε υφίσταται παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ή του Πρωτοκόλλου 4 της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και σχετικές προς τούτο είναι οι αποφάσεις του ΕΔΑΔ στις Mehmet Yilmaz ν. Δημοκρατίας και τριών άλλων αιτήσεων, Αίτηση αρ. 4722/05 ημερ. 28.8.2012, Niazi Kazali and Hakan Kazali v. Cyprus και οκτώ άλλων αιτήσεων ημερ. 6.3.2012 . Ούτε και τίθεται θέμα φυλετικής διάκρισης ή ανισότητας δυνάμει του Άρθρου 28 του Συντάγματος. Οι τουρκοκυπριακές περιουσίες τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης δυνάμει του Νόμου, ο οποίος θεσπίστηκε για να ρυθμίσει μια έκτακτη πολιτειακή ανάγκη.»
Στην ίδια υπόθεση λέχθηκε ότι όπως έχει κατ' επανάληψη τονισθεί από τη νομολογία, η θέσπιση του Νόμου 139/91 δεν είχε ποτέ και δεν έχει σκοπό να περιορίσει μονίμως ή να αποστερήσει τα δικαιώματα των νόμιμων ιδιοκτητών της εγκαταληφθείσας τουρκοκυπριακής περιουσίας, αλλά να τύχει διαχείρισης για όσο χρόνο αυτό είναι αναγκαίο και μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης. Γίνεται επί του προκειμένου παραπομπή στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (2011) 3 Α.Α.Δ. 135, όπου υποδείχθηκε ότι το προοίμιο του Νόμου κατέγραψε επεξηγηματικά ότι η ψήφιση του, κατέστη αναγκαία ως συνέπεια της τουρκικής εισβολής που είχε ως αποτέλεσμα να εγκαταλειφθούν οι αντίστοιχες περιουσίες των Τουρκοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας. Ο Νόμος κατέστησε τον Υπουργό Εσωτερικών Κηδεμόνα των περιουσιών αυτών ώστε να δύναται να τις διαχειρίζεται συμφώνως των διατάξεων του Νόμου, διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης. Ως «τουρκοκυπριακή περιουσία» περιλαμβάνεται κάθε ιδιοκτησία που ανήκει σε Τουρκοκύπριους στις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές, ενώ «Τουρκοκύπριος» σημαίνει αυτόν που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις περιοχές που ελέγχονται από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι σύμφωνα με τον Νόμο 139/91, βασικό κριτήριο είναι η «εγκατάλειψη» της περιουσίας από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη της, ανεξαρτήτως αν αυτός μετέβη στις κατεχόμενες περιοχές ή βρισκόταν στο εξωτερικό. Με αυτήν την έννοια, εντάχθηκαν υπό την διαχείριση του Κηδεμόνα για σκοπούς προστασίας τους, και ακίνητα των οποίων οι Τουρκοκύπριοι ιδιοκτήτες τους βρίσκονταν στο εξωτερικό και τα εγκατέλειψαν, με την έννοια ότι δεν τα διεκδίκησαν ούτε επεδίωξαν την διαχείριση τους στις ελεύθερες περιοχές μετά την εισβολή του 1974. Είναι δε σαφές ότι η τουρκοκυπριακή περιουσία στις ελεύθερες περιοχές, της οποίας οι ιδιοκτήτες διέμεναν στο εξωτερικό χωρίς να την διεκδικήσουν μετά το 1974, σαφώς έχρηζε και αυτή προστασίας δυνάμει του Νόμου για αποφυγή άτακτης χρήσης και παράνομης εκμετάλλευσης της.
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η διαχείριση από τον Κηδεμόνα των περιουσιών στις ελεύθερες περιοχές που ανήκουν σε Τουρκοκύπριους, οι οποίοι έχουν την διαμονή τους στο εξωτερικό όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση, δεν είναι παράνομη ούτε συνιστά δυσμενή διάκριση όπως ισχυρίζεται ο συνήγορος των εφεσειουσών. Επαναλαμβάνεται ότι το κριτήριο δεν είναι μόνο ο τόπος διαμονής αλλά η εγκατάλειψη της περιουσίας και η συνεπακόλουθη ανάγκη προστασίας της.
Η διαφοροποίηση που προβλέπει ο Νόμος 139/91 όπως τροποποιήθηκε με τον Νόμο 39(Ι)/2010 για τους Τουρκοκύπριους που έχουν την συνήθη διαμονή τους στο εξωτερικό, σε αντίθεση με αυτούς που εγκατέλειψαν τις περιουσίες τους και μετέβησαν στα κατεχόμενα, είναι ότι στους πρώτους παρέχεται η δυνατότητα ολικής ή μερικής άρσης της διαχείρισης από τον Κηδεμόνα σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος (α) του Νόμου. Όπως δε πολύ ορθά αναφέρει η συνήγορος για την Δημοκρατία στην αγόρευση της, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ποιοι Τουρκοκύπριοι μετανάστευσαν στο εξωτερικό και ποιοι εγκαταστάθηκαν στα κατεχόμενα. Ως εκ τούτου, εναπόκειται στους ιδίους τους Τουρκοκύπριους ιδιοκτήτες να αποταθούν στον Κηδεμόνα και να αποδείξουν ότι πληρούν τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος για άρση της διαχείρισης των περιουσιών τους.
Δεν διαφεύγει της προσοχής ότι η τροποποίηση του Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου 139/91 με τον Νόμο 39(Ι)/2010, ακολούθησε την εξέλιξη της υπόθεσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) Application No. 18163/04, ημερομηνίας 14.1.2010, στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Γενικού Εισαγγελέα, αποδέχθηκε να καταβάλει αποζημίωση στην Τουρκοκύπρια αιτήτρια που διέμενε στο εξωτερικό και να της επιστρέψει την περιουσία της.
