ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 154/18)

20 Μαρτίου 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

1.   Ανδρέας Αντωνίου

2.   Κυριακή Αντωνίου

Εφεσείοντες

ν.

Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Δημόσια Λτδ

Εφεσίβλητη

Για εφεσείουσες: κος Χρίστος Νικολάου για C. Hatjicosti LLC

Για εφεσίβλητη: Κος Αντώνης Γλυκής για Ηλίας Νεοκλέους & Σία ΔΕΠΕ

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ: Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία οι εφεσείοντες διατάχθηκαν να πληρώσουν στην εφεσίβλητη, το ποσόν των €34.172,03 (Λ.Κ.20.000,00) πλέον τόκους και έξοδα. Το εν λόγω ποσόν σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, προέκυψε από γραμμάτιο συνήθους τύπου που υπέγραψε ο εφεσείων 1 με την εγγύηση της εφεσείουσας 2, στο πλαίσιο της συνεργασίας του με την εφεσίβλητη στον τομέα των ασφαλιστικών υπηρεσιών.

Είναι κοινά παραδεκτό ότι ο εφεσείων υπέγραψε τρεις συμφωνίες συνεργασίας με την εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία με τελευταία μια συμφωνία ημ. 31.3.2005, με την οποία διορίστηκε ασφαλιστικός σύμβουλος με δικαίωμα είσπραξης ασφαλίστρων εκ μέρους της. Η εν λόγω συμφωνία τερματίστηκε από την εφεσίβλητη με επιστολή της ημ. 8.1.2007 με την οποία ζητούσε επίσης την πληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου ύψους €61.057,21 πλέον τόκους, πέραν του ποσού των €34.172,00 που αξιώνει δυνάμει του επίδικου γραμματίου. Ήταν η θέση της εφεσίβλητης ότι το συνολικό ποσόν που της όφειλε ο εφεσείων 1, ανερχόταν σε  €95.229,21 και ήταν το άθροισμα του ποσού του επίδικου γραμματίου (τεκμήριο 8) πλέον το πιο πάνω ποσόν όπως εμφανιζόταν στην κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 17), πλέον τους αναλογούντες τόκους.

Η απαίτηση της εφεσίβλητης για το κατ' ισχυρισμό οφειλόμενο υπόλοιπο της κατάστασης λογαριασμού, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κρίθηκε ότι το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλές εύρημα ότι το υπόλοιπο που καταγράφεται στην κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 17), είναι το ορθό χρεωστικό υπόλοιπο του εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη αφού η μαρτυρία της εφεσίβλητης δεν διευκρίνισε αν στην εν λόγω κατάσταση λογαριασμού, συμπεριλαμβανόταν και το ποσόν του επίδικου γραμματίου. Πέραν τούτου, το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την ορθότητα των υπολογισμών που περιέχονται στην κατάσταση λογαριασμού, που παρουσίασε η εφεσίβλητη.

Εντούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η πιο πάνω διαπίστωση του δεν επηρεάζει την απαίτηση που στηριζόταν στο γραμμάτιο συνήθους τύπου (τεκμήριο 8). Ως εκ τούτου, εξέδωσε απόφαση για το ποσόν των €34.172,00 (Λ.Κ 20.000,00) του γραμματίου εναντίον του εφεσείοντα 1 ως πρωτοφειλέτη και της εφεσείουσας 2 ως εγγυήτριας.

Με δύο λόγους έφεσης, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Υποστηρίζουν ότι λανθασμένα και σε αντίθεση με τα δικά του ευρήματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο  αποφάσισε ότι το επίδικο γραμμάτιο συνιστά γραμμάτιο συνήθους τύπου, υπό την έννοια του Άρθρου 78, του Περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149). Γίνεται αναφορά στην αιτιολογία του 1ου λόγου έφεσης, σε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το εν λόγω γραμμάτιο υπεγράφη στο πλαίσιο ειδικής συμφωνίας των μερών. Αυτό σημαίνει κατά τους εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε σαν πραγματικό το γεγονός ότι η εφεσίβλητη και ο εφεσείων 1, ενέταξαν το εν λόγω γραμμάτιο στους κανόνες της επαγγελματικής τους συνεργασίας και στο «πάρε δώσε» που υπήρχε μεταξύ τους, λόγω της φύσης της συνεργασίας τους αυτής. Ως αποτέλεσμα το γραμμάτιο απώλεσε τα νομικά χαρακτηριστικά του γραμμάτιου συνήθους τύπου καθώς και την αυτοτέλεια του από άποψη αιτίας αγωγής.

