ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

14 Φεβρουαρίου 2024

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 5/2018

σχ. με 76/2018 και 77/2018)

 

1.  ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΣΑΠΗΣ,

2.  ΦΛΩΡΟΣ ΒΩΝΙΑΤΗΣ,

3.  HASSAPIS HOLDINGS LTD,

4.  G.N. HASSAPIS BROTHERS LTD,

5.  G. HASSAPIS & SONS LTD,

6.  HASSAPIS ESTATES LTD,

Εφεσείοντες

v.

 

IAN ALMOND και άλλων 52,

Εφεσιβλήτων

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 76/2018

σχ. με 5/2018 και 77/2018)

 

IAN ALMOND και άλλοι 52,

Εφεσείοντες

v.

 

1.  MRI - PASCHALIS COMPANY LIMITED,

2.  A.S.P. & K. PASCHALI DEVELOPERS LIMITED,

3.  PASCHALI HOLDINGS LIMITED,

4.  PANAYIOTIS PASCHALIS

Εφεσιβλήτων

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 77/2018

σχ. με 5/2018 και 76/2018)

 

IAN ALMOND και άλλοι 52,

Εφεσείοντες

v.

 

1.  LEFTERIS LIVADHIOTIS AND SONS LIMITED,

2.  ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗΣ,

3.  ΠΑΝΙΚΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗΣ,

4.  ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΛΕΙΒΑΔΙΩΤΗΣ,

5.  V.K.C.A. QUALITY LIMITED,

6.  ΣΑΒΒΑΣ ΚΑΚΟΣ,

7.  ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΝΤΗΣ,

8.  ΜΑΡΚΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

9.  HAIG VARBEDIAN

Εφεσιβλήτων

 

 

 

 

 

Γ. Ζαχαρίου (κα) για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσείοντες στην 5/2018

Μ. Κυριακίδης για Κ. Αλεξάνδρου Θεοδότου ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους στην 5/2018 και για Εφεσείοντες στις 76/2018 και 77/2018

Μ. Παρασκευά (κα) για Αδάμος Λάντος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους στην 76/2018

Γ. Αθανασίου για Χάρης Κυριακίδης ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητους 1, 2, 3 και 4 στην 77/2018

Χ. Αλεξάνδρου (κα) με Χ. Πέτρου (κα) για Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ  για Εφεσίβλητους 5, 6, 7, 8 και 9 στην 77/2018

 

------------------------

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ:  Στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης 2/2016 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, οι εφεσείοντες, στις 76/2018 και 77/2018 και εφεσίβλητοι στην 5/2018, εξασφάλισαν διάταγμα με το οποίο αναγνωρίστηκε και κηρύχθηκε εκτελεστή απόφαση του High Court of Justice, Queen's Bench Division του Ηνωμένου Βασιλείου, υπέρ τους και εναντίον αριθμού εναγομένων. Η εν λόγω διαδικασία στο Ηνωμένο Βασίλειο είχε ξεκινήσει κατά το έτος 2014.

 

Η έκδοση του ως άνω διατάγματος οδήγησε στην καταχώρηση τεσσάρων αιτήσεων για παραμερισμό και ακύρωσή του. Δύο εξ αυτών καταχωρήθηκαν στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης 2/2016, η μία από τους εφεσίβλητους 1 - 4 στην 77/2018 και η άλλη από τους εφεσίβλητους 5 - 9 στην 77/2018. Η τρίτη αίτηση καταχωρήθηκε από τους εφεσίβλητους στην 76/2018, ως Γενική Αίτηση με αριθμό180/2016, ενώ η τέταρτη, από τους εφεσείοντες στην 5/2018, ως πρωτογενής Αίτηση με αριθμό 7/2016.

 

Στην εξέλιξη των ως άνω διαδικασιών, εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα συνεκδίκασης τους.

 

Με απόφασή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε τις αιτήσεις και παραμέρισε την απόφαση αναγνώρισης και εκτέλεσης καθ' όσον αφορά τις δύο αιτήσεις στην Γενική Αίτηση 2/2016 και τη Γενική Αίτηση 180/2016, ενώ απέρριψε την Αίτηση 7/2016, πάντοτε στη βάση των όσων ανέλυσε στο σκεπτικό της απόφασής του.