Στην παρούσα υπόθεση, ο συνήγορος για τις εφεσείουσες παραπέμποντας στην πιο πάνω υπόθεση , υποστήριξε ότι αυτή αποτελεί δεσμευτικό προηγούμενο και δεν συνιστά απλά μία καταγραφή συμβιβασμού. Ισχυρίστηκε επί του προκειμένου ότι οι αρχές που καθιέρωσε η πιο πάνω υπόθεση, εφαρμόζονται και στην παρούσα περίπτωση όπου καταδεικνύεται η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του αποβιώσαντα όπως αυτά καθορίζονται στη Σύμβαση και τα Πρωτόκολλα της, με την κατ' ισχυρισμό παράνομη συμπερίληψη της περιουσίας του, στον Νόμο 139/91.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω άποψη. Όπως τονίζεται στην απόφαση (ανωτέρω), στην υπόθεση του ΕΔΑΔ δεν έγινε καμία αναφορά σε οτιδήποτε που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο Νόμος 139/91 επενεργούσε ή επενεργεί κατ' αντίθεση προς βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:
« Δεν είναι ορθή η θέση του κ. Κακουλλή ότι η υπόθεση Sofi - ανωτέρω - επιβεβαιώνει τη θέση του ότι η Δημοκρατία αποδέχθηκε ότι ο Νόμος καταστρατηγεί το δικαίωμα στην απόλαυση περιουσίας ή ότι αναγνωρίστηκε ότι μπορούσε να αποδοθεί πίσω περιουσία έστω και χωρίς τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η υπόθεση Sofi αφορούσε ένα εξώδικο συμβιβασμό ο οποίος απλώς καταγράφηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η αίτηση της εκεί αιτήτριας απεσύρθη, το δε Δικαστήριο διέγραψε την υπόθεση από τον κατάλογο των εκκρεμουσών υποθέσεων. Δεν έγινε καμιά απολύτως παραδοχή από πλευράς της Δημοκρατίας ως προς την ουσία της υπόθεσης, ούτε έγινε οποιαδήποτε αναφορά σε οτιδήποτε που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο Νόμος αρ. 139/91 επενεργούσε ή επενεργεί κατ' αντίθεση προς βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Η αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι θα επεδίωκε την τροποποίηση του Νόμου, (όπως και επιτεύχθη με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 39(Ι)/10), δεν έχει αντίκτυπο στα γεγονότα της υπό κρίσης υπόθεσης, αλλά αναφέρεται βασικά στη δυνατότητα άρσης της διαχείρισης Τουρκοκυπριακών περιουσιών σε περιπτώσεις, μεταξύ άλλων, όπου ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας διέμενε συνήθως στο εξωτερικό πριν ή μετά την Τουρκική εισβολή.»
Κρίνουμε ενόψει των πιο πάνω ότι δεν ευσταθούν οι θέσεις των εφεσειουσών ότι η συμπερίληψη της περιουσίας του αποβιώσαντα στις πρόνοιες του Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμου 139/91, συνιστά δυσμενή διάκριση εναντίον του λόγω του ότι ανήκει στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Αντιθέτως, είναι ορθή η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη περιουσία νόμιμα επιτάχθηκε και στην συνέχεια νόμιμα τέθηκε υπό την διαχείριση του Κηδεμόνα δυνάμει του Νόμου 139/91.
Ορθή είναι επίσης η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην παρούσα περίπτωση, η επίδικη περιουσία εγκαταλείφθηκε από τον αποβιώσαντα και στην συνέχεια από τις εφεσείουσες μέχρι τις 24.11.2010, οπόταν και αποφάσισαν να την διεκδικήσουν. Το εύλογο αυτό συμπέρασμα προκύπτει από την μαρτυρία που δόθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο από την Δημοκρατία σύμφωνα με την οποία ο αποβιώσας δεν διεκδίκησε την περιουσία του αλλά και από τις ίδιες τις εφεσείουσες. Η πρωτόδικη απόφαση παραπέμπει επί του προκειμένου στην μαρτυρία της εφεσείουσας 1 (Μ.Υ.1), η οποία κατέθεσε ότι πριν τις 24.11.2010 δεν διεκδικήθηκε η επίδικη περιουσία, γιατί από την μια γνώριζαν ότι αυτό δεν ήταν εφικτό και από την άλλη ότι δεν μπορούσαν να περάσουν την πράσινη γραμμή και «ήταν κάπως άβολο δεν ήταν σωστό» να πήγαιναν «να επιβάλουν την ιδιοκτησία τους».
Είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι λόγω της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε από την τουρκική εισβολή και την μαζική μετακίνηση του τουρκοκυπριακού πληθυσμού στο κατεχόμενο από τον τουρκικό στρατό κατοχής βόρειο μέρος του νησιού, η επίδικη περιουσία δεν διεκδικήθηκε μέχρι τις 24.11.2010 από τον αποβιώσαντα και τους κληρονόμους του ως συνειδητή επιλογή των ιδίων και όχι ως αποτέλεσμα εξαναγκασμού. Και αυτό παρότι διέμεναν στην Μ. Βρετανία και όχι στις κατεχόμενες περιοχές. Εξ' άλλου όπως πολύ σωστά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τίποτα δεν εμπόδιζε τον αποβιώσαντα και τις εφεσείουσες κληρονόμους του ως Βρετανούς πολίτες, να επισκεφθούν την περιουσία τους και να την διεκδικήσουν για χρήση και αξιοποίηση της ώστε να δικαιολογείται η αξίωση για παύση της διαχείρισης από τον Κηδεμόνα πριν από τις 24.11.2010. Κάτι που συνειδητά δεν έπραξαν όπως προκύπτει από την δοθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία.
Ενόψει των πιο πάνω, είναι εύλογο και ορθό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη τουρκοκυπριακή περιουσία είχε εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες της μετά το 1974 και νόμιμα τέθηκε υπό επίταξη και στην συνέχεια κάτω από την διαχείριση του Κηδεμόνα, δυνάμει του Νόμου 139/91. Το γεγονός της αποδέσμευσης της πριν τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης δυνάμει των προνοιών του Νόμου 139/91, δεν σημαίνει ότι λανθασμένα είχε αρχικά υπαχθεί στις πρόνοιες του ιδίου Νόμου, αφού ήταν εγκαταλελειμμένη και ως εκ τούτου ήταν αναγκαία η προστασία της.
Ως εκ των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης 1 έως 3 κρίνονται ως αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Για τους ιδίους λόγους, κρίνεται ως αβάσιμος και ο 4ος λόγος έφεσης με τον οποίο αμφισβητείται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείουσες δεν νομιμοποιούνται στη διεκδίκηση αποζημιώσεων για απώλεια χρήσης της επίδικης περιουσίας αλλά ούτε στη βάση κατ' ισχυρισμό παράνομης κατοχής για τη χρονική περίοδο από 11.9.1975 μέχρι 24.11.2010. Αυτό γιατί πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη περιουσία νόμιμα επιτάχθηκε και στη συνέχεια νόμιμα τέθηκε υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα κατά την πιο πάνω περίοδο.
Με τον 5ο λόγο έφεσης, αμφισβητείται τo συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείουσες δικαιούνται σε αποζημιώσεις για απώλεια χρήσης μόνο για τα τρία τεμάχια (483, 496 και 600), τα οποία τους επιστράφηκαν στις 15.7.2014 και μόνο για την περίοδο από 24.11.2010 μέχρι 15.7.2014. Συναφής είναι και ο 6ος λόγος έφεσης με τον οποίο αμφισβητείται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείουσες δεν νομιμοποιούνται σε οποιοδήποτε ποσό για απώλεια χρήσης σε σχέση με τα τρία τεμάχια 503, 586, και 423 που απαλλοτριώθηκαν, επειδή για αυτά δόθηκε αποζημίωση στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλοτρίωσης τους.
Το δικαίωμα αποζημίωσης μόνο για την περίοδο από 24.11.2010 μέχρι 15.7.2014, έχει αποφασιστεί στους προαναφερθέντες λόγους έφεσης ότι δεν παραβιάζει τα δικαιώματα των εφεσειουσών και έτσι δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω. Το θέμα που απομένει να εξεταστεί στους λόγους έφεσης 5 και 6, αφορά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει αποζημιώσεις για απώλεια χρήσης για τα τρία τεμάχια που απαλλοτριώθηκαν έστω και για την περίοδο από 11/9/2010 μέχρι 15.7.2014 για την οποία δόθηκε αποζημίωση για τα υπόλοιπα τρία ακίνητα. Η αιτιολογία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ότι για αυτά τα τεμάχια δόθηκε η συμφωνηθείσα αποζημίωση απαλλοτρίωσης και ως εκ τούτου, οι εφεσείουσες δεν νομιμοποιούνται σε οιανδήποτε περαιτέρω αποζημίωση για απώλεια χρήσης.
Με όλο το σέβας δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω πρωτόδικη κρίση. Το ποσό της αποζημίωσης για απαλλοτρίωση, αφορά αποκλειστικά στην αγοραία αξία της απαλλοτριωθείσας ακίνητης περιουσίας και δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει και ενδεχόμενες απαιτήσεις για αποζημιώσεις λόγω απώλειας χρήσης. Είναι ορθή επί του προκειμένου η θέση του συνηγόρου για τις εφεσείουσες ότι η αποζημίωση για απαλλοτρίωση περιουσίας είναι ξεχωριστή, διακριτή και αυτόνομη θεραπεία από το δικαίωμα στην απώλεια χρήσης, το οποίο αποζημιώνεται ξεχωριστά.
Εξ' άλλου, η ίδια η εκτιμήτρια για τους εφεσίβλητους (Μ.Υ.1), καθόρισε στην εκτίμηση της (τεκμήριο 20), την ενοικιαστική αξία και των τριών ακινήτων που απαλλοτριώθηκαν χωρίς να την συσχετίσει με το ποσόν της απαλλοτρίωσης. Ούτε προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας να λέχθηκε από τους διαδίκους κατά την μερική διευθέτηση της υπόθεσης, ότι στο συμφωνηθέν ποσόν απαλλοτρίωσης των €3.200.000 για τα τρία τεμάχια θα συμπεριλαμβάνεται και αποζημίωση για την απώλεια χρήσης τους.
Αντιθέτως αναφύεται ξεκάθαρα από την επίδικη συμφωνία επί Δικαστηρίω ότι η αποζημίωση που καταβλήθηκε για την απαλλοτρίωση των τεμαχίων 503, 586 και 423, αφορούσε μόνο την αγοραία αξία τους κατά το χρόνο της συμφωνίας. Αναφέρεται επίσης στην συμφωνία επί Δικαστηρίω ημ. 15.7.2014 ότι το ποσόν των €3.200.000 της απαλλοτρίωσης «είναι προϊόν συμβιβασμού και δεν επηρεάζει τις εκατέρωθεν εκτιμήσεις και θέσεις των διαδίκων, αναφορικά με τις υπόλοιπες θεραπείες που παραμένουν επίδικες». Είναι για αυτό τον λόγο που δεν αποσύρθηκαν οι υπόλοιπες αξιώσεις των εφεσειουσών για απώλεια χρήσης όλων των ακινήτων, συμπεριλαμβανομένων και των τριών που απαλλοτριώθηκαν, οι οποίες αξιώσεις παρέμειναν επίδικες ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με τον 7ο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία αποδέχθηκε την μαρτυρία της εκτιμήτριας για τους εφεσίβλητους (Μ.Υ.1) και απέρριψε την μαρτυρία του εκτιμητή για τις εφεσείουσες (Μ.Ε.2) ως προς την ενοικιαστική αξία των επίδικων ακινήτων, προκειμένου να καθοριστεί η απώλεια χρήσης τους.
Είναι νομολογημένο ότι όπου αποδεικνύεται παράνομη κατοχή ακινήτου, το μέτρο αποζημιώσεων είναι η αγοραία ενοικιαστική αξία του ακινήτου και όχι το όφελος που προσπορίζεται ο παράνομος κάτοχος από τη χρήση της γης ή η ακριβής απώλεια του ιδιοκτήτη. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό, αλληλένδετο με την ενοικιαστική αξία της περιουσίας ((1992) 1 Α.Α.Δ. 882.