Αμφισβητείται επίσης η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ποσόν του επίδικου γραμματίου, ήταν οφειλόμενο και πληρωτέο από τους εφεσείοντες προς την εφεσίβλητη. Αναφέρεται στην αιτιολογία του 2ου λόγου έφεσης ότι παρά την διατύπωση του γραμματίου, στην πράξη αφαιρούνταν από το ποσό που αναγράφεται σε αυτό, οποιεσδήποτε οφειλές της εφεσίβλητης προς τον εφεσείοντα 1, οι οποίες δημιουργούντο από τις υπηρεσίες του προς αυτή, στο πλαίσιο της συνεργασίας τους.

Η εφεσίβλητη αρνείται όλες τις πιο πάνω θέσεις των εφεσειόντων ως προς την πρωτόδικη απόφαση που αφορά το επίδικο γραμμάτιο. Επιπλέον, με ειδοποίηση αντέφεσης, αμφισβητεί το μέρος εκείνο της πρωτόδικης απόφασης, με το οποίο απορρίφθηκε η απαίτηση της για το ποσόν των €61.057,00 (Λ.Κ.35.735,20) για κατ' ισχυρισμό οφειλόμενο υπόλοιπο που προέκυπτε από την κατάσταση λογαριασμού. Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι, παρότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι το τεκμήριο 17 συνιστούσε λεπτομερή κατάσταση λογαριασμού στην οποία καταγράφονταν όλες οι χρεώσεις των ποσών που ο εφεσείων 1 όφειλε στην εφεσίβλητη καθώς και οι πιστώσεις με τις προμήθειες και τα διάφορα ωφελήματα που δικαιούταν να εισπράξει και ότι μάλιστα οι εγγραφές κάλυπταν χρονικά όλη την περίοδο συνεργασίας με την εφεσίβλητη, εντούτοις λανθασμένα προέβη στο συμπέρασμα ότι επειδή η μάρτυρας Μ.Ε.2 δεν επεξήγησε και δεν παρέπεμψε το Δικαστήριο στην συγκεκριμένη εγγραφή του ποσού του επίδικου γραμματίου, καθιστούσε το αναγραφέν χρεωστικό υπόλοιπο, ως ακροσφαλές.

Επεξηγείται στην αιτιολογία του μοναδικού λόγου αντέφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς να έπρεπε να προβεί σε οποιαδήποτε ιδιαίτερη ανάλυση, μπορούσε να αντιληφθεί με σιγουριά ότι το ποσόν του γραμματίου δεν εμφαίνετο, επί της κατάστασης λογαριασμού (τεκμήριο 17) και θα έπρεπε, λαμβάνοντας υπόψιν την υπόλοιπη αδιαμφισβήτητη μαρτυρία που είχε ενώπιον του που έκρινε ως αξιόπιστη, να προχωρήσει στην έκδοση σχετικής απόφασης και για το ποσόν των €61.057,00 που παρουσιάζεται στο τεκμήριο 17.

Εξετάζοντας αρχικά τους λόγους έφεσης, κρίνουμε ότι αυτοί δεν ευσταθούν για τους λόγους που θα εξηγήσουμε πιο κάτω.

