ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Έφεση Αρ.: Ε61/2018)

 

09 Φεβρουαρίου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

 

ΙΩΑΝΝΗ ΠΙΡΙΠΙΤΣΗ,

Εφεσείοντα/Ενάγοντα,

v.

 

1.     ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

2.     ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΠΑΜΠΟΡΗ,

3.     ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

4.     ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΜΠΟΡΗ,

5.     ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσίβλητων/Εναγομένων.

 

____________________

 

Εμφανίσεις:

κ. Π. Καύκαρος για κ.κ. Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα.

κ. Θ. Αγγελίδης για κ.κ. Π. Αγγελίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητους 1, 2, 4 και 5.

Καμία εμφάνιση, για Εφεσίβλητο 3.

 

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Ο εφεσείοντας αποτάθηκε, ως ενάγοντας σε αγωγή που καταχώρισε  στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, - στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο - με ενδιάμεση αίτηση του, εναντίον των εφεσίβλητων 1, 2, 4 και 5 (αντίστοιχα εναγόμενων 1, 2, 4 και 5 στην αγωγή) και ζήτησε τις ακόλουθες θεραπείες:

«Γ)  Διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να απαγορεύεται αμέσως στην Εναγόμενη 2 και στους αντιπροσώπους της να προβούν στην πώληση και/ή επιβάρυνση και/ή δωρεά και/ή αποξένωση και/ή στην ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης ολόκληρου του ½  μεριδίου της στο διαμέρισμα με αριθμό εγγραφής [        ], Φ.Σχ[         ], Τεμάχιο [        ] που ευρίσκεται στο Δήμο Λευκωσίας περιοχή Παναγία στην Λευκωσία, μέχρι την ακρόαση της υπό των άνω ως αριθμό και τίτλο Αγωγής και/ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Δ)    Διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να απαγορεύεται αμέσως στην Εναγόμενη 2 και στους αντιπροσώπους της να προβούν στην πώληση και/ή επιβάρυνση και/ή δωρεά και/ή αποξένωση και/ή στην ολοκλήρωση της διαδικασίας μεταβίβασης ολοκλήρου του ¼ μεριδίου της στο ακίνητο με αριθμό εγγραφής [           ] Φ.Σχ. [          ], Τεμάχιο [          ] που ευρίσκεται στο Δήμο Λευκωσίας, περιοχή Παναγίας στην Λευκωσία μέχρι την ακρόαση της υπό των άνω ως αριθμό και τίτλο Αγωγής και/ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δραστήριου.

 

Ε)   Διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να απαγορεύεται στον Κωνσταντίνο Παμπόρη και στους αντιπροσώπους του να προβούν στην πώληση και/ή μεταβίβαση και/ή επιβάρυνση και/ή δωρεά και/ή αποξένωση ολοκλήρου του ½ μεριδίου του στο ακίνητο με αριθμό εγγραφής [       ] Φ.Σχ. [        ], Τεμάχιο [       ] που ευρίσκεται στο χωριό Νήσου της επαρχίας Λευκωσίας μέχρι την ακρόαση της υπό των άνω ως αριθμό και τίτλο Αγωγής και/ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

ΣΤ) Διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να απαγορεύεται αμέσως στην Χρυστάλλα Παρασκευά Κωνσταντίνου και στους αντιπροσώπους της να προβούν στην πώληση και/ή μεταβίβαση και/ή επιβάρυνση και/ή δωρεά και/ή αποξένωση ολόκληρου του ½ μεριδίου της στο ακίνητο με αριθμό εγγραφής [       ] Φ.Σχ. [      ] Τεμάχιο [     ] που ευρίσκεται στο χωριό Νήσου της επαρχίας Λευκωσίας μέχρι την ακρόαση της υπό των άνω ως αριθμό και τίτλο Αγωγής και/ή μέχρι νεοτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»

 

Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, εν όψει της καταχώρισης ένστασης εκ μέρους των εφεσίβλητων 1, 2, 4 και 5, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.

 

Με τρεις λόγους έφεσης ο εφεσείοντας εκδήλωσε τη διαφωνία του με την πιο πάνω πρωτόδικη κρίση. Θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή πεπλανημένα και/ή κατά λανθασμένη εφαρμογή του νόμου και/ή της νομολογίας και/ή αναιτιολόγητα αποφάσισε πως δεν πληρείται  η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/1960 (πρώτος λόγος έφεσης), ότι κάτω από τους ίδιους, προαναφερόμενους λόγους, λανθασμένα κατέληξε πως υπήρξε προσπάθεια επέμβασης σε προγενέστερη απόφαση Δικαστηρίου και κατάχρηση διαδικασίας (δεύτερος λόγος έφεσης) και ότι λανθασμένα απέρριψε την αίτηση του με την αιτιολογία περί παράνομης συμπεριφοράς του (τρίτος λόγος έφεσης).

 

Η βάση γεγονότων, την οποία ο εφεσείοντας επικαλέστηκε προωθώντας τις πρωτόδικες αξιούμενες θεραπείες, συνίσταται στο ότι με  προφορική συμφωνία επένδυσης που έλαβε χώραν, ως ισχυρίζεται, μεταξύ του και των εφεσίβλητων 1 και 2, αναφορικά με ένα ακίνητο, ιδιοκτησίας των τελευταίων, σε χωριό της επαρχίας Λευκωσίας, ο εφεσείοντας ανήγειρε οικοδομές, και γενικότερα προέβη σε εργασίες εντός του ακινήτου των εφεσίβλητων 1, 2 (το οποίο μεταβιβάστηκε στους εφεσίβλητους 3 και 4) και το οποίο θα μεταβιβαζόταν σε αυτόν, ως ήταν η συμφωνία τους, σε τιμή που θα καθοριζόταν από εγκεκριμένο κοινό εκτιμητή.

 

Είναι χρήσιμο να σημειώσουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Ν.14/1960, ήτοι πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή, κρίνοντας  δε επιπλέον και ότι οι αξιούμενες, από τον εφεσείοντα, θεραπείες είχαν απορριφθεί με προγενέστερη δικαστική απόφαση και ως εκ τούτου αυτός κωλυόταν να τις αξιώνει εκ νέου. Επίσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε πως θα απέρριπτε την αίτηση του εφεσείοντα για ακόμη έναν λόγο.  Ως διατύπωσε το σχετικό σκεπτικό του, επί του τελευταίου λόγου, «. ο Αιτητής αφού έχασε όλους τους δικαστικούς αγώνες με τους οποίους αξίωνε θεραπείες σε σχέση με το επίδικο ακίνητο, αποφάσισε να καταχωρίσει την παρούσα Αγωγή αρκετά χρόνια μετά την κατ΄ ισχυρισμό διάρρηξη της κατ΄ ισχυρισμό προφορικής συμφωνίας, αξιώνοντας προσωρινά διατάγματα. Η πιο πάνω συμπεριφορά του δεν του επιτρέπει να αξιώνει κατ΄ επίκληση διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου τις συγκεκριμένες προσωρινές θεραπείες (Bacardi  & Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1B A.A.Δ. 788 και Πλακίδη ν. Nomisko Developers Ltd (2010) 1 (ΑΑ.Α.Δ. 577).

 

Και κάτι τελευταίο. Ο Ενάγων αποφάσισε να ξοδέψει αρκετά χρήματα, ως ισχυρίζεται, για την ανέγερση παράνομων οικοδομών σε ακίνητο που δεν του ανήκει. Την παράνομη ανέγερση των οικοδομών παραδέχθηκε και ενώπιον ποινικού Δικαστηρίου.  Για αυτή την κατ΄ ισχυρισμό επένδυσή του, ουδέποτε στο παρελθόν επεδίωξε να λάβει οποιαδήποτε εξασφάλιση από τους Εναγομένους 1 και 2, με τους οποίους ισχυρίζεται ότι έχει συμβληθεί. Με άλλα λόγια, ο ίδιος αποφάσισε, χρόνια πριν, να ανεγείρει οικοδομές κατά παράβαση του Νόμου, με όλους τους κινδύνους που αυτή η συμπεριφορά του συνεπαγόταν. Δεν νοείται τώρα για την τότε παράνομη συμπεριφορά του να αξιώνει ασφαλιστικά μέτρα για να εξασφαλίσει τα όποια δικαιώματά του. Το κατά πόσο βεβαίως η κατ΄ ισχυρισμό προφορική Συμφωνία είναι ή όχι νόμιμη, δεν εξετάζεται στο παρόν στάδιο (Conqueror DevelLtd vDreamland DevelLtd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 170)».

 

Φρονούμε πως είναι καθ' όλα βοηθητικό να παραθέσουμε επίσης αυτούσιο το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με το οποίο έκρινε ότι ο εφεσείοντας απέτυχε να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη της δεύτερης προϋπόθεσης του Άρθρου 32 του Ν.14/1960. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως ακολούθως:

«.Ο Ενάγων δεν διευκρινίζει πότε ακριβώς και υπό ποιες περιστάσεις έχει συναφθεί αυτή η κατ΄ ισχυρισμό προφορική συμφωνία. Αρκείται σε μια γενική αναφορά λέγοντας «πριν τη λήξη της συμφωνίας ημερ. 4.11.08» (πρόκειται για τη Συμφωνία που είναι Τεκμήριο 3 στην ένορκη του δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση). Δεν αναφέρει γιατί δεν μπορεί να καθορίσει συγκεκριμένη ημερομηνία που καταρτίστηκε μια τέτοια σοβαρή συμφωνία, η οποία σύμφωνα με τον ίδιον περιέχει πρόνοια για αγορά από τον ίδιον ολόκληρου του ακινήτου «σε τιμή που θα καθορίζετο από εγκεκριμένο κοινό μας εκτιμητή». Δεν διευκρινίζει γιατί ενώ η Συμφωνία ημερ. 4.11.08 έγινε με την Εταιρεία του Y.PTrade & Service Ltd, αυτή η κατ΄ ισχυρισμό συμφωνία έγινε με τον ίδιον προσωπικά. Δεν διευκρινίζει επίσης γιατί αυτή η κατ΄ ισχυρισμό συμφωνία έγινε προφορικά όταν μάλιστα άλλες συμφωνίες με τους Εναγόμενους 1 και 2 σε σχέση με το επίδικο ακίνητο (και οι οποίες αφορούσαν σε μίσθωσή του και όχι σε αγορά του) έγιναν γραπτώς. Δεν αποκαλύπτει και δεν αναφέρει ο,τιδήποτε σε σχέση με την άλλη Συμφωνία ημερ. 1.11.08 (Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση), η οποία και πάλι καταρτίστηκε με την Εταιρεία του Y.PTrade & Service Ltd και όχι με τον ίδιον προσωπικά. Μάλιστα, με την εν λόγω γραπτή Συμφωνία, η Εταιρεία του μισθώνει μέρος γης από το επίδικο ακίνητο των Εναγομένων 1 και 2 με συγκεκριμένους όρους, ανάμεσα στους οποίους, και ο ακόλουθος:

 

«5)   O Ενοικιαστής δεν έχει το δικαίωμα να κάμει οποιανδήποτε προσθήκη ή τροποποίηση στο πιο πάω τεμάχιο γης ούτε και να εκτελέσει οποιαδήποτε έργα στο πιο πάνω κτήμα των Ιδιοκτητών ούτε και να ανεγείρει κτίρια ή να εγκαθιστά λυόμενα σπίτια ή παραπήγματα στο πιο πάνω κτήμα των Ιδιοκτητών.

 

        Περαιτέρω ρητώς συμφωνείται ότι οποιεσδήποτε τυχόν προσθήκες ή τροποποιήσεις ή επισκευές που ο Ενοικιαστής ήθελε τυχόν εκτελέσει στο πιο πάνω ενοικιαζόμενο τεμάχιο θα παραμένουν ως ιδιοκτησία του Ιδιοκτήτη χωρίς καμία απολύτως υποχρέωση να αποζημιώσει τον Ενοικιαστή.

 

        Επίσης ρητώς συμφωνείται ότι και οποιαδήποτε άλλα έργα ή κτίρια ή άλλες εγκαταστάσεις και/ή λυόμενα σπίτια ή παραπήγματα που ο Ενοικιαστής ήθελε τυχών κατασκευάσει και/ή εγκαταστήσει στο πιο πάνω τεμάχιο γης των Ιδιοκτητών, όλα τα πιο πάνω θα παραμένουν ως ιδιοκτησία του Ιδιοκτήτη χωρίς καμία απολύτως υποχρέωση να αποζημιώσει τον Ενοικιαστή.

 

        Περαιτέρω ρητώς συμφωνείται ότι ο Ιδιοκτήτης θα δικαιούται κατά την λήξη και/ή τον τερματισμό και/ή την ακύρωση του παρόντος Ενοικιαστηρίου Εγγράφου και/ή της Ενοικιάσεως του πιο πάνω τεμαχίου γης, να απαιτήσει και/ή αξιώσει από τον Ενοικιαστή να επαναφέρει και να παραδώσει στον Ιδιοκτήτη το τεμάχιο γης στην πρότερα κατάσταση που το παρέλαβε.»

 

        (Η υπογράμμιση γίνεται από το Δικαστήριο).

 

        Ο Αιτητής δεν αναφέρει τι έγινε σε σχέση με το πιο πάνω περιεχόμενο της εν λόγω Συμφωνίας, η οποία λογικά θα έπρεπε να ίσχυε κατά το χρόνο που καταρτίστηκε η κατ΄ ισχυρισμό προφορική συμφωνία. Με άλλα λόγια, δεν διευκρινίζει αν ακυρώθηκε αυτή η Συμφωνία όταν καταρτίστηκε η κατ΄ ισχυρισμό προφορική συμφωνία. Από την άλλη, οι συνιδιοκτήτες του ακινήτου, Εναγόμενοι 1 και 2, φέρονται, και αυτό δεν έχει αμφισβητηθεί, να διαμαρτύρονται από τις 26.10.10 ότι ο Ενάγων έχει προβεί σε κατασκευές στο επίδικο ακίνητο χωρίς τη συγκατάθεσή τους και χωρίς τις νενομισμένες άδειες. Σχετική είναι η επιστολή τους προς τον Έπαρχο Λευκωσίας (Τεκμήριο 17 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση). Περαιτέρω, όταν οι Εναγόμενοι 1 και 2 καταχώρισαν στις 11.5.11 την Αγωγή 3325/11, με την οποία αξίωναν θεραπείες που αφορούσαν σε αποζημιώσεις για την περίοδο 4.11.09-31.1.11, και σε παράδοση κατοχής της οικίας (αντικείμενο της Συμφωνίας ημερ. 4.11.08), η Εναγόμενη Εταιρεία του εδώ Ενάγοντα δεν εμφανίστηκε και εξεδόθη απόφαση στην απουσία της. Ακολούθησε αίτηση παραμερισμού της Απόφασης. Σύμφωνα με την Απόφαση ημερ. 12.6.13 (Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση), το κλητήριο ένταλμα επιδόθηκε στον Διευθυντή της κ. Ιωάννη Πιριπίτση (Ενάγοντα στην παρούσα Αγωγή), ο οποίος αρνήθηκε να το υπογράψει. Το Δικαστήριο με την εν λόγω Απόφαση (Απόφαση της κας Στ. Χατζηγιάννη, Α.Ε.Δ (ως ήταν τότε)), απέρριψε την Αίτηση παραμερισμού που καταχώρισε η Εναγόμενη Εταιρεία Y.PTrade & Service Ltd.  Έφεση που καταχωρίστηκε κατά της εν λόγω Απόφασης, αποσύρθηκε.»

 

Καθίσταται κατ' αρχήν αντιληπτό, από τα προαναφερόμενα, πως ο κύριος λόγος που πρωτοδίκως απορρίφθηκε η αίτηση του εφεσείοντα δεν ήταν επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε μόνο, και λανθασμένα, ως ισχυρίζεται ο εφεσείοντας, στη βάση της αιτιολογίας περί παράνομης συμπεριφοράς του. Η σχετική αναφορά, επί της πρωτόδικης απόφασης ακολουθεί της αξιολόγησης ως προς την ουσία της δεύτερης προϋπόθεσης, η οποία δεν αποδείχθηκε. Ως επισφράγιση στην κατάληξη του Δικαστηρίου για την απόρριψη της αίτησης, επισημάνθηκε και η εν λόγω παράμετρος, ως διέπουσα τις περιστάσεις και το σύνολο των γεγονότων της αίτησης.  Κρίνουμε δε πως η πρωτόδικη επισήμανση του γεγονότος της παρανομίας, συνδυαζόμενη με την καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης, ως ακόμη μίας αιτίας απόρριψης της, είναι ορθή και βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τη σχετική νομολογία.  Όπως προκύπτει από την υπόθεση Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 A.A.D. 788, στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η καθυστέρηση στην υποβολή αίτησης, για έκδοση ενδιάμεσου απαγορευτικού διατάγματος, είναι δυνατόν να οδηγήσει σε άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της απόρριψης της αίτησης, παρά τη συνδρομή των τριών προϋποθέσεων που αναφέρονται στο Άρθρο 32 του Ν.14/1960. Πόσο μάλλον στην παρούσα υπόθεση όπου κρίθηκε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε η δεύτερη προϋπόθεση.  Σημειώνεται πως, σύμφωνα με την εκδοχή του εφεσείοντα, ως την παραθέτει στην ένορκη δήλωση του, που υποστήριξε την αίτηση του, η παραβίαση της συμφωνίας εκ μέρους των εφεσίβλητων άρχισε, ή διαφάνηκε, περί το 2013, αν όχι και πιο νωρίς, ωστόσο, ανεξάρτητα από το αν ο εφεσείοντας ήγειρε το θέμα με την Ανταπαίτηση του στο πλαίσιο της αγωγής 56/2013 που καταχωρίστηκε εναντίον του, η επίδικη αίτηση καταχωρίστηκε το 2017, οπότε σαφώς χρειαζόταν αυστηρή εξήγηση για το χρόνο που μεσολάβησε.  Μέρος της εξήγησης προφανώς έγκειται και στο γεγονός ότι είχε αποταθεί ήδη στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας, πλην όμως, αυτό το γεγονός είχε νομική προέκταση η οποία προσέκρουσε στη διαπίστωση, πρωτόδικα, της κατάχρησης της διαδικασίας, ζητήματα που σχετίζονται με τον δεύτερο λόγο έφεσης για τον οποίο θα τοποθετηθούμε σε κατοπινό στάδιο.  Ούτως ή άλλως, όμως, από μόνο του το μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα ήταν ένα σοβαρό εμπόδιο ενώπιον του Δικαστηρίου. 

 

Τέλος, κρίνουμε ορθό να σημειώσουμε πως η θέση του εφεσείοντα, διατυπωμένη στην αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τις αρχές της απόφασης Conqueror Devel Ltd v. Dreamland Developments Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 170, δεν έχει έρεισμα στα γεγονότα της παρούσας έφεσης καθ' ότι αφορά σε τελική απόφαση επί αγωγής.  Η αγωγή του εφεσείοντα δεν εμποδίζεται να προχωρήσει και αυτός να προωθήσει την εκδοχή του. Με την εκκαλούμενη απόφαση δεν κρίθηκε οτιδήποτε αφορά στην ουσία της αγωγής. Συνακόλουθα, ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος, και ως εκ τούτου αποτυγχάνει.

 

Έχουμε διεξέλθει με κάθε δυνατή προσοχή τις θέσεις και τα επιχειρήματα του εφεσείοντα καθώς και το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Αφού έχουμε αξιολογήσει τον πρώτο λόγο έφεσης έχουμε καταλήξει πως η πρωτόδικη κρίση ήταν πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη και καμία πλάνη διαπιστώνεται. Τα συμπεράσματα, στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν εύλογα, δεδομένης της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του.  Η πρόταξη της συμφωνίας ενοικίασης ημερομηνίας 01.11.2008 για ένα έτος, μεταξύ των εφεσίβλητων 1 και 2 και εταιρείας, στην οποία ο εφεσείοντας δεν αναφέρθηκε στην αίτηση του προφανώς, λόγω των όρων αυτής, δικαιολογημένα καθόρισε σε σημαντικό βαθμό τη δύναμη της εκδοχής του εφεσείοντα, μιας και υπάρχει πρόβλεψη, στην εν λόγω συμφωνία, ότι οποιαδήποτε κατασκευάσματα επί του τεμαχίου από τον ενοικιαστή (που ήταν εταιρεία στην οποία ο εφεσείοντας ήταν διευθυντής) θα  παρέμεναν στην ιδιοκτησία του ιδιοκτήτη - εφεσίβλητων 1 και 2.  Λογικό ήταν, τουλάχιστον, να ακυρωθεί αυτή η συμφωνία προκειμένου να ετίθετο σε εφαρμογή η ισχυριζόμενη προφορική συμφωνία του εφεσείοντα.  Δεν ήταν όμως αυτή η εκδοχή του εφεσείοντα.  Περαιτέρω, ως βαρύνουσας σημασίας φαίνεται να λειτούργησε, στην πρωτόδικη κρίση, και η επιστολή των εφεσίβλητων 1 και 2  ημερομηνίας 26.10.2010 (μέρος του Τεκμηρίου 17 επί της ένστασης τους) προς τον Έπαρχο Λευκωσίας, με την οποία διαμαρτυρήθηκαν ότι ο εφεσείοντας, έστω ότι στην επιστολή ονομάζεται ενοικιαστής, έχει προβεί σε κατασκευές στο επίδικο ακίνητο, χωρίς τη συγκατάθεση τους και χωρίς τις νενομισμένες άδειες.  Δεν ήταν δυνατόν υπό τέτοιες περιστάσεις να μην λαμβανόταν υπόψη, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εν λόγω επιστολή, έναντι της εκδοχής του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 αποδέχονταν τα κατασκευαστικά έργα στα οποία αυτός προέβη στο ακίνητο τους. Τα παράπονα του εφεσείοντα, καθώς και τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων του, δεν κρίνονται ικανά να ανατρέψουν το πρωτόδικο συμπέρασμα ότι δεν ικανοποιούνταν η δεύτερη προϋπόθεση.  Η δυναμική της εκδοχής του εφεσείοντα δεν ήταν τέτοια η οποία να δικαιολογούσε διαφορετικό συμπέρασμα, ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση. Συμφωνούμε πλήρως με το σχετικό σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Προβάλλουν, οι συνήγοροι του εφεσείοντα, σωρεία επιχειρημάτων με τα οποία, κατά τη θέση τους, είτε δεν αξιολογήθηκαν σωστά τα γεγονότα ή αγνοήθηκαν πρωτοδίκως.  Διαφωνούμε με τη σχετική επιχειρηματολογία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επικεντρώθηκε, ως όφειλε, στα ουσιαστικά και καθοριστικά σημεία της μαρτυρίας, την οποία αξιοποίησε ως βάση για το συμπέρασμα του, αναφορικά με τη στοιχειοθέτηση η μη της δεύτερης προϋπόθεσης. Δεν είχε υποχρέωση να εντάξει στην κρίση του προβληματισμούς ή ερωτήματα τα οποία η εξέταση τους δικαιολογείται μόνο κατά τη δίκη της αγωγής.  Δεν είχε καθήκον να ασχοληθεί με κάθε ξεχωριστό προβληματισμό που προέκυπτε από κάθε ξεχωριστό γεγονός που επικαλέστηκε ο εφεσείοντας, και που, εν πάση περιπτώσει, είναι δυνατό να προκύπτει διττή κατεύθυνση. Τέτοια είναι η περίπτωση όπου ο εφεσείοντας παραπονείται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε, ή δεν προβληματίστηκε από το γεγονός ότι ο εφεσείοντας προέβη σε επένδυση €700.000,00, περίπου, κάτι που δεν θα έκανε, ως ισχυρίζεται, αν δεν υπήρχε η επικαλούμενη από αυτόν προφορική συμφωνία. Ταυτόχρονα όμως, επισημαίνουμε πως το ίδιο γεγονός δικαιολογημένα λειτούργησε και ενάντια στην εκδοχή του, υπό την έννοια ότι για μια τόσο σοβαρή επένδυση δεν προέβη σε γραπτή συμφωνία, παρ' ότι οι όροι αυτής δεν ήταν ούτε εξυπακουόμενοι ούτε και απλοί, αφού, ως ισχυρίζεται, οι εφεσίβλητοι 1 και 2 είχαν διαδοχικές, χρονικά, υποχρεώσεις μέχρι να του μεταβιβαστεί, κατ' ισχυρισμό, το ακίνητο στο οποίο επένδυσε, και για το οποίο ήδη είχε συναφθεί γραπτή συμφωνία μεταξύ των εφεσίβλητων 1 και 2 και εταιρείας στην οποία ο εφεσείοντας ήταν διευθυντής.

 

Ομοίως θεωρούμε πως και τα επιπρόσθετα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθά και πλήρως εναρμονισμένα με τη νομολογία, επί της οποίας έγινε παραπομπή.  Ορθά κρίθηκε ότι η επιδίωξη εξασφάλισης προσωρινών διαταγμάτων στην αγωγή, ειδικότερα αυτού που αφορά στην μη αποξένωση του τεμαχίου 442, για το οποίο είχε ζητηθεί η μη αποξένωση με αίτηση του εφεσείοντα, στο πλαίσιο Ανταπαίτησης του, σε άλλη αγωγή (56/2013) που ήγειραν εναντίον του οι εφεσίβλητοι 1 και 2, συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας, δεδομένου ότι επρόκειτο για την ίδια θεραπεία και στη βάση των ίδιων γεγονότων (βλέπε υπόθεση Δημοκρατία v. Ηλιάδη, ECLI:CY:AD:2019:B207, Ποινική Έφεση Αρ. 348/2018, ημερομηνίας 31.05.2019, ECLI:CY:AD:2019:B207 και σύγγραμμα Πολύβιου Τ. Πολυβίου ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ, σελίδα 11 και επόμενες). Αυτό που επιχείρησε ο εφεσείοντας ασφαλώς και συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας. Πρόκειται για προσπάθεια παράκαμψης πρωτόδικης απόφασης επί των ίδιων ισχυρισμών και ίδιας αιτίας αγωγής.  Καταλήγουμε πως δεν παρέχονται περιθώρια επέμβασης μας στην πρωτόδικη κρίση. Βεβαίως οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως για τα υπόλοιπα 3 αιτούμενα διατάγματα, επί της αίτησης του εφεσείοντα, οι ζητούμενες θεραπείες είναι διαφορετικές από εκείνες που ζήτησε με την αίτηση του στο πλαίσιο της Ανταπαίτησης του στην Αγωγή 56/2013. Ταυτόχρονα όμως είναι σημαντικό το γεγονός ότι η βάση της Ανταπαίτησης του ήταν η ίδια, ήτοι η επίμαχη προφορική συμφωνία, και με άλλη ενδιάμεση απόφαση, στην αγωγή 56/2013, προγενέστερη της εκκαλούμενης, κρίθηκε ότι δεν είχε ορατή πιθανότητα επιτυχίας η Ανταπαίτηση του.

 

Τα προαναφερόμενα στοιχεία, εξ' άλλου, κρίνουμε πως παραπέμπουν σε ακόμη μία παράμετρο. Αυτήν του δεδικασμένου.

 

Από τα λεχθέντα  στην υπόθεση Recnex Trading Ltd κ.α V Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, ECLI:CY:AD:2014:A269, Πολιτική Έφεση Αρ. 71/11, ημερομηνίας 16.04.2014  εξάγεται η αρχή ότι τα αποτελέσματα από εκδίκαση ενδιάμεσων αιτήσεων, πλην ειδικών περιπτώσεων, δεν παράγουν δεδικασμένο, στη βάση της λογικής ότι το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της διαφοράς, και ως εκ τούτου τέτοιες αποφάσεις δεν θεωρούνται τελεσίδικες. Εναπόκειται βέβαια στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αν θα εγκρίνει μία μεταγενέστερη αίτηση ή αν θα την απορρίψει ελλείψει νέων στοιχείων. Διαφαίνεται ταυτόχρονα, σύμφωνα με την υπόθεση KSR Comercio S.A V Blue Coral Navigation Ltd (1995) 1 ΑΑΔ 309, πως οι αρχές του δεδικασμένου εφαρμόζονται σε κάθε δικαστική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης και της εκδίκασης ενδιάμεσων αιτήσεων, στις οποίες έχει εκδοθεί παρεμπίπτουσα διαταγή. Όπως αποφασίστηκε «...Η μόρφωση και έκφρασης γνώμης από το δικαστήριο με τρόπο καθοριστικό επί νομικού ή πραγματικού αιτήματος και η ενασχόληση του με την ουσία του επίδικου θέματος, αποτελεί τη βάση για την εφαρμογή του δόγματος res judicada». Συνεπώς, όπου σε ενδιάμεση απόφαση το Δικαστήριο προβαίνει σε μόρφωση και έκφραση γνώμης, με σαφή και καθοριστικό τρόπο, αναφορικά με οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό ζήτημα, τότε είναι εφικτή η δημιουργία δεδικασμένου, εκτός, βέβαια, και αν στη νέα διαδικασία τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου νέα πραγματικά γεγονότα, οπότε να δικαιολογείται η εξέτασή τους, παρά την προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση.

 

Ερχόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα ότι τυγχάνει εφαρμογής η έννοια του δεδικασμένου καθ' ότι, ως ισχυρίζεται, (α) είναι αδιανόητο να γίνεται επίκληση δεδικασμένου με βάση ενδιάμεση απόφαση που αφορούσε αίτημα για έκδοση προσωρινού διατάγματος και (β) έχει εφαρμογή η υπόθεση Μιχαήλ v. Σκουτέλλα (2008) 1 Α.Α.Δ. 1125.  Αξιολογήσαμε τις προαναφερόμενες θέσεις.  Καταλήγουμε πως η θέση (α), ως διαφαίνεται, δεν υποστηρίζεται από την πιο πάνω νομολογία στην οποία έχουμε αναφερθεί.  Αντίθετα, προκύπτει πως, υπό προϋποθέσεις, είναι δυνατόν να δημιουργείται δεδικασμένο και από ενδιάμεσες αποφάσεις.  Τέτοια είναι και η ενώπιον μας περίπτωση.  Περαιτέρω, ως προς τη (β) θέση, ότι τυγχάνει εφαρμογής η υπόθεση Μιχαήλ (ανωτέρω), σημειώνουμε το γεγονός ότι η εν λόγω υπόθεση αφορά τελική απόφαση και επομένως δεν βοηθά τη θέση του εφεσείοντα.  Υπενθυμίζουμε ότι με ενδιάμεση αίτηση του ο εφεσείοντας ζήτησε, στο πλαίσιο Ανταπαίτησης (στην αγωγή 56/2013), προσωρινό διάταγμα και αποφασίστηκε ότι δεν απέδειξε ορατή πιθανότητα επιτυχίας, επικαλούμενος την ίδια προφορική συμφωνία που επικαλέστηκε στην αγωγή στη βάση της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη ενώπιον μας απόφαση, ζητώντας προσωρινά διατάγματα.

 

Συνακόλουθα οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται ως αβάσιμοι.

 

Εν' όψει του ότι ουδείς λόγος έφεσης επιτυγχάνει, η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται και η έφεση απορρίπτεται με έξοδα, προς όφελος των εφεσίβλητων 1, 2, 4 και 5 και εναντίον του εφεσείοντα, ύψους €4.600,00 πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει).

 

 

                                                        Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο