ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 157/2019)
29 Φεβρουαρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΛΙΠΕΡΤΗ
Εφεσείων,
v.
1. ΔΗΜΟΥ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Εφεσίβλητων.
-------------------
Σ. Φασουλιώτης, για ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΟΥΡΓΟΥΡΙΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι εφεσείοντα.
Γ. Βαλιαντής, μαζί με Χ. Παρασκευά (κα), για Λ. ΠΑΠΑΦΙΛΙΠΠΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για εφεσίβλητο 1
Κ. Χατζηδημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για την εφεσίβλητη 2.
-------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Σεραφείμ, Δ, .
--------------------
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.: Τα ουσιώδη γεγονότα της περίπτωσης καταγράφηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του και δεν έτυχαν αμφισβήτησης με την παρούσα έφεση, είτε ως προς την ορθότητα, είτε ως προς την πληρότητα τους. Έχουν δε, ως ακολούθως:
«Ο αιτητής προσλήφθηκε την 1.6.1974 στον καθ' ου η αίτηση 1 ως βοηθός δημοτικός μηχανικός. Στις 10.10.1974 ο αιτητής υπέβαλε αίτημα να του χορηγηθεί άδεια για να μεταβεί στη Γερμανία για προώθηση ερευνητικής του μελέτης. Η άδεια δόθηκε ως άδεια άνευ απολαβών και εξακολούθησε να δίδεται για μεταπτυχιακή μελέτη και αργότερα για απόκτηση διδακτορικού τίτλου. Στις 9.1.1976 ο καθ' ου η αίτηση 1 αποφάσισε όπως η ισχύς της άδειας των υπαλλήλων που βρίσκονταν ήδη με άδεια παραταθεί μέχρι τις 31.12.1976 λόγω πρακτικών δυσκολιών στην εξεύρεση χρημάτων προς κάλυψη των μισθών των υπαλλήλων, συνεπεία της Τουρκικής εισβολής. Ο αιτητής με επιστολή του ζήτησε όπως η άδειά του παραταθεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και παρατάθηκε μέχρι τις 31.12.1977.
Μεταξύ 1978 και 1983 ο καθ' ου η αίτηση 1 δεν παρέλαβε κανένα νέο αίτημα από τον αιτητή για παράταση άδειας με αποτέλεσμα οι υπηρεσίες του να τερματιστούν. Μετά από διαβήματα του αιτητή, ο καθ' ου η αίτηση 1 αποφάσισε στις 19.12.1983 όπως παραχωρήσει στον αιτητή καλυπτική άδεια απουσίας άνευ απολαβών από την 1.1.1978 μέχρι τις 31.12.1983 και εγκρίνει παράταση της άδειάς του μέχρι τις 31.12.1984 η οποία συνέχισε να παραχωρείται, πάντα μετά από σχετικό αίτημα του αιτητή, μέχρι και το 2002.
Ο αιτητής με επιστολή του ημερομηνίας 8.12.2004 ζήτησε από τον καθ' ου η αίτηση 1 να συζητήσει το θέμα των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων με τα αρμόδια κυβερνητικά σώματα. Ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή του καθ' ου η αίτηση 1 ημερομηνίας 27.12.2004 ότι θα συζητηθεί το θέμα και θα ενημερωθεί σχετικά. Με επιστολή του ημερομηνίας 16.1.2006 ο αιτητής ζήτησε να ενημερωθεί για τις εξελίξεις επί του θέματός του για να ενημερωθεί με επιστολή του καθ' ου η αίτηση 1 ημερομηνίας 6.2.2006 ότι βρισκόταν ακόμα σε εκκρεμότητα.
Ο καθ' ου η αίτηση 1 αποφάσισε σε συνεδρία του ημερομηνίας 20.12.2006 ότι η θέση του αιτητή δεν ήταν συντάξιμη και συνεπώς δικαιούται μόνο φιλοδώρημα αφυπηρέτησης το οποίο φαίνεται να καταβλήθηκε στον αιτητή στις 27.6.2007.
Ο αιτητής επανήλθε με επιστολή του ημερομηνίας 4.12.2007 ζητώντας και πάλι να ενημερωθεί για το θέμα της συνταξιοδότησής του. Ο καθ' ου η αίτηση 1 ενημέρωσε τον αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 20.2.2008 ότι θα ενημερωθεί σχετικά.
Μετά από σειρά συνεδριάσεων, αλληλογραφίας με άλλα δημόσια τμήματα και νομικές γνωματεύσεις ο καθ' ου η αίτηση 1 σε συνεδρία του ημερομηνίας 30.5.2013 κατέληξε στους υπολογισμούς των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή από το 2004 μέχρι το τέλος του 2013 και αυτά ανέρχονταν σε €61.228,93. Σχετικά, ενημερώθηκε το Υπουργείο Εσωτερικών με επιστολή του καθ' ου η αίτηση 1 ημερομηνίας 13.6.2013 το οποίο με επιστολή του ημερομηνίας 17.7.2013 πληροφόρησε τον καθ' ου η αίτηση 1 ότι πρέπει να συμπεριλάβει το ποσό σε αναθεωρημένο προϋπολογισμό για το έτος 2013 έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η έγκριση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών και πρόσθετα, προτού καταβάλει οιονδήποτε ποσό, θα πρέπει να υποβάλει τα αναθεωρημένα συνταξιοδοτικά ωφελήματα στην Ελεγκτική Υπηρεσία για έγκριση.
Στη βάση της πιο πάνω υπόδειξης, ο καθ' ου η αίτηση 1 ενημέρωσε την Ελεγκτική Υπηρεσία με επιστολή ημερομηνίας 13.9.2013. Η Ελεγκτική Υπηρεσία με επιστολή της ημερομηνίας 3.4.2014 εξέφρασε τη διαφωνία της στην καταβολή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Ακολουθεί νέος γύρος αλληλογραφίας και καταλήγει στις 30.1.2015 σε επιστολή του καθ' ου η αίτηση 1 προς τον αιτητή με την οποία τον πληροφορούν ότι στον προϋπολογισμό εσόδων - εξόδων για το 2015 συμπεριλήφθηκαν αναδρομικά ποσά για τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα και έχουν υποβληθεί στον Υπουργό Εσωτερικών για έγκριση.
Το Υπουργείο Εσωτερικών με επιστολή του ημερομηνίας 17.3.2015 ενημέρωσε τον καθ' ου η αίτηση για την έγκριση του προϋπολογισμού που υπέβαλαν με διάφορες περικοπές.
Ο αιτητής με επιστολή μέσω του δικηγόρου του ημερομηνίας 16.9.2015 ζήτησε να ενημερωθεί κατά πόσο εγκρίθηκε ο προϋπολογισμός. Ο καθ' ου η αίτηση 1 με επιστολή του ημερομηνίας 5.10.2015 ενημέρωσε τον αιτητή μέσω του δικηγόρου του ότι δεν εγκρίθηκε το ποσό που αφορούσε τη συγκεκριμένη δαπάνη.
Ακολούθησε η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 23.11.2015.»
Οι αιτούμενες θεραπείες Α. και Β. στην Προσφυγή Αρ. 1532/2015, στην οποία εκδόθηκε, στις 18.7.2019, η ενώπιον μας εφεσιβληθείσα (απορριπτική) απόφαση, έχουν, κατά λέξη, ως εξής:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του καθ' ού η αίτηση 1, που εμφαίνεται στην επιστολή του ημερ. 05/10/2015 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ «Α») και με την οποία δηλώνει την άρνηση και/ή παράλειψη και/ή αδυναμία του να καταβάλει στον Αιτητή τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα για την περίοδο που απουσίαζε από την εργασία του με άδεια άνευ απολαβών από τον καθ' ου η αίτηση 1, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται εννόμου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση 2, για την οποία ο Αιτητής έλαβε πληροφόρηση μέσω της επιστολής του καθ' ου η αίτηση 1 ημερ. 05/10/2015, να μην εγκρίνουν τη συμπερίληψη από τον καθ' ου η αίτηση 1 δαπάνη στον προϋπολογισμό του για το 2015 στο κονδύλι «Συντάξεις και φιλοδωρήματα» για μη ελεχθέντα αναδρομικά συνταξιοδοτικά ωφελήματα που αφορούσαν τον Αιτητή για την περίοδο που αυτός απουσίαζε από την εργασία του με άδεια άνευ απολαβών, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται εννόμου αποτελέσματος.»
Σημειώνεται ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο, πριν απορρίψει την εν λόγω προσφυγή του εφεσείοντα επί της ουσίας, εξέτασε και (απέρριψε, επί το πλείστον) αριθμό προδικαστικών ενστάσεων που ήγειρε ο εφεσίβλητος 1 και, συγκεκριμένα, τις ακόλουθες, ως συνοψίσθηκαν πρωτοδίκως:
«Ο καθ' ου η αίτηση 1 ισχυρίζεται ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη εφόσον ο αιτητής γνώριζε από το 2004 ότι δεν του καταβλήθηκαν συνταξιοδοτικά ωφελήματα, ότι η αιτούμενη θεραπεία Α αφορά άσκηση δέσμιας αρμοδιότητας από τον καθ' ου η αίτηση 1 και ότι δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη.»
Με την παρούσα έφεση εγέρθηκαν τέσσερεις (4) λόγοι εφέσεως.
Με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζεται ότι, το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα έκρινε ότι ο Εφεσίβλητος αρ. 1 ορθώς προέβηκε (sic) σε ανάκληση της αρχικής του απόφασης για καταβολή προς τον Εφεσείοντα των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων για λόγους δημοσίου συμφέροντος και/ή στη βάση των ειδικών περιστατικών της υπόθεσης.» και ότι «Εσφαλμένα το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι υπό τις περιστάσεις εφαρμοζόταν η πρόνοια του άρθρου 54(4) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 154 (Ι)/1999 (sic) έτσι ώστε να ήταν επιτρεπτή η ανάκληση της προηγούμενης απόφασης του Εφεσίβλητου αρ. 1 για καταβολή στον Εφεσείοντα των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων.». Η αιτιολογία, η οποία συνοδεύει τους εν λόγω λόγους έφεσης, συνίσταται, εδώ συνοπτικά, στη θέση ότι, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 54 (1), (3) και (4) του Ν. 158(Ι)/1999, για τη νόμιμη ανάκληση (προηγούμενης της επίδικης) απόφασης του εφεσίβλητου 1 (βλ. ενημερωτική, περί τούτης, επιστολή ημερομηνίας 30.1.2015 του εφεσίβλητου 1 προς τον εφεσείοντα, ανωτέρω στα γεγονότα), όπως καταβάλει στον εφεσείοντα τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα, αλλά και ότι «το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η έγκριση του συνολικού αιτούμενου προϋπολογισμού του Εφεσιβλήτου αρ. 1 από τα αρμόδια Υπουργεία (Οικονομικών και Εσωτερικών) αποτελούσε προϋπόθεση για την καταβολή στον Εφεσείοντα των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων.».
Με τον λόγο έφεσης 3, ο εφεσείων υποστηρίζει ότι, «η άρνηση και/ή παράλειψη του Εφεσίβλητου αρ. 1 να καταβάλει στον Εφεσείοντα τα νόμιμα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα συνιστούσε παράνομη και/ή αδικαιολόγητη επέμβαση του Εφεσίβλητου αρ. 1 στα θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα του Εφεσείοντα τα οποία διασφαλίζονται από το άρθρο 23 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα την αποτελεσματική προστασία των οποίων το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να εφαρμόσει.». Στην αιτιολογία του εν λόγω λόγου έφεσης, ο εφεσείων διατείνεται ότι, παραβιάστηκε περιουσιακό του δικαίωμα.
Τέλος, με τον λόγο έφεσης αρ. 4, ο εφεσείων διατείνεται ότι «λανθασμένα το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι η μη έγκριση του συγκεκριμένου κονδυλίου στον προϋπολογισμό του Εφεσιβλήτου 1 από τα αρμόδια Υπουργεία της Δημοκρατίας (Οικονομικών και Εσωτερικών) δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη και ότι ο Αιτητής δεν είχε το απαιτούμενο έννομο συμφέρον να την προσβάλλει.».
Πριν ασχοληθούμε με τους άνω λόγους εφέσεως, ορθό είναι να αναφερθεί ότι, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσίβλητο 1, ζήτησε, κατά την προφορική αγόρευση του ενώπιον μας, όπως εξεταστούν από το Δικαστήριο και όλες οι προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες εγέρθηκαν από την πλευρά του πρωτόδικα και απορρίφθηκαν (βλ. και ανωτέρω, περί εκπροθέσμου της προσφυγής, εφόσον ο εφεσείων γνώριζε από το 2004 ότι δεν του καταβλήθηκαν συνταξιοδοτικά ωφελήματα, περί έλλειψης εκτελεστότητας της απόφασης που προσβάλλεται υπό την θεραπεία Α, λόγω του ότι, αφ' ενός, αυτή ήταν κατ' ισχυρισμό απλά δηλωτική-βεβαιωτική, αφ' ετέρου, ότι, αυτή λήφθηκε υπό δέσμια αρμοδιότητα). Δεν προτιθέμεθα (πλην της παροχής επεξήγησης της φύσεως της υπό την θεραπεία Α προσβαλλόμενης απόφασης κατά την εξέταση των λόγων έφεσης 1 και 2, για λόγους που θα διαφανούν πιο κάτω στην παρούσα) να εξετάσουμε αυτά τα ζητήματα, για τα οποία υπήρξε συγκεκριμένη πρωτόδικη κρίση η οποία δεν προσβλήθηκε, έστω με αντέφεση από την πλευρά του εφεσίβλητου 1 και τα οποία σε πολύ όψιμο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον μας εγέρθηκαν εκ νέου και ούτε συζητήθηκαν περαιτέρω κατά την ακρόαση. Υπάρχει, βεβαίως, πάντοτε η δυνατότητα και η ευχέρεια-και όχι υποχρέωση- στο Δικαστήριο να εξετάζει τέτοια ζητήματα, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ανεξαρτήτως αν είχαν εγερθεί και εξεταστεί πρωτόδικα ή αμφισβητήθηκαν κατ' έφεση (βλ., ενδεικτικά και απόφαση ημερομηνίας του παρόντος Δικαστηρίου στην απόφαση ημερομηνίας 22.11.2023 στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 71/2019 Μ.Α. ΚΤΗΜΑ ΜΑΚΕΝΖΥ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. v. ΔΗΜΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ) δεν καταργεί, ωστόσο, αυτή η δυνατότητα την υποχρέωση δίκαιης μεταχείρισης των διαδίκων, οι οποίοι δεν επιτρέπεται να καταλαμβάνονται εξαπίνης από την έγερση ζητημάτων κατά την ακρόαση, που θα μπορούσαν να εγερθούν, με τη δέουσα επιμέλεια και δέοντα τρόπο, πολύ νωρίτερα κατά την δευτεροβάθμια διαδικασία.
Μελετήσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις προσεκτικά.
Εκκινώντας από την εξέταση του λόγου έφεσης 3, αυτός εκ προοιμίου δεν δύναται να τύχει εξέτασης από το Δικαστήριο, αφού δεν δικογραφήθηκε στην αίτηση ακυρώσεως.
Η αντισυνταγματικότητα νόμου συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598 και Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 862). Ως έχει επεξηγηθεί στην ΜΑΡΑΓΚΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2006) 3 Α.Α.Δ. 671, εκεί σελ. 674 και 675:
«...Η γενική και αόριστη αναφορά στο δικόγραφο της προσφυγής ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα δεν συνάδει καθόλου με ό,τι απαιτούν οι σχετικές δικονομικές διατάξεις και οι αρχές της νομολογίας που διέπουν το θέμα της εξέτασης συνταγματικότητας νόμου. Ελλείπει παντελώς από το δικόγραφο της αίτησης η αναγκαία εξειδίκευση η οποία θα καθιστούσε εφικτή την εξέταση του σημαντικού αυτού νομικού θέματος. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία, η συνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας το οποίο καθίσταται επίδικο μόνο κατόπιν επακριβούς προσδιορισμού του άρθρου του νόμου ή του κανονισμού που αμφισβητείται καθώς και της συνταγματικής διάταξης προς την οποία προσκρούει το συγκεκριμένο άρθρο ή ο κανονισμός. Η γενική επίκληση διάταξης νόμου ως αντίθετης προς το Σύνταγμα δεν είναι αρκετή. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπήρξε καν τέτοια επίκληση. Το γεγονός ότι το θέμα είχε ακροθιγώς αναφερθεί στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν το καθιστούσε εγειρόμενο προς εξέταση. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56.»
Κατ' εφαρμογή, λοιπόν, των ανωτέρω νομολογηθέντων δεν δύνανται να εξεταστούν οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα περί παραβίασης του Άρθρου 23 του Συντάγματος, αλλά ούτε και περί παραβίασης του Άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το οποίο, ως νομοθέτημα αυξημένης ισχύος σε σχέση με απλή νομοθεσία, υπάγεται στους ίδιους αυστηρούς κανόνες δικογράφησης προς εξέταση τυχόν παραβίασης του. Συνεπώς, ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Όσον αφορά στον λόγο έφεσης 4 και όπως προκύπτει με σαφήνεια από το λεκτικό της θεραπείας Β (βλ. ανωτέρω), ο εφεσείων πρόσβαλε τη μη χορήγηση έγκρισης από την εφεσίβλητη 2 για τη συμπερίληψη από τον εφεσίβλητο 1 δαπάνης στον προϋπολογισμό του τελευταίου για το έτος 2015 στο κονδύλι «Συντάξεις και φιλοδωρήματα» για μη ελεχθέντα αναδρομικά συνταξιοδοτικά ωφελήματα που αφορούσαν τον εφεσείοντα για την περίοδο που αυτός απουσίαζε από την εργασία του με άδεια άνευ απολαβών. Είναι, κατ' αρχάς, αδιαμφισβήτητο ότι, βάσει της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο περί προϋπολογισμού νόμος είναι νόμος, με όλες τις συνέπειες, ως προς την δεσμευτικότητα των διατάξεών του. Όλες οι αλλαγές, τροποποιήσεις και ρυθμίσεις που αναφέρονται σε αυτόν έχει κριθεί ότι αποτελούν νομοθετικές ρυθμίσεις (βλ. Panayides v. Republic (1972) 3 CLR 467, Arsalis v. Republic (1976) 3 CLR 255, Γεώργιος Νεοφύτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 863, 868). Έπεται ότι, θέσπιση ή άρνηση θέσπισης νομοθετικής ρύθμισης αποτελεί εξουσία και αρμοδιότητα της Βουλής των Αντιπροσώπων και δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Ωστόσο, ως ήδη προαναφέρθηκε, υπό την θεραπεία Β εδώ προσβάλλεται η μη χορήγηση έγκρισης από την εφεσίβλητη 2 για συμπερίληψη στον προϋπολογισμό του εφεσίβλητου 1 της σχετικής δαπάνης και όχι οποιαδήποτε άρνηση ψήφισης του σχετικού προϋπολογισμού. Προφανώς, εννοείται η συμπερίληψη στον προτεινόμενο από τον εφεσίβλητο 1 προς ψήφιση από την Βουλή των Αντιπροσώπων προϋπολογισμό, αφού η εφεσίβλητη 2 δεν έχει εξουσία θέσπισης νομοθεσίας. Ωστόσο, αυτή η διαπίστωση μας δεν βοηθά τη θέση του εφεσείοντα. Η νομολογία έχει εξαιρέσει διαχρονικά υπό το πρίσμα του Άρθρου 146 του Συντάγματος και οποιεσδήποτε ενέργειες προς το σκοπό θέσπισης νομοθεσίας. (βλ. Papaphilippou v. Republic 1 RSCC 62, Philippou and Others v. Republic (1970) 3 CLR 123, 129, Mavrommatis and Others v. Republic (1984) 3 CLR 1006, 1024- αντίθετη προσέγγιση υπήρξε στην απόφαση (υπό μονομελής σύνθεση) ημερομηνίας 20.6.2013 στην Προσφυγή Αρ. 1647/2011 ΝΩΝΤΑΣ ΜΕΤΑΞΑΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ). Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Χρίστος Χατζηκυριάκος Ακίνητα Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 901 λέχθηκαν, χαρακτηριστικά, τα εξής:
«Τέλος, στη Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας γίνεται η υπόμνηση:-
«Το Άρθρο 146.1 περιορίζει το αντικείμενο της αναθεώρησης σε πράξεις εκτελεστικής ή διοικητικής φύσεως. Ο καταρτισμός και η έκδοση νομοθεσίας, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, συνιστά νομοθετική αρμοδιότητα, εκτός του πεδίου δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Αυτό είναι πρόδηλο από το κείμενο του Άρθρου 146.1 και νομολογιακά επιβεβαιωμένο - (βλ., μεταξύ άλλων, George S. Papaphilippou and The Republic (Council of Ministers) (1961)1 R.S.C.C. 62 και Μηλιώτη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 324).» »
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, βρίσκουμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης υπό τη θεραπεία Β απόφασης είναι ορθή. Ο λόγος έφεσης 4, ως εκ τούτου, απορρίπτεται.
Όσον αφορά στους λόγους έφεσης 1 και 2, η προσέγγιση μας, με όλο το σεβασμό προς την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, διαφέρει. Η επίδικη με την προσβαλλόμενη με την θεραπεία Α της προσφυγής απόφασης του εφεσίβλητου 1, η
οποία κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με την επιστολή ημερομηνίας 5.10.2015, ήτοι, ως την περιγράφει ο εφεσείων, «η άρνηση και/ή παράλειψη και/ή αδυναμία του να καταβάλει στον Αιτητή τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα για την περίοδο που απουσίαζε από την εργασία του με άδεια άνευ απολαβών από τον καθ' ου η αίτηση 1» δεν συνιστά, κατά την άποψη μας, ανάκληση προηγούμενης θετικής για τον εφεσείοντα απόφασης, ώστε να ενεργοποιούνται οι σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 54 του Ν.158(Ι)/1999. Η απόφαση του εφεσίβλητου 1 για παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων προς τον εφεσείοντα τελούσε πάντοτε υπό την αναβλητική αίρεση της έγκρισης του Υπουργείου Οικονομικών και συνεπώς δεν ήταν ακόμη εκτελεστή μέχρι να δοθεί τέτοια έγκριση (βλ. απόφαση ημερομηνίας 22.11.2012 στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 177/2008 ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΖΕΝΙΟΣ κ.α. ν. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΦΥΣΙΟΘΕΡΑΠΕΥΤΩΝ ΚΥΠΡΟΥ). Τέτοια έγκριση, τελικά, δεν δόθηκε, καθιστώντας τελεσίδικα την απόφαση του εφεσίβλητου 1 αρνητική (και ως εκ τούτου εκτελεστή) για το αίτημα του αιτητή και αυτή την άρνηση κοινοποίησε, κατ' ουσία, ο εφεσίβλητος 1 με την επιστολή του ημερομηνίας 5.10.2015 προς τον εφεσείοντα. Ωστόσο, οι πιο πάνω παρατηρήσεις δεν προεξοφλούν την επιτυχία της παρούσας έφεσης. Οι λόγοι εφέσεως, για να ευοδωθεί η έφεση, πρέπει να προβάλλονται λυσιτελώς και μετ' εννόμου συμφέροντος (βλ. Περικλέους ν. Δήμου Κάτω Πολεμιδιών, (2009) 3 Α.Α.Δ. 37, Καλλένου Ελένη Πιερή ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 14). Ο εφεσείων, στην παρούσα περίπτωση, δεν απέδειξε (ως είχε το βάρος) ότι, εδικαιούτο στην παροχή συνταξιοδοτικού ωφελήματος, είτε δια της επιτυχούς τεκμηρίωσης εφαρμογής νομοθετικής διάταξης η οποία να του χορηγούσε τέτοιο δικαίωμα είτε διά αυτοδέσμευσης της διοίκησης, όπως του χορηγήσει τέτοιο ωφέλημα ή άλλως πως.
Αναλυτικότερα, ο εφεσείων προώθησε, πρωτόδικα, τη θέση ότι, δικαιούται συνταξιοδοτικού ωφελήματος βάσει του Κανονισμού 231(δ) των περί Συντάξεων και Φιλοδωρημάτων Κανονισμών του Δήμου Αμμοχώστου ο οποίος προβλέπει ότι: «(δ) Σε περίπτωση που υπάλληλος, που κατέχει συντάξιμη θέση, απουσιάσει από την Υπηρεσία χωρίς απολαβές, η χωρίς απολαβές αυτή άδεια απουσίας του δεν υπολογίζεται για σκοπούς σύνταξης, εκτός αν η άδεια αυτή παραχωρήθηκε για λόγους δημοσίου συμφέροντος ύστερα από έγκριση του Συμβουλίου.». Εντούτοις, ο εφεσείων δεν έχει αποσείσει το βάρος του όπως αποδείξει ότι, ο Δήμος παραχώρησε σ' αυτόν την άνευ απολαβών άδεια για την περίοδο που αυτός επιζητεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Αντιθέτως, στα γεγονότα της πρωτόδικης απόφασης (τα οποία, ως προαναφέρθηκε στην παρούσα, δεν αμφισβητήθηκαν) σαφώς σημειώνεται ότι, για τη μεγαλύτερη περίοδο της απουσίας του εφεσείοντα άνευ απολαβών την οποία διεκδικεί ο εφεσείων για συνταξιοδοτικά ωφελήματα (1.1.1977 έως και 2002), αυτή εδίδετο και ετύγχανε έγκρισης κατόπιν δικών του διαβημάτων και εγκρίσεων, χωρίς οποιαδήποτε αναφορά ότι, αυτή η απουσία εγκρινόταν για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ούτε προκύπτει από τα (μη αμφισβητούμενα, επαναλαμβάνουμε) γεγονότα της υπόθεσης οποιασδήποτε μορφής αυτοδέσμευση του εφεσίβλητου 1 προς τον εφεσείοντα περί καταβολής συνταξιοδοτικών ωφελημάτων για την περίοδο της εγκριθείσας άδειας απουσίας άνευ απολαβών του εφεσείοντα. Σαφώς, σημειώνουμε ότι, τα ευρήματα γεγονότων στην παρούσα υπόθεση (βλ. ανωτέρω), τα οποία, επαναλαμβάνουμε εμφαντικά, δεν αμφισβητήθηκαν, διαφέρουν από αυτά της απόφασης ημερομηνίας 21.2.2004 στην Προσφυγή Αρ. 947/2003 ΔΙΟΜΗΔΗΣ ΒΑΣΛΕΙΟΥ v. ΔΗΜΟΥ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ, την οποία ο εφεσείων σχετικώς επικαλέστηκε.
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, βρίσκουμε ότι οι λόγοι εφέσεως 1 και 2 προβάλλονται άνευ εννόμου συμφέροντος και απορρίπτονται, ως εκ τούτου, ως αλυσιτελείς.
Με βάση όλα τα ανωτέρω, η έφεση αποτυγχάνει στην ολότητα της και απορρίπτεται.
Η πρωτόδικη απόφαση, όπως και η επίδικη απόφαση επικυρώνονται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα ύψους 1250 ευρώ, επιπλέον Φ.Π.Α. υπέρ του εφεσίβλητου 1 και 1250 ευρώ υπέρ της εφεσίβλητης 2.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.