Η καταβολή αποζημιώσεων με βάση τις πιο πάνω αρχές, επιβάλλεται έστω και αν ο ιδιοκτήτης δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την περιουσία του ή να την ενοικιάσει (E 1952 1 ΑΙΙ .R. 796).
Η Αγγλική Νομολογία καθόρισε την πιο πάνω αρχή αποζημίωσης με τον όρο 'user principle' (αρχή χρήσης) (βλ. (1988) 3 All E.R 394). Λέχθηκε ότι ο ενάγων μπορεί να μην έχει υποστεί οποιαδήποτε πραγματική απώλεια με το να στερηθεί τη χρήση της περιουσίας του. Αλλά κάτω από την «αρχή χρήσης», δικαιούται να ανακτήσει ένα λογικό ενοίκιο για την παράνομη κατοχή του ακινήτου του. Παρομοίως, εκείνος που παράνομα επεμβαίνει μπορεί να μην έχει αποκομίσει πραγματικό όφελος αλλά κάτω από την αρχή χρήσης, υποχρεούται να πληρώσει εύλογο ενοίκιο για τη χρήση της οποίας επωφελήθηκε (βλ. επίσης (1998) 1 Α.Α.Δ 1836).
Ο εναγόμενος δεν μπορεί να επικαλεστεί μείωση της ενοικιαστικής αξίας που είναι αποτέλεσμα ζημιών που ο ίδιος προκάλεσε στο ακίνητο. Το ύψος των αποζημιώσεων αποφασίζεται με αφετηρία την κατάσταση στην οποία βρισκόταν το ακίνητο πριν την πρόκληση της ζημιάς ή μετά τις αναγκαίες επιδιορθώσεις.
Στην πιο πάνω απόφαση , λέχθηκε ότι κανένα Δικαστήριο δεν θα βοηθήσει διάδικο να αντλήσει πλεονέκτημα από τη δική του αδικοπραξία. Στην υπόθεση αυτή, η μηδενική ενοικιαστική αξία του ακινήτου οφειλόταν στην πρόκληση ζημιών από τους εναγομένους και το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να τους επιτρέψει να επικαλεστούν τη δική τους αδικοπραξία για να αποφύγουν τις νομικές τους ευθύνες. Παρομοίως, στον προσδιορισμό της ενοικιαστικής αξίας δεν λαμβάνονται υπόψη βελτιώσεις που ο εναγόμενος επέφερε στο κτήμα. Όπως π.χ. συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση όπου σε τρία από τα έξι επίδικα κτήματα, έχουν γίνει επενδύσεις από την Δημοκρατία με την ανέγερση οικιών για πρόσφυγες καθώς και κοινοτικού νηπιαγωγείου.
Σχετική είναι και η υπόθεση (2002) 1 Α.Α.Δ. 1659, όπου αποφασίστηκε ότι το θέμα της ενοικιαστικής αξίας του ακινήτου θα πρέπει να αποδεικνύεται με σχετική μαρτυρία εμπειρογνώμονα και δεν μπορεί να τεκμαίρεται από προηγούμενη συμφωνία των διαδίκων, η οποία δεν τέθηκε σε ισχύ.
Παρόλα αυτά στην μεταγενέστερη απόφαση (2010) 1 Α.Α.Δ 1894, η ενοικιαστική αξία του ακινήτου καθορίστηκε στην βάση του συμφωνηθέντος ενοικίου με τον προηγούμενο νόμιμο ενοικιαστή. Αυτό γιατί η υπό κρίση περιουσία βρισκόταν στην κατεχόμενη Μόρφου και κατεχόταν παράνομα από την τουρκική τράπεζα που λειτουργούσε εκεί υποκατάστημα μετά την εισβολή.
Ο λόγος που στην πιο πάνω υπόθεση δεν έγινε αποδεκτή η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων της ενάγουσας για την ενοικιαστική αξία του ακινήτου, είναι ότι αυτοί χρησιμοποίησαν την συγκριτική μέθοδο που αφορούσε ενοίκιο ακινήτων σε μεγάλες εμπορικές περιοχές της Λευκωσίας και έτσι δεν μπορούσε να γίνει αντιστοιχία με το ακίνητο στην κατεχόμενη Μόρφου που δεν είχε τα ίδια εμπορικά χαρακτηριστικά και μεγέθη. Στην περίπτωση αυτή, η ενοικιαστική αξία του ακινήτου καθορίστηκε στην βάση του συμφωνηθέντος ενοικίου με την Chartered Bank που ήταν ο προηγούμενος νόμιμος ενοικιαστής του ακινήτου πριν την τουρκική εισβολή του 1974. Στο ποσό αυτό, προστέθηκε ποσοστό 4% αύξησης ανά πενταετία, το οποίο προκύπτει από αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΕΔΑΔ), ως αποζημίωση για απώλεια χρήσης που δόθηκε σε προσφυγές Ελληνοκυπρίων ιδιοκτητών εναντίον της Τουρκίας (βλ. , 40/1993, 28/7/1998 και , 48347/99, 7/12/2006).
Στην παρούσα υπόθεση, εξετάζοντας τις εκτιμήσεις που παρουσίασαν οι δύο πλευρές πρωτοδίκως, παρατηρούμε ότι ο εκτιμητής για τις εφεσείουσες δεν υιοθέτησε την συγκριτική μέθοδο προκειμένου να καθορίσει την ενοικιαστική αξία των ακινήτων. Αντιθέτως καθόρισε την απώλεια χρήσης σε συγκεκριμένο ποσοστό επί της αγοραίας αξίας, υποστηρίζοντας στην αντεξέταση ότι η συγκριτική μέθοδος, δεν είναι ο πιο ασφαλής τρόπος να υπολογιστεί η ενοικιαστική αξία. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η ενοικιαστική αξία δεν αντικατοπτρίζει στην παρούσα περίπτωση την πραγματική απώλεια χρήσης αφού υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πως θα αξιοποιούνταν τα επίδικα ακίνητα από τον αποβιώσαντα. Επέμενε ότι η απώλεια θα μπορούσε να υπολογιστεί μόνο σε συγκεκριμένο ποσοστό επί της αγοραίας αξίας. Η μεθοδολογία που ακολούθησε, ήταν να υπολογίσει την αγοραία αξία με βάση συγκριτικές πωλήσεις και στην συνέχεια να καθορίσει την απώλεια χρήσης με δείκτη μέτρησης, ένα ποσοστό επί της αγοραίας αξίας. Υιοθέτησε ποσοστό 3% επί της αγοραίας αξίας των ακινήτων για την περίοδο μετά το 1992 που καθορίστηκαν οι πολεοδομικές ζώνες και 1% για την περίοδο πριν τον προσδιορισμό τους.
Από την άλλη πλευρά, η εκτιμήτρια για την Δημοκρατία υιοθέτησε την συγκριτική μέθοδο στην δική της έκθεση εκτίμησης, προκειμένου να καθορίσει την ενοικιαστική αξία των ακινήτων. Με την διαφορά ότι επειδή δεν υπήρχαν συγκριτικές ενοικιάσεις στη περιοχή της Μουτταγιάκας όπου βρίσκονται τα επίδικα τεμάχια, χρησιμοποίησε συγκριτικά ενοίκια στη περιοχή των Κάτω Πολεμιδιών, που αφορούν οικιστικά τεμάχια που όμως χρησιμοποιούνται για γεωργικούς σκοπούς. Ανέφερε ότι λόγω της θέσης τους, τα επίδικα τεμάχια δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για οποιοδήποτε άλλο ενοικιαστικό σκοπό παρά για γεωργική χρήση. Έτσι για τον υπολογισμό της ενοικιαστικής τους αξίας, χρησιμοποίησε συγκριτικά ενοίκια χωραφιών που ενοικιάζονται για γεωργικούς σκοπούς. Έκρινε επίσης ότι ήταν συγκρίσιμα τα ακίνητα στην περιοχή Κάτω Πολεμιδιών γιατί στην περιοχή αυτή υπάρχει αρκετή τουρκοκυπριακή περιουσία και η ανάπτυξη πραγματοποιήθηκε κυρίως στις περιοχές που αξιοποιήθηκαν από την Δημοκρατία για την ανέγερση προσφυγικών συνοικισμών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε την μαρτυρία των δύο εμπειρογνωμόνων - εκτιμητών, κατέληξε να αποδεχθεί αυτήν της Μ.Υ.1 που κατέθεσε για την Δημοκρατία, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την εκτίμηση του Μ.Ε.2 που προσκομίστηκε από τις εφεσείουσες. Έκρινε ότι η μαρτυρία της Μ.Υ.1 ήταν πιο τεκμηριωμένη λόγω της μεθόδου που ακολούθησε και επειδή συνάδει με την Κυπριακή πραγματικότητα όπως την επεξήγησε στο Δικαστήριο. Δέχθηκε επί του προκειμένου την θέση της Μ.Υ.1 ότι η ενοικιαστική αξία οικιστικής γης, είναι μικρή σε σχέση με την αγοραστική της αξία γιατί ακριβώς η χρήση από τον ενοικιαστή δεν συνδέεται με το καθεστώς της πολεοδομικής ζώνης και ότι στην Κύπρο πολύ δύσκολα κάποιος θα ενοικιάσει γη, προκειμένου να προβεί σε οικιστική ανάπτυξη.
Η προσέγγιση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα από το Δικαστήριο, έχει αναλυθεί σε πληθώρα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. (1989) 1 C.L.R 1, (1990) 2 Α.Α.Δ 984, (1982) 1 Α.Α.Δ 41, (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ 746, (1975) 1 All. E.R. 70).
Σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία θα πρέπει πρώτα το Δικαστήριο να πεισθεί ότι ο μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας στο τομέα που καταθέτει και στη συνέχεια να εξετάσει αν με τη μαρτυρία του, έχει δώσει τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια έτσι ώστε να το καταστήσει ικανό να ελέγξει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του, προκειμένου να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί με μαρτυρία.
Σημειώνεται επίσης ότι η εκτίμηση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα από το Δικαστήριο δεν διαφέρει από την αντιμετώπιση άλλων μαρτύρων. Μόνο που η συμπεριφορά του εμπειρογνώμονα στο εδώλιο του μάρτυρα δεν έχει τόση σπουδαιότητα για την διαπίστωση της αξιοπιστίας της, παρόλο που παραμένει ένα από τα στοιχεία για να κριθεί η αξία της γνώμης της.
Σχετική είναι η υπόθεση (1992) 1 Α.Α.Δ. 875, όπου επιβεβαιώθηκε και στην αξιολόγηση εμπειρογνωμόνων, η πάγια νομολογιακή αρχή ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην πρωτόδικη αξιολόγηση μαρτυρίας εκτός αν φαίνεται εξ' αντικειμένου ανυπόστατη ή όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Έγινε ειδική παραπομπή στην Αγγλική υπόθεση [1992] 2 All E.R. 65, αναφορικά με την έκταση της αναθεώρησης των ευρημάτων αξιοπιστίας κατώτερων δικαστηρίων όπου λέχθηκε ότι τα συμπεράσματα τους δεν είναι ανατρέψιμα αν ήταν "fairly open to the courts below on the evidence and it was impossible to say that they were wrong".
Σχετική είναι και η πρόσφατη απόφαση (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 όπου αναφέρεται ειδικά πότε ένα Εφετείο είναι δυνατόν να παρέμβει στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε τη μαρτυρία ενός εμπειρογνώμονα και απέρριψε την μαρτυρία ενός άλλου. Με παραπομπή στο σύγγραμμα 13 Ed. para. 2735 και στην αγγλική υπόθεση [1981] 2 All E.R. 21, λέχθηκε ότι σπάνια το Εφετείο επεμβαίνει στην αξιολόγηση εμπειρογνώμονα, εκτός αν υπάρχει εμφανές σφάλμα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Πολ. Έφεση 47/2015, ημ. 1.12.2023, όπου γίνεται από το Ανώτατο Δικαστήριο ανακεφαλαίωση των πιο πάνω αρχών ως προς την αξιολόγηση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων. Στην πιο πάνω απόφαση, γίνεται επίσης παραπομπή στην υπόθεση
Αναφέρθηκαν συγκεκριμένα τα εξής στην υπόθεση (ανωτέρω):
« Μια και μιλούμε για τη μαρτυρία των ειδικών κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε εδώ στην αρχή ότι ένα Εφετείο είναι απρόθυμο να επέμβει σε ευρήματα του εκδικάζοντος Δικαστή με τα οποία προτίμησε τη μαρτυρία ενός ειδικού από τον άλλο, παρόλο που η συμπεριφορά του ειδικού μάρτυρα δεν είναι τόσο σημαντική για τους σκοπούς της εκτίμησης της αξιοπιστίας όπως είναι στην υπόθεση ενός μάρτυρα πάνω σε γεγονότα. Οπωσδήποτε όμως ένα Εφετείο θα είναι έτοιμο να παρέμβει αν ο Δικαστής έχει σαφώς σφάλει.»