 

Είναι αυτή η πρωτόδικη απόφαση η οποία προσβάλλεται με τις παρούσες εφέσεις, στη βάση δύο λόγων έφεσης, στην 5/2018, στη βάση τριών λόγων έφεσης, στην 76/2018, και στη βάση δύο λόγων έφεσης, στην 77/2018.

 

Αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, στην 5/2018, ότι λανθασμένα και κατά παράβαση των αρχών που αφορούν το θέμα δικαιοδοσίας, παραμέρισε το διάταγμα αναγνώρισης και εκτέλεσης της αλλοδαπής απόφασης για κάποιους εκ των εξ αποφάσεως οφειλετών, ενώ δεν παραμέρισε το ίδιο διάταγμα για την ίδια απόφαση για κάποιους άλλους εξ αυτών (1ος λόγος). Παράλληλα δε, ότι, ενώ είχε μαρτυρία στα πλαίσια των συνεκδικαζόμενων αιτήσεων και, ενώ το θέμα δικαιοδοσίας αποτελεί θέμα δημοσίου συμφέροντος και εξετάζεται ακόμη και αν δεν τεθεί καθόλου από τους διαδίκους, έκρινε ότι δεν υπήρχε δικαιοδοσία μόνο για κάποιους εκ των διαδίκων (2ος λόγος).

 

Σε αμφότερες τις 76/2018 και 77/2018, αποδίδεται, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι, κατά παράβαση και/ή προβαίνοντας σε εσφαλμένη ερμηνεία των Άρθρων 34 και 36 του Κανονισμού 44/2001, προέβη σε επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής απόφασης κρίνοντας ότι υπήρχε ζήτημα δημόσιας τάξης, ενώ δε συνέτρεχε προς τούτο ζήτημα και, συνεπεία αυτού, υπερέβη τη δικαιοδοσία του και παραμέρισε την απόφαση αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπής απόφασης (1ος λόγος). Περαιτέρω δε, ότι εσφαλμένα υπεισήλθε στην ουσία της εγγραφείσας απόφασης και αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνταν να εγείρουν αγωγή στο Ηνωμένο Βασίλειο, ούτε νομιμοποιούνταν (δεν είχαν locus standi) να διεκδικήσουν και να εξασφαλίσουν την απόφαση του αγγλικού Δικαστηρίου (2ος λόγος). Με τρίτο λόγο έφεσης, στην 76/2018, αποδίδεται, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι λανθασμένα δεν εξέτασε προδικαστικές ενστάσεις των εφεσειόντων αναφορικά με την καταχώρηση διαφορετικής δικαστικής διαδικασίας από αυτήν της Αίτησης Αναγνώρισης και Εκτέλεσης και τη μη επισύναψη τεκμηρίων στην αίτηση.

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τόσο τους εγειρόμενους λόγους έφεσης και την αιτιολογία αυτών σε κάθε μία από τις παρούσες εφέσεις, όσο και την αντίθετη επιχειρηματολογία της εκάστοτε πλευράς εφεσιβλήτων.

 

 Δεν υπάρχει αμφιβολία, όπως ορθά ανέλυσε η ευπαίδευτη πρωτόδικη Δικαστής, ότι εφαρμογή στην υπό κρίση διαδικασία, είχαν οι πρόνοιες του ΕΚ 44/2001, γνωστού ως Brussels I, αντί του ΕΚ 1215/2012, ο οποίος τον κατήργησε και αντικατέστησε από 10.1.2015. Κι αυτό στη βάση του Άρθρου 66 του ΕΚ 1215/2012, το οποίο προνοεί, ως και πάλι ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι, κατά παρέκκλιση από το Άρθρο 80, ο ΕΚ 44/2001 συνεχίζει να διέπει, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις που εκδίδονται σε αγωγές που ασκήθηκαν πριν από τη 10.1.2015 και που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού αυτού.

 

Με αυτό το δεδομένο, προχωρούμε με την εξέταση των λόγων έφεσης, ξεκινώντας, από τους κοινούς δύο λόγους έφεσης στις 76/2018 και 77/2018, η συνάφεια των οποίων επιτρέπει, αν όχι επιβάλλει, την κοινή εξέτασή τους.

 

Έχουμε, εξαντλητικά, μελετήσει το ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου πραγματικό υπόβαθρο, το οποίο και αποτυπώνεται στην πρωτόδικη απόφαση. Όπως προκύπτει, στις δύο αιτήσεις στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης 2/2016 και στη Γενική Αίτηση 180/2016, στις 22.12.2016 (και όχι 22.11.2016 που αναφέρεται στην απόφαση), καταγράφηκε δήλωση Τραπεζικού Ιδρύματος, ως ενδιαφερομένου προσώπου στις τρεις αυτές αιτήσεις, ότι:

 

«Η  Alpha Bank θα υποστηρίξει την Αίτηση. Θεωρούμε ότι πρέπει να παραμερισθούν οι αποφάσεις διότι επηρεάζονται αρνητικά τα δικαιώματα της Τράπεζας τα οποία θα παραμείνουν ανεξασφάλιστα. Έχουν εκχωρηθεί προς όφελος της Τράπεζας τα πωλητήρια έγγραφα των αγοραστών (Καθ΄ ων η Αίτηση). Στις πλείστες περιπτώσεις αυτή είναι και η μόνη εξασφάλιση της Τράπεζας και με τυχόν παραμονή της απόφασης εγγεγραμμένης ακυρώνονται αυτόματα οι εκχωρήσεις προς όφελος της Τράπεζας χωρίς να μπορεί η Τράπεζα να προβεί σε οποιοδήποτε διάβημα. Παρουσιάζω σχετικό πίνακα με τις εξασφαλίσεις που ακυρώνονται[1]

 

        Έχοντας αναλύσει, επαρκώς τις σχετικές πρόνοιες του ως άνω Ευρωπαϊκού Κανονισμού, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθώς, εξήγησε ότι:  

 

«Δυνάμει του Άρθρου 33(1) του Ε.Κ.44/01 απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος αναγνωρίζεται στα λοιπά κράτη μέλη χωρίς ιδιαίτερη διαδικασία. Με βάση το Άρθρο 38(1) αποφάσεις που εκδόθηκαν και είναι εκτελεστές σε κράτος μέλος εκτελούνται σε άλλο κράτος μέλος αφού κηρυχθούν εκεί εκτελεστές με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου. Η αίτηση υποβάλλεται στο αρμόδιο Δικαστήριο το οποίο, με βάση το Παράρτημα ΙΙ, καθόσον αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο[4]. Στην Αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται τα έγγραφα που αναφέρονται στο Άρθρο 53[5] του Κανονισμού, ήτοι αντίγραφο της απόφασης το οποίο συγκεντρώνει τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας και τη βεβαίωση που προβλέπεται στο Άρθρο 54. Η απόφαση κηρύσσεται εκτελεστή ευθύς ως ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται στο Άρθρο 53 χωρίς έλεγχο των λόγων μη εκτέλεσης που αναφέρονται στα Άρθρα 34 και 35. Ο διάδικος κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση δε δύναται στο στάδιο αυτό της διαδικασίας να καταθέσει προτάσεις.  Συμφώνως του Άρθρου 42(2) η κήρυξη της εκτελεστότητας επιδίδεται ή κοινοποιείται στο διάδικο κατά του οποίου ζητείται η εκτέλεση μαζί με την απόφαση.

 

        Κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας μπορεί εν συνεχεία να ασκηθεί ένδικο μέσο και από τους δύο διαδίκους, ανάλογα με το αποτέλεσμα της αρχικής αίτησης. Το ένδικο μέσο ασκείται, δυνάμει του Άρθρου 43(2) ενώπιον του Δικαστηρίου που αναφέρεται στο Παράρτημα III, το οποίο για την Κυπριακή Δημοκρατία είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο. Το ένδικο μέσο εκδικάζεται σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας[6]. Το ένδικο μέσο κατά της κήρυξης εκτελεστότητας ασκείται εντός μηνός από την επίδοση ή την κοινοποίησή της[7]. Σύμφωνα με το Άρθρο 45 το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο δυνάμει του Άρθρου 43 δύναται να απορρίψει ή να ανακαλέσει την κήρυξη της εκτελεστότητας μόνον εφόσον συντρέχει λόγος από τους οριζόμενους στα Άρθρα 34 και 35[8]. Αποκλείεται η επί της ουσίας αναθεώρηση της αλλοδαπής αποφάσεως[9].

Σύμφωνα με το Άρθρο 45 (1) το Δικαστήριο μπορεί να παραμερίσει ή/και ακυρώσει ή/και ανακαλέσει την Απόφαση Αναγνώρισης και Εκτέλεσης για οποιονδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στα Άρθρα 34 και 35 του Κανονισμού.

 

Στο Άρθρο 34 του Κανονισμού αναφέρεται ότι:

 

"Α judgment shall not be recognized:

1.if such recognition is manifestly contrary to public policy in the Member State in which recognition is sought;

2.where it was given in default of appearance, if the defendant was not served with the document which instituted the proceedings or with an equivalent document in sufficient time and in such a way as to enable him to arrange for his defense, unless the defendant failed to commence proceedings to challenge the judgment when it was possible for him to do so;

 

3.if it is irreconcilable with a judgment given in a dispute between the same parties in the Member State in which recognition is sought;

4.if it is irreconcilable with an earlier judgment given in another Member State or in a third State involving the same cause of action and between the same parties, provided that the earlier judgment fulfils the conditions necessary for its recognition in the Member State addressed."

 

 Στο Άρθρο 35 του Κανονισμού αναφέρεται ότι:

 

1. Moreover, a judgment shall not be recognised if it conflicts with Sections 3, 4 or 6 of Chapter II, or in a case provided for in Article 72.

2.   In its examination of the grounds of jurisdiction referred to in the foregoing paragraph, the court or authority applied to shall be bound by the findings of fact on which the court of the Member State of origin based its jurisdiction.

3.   Subject to the paragraph 1, the jurisdiction of the court of the Member State of origin may not be reviewed. The test of public policy referred to in point 1 of

4.   Article 34 may not be applied to the rules relating to jurisdiction."

 

Με βάση λοιπόν το Άρθρο 34 του ΕΚ 44/01 απόφαση δεν αναγνωρίζεται: 

·         αν η αναγνώριση αντίκειται προφανώς στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως

·         αν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο δεν έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μπορεί να αμυνθεί, εκτός εάν ο εναγόμενος παρέλειψε να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως ενώ μπορούσε να το πράξει

·         αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ιδίων διαδίκων στο κράτος αναγνωρίσεως

·         αν είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε προγενέστερα μεταξύ των ιδίων διαδίκων και με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος, εφόσον η προγενέστερη αυτή απόφαση συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αναγνώρισή της στο κράτος αναγνωρίσεως.»

 

        Εξετάζοντας, τον εγειρόμενο λόγο, ο οποίος ενδεχομένως να έθετε την αναγνώριση να αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

 

«Συγκεκριμένα προεβλήθη η θέση ότι, όπως προκύπτει από τα Τεκμήρια 1, 3, 4 και 5 των Αιτήσεων, η αγωγή  και η απόφαση που εξεδόθη στο Ηνωμένο Βασίλειο αφορά πωλητήρια έγγραφα δυνάμει των οποίων Βρετανοί υπήκοοι αγόρασαν ακίνητη περιουσία στην Κύπρο (στην Επαρχία Λάρνακας) με δανειοδότηση από πιστωτικό ίδρυμα της Κύπρου και τα δικαιώματα τους εκχωρήθηκαν εγγράφως στο εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα προς εξασφάλιση της δανειοδότησης που τους χορηγήθηκε[11]. Το πιστωτικό ίδρυμα προς όφελος του οποίου εκχωρήθηκαν τα δικαιώματα από τα πωλητήρια έγγραφα δεν ήταν διάδικος στην αγωγή που ήγειραν οι Βρετανοί υπήκοοι στο Ηνωμένο Βασίλειο και επομένως ουδέποτε τοποθετήθηκε ή του δόθηκε η ευκαιρία να τοποθετηθεί στην αξίωση των Εναγόντων στην αγωγή του Ηνωμένου Βασιλείου για ανάκληση και/ή ακύρωση των Πωλητηρίων Εγγράφων. Προβλήθηκε δε η θέση ότι η Απόφαση Ηνωμένου Βασιλείου είναι αντίθετη με τις νομικές συνέπειες που επιφέρουν οι Συμφωνίες Εκχώρησης και ότι αντίκειται και στους ίδιους τους όρους που τα μέρη συμφώνησαν κατά το χρόνο κατάρτισής τους[12].

 

Όπως όντως προέκυψε Ενάγοντες στις αγωγές που καταχωρήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι αποκλειστικά και μόνο οι αγοραστές ακίνητης ιδιοκτησίας.

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Γ.Ε. ν. Φεραίου Χριστόπουλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 479 ο εκδοχέας (assignee) νομιμοποιείται να καταχωρήσει την αγωγή στο όνομά του και να διεκδικήσει αυτοδίκαια τα δικαιώματα του από την εκχώρηση χωρίς να χρειάζεται να συνενώσει τον εκχωρητή (assignor).

 

Στην αγγλική υπόθεση Weddell v. J.A. Pearce & Major (1987) 3 All E.R. 624 αποφασίστηκε ότι ο εκδοχέας (assignee) έχει locus standi ως Ενάγοντας[13] και ότι η μη συνένωση του εκχωρητή (assignor) δεν καθιστούσε την αγωγή άκυρη[14]. Παρόλο δε ότι η συνένωση του εκχωρητή (assignor) είναι επιθυμητή, η μη συνένωση του δεν καθιστά τη διαδικασία άκυρη. Αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η παρουσία του είναι αναγκαία μπορεί να συνενωθεί με βάση τη Δ.9, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ανδρέας Λουκά ν. Eurolife Ltd (2009) 1 Α.Α.Δ. 1524 ο Εφεσείων είχε εκχωρήσει απόλυτα τα ωφελήματα του ασφαλιστικού του συμβολαίου σε Τράπεζα που είχε παραχωρήσει σ' αυτόν στεγαστικό δάνειο. Μετά την έκδοση του ασφαλιστηρίου εγγράφου και εκκρεμούσας της οφειλής του Εφεσείοντα για αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου αυτός υπέστη ατύχημα ως αποτέλεσμα του οποίου έχασε το ένα του μάτι. Υπήρξε διαφωνία κατά πόσο η ανικανότητα που προέκυψε καλυπτόταν από το ασφαλιστικό συμβόλαιο και οι Εφεσίβλητοι/ Εναγόμενοι αρνήθηκαν την πληρωμή οποιουδήποτε ωφελήματος.  Ο Εφεσείων εκχωρητής (assignor) ενήγαγε προσωπικά χωρίς να έχει συνενώσει και τον εκδοχέα (assignee) ως διάδικο.

 Το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα κατά πόσο ο εκχωρητής (assignor) είχε δικαίωμα από μόνος του να καταχωρήσει αγωγή προσωπικά κατέληξε ότι τέτοιο δικαίωμα δεν είχε εκτός αν εκχωρητής (assignor) συνένωνε και τον εκδοχέα (assignee) ως διάδικο που, φυσιολογικά και νομικά είχε τον πρώτο λόγο στη διαδικασία λόγω της εκχώρησης ή αν ο εκχωρητής (assignor) ενεργούσε κατ' εντολή του εκδοχέα (assignee).

 

Έχοντας δε διαπιστώσει το Ανώτατο Δικαστήριο ότι πουθενά δεν φαινόταν να είχε ο εκδοχέας (assignee) εξουσιοδοτήσει τον εκχωρητή (assignor) Ενάγοντα να τον εκπροσωπεί ως εμπιστευματοδόχος του απέρριψε την αγωγή γι' αυτό το λόγο.

 

Στην πιο πάνω απόφαση το Ανωτάτου Δικαστηρίου έγινε αναφορά με επιδοκιμασία στην αγγλική υπόθεση Three Rivers District Council and others v. Bank of England (1995) 4 All E.R. 312 όπου εξετάστηκε το θέμα σε περίπτωση όπου ο εκχωρητής (assignor) ήγειρε αγωγή χωρίς συνένωση σε αυτή και χωρίς τη ρητή συγκατάθεση του εκδοχέα (assignee) και συγκεκριμένα του πιο κάτω αποσπάσματος:

  

 "Where there was an agreement to assign a legal chose, in equity the assignee became the owner and controller of the legal chose and was entitled to sue for the recovery of the chose, although as a matter of practice he was normally required by the court to join the assignor either as plaintiff or, if he refused to give his consent, as defendant. However (Staughton L.J. dissenting), where the assignor wished to sue and it was known that there had been an assignment the court required the assignee to be joined and would not permit the assignor to maintain the action in the absence of the assignee. The assignor was entitled to sue as trustee for the assignee if the assignee so wished, but in that event he was required to reveal his representative capacity . . ." 

Σε ελεύθερη μετάφραση:

 

«Όπου υπάρχει συμφωνία εκχώρησης νομικού δικαιώματος αγωγής, σύμφωνα με το δίκαιο της επιείκειας ο εκδοχέας καθίσταται ο δικαιούχος και ελέγχων του δικαιώματος αγωγής και δικαιούται να ενάγει με βάση το δικαίωμα αυτό, παρόλο ότι, ως θέμα πρακτικής, κανονικά θα απαιτηθεί από το Δικαστήριο να συνενώσει τον εκχωρητή είτε ως ενάγοντα είτε, εάν αρνείται να δώσει την συγκατάθεσή του, ως εναγόμενο. Εντούτοις, όπου ο εκχωρητής επιθυμεί να καταχωρήσει αγωγή, όπου είναι γνωστό ότι υπήρξε εκχώρηση, το Δικαστήριο ζητά όπως ο εκδοχέας συνενωθεί και δεν επιτρέπει στον εκχωρητή να συντηρεί την αγωγή στην απουσία του εκδοχέα. Ο εκχωρητής δικαιούται να ενάγει ως εμπιστευματοδόχος του εκδοχέα εάν τούτο επιθυμεί ο εκδοχέας, αλλά σε τέτοια περίπτωση πρέπει να αποκαλύπτει την αντιπροσωπευτική του ιδιότητα ...».

  

Σε σχέση με τον πιο πάνω λόγο η πλευρά των Εναγόντων αντιτείνει ότι το ποιοι έχουν συμπεριληφθεί ως διάδικοι ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων και το κατά πόσο οι Ενάγοντες νομιμοποιούνταν ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων στην καταχώρηση αγωγής είναι θέμα ουσίας που εξετάζεται μόνο από τα Αγγλικά Δικαστήρια και δεν μπορεί να τύχει εξέτασης από το κράτος μέλος εκτέλεσης.

 

Δεν θα συμφωνήσω με την πιο πάνω τοποθέτηση. Το ζήτημα της νομιμοποίησης ενός διαδίκου να απευθυνθεί προς το Δικαστήριο θεωρώ ότι αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης που αφορά στην κανονικότητα ενός ενδίκου διαβήματος και ως τέτοιο εξετάζεται από το Δικαστήριο του κράτους μέλους στο οποίο επιζητείται η εκτέλεση μιας απόφασης.

 

Όπως προσφάτως υπομνήσθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ v. Επίσημου Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή της περιουσίας της D.KIntercity Buses LARNARCAS Ltd κ.ά ECLI:CY:AD:2017:A256, Πολ.Έφ. Αρ.388/2011, ημερ. 7/7/2017, ECLI:CY:AD:2017:A256:

 «Θέματα που ανάγονται στην τήρηση της δημόσιας τάξης, όπως αυτό της νομιμοποίησης των εφεσειόντων να καταχωρίσουν και να προωθήσουν την υπό αναφορά αίτηση, εξετάζονται και πρέπει να εξετάζονται από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα (ex proprio motu)».  

 

Επανερχόμενη δε στο υπό κρίση ζήτημα και καθοδηγούμενη από τις πιο πάνω νομικές αρχές καταλήγω ότι οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούνταν να εγείρουν την Αγωγή Ηνωμένου Βασιλείου από μόνοι τους και χωρίς τη συμμετοχή των εκδοχέων.