Το Άρθρο 78 του Περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149) προσδιορίζει την έννοια του γραμματίου συνήθους τύπου ως γραπτή υπόσχεση που παρέχεται από ένα πρόσωπο σε άλλο, η οποία πρέπει:

·     να υπογράφεται από το πρόσωπο που την παρέχει στην παρουσία δύο τουλάχιστο μαρτύρων ικανών προς το συμβάλλεσθαι,

·     να προσδιορίζει την πληρωμή ποσού χρημάτων, σε πρώτη ζήτηση ή σε ορισμένο χρόνο ή σε προσδιορίσιμο μέλλοντα χρόνο από το πρόσωπο που παρέχει την υπόσχεση προς πρόσωπο το οποίο ορίζεται στο γραμμάτιο,

·     να καθορίζει τόκο που ορίζεται σε αυτό κατά ανώτατο όριο προς εννέα τοις εκατό κατ' έτος και, σε περίπτωση λήψης δικαστικών μέτρων επ' αυτού, τα συναφή έξοδα,

·    να αναφέρει την αντιπαροχή για την οποία παρέχεται η υπόσχεση.

Στο άρθρο 78 καθορίζεται επίσης ότι το πρόσωπο που παρέχει την υπόσχεση καλείται "οφειλέτης χρέους" ενώ το πρόσωπο στο οποίο παρέχεται η υπόσχεση καλείται "πιστωτής".

Το γραμμάτιο συνήθους τύπου ως αυτοτελής αιτία αγωγής, αποτελεί μια ιδιότυπη νομική ρύθμιση (βλ. Λεωνίδου κα ν. Σπυριδάκη (2012) 1 Α.Α.Δ 1694) αφού αποδίδει σημαντικά πλεονεκτήματα στον ενάγοντα. Σύμφωνα με το Άρθρο 80 του Κεφ. 149, σε κάθε δικαστική διαδικασία τα καταγεγραμμένα γεγονότα στο γραμμάτιο συνήθους τύπου αποτελούν αμάχητη απόδειξη, οι δε υπερασπίσεις που δύνανται να προβληθούν, είναι συγκεκριμένες. Αυτές περιορίζονται στη γνησιότητα των υπογραφών και τον ισχυρισμό ότι το γραμμάτιο εκδόθηκε ως αποτέλεσμα απάτης ή εξαναγκασμού. Η νομολογία πρόσθεσε ως περαιτέρω υπεράσπιση, την εξόφληση του χρέους του γραμματίου (βλ. Κυριάκου ν. Αναστασίου (2013) 1 Α.Α.Δ 148).

Ο σκοπός του νομοθέτη, είναι σαφώς η δημιουργία ενός ιδιαίτερου συμβατικού θεσμού με αυξημένη αποδεικτική δυναμική, με τον οποίο να αποκλείεται η έγερση των ευρύτερων  υπερασπίσεων που είναι διαθέσιμες σε μια συνηθισμένη συμβατική σχέση. Ενόψει όμως των πιο πάνω πλεονεκτημάτων που παρέχονται στον πιστωτή γραμματίου συνήθους τύπου, καθίσταται επιβεβλημένη η αυστηρή τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων που προβλέπονται στο Άρθρο 78 του Περί Συμβάσεων Νόμου, ώστε να χαρακτηριστεί ένα έγγραφο ως «γραμμάτιο συνήθους τύπου» και να δύναται έτσι να στοιχειοθετήσει αυτοτελή αιτία αγωγής (βλ. Φούλη ν. Μιχαήλ (2005) 1 Α.Α.Δ. 1144, Papastratis v. Economou (1970) CLR 11 και Παύλου κ.α. ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ 483).

Επανερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας, το πρώτο στοιχείο που παρατηρούμε είναι ότι η υπογραφή του επίδικου γραμματίου από τον εφεσείοντα 1 ως πρωτοφειλέτη και την εφεσείουσα 2 ως εγγυήτρια στην παρουσία δύο μαρτύρων, δηλώθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως παραδεκτό γεγονός. Πέραν των πιο πάνω, όπως πολύ ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, πληρούνται και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του Άρθρου 78 του Περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149), ώστε το επίδικο έγγραφο (τεκμήριο 8) να χαρακτηριστεί ως γραμμάτιο συνήθους τύπου. Ως αποτέλεσμα, το περιεχόμενο του επίδικου γραμματίου αποτελεί αμάχητη απόδειξη των γεγονότων που αναφέρονται σ' αυτό.

Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες αρχές, σε τέτοιες περιπτώσεις αναφορικά με την υπογραφή του γραμματίου, η υπεράσπιση εξαντλείται σε ισχυρισμούς για μη υπογραφή του ή για υπογραφή υπό συνθήκες απάτης ή εξαναγκασμού. Στην παρούσα, όπως πολύ σωστά επισημάνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν τέθηκαν τέτοιοι ισχυρισμοί από τους εφεσείοντες στα δικόγραφα τους. Ούτε υποβλήθηκε στους μάρτυρες της εφεσείουσας κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η πιο πάνω θέση.

Ο εφεσείων 1 ισχυρίστηκε εντούτοις στην μαρτυρία του ότι τόσον το γραμμάτιο (τεκμήριο 8) όσον και η ειδική συμφωνία (τεκμήριο 7) υπεγράφησαν  από τον ίδιο εκβιαστικά και κάτω από συνθήκες εξαναγκασμού εκ μέρους της εφεσίβλητης. Ο πιο πάνω ισχυρισμός απορρίφθηκε όμως από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως υστερόβουλος με παραπομπή και στα παραδεκτά γεγονότα. Έγινε επί του προκειμένου επισήμανση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η υπογραφή του γραμματίου δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός, χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε επιφύλαξη από τους εφεσείοντες, αναφορικά με τις συνθήκες υπογραφής του.

Εν πάση περιπτώσει, αυτό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για το παραδεκτό της ανεπιφύλακτης υπογραφής του γραμματίου δεν αμφισβητείται από τους εφεσείοντες στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης. Αυτό που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες ενώπιον μας με τον 1ο λόγο έφεσης, είναι ότι το επίδικο γραμμάτιο απώλεσε τα νομικά του χαρακτηριστικά σαν γραμμάτιο συνήθους τύπου καθώς και την αυτοτέλεια του από άποψη αιτίας αγωγής. Στηρίζουν τον πιο πάνω ισχυρισμό στην θέση ότι το επίδικο γραμμάτιο (τεκμήριο 8), υπεγράφη στο πλαίσιο ειδικής συμφωνίας των μερών (τεκμήριο 7), με αποτέλεσμα να ενταχθεί στους κανόνες της επαγγελματικής συνεργασίας του εφεσείοντα 1 με την εφεσίβλητη και στο «πάρε δώσε» που υπήρχε μεταξύ τους, λόγω της φύσης της συνεργασίας τους αυτής.

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση. Πέραν του γεγονότος ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επιπλέον η θέση αυτή για απώλεια των νομικών χαρακτηριστικών του γραμματίου, δεν συνιστά υπεράσπιση δυνάμει του Άρθρου 80 του Κεφ. 149  και της προαναφερθείσας νομολογίας. Ούτε αναγράφεται στο σώμα του γραμματίου ότι αυτό εκδόθηκε κάτω από οιουσδήποτε όρους ώστε να δικαιολογείται η πιο πάνω θέση των εφεσειόντων.

Αυτό που θα μπορούσαν βέβαια να επικαλεστούν οι εφεσείοντες ως υπεράσπιση δεν είναι η απώλεια των χαρακτηριστικών του γραμματίου αλλά η μερική ή ολική εξόφληση του, στο πλαίσιο της συνεργασίας των μερών (βλ. Κυριάκου ν. Αναστασίου ανωτέρω). Όμως, οι ισχυρισμοί περί εξόφλησης του γραμματίου που επικαλέστηκε ο εφεσείων 1 στην μαρτυρία του, απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο στάδιο αξιολόγησης της μαρτυρίας. Να σημειωθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει στην απόφαση του ότι ο εφεσείων του άφησε αλγεινή εντύπωση κατά την μαρτυρία του, η οποία χαρακτηρίζεται ως μια αγωνιώδης και επιτηδευμένη προσπάθειά να  απεκδυθεί οποιασδήποτε ευθύνης ή υποχρέωσης έναντι της εφεσίβλητης.

