ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Έφεση Αρ. 10/2022)
26 Φεβρουαρίου 2024
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]
E. K.,
Εφεσείουσα
v.
D. K.,
Εφεσίβλητου
Λ. Βραχίμης για Ελένη Βραχίμη & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσείουσα
Χ. Καράς με Π. Θεοχάρη (κα) για Αντώνης Κ. Καράς ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο
------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας με την οποία ρυθμίστηκαν οι περιουσιακές διαφορές των διαδίκων.
Οι διάδικοι, ως τίθεται στην πρωτόδικη απόφαση, είναι Ρώσσοι υπήκοοι, ο γάμος των οποίων λύθηκε στις 15.9.2015. Επιδιώκοντας να επιλύσουν τις περιουσιακές τους διαφορές, με την ως άνω διαδικασία, αναζήτησαν, ο μεν εφεσίβλητος, επτά θεραπείες, η δε εφεσείουσα, μέσω ανταπαίτησης της, οκτώ θεραπείες. Η επίδικη περιουσία, περιελάμβανε συγκεκριμένη κατοικία η οποία αγοράστηκε όταν οι διάδικοι αναζήτησαν καθεστώς μόνιμης διαμονής στην Κύπρο, καθώς επίσης, συγκεκριμένο ποσό κατάθεσης και αυτοκίνητο. Μεταξύ των επιδίκων θεμάτων, ήταν και η προέλευση των χρηματικών ποσών που χρησιμοποιήθηκαν για την απόκτηση της επίδικης περιουσίας, ώστε να καθοριζόταν η εκατέρωθεν συνεισφορά των διαδίκων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε τα εγερθέντα ζητήματα, ως αποτυπώνεται στο σκεπτικό του, καταλήγοντας στην έκδοση ανάλογων διαταγμάτων στο πλαίσιο της αίτησης. Είναι χρήσιμο να λεχθεί ότι ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής ακολούθησε μία συλλογιστική ανάμεικτης παράθεσης, ανάλυσης και κρίσης θεμάτων και ισχυρισμών που τέθηκαν στη διαδικασία, χωρίς να είναι απολύτως ξεκάθαρη, εκ των πραγμάτων, η πτυχή της αξιολόγησης των διαδίκων, ως μαρτύρων για την υπόθεση του ο κάθε ένας. Διαφαίνεται, συναφώς, η αποδοχή ισχυρισμών του εφεσίβλητου και η μη αποδοχή ισχυρισμών της εφεσείουσας.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται και από τις δύο πλευρές. Η εφεσείουσα προβάλλει εννέα λόγους έφεσης, ενώ ο εφεσίβλητος, μέσω αντέφεσης, προβάλλει τέσσερεις λόγους έφεσης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, αποδίδεται, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι εσφαλμένα αποδέχτηκε τη γραπτή δήλωση του εφεσίβλητου, ως μέρος της μαρτυρίας και της κυρίως εξέτασης του, ενώ η όλη επιχειρηματολογία και ευρήματα του Δικαστηρίου, στη βάση των οποίων στήριξε την αποδοχή της μαρτυρίας αυτής, ήταν, επίσης, εσφαλμένα.
Λόγω της δραστικότητας και καταλυτικής επίδρασης του ως άνω λόγου στην παρούσα έφεση, ενδείκνυται η ενασχόληση με αυτόν πρώτα, αντί των υπολοίπων ουσιαστικών λόγων έφεσης και αντέφεσης.
Ορθό, υπό τις περιστάσεις, είναι να λεχθεί ότι, παρά το ότι η πρωτόδικη διαδικασία αφορούσε διαφορά περιουσιακών διαφορών στην Κλίμακα 100.000 - 500.000.-, δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση της μαρτυρίας των διαδίκων υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων, προφανώς στη βάση των προνοιών της Δ.30 Θ.5(4) των, εν ισχύ, τότε, Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Εις δε την ακροαματική διαδικασία, οι διάδικοι, ενόρκως δηλούντες, αντεξετάστηκαν από τον αντίδικο συνήγορο. Στο ως άνω πλαίσιο, η μαρτυρία του εφεσίβλητου/αιτητή τέθηκε, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μέσω ένορκης δήλωσης του στην αγγλική γλώσσα και μετάφραση στην ελληνική γλώσσα. Συνημμένα, σ' αυτήν, τέθηκαν τα έγγραφα τα οποία υποστήριζαν την προβαλλόμενη μαρτυρία.
Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τα όσα προβάλλονται στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης και την επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας, καθώς επίσης, την αντίθετη επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσίβλητης.
Το τι η εφεσείουσα προβάλλει μπορεί να συνοψιστεί στο ότι, από την αντεξέταση, προέκυψε η μη ικανή κατανόηση, από τον εφεσίβλητο, της αγγλικής γλώσσας και, κατ' επέκταση, του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης που αυτός κατέθεσε ως τη μαρτυρία του. Παρά δε, την παραδοχή του εφεσιβλήτου ότι δεν κατανοούσε την αγγλική γλώσσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την κατάληξη του στη θέση ότι δεν προέκυπτε πουθενά ότι ο εφεσίβλητος δεν μιλούσε την αγγλική γλώσσα, ότι τη μιλούσε σε απλή μορφή και ότι αυτό καθιστούσε αποδεχτή την ένορκη δήλωση του ως μαρτυρία. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι κακώς τα ως άνω χαρακτηρίστηκαν ως παρατυπία και ότι κακώς, αναφορικά με το υπό συζήτηση θέμα, έγινε, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, επίκληση άλλων ενδιάμεσων διαδικασιών στις οποίες η ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου είχε γίνει στην αγγλική γλώσσα.
Από την πλευρά του, ο εφεσίβλητος, πέραν από την ορθότητα και επάρκεια της σύνταξης και μετάφρασης της ένορκης δήλωσης του, επικαλείται το ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει, έλαβε υπόψη και άλλα στοιχεία στη μαρτυρία, ώστε να καταλήξει στα συμπεράσματά του.
Επί του προκειμένου ζητήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι «Απ΄ ότι προκύπτει από το φάκελο της διαδικασίας, ο Αιτητής υπόγραψε την ένορκη δήλωση του στην Αγγλική γλώσσα. Στην ένορκη δήλωση του Αιτητή βρίσκεται επισυνημμένη ένορκη δήλωση της Αδαμαντίας Χαραλάμπους, η οποία ενόρκως αναφέρει ότι είναι απόφοιτος Αγγλικού Πανεπιστημίου και γνωρίζει πολύ καλά την Αγγλική γλώσσα. Επίσης, ενόρκως αναφέρει ότι μετάφρασε «στον Καθ' ου η αίτηση την ένορκη δήλωση της γραπτής του μαρτυρίας από τα Ελληνικά στα Αγγλικά», επισυνάπτοντας στην ένορκη δήλωσή της ως Τεκμ. Α τη γραπτή του μαρτυρία στα Ελληνικά και ως Τεκμ. Β τη γραπτή του μαρτυρία στα Αγγλικά».
Έχοντας αναφέρει τα ως άνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στη νομολογία σε σχέση με το πως πρέπει να υποβάλλεται ένορκη δήλωση από μάρτυρα, παραθέτοντας και σχετικό απόσπασμα από την Saab Abbas Nazar, (2003) 1 ΑΑΔ 772). Παρατήρησε, συναφώς, ότι ο εφεσίβλητος κατέθεσε από το εδώλιο του μάρτυρα, ενόρκως, στη ρωσική γλώσσα με μετάφραση στα ελληνικά, ενώ δεν προέκυψε, από πουθενά, ότι δεν μιλά την αγγλική γλώσσα. Ως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, περαιτέρω, υπέδειξε, αυτό που προκύπτει είναι ότι ο εφεσίβλητος δεν μιλά «καλά αγγλικά» και ότι τα μιλά «σε μια απλή γλώσσα». Ακολούθως, εντοπίζεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι σε άλλη ενδιάμεση διαδικασία, γίνεται αναφορά σε γνώση της αγγλικής γλώσσας από τον εφεσίβλητο, χωρίς να έχει εγερθεί τέτοιο ζήτημα από την αντίδικη πλευρά, η οποία μάλιστα αποδέχτηκε το ζητούμενο διάταγμα. Παράλληλα, παρατηρείται ότι, στην υπό κρίση ένορκη δήλωση, ο εφεσίβλητος αναφέρει ότι η ένορκη δήλωση μεταφράστηκε από τα αγγλικά στα ελληνικά καθότι δεν μιλά, ούτε καταλαβαίνει ελληνικά, παρά μόνο αγγλικά. Τέλος, παρατηρείται ότι η μεταφράστρια, στη δική της ένορκη δήλωση, αναφέρει ότι μετέφρασε στον εφεσίβλητο την ένορκη δήλωση της γραπτής του μαρτυρίας από τα ελληνικά στα αγγλικά.
Με βάση τα ως άνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο ότι «Από όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν έχει διαφανεί ότι ο Αιτητής δεν γνώριζε το τί αναγραφόταν στην ένορκη δήλωσή του, η οποία έχει συνταχθεί στα αγγλικά. Ως εκ τούτου και αυτή η όψιμη θέση της πλευράς της Καθ' ης η αίτηση, περί παρατυπίας στην ένορκη δήλωση που υπέγραψε ο Αιτητής, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται».
Είναι σημαντικό να τεθεί ότι το όλο θέμα ανέκυψε όταν, κατά την αντεξέτασή του, ο εφεσίβλητος, μιλώντας ρωσικά, σε ερώτηση αν κατέχει καλά την αγγλική γλώσσα, απάντησε αρνητικά, ενώ δεν θυμόταν να πει αν η δήλωση του μεταφράστηκε από τα ελληνικά στα αγγλικά ή τι, ακριβώς, έγινε. Όταν δε, του διαβάστηκε συγκεκριμένη αναφορά του στην ένορκη του δήλωση, για να εξηγήσει τι καταλαβαίνει, ο εφεσίβλητος είπε ότι δεν καταλαβαίνει και ότι δεν μιλά καλά αγγλικά. Δεν καταλάβαινε τι του διαβάστηκε. Κατά την επανεξέτασή του, ο εφεσίβλητος επανέλαβε ότι δεν καταλαβαίνει πολύ καλά αγγλικά και ότι μιλούσε με τον συνήγορό του απλά αγγλικά.
Είναι αυτονόητο ότι η μαρτυρία ενός μάρτυρα και, κατ' επέκταση, η ένορκη δήλωση, η οποία συνιστά μαρτυρία, θα πρέπει να δίνεται σε γλώσσα κατανοητή στον συγκεκριμένο μάρτυρα. Ως προς μαρτυρία μέσω ένορκης δήλωσης, σαφής είναι η νομολογία. Ως εξηγείται στην GANNA MAKOVETSKA - GRYNEVYCH v. SERGII GRYNEVYCH, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε57/2017, ημερομηνίας 4.10.2023:
«Είναι ορθή η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα ότι, με βάση τη σχετική νομολογία, μία ένορκη δήλωση προσώπου θα πρέπει να γίνεται σε γλώσσα κατανοητή από τον ομνύοντα και αυτή να συνοδεύεται από μετάφραση στην ελληνική καθώς, επίσης, και από σχετική ένορκη δήλωση του μεταφραστή δια της οποίας να βεβαιώνεται το πιστό και αληθές της μετάφρασης. Κατά συνέπεια η ενδεδειγμένη και ορθή διαδικασία σε τέτοια περίπτωση περιλαμβάνει ουσιαστικά την κατάθεση τριών ενόρκων δηλώσεων (βλ. Annual Practice 1995, σελ. 683).
Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Saab Abbas Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772:
«Η ένορκη δήλωση συνιστά μαρτυρία και συνεπώς θα πρέπει να είναι συνταγμένη σε γλώσσα κατανοητή στον ενόρκως δηλούντα. Η ένορκη δήλωση θα έπρεπε να γίνεται στη γλώσσα του και να συνοδεύεται με μετάφρασή της, καθώς και από ένορκη δήλωση του μεταφραστή που να βεβαιώνει τη μετάφραση και να ενσωματώνει ως τεκμήριο, τόσο την πρωτότυπη ένορκη δήλωση, όσο και τη μετάφρασή της (Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 17, παραγρ. 321).»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Λίγο μετά την υπόθεση Nazar (ανωτέρω) ακολούθησε και η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μάριου Φωτίου και της Bianca Bos (2003) 1 Α.Α.Δ. 782, η οποία αφορούσε ένορκη δήλωση που συνόδευε αίτηση για άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση Certiorari, η οποία είχε συνταχθεί στα ελληνικά από μέρους Ολλανδής υπηκόου η οποία δεν γνώριζε ελληνικά. Και σ' εκείνη την υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ότι η συγκεκριμένη ένορκη δήλωση δε συνιστούσε ένορκη δήλωση εντός της εννοίας του νόμου, επαναλαμβάνοντας τα εξής:
«Η ένορκη δήλωση θα πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφρασή της στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης. Ένορκες δηλώσεις που είναι συντεταγμένες στα ελληνικά από πρόσωπα που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα, δεν συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία και δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν (Αναφορικά με τον Saab Abbas Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772).»
Το ότι η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφραση της στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης, επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Sangaralingam Krishnakanthan (2011) 1 Α.Α.Δ. 7 .. »
Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν τηρήθηκαν τα πιο πάνω. Ο εφεσίβλητος αναγνώρισε μη καλή αντίληψη της γλώσσας στην οποία συντάχθηκε η ένορκη δήλωση της μαρτυρίας του, μάλιστα δεν μπορούσε να καταλάβει τι αναφερόταν σε τυχαίο απόσπασμα της ένορκης του δήλωσης. Ο ίδιος, προφανώς αμυνόμενος στις σχετικές ερωτήσεις, παρέπεμψε σε συνομιλίες του, στο παρελθόν, στη ρωσική γλώσσα. Η αναφορά ότι αντιλαμβάνεται αγγλικά σε απλή μορφή δεν απαντά το ζητούμενο, το οποίο πάντοτε είναι η επιβεβαίωση ότι η ένορκη δήλωση/μαρτυρία είναι σε γλώσσα κατανοητή στον μάρτυρα, ώστε τα αναφερόμενα στη μαρτυρία αυτή να είναι προϊόν του μάρτυρα. Κι αυτό, δηλαδή η κατανόηση από τον εφεσίβλητο των όσων καταγράφονται στην ένορκη δήλωση του, με κάθε σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό τας περιστάσεις, δεν μπορούσε να διαπιστωθεί. Ενώ, υπήρχαν οι δικονομικοί μηχανισμοί, κατά την επανεξέταση, να διαπιστωθεί τέτοια αντίληψη, εφόσον υφίστατο.
Παραμένει άνευ σημασίας το αν προηγούμενη ένορκη δήλωση έγινε στην ίδια γλώσσα χωρίς να εγερθεί το θέμα. Κάτι τέτοιο δεν αναιρεί ή καταργεί τη μη κατανόηση από τον εφεσίβλητο της γλώσσας στην οποία ήταν συνταγμένη η μαρτυρία του και τις επιπτώσεις που κάτι τέτοιο επιφέρει στην αποδοχή της μαρτυρίας αυτής.
Σαφώς, δεν πρόκειται περί κάποιου είδους παρατυπίας στη διαδικασία, με τις προεκτάσεις μιας τέτοιας διαπίστωσης να είναι καταλυτικές.
Διαπιστώνουμε σφάλμα στις ως άνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τα δεδομένα, ως είχαν τεθεί ενώπιον του, δεν ήταν επιτρεπτό να καταλήξει ότι δεν είχε διαφανεί ότι ο εφεσίβλητος δεν γνώριζε το τί αναγραφόταν στην ένορκη του δήλωση. Το μέρος αυτό της μαρτυρίας δεν μπορούσε να αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία.
Ως προκύπτει από τα πρωτόδικα έγγραφα και πρακτικά, τα αναφερόμενα τεκμήρια σχετικά με τα εμβάσματα, αποτελούν παραπομπές ισχυρισμών στην ένορκη δήλωση και παρουσιάζουν τρεις δικαιούχους στον συγκεκριμένο λογαριασμό. Επομένως, δεν θα μπορούσαν, από μόνα τους, χωρίς σύνδεση με άλλη μαρτυρία, να αποτελέσουν βάση για απόφαση επί των επιδίκων θεμάτων. Άλλωστε, η πρωτόδικη απόφαση εμφανώς αναφέρεται και λαμβάνει υπόψη τους ισχυρισμούς στην εν λόγω ένορκη δήλωση.
Όμως, το μη αποδεκτό της μαρτυρίας του εφεσίβλητου, ως τέθηκε μέσω της υπό κρίση ένορκης δήλωσης, δεν αναιρεί το γεγονός ότι κάποιοι, έστω, ισχυρισμοί του εφεσίβλητου τέθηκαν κατά την αντεξέτασή του.
Από τα πιο πάνω προκύπτει, αφενός, ότι βάσιμος κρίνεται ο πρώτος λόγος έφεσης, ενώ, αφετέρου, ότι αυτό επηρεάζει τον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να προσεγγίσει την υπόθεση και αξιολογήσει τους μάρτυρες και τη μαρτυρία στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας, ώστε να καταλήξει στα τελικά του συμπεράσματα.
Καθίσταται προφανές ότι η επιτυχία του πρώτου λόγου έφεσης, σε συνδυασμό με τα πιο πάνω, θα πρέπει να οδηγήσει, ως ήταν άλλωστε και η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας, στην επανεξέταση της υπόθεσης. Αυτονόητο είναι ότι παρέλκει, αλλά και αντενδείκνυται η όποια ενασχόληση με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης και αντέφεσης, οι οποίοι άπτονται της ουσίας της υπόθεσης και, αναπόφευκτα επηρεάζονται από την ως άνω κατάληξη.
Συνακόλουθα, η έφεση επιτυγχάνει στη βάση του πρώτου λόγου έφεσης και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Παραμερίζεται, επίσης, η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα.
Η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για επανεκδίκαση. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα παραμείνουν στην πορεία της αίτησης.
Επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου €3.700.- πλέον ΦΠΑ (εάν υπάρχει), ως έξοδα της παρούσας έφεσης.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.