Στην παρούσα υπόθεση, τα επίδικα ακίνητα βρίσκονται στις ελεύθερες περιοχές και έτσι δεν τίθεται ζήτημα παράκαμψης της συγκριτικής μεθόδου για τον καθορισμό της ενοικιαστικής αξίας όπως έγινε στην υπόθεση όπου το ακίνητο βρισκόταν στην κατεχόμενη Μόρφου. Αντιθέτως στην παρούσα περίπτωση, η συγκριτική μέθοδος ήταν η ενδεδειγμένη ώστε να καθοριστεί η ενοικιαστική αξία των ακινήτων κατά την κρίσιμη περίοδο και συνεπακόλουθα η αποζημίωση που δικαιούντο με βάση την «αρχή χρήσης» οι εφεσείουσες. (ανωτέρω)
Ο οποιοσδήποτε θεωρητικός υπολογισμός (speculation) της απώλειας χρήσης θα δικαιολογείτο μόνο στην περίπτωση απουσίας πραγματικών συγκριτικών δεδομένων όπως έγινε στην υπόθεση (ανωτέρω) και σε άλλες υποθέσεις ελληνοκυπρίων προσφύγων που προσέφυγαν στο ΕΔΑΔ εναντίον της Τουρκίας για στέρηση των περιουσιών τους στα κατεχόμενα ( ανωτέρω και Ap. 16219/90, 22.4.2008). Όταν το Δικαστήριο αδυνατεί να υπολογίσει την ενοικιαστική αξία τότε μόνον είναι που καταφεύγει στην επιδίκαση πάνω σε δίκαια βάση (equitable basis). Συνεπώς όπου υπάρχουν πραγματικά συγκριτικά δεδομένα για την ενοικιαστική αξία όπως στην παρούσα περίπτωση, αυτά θα πρέπει να αξιοποιούνται.
Η αβεβαιότητα ως προς το πως θα αξιοποιούνταν τα επίδικα ακίνητα από τον αποβιώσαντα που επικαλείται ο συνήγορος των εφεσειουσών δεν δικαιολογεί παράκαμψη της «αρχής χρήσης» και της αποζημίωσης στην βάση της ενοικιαστικής αξίας του ακινήτου. Όπως εξάλλου καθορίζεται από την προαναφερθείσα νομολογία, το μέτρο αποζημίωσης για απώλεια χρήσης ακινήτου λόγω παράνομης κατοχής, είναι η ενοικιαστική αξία και όχι το όφελος που προσπορίζεται ο παράνομος κάτοχος από τη χρήση της γης ή η ακριβής απώλεια του ιδιοκτήτη. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και αλληλένδετο με την ενοικιαστική αξία της περιουσίας. Καμία σχέση δεν έχει, και καθόλου δεν λαμβάνεται υπόψη, το στοιχείο για το πως θα αξιοποιούνταν τα ακίνητα από τον ιδιοκτήτη αν δεν υπήρχε η παράνομη κατοχή. Αυτό με δεδομένο ότι στην παρούσα περίπτωση, η ενοικιαστική αξία μπορεί με ευχέρεια να υπολογιστεί στην βάση της συγκριτικής μεθόδου.
Ήταν ενόψει των πιο πάνω, εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποδεχθεί την μεθοδολογία που ανέπτυξε η εμπειρογνώμονας για την Δημοκρατία (Μ.Υ.1), απορρίπτοντας ταυτόχρονα την μεθοδολογία του εμπειρογνώμονα για τις εφεσείουσες (Μ.Ε.2). Αλλά και επί της ουσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολογεί επαρκώς την αποδοχή της εκτίμησης της Μ.Υ.1, αναφέροντας ότι είναι πιο τεκμηριωμένη όχι μόνον λόγω της μεθοδολογίας που ακολούθησε αλλά και γιατί επεξηγεί ικανοποιητικά τον λόγο που επέλεξε τα συγκεκριμένα συγκριτικά ενοίκια και γιατί η εκτίμηση της συνάδει με την Κυπριακή πραγματικότητα όπως την επεξήγησε στο Δικαστήριο. Δεν εντοπίζεται ως εκ τούτου, κανένα σφάλμα από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αξιολόγηση των πιο πάνω εμπειρογνωμόνων.
Έχοντας εξετάσει προσεκτικά όλα τα πιο πάνω, έχουμε την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση μας στην αξιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με την μαρτυρία των Μ.Ε 2 και Μ.Υ.1 που κατέθεσαν ενώπιον του ως εμπειρογνώμονες όπως εισηγείται η πλευρά των εφεσειουσών.
Ως εκ τούτου και ο λόγος έφεσης 7 κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον λόγο έφεσης 8, προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείουσες δεν νομιμοποιούνται στη διεκδίκηση αποζημιώσεων για μη χρηματική βλάβη (non-pecuniary damages). Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί, δεδομένου ότι η επίδικη περιουσία είχε τεθεί νόμιμα υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας και επιστράφηκε στις εφεσείουσες όταν η νομοθεσία το επέτρεψε.
Στην υπόθεση (2001) 1 Α.Α.Δ 558 έγινε αναφορά ως προς το μέτρο αποζημιώσεων για τη μη υλική ζημία (non -pecuniary damage). Λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η βλάβη την οποία περιλαμβάνει η μη υλική ζημία (non-pecuniary) και για την οποία χωρεί αποζημίωση, εμπεριέχει και την προσωπική δυσχέρεια, έννοια συγγενική προς εκείνη της δυσχέρειας - "hardship" - στο Αγγλικό δίκαιο. Περιλαμβάνει επίσης μεταξύ άλλων, ανησυχία θλίψη, αγωνία και αισθήματα αδικίας λόγω της παράνομης συμπεριφοράς του εναγομένου. Σχετική είναι και η υπόθεση (2015) 1 Α.Α.Δ 1169, όπου γίνεται εκτενής αναφορά στην νομολογία του ΕΔΑΔ αναφορικά με τις αποζημιώσεις για ηθική βλάβη (non-pecuniary loss ), λόγω πρόκλησης αγωνίας και άγχους (distress and anxiety) ως αποτέλεσμα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ενάγοντα.
Σε υποθέσεις παράνομης στέρησης της ακίνητης ιδιοκτησίας του ενάγοντα, η αποζημίωση για μη χρηματικές βλάβες αποδίδεται εκεί όπου ο ιδιοκτήτης έχει βιώσει αισθήματα απόγνωσης, απογοήτευσης και αδυναμίας, επειδή δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει και να απολαύσει την περιουσία του όπως θα ήθελε, λόγω της συνεχιζόμενης παραβίασης των περιουσιακών του δικαιωμάτων.
Το ΕΔΑΔ σε σειρά αποφάσεων του, επεδίκασε αυτό το είδος των αποζημιώσεων σε ελληνοκυπρίους πρόσφυγες που στερήθηκαν της περιουσίας τους ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής του 1974 (βλ. και , ανωτέρω). Ο συνήγορος για τις εφεσείουσες, παρέπεμψε στις πιο πάνω αποφάσεις του ΕΔΑΔ, υποστηρίζοντας ότι εφαρμόζονται και στην περίπτωση των εφεσειουσών ως προς την απόδοση μη χρηματικών αποζημιώσεων.
Δεν συμφωνούμε με αυτήν την άποψη. Εν πρώτοις, όπως προαναφέρθηκε, στην παρούσα περίπτωση η επίδικη περιουσία είχε τεθεί νόμιμα υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας. Επιπλέον για το μικρό χρονικό διάστημα από 24.11.2010 που η Δημοκρατία όφειλε να επιστρέψει τα επίδικα ακίνητα μέχρι 15.7.2014 που τα απέδωσε στις εφεσείουσες, δεν δικαιολογείται η επιδίκαση αποζημίωσης για μη υλική ζημιά.
Σημειώνεται ότι ο αποβιώσας, κατ' επιλογή δεν χρησιμοποιούσε την περιουσία του κατά το 1974, αφού ήταν εγκατεστημένος στο εξωτερικό. Εξακολουθούσε δε να είναι εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης μετά το 1974 χωρίς να αποδειχθεί ότι στερήθηκε της περιουσίας του αφού δεν αξίωσε την απόδοση της ούτε και την επισκέφθηκε όπως εδικαιούτο μετά το 1974 ως Κύπριος ή Βρετανός πολίτης.
Είναι ενόψει των πιο πάνω, ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν έχουν καταδειχθεί τα αναγκαία συστατικά στοιχεία για απόδοση μη χρηματικής αποζημίωσης όπως αγωνία και αισθήματα αδικίας του αποβιώσαντος και των κληρονόμων του για την περίοδο από 24.11.2010 που η Δημοκρατία όφειλε να επιστρέψει την επίδικη περιουσία, μέχρι την 15.7.2014 που τελικώς την απέδωσε στις εφεσείουσες.
Θα θέλαμε να τονίσουμε στο σημείο αυτό ότι είναι τουλάχιστον άστοχη η σύγκριση μεταξύ των υποθέσεων του ΕΔΑΔ, που σχετίζονται με την εκδίωξη των ελληνοκυπρίων από τις περιουσίες τους μετά την εισβολή της Τουρκίας το 1974 και της κατοχής του βόρειου τμήματος του νησιού, η οποία έγινε με την βία των όπλων και υπό την απειλή της ζωής τους από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής, και της περίπτωσης του αποβιώσαντα όπου η διαχείριση της περιουσίας του έγινε νόμιμα από την Δημοκρατία εντός των ορίων του Νόμου 139/91, η κυριότητα της οποίας δεν του στερήθηκε καθόλου και επιπλέον σε καμία προσπάθεια ανάκτησης της προέβηκε πριν το 2010, και η οποία τελικώς αποδόθηκε το 2014 στους κληρονόμους του.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, και ο 8ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Για τους ιδίους λόγους , απορρίπτεται και ο 9ος λόγος έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν δικαιολογείται η επιδίκαση παραδειγματικών ή και τιμωρητικών αποζημιώσεων εκ μέρους της Δημοκρατίας. Στην υπόθεση Παπακοκκίνου ν. Κάνθερ (1982) 1 C.L.R 65, το Ανώτατο Δικαστήριο σε αντίθεση με τα τότε ισχύοντα στην Αγγλία, ρητά εξέφρασε την προτίμηση του σε μια ευρύτερη προσέγγιση του θέματος κατά τρόπο που να επιτρέπεται η επιδίκαση τιμωρητικών - παραδειγματικών αποζημιώσεων για συμπεριφορά αδικοπραγήσαντος, όταν αυτή η συμπεριφορά είναι τόσο αξιόμεμπτη και αξιοκατάκριτη, πολύ δε περισσότερο όταν στοχεύει να γελοιοποιήσει το θύμα του αστικού αδικήματος, και έτσι να της αξίζει τιμωρία από πολιτικό Δικαστήριο.
Σχετική είναι και η απόφαση (2015) 1 Α.Α.Δ 2489 όπου λέχθηκε ότι οι τιμωρητικές αποζημιώσεις δεν αποσκοπούν στην αποκατάσταση του θύματος όπως είναι οι συνήθεις αποζημιώσεις. Επιδικάζονται όταν διαπιστώνεται βλάβη στα αισθήματα του ενάγοντα λόγω της επίδειξης από τον εναγόμενο στοιχείων ακραίας αλαζονείας ή καταπιεστικής συμπεριφοράς για την οποία επιβάλλεται η τιμωρία του ως ένδειξη της απέχθειας με την οποία ο νόμος αντιμετωπίζει τέτοια συμπεριφορά.
Στην παρούσα υπόθεση, είναι σαφές από τα όσα έχουν προαναφερθεί ότι δεν έχει καταδειχθεί συμπεριφορά εκ μέρους της Δημοκρατίας σε τέτοιο βαθμό αλαζονική, καταπιεστική και αξιοκατάκριτη, ώστε να δικαιολογεί επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσεων για την περίοδο από 24.11.2010 που η Δημοκρατία κατακρατούσε την επίδικη περιουσία, μέχρι 15.7.2014 που τελικώς την απέδωσε στις εφεσείουσες.
Απομένει η εξέταση του 10ου λόγου έφεσης, με τον οποίο οι εφεσείουσες παραπονούνται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν έλαβε υπόψη την Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης και τη νομολογία του ΕΔΑΔ., λόγω της τουρκοκυπριακής εθνοτικής καταγωγής του αποβιώσαντα και των κληρονόμων του και οι εφεσείουσες, δεν έτυχαν δίκαιης δίκης και δεν τους παρασχέθηκε αποτελεσματική θεραπεία, επειδή, μεταξύ άλλων, ήταν τουρκοκυπριακής εθνοτικής καταγωγής.
Βασικός πυρήνας της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου των εφεσειουσών και για τον 10ο λόγο έφεσης, είναι ο ισχυρισμός ως προς την νομιμότητα της επίταξης και στην συνέχεια της διαχείρισης από τον Κηδεμόνα της επίδικης περιουσίας. Ισχυρισμός που απορρίφθηκε όμως στην εξέταση των προηγούμενων λόγων έφεσης αφού κρίθηκε ότι δεν τεκμηριώθηκε καμία παραβίαση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων του αποβιώσαντα και των κληρονόμων του με τις πιο πάνω πράξεις της Δημοκρατίας.
Η απόρριψη της θέσης των εφεσειουσών ως προς το παράνομο της επίταξης και διαχείρισης της επίδικης περιουσίας, έγινε με εκτενή ανάλυση του Νόμου και της νομολογίας και στην βάση ευρημάτων στα οποία εύλογα κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς την εγκατάλειψη της περιουσίας και την επακόλουθη αναγκαιότητα προστασίας της. Δεν προκύπτει σε κανένα σημείο της πρωτόδικης απόφασης, η απόρριψη των αξιώσεων των εφεσειουσών να οφείλεται στην εθνική καταγωγή των ιδίων ή του αποβιώσαντος.
Ως εκ τούτου και ο 10ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν εκτός από τους λόγους έφεσης 5 και 6 που γίνονται μερικώς αποδεκτοί. Όπως προαναφέρθηκε, οι εφεσείουσες νομιμοποιούντο σε αποζημιώσεις για απώλεια χρήσης από 24.11.2010 μέχρι 15.7.2014 και για τα έξι επίδικα ακίνητα και όχι μόνο για τα τρία που δεν απαλλοτριώθηκαν, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το ζήτημα που τίθεται είναι αν το Εφετείο έχει την δυνατότητα στην βάση της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή πρωτοδίκως, να επιδικάσει τις αξιούμενες αποζημιώσεις για απώλεια χρήσης και για τα 3 τεμάχια που απαλλοτριώθηκαν, τις οποίες παρέλειψε να επιδικάσει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σύμφωνα με το Μέρος 41.12 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του κατώτερου Δικαστηρίου. Ειδικότερα έχει εξουσία «να επικυρώνει, παραμερίζει ή διαφοροποιεί διάταγμα ή απόφαση, η οποία εκδόθηκε από το κατώτερο δικαστήριο».
Στην παρούσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την μαρτυρία της εμπειρογνώμονος για την Δημοκρατία (Μ.Υ.1) ως προς την ενοικιαστική αξία και των έξι επίδικων ακινήτων. Όπως εμφαίνεται στην έκθεση της (τεκμ. 20), για την περίοδο από 11.9.2010 μέχρι 15.7.2014, η ενοικιαστική αξία για την απαλλοτριωθείσα περιουσία καθορίζεται ως ακολούθως:
1. Τεμάχιο 503 - €2.365,31
2. Τεμάχιο 586 - €5.018,67
3. Τεμάχιο 423 - €363,94
Σύνολο €7.747,92
Το ποσόν αυτό, προστίθεται στο πρωτοδίκως επιδικασθέν ποσόν των €3.002,34 που αφορά την αποζημίωση για τα υπόλοιπα τρία ακίνητα, ώστε το ποσόν αποζημίωσης για απώλεια χρήσης για το σύνολο της επίδικης περιουσίας, από 11.9.2010 μέχρι 15.7.2014 να ανέλθει στα €10.750,26.
Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται δυνάμει του Μέρους 41.12 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023, με την αύξηση του επιδικασθέντος ποσού αποζημιώσεων για απώλεια χρήσης όλων των επιδίκων ακινήτων για την πιο πάνω περίοδο, από €3.002,34 σε €10750,26. Ο τόκος επί του πιο πάνω επιδικασθέντος ποσού παραμένει ό ίδιος ως και πρωτοδίκως, ήτοι νόμιμος τόκος από 11/9/2010.
Αναφορικά με τα έξοδα της παρούσας έφεσης, ενόψει της μερικής επιτυχίας 2 μόνο από τους 10 λόγους έφεσης και της απόρριψης 8 λόγων έφεσης, συμπεριλαμβανομένης και της βασικής θέσης των εφεσειουσών ως προς την νομιμότητα της επίταξης και διαχείρισης των επιδίκων ακινήτων και της ενοικιαστικής τους αξίας, αποφασίσαμε να μην εκδώσουμε καμία διαταγή για τα έξοδα της παρούσας.
Αλ. Παναγιώτου, Δ.
Μ. Παπαδοπούλου, Δ.
Ι. Στυλιανίδου, Δ.