 

Κατά συνέπεια η αναγνώριση και η εκτέλεση στην Κυπριακή έννομη τάξη της Απόφασης του Ηνωμένου Βασιλείου για την οποία ουδεμία νομιμοποίηση δεν είχαν θεωρώ ότι αντίκειται στη δημόσια τάξη του κράτους αναγνωρίσεως, ήτοι της Κυπριακής Δημοκρατίας.»

 

        Δεν εντοπίζουμε σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση. Αντιθέτως, κρίνουμε αυτήν ορθή. Όντως, το κατά πόσο διάδικος νομιμοποιείται να απευθυνθεί στο Δικαστήριο αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης, το οποίο ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε, ανέλυσε και αποφάσισε στο πιο πάνω σκεπτικό του, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε περαιτέρω ως προς την ανάλυση. Ουδόλως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε την ουσία της απόφασης του αγγλικού Δικαστηρίου, αναθεωρώντας αυτήν, παραβαίνοντας τις πρόνοιες του Άρθρου 36 του ΕΚ 44/2001, αλλά ανέτρεψε την αναγνώριση στην Κυπριακή Δημοκρατία (κράτος μέλος αναγνώρισης) απόφασης προς όφελος εναγόντων οι οποίοι δεν νομιμοποιούνταν να απευθυνθούν στο Δικαστήριο, κρίνοντας, ορθά, ότι τέτοια αναγνώριση αντίκειται στη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας.

 

        Αβάσιμοι κρίνονται, συνακόλουθα, οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης των 76/2018 και 77/2018, οι οποίοι και απορρίπτονται.

 

        Αβάσιμο κρίνουμε και τον τρίτο λόγο έφεσης στην 76/2018. Είναι προφανές ότι ο ΕΚ 44/2001 προνοεί για ένδικο μέσο, μέσω του οποίου δύναται να αναζητηθεί η ακύρωση της αναγνώρισης και κήρυξης απόφασης άλλου κράτους μέλους ως εκτελεστής. Δεν θεωρούμε την επιλογή των εφεσιβλήτων στην 76/2018 να καταχωρήσουν ξεχωριστή αίτηση, ή την όποια απουσία τεκμηρίων, να θέτει θέμα ακυρότητας ή επηρεασμού των εφεσειόντων στο να έθεταν την ένσταση που επιθυμούσαν. Αυτό έπραξαν και συνέπλευσαν με την κατάσταση ως είχε διαμορφωθεί, με τις τέσσερεις αιτήσεις, αποτινόμενοι, μάλιστα, με αίτηση συνεκδίκασης των τεσσάρων αιτήσεων. Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε έρεισμα στον υπό αναφορά τρίτο λόγο έφεσης  της 76/2018, τον οποίο, συνακόλουθα, απορρίπτουμε.

 

        Η επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης για ακύρωση του διατάγματος αναγνώρισης και εκτέλεσης, διατηρεί προς εξέταση τους δύο συναφείς λόγους έφεσης στην 5/2018, τους οποίους προχωρούμε να εξετάσουμε.

 

        Έχοντας καταλήξει για την ακύρωση της απόφασης αναγνώρισης και εκτέλεσης στις τρεις αιτήσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε ότι:

 «Όσον αφορά την Γενική Αίτηση 7/16 η κατάληξη είναι διαφορετική. Έχοντας εξετάσει τους λόγους που προβλήθηκαν στο πλαίσιο της εν λόγω Γενικής Αίτησης διαπιστώνω ότι ουδείς από αυτούς ευσταθεί για τους λόγους που πιο πάνω αναλύθηκαν. Ενώ δεν προκύπτουν και ούτε εγέρθηκαν ζητήματα εκχώρησης δικαιωμάτων όπως ήταν η περίπτωση των άλλων Αιτήσεων.»

 

        Είναι χρήσιμο να λεχθεί ότι, με την εν λόγω αίτησή τους, οι συγκεκριμένοι εφεσείοντες προέβαλαν θέματα δικαιοδοσίας και, συγκεκριμένα, αποκλειστικής δικαιοδοσίας των κυπριακών Δικαστηρίων, εφόσον οι συμβάσεις αφορούσαν ακίνητη περιουσία. Όντως δε, ουδεμία αναφορά γινόταν περί εκχώρησης της συμφωνίας.

 

        Δεν είναι άνευ σημασίας ότι, σε αντίθεση με το τι προβάλλουν οι εφεσείοντες, ότι η δήλωση του Τραπεζικού Ιδρύματος έγινε κατά την ημερομηνία ακρόασης των συνεκδικαζόμενων αιτήσεων, από τους φακέλους των υποθέσεων και τα πρακτικά, προκύπτει ότι η παρέμβαση αυτή και δήλωση έγινε στις 22.12.2016, στο πρακτικό κάθε μίας από τις δύο αιτήσεις στην Γενική Αίτηση 2/2016 και της Γενικής Αίτησης 180/2016. Εξυπακούεται ότι ουδόλως θα μπορούσε μια τέτοια δήλωση να αφορά την Αίτηση 7/2016, η οποία μόλις πρόσφατα είχε καταχωρηθεί, ήταν ορισμένη για πρώτη φορά στις 21.12.2016 και προχώρησε χωρίς ποτέ να εγερθεί θέμα εκχώρησης, ούτε ποτέ εμφανίστηκε οποιοδήποτε τραπεζικό ίδρυμα, ως ενδιαφερόμενο μέρος, για να θέσει οποιοδήποτε θέμα ή να προβεί σε ανάλογη δήλωση, ως στις άλλες τρεις αιτήσεις.

 

Έστω και αν έχει εκδοθεί διάταγμα συνεκδίκασης, κάθε διαδικασία διατηρεί την αυτοτέλεια της ως προς το πραγματικό υπόβαθρο το οποίο προβάλλει. Άλλωστε, στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αυτή η δήλωση που έγινε στις άλλες αιτήσεις, παρέπεμπε σε πίνακα, φανερώνοντας έτσι ότι αφορούσε τα εμπλεκόμενα στη συγκεκριμένη αίτηση μέρη.

 

Επομένως, πουθενά δεν μπορούσε να εντοπιστεί, ούτε ακόμη και τώρα υφίσταται μαρτυρία η οποία να δικαιολογούσε κατάληξη, ως γεγονός, ότι οι συμφωνίες που αφορούν τα συγκεκριμένα εμπλεκόμενα μέρη, είχαν εκχωρηθεί.

 

Επομένως, δεν εντοπίζεται σφάλμα στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως ορθή κρίνεται η καθόλα αιτιολογημένη απόφαση του (σελ. 10 - 12 της πρωτόδικης απόφασης) περί μη εφαρμογής του Άρθρου 22 του ΕΚ 44/2001 που αφορά την αποκλειστική δικαιοδοσία. Η αγγλική Απόφαση δεν αφορούσε σε ζητήματα εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων ή μισθώσεως ακινήτου ώστε να είχαν αποκλειστική δικαιοδοσία τα κυπριακά Δικαστήρια.

 

Έπεται ότι αβάσιμοι κρίνονται και οι προβαλλόμενοι στην 5/2018 λόγοι έφεσης.

 

Συνακόλουθα, οι παρούσες εφέσεις 5/2018, 76/2018 και 77/2018 απορρίπτονται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Σε κάθε μία από τις 76/2018 και 77/2018 επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων €6.800,00 πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, έξοδα. Νοείται ότι ένα κονδύλι εξόδων να καταβληθεί για κοινώς εκπροσωπούμενους εφεσίβλητους.

 

Στην 5/2018, λαμβάνουμε υπόψη ότι το τι οι εφεσίβλητοι προέβαλαν, κατ' ουσίαν είναι αυτά που προέβαλαν στις άλλες εφέσεις, τα οποία έχουν απορριφθεί, επομένως, παρά την αποτυχία της έφεσης για τους λόγους που εξηγήθηκαν, ως προς τα έξοδα κρίνουμε δικαιότερο, κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδά της.

 

 

                                                        Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                        Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο