ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 100/2019)
20 Φεβρουαρίου, 2024
[ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΕΡΑΦΕΙΜ, ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΧΧΧ ΧΧΧΧ ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης.
--------------------
Χριστάκης Θ. Χριστάκη μαζί με Σ. Μεστάνα, για Εφεσείουσα.
Μ. Καλογήρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη.
--------------------
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λυσάνδρου, Δ.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ. : Ο σύζυγος της Εφεσείουσας/Αιτήτριας αφυπηρέτησε από τη δημόσια υπηρεσία κατά το 1985, όντας νυμφευμένος με την προηγούμενή του σύζυγο. Ο αφυπηρετήσας διαζεύχθηκε το 1988 την τότε σύζυγό του, εν συνεχεία, νυμφεύθηκε κατά το 2003 την Εφεσείουσα/Αιτήτρια και απεβίωσε κατά την 12.4.2014.
Περί την 13.5.2014, η Εφεσείουσα/Αιτήτρια αιτήθηκε σύνταξη χηρείας, ως χήρα αποθανόντος συνταξιούχου κρατικού υπαλλήλου, πλην όμως η αίτησή της απορρίφθηκε από το Γενικό Λογιστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του η οποία εμπεριέχεται σε σχετική επιστολή ημερ. 27.6.2014. Με την εν λόγω επιστολή, το Γενικό Λογιστήριο ενημέρωσε την Εφεσείουσα/Αιτήτρια ότι, σύμφωνα με το Άρθρο 37(3) των περί Συντάξεων Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 97(Ι) του 1997») και το Άρθρο 12 των περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημοσίου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμων (εφεξής «ο Νόμος 216(Ι) του 2012»), δεν εδικαιούτο σύνταξη χηρείας επειδή ο γάμος της με τον αποθανόντα τελέστηκε όταν αυτός δεν ήταν πλέον δημόσιος υπάλληλος.
Η Εφεσείουσα/Αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση ημερ. 27.6.2014 του Γενικού Λογιστηρίου ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου το οποίο απέρριψε την Προσφυγή Αρ. 1039/2014 με την απόφασή του ημερ. 10.5.2019 η οποία εφεσιβάλλεται ενώπιόν μας.
Με δύο λόγους έφεσης (ο τρίτος αποσύρθηκε), η Εφεσείουσα/Αιτήτρια προβάλλει ότι το Άρθρο 37(3) του Νόμου 97(Ι) του 1997 και το Άρθρο 12 του Νόμου 216(Ι) του 2012 αντίκεινται σε διάφορες διατάξεις του Συντάγματος, αλλά και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (εφεξής «η ΕΣΔΑ») και των πρόσθετων Πρωτοκόλλων αυτής.
Κατ' αρχάς, μας προβλημάτισε κατά πόσον ο πρώτος και δεύτερος λόγος έφεσης είναι δικονομικά παραδεκτοί, στην έκταση που εγείρουν θέμα ασυμβατότητας του Άρθρου 37(3) του Νόμου 97(Ι) του 1997 με την Αρχή της Ισότητας (ως αυτή διασφαλίζεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος, το Άρθρο 14 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 12 της ΕΣΔΑ), καθώς και με το δικαίωμα ιδιοκτησίας (ως αυτό διασφαλίζεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος και το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ), υπό το φως των εξής δεδομένων:
(α) κατά τη νομολογία, το δικαιοδοτικό πλαίσιο, υπό το οποίο το αναθεωρητικής δικαιοδοσίας Δικαστήριο δικάζει, οριοθετείται εξειδικευμένα από την πρωτόδικη αίτηση ακύρωσης και δεν μπορεί ο έλεγχός του να επεκτείνεται προς κατευθύνσεις εκτός αυτού του πλαισίου, με εξαίρεση τα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενα θέματα δημόσιας τάξης (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 188/2012, ΠΑΗ ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 23.10.2018 και Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 4/2019 Μπουλούτας ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, απόφαση ημερ. 25.9.2023)·
(β) η κατ' ισχυρισμόν ασυμβατότητα του Άρθρου 37(3) του Νόμου 97(Ι) του 1997 με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τα πρόσθετα Πρωτόκολλά της δεν δικογραφήθηκε επαρκώς ως η νομολογία απαιτεί (Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, (2006) 3 Α.Α.Δ. 671· Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας, (2011) 3 Α.Α.Δ. 393· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 29/2021 ANKIT v. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 4.10.2021)· ο ισχυρισμός αυτός αναπτύχθηκε για πρώτη φορά στην πρωτόδικη αγόρευση της Εφεσείουσας/Αιτήτριας, αλλά όχι στην πρωτόδικη αίτηση ακύρωσης (ακόμα και ως αυτή είχε τροποποιηθεί με διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερ. 7.10.2015) η οποία παρέθεσε ως λόγο ακύρωσης μόνο την κατ' ισχυρισμόν ασυμβατότητα του Άρθρου 12 του Νόμου 216(Ι) του 2012 με τα Άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος·
(γ) πάρα ταύτα, μέρος των μη δικογραφημένων ή ανεπαρκώς δικογραφημένων ισχυρισμών της Εφεσείουσας/Αιτήτριας εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο και απορρίφθηκαν στην ουσία τους.
Παρά την περί αντιθέτου προσέγγιση παλαιότερης νομολογίας στην οποία μας παρέπεμψε η Εφεσείουσα/Αιτήτρια, κατά τη νεότερη νομολογία επί του θέματος, λόγος ακύρωσης, ο οποίος αναπτύχθηκε στην αγόρευση του προσφεύγοντα χωρίς να έχει εγερθεί στην αίτηση ακύρωσης, δεν εγείρεται παραδεκτώς κατ' έφεση καίτοι εξετάστηκε πρωτόδικα και απορρίφθηκε (Γιασουμής ν. Δημοκρατίας, (2005) 3 Α.Α.Δ. 27· Δημοκρατία ν. SHALAEVA, (2010) 3 Α.Α.Δ. 598· Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 74/2009 Ιωάννου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, απόφαση ημερ. 13.3.2012), η οποία προσέγγιση εστιάζει στη σημασία της εξαρχής τήρησης των δικονομικών κανόνων (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 95/2012 Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, απόφαση ημερ. 6.7.2018).
Συνεπώς, κρίνουμε ότι η Εφεσείουσα/Αιτήτρια απαραδέκτως εγείρει, στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου λόγου έφεσης, την κατ' ισχυρισμόν ασυμβατότητα του Άρθρου 37(3) του Νόμου 97(Ι) του 1997 με αυξημένης ισχύος κανόνες του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και των πρόσθετων Πρωτοκόλλων της και την κατ' ισχυρισμόν ασυμβατότητα του Άρθρου 12 του Νόμου 216(Ι) του 2012 με το Άρθρο 14 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί ασυμβατότητας του Άρθρου 12 του Νόμου 216(Ι) του 2012 με το Άρθρο 28 του Συντάγματος, ούτε αυτός ο λόγος δύναται να εξεταστεί στην ουσία του, για τους εξής λόγους:
Το Άρθρο 37 του Νόμου 97(Ι) του 1997 προβλέπει τα εξής:
«37.-(1) Σύνταξη χήρας καταβάλλεται στην επιζώσα σύζυγο από το θάνατο του συζύγου της μέχρι τον θάνατό της.
(2) [..]
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους, δε λαμβάνεται υπόψη γάμος που τελέστηκε όταν ο θανών έπαυσε να είναι υπάλληλος:
Νοείται ότι, εάν ο θανών είχε σύζυγο κατά το χρόνο της αφυπηρέτησής του, η οποία απέθανε μετά την αφυπηρέτησή του και ακολούθως αυτός νυμφεύθηκε εκ νέου, η τελευταία σύζυγός του θεωρείται ως χήρα για τους σκοπούς του παρόντος Μέρους.».
Από πλευράς του, το Άρθρο 12 του Νόμου 216(Ι) του 2012 προβλέπει τα εξής:
«12. Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε οικείου νόμου ή κανονισμών, σε περίπτωση συνταξιούχου, ο οποίος είχε σύζυγο κατά το χρόνο της αφυπηρέτησής του, η οποία απέθανε μετά την αφυπηρέτησή του, και ο οποίος ακολούθως νυμφεύθηκε εκ νέου, η τελευταία σύζυγος δεν καθίσταται δικαιούχος σε σύνταξη χήρας σε περίπτωση θανάτου του:
Νοείται ότι οποιαδήποτε αναφορά στις λέξεις «συνταξιούχος», «σύζυγος», «χήρα», ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει «γυναίκα συνταξιούχο», «άντρα συνταξιούχο», «το σύζυγο», «τη σύζυγο», «το χήρο».».
Εκ της διατύπωσης του Άρθρου 37 και δη της επιφύλαξης του εδαφίου (3) του Νόμου 97(Ι) του 1997, συνάγεται ότι η νυμφευθείσα κρατικό υπάλληλο μετά την αφυπηρέτησή του (όπως η Εφεσείουσα/Αιτήτρια) είχε δικαίωμα σε σύνταξη χηρείας, υπό την προϋπόθεση ότι ο αφυπηρετήσας υπάλληλος τη νυμφεύθηκε μετά τον θάνατο της -κατά τον χρόνο της αφυπηρέτησης- προηγούμενης συζύγου του.
Οπότε, ακόμα και αν εξετάζαμε στην ουσία του και κρίναμε ως αντισυνταγματικό το Άρθρο 12 του Νόμου 216(Ι) του 2012 (το οποίο εμμέσως πλην σαφώς αναιρεί την επιφύλαξη του Άρθρου 37(3) του Νόμου 97(Ι) του 1997, ώστε να αποστερήσει τη σύνταξη χηρείας από χήρα θανόντα κρατικού υπαλλήλου τον οποίο νυμφεύθηκε μετά από την αφυπηρέτησή του και μετά το θάνατό της -κατά το χρόνο της αφυπηρέτησης- προηγούμενης συζύγου του), τέτοια κρίση θα ήταν αλυσιτελής διότι θα αναβίωνε η επιφύλαξη του άνω Άρθρου 37(3), το οποίο Άρθρο καλύπτεται από τεκμήριο νομιμότητας που δεν αίρεται στην ενώπιόν μας έφεση για τους δικονομικούς λόγους που ήδη εξηγήσαμε.
Συγκεκριμένα, στην απουσία του Άρθρου 12 του Νόμου 216(Ι) του 2012, η Εφεσείουσα/Αιτήτρια θα εδικαιούτο σύνταξη χήρας δυνάμει του Άρθρου 37(1) και (3) του Νόμου 97(Ι) του 1997 μόνο αν είχε αποβιώσει η προηγούμενη σύζυγος του αποθανόντος συζύγου της. Εντούτοις τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε ενώπιον της Διοίκησης, ούτε, κατά παραδοχή και των διαδίκων, έλαβε χώρα τέτοιο γεγονός.
Καταλήγουμε ότι είναι δικονομικά απαράδεκτος και ο ισχυρισμός περί ασυμβατότητας του Άρθρου 12 του Νόμου 216(Ι) του 2012 με το Άρθρο 28 του Συντάγματος, διότι η Εφεσείουσα/Αιτήτρια τον προβάλλει αλυσιτελώς και όχι μετά του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος (Κοινοπραξία ACTION PR & PUBLICATIONS LTD & EPISTLE (EPISTELE) COMMUNICATIONS & MEDIA LTD v. Κοινοπραξία L & T PARTNERS COMMUNICATIONS SERVICES LTD KAI PR PARTNERS LTD κ.α., (2009) 3 Α.Α.Δ. 475).
Κατά τον δεύτερο λόγο έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να διαγνώσει (ως όφειλε) ότι τα Άρθρα 37(3) του Νόμου 97(Ι) του 1997 και 12 του Νόμου 216(Ι) του 2012 καταστρατηγούν το δικαίωμα ιδιοκτησίας ως διασφαλίζεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος και το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Απορρίπτουμε τον δεύτερο λόγο έφεσης για λόγους τους οποίους ήδη ανωτέρω εξηγήσαμε σε σχέση με τον πρώτο λόγο έφεσης.
Συγκεκριμένα, το Άρθρο 37(3) του Νόμου 97(Ι) του 1997 καλύπτεται από τεκμήριο συμβατότητας με αυξημένης ισχύος κανόνες το οποίο εν προκειμένω παραμένει αδιάσειστο, διότι αυτό το θέμα δεν δικογραφήθηκε δεόντως και, δεδομένου τούτου, η Εφεσείουσα/Αιτήτρια προβάλλει αλυσιτελώς (και όχι μετά του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος) την ασυμβατότητα του Άρθρου 12 του Νόμου 216(Ι) του 2012 με αυτούς τους κανόνες.
Καταληκτική κρίση του Δικαστηρίου:
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνουμε ότι οι λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι και τους απορρίπτουμε.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επικυρώνεται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης.
Επιδικάζονται 3000 ευρώ, ως κατ' έφεση συνολικά έξοδα, κατά της Εφεσείουσας/Αιτήτριας και υπέρ της Εφεσίβλητης/Καθ'ης η Αίτηση.
Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Γ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Δ.
Δ. ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ, Δ.