Υπήρξε ως εκ τούτου εύρημα του Δικαστηρίου ότι όχι μόνον το επίδικο γραμμάτιο δεν είχε υπογραφτεί υπό συνθήκες απάτης ή εξαναγκασμού από τους εφεσείοντες αλλά και ότι οι εφεσείοντες εξακολουθούν να οφείλουν ολόκληρο το ποσόν των γραμματίου.

Η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η θέση του εφεσείοντα περί εξόφλησης του γραμματίου, αμφισβητείται από τους εφεσείοντες με τον 2ο λόγο έφεσης. 'Όπως είναι όμως νομολογημένο, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην πολύ πρόσφατη απόφαση μας Ιωάννου ν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Πολ. Έφεση 26/21 ημ. 28.2.2024, είχαμε την ευκαιρία να συνοψίσουμε τις σχετικές νομολογιακές αρχές ως ακολούθως:

«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Kyriakou v. Aristotelous(1970) 1 C. L.R. 172 και Σολομού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd(1998) 1 Α.Α.Δ300).»

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας που οι εφεσείοντες προσκόμισαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές. Κρίνουμε πως δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία της μαρτυρίας που οι εφεσείοντες προσκόμισαν ως προς την εξόφληση του επίδικου γραμματίου.

Αντιθέτως, βρίσκουμε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα ευρήματα αξιοπιστίας που καταγράφει σε σχέση με την μαρτυρία του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε επί του προκειμένου λεπτομερώς στην απόφαση του, σε ισχυρισμούς του εφεσείοντα κατά την μαρτυρία του, οι οποίοι είτε βρίσκονταν σε καταφανή αντίθεση με το δικόγραφο της υπεράσπισής του είτε ήταν  αλληλοσυγκρουόμενοι μεταξύ τους. Η δε μαρτυρία του ετέρου μάρτυρα υπεράσπισης (Μ.Υ.1) δεν προσέφερε οτιδήποτε αφού δεν ήταν σε θέση να καταθέσει για τα επίδικα θέματα και ειδικά ως προς το κατά πόσον οφείλετο οιονδήποτε ποσόν από τον εφεσείοντα προς την εφεσίβλητη.

Συνοψίζοντας όλα τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι και οι δύο λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Ως εκ τούτου, η έφεση απορρίπτεται.

Απομένει η εξέταση της αντέφεσης με την οποία όπως προαναφέρθηκε, η εφεσίβλητη αμφισβητεί την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η απαίτηση της για το επιπλέον ποσόν των €61.057,00 (Λ.Κ.35.735,20) ως κατ' ισχυρισμό οφειλόμενο υπόλοιπο που προέκυπτε από την κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 17).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας την κατάσταση λογαριασμού η οποία να σημειωθεί αφορούσε όλη την περίοδο της συνεργασίας του εφεσείοντα 1 με την εφεσίβλητη, έκρινε ότι  δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε ασφαλές εύρημα ότι το υπόλοιπο που καταγράφεται σε αυτή, είναι το ορθό χρεωστικό υπόλοιπο του εφεσείοντα 1 προς την εφεσίβλητη. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί ως ορθό και αληθές το περιεχόμενό της.

Παραπέμποντας στην μαρτυρία της Μ.Ε.2 που ετοίμασε και κατέθεσε την κατάσταση λογαριασμού, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι η Μ.Ε.2 δεν επεξήγησε κατά πόσον στους υπολογισμούς που καταγράφονται στο τεκμήριο 17, έχει ληφθεί υπόψη και το ποσό των Λ.Κ.20.000,00 για το οποίο ο εναγόμενος 1 υπέγραψε το γραμμάτιο (τεκμήριο 8). Ούτε παρέπεμψε το Δικαστήριο σε συγκεκριμένη εγγραφή ή εγγραφές ώστε να διαφανεί ότι λήφθηκε υπόψη και το συγκεκριμένο ποσό στην εξαγωγή του χρεωστικού υπολοίπου των €64.474,27. 

Είμαστε της άποψης ότι από την στιγμή που το τεκμήριο 17 αναφέρεται σε εγγραφές που καλύπτουν χρονικά ολόκληρη την περίοδο συνεργασίας των μερών θα ήταν λογικό να συμπεριλαμβανόταν σε αυτές και το ποσόν του επίδικου γραμμάτιου που σύμφωνα με την εφεσίβλητη, ήταν μέρος του συνολικά οφειλόμενου ποσού από τον εφεσείοντα στην βάση της συνεργασίας τους.

Το γεγονός ότι η μαρτυρία της Μ.Ε.2 δεν διαφώτισε ως προς το σημείο αυτό ούτε επεξήγησε κατά πόσο στους υπολογισμούς που καταγράφονται στο τεκμήριο 17 έχει ληφθεί υπόψη και το ποσό του γραμματίου, κατέστησε απόλυτα δικαιολογημένο και εύλογο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να στηριχθεί στο τεκμήριο 17 ως προς την ορθότητα του ποσού που αναγράφεται σε αυτό ως οφειλόμενο στην εφεσίβλητη από τον εφεσείοντα 1.

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι το συμπέρασμα αυτό  δικαιολογείται και από την «ειδική συμφωνία» (τεκμήριο 7) που υπέγραψαν τα μέρη, οι όροι της οποίας είναι διατυπωμένοι με τρόπο που δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας ότι η πρόθεση των μερών ήταν όπως το επίδικο γραμμάτιο ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό του συνολικού χρεωστικού υπολοίπου προς την εφεσίβλητη. Η θέση της εφεσίβλητης ότι το ποσόν του τεκμηρίου 17 δεν συμπεριλαμβάνει το ποσόν του γραμματίου δεν είναι αρκετή αφού όπως προαναφέρθηκε, στο εν λόγω τεκμήριο οι εγγραφές καλύπτουν χρονικά ολόκληρη την περίοδο συνεργασίας των μερών με αποτέλεσμα να έπρεπε να συμπεριλαμβάνουν και το επίδικο γραμμάτιο.

Είναι σημαντικό επίσης να λεχθεί ότι είναι ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, ειδικά όσον αφορά τις τελευταίες δύο σελίδες του τεκμηρίου 17, δεν έχει δοθεί οποιαδήποτε επεξήγηση από τη Μ.Ε.2 ως προς το τι συνιστούν οι εγγραφές που περιλαμβάνονται σ΄ αυτές.

Να σημειωθεί ότι ήταν η θέση της εφεσίβλητης ότι το συνολικό ποσόν που της όφειλε ο εφεσείων 1, ανερχόταν σε  €95.229,21 που είναι η πρόσθεση του ποσού του γραμματίου (τεκμήριο 8) με αυτό που αναγράφεται στην κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 17). Δεν παρουσιάστηκαν όμως ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου λεπτομέρειες και λογιστικές εγγραφές για το πως προέκυψε το συνολικό ποσόν των €95.229,21. Αντιθέτως στο τεκμήριο 17 αναφέρεται το ποσόν των €64.474,27 χωρίς να διευκρινίζεται αν σε αυτό λήφθηκε υπόψη και σε ποιο στάδιο, το ποσόν του γραμματίου.

Η εφεσίβλητη όφειλε να παρουσιάσει επαρκή μαρτυρία για το σύνολο των χρεοπιστώσεων στον λογαριασμό που διατηρούσε στο όνομα του εφεσείοντα 1 και να διευκρινίσει κατά πόσον υπάρχουν ή όχι εγγραφές που αφορούν το ποσόν του γραμματίου στο τεκμήριο 17. Παράλειψη της να το πράξει, όπως πολύ ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθιστά ακροσφαλές οιονδήποτε εύρημα για το τελικό οφειλόμενο ποσόν προς την εφεσίβλητη, στην βάση του τεκμηρίου 17.

Ενόψει των πιο πάνω και η αντέφεση κρίνεται ως αβάσιμη και απορρίπτεται.

Δεν δίδεται καμία διαταγή για έξοδα αφού αμφότερες έφεση και αντέφεση έχουν απορριφθεί.   

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο